Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τάσος Κωστόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τάσος Κωστόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2016

Αγκυλωτός, αλλά σταυρός


Συγκέντρωση «Γερμανοχριστανών» στη ναζιστική Γερμανία Συγκέντρωση «Γερμανοχριστανών
«Η εθνική κυβέρνηση θεωρεί τα χριστιανικά δόγματα τους σημαντικότερους παράγοντες για τη διατήρηση του εθνικού μας πολιτισμού»
Αδόλφος Χίτλερ, 23/3/1933

«Από της ημέρας της εμφανίσεως αυτού εις τον κόσμον, ο χριστιανισμός συνήντησε μεγάλας αντιδράσεις. Αι αντιδράσεις αυταί εις την ιστορίαν είνε γνωσταί υπό το όνομα των διωγμών. [...] Κατά τους νεωτέρους χρόνους ενεφανίσθη ένας από τους μεγίστους διωγμούς, τους οποίους εγνώρισεν η ιστορία. Είναι ο Κομμουνισμός, ο οποίος έστησε την έδραν του εν Ρωσσία. [...] Καθώς όμως άλλοτε η Θεία Πρόνοια, εν τω προσώπω του Μεγάλου Κωνσταντίνου, εθριάμβευσε κατά των διωγμών της ειδωλολατρείας, τοιουτοτρόπως σήμερον, εν τω προσώπω του Μεγάλου Ηγέτου του ενδόξου Γερμανικού έθνους, θα θριαμβεύση και κατά του διωγμού τούτου. Και η τιμή και η δόξα του μεγάλου Γερμανικού Εθνους και η προς αυτό ευγνωμοσύνη απάντων των λαών, και ιδιαιτέρως του ελληνικού, θα είνε όντως αιωνία».


Διατυπωμένες εν έτει 1943, με την ευκαιρία της ναζιστικής προπαγανδιστικής έκθεσης «Ο σοβιετικός παράδεισος», κι αποτυπωμένες σ’ ένα αντικομμουνιστικό φυλλάδιο με τον εύγλωττο τίτλο «Ο αγών της Ελλάδος κατά του μπολσεβικισμού. Ελληνικές γνώμες» (Θεσσαλονίκη 1943, εκδ. Νέα Ευρώπη), οι παραπάνω γραμμές υπογράφονται από έναν ιεράρχη της Εκκλησίας της Ελλάδος, τον μητροπολίτη Φλωρίνης Βασίλειο.
Οσο κι αν η εξομοίωση του Αδόλφου Χίτλερ με τον (αγιοποιημένο από τη χριστιανοσύνη) Μεγάλο Κωνσταντίνο ξαφνιάζει σήμερα τον ανυποψίαστο αναγνώστη, την εποχή εκείνη αποτελούσε μάλλον συνηθισμένη παραβολή.

Ακόμη πιο προωθημένες ήταν άλλωστε οι δηλώσεις κάποιων άλλων μητροπολιτών της Βόρειας Ελλάδας που παρατίθενται στο ίδιο φυλλάδιο.

Ενθουσιωδέστερος όλων, ο Κασσάνδρας Ειρηναίος (πάλαι ποτέ υπότροφος του τσάρου στη Θεολογική Ακαδημία του Κιέβου, όπως ο ίδιος υπενθυμίζει) δεν δίστασε μάλιστα να εγκολπωθεί πλήρως τη ναζιστική ιδεολογία όσον αφορά τον φυλετικό κοινό τόπο «ιουδαιομπολσεβικισμού» και «εβραιοκαπιταλισμού»:
«Ευνόητος η χαρά και ανακούφισις ην ησθάνθην όταν ο Μέγας Φύρερ του Γερμανικού Ράιχ εκήρυξε τον κατά των Μπολσεβίκων πόλεμον, προς απαλλαγήν της Αγίας Ορθοδόξου Ρωσσίας από των σκληρών και αφορήτων αυτής βασάνων και βασανιστών.
»Μπολσεβικισμός και Μασσωνισμός ή κεφαλαιοκρατία είνε δυο δυσώδεις πηγαί αι οποίαι εκβράζουσιν όλας τας δολοπλοκίας, ψεύδη, δυστυχήματα, συμπλοκάς, αιματοχυσίας, καταστροφάς και δεινοπαθήματα από των οποίων πάσχει η σύγχρονος ανθρωπότης. Ο κατ’ αυτών πόλεμος είνε φιλάνθρωπος, ευγενής και σωτήριος. Ας ευχηθώμεν εις τα γερμανικά όπλα επιτυχίαν, καίτοι αναλογιζόμενοι το μέγεθος του αναληφθέντος αγώνος ιλιγγιώμεν, διότι αναντιρρήτως το ήμισυ του επί της επιφανείας της γης υπάρχοντος χρυσού ευρίσκεται εν ταις χερσί των Εβραίων, ο δε χρυσός είνε το ισχυρότερον των εν τω κόσμω τούτω υλικών όπλων» (όπ.π., σ. 15).

Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει πως οι δουλοπρεπείς αυτές διακηρύξεις υπέρ του κατακτητή δεν ήταν παρά απόρροια της ίδιας της ξένης κατοχής – και της πατροπαράδοτης κουλτούρας προσεταιρισμού των ισχυρών από τους χριστιανορθόδοξους «εθνάρχες», την οποία η μακραίωνη πολιτική του Φαναρίου είχε κληροδοτήσει στους ιεράρχες παλαιών τε και «Νέων Χωρών».

Η εξύμνηση του χιτλερισμού ως κοινωνικοπολιτικού προτύπου δεν πρωτοεμφανίστηκε όμως στους κόλπους της εγχώριας εκκλησιαστικής ιεραρχίας μετά την κατάρρευση του μετώπου, την άνοιξη του 1941.

Οπως διαπιστώνουμε ξεφυλλίζοντας την «Εκκλησία», το «επίσημον δελτίον της Εκκλησίας της Ελλάδος» που εκδιδόταν από το 1922, παρεμφερείς απόψεις διατυπώθηκαν δημόσια ήδη από την επομένη της ανάρρησης των ναζί στην εξουσία, τον Ιανουάριο του 1933.

Η επικρότηση αυτή αντανακλούσε τη συνολικότερη στάση της Εκκλησίας ως προασπιστή του κοινωνικού καθεστώτος: όπως λίγο νωρίτερα ο ιταλικός φασισμός, έτσι και ο γερμανικός ναζισμός έγινε, αρχικά τουλάχιστον, δεκτός ως μια ιδεώδης απάντηση των παραδοσιακών ευρωπαϊκών κοινωνιών στον (κοινό) εσωτερικό εχθρό και στην (εξίσου κοινή) «κρίση αξιών» που επέφερε η νεωτερικότητα.

Ειδικά στην περίπτωση του χιτλερισμού, ωστόσο, η ανεπιφύλακτη αποδοχή παραχώρησε αρκετά γρήγορα τη θέση της σ’ έναν εσωτερικό διάλογο, όπου ο ενθουσιασμός για τη βίαιη συντριβή της γερμανικής Αριστεράς διασταυρωνόταν με την ανησυχία για τις αυξανόμενες «αντιχριστιανικές» επιδόσεις του νέου καθεστώτος.

Οι κριτικές αυτές επισημάνσεις στις σελίδες της μεσοπολεμικής «Εκκλησίας» πήγαζαν σε κάποιο βαθμό από την επαφή των συντακτών της με τους αντίστοιχους προβληματισμούς ομοφρόνων θεολογικών κύκλων της Δυτικής Ευρώπης· με τη σειρά τους, αυτοί οι τελευταίοι αντανακλούσαν συνήθως τη βαθμιαία αποξένωση των γερμανικών εκκλησιαστικών ιεραρχιών από το χιτλερικό καθεστώς.
Προπαγανδιστικές αφίσες των Ναζί
⇱ Οικογένεια, συμμαζεμένη νέα γενιά, ταξική συνεργασία και καταστολή της εγκληματικότητας. Με τέτοιες αξίες, πώς να μην πανηγυρίσει κάθε χριστιανός για την επικράτηση του φίρερ; ⇲
Προπαγανδιστικές αφίσες των ναζί

Παράδειγμα για τους Ελληνες

Το πρώτο κείμενο που συναντάμε στο επίσημο δελτίο της Εκκλησίας της Ελλάδος για την επικράτηση των ναζί είναι ένα ανεπιφύλακτα εγκωμιαστικό σχόλιο, δημοσιευμένο τρεις εβδομάδες μετά την ανάρρηση του Χίτλερ στην καγκελαρία.

