του Νίκου Παπαγεωργάκη
Επανειλημμένα
το κόμμα μας, και βεβαίως όχι μόνο κατά την τελευταία δεκαετία,
ασχολήθηκε και συνεχίζει να ασχολείται με τη μελέτη της περιόδου
1940-1944. Μια περίοδος κατά την οποία η εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά
στρώματα της Ελλάδας, με πρωτοστάτες τους κομμουνιστές, δημιούργησαν
ένα μεγαλειώδες κοινωνικό, πολιτικό και στρατιωτικό κίνημα, αυτό που στη
λαϊκή συνείδηση αλλά και σε συγγράμματα ιστορικών καθιερώθηκε ως «το
λαϊκό έπος της Εθνικής Αντίστασης». Η συνεχής ανάδειξη αυτής της
περιόδου ως μιας από τις κορυφαίες της ελληνικής ιστορίας αφορά βεβαίως
και το ΚΚΕ και το λαϊκό κίνημα, μιας και σε αυτή την περίοδο
εμπεριέχονται και πάμπολλα παραδείγματα που βοηθούν στην ανατροπή
ηττοπαθών, μοιρολατρικών αντιλήψεων, τις οποίες η αστική τάξη θέλει να
επιβάλει συνολικά στα λαϊκά στρώματα της χώρας.
Χωρίς
να τρέφουμε αυταπάτες ότι η αντικειμενική ιστορική έρευνα μπορεί
αυτόματα να επιδρά στην κοινωνική συνείδηση (χωρίς αντίστοιχα κοινωνικά,
λαϊκά κινήματα) και ιδεολογική πάλη, προσμετρούμε ταυτόχρονα την αξία
της ως σημαντικού όπλου στην ιδεολογική διαπάλη.
Η
ιστορική έρευνα αποτελούσε και αποτελεί μόνιμο καθήκον για το κόμμα
μας. Η διεξαγωγή αντικειμενικών συμπερασμάτων από την ιστορική εμπειρία
του ΚΚΕ (θετική και αρνητική) αποτελεί άλλωστε μια βασική παράμετρο, που
μαζί με τη μελέτη της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας κρίνουν και
εμπλουτίζουν μόνιμα θα λέγαμε την εφαρμοζόμενη τακτική και στρατηγική
του κόμματος.
Η
περίοδος που προαναφέραμε αποτελεί μεγάλη δεξαμενή τέτοιων εμπειριών.
Γι’ αυτό άλλωστε εκτός από το ΚΚΕ και οι αστικές δυνάμεις, από τη δική
τους ταξική σκοπιά, αφιέρωσαν και αφιερώνουν σημαντικά οικονομικά ποσά
για τη διεξαγωγή ερευνών, συνεδρίων, μελετών, για τη δημοσίευση
συγγραμμάτων και άρθρων σε εφημερίδες με σκοπό τη σταθερή επιβολή της
δικής τους ταξικής ερμηνείας (και βεβαίως όχι μόνο μέσα από την
παραχάραξη ιστορικών γεγονότων) ως κυρίαρχης στην κοινωνική συνείδηση.
Τα
παραπάνω συνηγορούν στην αναγκαιότητα συνεχούς βελτίωσης της ικανότητάς
μας να εντοπίζουμε και να αναλύουμε τις ταξικές αντιθέσεις που
εμπεριέχει κάθε ιστορική περίοδος, κάθε ιστορικό γεγονός.
Από
αυτή τη σκοπιά θα προσπαθήσει και το παρόν άρθρο να ερμηνεύσει τη
«Συμφωνία της Καζέρτας», τους παράγοντες που οδήγησαν σε αυτή, καθώς και
τις επιπτώσεις της.
ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ
Το
διάστημα 24 έως 26 Σεπτεμβρίου 1944, στη νοτιοϊταλική πόλη Καζέρτα
(Cazerta, κοντά στη Νάπολι), σε συνέχεια του σχηματισμού της κυβέρνησης
«Εθνικής Ενότητας», που είχε δημιουργηθεί στις 2 Σεπτεμβρίου με τη
συμμετοχή και του ΕΑΜ, έλαβαν χώρα οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των
στρατιωτικών και πολιτικών εκπροσώπων της βρετανικής κυβέρνησης, της
ελληνικής κυβέρνησης και των στρατιωτικών αρχηγών του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ,
Στέφανου Σαράφη και Ναπολέοντα Ζέρβα αντίστοιχα.
Οι
διαπραγματεύσεις αυτές κατέληξαν στη «Συμφωνία της Καζέρτας». Η σημασία
της Σύσκεψης της Καζέρτας φαίνεται και από το γεγονός ότι αυτή
πλαισιώθηκε μόνο από κορυφαίους πολιτικούς και στρατιωτικούς παράγοντες.
Συγκεκριμένα, από πλευράς της Μεγάλης Βρετανίας συμμετείχε ο
αρχιστράτηγος των Συμμαχικών Δυνάμεων Μέσης Ανατολής (ως πρόεδρος της
σύσκεψης) Ουίλσον, ο υπουργός Μέσης Ανατολής Μακ Μίλαν, ο πρεσβευτής
στην Ελλάδα Λίπερ και ο στρατηγός Σκόμπι. Η ελληνική κυβέρνηση
εκπροσωπήθηκε από τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου και 4 υπουργούς
(δύο αστούς - Θεμιστοκλής Τσάτσος και Παναγιώτης Σγουρίτσας - και δύο
του ΕΑΜ - Γιάννης Ζεύγος και Αλέξανδρος Σβώλος). Η ίδια η συμφωνία
υπογράφτηκε από τους επικεφαλής των συμμετεχόντων πλευρών, δηλαδή τους
Ουίλσον, Παπανδρέου, Σαράφη και Ζέρβα.
Με
αυτή τη συμφωνία η αστική τάξη της χώρας από κοινού με τους εκπροσώπους
του βρετανικού ιμπεριαλισμού κατάφεραν τυπικά να καταργήσουν τη σχετική
αυτονομία που διατηρούσε ο ΕΛΑΣ, ακόμα και μετά την υπογραφή του
«Συμφώνου του Λιβάνου», απέναντι στο βρετανικό αρχηγείο και τα ελληνικά
αστικά κόμματα. Εδινε πλέον, με τη σύμφωνη γνώμη του ΚΚΕ και του ΕΑΜ,
την απαιτούμενη νομιμοφάνεια για τη βρετανική στρατιωτική επέμβαση στα
εσωτερικά ζητήματα της Ελλάδας, που θα ακολουθούσε μετά από ελάχιστο
χρονικό διάστημα.
Συγκεκριμένα η συμφωνία προέβλεπε:
1) Ολες οι αντάρτικες ομάδες που δρούσαν στην Ελλάδα έμπαιναν κάτω από τις διαταγές της ελληνικής κυβέρνησης εθνικής ενότητας.
2) Η ελληνική κυβέρνηση έθετε τις δυνάμεις αυτές κάτω από τις διαταγές του στρατηγού Σκόμπι, ο οποίος ορίστηκε από τον ανώτατο συμμαχικό αρχιστράτηγο, ως στρατηγός που θα διοικούσε τις δυνάμεις στην Ελλάδα.
3) Σύμφωνα με την προκήρυξη που εκδόθηκε από την ελληνική κυβέρνηση, οι αρχηγοί των Ελλήνων ανταρτών θα απαγόρευαν κάθε απόπειρα των μονάδων τους «να αναλάβουν την αρχήν ανά χείρας», πράξη που θα θεωρούνταν ως έγκλημα και θα τιμωρούνταν αναλόγως.
4) Οσον αφορούσε την Αθήνα, καμιά ενέργεια δε θα αναλαμβάνονταν, εκτός από τις υπό τις άμεσες διαταγές του στρατηγού Σκόμπι, στρατηγού που διοικούσε τις «εν Ελλάδι δυνάμεις».
5) Τα «Τάγματα Ασφαλείας» θεωρούνταν ως όργανα του εχθρού, θα χαρακτηρίζονταν ως εχθρικοί σχηματισμοί, εκτός αν παραδίνονταν «συμφώνως προς διαταγάς εκδοθησομένας παρά του στρατηγού διοικούντος τας εν Ελλάδι δυνάμεις».
6)
Ολες οι αντάρτικες ελληνικές δυνάμεις, με σκοπό να τεθεί τέρμα στις
διαμάχες του παρελθόντος, δήλωναν ότι θα σχημάτιζαν εθνική ένωση για να
συντονίσουν τη δράση τους για το καλύτερο συμφέρον του κοινού αγώνα.
7)
Ο στρατηγός Σκόμπι, κατόπιν της εξουσίας που του παραχωρήθηκε από τον
ανώτατο συμμαχικό αρχιστράτηγο και με συμφωνία της ελληνικής κυβέρνησης,
εξέδωσε τις συνημμένες διαταγές επιχειρήσεων.
