Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2018

Ο Τάσος Βουρνάς, η απελευθέρωση της Αθήνας και η Εθνική Αντίσταση

Στις 11 Οκτωβρίου 1964, με αφορμή τα είκοσι χρόνια από την απελευθέρωση της Αθήνας, η "Αυγή" δημοσίευσε ένα κείμενο του δημοσιογράφου, ιστορικού και διανοούμενου Τάσου Βουρνά, ο οποίος, ως ενεργό μέλος της Εθνικής Αντίστασης, είχε ζήσει από κοντά τα γεγονότα των ημερών εκείνων. 

Σε αυτό το κείμενο, ο Βουρνάς, εκτός από την εξαιρετική αφήγηση, υπογραμμίζει την ανάγκη να προχωρήσει ο ριζικός εκδημοκρατισμός της χώρας, καθώς μερικούς μήνες πριν από τη δημοσίευση του κειμένου είχε ηττηθεί οριστικά η ΕΡΕ και είχε αναδειχτεί κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου. Ως εμβληματικό στοιχείο ενός τέτοιου εκδημοκρατισμού αναδεικνύεται, μέσα από το κείμενο, το αίτημα για αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης. Οι εξελίξεις του 1965 και όλα όσα ακολούθησαν θα μετέθεταν την εκπλήρωση του αιτήματος αυτού για σχεδόν είκοσι χρόνια ακόμα.
Το κείμενο αυτό του Τάσου Βουρνά, αναδημοσιεύει σήμερα η "Αυγή".
Τάσος Βουρνάς

10 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1944
Η ΑΘΗΝΑ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝΕΤΑΙ!
Του Τάσου Βουρνά
Κανένας δεν κοιμήθηκε εκείνες τις νύχτες που ακολούθησαν τις μέρες τις γεμάτες ιαχές, λάβαρα, πλακάτ, σημαίες και τραγούδια. Ήταν το απόγευμα της 10ης Οκτώβρη 1944, συννεφιασμένο και ριγηλό, όπως όλες οι μέρες και οι νύχτες του πρώιμου αθηναϊκού φθινοπώρου, όταν το μαντάτο απλώθηκε σαν αστραπή σ’ όλη την πόλη: οι Γερμανοί, που από τις πρώτες μέρες του Οκτώβρη είχαν συμπτυχθεί στο κέντρο της Αθήνας, ετοιμάζονταν να πάρουν τον δρόμο της υποχώρησης. Οι στρατιές του Τομπλούκιν είχαν αναπτύξει την πελώρια λαβίδα τους στα Βαλκάνια, ο ΕΛΑΣ κινούνταν να κλείσει τους δρόμους διαφυγής του εχθρού. Τέλη του Σεπτέμβρη, κάτι συμμαχικά αγήματα βγήκαν στην περιοχή της Αχαϊοήλιδας, ο ΕΛΑΣ είχε λευτερώσει τον Μοριά. Κι ολόκληρη η χώρα με πιασμένη την ανάσα περίμενε τη λευτεριά νάρθει να στήσει τα λάβαρά της στη ματωμένη γη των Ελλήνων.
*
Η Αντίσταση ολόκληρη επί ποδός πολέμου. Σ’ ένα σπίτι στου Μακρυγιάννη συγκαλείται μια σύσκεψη για τον γιορτασμό της λευτεριάς. Είναι 11 του Οκτώβρη, πρωί. Τα νέα έρχονται απανωτά. Οι συνοικίες είναι λεύτερες, ο ΕΛΑΣ έχει αναλάβει την τάξη. Είναι ακόμα ξημερώματα στο Μεταξουργείο όταν βγαίνουν οι πρώτοι εφημεριδοπώλες που πουλάνε φωναχτά τις ως χθες παράνομες εφημερίδες της Αντίστασης. Η οργάνωση των δημοσιογράφων του ΕΑΜ είχε καταλάβει αποβραδίς τα τυπογραφεία και τα πιεστήρια των γερμανόδουλων κατοχικών εφημερίδων και το πρωί η Αθήνα πλημμύρισε από τις εφημερίδες της Αντίστασης, που οι τίτλοι τους διαλαλούνταν φωναχτά, σαν ζητωκραυγή:
"Ριζοσπάστης": Ελεύθερη Ελλάδα! Μάχη!
Η σύσκεψη - χωρίς κανένα συνωμοτικό μέτρο αυτή τη φορά - τελείωσε. Το πρόγραμμα του γιορτασμού είχε καταρτισθεί και οι παρευρισκόμενοι έφευγαν βιαστικά για τις οργανώσεις τους να το πραγματώσουν. Εκεί κάπου στις στήλες του Ολυμπίου Διός νιώθουμε το πρώτο τράνταγμα της λευτεριάς που ήρθε. Μια περίπολος του ΕΛΑΣ, παλικαράκια εικοσάχρονα, ντυμένα με στρατιωτικές στολές και κράνη, το όπλο επ' ώμου, βαδίζει αργά ανάμεσα στο πλήθος που παραληρεί από ενθουσιασμό και ζητωκραυγάζει. Και τα νέα παιδιά, με συναίσθηση της ευθύνης και του χρέους τους, βαδίζουν αργά, δακρυσμένα, χαμογελαστά, σοβαρά - σοβαρά - βρίσκονται βλέπεις σε υπηρεσία! Πού βρέθηκαν τόσα λουλούδια να τα ράνουν, πώς ανθίσανε σαν πασχαλινές λαμπάδες οι κάνες των ντουφεκιών τους από φθινοπωρινά χρυσάνθεμα; «Νήπια δάκρυα» γεμίζουν τα μάτια μας καθώς δεχόμαστε ξαφνικά το πρώτο συναπάντημα της λευτεριάς.
*
Στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη μεγάλη κίνηση. Οι ναζίδες, θέλοντας να δείξουν τον ανύπαρκτο ιπποτισμό τους, καταθέτουν δάφνινο στεφάνι στον Έλληνα στρατιώτη, που τον ρήμαξαν και τον ντουφέκισαν παρά πάντα νόμο του πολέμου. Βουβός ο κόσμος τους παρακολουθεί, η οργή αστράφτει στα μάτια του. Κι όταν μπήκαν στα μηχανοκίνητά τους και φύγανε, όλος ο λαός με αυθόρμητη κίνηση έτρεξε στο μνημείο και κομμάτιασε το στεφάνι των χιτλερικών ορδών. Και το ασάλευτο ανάγλυφο του αρχαίου πολεμιστή σαν να 'νιωσε ευφροσύνη από κείνη τη λαϊκή εκδήλωση,
Τα γερμανικά μηχανοκίνητα, με κατεύθυνση προς τις βορεινές και ανατολικές προσβάσεις της Αθήνας, φεύγουν ολοένα στον αγύριστο. Ανέκφραστοι οι χιτλερικοί φαντάροι πάνω στα αυτοκίνητα με τα κράνη χαμηλά ως τα μάτια, κίτρινοι από τον φόβο τους, με τα όπλα προτεταμένα, καθώς διασχίζουν τους πλημμυρισμένους δρόμους από πανηγυριώτες της λευτεριάς, τρέμουν τον ίσκιο τους. Ποιος λογαριάζει, όμως, τον κατησχυμένο εχθρό που υποχωρεί ντροπιασμένος; Από ώρα σε ώρα οι μάζες περιμένουν να μπει ο ΕΛΑΣ, αλλά τα νέα που καταφθάνουν είναι απογοητευτικά: Το Στρατηγείο Μέσης Ανατολής (που με βάση τη συμφωνία της Καζέρτας είχε και τον ΕΛΑΣ κάτω από τις διαταγές του) σταμάτησε τα ένοπλα τμήματα του βουνού 30 χιλιόμετρα έξω από την Αθήνα. Οι μάζες διαμαρτύρονται έντονα. Είναι τα πρώτα σημάδια μιας «συμμαχικής» αντίδρασης στους λαϊκούς πόθους, ένας πρώτος φραγμός στην Αντίσταση.
*
Οι κεντρικοί δρόμοι είναι αδιάβατοι από τον κόσμο που ξεχύθηκε να πανηγυρίσει τη λευτεριά. Στη διασταύρωση Πανεπιστημίου και Κοραή ο Άγγελος Σικελιανός, ο μεγάλος ποιητής της Αντίστασης, σκαρφαλωμένος στο ανάβαθρο της τροχαίας, μιλάει στον λαό που τον αποθεώνει. Τα άσπρα του μαλλιά ανεμίζουν σαν χαίτη λιονταριού. Η βροντώδης φωνή του ζεσταίνει τον αέρα με τα ένθεα λόγια υπέρ της Αντίστασης που αναβρύζουν από τα χείλη του. Το μαχόμενο αντιστασιακό πνεύμα δίνει το "παρών" στο μεγάλο πανηγύρι της λευτεριάς.
Η νύχτα 11 προς 12 Οκτώβρη ήρθε ριγηλή, γιομάτη τραγούδια και ζητωκραυγές. Οι Γερμανοί είχαν επιχειρήσει να ανατινάξουν το εργοστάσιο του ηλεκτρικού στο Κερατσίνι. Ο ΕΛΑΣ δεν τους άφησε. Κάμποσα παλικάρια έδωσαν το αίμα τους να το σώσουν. Φεύγοντας, οι ναζίδες κατάφεραν να πάρουν κάποιο σημαντικό εξάρτημα και η περιοχή Αθήνας - Πειραιά είναι βυθισμένη στο σκοτάδι. Την νύχτα εκείνη της εθνικής αγρύπνιας τη φώτισαν τα ιερά καντήλια την ελληνικής παράδοσης, το ανέσπερο εκείνο φως που καταύγασε με την τρεμουλιάρικη φλόγα του όλες τις μεγάλες εξάρσεις των Ελλήνων στην τούρκικη σκλαβιά και στο Εικοσιένα.
Κι όμως, εκείνη τη νύχτα δεν έπεσε κανείς στο κρεβάτι. Τα ρωμέικα χέρια, δουλεύοντας ασταμάτητα, έφτιαξαν χιλιάδες πλακάτ, χιλιάδες σημαίες. Κι όταν την άλλη μέρα, από τα χαράματα, τα μπράτσα των Αθηναίων τις ξεδίπλωσαν στους δρόμους, έμοιαζαν η ανάσα της λευτεριάς καθώς την είχε αποτυπώσει η ποίηση της Αντίστασης στους φλογισμένους στίχους της. Οι προφητικές «φοβερές σημαίες της λευτεριάς» του Σικελιανού πλατάγιζαν στους δρόμους της Αθήνας.
Πού βρέθηκαν όλες εκείνες οι μεθυσμένες μάζες που πλημμύρισαν τους κεντρικούς δρόμους; Θα 'λεγε κανείς ότι όλη η Ελλάδα χώρεσε στην πρωτεύουσα. Μια τεράστια ατελείωτη ανθρωποθάλασσα, σε πυκνή φάλαγγα σ’ όλο το πλάτος των δρόμων, περπατούσε αργά, κάτω από τον πλαταγισμό των σημαιών και των πλακάτ. Η αρχή της ήταν στο Σύνταγμα και το τέλος της στο τέρμα της οδού Γ' Σεπτεμβρίου, στη διασταύρωσή της με την οδό Αγίου Μελετίου. Με ζητωκραυγές και τραγούδια περνούσε για ώρες ατελείωτες μπροστά από το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη αποτίοντας φόρο τιμής στους νεκρούς των πολέμων και της Αντίστασης. Ο καθένας έφερνε κι ένα λουλούδι. Και στον χώρο πολύ γρήγορα υψώθηκαν βουνά τα φθινοπωρινά άνθη της Αττικής, αυθόρμητη λαϊκή προσφορά στη μνήμη των ηρώων και των μαρτύρων.
*
Για ώρες ολόκληρες οι ατελείωτες φάλαγγες περνούσαν μπροστά στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. Ήταν η μεγάλη ειρηνική επίδειξη των δυνάμεων της Αντίστασης, της συντριπτικής πλειοψηφίας, δηλαδή, του ελληνικού λαού, που ανάγκασε τους συνεργάτες του εχθρού και τους απόντες να αναζητήσουν τα πιο βαθειά λαγούμια και να κρύψουν το ντροπιασμένο τους πρόσωπο. Από την πανστρατιά εκείνη δεν έλειψε κανείς. Ο λαός της Αθήνας βάδισε στους δρόμους κάτω από τα λάβαρα των τοπικών και συνοικιακών οργανώσεων χαρούμενος, ευτυχισμένος, ατενίζοντας προς ένα ανέφελο μέλλον - το μέλλον, αλίμονο! Που του 'κλεψαν αργότερα μέσα από τα χέρια του οι λόγχες των ξένων, ξαναφέρνοντας το σκοτάδι, το αίμα και τα δάκρυα στη μαρτυρική γη των Ελλήνων. Έβλεπες όλη την ελληνική διανόηση, το θέατρο, τις τέχνες, την εργατιά, τους επαγγελματίες, τους υπαλλήλους - δημόσιους και ιδιωτικούς - να πορεύονται μέσα σε κύματα χαράς, κάτω από τα περήφανα τα δικά τους αντιστασιακά λάβαρα, τα τιμημένα με αίμα, θυσίες, αγώνες. Πώς θα ξεχάσουμε τη μεγάλη εκείνη μέρα όσοι τη ζήσαμε, πώς είναι δυνατό, εκείνοι, που έχουν άνομο συμφέρον, να παραγράψουν από τη μνήμη μας τα απαράμιλλα εκείνα χρόνια της φωτιάς; Η Ιστορία μας, η καταματωμένη και προπηλακισμένη Ιστορία μας, δεν μπορεί να στραγγαλιστεί. Και εκείνοι που ζητούν στείρωση της εθνικής μνήμης βρίσκονται έξω από το κλίμα των παραδόσεων του έθνους. Η αντίσταση δεν παραγράφεται γιατί αποτελεί το θεμέλιο της σύγχρονης ιστορίας μας, βρυσομάνα ιδανικών για τη σύγχρονη οιστρηλατημένη δημοκρατική μας νεότητα και το ξεκίνημα της φωτιάς που κατακαίει τα στήθη των Ελλήνων τούτη τη στιγμή, καθώς αναπτύσσεται η μεγάλη μάχη για τον εκδημοκρατισμό του τόπου.
Φέτος γιορτάζουμε τα είκοσι χρόνια της απελευθέρωσης της Αθήνας. Ας γίνει η επέτειος αφετηρία για μια συσπείρωση του δημοκρατικού λαού μας γύρω από τα απαράγραπτα ιδανικά της μεγάλης αντιστασιακής εποποιίας κι ας επισφραγίσει η Πολιτεία το εθνικό εκείνο έπος με την επίσημη αναγνώρισή του, όπως γίνηκε σ’ όλο τον κόσμο εδώ και είκοσι χρόνια. Και τότε θα μπορούμε να μιλάμε για μια νέα και ελπιδοφόρα εποχή δημοκρατικής ευδίας που έρχεται.