Οι πολιτικές διακηρύξεις και υποσχέσεις των εθνικοσοσιαλιστών επιστρατεύονται μάλιστα ως παράδειγμα για τους Ελληνες συντηρητικούς πολιτικούς:
«Μεταξύ των άρθρων του πολιτικού προγράμματος του νέου Αρχικαγγελαρίου της Γερμανίας, το οποίον διεβοήθη εις όλον τον κόσμον, υπάρχουν και τινα τα οποία, διά τον οικουμενικόν χαρακτήραν των, προκαλούν, ιδίως σήμερον, αμέριστον την προσοχήν. Υπισχνείται λοιπόν ο γερμανός αρχηγός μιας μεγίστης μερίδος του γερμανικού λαού, ότι “θα αποκαταστήσωμεν την καθαριότητα εις την οικογενειακήν και την δημοσίαν ζωήν”, “θα επαναδώσωμεν εις τον γερμανικόν λαόν την πίστιν προς τον Θεόν, την πατρίδα και την οικογένειαν” και “θα στηρίξωμεν πάλιν επί υγιών βάσεων την εκπαίδευσιν των παιδιών μας”. Τοιουτοτρόπως ο προς όν απευθύνεται το πρόγραμμα εκλέκτωρ λαός ακούει σαφείς και καθαράς τας θέσεις των πολιτικών του ως προς τα θεμελιώδη ιδανικά της ατομικής και της κοινωνικής του ζωής. Και είναι καιρός -και υπάρχουν λόγοι- να ακούση, τέλος πάντων, μίαν φοράν ο ελληνικός λαός εκ στόματος των πολιτικών του επίσης καθαράν και κατά τον μάλλον απροκάλυπτον και ευθύν τρόπον ποίαν στάσιν λαμβάνουν και θα λάβουν απέναντι του θεσμού της οικογενείας, της Εκκλησίας και της εκπαιδεύσεως των ελληνοπαίδων, διά να καθορίση και αυτός αναλόγως την ιδικήν του στάσιν κατά τας επικειμένας εκλογάς» («Καθαρά και απροκαλύπτως», 18/2/1933, σ. 54-55).

Η θετική αυτή υποδοχή προέκυψε ως συνισταμένη δύο παράλληλων διαδικασιών.
Από τη μια, εξέφραζε την όλο και ευκρινέστερη στροφή των ελληνικών συντηρητικών κύκλων προς αυταρχικές λύσεις, που θα ξεμπέρδευαν μια και καλή με την εγγενή «αδυναμία» των δημοκρατικών θεσμών.
Από την άλλη, αντανακλούσε τον ενθουσιασμό των Γερμανών προτεσταντών, με τους οποίους η ελλαδική εκκλησία είχε στενές σχέσεις ήδη από τον προηγούμενο αιώνα, για την πολιτική επικράτηση των ναζί.

Η παράκαμψη των δημοκρατικών διαδικασιών και η αμείλικτη καταστολή του εσωτερικού εχθρού θεωρούνταν απαραίτητο συστατικό στοιχείο της επιδιωκόμενης σωτηρίας.