Οι
«σύντομες διαταγές επιχειρήσεων», που ακολουθούσαν, απέβλεπαν στον
ουσιαστικό παροπλισμό του ΕΛΑΣ προς όφελος των αστικών δυνάμεων, αφού
μεταξύ άλλων προέβλεπαν (με τη σύμφωνη πάντα γνώμη του ΚΚΕ και του ΕΑΜ)
ότι: α) Οι δυνάμεις του Ζέρβα θα συνέχιζαν ανενόχλητες πλέον την
κυριαρχία τους στη βορειοδυτική Ελλάδα και τα αλισβερίσια με τα
γερμανικά στρατεύματα κατοχής («παρενόχληση της γερμανικής υποχωρήσεως»
τα χαρακτήριζε ο Σκόμπι). β) Ο ΕΛΑΣ έχανε πλέον τον έλεγχο της Αττικής, η
οποία παραχωρούνταν χωρίς κανενός είδους δισταγμό στο διοικητή της
γερμανοκρατούμενης Χωροφυλακής και μισθωτό του στρατού κατοχής, στρατηγό
Σπηλιωτόπουλο, καθώς και τον έλεγχο της Πελοποννήσου, όπου την εξουσία
του θα τη μοιραζόταν τόσο με την κυβέρνηση εθνικής ενότητας (τον Γεώργιο
Παπανδρέου δηλαδή) όσο και με τους Βρετανούς στρατιωτικούς. Την ίδια
μοίρα προέβλεπαν οι διαταγές του Βρετανού στρατηγού και για την περιοχή
της Θράκης και της Θεσσαλονίκης, που έμπαιναν κάτω από τη διοίκηση
στρατιωτικού εκπροσώπου της κυβερνήσεως[1].
ΜΙΑ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΑΞΙΚΑ ΑΣΥΜΦΟΡΗ
Η
υπογράμμιση που κάναμε σε συγκεκριμένες φράσεις καθεαυτής της συμφωνίας
έχει να κάνει με ζητήματα που κατά τη γνώμη μας αποτελούν σοβαρές
παραχωρήσεις που ενίσχυαν την εξουσία και το κύρος του αστικού κόσμου, ο
οποίος λόγω της υποχωρητικότητας του ΕΑΜ και του ΚΚΕ ενισχυόταν έτσι
και αλλιώς από το «Συμβόλαιο του Λιβάνου».
α)
Η φράση «όλες οι αντάρτικες ομάδες» αποτελεί στην ουσία έναν πλεονασμό
που απαιτούσε η διπλωματική γλώσσα, αφού έτσι και αλλιώς, όλες οι
αστικές ένοπλες ομάδες (αντιστασιακές και συνεργαζόμενες με τον
κατακτητή), αμέσως ή ελάχιστο χρόνο μετά την ίδρυσή τους καθοδηγούνταν
απευθείας από τους Βρετανούς και την ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου. Το
ζητούμενο ήταν η υποταγή του μεγαλύτερου αντιστασιακού κινήματος, αυτού
που και ταξικά (άσχετα από το πόσο έντονα εμφανιζόταν αυτό το στοιχείο)
αποτελούσε τον άλλο πόλο της ελληνικής κοινωνίας, δηλαδή του ΕΑΜ και του
ΕΛΑΣ. Προπαντός ο ΕΛΑΣ, όπως θα δούμε και παρακάτω, αποτελούσε για τους
αστούς τον υπ' αριθμόν ένα κίνδυνο για τη δική τους εξουσία. Η μεγάλη
του δύναμη, καθώς και το γεγονός ότι ο παγκόσμιος αντιφασιστικός πόλεμος
συνεχιζόταν, δεν επέτρεπαν ούτε στον πιο «τολμηρό» ιμπεριαλιστή σκέψεις
ή σχέδια βίαιης διάλυσής του. Ο πλάγιος δρόμος της Καζέρτας ήταν για
τους αστούς ο πιο ενδεδειγμένος.
β)
Η ανάθεση της διοίκησης των στρατιωτικών μονάδων σε Βρετανό στρατηγό
από την κυβέρνηση Παπανδρέου (πάντα με τη σύμφωνη γνώμη του ΕΑΜ και του
ΚΚΕ) άνοιγε, από μόνη της θα λέγαμε, την προοπτική μιας νέας βρετανικής
«κατοχής», στο βαθμό μάλιστα που «οι δυνάμεις στην Ελλάδα», που
αναλάμβανε ο Σκόμπι, δε διευκρινιζόταν η εθνική τους προέλευση. Η
δημιουργία απλά ενός ελληνικού «εθνικού» στρατού, με ή χωρίς τη
συμμετοχή δυνάμεων του ΕΛΑΣ, δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να
εξασφαλίσει τις απαιτούμενες εγγυήσεις για τον ελληνικό αστικό πολιτικό
κόσμο, που όπως είναι φυσικό απέβλεπε στην πλήρη καθυπόταξη του λαϊκού
κινήματος. Η αστική τάξη, έχοντας μικρά ερείσματα όχι μόνο στα λαϊκά
στρώματα της χώρας αλλά ακόμα και στα ελληνικά στρατεύματα που δρούσαν
εκτός των ελληνικών συνόρων (Μέση Ανατολή) και θέλοντας να εξασφαλίσει
την οικονομική και πολιτική της εξουσία, ήταν υποχρεωμένη να καταφύγει
στην ξένη ιμπεριαλιστική βοήθεια, όσες «θυσίες» και αν απαιτούσε αυτό
από τη δική της πλευρά. Ταυτόχρονα η νομιμοποίηση της βρετανικής
στρατιωτικής παρουσίας στην Ελλάδα μέσα από αυτή τη συμφωνία απέτρεπε
και τυχόν αντιρρήσεις και ενστάσεις των άλλων Συμμαχικών Δυνάμεων
(ιδιαίτερα της Σοβιετικής Ενωσης), που εκείνη την περίοδο τις ενδιέφερε
κυρίως το πώς θα ηττηθεί ο γερμανικός φασισμός μια ώρα αρχύτερα.
γ)
Η απαγόρευση σε στρατιωτικές μονάδες «να αναλάβουν την αρχήν ανά
χείρας» απευθυνόταν και αυτή προς το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ. Με τη συνυπογραφή
- αυτοδέσμευση της ηγεσίας τους επιβεβαιωνόταν με τον πιο επίσημο τρόπο
η θέση που είχε τότε το ΚΚΕ για πάση θυσία «ομαλές δημοκρατικές
εξελίξεις».
δ)
Ο εξοβελισμός του ΕΛΑΣ από την Αθήνα, σε συνδυασμό με ανάθεση της
διοίκησής της στο Σπηλιωτόπουλο μέσω των «σύντομων διαταγών
επιχειρήσεων», έδινε στην ουσία και μια πρόγευση για το ποιος θα είχε
«την αρχήν ανά χείρας».
ε) Τα Τάγματα Ασφαλείας θεωρούνταν εχθρικά μόνο
όσο αυτά δεν παραδίνονταν στο Βρετανό στρατηγό. Οι κατοπινές εξελίξεις
φανερώνουν ότι αυτά τα τάγματα αποτελούσαν υποχρεωτικά μέρος της
συγκέντρωσης των στρατιωτικών δυνάμεων (Χωροφυλακή, Ιερός Λόχος κλπ.),
που αν και υποδεέστερες αυτών του ΕΛΑΣ, μπορούσαν να απασχολήσουν τις
δυνάμεις του (τουλάχιστον στην Αθήνα) έως ότου μεταφερθούν ισχυρές
βρετανικές δυνάμεις από το πολεμικό μέτωπο στην Ιταλία.
Η
συγκεκριμένη συμφωνία μπορεί να ξενίζει ως προς την ταξική «ωμότητα»
των όρων της, δε διεκδικεί όμως και πιστοποιητικά μοναδικότητας.
Στην
Ιταλία, η συμμαχική ανώτατη διοίκηση υπέγραφε στις 7 Δεκεμβρίου 1944
συμφωνία με την Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης της Βόρειας Ιταλίας, η
οποία από τη μια αναγνώριζε επίσημα την πολιτική και στρατιωτική δράση
της εθνικοαπελευθερωτικής επιτροπής, από την άλλη όμως την υπέτασσε
ακόμα πιο «ωμά» στις αγγλοαμερικανικές δυνάμεις κατοχής. Μέσα από αυτή
τη συμφωνία οι εθνικοαπελευθερωτικές δυνάμεις δεσμεύονταν ότι θα
εκτελούσαν κάθε διαταγή του ανώτατου διοικητή των συμμαχικών δυνάμεων ή
της συμμαχικής στρατιωτικής κυβέρνησης, «συμπεριλαμβανομένων των διαταγών διάλυσης (σ.σ.: των στρατιωτικών σωμάτων) και παράδοσης των όπλων όταν αυτό θα απαιτηθεί»[2].
Πέρα
από ζητήματα διατυπώσεων και άσχετα από το ποια διατύπωση είναι πιο
επώδυνη, και στις δύο περιπτώσεις (την ελληνική και την ιταλική) οι νέες
λαϊκές μορφές εξουσίας υποτάσσονταν πλέον τόσο στην αγγλοαμερικανική
διοίκηση όσο και στους παραδοσιακούς («δημοκρατικούς») αστικούς θεσμούς,
που όπως είναι φυσικό απέβλεπαν στη διαιώνισή τους[3].
Φραστικά
και μόνο η συμφωνία της Καζέρτας έγινε λιγότερο επώδυνη, όταν μετά από
παρέμβαση του Κ. Δεσποτόπουλου απαλείφθηκε από το κείμενο των «σύντομων
διαταγών επιχειρήσεων» η πρώτη διαταγή που όριζε ότι στις αρμοδιότητες
του Σκόμπι ήταν και «να αποκαταστήση τον Νόμον και την Τάξιν εν Ελλάδι…»[4].