Τμήμα του ΕΛΑΣ και πλήθος κόσμου τελούν το μνημόσυνο για τα θύματα της Αντίστασης στο ναό του Αγίου Νικολάου Πευκακίων, λίγο μετά την απελευθέρωση (Αρχείο ΕΡΤ - Πέτρος Πουλίδης)
Πανηγυρισμοί τη μέρα της απελευθέρωσης. (Αρχείο ΙΦΑΝΕ - Κυριάκος Κουρμπέτης)
Τιμώμενοι ανάπηροι του Αλβανικού Μετώπου στον Άγνωστο Στρατιώτη (Αρχείο ΕΡΤ - Πέτρος Πουλίδης)

Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2018

Πώς το ΚΚΕ έγινε κόμμα εξουσίας

Παρά τη χρονική απόσταση που μας χωρίζει από την ταραχώδη δεκαετία του '40, οκτώ δεκαετίες μετά η αριστερή ιστοριογραφία εμπλουτίζεται διαρκώς, ενώ το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού για τα θέματα αυτά παραμένει αξιοσημείωτο.

Γαβρίλης Λαμπάτος
ΚΚΕ και εξουσία (1940-1944)

Εκδόσεις Μεταίχμιο
σελ. 392, τιμή 17,70 ευρώ
  Παρά τη χρονική απόσταση που μας χωρίζει από την ταραχώδη δεκαετία του ’40, οκτώ δεκαετίες μετά η αριστερή ιστοριογραφία εμπλουτίζεται διαρκώς, ενώ το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού για τα θέματα αυτά παραμένει αξιοσημείωτο. Η κρίση, η απαξίωση του πολιτικού συστήματος, η «πρώτη φορά Αριστερά» στη διακυβέρνηση του τόπου, τα διχαστικά διλήμματα της εποχής και τα ιστορικά «απωθημένα» που ήρθαν στην επιφάνεια διαμορφώνουν το πλαίσιο-έναυσμα επαναπροσέγγισης των τραυματικών περιόδων εκείνης της δεκαετίας, αλλά και προηγούμενων με έμφαση στον Μεσοπόλεμο. Είναι ενδεικτικό ότι μεταξύ των ευπώλητων βιβλίων – σε ορισμένες περιπτώσεις περισσότερο και από λογοτεχνικά best seller της εποχής – βρίσκονται βιβλία για τον Εθνικό Διχασμό, ενώ υπάρχει ένα ευρύτερο αναγνωστικό ενδιαφέρον για τα εμφύλια πάθη και τα συγκρουσιακά θέματα που δεν απασχολούν μόνο τους ιστορικούς, αλλά και ένα τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, το οποίο προσπαθεί μηχανιστικά να βρει συμπτώσεις και να κάνει παραλληλισμούς επιχειρώντας να δώσει απαντήσεις στο σήμερα, αντλώντας διδάγματα και εμπειρίες από το παρελθόν. Σε κάθε περίπτωση, η τάση που υπάρχει ευνοεί τον εμπλουτισμό της ιστορικής έρευνας, την αποσαφήνιση «γκρίζων ζωνών» της ιστορίας, την επανατοποθέτηση των ιστορικών επί ζητημάτων που δεν έχουν εξαντληθεί, κυρίως όμως την περαιτέρω διεύρυνση του πεδίου μελέτης των ζητημάτων που καθόρισαν την πορεία της σύγχρονης Ελλάδας.
Η δεκαετία του ’40 προσδιόρισε τη μεταπολεμική Ελλάδα και εμπνέει μέχρι σήμερα τους ιστορικούς. Η μονογραφία του ιστορικού Γαβρίλη Λαμπάτου με τίτλο «ΚΚΕ και εξουσία (1940-44)», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο (σειρά Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας), συνιστά μια μελέτη πολιτικής ιστορίας σε μια εποχή καταλυτικών κοινωνικών ανακατατάξεων «μέσα από τις άγνωστες και ορισμένες φορές σκοτεινές πλευρές της Εθνικής Αντίστασης». Το ζήτημα που αναδεικνύει ο συγγραφέας με το έργο του είναι πώς το ΚΚΕ, ενώ τις παραμονές του 1940 βρισκόταν αποδεκατισμένο οργανωτικά από τα σαρωτικά χτυπήματα που είχαν επιφέρει η μεταξική δικτατορία και ο πανούργος υφυπουργός Ασφαλείας Μανιαδάκης – και μάλιστα σε ένα περιβάλλον που προκαλούσε, λόγω των διαρκών αλλαγών πολιτικής της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Κομιντέρν) έναντι του ναζισμού, σύγχυση στα ευρωπαϊκά κομμουνιστικά κόμματα -, κατόρθωσε να ανασυγκροτηθεί αμέσως, να εμπνεύσει και να κινητοποιήσει τον λαό οργανώνοντας την πάλη του κατά των κατακτητών μέσα από το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και ως το 1944 να καταστεί κόμμα εξουσίας, «απειλώντας να µετασχηματίσει σχεδόν ριζικά το πολιτικό σύστημα όπως αυτό είχε διαμορφωθεί τις προηγούμενες δεκαετίες».
 