Το διαπιστώνουμε από το άρθρο του μητροπολίτη Γορτυνίας Πολύκαρπου που δημοσιεύτηκε στην «Εκκλησία», πέντε μήνες μετά την πρωθυπουργοποίηση του Αδόλφου (30/1/1933) και τρεις αφότου το Ράιχσταγκ του παραχώρησε δικτατορικές εξουσίες (23/3/1933), ενώ πλέον έβγαιναν εκτός νόμου όχι μόνο κομμουνιστές και σοσιαλδημοκράτες, αλλά ακόμη και το ρωμαιοκαθολικό «Κόμμα του Κέντρου»:
«Βεβαίως η ευθύνη των ιθυνόντων τας τύχας του κόσμου είναι μεγίστη και πρέπει ως τάχιστα να ληφθούν δραστικά μέτρα της σωτηρίας, διότι η υπάρχουσα κατάστασις απειλεί την συντριβήν και τελείαν καταστροφήν, εφ’ όσον οι εχθροί της ευημερίας των λαών διαδίδουν ψευδείς αρχάς και διδασκαλίας κομμουνιστικάς, δι’ ων δηλητηριάζονται οι λαοί και δη η νεότης. Από της καταστροφής εσώθησαν τα Κράτη της Ιταλίας και τελευταίον της Γερμανίας, διά της ανακηρύξεως δικτατοριών και περιορισμού της ελευθέρας ενεργείας των ανελευθέρων αθέων κομμουνιστών» («Η κατάστασις της ανθρωπότητος και η σωτηρία», 24/6/1933, σ. 195).

Καλά και κακά άκρα

Κατηγορίες κρατουμένων, από τις οποίες απάλλαξε τη Γερμανία η ναζιστική «αποκατάσταση των αξιών» TOPOGRAPHY OF TERROR (Βερολίνο 2012)
↳ Κατηγορίες κρατουμένων, από τις οποίες απάλλαξε τη Γερμανία η ναζιστική «αποκατάσταση των αξιών»: με κόκκινο οι πολιτικοί κρατούμενοι, με πράσινο οι «εγκληματίες κατ' επάγγελμα», με μπλε οι μετανάστες, με μοβ οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, με ροζ οι ομοφυλόφιλοι, με μαύρο οι «φυγόπονοι» και τα «αντικοινωνικά στοιχεία».

Εξίσου απολογητικά υπέρ των ναζί είναι τα σχόλια της «Εκκλησίας» με τα οποία επιχειρείται, στη διάρκεια του 1933, η διασκέδαση των αρνητικών εντυπώσεων από τα πρώτα καταπιεστικά μέτρα σε βάρος των Εβραίων.

Ενα πάγιο επιχείρημα που επιστρατεύεται για την απονομιμοποίηση των σχετικών διαμαρτυριών είναι η ευμενής σύγκριση των ναζιστικών «ημίμετρων» με τους διωγμούς της χριστιανοσύνης από κομμουνιστές και αλλοθρήσκους:
«Εκ των κύκλων του αγγλικού εργατικού κόμματος εξεφράσθησαν διά του τύπου παράπονα κατά της Εκκλησίας ότι δήθεν εξ αδιαφορίας δεν ύψωσεν φωνήν διαμαρτυρίας κατά των ανθεβραϊκών εν Γερμανία διωγμών», πληροφορούμαστε τον Απρίλιο – μαζί με την «αποστομωτική» απάντηση των λονδρέζικων «Εκκλησιαστικών Καιρών» που «πολύ ορθώς ερωτώσι τους διά τας γερμανικάς κατά των Εβραίων διώξεις εξανισταμένους σήμερον κύκλους, πού ήσαν και διατί επέδειξαν πλήρη αδιαφορίαν διά τους απείρως χείρονας διωγμούς των χριστιανών εν Ρωσία και διατί έμειναν τελείως ασυγκίνητοι διά τας σφαγάς και τα φρικτά μαρτύρια μυριάδων ελλήνων χριστιανών εν Μικρά Ασία» (29/4/1933, σ. 134).