ΟΙ ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΚΕ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΔΡΑΜΑΤΙΖΟΜΕΝΗ ΤΑΞΙΚΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ
Πρέπει
να επισημάνουμε ότι οι ραγδαίες εξελίξεις που ακολούθησαν τη «Συμφωνία
της Καζέρτας» (με αποκορύφωμα τις μάχες του Δεκεμβρίου και τη «Συμφωνία
της Βάρκιζας») οδήγησαν την ηγεσία του ΚΚΕ να διαπιστώσει και η ίδια την
αδυναμία και το λανθασμένο προσανατολισμό της τακτικής της κατά τις
διαπραγματεύσεις του Λιβάνου και της Καζέρτας, σε μια περίοδο που το ΚΚΕ
απολυτοποιούσε ακόμα την αντιφασιστική πάλη σε βάρος της ταξικής.
Ετσι
η έκθεση δράσης του Γ. Σιάντου στην 11η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ (5-10
Απριλίου 1945), ενώ θεωρούσε τη «Συμφωνία της Βάρκιζας» ως «συμφωνία
ανάγκης», «ένα μίνιμουμ ελευθεριών για τη δράση», που «δίνει ένα νομικό
έρεισμα για την αντιφασιστική πάλη»[5],
χαρακτήριζε τη «Συμφωνία του Λιβάνου» ως «δεξιό λάθος», με
χαρακτηριστικό «την υποτίμηση των δικών μας δυνάμεων και την υπερτίμηση
των δυνάμεων του αντιπάλου»[6].
Η εισήγηση παρακάτω συμπλήρωνε: «Παρόμοιο και πιο μεγάλο λάθος ήταν η
Συμφωνία της Καζέρτας. Παραδίδαμε τον ΕΛΑΣ στους Αγγλους. Σβήναμε την
απαίτησή μας για τον Ελληνα αρχιστράτηγο. (Ηδη από το Λίβανο είχεν
ορισθεί ο Οθωναίος). Σπάσαμε τη συνοχή του ΕΛΑΣ. Εκτός από το Ζέρβα
παραχώρησε περιοχή στον Τσαούς Αντών και την Αττική στον Σπηλιωτόπουλο,
έτσι εμπόδισε τη δράση μας στην Αττική. Παρεμπόδισε το χτύπημα των
Ράλληδων κλπ. Είναι κι αυτό επίσης ένα σοβαρό λάθος δεξιού χαρακτήρα. Ας
μη ξεχνούμε ότι ο Σκόμπι με τη συμφωνία της Καζέρτας δικαιολόγησε το
Δεκέμβρη την επέμβασή του»[7].
Οι
σωστές αυτές εκτιμήσεις ακυρώνονται στην πράξη με την αμέσως παρακάτω
διατύπωση: «Η αποδοχή μας να μπούμε στην κυβέρνηση του Παπανδρέου. Ποιο
νόημα είχε; Το νόημά της φυσικά ήταν να συντελέσουμε να περάσει η Ελλάδα
με ομαλό τρόπο στη δημοκρατική εξέλιξη με το ξερίζωμα του φασισμού, με
την εκκαθάριση του στρατού, του κρατικού μηχανισμού κλπ. Κάναμε σωστά;
Ναι. Αν και η αντίδραση είχε διαφορετικούς σκοπούς, είχαμε ολόκληρο
κίνημα αντίστασης, θα κάναμε χρήση της δύναμής μας, για να πετύχουμε και
κατοχυρώσουμε τα αιτήματά μας. Είχαμε τις δυνάμεις μας και μπορούσαμε
να τις επιβάλουμε».
Και όλα αυτά, όταν και η ίδια η εισήγηση είχε επίγνωση των αντιδραστικών στόχων του βρετανικού ιμπεριαλισμού: «Το πρώτο ζήτημα ήταν ο αφοπλισμός του ΕΛΑΣ, η υποταγή μας.
Και μετά την είσοδό μας στην κυβέρνηση ο Παπανδρέου έλεγε ότι η
κατάσταση εξελίσσονταν εναντίον του και ζητούσε από τον Τσόρτσιλ να του
στείλει στρατό. (Καθημερινά έφερναν φορτία πολεμικού υλικού για να
δοθούν στους χίτες και τους ταγματασφαλίτες). Η συγκρότηση της
Εθνοφυλακής ήταν στα χέρια των Αγγλων. Αυτοί την εξόπλιζαν, αυτοί τη
στελέχωναν. Εφεραν εδώ τη Ρίμινι. Γενικοί Διοικητές, στρατιωτικοί
διοικητές, δήμαρχοι, νομάρχες διορίζονταν δικοί τους. Είναι ολοφάνερο
ότι η αντίδραση πήγαινε να δημιουργήσει δικό της καθεστώς, ομαλά, αν το
κίνημα αντίστασης το δεχόταν, με τη βία, αν δεν το δεχόταν το κίνημα
αντίστασης»[8]. (Οι υπογραμμίσεις δικές μας - σ.σ.)[9].
Η ΑΣΤΙΚΗ ΤΑΞΗ «ΚΥΡΙΑΡΧΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΣΚΗΝΙΚΟΥ»
Η
αστική τάξη της Ελλάδας οδηγήθηκε σε αυτές τις συμφωνίες έχοντας
καθαρούς τους ταξικούς της στόχους και επιλέγοντας συνειδητά τις
τακτικές επιλογές της. Μια πληρέστερη και αποκαλυπτική ανάλυση της
περιόδου (από τη σκοπιά των συμφερόντων του καπιταλιστικού συστήματος)
δίνει ο ίδιος ο Γ. Παπανδρέου σε επιστολή του που δημοσιεύτηκε στην
εφημερίδα «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» στις 2 Μαρτίου 1948.
Μια
επιστολή στην οποία βεβαίως δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός ότι
γράφτηκε τρία και παραπάνω χρόνια από τη μάχη του Δεκέμβρη, με σκοπό
την αυτοπροβολή του γράφοντα, που αισθανόταν ήδη «παραγκωνισμένος»
πολιτικά και ήταν υποχρεωμένος να υπερτιμήσει, ακόμα και να υπερβάλει
κάποιες προσωπικές του ικανότητες. Παρόλα αυτά, κατά τη γνώμη μας, η
παρακάτω επιστολή έχει αξία να αναδημοσιευτεί συχνά στο σύνολό της,
γιατί αποτελεί όχι ένδειξη «κυνισμού», αλλά πλήρους συνειδητοποίησης του
ταξικού ρόλου ενός από τους κορυφαίους αστούς πολιτικούς.
Ο ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ
ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ
«Φίλε κ. Διευθυντά,
Εις
το χθεσινόν άρθρο σας, συνάγοντες «μάθημα» από το πάθημα της
Τσεχοσλοβακίας, ενθυμείστε και τον ιδικόν μας Δεκέμβριον. Νομιμοποιείτε
τοιουτοτρόπως την παρέμβασίν μου. Αλλά θα επεθύμουν πρώτα να διατυπώσω
μερικάς γενικωτέρας απόψεις μου.
Γράφετε:
«Το πάθημα της Τσεχοσλοβακίας πρέπει να μας διδάξει ότι ουδεμία λύσις
υπάρχει μεταξύ της σταθεράς και ακάμπτου προσηλώσεως προς την εθνικήν
μας ελευθερία από το ένα μέρος και της απολύτου υποδουλώσεώς μας από το
άλλο. Οτι ουδεμία δήθεν ιδεολογική υποχώρησις ωφελεί. Με τους Σλάβους
δυστυχώς συνεννόησις δεν υπάρχει».
Είμεθα
σύμφωνοι. Και όπως γνωρίζετε είχον ανέκαθεν αυτήν την γνώμην, ακόμη και
προ πέντε ετών, όταν τον Ιούλιον του 1943 απέστειλα από την κατεχόμενη
Ελλάδα έκθεσιν προς την Ελληνικήν και την Βρετανικήν κυβέρνησιν και
έκαμνα προβλέψεις δια το μέλλον, αι οποίαι σήμερον έχουν επαληθεύσει...
Πράγματι
«ουδεμία δήθεν ιδεολογική υποχώρησις ωφελεί». Αλλά χρειάζεται
διευκρίνισις: Δεν ωφελεί εάν δι’ αυτής επιδιώκωμεν να «κατευνάσωμεν» τον
Κομμουνιστικόν Πανσλαβισμόν και να «συνεννοηθώμεν», όπως μωρώς
επηγγέλετο το «Κέντρον».
Ωφελεί
όμως δια να τον νικήσωμεν. Διότι όταν εις την μεγάλην ηθικήν δύναμιν
της Ελευθερίας του Εθνους, υπέρ της οποίας παλαίομεν, προσθέσωμεν και
την ηθικήν δύναμιν της Ατομικής Ελευθερίας και της Κοινωνικής Ευημερίας,
τότε το ιδεώδες μας καθίσταται πλήρες και αντιστοίχως συντελείται
πλήρως ο ηθικός αφοπλισμός του Κομμουνισμού.