Αυτό που περιγράφεται μέσα από αρχειακές πηγές και ανέκδοτες προσωπικές μαρτυρίες, χωρίς διάθεση εξιδανικεύσεων και χωρίς μια απλή εξιστόρηση των γεγονότων, είναι η κατάρρευση του παλαιού κομματικού συστήματος και η δημιουργία της νέας εξουσίας, που οφείλονταν αφενός στη διεύρυνση της πολιτικής επιρροής του ΚΚΕ και στον πρωταγωνιστικό ρόλο που διαδραμάτισε στις εξελίξεις και αφετέρου στην de facto εξουσία που άσκησε σε πολλές περιοχές της ορεινής Ελλάδας, διαμορφώνοντας εναλλακτικές δομές εξουσίας έναντι του απαξιωμένου και απονομιμοποιημένου στη συνείδηση των πολιτών κατοχικού κράτους και του κατακτητή. Αυτές οι δομές εξουσίας κυριαρχούσαν σε όλη την επικράτεια τους δύο πρώτους μήνες της Απελευθέρωσης και στην Αθήνα υπήρχε δυαδική εξουσία: οι εκπρόσωποι του παλαιού πολιτικού κόσμου και μέρος του παλαιού κρατικού μηχανισμού και από την άλλη το ΚΚΕ και ο ΕΛΑΣ που ασκούσαν εξουσία στους περισσότερους συνοικισμούς της πόλης. Η ιδιότυπη αυτή «συνύπαρξη» θα ξεκαθαρίσει με τη σύγκρουση του Δεκέμβρη 1944 και την επέμβαση των Βρετανών, η οποία «οδήγησε στην παγίωση της κυριαρχίας των παλαιών δομών εξουσίας και σε μεγάλο βαθμό εξουδετέρωσε την επαναστατική δυναμική που είχε αναπτυχθεί τους προηγούμενους μήνες στην ελληνική κοινωνία». Με την ήττα το ΚΚΕ παύει να είναι κόμμα εξουσίας. Οι πολιτικές ισορροπίες μεταβάλλονται δραματικά εις βάρος του και μεγάλο τμήμα του πληθυσμού στα αστικά κέντρα που συμπορευόταν πολιτικά με το ΕΑΜ αποστασιοποιήθηκε από αυτό, ενώ και στην ύπαιθρο η διεύρυνση της πολιτικής επιρροής του «έπαψε να υφίσταται». Δεν επρόκειτο άλλωστε για μια ευθύγραμμη πορεία προς την εξουσία, μια εξουσία που χάθηκε μέσα από μια σωρεία παλινωδιών, λαθών και αντιφάσεων που γεννούσαν εγγενείς αδυναμίες και εξωγενείς παράγοντες διεθνών ισορροπιών. Ο Γ. Λαμπάτος αποτυπώνει στο βιβλίο του την πολιτική πρακτική του ΚΚΕ τόσο στην κεντρική πολιτική σκηνή όσο και στις τοπικές κοινωνίες με τρόπο ώστε «να έρθουν στο προσκήνιο τα ίδια τα ανθρώπινα υποκείμενα (οι άνθρωποι που συμμετείχαν ενεργά στο κομμουνιστικό κίνημα της εποχής) και ο τρόπος που βίωσαν τη ριζική μεταβολή της υπάρχουσας κοινωνικής πραγματικότητας». Επίσης, φωτίζει άγνωστες ή λιγότερο γνωστές πλευρές που είχαν να κάνουν με τη στάση του ΚΚΕ έναντι των αντιπάλων του ή έναντι των προερχομένων από τις τάξεις του «αιρετικών» κομμουνιστών, ορισμένοι εκ των οποίων είχαν άδοξο τέλος. Η πολιτική ηγεμονία του ΚΚΕ «γεννούσε» και τις αντίρροπες δυνάμεις, γι’ αυτό και ο συγγραφέας αφιερώνει ξεχωριστό κεφάλαιο στις εμφύλιες συγκρούσεις στη διάρκεια της Κατοχής και ιδιαίτερα τους τελευταίους μήνες πριν από την Απελευθέρωση, ενώ αναφορικά με τις κοινωνικές αντιστάσεις και την αμφισβήτηση της ηγεμονίας των κομμουνιστών θίγει το θέμα της αριστερής βίας στα χρόνια της Κατοχής.
 «Αναμφίβολα στην κατοχική Ελλάδα ένα τμήμα του πληθυσμού ταυτίστηκε με το ΚΚΕ. Χιλιάδες νέοι άνθρωποι κυρίως ταύτισαν τη ζωή τους με την υλοποίηση των ιδεών του συγκεκριμένου κόμματος. Η πλειοψηφία όμως του πληθυσμού συμπορευόταν απλώς πολιτικά με το ΕΑΜ ή ανεχόταν τις νέες δομές εξουσίας που είχαν διαμορφωθεί», σημειώνει, εξηγώντας ότι «υπήρχε παράλληλα ένα τμήμα που εκδήλωνε ανοιχτά την αντίθεσή ή και την εχθρότητά του». Το μεθοδολογικό σχήμα που χρησιμοποιεί για να προσεγγίσει το θέμα αυτό είναι ότι υπήρχαν τέσσερις τάσεις του πληθυσμού έναντι των εαμικών δομών εξουσίας: ταύτιση, συμπόρευση, ανοχή, εχθρότητα. «Τάσεις διαρκώς μεταβαλλόμενες καθώς η ρευστότητα των πολιτικών ισορροπιών ήταν το χαρακτηριστικό της εποχής» όπως σημειώνει.
Για τον ίδιο είναι σαφές ότι δεν αρκούσαν λίγοι ένοπλοι που κινήθηκαν έγκαιρα για να οργανώσουν το αντάρτικο, αλλά υπήρξε μια κοινωνική δυναμική που πυροδοτήθηκε. Γι’ αυτό και τάσσεται κατά της ερμηνείας ότι η ανάδειξη του ΕΛΑΣ ως της ισχυρότερης ένοπλης αντάρτικης δύναμης οφείλεται στην εμφάνισή του «πριν από την εμφάνιση ανταγωνιστικού αντάρτικου σε περιοχές με ισχνή ή και ανύπαρκτη παρουσία των κατοχικών αρχών η εκκαθάριση αντίπαλων και ανεξάρτητων αντάρτικων ομάδων και άσκηση αποφασιστικού ελέγχου πάνω στους πληθυσμούς» όπως έχουν υποστηρίξει στα «Εμφύλια Πάθη» (Μεταίχμιο, 2016) οι ιστορικοί Στ. Καλύβας και Ν. Μαραντζίδης. Συντάσσεται δε με την άποψη ότι εάν δεν υπήρχε η δύναμη της ιδεολογίας θα ήταν αδύνατο μερικές χιλιάδες ενόπλων να δράσουν και να επιβιώσουν σε ένα περιβάλλον όπου γινόταν όλο και πιο αντίξοο και επικαλείται σχετικά τον Ν. Αλιβιζάτο, ο οποίος απορρίπτοντας τα ερμηνευτικά εργαλεία του λεγόμενου «αναθεωρητικού ρεύματος» της ιστορίας, χαρακτήρισε σφάλμα την «υποβάθμιση της ιδεολογίας ως κινήτρου για την πολιτική ένταξη των μαζών στην Αριστερά».

Το «ΚΚΕ» του Μεταξά

Τα πλήγματα που υπέστη το ΚΚΕ από το μεταξικό καθεστώς (1936) ήταν συντριπτικά, αφού κατόρθωσε να προσεταιριστεί στελέχη που είχαν θέσεις-κλειδιά στον παράνομο μηχανισμό του κόμματος. Ο προσεταιρισμός του Δημήτρη Κουτσογιάννη (ψευδώνυμο Δημητριάδης) είχε ως αποτέλεσμα όσα στελέχη του KKE, μετά τη φοίτησή τους στις κομματικές σχολές της Σοβιετικής Ενωσης, αποστέλλονταν από την Κομμουνιστική Διεθνή στην Ελλάδα να βρίσκονται υπό τον έλεγχο των αρχών ασφαλείας. Παράλληλα, προσεταιρίστηκε τον Μιχάλη Τυρίμο, πρώην βουλευτή του κόμματος και παλιό διευθυντή του «Ριζοσπάστη». Αυτός ήταν ο ιθύνων νους της λεγόμενης Προσωρινής Διοίκησης, η οποία θεωρούνταν από τους περισσότερους κομμουνιστές ως αυθεντική έκφραση του κόμματος. Οπως αναφέρει ο Γ. Λαμπάτος, για την τύχη όλων όσοι είχαν εμπλακεί στη συγκρότηση της Προσωρινής Διοίκησης έγραψε ο συγγραφέας Γιάννης Μαρής (ο πρώτος που ασχολήθηκε διεξοδικά με το θέμα): «Ο αστυνομικός Παξινός δολοφονήθηκε κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες στο Πακιστάν. Ο θεωρητικός της επιχειρήσεως Μιχάλης Τυρίμος εκτελέστηκε από τον ΕΛΑΣ στην Εύβοια, όπου δρούσε ως πολιτικός επίτροπος των Ταγμάτων Ασφαλείας. Ο Κουτσογιάννης ή Δημητριάδης δολοφονήθηκε μέσα στο σπίτι του στην Αθήνα κατά την Κατοχή. Η Χρύσα Κατσίδη (της ομάδας των «Κούτβηδων») τρελάθηκε. Ο Τιμογιαννάκης ή Αρκούδος, ο Χρονόπουλος και ο Τζωρτζάτος εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς. Η Ολγα Μπακόλα ή Ασπασία σκοτώθηκε σε συμπλοκή με τα Τάγματα Ασφαλείας».

Η δομική αντίφαση του ΕΑΜ

Η δομική αντίφαση του ΕΑΜ είναι ότι σε επίπεδο πολιτικού προγράμματος η ηγεσία του KKE ήταν ανοιχτή στην προβολή ενός μετριοπαθούς πολιτικού προγράμματος ικανού να έχει απήχηση σε μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας. Ταυτόχρονα, σε οργανωτικό επίπεδο, οι κομμουνιστές ήθελαν να διατηρούν τον απόλυτο έλεγχο. Η εμμονή των κομμουνιστών να ασκούν τον έλεγχο στις εθνικοαπελευθερωτικές οργανώσεις δημιούργησε ρωγμές σε πρωτοβουλίες που είχαν αναληφθεί σε τοπικό επίπεδο και συσπείρωναν πρόσωπα με ευρύτερη επιρροή στις τοπικές κοινωνίες. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που αναφέρει ο Αλέκος Κουτσούκαλης (καπετάνιος του ΕΛΑΣ). Το καλοκαίρι του 1941 είχε συγκροτηθεί στην περιοχή της Αρτας η οργάνωση «Ελλάς – Ελευθερία», που συσπείρωνε μόνιμους και έφεδρους αξιωματικούς. Στόχοι της οργάνωσης ήταν να αντιμετωπιστεί το ενδεχόμενο επιστράτευσης των αξιωματικών από τις αρχές Κατοχής, να μη μετέχουν τα μέλη της στο παρακράτημα της αγροτικής παραγωγής, να υπάρχει δίκαιη κατανομή των λαϊκών συσσιτίων κ.λπ. Στην οργάνωση αυτή συνυπήρχαν τρεις παρατάξεις: οι οπαδοί του βενιζελισμού, οι οπαδοί του ΕΑΜ και οι βασιλικοί. Τον Μάρτιο του 1942, με πρωτοβουλία των ιδρυτών της που βρίσκονταν σε συνεννόηση με το ΕΑΜ Αρτας, η οργάνωση αυτή διαλύθηκε. Για τις συνέπειες της ενέργειας αυτής γράφει ο Α. Κουτσούκαλης: «Ετσι προσχώρησαν στο ΕΑΜ ορισμένοι αξιωματικοί, τα άλλα μέλη της οργάνωσης και πολλοί ανένταχτοι μόνιμοι και έφεδροι αξιωματικοί έμειναν στο κενό αναζητώντας ευκαιρία για να στεγαστούν. Και όταν εμφανίστηκε ο Ζέρβας στην περιοχή, προσχώρησαν στη στρατιωτική του οργάνωση».