Το ίδιο συγκριτικό επιχείρημα επιστρατεύεται και λίγο αργότερα, με ακόμη εμφανέστερη υπερασπιστική πρόθεση:
«Ολόκληρος ο κόσμος», διαβάζουμε, «ανεστατώθη εκ του γεγονότος ότι η Γερμανία εκδιώκει μακράν των ορίων της πάντας τους εν τη χώρα εβραίους, ανεξαρτήτως επαγγέλματος, θέσως, μορφώσεως και θρησκείας –διότι υπάρχουν και χριστιανοί εξ εβραίων. [...] Η αγανάκτησις δε κατά του γερμανικού ανθεβραϊκού πραξικοπήματος εκδηλώτερον κορυφούται προκειμένου ιδία περί των διωχθέντων επιστημόνων, ως π.χ. συνέβη διά τον Αϊνστάιν, παυθέντα και τούτον και εξαναγκασθέντα εις εκπατρισμόν, καταφυγόντα δ’ εις Αγγλίαν, ένθα ζωηροτάτας εύρε παρά τω ανεπτυγμένω αγγλικώ κοινώ συμπαθείας. Απείρως χείρων και αμειλικτότερος διωγμός είχε κινηθή κατά της χριστιανικής θρησκείας εν Ρωσία υπό των ρώσων κομμουνιστών, χωρίς όμως να συγκινηθή ο κόσμος κατ’ ίσον βαθμόν. Τα συμπεράσματα ας εξαγάγη ο αναγνώστης» («Μια διαπίστωσις», 21/10/1933, σ. 332).

«Σχίσμα» και «υποδούλωσις»

Ο ευαγγελικός πάστορας Μάρτιν Νιμέλερ
↳ Αδελφός παλαίμαχου εθνικοσοσιαλιστή, οπαδός και ο ίδιος του Χίτλερ σε μια πρώτη φάση, ο ευαγγελικός πάστορας Μάρτιν Νιμέλερ έμεινε τελικά στην Ιστορία για την εύστοχη αυτοκριτική συμπύκνωση της εμπειρίας ουκ ολίγων Γερμανών: «Οταν έπιασαν τους κομμουνιστές, αδιαφόρησα. Δεν ήμουν κομμουνιστής. Οταν φυλάκισαν τους συνδικαλιστές, δεν έκανα τίποτα. Δεν ήμουν συνδικαλιστής. Οταν πήραν τους Εβραίους, έμεινα αδρανής. Δεν ήμουν Εβραίος. Οταν συνέλαβαν εμένα, δεν υπήρχε πια κανείς για να διαμαρτυρηθεί». 

Το ειδύλλιο υπήρξε πάντως σχετικά βραχύ, καθώς μέσα στην ίδια αυτή χρονιά οι ηγέτες των ναζί έσπευσαν να υποτάξουν τις κατά τόπους προτεσταντικές εκκλησίες σε μια ενιαία συγκεντρωτική δομή, με επικεφαλής έναν «αρχιεπίσκοπο του Ράιχ».

Ακόμη σοβαρότερο πρόβλημα για τους νομιμόφρονες Ευαγγελικούς αποτέλεσε η ανάδυση ενός ανταγωνιστικού προτεσταντικού ρεύματος με την ονομασία «Γερμανοχριστιανοί» (Deutsche Christen), το οποίο ευαγγελιζόταν μια εκδοχή «φυλετικού» χριστιανισμού αποκαθαρμένου από τα «μη άρια» εβραϊκά στοιχεία.