Τότε
κατακτώμεν ημείς και τας Μάζας και την Νεότητα, αυξάνομεν και τον
αριθμόν και τον φανατισμόν του εθνικού μας Μετώπου και φθάνωμεν
ασφαλέστερον εις την Νίκην. Αλλά βεβαίως υπό μίαν προϋπόθεσιν: Οτι αι
ηθικαί αυταί δυνάμεις θα πρόκειται να συμπληρώσουν τας ενόπλους δυνάμεις
του αγώνος και όχι να τας αναπληρώσουν - όπως φαίνεται να συνέβη εις
την Τσεχοσλοβακίαν.
Και
ερχόμεθα εις τον ιδικόν μας Δεκέμβριον. Γράφετε: «Ο Υψιστος μας έκαμε
δώρον την Επανάστασιν και τα Δεκεμβριανά. Διότι τι θα συνέβαινε αν δεν
εγίνοντο; Δια να μη γίνουν ήμεθα τότε εις κάθε υποχώρησιν έτοιμοι. Θα
εδίδαμεν εις τους Κομμουνιστάς και ένα και δύο υπουργεία, ακόμα και
πέντε. Σιγά - σιγά θα τους παραδίδαμεν - για να μη γίνει Επανάστασις και
την Διοίκησιν και τον Στόλον και τον Στρατόν. Θα τους τα εδίδαμεν όλα».
Η
διαφωνία μου είναι απόλυτος. Οχι ότι δεν υπήρξε «δώρον του Υψίστου» ο
Δεκέμβρης... Αλλά ότι «θα τους τα εδίναμε όλα...». Διότι συνέβαινεν
ακριβώς το αντίθετον: «Τους τα επαίρναμεν όλα...» Και διότι επεμείναμεν,
απεφάσισαν την Στάσιν...
«Γνωρίζω
ότι υπάρχει ακόμη σύγχυσις, η οποία εμποδίζει την ορθήν εκτίμησιν
εκείνης της εποχής. Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι δεν ημπορούν ακόμα να
εννοήσουν. Και υπάρχουν άλλοι, οι οποίοι αρνούνται να εννοήσουν. Απαντώ
διά τους πρώτους - και επίσης διά την Ιστορίαν - διότι οι άνθρωποι που
θα έλθουν θα είναι απροκατάληπτοι και θα θέλουν να εννοήσουν.
Κατέχομαι
από την συνείδησιν ότι χάριν εις την πολιτικήν την οποίαν ηκολούθησα
κατά τους κρισιμώτατους εκείνους μήνας, κατά τους οποίους η Μοίρα με
είχεν επιφορτίσει με την ευθύνην της Ελλάδος, κατέστη δυνατή η συντριβή
της Κομμουνιστικής Τυραννίας η οποία τότε ήτο παντοδύναμος και
εδυνάστευε την Ελλάδα. Και πιστεύω ότι η πορεία των γεγονότων - και εις
την Ελλάδα και εις την Ευρώπην - επαληθεύει την πρόβλεψιν του μεγάλου
Βρετανού ηγέτου, ο οποίος μου ετηλεγράφει τον Ιανουάριον του 1945 ότι «η
πολιτική μου θα εύρη την οφειλομένην επιβράβευσίν της εις τας ημέρας
που έρχονται».
«Θα επικαλεστώ κείμενα:
«Την 26η Απριλίου 1944, όταν ανέλαβα την Κυβέρνησιν εις το Κάιρο, διεκήρυξα το σύνθημα: «Μία Πατρίς, μία Κυβέρνησις, εις Στρατός».
«Εις
το Συνέδριον του Λιβάνου την 17ην Μαΐου 1944, ομιλών ενώπιον και των
εκπροσώπων του ΚΚΕ, είπα: «Το κύριον επίμαχον θέμα είναι το
στρατιωτικόν, το θέμα της υλικής δυνάμεως. Η ώρα είναι ιστορική και
οφείλομεν να ομιλήσωμεν ευκρινώς και απεριφράστως. Εάν το ΕΑΜ έχει την
πρόθεσιν να χρησιμοποιήσει την υλικήν του δύναμιν ως όργανον εμφυλίου
πολέμου και εξοντώσεως των αντιπάλων του, και αύριον, μετά το πέρας του
πολέμου, υπό το ψευδώνυμον της Λαϊκής Δημοκρατίας, ως όργανον δυναμικής
επικρατήσεως επί της πλειοψηφίας του Ελληνικού λαού, τότε βεβαίως δεν
υπάρχει στάδιον συνεννοήσεως. Το καθήκον μας τότε είναι να συνεγείρωμεν
το έθνος και να επικαλεσθώμεν την επικουρίαν όλων των Μ. Συμμάχων μας
εις τον διπλούν αγώνα και κατά του εξωτερικού εισβολέως και κατά του
εσωτερικού εχθρού. Διότι ο Ελληνικός λαός δεν κάμνει επιλογήν τυράννων.
Αρνείται την τυραννίαν...»
«Εάν
όμως το ΕΑΜ έχει λάβει απόφασιν να εγκαταλείψη τους σκοπούς της
δυναμικής επικρατήσεως και να αρκεσθή εις τα πολιτικά μέσα της πειθούς
και αν κατά συνέπειαν δέχεται την κατάργησιν του ΕΛΑΣ καθώς και των
άλλων ανταρτικών σωμάτων και την δημιουργίαν Εθνικού Στρατού, ο οποίος
θα ανήκει μόνον εις την Πατρίδα και θα υπακούη εις τας διαταγάς της
Κυβερνήσεως, τότε η συμμετοχή και του ΕΑΜ εις την Εθνικήν μας Ενωσιν θα
ημπορή να θεωρήται γεγονός».
«Την 6η
Ιουλίου1944 απήντησα από το ραδιόφωνον του Καϊρου προς την Επιτροπήν
των Βουνών, η οποία είχε ζητήσει επιπροσθέτως τα υπουργεία των
Στρατιωτικών και των Εσωτερικών. Και είπα: «Αποδοχή των νέων όρων
σημαίνει κατ’ ουσίαν: Στρατός ΕΑΜ. Ελεγχον της Αστυνομίας, της
χωροφυλακής, της Διοικήσεως και της Δικαιοσύνης από το ΕΑΜ. Και
έμπνευσιν της Παιδείας μας από το ΕΑΜ. Τώρα, πλέον, ημπορεί να γίνει
πλήρης εξήγησις. Γνωρίζομεν τι μας ζητούν. Και απέναντι των αιτημάτων
των λαμβάνωμεν επίσημον, υπεύθυνον θέσιν: Αρνούμεθα. Μας ζητούν να
παραδώσουμε την Ελλάδα. Αρνούμεθα!
«Την 21ην
Αυγούστου 1944 συνηντήθην εις την Ρώμην με τον Βρετανόν Πρωθυπουργόν.
Και όταν μου έθεσε το ερώτημα, ποια είναι η πολιτική μου, απήντησα:
«Εξοπλισμός του Κράτους. Αφοπλισμός του ΕΑΜ».
«Την
8ην Οκτωβρίου 1944 συνηντήθην πάλιν με τον Βρετανόν ηγέτην και τον
υπουργόν των εξωτερικών κ. Ηντεν εις την Νεάπολιν της Ιταλίας. Εις το
υπόμνημα το οποίον τους επέδωκα, προβλέπω ότι η επικείμενη Απελευθέρωσις
θα είναι αναίμακτος και ότι κατόπιν το ΚΚΕ θα επιχειρήσει Στάσιν. Και
οι δυο προβλέψεις επαληθεύθησαν. Εγραφα: «... Ελπίζω ότι το Εθνος θα
εξέλθη από την δουλείαν ομαλώς και θα συντελεσθή αναιμάκτως η
Απελευθέρωσις. Τούτο είναι ουσιώδες αλλά όχι οριστικόν. Το ΚΚΕ διαθέτει
σήμερον δυναμικήν υπεροχήν χάρις εις τας οργανώσεις ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Οπως
επανειλημμένως είχον την ευκαιρία να εξηγήσω, η Ελλάς αποτελείται
σήμερον από μίαν μεγάλην αφοπλισμένην πλειοψηφίαν και αφετέρου από την
ένοπλον μειοψηφίαν του ΚΚΕ. Εξάλλου η προσαρμογή του ΚΚΕ εις την Εθνικήν
Ενωσιν έχει συντελεσθή υπό την σιωπηράν προϋπόθεσιν της παρουσίας εν
Ελλάδι σημαντικών βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων. Εάν διεπιστούτο ότι ο
όρος αυτός δεν υφίσταται, υπάρχει φόβος ότι το ΚΚΕ θα θέση εις
ενέργειαν, κατά τρόπον συγκεκαλυμμένον ή απροκάλυπτον, την υλικήν του
δύναμιν δια να γίνη κύριον της καταστάσεως. Τα ακόλουθα μέτρα είναι
απαραίτητα προς αποτελεσματικήν αντιμετώπισιν της κρισίμου ταύτης
καταστάσεως: 1) Η άμεσος αποστολή σημαντικών βρετανικών δυνάμεων. 2) Η
άμεσος δημιουργία τακτικού Ελληνικού Στρατού και 3) Ο πλήρης εφοδιασμός
της Ελλάδος».