Οι αποσυνάγωγοι

Στα χρόνια της Κατοχής μερικές εκατοντάδες κομμουνιστών, οι οποίοι δεν είχαν οργανικούς δεσμούς με το ΚΚΕ νωρίτερα, προσπαθούσαν να επαναδραστηριοποιηθούν πολιτικά. Οι περισσότεροι προέρχονταν από τον πολιτικό χώρο του αρχειομαρξισμού, ο οποίος από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 είχε υποστεί πολλές διασπάσεις. Αλλοι είχαν διαγραφεί από το ΚΚΕ στα χρόνια του Μεσοπολέμου. Ανάμεσά τους οι πρώην γραμματείς του κόμματος Γιάννης Κορδάτος και Θωμάς Αποστολίδης. Στους κύκλους αυτούς εμπλέκονταν ομάδες νέων κομμουνιστών οι οποίες συζητούσαν με κριτική διάθεση τις πολιτικές κατευθύνσεις που ακολουθούσε η νέα ηγετική ομάδα του κόμματος. Από τις ομάδες αυτές προέκυψαν ορισμένες πολιτικές οργανώσεις που προσπάθησαν να επηρεάσουν τις κατευθύνσεις της ηγεσίας. Οι άνθρωποι που συμμετείχαν σε αυτές τις ομάδες διακρίθηκαν αργότερα για το πνευματικό έργο και την πολιτική τους πορεία. Στη «Νέα Εποχή» μετείχαν ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο Γιάννης Κορδάτος, οι αδελφοί Κώστας και Βασίλης Αναστασιάδης καθώς και ο Αχιλλέας Γρηγορογιάννης, ενώ στους κύκλους της συμμετείχαν και ορισμένα στελέχη της ΟΚΝΕ (Γιώργος Λιανόπουλος, Στάθης Μεγαλοοικονόμου, Θεοδωρόπουλος).Τα μέλη της «Νέας Εποχής» θεωρούσαν ότι το ΕΑΜ δεν ανταποκρινόταν στις επαναστατικές διαθέσεις των μαζών και εμφανίζονταν ως εκπρόσωποι της επαναστατικής παράταξης του ΚΚΕ. Ο αντίλογος ήταν αμείλικτος: «Είναι όλοι-όλοι μια πεντάδα τροτσκιστών και αποστατών του κόμματός μας που αποτελούν τη «μαρξιστική» πεμπτοφαλαγγίτικη ελληνική οργάνωση που ανέλαβε να προπαγανδίσει τα συνθήματα του ξένου κατακτητή» έγραφε η «Κομμουνιστική Επιθεώρηση». Το βάρος των κατηγοριών του κόμματος εναντίον τους οδήγησε πολλούς να σιωπήσουν και να ακολουθήσουν τη «γραμμή» του, ενώ ορισμένοι είχαν τραγικό τέλος. Οπως ο Μεγαλοοικονόμου ο οποίος εκτελέστηκε από τον ΕΛΑΣ, κίνδυνο που διέτρεξε και ο Καστοριάδης.

Ομηρεία χωρίς σχέδιο και πειθαρχία

Η σύγκρουση των Δεκεμβριανών συνοδεύτηκε από την απόφαση της ηγεσίας του KKE να προχωρήσει σε συλλήψεις πολλών εκατοντάδων πολιτών ως μέσο άσκησης πίεσης στην αντίπαλη παράταξη. Ο Νίκος Ζαχαριάδης στην ομιλία του στη 12η Ολομέλεια της ΚΕ του KKE (25-27 Ιουνίου 1945) ανέφερε: «Το λάθος είναι ότι διατάχθηκε η ομηρεία χωρίς πειθαρχία και σχέδιο και έτσι εκφυλίστηκε σε εξωπολιτική πράξη. Αυτό έδειξε ότι, όπου είχαν φτάσει τα πράματα, δεν μπορούσαμε να διενεργήσουμε μια πειθαρχημένη και πολιτικά σκόπιμη ομηρεία. Γι’ αυτό δεν έπρεπε να τη διατάξουμε. Κάναμε ένα λάθος που όπλισε τον εχθρό». Ακόμα και σήμερα δεν έχει διευκρινιστεί πότε άρχισε να εφαρμόζεται το μέτρο. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της Καίτης Ζεύγου, στελέχους του ΚΚΕ, οι συλλήψεις ξεκίνησαν το πρώτο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου 1944. Η μαρτυρία του Λευτέρη Βουτσά (πολλά χρόνια αργότερα προσχώρησε στο ΚΚΕ εσωτερικού) για τον τρόπο πραγματοποίησης των συλλήψεων από την Πολιτοφυλακή αναφέρει ότι ο ίδιος (ήταν τότε οικονομικός υπεύθυνος του «Ριζοσπάστη») συνελήφθη από την Πολιτοφυλακή (24-25 Δεκεμβρίου ’44) γιατί σε σχετικό έλεγχο των ανδρών της βρέθηκε πάνω του ένα περίστροφο. Οδηγήθηκε γι’ αυτό στα γραφεία της Πολιτοφυλακής στο Γαλάτσι: «Ηταν το βασίλειο του καπετάν Ορέστη, του περίφημου Ορέστη της ΟΠΛΑ που ματοκύλησε την περιοχή. Με ανεβάζουν στο πάνω πάτωμα όπου ο καπετάν Ορέστης ήταν ξαπλωμένος με τις μπότες πάνω σ’ ένα κρεβάτι και με ύφος που μου θύμισε τον Αλή Πασά. Αφού διαπιστώθηκε ποιος ήμουνα, ζήτησα και μου έδωσαν έναν ελασίτη να με συνοδεύσει ως το τυπογραφείο για να μην έχω και τίποτα άλλα τέτοια συναπαντήματα».

Via

Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2018

Εκπαιδευτικοί και συλλογική δράση, 1941-44: Συγκρότηση, λόγος, πρακτικές

Εκπαιδευτικοι και συλλογικη δραση, 1941-44: Συγκροτηση, λογος, πρακτικες



Κατερίνα Ντονα
Υπ. Δρ. Παντείου Παν/μίου



Περιληψη

Οι εκπαιδευτικοί στην κατοχή 1941-1944, ανέπτυξαν οργανωμένη συλλογική δράση στα πλαίσια ευρύτερων οργανώσεων. Η επισιτιστική κρίση, ο πληθωρισμός, η δυσλειτουργία του εκπαιδευτικού-σχολικού συστήματος, η δημιουργία του αντιστασιακού κινήματος, αποτελούν τις προϋποθέσεις, τους αντικειμενικούς όρους στους οποίους στηρίχτηκε η οργανωμένη δράση. Στην ύπαιθρο δάσκαλοι και καθηγητές συμμετέχουν «προνομιακά» σε σχέση με άλλες επαγγελματικές κατηγορίες στην Εθνική Αντίσταση. Η συμμετοχή προκύπτει σαν απόρροια του ρόλου τους και της ιδιαίτερης σχέσης των δασκάλων με τις αγροτικές κοινωνίες από το μεσοπόλεμο. Στις πόλεις, όπου υπάρχει υπερσυγκέντρωση εκπαιδευτικών λόγω της ανάπτυξης μηχανισμών διανομής προϊόντων και των συσσιτίων, ιδρύουν με τους άλλους δημοσίους υπαλλήλους την Κεντρική Πανυπαλληλική Επιτροπή (ΚΠΕ). Μέχρι την Άνοιξη του 1943 αποτελεί την μόνη και ενιαία οργάνωση δ.υ. και σημειώνει μια σειρά από κινητοποιήσεις για την καλυτέρευση των όρων διαβίωσης των δ.υ. Από την Άνοιξη του 1943, εκφράζει δημόσια την υποστήριξη στις αριστερές αντιστασιακές δυνάμεις γεγονός που ακολουθείται από παραταξιακή διάσπαση και σταμάτημα των κινητοποιήσεων. Από το φθινόπωρο του 1943, οργανώνονται στην ύπαιθρο σύλλογοι δασκάλων και μικτοί σύλλογοι δασκάλων και καθηγητών στην προοπτική της απελευθέρωσης. Τα Δεκεμβριανά και οι μετέπειτα πολιτικές εξελίξεις θα σταματήσουν αυτές τις δραστηριότητες. Η κατοχική δράση θα ποινικοποιηθεί από το μετακατοχικό κράτος με σημαντικές συνέπειες σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο.


ABSTRACT 

During the Occupation (1941-1944), the organized collective action of Greek teachers developed within broader institutional configurations. The material preconditions and the objective basis of teachers’ action has to be sought to a series of interrelated factors including the food crisis, the galloping inflation, the dysfunctionalities of the education system and the emergence of a resistance movement. In rural Greece, primary and secondary school teachers were proportionately over-represented, in relation to other professional groups, to the national resistance movement. This result from their role and particular relation they had developed with the rural communities since the interwar era. In the urban centers, where the over-concentration of teachers has to be attributed to the development of an extended network of aid distribution including messes and clothing, they established, along with other civil servants, the Central Committee of Civil Servants (CCCS). Up until the spring of 1943, CCCS, the only and unitary civil servants association, mobilized its members to improve their living conditions. In spring 1943, the CCCS’s publicly expressed support to the left fraction of the national resistance movement led to a schism, which effectively put an end to the civil servants’ mobilization. In autumn 1943 and in anticipation of the liberation, primary and secondary school teachers, particularly in the rural areas, founded both sectoral and cross-sectoral organizations. The December events and the consequent political developments terminated all forms of mobilization while the criminalization of political action during the Occupation by the post-occupation state (1944-1948) had severe repercussions for teachers both at the individual and collective level.  