Η πρωτοσέλιδη σκιαγράφηση των παραπάνω εξελίξεων από το επίσημο δελτίο της ελλαδικής εκκλησίας ((9/12/1933) είναι αποκαλυπτική, τόσο για την ταύτιση με τις αντιδράσεις των θιγόμενων προτεσταντών όσο και για την τελική ερμηνεία της όλης διαμάχης ως ανεπιθύμητης εμφύλιας σύρραξης της χριστιανοσύνης, τη στιγμή που αυτή όφειλε να αντιτάξει ενιαίο μέτωπο κατά του κοινωνικού εχθρού:
«Το σώμα των παστόρων της εν Γερμανία διαμαρτυρομένης εκκλησίας, βοηθήσαν εκθύμως το νέον εθνικοσοσιαλιστικόν κίνημα, είχε την συνείδησιν ότι, ενισχύον αυτό, συντελεί εις την εκρίζωσιν του απειλούντος τον γερμανικόν λαόν κομμουνισμού. Η προς την προτεσταντικήν εκκλησίαν όμως συμπεριφορά των εθνικοσοσιαλιστών μετά την οριστικήν επικράτησίν των απέδειξεν ότι οι εκκλησιαστικοί διαμαρτυρόμενοι δεν εφάνησαν ικανοί να διαγνώσουν την φύσιν των επιδιώξεων του εν λόγω κινήματος, διότι αίφνης είδον εαυτούς ωθουμένους διά της βίας υπό τον οδοστρωτήρα της ενοποιήσεως των πάντων υπό την νέαν δικτατορικήν πολιτικήν σημαίαν. Και τούτο μεν επέτυχε διά της συνενώσεως των είκοσι και οκτώ ευαγγελικών εν Γερμανία εκκλησιών εις μίαν γερμανικήν ευαγγελικήν εκκλησίαν υπό μίαν κεφαλήν, τον Αρχιεπίσκοπον του Reich, επί των τέλει “της προσαρμογής της εκκλησίας προς τας νέας συνθήκας του κράτους και της συνεργασίας αυτής εις την τελεσφόρον αναδιοργάνωσιν του έθνους”.
»Αλλά το πράγμα θα ήτο ίσως ακίνδυνον εάν περιωρίζετο εις μόνην την μεταβολήν ταύτην. Δυστυχώς η όλη μεταρρυθμιστική κίνησις απέδειξεν ότι ο πυρετός του ακράτου εθνικισμού εισεχώρησε τόσον εις τας τάξεις τας εκκλησιαστικάς, ώστε να εκβλαστήσωσιν εν τοις κόλποις των οι ούτω κληθέντες “γερμανοχριστιανοί”, των οποίων αι τάσεις είνε ο συμφυρμός της τε κρατικής και της εκκλησιαστικής νομοθεσίας εις εν αμάλγαμα, η καθαρά κρατικοποίησις της χριστιανικής θρησκείας, ακριβέστερον ειπείν η γερμανοποίησις του Ευαγγελίου του Χριστού.
»Ο,τι ιδίως κατετάραξε τον νηφάλιον γερμανικόν ευαγγελικόν κόσμον και τους έξωθεν παρακολουθούντας τας επικινδύνους ταύτας εν Γερμανία ζυμώσεις υπήρξεν η πολύκροτος περί Αρίων παράγραφος (Arienparagraph), η ψηφισθείσα υπό της πρωσικής συνόδου και υπό τινών άλλων. Η αποδοχή της διατάξεως ταύτης εσήμαινεν οριστικόν αποκλεισμόν πάντων των μη Αρίων χριστιανών από του εκκλησιαστικού περιβόλου, την διά παντός διαγραφήν από των μητρώων της ευαγγελικής εκκλησίας παντός λαϊκού και κληρικού όστις, έστω και κατά ψιλήν υπόνοιαν, φαίνεται έλκων την καταγωγήν εξ εβραίων. [...]
»Οι Γερμανοί “γερμανοχριστιανοί” εν τω ανθεβραϊκώ των βρασμώ δεν εδίστασαν να προτείνουν την κατάργησιν της Π. Διαθήκης, την ανακάθαρσιν της Κ. Διαθήκης από των εβραϊκών στοιχείων, την απομάκρυνσιν του Εσταυρωμένου εκ των ναών, την αποκήρυξιν της Παλαιστίνης ως “αγίων τόπων” και της πίστεως εις “εβραίον” Ιησούν Χριστόν! Το ίνδαλμα του έθνους και της φυλής τίθεται υπέρ αυτόν τον Θεόν. Αλλά κατά τι λοιπόν η παράφρων αύτη του Χριστιανισμού διαστροφή διαφέρει του κατ’ αυτού διωγμού από μέρους του ρωσικού κομμουνισμού, όστις αποδεικνύεται εν τούτω συνεπέστερος, ευθύτερος και ειλικρινέστερος του γερμανικού εθνικισμού, του εμφανίζοντος εαυτόν ως άρνησιν του μπολσεβικισμού;
Και εκ της δοκιμασίας ταύτης η χριστιανική θρησκεία θα ανατείλη βεβαίως καθαρωτέρα, αλλ’ είνε θλιβερόν ότι εις εποχήν, καθ’ ήν είνε τόσον αναγκαίος ο συντονισμός των δυνάμεων του Χριστιανισμού, η προσοχή του χριστιανικού κόσμου αναγκάζεται να απασχολήται εις τοιαύτα σχίσματα».