«Και
την 18ην Οκτωβρίου 1944, εκφωνών τον λόγον της Απελευθερώσεως εις την
πλατείαν Συντάγματος, επαναλάμβανον: «Βάσις του Εθνικού μας Στρατού δια
το μέλλον θα είναι η τακτική στρατολογία. Θα γίνη συνείδησις και πράξις
ότι ο Στρατός δεν βουλεύεται. Βουλεύεται μόνον ο Κυρίαρχος λαός, του
οποίου την θέλησιν εκφράζει η Κυβέρνησις, και τας διαταγάς της
κυβερνήσεως εκτελεί ο Στρατός... Θα γίνει συνείδησις και πράξις ότι ο
Στρατός δεν ημπορεί να ανήκει ούτε εις κόμματα. Ανήκει μόνον εις την
πατρίδα και υπακούει μόνον εις τας διαταγάς της Κυβερνήσεως...».
«Και συνεπής προς την σταθεράν επαγγελίαν επηκολούθησε η εφαρμογή...
Η
κυβέρνησις της Εθνικής Ενώσεως ανεσχηματίσθη εν Αθήναις την 23ην
Οκτωβρίου. Και μετά δέκα ημέρας, την 3ην Νοεμβρίου 1944, προέβην εις τας
ακολούθους ανακοινώσεις:
«Μετά
την συντελεσθείσαν πλήρη Απελευθέρωσιν της Ελλάδος λήγει και η
Αντίστασις. Είναι επομένως φυσικόν, ότι επακολουθεί η αποστράτευσις των
Ανταρτικών Ομάδων ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ, η οποία ωρίσθη δια την 10ην Δεκεμβρίου.
Και
όταν έφθασεν η ώρα της πραγματοποιήσεως και το ΚΚΕ διεπίστωσεν ότι αι
αποφάσεις μου δεν ήσαν απλαί λέξεις, αλλά πράξεις, και ότι,
αφοπλιζόμενον, θα μετεβάλλετο πλέον από παντοδύναμος δυνάστης εις μικρόν
πολιτικόν κόμμα μειοψηφίας, απετόλμησεν την Στάσιν.
«Τα
κείμενα απήντησαν... Αποδεικνύουν ότι όχι μόνον δεν είμεθα
διατεθειμένοι «να τα δώσωμεν όλα» - δια να μη γίνει Επανάστασις, αλλά
αντιθέτως «να τα πάρωμεν όλα...», έστω και αν επρόκειτο να επακολουθήσει
Επανάστασις την οποίαν είχομεν προπαρασκευασθή - με την παρουσίαν των
Βρετανών, την άφιξιν της ταξιαρχίας του Ρίμινι, την συγκρότησιν της
Εθνοφυλακής και την συγκέντρωσιν των χωροφυλάκων εις Αθήνας - δια ν’
αντιμετωπίσωμεν. Το Σάββατον 2 Δεκεμβρίου παραμονήν της Στάσεως,
ετηλεγράφησα εις τον Βασιλέα: «Υπουργοί Ακρας Αριστεράς αρνηθέντες
υπογράψουν αποστράτευσιν παρητήθησαν. Παραίτησις σημαίνει δυστυχώς
απαρχήν εμφυλίου πολέμου. Με όσην αποφασιστικότητα εξηντλήσαμεν τας
προσπαθείας μας δια την αποτροπήν του εμφυλίου πολέμου, με την ίδιαν
αποφασιστικότητα θα υπερασπίσωμεν την Ελλάδα εναντίον των εσωτερικών της
εχθρών. Εύχομαι εις τον Θεόν η τραγική περίοδος να είναι σύντομος και
πλήρης η επιβολή του Νόμου προς πραγματικήν Απελευθέρωσιν του
στενάζοντος Ελληνικού Λαού».
«Ολαι
αι άλλαι παραχωρήσεις μου προς το ΚΚΕ - αι οποίαι τόσον επεκρίνοντο
τότε από ανθρώπους, οι οποίοι δεν είχον εμβαθύνει εις την υφισταμένην
πραγματικήν κατάστασιν - ήσαν εντελώς δευτερεύουσαι και άνευ ουσιαστικής
αξίας. Επειδή τότε μία ήτο η επείγουσα και υπέρτατη ανάγκη: Να
αφοπλισθή το ΚΚΕ, και να εξοπλισθή το Κράτος. Κατόπιν, όλα τα άλλα,
αυτομάτως θα επηκολούθουν...
«Και δια τούτο η ημερομηνία της Αποστρατεύσεως - η 10η Δεκεμβρίου - έμενεν αμετακίνητος.
«Οσοι
θέλουν να κρίνουν δικαίως εκείνην την εποχήν, οφείλουν να αναπολήσουν
την κατάστασιν του Απριλίου 1944, όταν ανέλαβον την Κυβέρνησιν.
«Εις
την Ανατολήν, αι ένοπλοι δυνάμεις μας είχον αποσυντεθεί από την Στάσιν.
Και εις την Ελλάδα το ΚΚΕ είχε καταστή παντοδύναμον και είχε
συγκροτήσει και την Κυβέρνησιν των Βουνών - την ΠΕΕΑ. Και η αγωνία, από
την οποία αδιαλείπτως κατειχόμην ήτο: Πως θα καταλύετο; Δύο ήσαν τα
στάδια δια να φθάσωμεν εις την Νίκην: Πρώτον, η έλευσις εις τας Αθήνας!
Και δεύτερον, ο αφοπλισμός του ΚΚΕ.
«Δια
να έλθωμεν εις τας Αθήνας -ως αντίπαλοι του ΚΚΕ- δεν διεθέταμεν,
δυστυχώς, ούτε εις το εσωτερικόν, ούτε εις το εξωτερικόν, ελληνικάς
δυνάμεις, αριθμητικώς επαρκείς διά να αντιμετωπίσουν τας μυριάδας του
ΕΛΑΣ, τακτικού και εφεδρικού, καθώς και την ευρυτάτην συνωμοτικήν
οργάνωσιν του ΕΑΜ. Αλλά δεν υπήρχον επίσης τότε ούτε Βρετανικαί δυνάμεις
διαθέσιμοι, διότι είχον απορροφηθή από τα τρία ευρωπαϊκά μέτωπα, τα
οποία, κατά τους κρισίμους εκείνους μήνας - Σεπτέμβριον και Οκτώβριον
1944- επιέζοντο σφοδρώς από τον Χίτλερ, αποβλέποντα εις τον εξαναγκασμόν
χωριστής ειρήνης... Και είχε μάλιστα φθάσει εις τόσον βαθμόν η έλλειψις
διαθεσίμων Βρετανικών δυνάμεων, ώστε να αναγκασθώ μίαν ημέραν, εις τον
πρεσβευτήν της Μεγ. Βρετανίας, ο οποίος μου ωμίλει περί αποστολής εις
την Ελλάδα «εκατοντάδων» ή και «δεκάδων» ανδρών, να δώσω την απάντησιν,
ότι «έχω την εντύπωσιν, ότι ομιλώ με αντιπρόσωπον του Λουξεμβούργου...».
«Αλλά
και αν ακόμη καθίστατο, μ’ όλα ταύτα, δυνατόν να εξευρίσκοντο δυνάμεις
Βρετανικαί, και πάλι θα ήτο τότε πολιτικώς αδύνατος η απόβασις εναντίον
του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, λόγω της σφοδράς αντιδράσεως και των Αγγλων εργατικών και
του Προέδρου Ρούσβελτ και της Σοβιετικής Ενώσεως. Δια να πεισθώμεν,
φθάνει να ενθυμηθώμεν την γενικήν εξέγερσιν, την οποίαν είχε προκαλέσει η
Βρεταννική επέμβασις κατά τον Δεκέμβριον και η οποία εκλόνισε την θέσιν
του Τσώρτσιλ - και η οποία, εν τούτοις, είχεν επιχειρηθή υπό «απείρως
ευμενεστέρας συνθήκας», διότι αι Βρετανικαί δυνάμεις υπεστήριζαν τότε
την νόμιμον κυβέρνησιν και ευρίσκοντο εδώ πρεσκεκλημένοι και από τον
ΕΛΑΣ, διά την διατήρησιν της τάξεως...
«Ιδού,
διατί, μόνον η συμμετοχή του ΚΚΕ εις την Κυβέρνησίν μας ήνοιγε τας
πύλας της Ελλάδος. Και δια τούτο την επεδίωξα - και ευτυχώς κατωρθώθη...
Καθώς επίσης, μόνον το σύμφωνον της Καζέρτας, όπου ο ΕΛΑΣ, διά του
Αρχηγού του, υπέγραψε την υποταγήν του εις το Βρεταννικόν Στρατηγείον
και προσεκάλεσε τους Βρεταννούς εις την Ελλάδα, καθιστά Συμμαχικώς
εύκολον την παρουσίαν των...
«Αλλά
υπάρχει και το δεύτερον στάδιον, ο αφοπλισμός του ΕΛΑΣ. Διότι εφ’ όσον
το ΚΚΕ παρέμεινε πάνοπλον, η Ελληνική Κυβέρνησις, καθώς ελέγαμεν τότε,
ήτο απλώς «η περικεφαλαία του ΕΑΜικού Κράτους...»