            Η περίοδος  με την οποία ασχολείται η ανακοίνωση έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τα οποία είναι σε μεγάλο βαθμό γνωστά.. Θα γίνει όμως σε αδρές γραμμές μικρή αναφορά στα στοιχεία που αποτελούν τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία  οργανωμένης συλλογικής δράσης των εκπαιδευτικών ανδρών και γυναικών (στο εξής οι αναφορές σε εκπαιδευτικούς, δασκάλους και καθηγητές, αφορούν και τα δυο φύλλα παρότι συμβατικά χρησιμοποιείται αρσενικό γένος).
Από την άνοιξη του 1941 αμέσως μετά τη συνθηκολόγηση και την αρχή της κατοχικής περιόδου, άρχισαν να παρουσιάζονται ελλείψεις βασικών αγαθών και να αρχίζει σιγά σιγά να εμφανίζεται πληθωριστική τάση. Οι ανταλλαγές σε είδος υποκαθιστούν την εγχρήματη οικονομία και οι μισθοί χάνουν την αξία τους. Οι δημόσιοι υπάλληλοι και όσοι έχουν προσόδους από μισθούς είναι οι πρώτοι που δέχονται τις επιπτώσεις της νέας οικονομικής κατάστασης (Θωμαδάκης, 1984). «Κάθε προσπάθεια κατανόησης των όρων επιβίωσης των ανθρώπων με άξονα τις αμοιβές και το τρέχον κόστος των προϊόντων, θα βρισκόταν, στην πρώτη κιόλας στροφή, σε αδιέξοδο», εκτιμά ο Γιώργος Μαργαρίτης (1993: 142). Υπάρχουν αναφορές για θανάτους από πείνα δασκάλων και καθηγητών κατά την επισιτιστική κρίση του 41-42  και για δημοσίους υπαλλήλους που πουλάνε τις οδοντοστοιχίες τους για να επιζήσουν (Υπαλληλική, τχ. 1, 7.10.1942). Η αδυναμία των κατοχικών κυβερνήσεων να ελέγξουν το σύστημα παραγωγής και να συντηρήσουν τους υπαλλήλους σε συνδυασμό με την απαξίωσή τους ως δοσίλογες και προδοτικές, οδηγεί σε διάσταση υπαλλήλους και κράτος και σε μεγάλο βαθμό την απονομιμοποίησή του (Μαργαρίτης, 1993).
Η κατάρρευση των κρατικών μηχανισμών δεν αφορούσε μόνο την οικονομία. Η στοιχειώδης και μέση εκπαίδευση από την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου και σε όλη τη διάρκεια της κατοχής δυσλειτουργούσε. Οι επιθεωρητές ασκούσαν διοικητικό έργο «εν όψει των περιστάσεων και των δυνατοτήτων» και κυρίως με "βάση ανθρωπιστικούς λόγους" όπως αναφέρει η Γενική Έκθεσις επιθεωρητή του 1943 (Αρχείο Ματθαιάσσου). «Μισά κι ανέσωτα» γίνονται τα μαθήματα αναφέρεται σε νεανική εφημερίδα του Βόλου (Κολλιού, 1985: 835). Σε περιοχές του Πειραιά μετά την κατοχή επιθεωρητής διαπιστώνει πως στις πρώτες τάξεις υπάρχει σοδειά τεσσάρων ετών (Μιχαλόπουλος, 1945). Στα χωριά της υπαίθρου τα δημοτικά σχολεία παραμένουν κλειστά σχεδόν σε όλη την περίοδο. Στα σχολεία που λειτουργούν, περικόπτονται οι ώρες διδασκαλίας και η διάρκεια του σχολικού έτους περιορίζεται μέχρι και τέσσερις μήνες. Ταυτόχρονα δίνεται το δικαίωμα της κατ’ οίκον διδασκαλίας, φροντιστηριακών μαθημάτων, και η απόκτηση απολυτηρίου με εξετάσεις (Αρχείο Ματθαιάσσου, Γενικές εκθέσεις 1941-1945. Νούτσος, 2004. Δημαράς, 1988, ν΄- να΄. Παιδεία τχ. 57-58). Η απαξιωτική έκφραση «κατοχικό απολυτήριο», μέχρι και σήμερα αποτυπώνει την εκπαιδευτική πραγματικότητα της εποχής.
Η δυσλειτουργία εκφράζονταν με συγκεκριμένες δυσκολίες και προβλήματα. Η επίταξη των σχολικών κτιρίων από τις αρχές κατοχής, η λειτουργία λαϊκών συσσιτίων του Ερυθρού Σταυρού, η έλλειψη καυσίμων τους θερινούς μήνες, δημιουργούσαν δυσκολίες όσο αφορά την υποδομή. Εξαιτίας των προβλημάτων αυτών, μαθήματα γίνονται σε νάρθηκες εκκλησιών, σε νοικιασμένα κτίρια, ακόμα και στην ύπαιθρο (Ματθαιάσσος, Γενικές εκθέσεις 1941-1945). Και στο ανθρώπινο δυναμικό όμως υπάρχουν προβλήματα. Στην ύπαιθρο, εξαιτίας της απασχόλησης στις αυξημένες οικογενειακές γεωργικές εργασίες και της χαλάρωσης των μέτρων για υποχρεωτική παρακολούθηση, η προσέλευση είναι σημαντικά μειωμένη στις περιπτώσεις που τα σχολεία λειτουργούν. Γενικευμένη είναι η ανησυχία για  την αυξανόμενη παιδική αλητεία εξαιτίας της αποχής από τη σχολική διαδικασία και από τις πολιτικοκοινωνικές επιδράσεις της δεκαετίας του 1940-1950. Η συζήτηση και οι ηθικοπλαστικές δράσεις για την επαναφορά των μαθητών θα ενταθούν στην επόμενη δεκαετία από το σχολείο και από εξωσχολικούς φορείς. Εκτός από τους μαθητές και οι εκπαιδευτικοί εξαιτίας των δυσμενών συνθηκών επιβίωσης, μετακινούνται από τις θέσεις εργασίας τους στους τόπους καταγωγής τους ή στις πόλεις όπου υπάρχουν συσσίτια και μηχανισμοί διανομής προϊόντων. Το Σεπτέμβρη του 1941, τα σχολεία της υπαίθρου δεν έχουν δασκάλους ενώ «εις τας Αθήνας συνεκεντρώθησαν πολλοί δημοδιδάσκαλοι, πάρα πολλοί» παρατηρεί με ανησυχία το περιοδικό «Ερμής» (τχ. 738). Παρά τις αυστηρές εγκυκλίους του κατοχικού υπουργού Παιδείας Λογοθετόπουλου για απαγόρευση των αποσπάσεων τον Αύγουστο του 1941, ένα  χρόνο αργότερα όπως ο ίδιος παραδέχεται, «έγιναν αποσπάσεις εκπαιδευτικών εις ευρείαν κλίμακα παρά το συμφέρον της υπηρεσίας προς εξυπηρέτησιν των επισιτιστικών αναγκών τούτων». (Ερμής, τχ. 755).
Εκτός από την κατάρρευση και απονομιμοποίηση του κράτους και τις συνέπειες στην εκπαίδευση και την εργασιακή κατάσταση των εκπαιδευτικών, σημαντικός παράγοντας για την κατανόηση της περιόδου είναι η δημιουργία αντιστασιακού κινήματος. Η ίδρυση του ΕΑΜ το Σεπτέμβρη του 1941, αποτελεί γεγονός μείζονος σημασίας απαραίτητο για την δημιουργία και την εξέλιξη των οργανωμένων δυνάμεων στις αστικές περιοχές. (Richter, 1975: 222. Woodhouse, 1974)
Σ’ αυτές τις αντικειμενικές συνθήκες θα δούμε πως εκδηλώνεται η οργανωμένη συλλογική δράση των εκπαιδευτικών.
Επιλέχτηκε ο όρος οργανωμένη συλλογική δράση αντί του συνδικαλισμού για δυο λόγους. Ο πρώτος είναι η έλλειψη θεσμικού πλαισίου καθώς οι συνδικαλιστικές οργανώσεις ήταν απαγορευμένες από το 1936 επομένως στην κατοχή ήταν  παράνομες. Ο δεύτερος και σημαντικότερος είναι πως οι εκπαιδευτικοί συμμετείχαν σε ευρύτερα σχήματα και μορφώματα που ξεπερνούσαν τις κλαδικές τους οργανώσεις. Στη συγκυρία αυτή άλλωστε, ο λόγος και η δράση τους ξεπερνούσαν τα επαγγελματικά ζητήματα και αφορούσαν γενικότερες απελευθερωτικές και πολιτικές επιδιώξεις.
Για την εξέταση του θέματος θα γίνει διάκριση μεταξύ Αθήνας - αστικών κέντρων και ορεινής  Ελλάδας. Στην Αθήνα και στις μεγάλες πόλεις, η παρουσία της κυβέρνησης, ανώτερων διοικητικών αρχών  και η δύναμη των αρχών κατοχής ορίζουν το πλαίσιο. Στην ορεινή Ελλάδα εξαιτίας της κατάρρευσης του συγκοινωνιακού δικτύου στην αρχή, και στη συνέχεια με την ανάπτυξη του αντάρτικου, οι δοσίλογες κυβερνήσεις της Αθήνας είχαν μικρή ως καμία πρόσβαση. Εκεί αναπτύχθηκαν ανεξάρτητες πολιτικοοικονομικές λειτουργίες και θεσμοί και το ένοπλο αντάρτικο. Προκύπτει πως οι εκπαιδευτικοί συμμετέχουν «προνομιακά» και πρωτοστατούν σε σχέση με άλλες επαγγελματικές κατηγορίες σ’ αυτές τις διαδικασίες. Μετά το 1980, πλήθος μαρτυριών και απομνημονευμάτων εκδίδονται από εκπαιδευτικούς για την συμμετοχή τους στην εθνική αντίσταση κυρίως στην επαρχία. Χαρακτηριστικά δείγματα τα βιβλία «Βασιλική Δρυς» (Αλεξίου, 1983), «Εκπαιδευτικοί και Εθνική Αντίσταση» (Κατσαντώνης, 1984), «Οι εκπαιδευτικοί στην Εθνική Αντίσταση» (Γκόντζος & Αναστασάκος, 1985) όπου βρίσκουμε εκτενείς καταλόγους αντιστασιακών εκπαιδευτικών και συγκεκριμένες δράσεις. Επίσης υπάρχουν πολλές αυτοβιογραφικές και βιογραφικές εκδόσεις ενδεικτικές είναι «…Θυμάται» (Φυλακτός, 1988), «Άλωνα, Φλώρινα» (Κούφης, 1990), «Ωρίων Γιάννης Μιχαλόπουλος» (Μουτούλας, 1999). Στο περιοδικό «Εθνική Αντίσταση. Επίσημα κείμενα – αναμνήσεις –χρονικά – στοιχεία» επίσης βρίσκουμε πολλά κείμενα εκπαιδευτικών. Η χρονική διαμεσολάβηση, η προσωπική εμπλοκή, η συγκεκριμένη έκβαση των πολιτικών πραγμάτων μετά την κατοχή, μας αναγκάζουν να είμαστε προσεκτικοί στην προσέγγισή τους όσον αφορά τα ιστορικά γεγονότα αυτά καθ’ αυτά και ακόμα περισσότερο τις ερμηνείες και τις εκτιμήσεις στις οποίες προβαίνουν οι συγγραφείς τους. Για παράδειγμα υπάρχουν αναφορές για λειτουργία σχολείων, νηπιαγωγείων και παιδικών σταθμών κυρίως στη Ρούμελη από το 1942 με ευθύνη εκπαιδευτικών και σχολικών επιτροπών που συστάθηκαν στα πλαίσια κωδίκων τοπικής αυτοδιοίκησης (Ζωίδης, 1991). Η αποδοχή μιας τέτοιας κατάστασης, θα έφερνε νέα δεδομένα και θα ανέτρεπε σε κάποιο βαθμό την ως τώρα εικόνα για την κατάσταση στην ύπαιθρο κατά την πρώτη περίοδο της κατοχής. Θεωρώντας πως οι συνθήκες δεν ευνοούσαν τέτοιες πρακτικές ή αν συνέβησαν πρέπει να ήταν περιορισμένες πιστεύουμε πως η περαιτέρω έρευνα κυρίως η τοπική ιστορία είναι απαραίτητη για να στηριχτεί κάτι τέτοιο. Ανάλογη είναι και αναφορά για την ίδρυση της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας την ίδια περίοδο στην Ευρυτανία (Μπάρτζης, 1987). Η αρχειακή έρευνα έχει δείξει πως η κίνηση για επανασύσταση της Ομοσπονδίας έγινε ένα χρόνο αργότερα στα τέλη του 1943 κάτω από εντελώς διαφορετικές συνθήκες. Αυτό που ωστόσο μπορούμε να θεωρήσουμε ασφαλές, είναι η υπεραντιπροσώπευση των εκπαιδευτικών στην εθνική αντίσταση χωρίς να αναφερθούμε σε λεπτομέρειες καθώς στο θέμα υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία. Μικρή ξεχωριστή αναφορά πρέπει να γίνει στη στάση των επιθεωρητών οι οποίοι είναι οι παράγοντες της διοίκησης της εκπαίδευσης σε τοπικό επίπεδο. Υπήρχαν επίσης επιθεωρητές που κατηγορήθηκαν για συνεργασία με τις δοσίλογες κυβερνήσεις και τις αρχές κατοχής (Διδασκαλικό Βήμα, 1.12.1944) . Από την άλλη πλευρά, επιθεωρητές διώχτηκαν ή κλήθηκαν σε απολογίες για στήριξη ή ανοχή προς τους εκπαιδευτικούς που συμμετείχαν ποικιλότροπα στην Εθνική Αντίσταση ακόμα και για άμεση προσωπική εμπλοκή (Παπακωνσταντίνου, 1995). Ωστόσο χρειάζεται περαιτέρω και έρευνα για να καταλήξουμε σε κάποια συμπεράσματα για το πως κινήθηκε το σώμα των επιθεωρητών στην κατοχή.