«Αλλά
πότε θα έπρεπε ν’ αποφασισθή η αποστράτευσις; Θα έπρεπε ν’ αποφασισθή
αμέσως, ή να αναβληθή δι’ αργότερον; Το ζήτημα του χρόνου ήτο
κρισιμώτατον. Το ΚΚΕ εζήτει αναβολήν. Και αι γενικώτεραι συνθήκαι την
ηυνόουν. Εφόσον εξηκολούθει ο πόλεμος εναντίον του Ναζισμού, ηδύνατο να
θεωρηθή παράλογος η άμεσος αποστράτευσις δυνάμεων της Εθνικής
Αντιστάσεως. Και δι’ αυτό ουδαμού της Ευρώπης συνέβη...
«Αλλά μου ήτο σαφές, ότι ο χρόνος ειργάζετο υπέρ του ΚΚΕ.
«Και
εσωτερικώς, διότι θα εξησφάλιζεν εν τω μεταξύ την πλήρη διάβρωσιν -
όπως φαίνεται να συνέβη εις την Τσεχοσλοβακίαν. Και εξωτερικώς, διότι
τότε η Σοβιετική Ενωσις ευρίσκετο ακόμη εις την θανάσιμον εμπλοκήν με
τον Ναζισμόν και επροφυλάσσετο να διαταράξη τας Συμμαχικάς σχέσεις της.
Και δια τούτο ακριβώς παρέστησε, καθ’ όλον τον Δεκέμβριον, τον ουδέτερον
- και μάλιστα μέχρι του σημείου να μας αναγγείλη την 30ην Δεκεμβρίου,
την αποστολήν πρέσβεως, ενώ ακόμα αι μάχαι εμαίνοντο εις τας Αθήνας...
«Και δια τούτο επέμεινα ανενδότως εις την άμεσον αποστράτευσιν. Και η 10η Δεκεμβρίου έμενεν αμετακίνητος...
«Το
συμπέρασμα είναι ότι ο Δεκέμβριος ημπορεί να θεωρηθή «δώρον του
υψίστου». Αλλά, δια να υπάρξη ο Δεκέμβριος, έπρεπε προηγουμένως να
είχωμεν έλθει εις την Ελλάδα. Και τούτο ήτο δυνατόν μόνο με την
συμμετοχήν και του ΚΚΕ εις την κυβέρνησιν, δηλαδή με τον Λίβανον. Και
δια να ευρεθούν εδώ οι Βρετανοί, οι οποίοι ήσαν απαραίτητοι δια την
Νίκην, έπρεπε προηγουμένως να είχεν υπογραφή το Σύμφωνον της Καζέρτας.
Και δια να γίνη η Στάσις - «το δώρον του Υψίστου» - έπρεπε προηγουμένως
να επιμείνω εις την άμεσον αποστράτευσιν του ΕΛΑΣ και να θέσω το ΚΚΕ
ενώπιον του διλήμματος ή να αποδεχθή ειρηνικώς τον αφοπλισμόν του ή να
επιχειρήση την Στάσιν, υπό συνθήκας όμως πλέον, αι οποίαι ωδήγουν εις
την συντριβήν του. Αυτή είναι η ιστορική αλήθεια».
Μετ’ εξαιρέτου τιμής
Γ. Παπανδρέου 1/3/48»[10].
Γ. Παπανδρέου 1/3/48»[10].
Η ΠΑΣΗ ΘΥΣΙΑ «ΕΘΝΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ»
Ενώ
η κατάσταση είχε αλλάξει ριζικά, ο «κοινός εχθρός», κυρίως λόγω των
εξελίξεων στο Ανατολικό Μέτωπο, βρισκόταν σε συνεχή υποχώρηση, η απουσία
των αστικών δυνάμεων από τον απελευθερωτικό αγώνα συνειδητοποιούταν από
ευρύτερα λαϊκά στρώματα και εμφανιζόταν πιο καθαρά η όξυνση των ταξικών
αντιθέσεων, το Κόμμα μας, στο όνομα της «εθνικής ενότητας», οριοθετούσε
την πολιτική και τη δράση του Κόμματος το 1944 με βάση την κατάσταση
του 1941.
Χαρακτηριστική
για τα παραπάνω είναι η τοποθέτηση του Γ. Σιάντου, στην 44η Συνεδρίαση
της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), στις 27 Ιουλίου
του 1944, σε συζήτηση σχετική με τις διαπραγματεύσεις στο Λίβανο και το
ενδεχόμενο συμμετοχής της ΠΕΕΑ στην Κυβέρνηση Παπανδρέου:
«…η
Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ καθόρισε το Γενάρη του 1934 τι επιδιώκει το
ΚΚΕ και ποιος είναι ο στρατηγικός του σκοπός. Η Ολομέλεια εκείνη έκανε
τη διαπίστωση ότι η Ελλάδα είναι χώρα προ παντός γεωργική,
καθυστερημένη, χωρίς μεγάλη βιομηχανία, χώρα εξαρτημένη από το εξωτερικό.
Αυτή η αντικειμενική κατάσταση δεν σηκώνει σοσιαλισμό. Στην Ελλάδα δεν
μπορούμε να εφαρμόσουμε σοσιαλισμό, κι’ αν ακόμα όλος ο κόσμος μας πει
πάρτε την και κάνετε σοσιαλισμό (…). Η ωρίμανση των συνθηκών οδηγεί
σε αστικοδημοκρατικές αλλαγές της κατάστασης. (…) Αφού λυθούν όλα αυτά
τα αστικοδημοκρατικά προβλήματα, τότε δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για
να πάμε προς το σοσιαλισμό, ομαλά, μέσα στη δημοκρατική εξέλιξη. (…). Μόνον οι αφελείς, που δεν ξέρουν τι επιδιώκει το ΚΚΕ για σήμερα και για ένα μεγάλο διάστημα, ωσότου ωριμάσουν οι προϋποθέσεις για το σοσιαλισμό μπορούν να δίνουν πίστη στις συκοφαντίες της κυβέρνησης».
Και
αφού τόνιζε ότι από αυτήν την πολιτική δεν ωφελείται παρά μόνο το 5%
του ελληνικού πληθυσμού («τα μεγάλα κεφαλαιοκρατικά συγκροτήματα»)
διαπίστωνε ότι «…υπάρχει τώρα ένας καινούργιος παράγοντας. Ο ξένος
καταχτητής. Ο αγώνας για το διώξιμό του από τη χώρα μας και η ανάγκη
να μην πέσουμε στον εμφύλιο πόλεμο, συμφέρουν και σε μας και σε κείνους.
Σ’ αυτά συμπέφτουν τα συμφέροντα των 95% και των 5%. Γι’ αυτό και στη
συμφωνία μ’ αυτούς, δύο μόνο εγγυήσεις θέλουμε: α) ότι θα παλαίψουμε
όλοι μαζύ κατά του καταχτητή και β) ότι κανένας δεν θα δώσει δυναμικές
λύσεις. Αν δέχονται τις δυο αυτές προϋποθέσεις της ενότητας, τότε η
ενότητα είνε καμωμένη. (…) Επειδή πιστεύουμε τόσο ειλικρινά στην ανάγκη
της ενότητας, γι’ αυτό δηλώνω ότι η συμφωνία του Λιβάνου και η δράση της
Αντιπροσωπείας μας (…) είναι μέσα στην πολιτική μας γραμμή»[11]. (Οι υπογραμμίσεις δικές μας - σ.σ.).
Ακόμα
και ένας από τους πιο επίμονους εκπροσώπους της «πάση θυσία εθνικής
ενότητας», ο Αγγ. Αγγελόπουλος, στην αμέσως επόμενη συνεδρίαση της ΠΕΕΑ,
στις 28 Ιουλίου του ’44 εκτιμούσε ότι αυτό το πρόγραμμα του ΚΚΕ ήταν
«…σε πολλά σημεία πολύ συντηρητικό», προσθέτοντας επί πλέον την εξής
σημαντική διαπίστωση: «Το όλο ζήτημα της ενότητας είναι ζήτημα ταχτικής»[12](!!!).
Το γιατί αυτό το «ζήτημα ταχτικής» είχε γίνει ήδη από τότε ύψιστη
προτεραιότητα για την ΠΕΕΑ, ώστε να οδηγηθεί και στη «Συμφωνία της
Καζέρτας», πρέπει καταρχήν να αναζητηθεί κατά τη γνώμη μας στη
στρατηγική του ΚΚΕ. Στον πλήρη εγκλωβισμό σε αυτή τη γραμμή, έπαιξαν
ρόλο και οι σύμμαχοί του, υποστηρικτές της «πάση θυσία ενότητας», στους
πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς του αστικού κράτους. Κυρίως όμως
πρέπει να αναζητηθεί στην αυτοδέσμευση του ΚΚΕ σε αυτήν την πολιτική,
ακόμα και πριν από τη συγκρότηση της ΠΕΕΑ. Η εμμονή στην «εθνική
ενότητα» είναι άλλωστε και ο βασικός παράγοντας που διευκολύνει τη
μεταγενέστερη ένταξη του Σβώλου κλπ. στην ΠΕΕΑ. Ανάγοντας την «εθνική
ενότητα» σε ύψιστο καθήκον διευκολύνθηκαν οι σοβαρότατες υποχωρήσεις στο
Λίβανο.
Η ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΤΙΚΗ ΠΑΛΗ ΩΣ ΜΙΑ ΕΚΦΡΑΣΗ ΤΩΝ ΤΑΞΙΚΩΝ ΑΝΤΙΘΕΣΕΩΝ
Σε
μια περίοδο, όπου τα πιο δυναμικά τμήματα του μονοπωλιακού κεφαλαίου,
έχοντας επιβιώσει και ενισχυθεί από την παγκόσμια οικονομική κρίση,
είχαν ζωτική ανάγκη την εσωτερική «τάξη και ασφάλεια» για την επιτυχή
προπαρασκευή ενός πολέμου που θα ξαναμοίραζε τις αγορές, η πολιτική
«αντίδραση» ήταν το προαπαιτούμενο, επιβεβαιώνοντας για άλλη μια φορά τη
λενινιστική θέση ότι ο μονοπωλιακός καπιταλισμός (ιμπεριαλισμός)
«…είναι η στροφή από τη δημοκρατία στην πολιτική αντίδραση (...) ο ιμπεριαλισμός αποτελεί «άρνηση» της δημοκρατίας γενικά, όλης της δημοκρατίας (…) ο ιμπεριαλισμός αντιφάσκει, «λογικά» αντιφάσκει, με όλη γενικά την πολιτική δημοκρατία.»[13]. Μ’
αυτήν την έννοια «πολιτική αντίδραση» σημειωνόταν και στις
κοινοβουλευτικές δημοκρατίες (δηλαδή στις δικτατορίες των μονοπωλίων με
κοινοβουλευτικό μανδύα), όπως η Μ. Βρετανία και η Γαλλία. Στην τελευταία
άλλωστε με «δημοκρατικό» τρόπο αποπέμφθηκε το ΚΚ από την κυβέρνηση
Λαϊκού Μετώπου και με τον ίδιο τρόπο κηρύχθηκε λίγο αργότερα εκτός
νόμου.
Η
ανοικτή άρνηση και αναστολή των κοινοβουλευτικών μορφών άσκησης της
εξουσίας (φασιστικές μορφές) εξέφρασαν, κατά τη γνώμη μας, τις ανάγκες
διαχείρισης της κρίσης και ανακατάταξης των σφαιρών επιρροής στη
δεκαετία του 1930, την όξυνση όλων των αντιθέσεων που απαιτούσαν
ενίσχυση του κεντρικού ελέγχου σε όλους τους μηχανισμούς της εξουσίας.
Με αυτή την έννοια ο φασισμός είναι γέννημα του ιμπεριαλισμού, είναι
δική του μορφή άσκησης της εξουσίας.
Ο
γερμανο-ιταλικός φασισμός ήταν η πιο ακραία μορφή άσκησης της αστικής
εξουσίας που ανέπτυξε ταυτόχρονα στην πιο ακραία μέχρι τότε μορφή τους
τη διεξαγωγή πολέμων και την κατοχική εκμετάλλευση των λαών.
Οι
κομμουνιστές διαπίστωσαν τον κίνδυνο του φασισμού πολύ πριν από το 7ο
Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΚΔ), το 1935. Ηδη τον Ιούνιο του
1923, ελάχιστες μέρες μετά το φασιστικό πραξικόπημα στη Βουλγαρία,
λίγους μήνες μετά την άνοδο του φασισμού στην Ιταλία και την περίοδο που
ο γερμανικός φασισμός μόλις άρχιζε να σηκώνει κεφάλι και παγιωνόταν ο
φασισμός στην Ουγγαρία, η Κλάρα Τσέτκιν διαπίστωνε στην εισήγησή της
στην πλατιά ολομέλεια της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΚΔ:
«Ο
φασισμός είναι η πιο δυνατή, η πιο συγκεντρωμένη, είναι η κλασική
έκφραση της γενικής επίθεσης της παγκόσμιας αστικής τάξης αυτή την
στιγμή. (…) Η αστική τάξη όχι μόνο αποδέχεται με χειροφιλήματα (σ.σ.
ευγνωμοσύνη) τις υπηρεσίες του φασισμού, όχι μόνο του εξασφαλίζει
πληρέστατη ελευθερία κινήσεων, (…) (αλλά) τον θρέφει και τον διατηρεί
και προωθεί την ανάπτυξή του με όλα τα διαθέσιμα μέσα του
χρηματοκιβωτίου και της πολιτικής εξουσίας που έχει στη διάθεσή της».
Διαπίστωνε ταυτόχρονα την πολύ επικίνδυνη ικανότητα του φασισμού να
κινητοποιεί τις λαϊκές μάζες ενάντια στα αντικειμενικά τους συμφέροντα,
μέσω ενός «διπλού μηχανισμού» : «ενός μηχανισμού για τη διαφθορά της
εργατικής τάξης και ενός μηχανισμού για την υποταγή της με ένοπλη
εξουσία (…) Χιλιάδες από τις μάζες προσχώρησαν στο φασισμό. (Ο φασισμός)
εξελίχθηκε σε άσυλο για τους πολιτικά άστεγους, για τους κοινωνικά
ξεριζωμένους (σ.σ. που αποκόπηκαν από τις κοινωνικές τους ρίζες), γι’
αυτούς που δεν έχουν ύπαρξη και τους απογοητευμένους». Κλείνοντας την
εισήγησή της καλούσε «να ξεκινήσουμε τον αγώνα όχι μόνο για τις ψυχές
των προλετάριων που κατέπεσαν στον φασισμό, αλλά και για τις ψυχές των
μικρών και μεσαίων αστών, των μικρών αγροτών και των διανοούμενων, εν
συντομία όλων των στρωμάτων (…) που λόγω της οικονομικής και κοινωνικής
τους θέσης έρχονται σε αυξανόμενη αντίθεση με το μεγάλο καπιταλισμό και
γι’ αυτό και σε σκληρό αγώνα εναντίον του»[14].
Την
ίδια εποχή η σοσιαλδημοκρατία, ταγμένη ήδη δύο δεκαετίες στην υπηρεσία
του ιμπεριαλισμού και θεωρώντας πλέον ως επικίνδυνες τις ταξικές
αναλύσεις (ποιος και ποιανού συμφέροντα εξυπηρετεί), όχι μόνο απέκρυπτε
τους υποκινητές και υποστηρικτές του φασισμού, προβάλλοντας τον
τελευταίο ως μικροαστικό κόμμα, αλλά και πεισματικά επέμενε να
παρεμποδίζει κάθε προσπάθεια ανάληψης δράσης ενάντια στο φασισμό.
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΩΠΩΝ
Μέσα
σε αυτό το σκηνικό τα κομμουνιστικά κόμματα δημιουργούν ευρύτερα
αντιφασιστικά μετωπικά σχήματα, μέσα από τα οποία και πρωτοστατούν στην
πάλη ενάντια στο φασισμό που εκφραζόταν κυρίως με τη μορφή της άμεσης
ιμπεριαλιστικής επίθεσης και ξένης κατοχής. Η ραγδαία επιδείνωση των
όρων ζωής ακόμα και επιβίωσης της εργατικής τάξης και των λαϊκών
στρωμάτων επιφέρει και μια βεβαίως πιο περίπλοκη, αλλά εξίσου ραγδαία
-θα λέγαμε- κινητοποίησή τους. Ιδιαίτερα στις χώρες υπό κατοχή, η
αντίθεσή τους κατευθύνεται τόσο ενάντια στον κατακτητή, όσο και ενάντια
στους συνεργάτες του, δηλαδή ενάντια σε ένα σοβαρό τμήμα του κεφαλαίου,
των πολιτικών του εκφραστών και των κοινωνικών στοιχείων που δρουν στην
υπηρεσία τους. Σε αυτές τις χώρες, ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας
αποτελεί το πιο πρόσφορο σχήμα συσπείρωσης της εργατικής τάξης και όλων
των λαϊκών στρωμάτων σε μια δυνάμει ανατρεπτική - επαναστατική
κατεύθυνση. Γι’ αυτό άλλωστε και αρχικά τόσο οι ντόπιες αστικές τάξεις
όσο και οι συμμαχικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις εξορκίζουν κάθε ιδέα
μαζικής ένοπλης λαϊκής αντίστασης. Το μόνο επιτρεπτό κατά τις αντιλήψεις
τους είναι ολιγομελείς ομάδες δολιοφθορών και κατασκοπείας.
Στο
βαθμό που τα κομμουνιστικά κόμματα καταφέρνουν να ηγηθούν αυτής της
αντίθεσης (όπως και στην περίπτωση της Ελλάδας) δημιουργούνται και
ρωμαλέα, καλά οργανωμένα αντιστασιακά κινήματα, που ριζώνουν στο λαό και
αξιοποιούν αποτελεσματικά όλες τις μορφές πάλης. Η δράση τους
αποδυναμώνει σε γενικότερο επίπεδο τις δυνάμεις του Αξονα και
διευκολύνει σε τελική ανάλυση και το σοβιετικό σοσιαλιστικό κράτος, που
δίνει σφοδρές μάχες στο Ανατολικό Μέτωπο.