Μπορεί όμως η συμμετοχή στην αντίσταση να θεωρείται μέρος της ιστορίας του κινήματος των εκπαιδευτικών;
Για να απαντήσουμε, θα δούμε τα αποτελέσματα και τις επιπτώσεις από αυτή τη συμμετοχή. Οι δάσκαλοι και οι καθηγητές χαρακτηρίζονται συνολικά σαν κλάδοι επικίνδυνοι στη μετακατοχική περίοδο και υφίστανται «προνομιακά» σε σχέση με τα άλλα επαγγέλματα τις συνέπειες των διώξεων και των μεταπολεμικών αυταρχικών νόμων με βάση τη στάση τους στην κατοχή. Χαρακτηριστικές είναι οι τοποθετήσεις βουλευτών το 1946: «Πλείστα παραδείγματα μας πείθουν ιδίως εις τον Διδασκαλικόν κλάδον όπου ούτοι διαστρέφουν τας συνειδήσεις των παιδιών» και «Επί της εκκαθαρίσεως των εκπαιδευτικών εάν μεν μείνουν πιστοί εις τας πεποιθήσεις των θα διδάξουν αντιπατριωτικά, εάν δε συμμορφωθούν προς τας οδηγίας του κράτους θα διδάξουν αντίθετα προς ότι πιστεύουν θα είναι κακοί διδάσκαλοι διότι ουδείς ημπορεί να εμπνεύση εις άλλους ό,τι ο ίδιος δεν πιστεύει» (Εφημερίς Συζητήσεων της Βουλής 16.8.1946). Οι ίδιες οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των εκπαιδευτικών μετά την απελευθέρωση, αναλαμβάνουν σοβαρό αγώνα για την «εθνικόφρονη αναβάπτιση» των κλάδων και τη διαγραφή από την ιστορία των οργανώσεων της κατοχικής παρεκτροπής. Στο Διδασκαλικό Βήμα διαβάζουμε το 1947: «Θα δυνηθή ο Κλάδος να διαφωτίση την Κοινήν και Επίσημον γνώμην όχι μόνον επί των ζητημάτων του, αλλά και επί την προσήλωσίν του εις τα Εθνικά Ιδεώδη, αποκαθιστών ούτω την υπόληψίν του, την οποίαν πολλοί διεμφισβήτησαν εσχάτως εκ της συμμετοχής ελαχίστων εξωμοτών ασκησάντων το επάγγελμα του διδασκάλου εις τον κατά της Πατρίδος ανταρτικόν αγώνα» (Διδασκαλικόν Βήμα, τχ. 50). Και η επανιδρυθείσα το 1949 Ομοσπονδία Λειτουργών Μέσης Εκπαιδεύσεως (ΟΛΜΕ) θεωρεί την οργάνωση «σιγήσασα επί δεκαπενταετίαν» (Δελτίον ΟΛΜΕ, τχ. 94). Η περίοδος από το 1936 ως το 1946 θεωρείται ενιαία και σβησμένη από την ιστορία των συνδικαλιστικών οργανώσεων.
Το ουσιαστικότερο όμως επιχείρημα που συνηγορεί στο να θεωρήσουμε τη δράση αυτή μέρος της ιστορίας των εκπαιδευτικών, είναι πως η ένταξη και η συμμετοχή στους αντιστασιακούς θεσμούς δεν γίνεται τυχαία ούτε είναι ατομική επιλογή αλλά αποτέλεσμα του επαγγέλματος και του ρόλου τους. Ο Άγγελος Ελεφάντης που εκτιμά πως το 32% των καπεταναίων του ΕΛΑΣ ήταν δάσκαλοι (Ελεφάντης, 2004), αποδίδει τους λόγους ένταξης στη ριζοσπαστικοποίηση και την ιδεολογική αφύπνιση του κλάδου εξαιτίας παραγόντων που είχαν σχέση με τις επαγγελματικές συνθήκες και την γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση (Ελεφάντης, 1979). Στις ίδιες αιτίες και στην ίδια περίοδο του μεσοπολέμου, ανιχνεύουν και οι μετακατοχικές κυβερνήσεις και εκπαιδευτικοί παράγοντες, την παρέλκυση των εκπαιδευτικών. Η εικόνα που έχουν οι ίδιοι οι δάσκαλοι για το ρόλο τους συνηγορεί σ’ αυτό και αποτυπώνεται σε ένα απόσπασμα του Διδασκαλικού Βήματος το 1943: «Οργανωμένος πρώτα ο ίδιος ο δάσκαλος θα φροντίσει να οργανώσει και όλο τον ελληνικό λαό. Αυτουνού δουλειά είναι. Αυτός είναι ο φυσικός ηγέτης του, αυτόν θα ακολουθήση ο λαός. Δεν πρέπει να προδώσει την εμπιστοσύνη που του έχει ο λαός» (Διδασκαλικό Βήμα, τχ. 4, 10.6.1943).
Εκτός από την συμμετοχή σε ευρύτερες πολιτικοκοινωνικές οργανώσεις, η περίοδος έχει και παιδαγωγική διάσταση όπως προκύπτει από το πρόγραμμα της ΠΕΕΑ, την Διδασκαλική Συνδιάσκεψη τον Ιούλιο του 1944 στην Ευρυτανία, τη λειτουργία παιδαγωγικών φροντιστηρίων, την έκδοση αναγνωστικών (Εθνική Αντίσταση, 1963: 4-6. Σακελλαρίου, 1984) Στα εκπαιδευτικά θέματα δεν θα επεκταθούμε γιατί αφενός θεωρούνται αρκετά γνωστά και γιατί δεν είναι το κεντρικό θέμα της παρούσας ανακοίνωσης. Άλλωστε, τα περισσότερα έμειναν σε επίπεδο προθέσεων ή εφαρμόστηκαν για μικρή χρονική περίοδο εξαιτίας των μεταδεκεμβριανών εξελίξεων.
Ενώ όμως έχουν καταγραφεί οι κινήσεις των εκπαιδευτικών στην ύπαιθρο, λιγότερο γνωστή είναι η δράση τους στα αστικά κέντρα και κυρίως στην Αθήνα όπου είχε συγκεντρωθεί μεγάλος αριθμός εκπαιδευτικών λόγω της εφαρμογής μηχανισμών διανομής. Και στις πόλεις, οι εκπαιδευτικοί συμμετείχαν οργανωμένοι σε ευρύτερα οργανωτικά σχήματα.
Στα τέλη του 1941 ιδρύθηκε η Κεντρική Πανυπαλληλική Επιτροπή (ΚΠΕ) η συνδικαλιστική οργάνωση των δημοσίων υπαλλήλων η οποία από το φθινόπωρο του 1942 είναι μέλος του συνασπισμού κομμάτων και οργανώσεων του ΕΑΜ (Ρούσος 1988). Οι απόψεις για την ημερομηνία ίδρυσης της ΚΠΕ διαφέρουν. Άλλοι την τοποθετούν τον Απρίλη του 1942 κατά την πρώτη απεργία και άλλοι από το Νοέμβρη του 1941 όταν εκδόθηκε παράνομα η «Υπαλληλική». Οι διάφοροι κλάδοι του δημοσίου και οι εκπαιδευτικοί αντιπροσωπεύονταν σ’ αυτή με κλαδική επιτροπή. Η ΚΠΕ οργανώνει και καθοδηγεί τις κινητοποιήσεις και απεργίες δημοσίων υπαλλήλων. Διακρίνουμε δύο περιόδους στη δράση και το λόγο της οργάνωσης. Η πρώτη μέχρι την Άνοιξη του 1943 και η δεύτερη μέχρι την απελευθέρωση. Στην πρώτη περίοδο, γίνονται δυο μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις τον Απρίλιο και τον Σεπτέμβρη του 1942. Η πρώτη γίνεται μόνο από τους δημοσίους υπαλλήλους, θεωρείται «μισοοργανωμένη», περισσότερο σαν ξέσπασμα εξαιτίας της απόλυτης ένδειας και εξάντλησης. Η δεύτερη παίρνει τη μορφή γενικής απεργίας και είναι καλύτερα οργανωμένη. Και οι δυο απεργίες όμως γίνονται όταν φαίνεται κάποια διέξοδος στην επισιτιστική κρίση αμέσως μετά την έλευση βοήθειας (Μαργαρίτης, 1993). Μπορούμε να υποθέσουμε λοιπόν πως δεν ήταν ούτε ανοργάνωτες ούτε μόνο αποτέλεσμα της απελπιστικής κατάστασης. Φαίνεται πως υπήρχε σχεδιασμός ως προς το χρόνο και στόχος η συμμετοχή των υπαλλήλων στον έλεγχο και τη διανομή της βοήθειας. Ενδιαφέρουσα και αποκαλυπτική όσο αφορά την στάση του ΚΚΕ για το ρόλο των δημοσίων υπαλλήλων είναι η ανακοίνωση του Πολιτικού Γραφείου κατά την πρώτη κινητοποίηση. Παρά την συμμετοχή στα ηγετικά στελέχη της ΚΠΕ μελών του κομμουνιστικού κόμματος, (Μπαρτζιώτας, 1984. Ρούσος, 1988) δεν αναφέρει την ύπαρξη της ΚΠΕ και θεωρεί πως χρειάζεται «η ανάπτυξη του Εθνικού Εργατικού Απελευθερωτικού Μετώπου [ΕΕΑΜ ή όπως ήταν γνωστό Εργατικό ΕΑΜ] στο ύψος του πραγματικού οργανωτή και καθοδηγητή της πάλης της εργατικής τάξης» (ΚΚΕ, 1981). Στις κινητοποιήσεις οι δοσίλογες κυβερνήσεις αντιδρούν με δυο τρόπους. Με λήψη ακραία τρομοκρατικά μέτρων (Ν.Δ. 1240/1942 ΦΕΚ 88Α/17.4.1942) αλλά σε μεγάλο βαθμό ανεφάρμοστα και με σύσταση επιτροπής ανωτάτων δημοσίων υπαλλήλων οι οποία θα διαχειρίζεται τα θέματα και θα συνομιλεί με την κυβέρνηση (Ελεύθερον Βήμα, 21.4.42). Η επιτροπή αυτή δεν έχει καμία αποδοχή στους δημοσίους υπαλλήλους καθώς είναι απολύτως ταυτισμένη με την κυβέρνηση και τις αρχές κατοχής. Για την ιεραρχία των δημοσίων υπαλλήλων πρέπει να αναφερθεί πως οι διαφορές αυτών που βρίσκονταν στη βάση με αυτούς που ήταν στην κορυφή σήμαιναν εκτός από οικονομικές και κοινωνικές διαφοροποιήσεις. Οι ανώτατοι δημόσιοι υπάλληλοι ήταν ταυτισμένοι σε μεγάλο βαθμό με το κράτος κάτι που δεν συνέβαινε στους χαμηλόβαθμους δημοσίους υπαλλήλους (Αβδελά, 1990. Αθανασιάδης, 1999).Οι δάσκαλοι ανήκουν στους κατώτερους και ανώτερους ανάλογα με την εξέλιξη. Οι καθηγητές στους ανώτερους και οι γυμνασιάρχες στους ανώτατους. Από τα μέτρα που παίρνουν οι κυβερνήσεις για να αμβλύνουν τις συγκρούσεις και να προσεταιριστούν τους κατωτέρους δ.υ., είναι η αναβάθμιση μεγάλου αριθμού δασκάλων και άλλων χαμηλόβαθμων υπαλλήλων (Ν.Δ. 1440/1942 και Ν. 1869/1944).
Στην πρώτη αυτή περίοδο, στο επίκεντρο των αιτημάτων είναι οι συνεταιρισμοί. Στόχος είναι να δίνεται η βοήθεια στους συνεταιρισμούς και να διατίθεται από αυτούς (Υπαλληλική, τχ. 10 και τχ. 18). Ο ρόλος των συνεταιρισμών είναι ιδιαίτερα σημαντικός, η προϋπόθεση και η βάση στην οποία στηρίχτηκε η παραπέρα οργάνωση. «Η άνθηση των καταναλωτικών συνεταιρισμών είχε μια τουλάχιστον ισάξια σημασία για την οργάνωση της αντίστασης με την υποκειμενική απόφαση για ίδρυση του ΕΑΜ» κατά τον Γιώργο Μαργαρίτη (1993). Παρόλο τον κίνδυνο να συγκεντρώσουν εξουσία και να γίνουν εστίες οργανωμένης δράσης, η κυβέρνηση λόγω αδυναμίας να εξασφαλίσει προϊόντα, τους ανέχεται και τους νομιμοποιεί στην πράξη. Αργότερα, την άνοιξη του 1943, όταν η επισιτιστική βοήθεια απομακρύνει τον κίνδυνο μιας νέας κρίσης, ο έλεγχος της βοήθειας, είναι το διακύβευμα και το πεδίο σύγκρουσης μεταξύ των διοικήσεων των συνεταιρισμών και της κυβέρνησης Ράλλη (Υπαλληλική τχ. 13).
Την πρώτη περίοδο, η συσπείρωση στις οργανώσεις και η συμμετοχή στις απεργίες έχουν βάση επισιτιστικούς λόγους και η ΚΠΕ ευρεία αποδοχή καθώς είναι η μόνη οργάνωση των δημοσίων υπαλλήλων με πετυχημένη και ισχυρή παρουσία. Από το Μάρτιο του 1943, η ΚΠΕ εκδηλώνει καθαρά πολιτικό λόγο και συνδέει τους αγώνες των δ.υ. με την απελευθερωτική διάσταση και συγκεκριμένη πολιτική στράτευση. «Το Εθνικόν Απελευθερωτικόν Μέτωπον (ΕΑΜ) η Φιλική Εταιρεία της γενιάς μας … Ο Ελληνικός Λαικός Απελευθερωτικός Στρατός (ΕΛΑΣ) – οι σύγχρονοι αρματωλοί και κλέφτες…» (Υπαλληλική τχ. 9). Σύμφωνα με εκτιμήσεις ιστορικών αρκετά καθυστερημένα από τις πρώτες κινητοποιήσεις των δημοσίων υπαλλήλων, «το Φεβρουάριο του 1943, το ΕΑΜ μετέβαλε μια σειρά οικονομικών απεργιών σε πολιτική δράση εναντίον της γερμανικής κατοχής» (Χόνδρος, 1984). Εδώ αρχίζει να διαφαίνεται και η εσωτερική διάσπαση του μετώπου των δημοσίων υπαλλήλων. Εμφανίζεται ο ΕΔΕΣ δημοσίων υπαλλήλων από το καλοκαίρι του 1943 και προβαίνει στην ίδρυση της ΣΔΥΕ, της προπολεμικής οργάνωσης (Ελεύθερος Δημόσιος Υπάλληλος, τχ. 1). Ενώ ως τώρα η διάσταση ήταν οριζόντια μεταξύ ανωτάτων και των υπολοίπων, τώρα εμφανίζεται παραταξιακή διαίρεση. Η εποχή είναι διαφορετική. Η κυβέρνηση Ράλλη έχει οργανώσει τάγματα ασφαλείας που φρουρούν τις εισόδους των υπηρεσιών, στις εξαγγελίες για απεργίες απαντά με λοκ άουτ συλλήψεις και εκτελέσεις ακόμα και στους χώρους εργασίας (Υπαλληλική τχ. 30). Οι εκτελέσεις των Παπαχριστοφόρου, μέλους της ΚΠΕ και του Παναγή Δημητράτου μέλος της εκτελεστικής επιτροπής των δασκάλων σημαντικό στέλεχος της μεσοπολεμικής Διδασκαλικής Ομοσπονδίας και με ευρύτερη πολιτική ακτινοβολία είχαν ισχυρό αντίκτυπο και είναι ενδεικτικές της τρομοκρατίας που εξαπολύθηκε προς στους δημοσίους υπαλλήλους (Διδασκαλικό Βήμα, 1.12.44).
Από το φθινόπωρο του 1943 οι απεργίες σταματούν στην Αθήνα. Έντονες είναι οι αντιπαραθέσεις μεταξύ των παρατάξεων με απειλές για τιμωρία που μετατίθεται στην επερχόμενη μετακατοχική κατάσταση. Ο ρόλος του ΕΔΕΣ και της ΣΔΥΕ – η οποία δεν είχε κάποια παρουσία στη συνέχεια –, σύμφωνα με την ΚΠΕ είναι προδοτικός και διασπαστικός. Κατηγορούνται για κατάδοση υπαλλήλων στις αρχές και δοσιλογισμό (Υπαλληλική τχ. 32). Εκτός από την ΚΠΕ, και φιλικοί προς τον ΕΔΕΣ παράγοντες φαίνεται να είναι επιφυλακτικοί για την αστική εκδοχή του. Ο Woodhouse χαρακτηριστικά αναφέρει: «Ο ΕΔΕΣ διατηρούσε πάντα δεσμούς με έναν κύκλο από ανυπόληπτα πρόσωπα στην Αθήνα, που προερχόταν κυρίως από το τυχοδιωκτικό παρελθόν του Ζέρβα. Αυτός ο κύκλος άρχισε να συγκεντρώνει ένα ρεύμα οπαδών, που πήγαζε κυρίως από τον ανταγωνισμό προς το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, που είχε πάρει μεγάλη έκταση... Οι τάξεις των ανθρώπων αυτών άρχιζαν από φιλόδοξους καιροσκόπους, όπως ο στρατηγός Γονατάς, και έφθαναν ως αυτούς ακόμα τους ανοιχτούς συνεργάτες του κατακτητή, όπως ο Ταβουλάρης και ο Βουλπιώτης» (Woodhouse, 1974: 122).  Εσωτερικές συγκρούσεις παρουσιάζουν στον ΕΔΕΣ δημοσίων υπαλλήλων στελέχη του από τις οποίες φαίνεται να υπερισχύει η συντηρητική πλευρά  (Πετμεζάς, 1991: 94). Εκτός από την ποιοτική διάσταση, μειωμένη φαίνεται να είναι και η αριθμητική δύναμη της παράταξης. Σε διακήρυξη του ΕΔΕΣ τον Ιούνιο του 1943, αναφέρεται: Ενώ ο ΕΔΕΣ εθεώρησε σκόπιμον και επιβεβλημένον να μην εκδηλωθεί εις όλην την Ελλάδα… το ΕΑΜ δια των στελεχών του κομμουνιστικού κόμματος και των κομμουνιστικών πυρήνων εις τας συνδικαλιστικάς οργανώσεις των δημοσίων υπαλλήλων εδημιούργει εστίας εις όλην την Ελλάδα…» (Αρχείο Κατοχής ΓΑΚ).
Γεγονός είναι πως η οργανωμένη δράση των δημοσίων υπαλλήλων ουσιαστικά σταματά το φθινόπωρο του 1943. Εκτός από την αυταρχική και τρομοκρατική τακτική της κυβέρνησης πρέπει να δούμε και τον αντικομμουνισμό που πιθανόν βρίσκει ερείσματα στους δημοσίους υπαλλήλους. «Μετά τα αποκαλυπτήρια για το ρόλο του ΕΑΜ έχουν φύγει απ’ τους κόλπους του. Παλιά 90% των δημοσίων υπαλλήλων…» αναφέρεται σε δελτίο πληροφοριών προς τον Τσουδερό στις 29.1.44. (Αρχείο Τσουδερού). Όλοι οι παράγοντες προφανώς έπαιξαν καθοριστικό ρόλο με σημαντικότερο κατά την εκτίμησή μας την εσωτερική διάσπαση που έγινε το φθινόπωρο.
Παραπάνω έγινε παρουσία της οργανωμένης δράσης των δημοσίων υπαλλήλων και όχι ειδικά των εκπαιδευτικών. Όπως προαναφέρθηκε, δεν μπορούμε να εξετάσουμε χωριστά τη δράση των εκπαιδευτικών καθώς οι ίδιοι επέλεξαν την ενιαία οργάνωση σαν πλαίσιο δράσης. Σε προσπάθειες που γίνονται για ικανοποίηση επιμέρους αιτημάτων από μερίδες δασκάλων η κλαδική επιτροπή αντιδρά με αποδοκιμασία θεωρώντας «υποχρέωση να κρατήσουμε αδιάσπαστη τη συνοχή της Οργάνωσης κι ακλόνητη την πειθαρχία σ’ αυτή» (Διδασκαλικό Βήμα, τχ. 4, 10.6.43). Αξίζει να αναφέρουμε πως το συνδικαλιστικό κίνημα των δημοσίων υπαλλήλων δεν εμφανίζεται παρά ελάχιστα στη βιβλιογραφία στην ιστορική του διάσταση (Λιάσκος, 1992), σε αντίθεση με το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα όπου έχουν γίνει σημαντικές εργασίες (Κουκουλές, 1995. Κουκουλές 2000. Αυγουστίδης, 1999).
Η συμβολή των εκπαιδευτικών στην ΚΠΕ δεν εξαντλείται στη συμμετοχή. Γνωρίζουμε πως γραμματέας της ΚΠΕ ήταν ο καθηγητής μαθηματικών Κώστας Νικολακόπουλος που αναδείχτηκε σε σύμβολο των κινητοποιήσεων, γνωρίζουμε επίσης πως η αριθμητική δύναμη και η συνοχή των εκπαιδευτικών ήταν ισχυρή. Οι κλάδοι τους είχαν πλούσια συνδικαλιστική δράση, οργανωτικές δυνατότητες και έμπειρα συνδικαλιστικά στελέχη από το μεσοπόλεμο (Αθανασιάδης 1999).
Και ενώ οι δραστηριότητες βρίσκονται σε ύφεση στην Αθήνα, στην ορεινή Ελλάδα από το φθινόπωρο του 1943 και κυρίως μετά την ίδρυση της ΠΕΕΑ, δραστηριοποιούνται ανεξάρτητα οι εκπαιδευτικοί. Γίνονται τοπικά συνέδρια δασκαλικών συλλόγων σε πολλές περιοχές, επανιδρύονται σύλλογοι και τον Ιούλιο του 1944 πραγματοποιείται διδασκαλική συνδιάσκεψη στην Ευρυτανία που αποφασίζει την επανίδρυση της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας στο διοικητικό συμβούλιο της οποίας συμμετέχει σαν αντιπρόσωπος και ένας καθηγητής. Στην Πελοπόννησο το Σεπτέμβρη του 1944 πραγματοποιείται συνδιάσκεψη εκπαιδευτικών που αποφασίζει την οργάνωση μικτών οργανώσεων (Διδασκαλικό Βήμα, τχ. 1, 1. 12. 44). Μικτή οργάνωση γίνεται και στη Θεσσαλονίκη (Δελτίον ΕΛΜΕ Θεσσαλονίκης, τχ. 1). Τα σχήματα αυτά όμως δεν εξελίχτηκαν όπως φιλοδοξούσαν. Η αλλαγή του πολιτικού σκηνικού μετά τα Δεκεμβριανά καθόρισε νέες εξελίξεις. Η Διδασκαλική Ομοσπονδία ιδρύθηκε το 1946 και η ΟΛΜΕ το 1949 σε διαφορετικές συνθήκες και με άλλους όρους.
Μετά την απελευθέρωση οι εκπαιδευτικοί υπέστησαν σε ευρεία έκταση διώξεις (Νούτσος, 2004. Καζαζίδου, 1993. Μαρκάκη, 2001) και όσοι παρέμειναν στην εκπαίδευση ανέπτυξαν διάφορες στρατηγικές προσωπικής επιβίωσης με συνέπειες που ξεπερνούσαν τη σφαίρα του ατομικού. Η κατοχή αποτέλεσε τομή σε σχέση με το προηγούμενο πλαίσιο και έφερε νέες διαιρέσεις στη βάση των εκπαιδευτικών που θα καθορίσουν την μεταπολεμική ταυτότητα και πορεία των συνδικαλιστικών τους οργανώσεων.