Το
7ο Συνέδριο της ΚΔ φαίνεται ότι αφενός επισημοποιεί και γενικεύει μια
πολιτική συμμαχιών που προηγήθηκε στη Γαλλία και την Ισπανία, αυτή των
Λαϊκών Μετώπων, αφετέρου διευκολύνει την ΕΣΣΔ σε τακτικές συμμαχίες
απέναντι στη χιτλερική επίθεση. Η γραμμή του 7ου Συνεδρίου αν και
αντιμετώπιζε την άμεση ανάγκη διαμόρφωσης συμμαχιών, δεν αντιμετώπιζε
την προοπτική ωρίμανσης των συμμαχιών και κυρίως των μαζών σε
συνειδητούς στόχους των κομμουνιστικών κομμάτων και του εργατικού
κινήματος για την κατάκτηση της εξουσίας. Τελικώς η στρατηγική των
κομμουνιστών υποτάχθηκε στο «καθήκον» συγκρότησης λαϊκών (η παρεμφερών)
μετώπων και στις απαιτήσεις των «σύμμαχων» ρεφορμιστικών και αστικών
δυνάμεων.
Η
όξυνση της διαπάλης στα Λαϊκά Μέτωπα δεν αντιμετωπίστηκε έγκαιρα,
ιδεολογικά - πολιτικά - οργανωτικά από τα κομμουνιστικά κόμματα, ώστε να
αξιοποιήσουν τις συνθήκες οικονομικής και πολιτικής κρίσης, για τη
μαχητικοποίηση ευρύτατων και εργατικών λαϊκών δυνάμεων, τη συμμετοχή
τους στον ένοπλο αγώνα, ώστε να θέσουν στόχους και συνθήματα ικανά να
ανεβάσουν την πάλη σε επίπεδο διεκδίκησης της εξουσίας. Το ότι αυτή η
πείρα δεν πάρθηκε υπόψη, διευκόλυνε τελικά την αστική τάξη, κυρίως κατά
τα έτη 1944 - 1945 στη δυτική Ευρώπη, να επιβάλλει την ηγεμονία της στις
εξελίξεις.
ΤΑ «ΕΘΝΙΚΑ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΑ ΜΕΤΩΠΑ»
Η
υιοθέτηση της πολιτικής γραμμής για δημιουργία πανεθνικού μετώπου και
αντίστοιχης κυβέρνησης, με την έννοια της αναγκαιότητας κυβερνητικής
συμμαχίας με τη «δημοκρατική» πολιτική εκπροσώπηση της αστικής τάξης,
είναι ο βασικός παράγοντας που τελικά ανέκοψε τη ριζοσπαστικοποίηση του
λαϊκού αγώνα. Αυτό βρήκε την αντανάκλασή του ακόμα και στα
απελευθερωτικά προγράμματα των κομμουνιστών, που τα περισσότερα[15],
αν όχι όλα, έθεσαν ως τελικό σκοπό της ένοπλης πάλης το πολύ μια
δημοκρατία «διαφορετική» από αυτή που προϋπήρχε του φασισμού και του
πολέμου. Ετσι εξ αντικειμένου διευκολύνθηκε η αστική τάξη να γεφυρώσει
κατά μεγάλο μέρος τις αντιθέσεις στο εσωτερικό της (όσο αυτό ήταν
δυνατόν) και ταυτόχρονα να δημιουργήσει ρήγματα ανάμεσα στα λαϊκά
στρώματα και την εργατική τάξη, ακόμα και εντός της εργατικής τάξης,
διατηρώντας έτσι τον ηγεμονικό της ρόλο στην κοινωνία.
Στην
Ελλάδα, το ΚΚΕ αναδείχτηκε πρωτοστάτης της εθνικοαπελευθερωτικής πάλης,
συμβάλλοντας καθοριστικά στην ίδρυση και τη ραγδαία ανάπτυξη του ΕΑΜ
και του ΕΛΑΣ. Ομως δε συνειδητοποίησε την ανάγκη αποφασιστικής στροφής
στην ταξική πάλη, όταν είχαν ήδη δημιουργηθεί ευνοϊκοί όροι για την
εργατική τάξη. Στην ουσία το ΚΚΕ και οι άλλες δυνάμεις στην ΠΕΕΑ,
ακολούθησαν μια πολιτική κατευνασμού του αγγλικού ιμπεριαλισμού.
Σε
αυτό φαίνεται ότι συνέβαλαν και οι προτροπές της σοβιετικής πρεσβείας
στο Κάιρο, για συμμετοχή στην αστική κυβέρνηση, όσο και η επιμονή
αστικών συμμαχικών στοιχείων εντός της ΠΕΕΑ. Είναι γνωστό π.χ. ότι ο
Σβώλος, αμέσως μετά την επιστροφή του από τις διαπραγματεύσεις του
Λιβάνου, για να πετύχει την αποδοχή της συμφωνίας εκβίαζε με την
παραίτησή του από το αξίωμα του Προέδρου της ΠΕΕΑ. Ενα αξίωμα που του
δόθηκε αμέσως μετά την προσχώρησή του στην ΠΕΕΑ και αφού το ΕΑΜ είχε
μόνο του δημιουργήσει την «Ελεύθερη Ελλάδα»!
Η
συμφωνία της Καζέρτας ήταν στην ουσία ένας αρνητικός, ενδιάμεσος όμως
σταθμός στην πορεία πρόσδεσης του λαϊκού κινήματος στις αστικές
επιδιώξεις. Ηταν αποτέλεσμα των συνολικών συνεπειών της πολιτικής
«συμφιλίωσης» με την αστική τάξη και τα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Ηταν
συνέπεια της ένταξης του ΕΛΑΣ στο Στρατηγείο Μέσης Ανατολής και
προπαντός συνέπεια της «Συμφωνίας του Λιβάνου». Ταυτόχρονα δημιούργησε
τις προϋποθέσεις για την κατοπινή «Συμφωνία της Βάρκιζας». Αυτή την
αλληλουχία την είχε εντοπίσει άλλωστε και ο Γ. Παπανδρέου.
Ακόμα
και στα πλαίσια της αντιφασιστικής πάλης, οι εκπρόσωποι της ΠΕΕΑ
μπορούσαν να επιμείνουν στο ότι η Μ. Βρετανία είχε υποχρέωση να
ενισχύσει τη δράση της στο μέτωπο της Ιταλίας, όπου η επίθεση είχε
«κολλήσει» και ότι η Ελλάδα δε χρειαζόταν και δεν ήθελε ούτε έναν
Βρετανό στρατιωτικό. Αυτό όμως προϋπέθετε έναν συνολικά διαφορετικό
πολιτικό προσανατολισμό του ΚΚΕ, έναν προσανατολισμό όμως που δεν είχε
ωριμάσει ως επιλογή.
[1]
Βλ.«Πρακτικά σχετικά με τη συμφωνία της Καζέρτας»: «Το ΚΚΕ. Επίσημα
Κείμενα, 1940 – 1945», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1981, τόμος 5ος,
σελ. 408-410.
[2]
F. Catalano: «Storia del C.L.N.A.I.». Bari 1956, σελ. 339. Από τη
συλλογή «Leipziger Beitrage zur Revolutionsforschung» - Lehrheft 13.
Karl-Marx-Universitat Leipzig 1986, σελ.38.
[3] Ειδικά στην Ιταλία αυτή η διαδικασία δε θα παρουσιάσει σε κανένα χρονικό σημείο τάσεις αναστροφής.
[4] «Ντοκουμέντα της Αντίστασης», εκδ. «Το Ποντίκι» 1994, σελ. 184-185.
[5] «Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα, 1940-1945», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τόμος 5ος, σ. 425.
[6] «Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα, 1940-1945», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τόμος 5ος, σ. 421.
[7] «Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα, 1940-1945», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τόμος 5ος, σ. 421.
[8] «Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα, 1940-1945», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τόμος 5ος, σελ. 421-422.
[9]
Στην «παράλληλη» περίπτωση της Ιταλίας, οι αυταπάτες φαίνεται πώς ήταν
μεγαλύτερες και διαρκούσαν για περισσότερο χρονικό διάστημα καθώς ακόμα
και το 1953, ο Π. Τολλιάτι εκτιμούσε ότι «η πτώση του φασισμού σήμαινε
και την πτώση μιας άρχουσας τάξης» (P. Togliati, Una storia della
Resistenza italiana. Rinascita No 12/1953, σελ. 678, από το Leipziger,
Beitrage, ο.π., σελ. 35.).
[10] Μάρκου Βαφειάδη «ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ», τ. 5ος, εκδ. Παπαζήση σελ.39- 47.
[11]
Αρχείο της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ) - Πρακτικά
Συνεδριάσεων, «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1990, σελ. 156-158.
[12] Αρχείο της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ) - Πρακτικά Συνεδριάσεων, «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1990, σελ. 164.
[13] Β. Ι. Λένιν, Σχετικά με τη γελοιογραφία του μαρξισμού και τον «ιμπεριαλιστικό οικονομισμό», Απαντα, τ. 30, σελ. 93 και 97
[14] Clara Zetkin: «Ausgewählte Reden und Schriften», τ. 2, Βερολίνο 1960, σελ. 689-729.
[15]
Οι μόνες χώρες όπου τα ΚΚ οδήγησαν την εθνικοαπελευθερωτική πάλη σε
λαϊκές κυβερνήσεις, χωρίς τη συμμετοχή αστών είναι η Αλβανία και η Κίνα
(η κάθε μια για διαφορετικούς λόγους). Το ΚΚ Κίνας μάλιστα, παρά την
αντίθετη γνώμη του ΚΚΣΕ, επέλεξε την ένοπλη ταξική σύγκρουση με την
αστική κυβέρνηση Τσαν Κάι Σεκ .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.