Α. ΠΗΓΕΣ

1. Αρχεία-Εφημερίδες-Περιοδικά
Αρχείο Μ. Ματθαιάσσου, ΕΛΙΑ
Αρχείο Κατοχής, ΓΑΚ
Αρχείο Τσουδερού, ΓΑΚ
Τρεις εγκύκλιοι του Γεν. Επιθεωρητού Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως Μιχ. Π. Μιχαλόπουλου, 1945
Αδημοσίευτο χειρόγραφο του Παπακωνσταντίνου Λεωνίδα, 1995
Αδημοσίευτο χειρόγραφο της Καζαζίδου Έλλης, 1993
Προφορική μαρτυρία της Σοφίας Μαρκάκη Πόθου, 2001
Δελτίον ΟΛΜΕ, 1949
Δελτίον της Ενώσεως Λειτουργών Μέσης Εκπαιδεύσεως Θεσσαλονίκης, 1945
Διδασκαλικόν Βήμα, 1943-1950
Εθνική Αντίσταση, 1963
Ελεύθερον Βήμα, 1942-1944
Ελεύθερος Υπάλληλος, 1943
Ερμής, 1941-45
Εφημερίς Συζητήσεων της Βουλής, 1946-1950
Παιδεία, 1952
Υπαλληλική, 1942-1944

Β. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Richter, H., (1975), 1936-1946: Δυο επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις στην Ελλάδα, Αθήνα: Εξάντας.
Woodhouse, C. M., (1976), Το μήλο της έριδος, Αθήνα: Εξάντας.
Αβδελά, Ε., (1990), Δημόσιοι Υπάλληλοι γένους θηλυκού, Αθήνα: Ίδρυμα Έρευνας και Παιδείας της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος.
Αθανασιάδης, Θ., (1999), Η Διδασκαλική Ομοσπονδία στο Μεσοπόλεμο, Ιωάννινα (αδημοσίευτη διδ. διατριβή).
Αυγουστίδης, Α. (1999) Το ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα κατά τη δεκαετία του ’40 και τα περιθώρια της πολιτικής, Αθήνα: Καστανιώτης
Αλεξίου, Έ., (1983), Βασιλική Δρυς, Αθήνα: Καστανιώτης.
Γκόντζος, Χ., & Αναστασάκος, Κ., (1985), Οι εκπαιδευτικοί στην Εθνική Αντίσταση, Αθήνα: Δίπτυχο.
Δημαράς, Αλ., (1988), Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, τ. Β΄, Αθήνα: Ερμής.
Ελεφάντης, Α., (1979), Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης, ΚΚΕ και αστισμός στον Μεσοπόλεμο, Αθήνα: Θεμέλιο
Ελεφάντης, Α., (2004), «Μια πρώτη μορφή λαϊκού δικαστηρίου το 1935 στην Κουφάλα Ευρυτανίας», Αρχειοτάξιο, τχ. 6, σελ. 150-155.
Ζωίδης, Γ., (1991), «Η εκπαιδευτική πολιτική και πράξη του ΚΚΕ, του ΕΑΜ και της ΠΕΕΑ στα χρόνια της αντίστασης», Εθνική Αντίσταση, τχ. 75, σελ. 27-34.
Θωμαδάκης, Σ., (1984), «Μαύρη αγορά, πληθωρισμός και βία στην οικονομία της κατεχόμενης Ελλάδας» στο Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950, Αθήνα: Θεμέλιο.
Κατσαντώνης, Γ., (1984), Οι εκπαιδευτικοί στην Εθνική Αντίσταση, Αθήνα: Καρανάση.
ΚΚΕ, (1981), Επίσημα Κείμενα, τ. 5ος, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.
Κολλιού, Ν. (1985), Άγνωστες πτυχές Κατοχής και Αντίστασης 1941-1944, Βόλος.
Κουκουλές, Γ., (1995), Το ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα και οι ξένες επεμβάσεις (1994-1948), Αθήνα: Οδυσσέας
Κουκουλές, Γ., (2000), Το εργατικό κίνημα και ο μύθος του Σισύφου (1964-1966), Αθήνα: Οδυσσέας.
Κούφης, Π., (1990), Άλωνα Φλώρινας, Αθήνα.
Λιάσκος, Ι., (1992), Η ιστορία του συνδικαλιστικού κινήματος των δημοσίων υπαλλήλων, Αθήνα.
Μαργαρίτης Γ., (1993), «Η περίοδος της κρίσιμης καμπής 1942-1943», Μνήμων, τχ. 14, σελ. 133-149.
Μαργαρίτης. Γ., (1993), Από την ήττα στην εξέγερση, Αθήνα: Πολίτης.
Μουτούλας, Π., (1999), Ωρίων - Γιάννης Μιχαλόπουλος. Με την Αριστερά στον Μεσοπόλεμο, στην Εθνική Αντίσταση στην Μεταπολεμική Ελλάδα, Αθήνα: Θεμέλιο.
Μπάρτζης, Γ., (1986), «Χρονολογικός πίνακας της ιστορίας του συνδικαλιστικού κινήματος των ελλήνων δασκάλων», Τα Εκπαιδευτικά, τχ. 2, σελ. 119-125.
Μπαρτζιώτας, Β., (1984), Η Εθνική Αντίσταση στην Αδούλωτη Αθήνα, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.
Νούτσος Χ., (2004), Ο δρόμος της καμήλας και το σχολείο, Αθήνα: Βιβλιόραμα.
Πετμεζάς, Ηρ., (1991), Εθνική Αντίσταση και κοινωνική επανάσταση Ζέρβας και ΕΑΜ, Αθήνα.
Ρούσος, Π., (1988), Η μεγάλη πενταετία 1940-1944, Αθήνα.
Σακκελαρίου, Χ., (1984), Η παιδεία στην Αντίσταση, Αθήνα: Φιλιππότης.
Φυλακτός, Δ., (1988), Θυμάται!, χ.τ.ε.
Χόνδρος, Ι., (1984), «Η Ελληνική αντίσταση 1941-1944» στο Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950, Αθήνα: Θεμέλιο.