Στο ίδιο μήκος κύματος θα κινηθούν ορισμένα σχόλια, οφθαλμοφανώς επηρεασμένα από την αντίστοιχη αρθρογραφία αγγλοσαξονικών εντύπων, για τις πρώτες διώξεις απείθαρχων ιερωμένων και θεολόγων από το χιτλερικό καθεστώς.

Με αφορμή την απόλυση του Ελβετού καθηγητή Καρλ Μπαρτ από το Πανεπιστήμιο της Βόνης, η «Εκκλησία» αναπαράγει π.χ. τη διαπίστωση των λονδρέζικων «Εκκλησιαστικών Καιρών» ότι το συγκεκριμένο μέτρο, «ως και η άλλη δίωξις πολλών διανοουμένων και τα κατά των εβραίων μέτρα εν Γερμανία», αποτελούν «αμαύρωσιν του θετικού αγαθού του πολιτικού καθεστώτος της χώρας, οποίο, φέρ’ ειπείν, η τελεία ανακάθαρσις της πρωτευούσης από της ηθικής σήψεως, βορά της οποίας ήτο, ως γνωστόν, το Βερολίνον απ’ ακρου εις άκρον» (21/10/1933, σ. 331-332). 

«Ο Χιτλερισμός», καταλήγει το σχόλιο, «ανεφάνη προς εκρίζωσιν του Μπολσεβικισμού εν Γερμανία, αλλ’ οι σκοποί και αι μέθοδοί του είναι τοιαύται, κατά τους “Καιρούς”, ώστε μεθ’ όσης θέρμης πρέπει να καταπολεμήται ο δεύτερος, μετά της αυτής επιμονής ανάγκη να αποκηρύσσεται και ο πρώτος διά τας αγροίκους καταπιέσεις και διά την τάσιν του να υποδουλώση τα πάντα εις τον εθνικόν πουριτανισμόν του».
Στο πλευρό του Γκέμπελς, καθολικοί επίσκοποι αποτίνουν φόρο τιμής στο εθνικό καθεστώς Στο πλευρό του Γκέμπελς, καθολικοί επίσκοποι αποτίνουν φόρο τιμής στο εθνικό καθεστώς
 
Αισθητά διακριτικότερη υπήρξε η προάσπιση της γερμανικής Καθολικής Εκκλησίας απέναντι στα μέτρα που πήραν σταδιακά εις βάρος της οι ναζί.

Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι βάσει του κονκορδάτου που υπογράφηκε στις 20/7/1933 ανάμεσα στο Βατικανό και το Γ' Ράιχ, οι καθολικοί Γερμανοί διασφάλισαν -όπως η «Εκκλησία» σπεύδει να επισημάνει (11/11/1933)- «ποίαν τινά ανεξαρτησίαν της θρησκευτικής των συνειδήσεως». 

Ακόμη και η καταπάτηση αυτής της συμφωνίας, με τη σταδιακή κατάργηση της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης από τους ναζί, ελάχιστα απέσπασε την προσοχή του ελληνορθόδοξου οργάνου.
Αδιαφορία που κατά πάσα πιθανότητα οφειλόταν στην ανταγωνιστική σχέση των δύο Εκκλησιών και στις μεταξύ τους τριβές, σε τοπικό ιδίως επίπεδο (π.χ. Κυκλάδες).

Αψευδές τεκμήριο αυτής της αδιαφορίας μπορεί να θεωρηθεί η ψυχρή κάλυψη της ναζιστικής αντικληρικαλιστικής καμπάνιας που εξαπολύθηκε κατά το αποκορύφωμα της σχολικής διαμάχης («Εκκλησία», 24/8/1935, σ. 267):
«Αι ημερήσιοι γερμανικαί εφημερίδες αφθονούσιν αγγελιών νέων αντιχριστιανικών βιβλίων, ιδίως κατά του καθολικού κλήρου, ως εικάζεται εκ των τίτλων των, οποίοι, φέρ’ ειπείν, “Η θυγάτηρ του Ιησουίτου”, “Οι κληρικοί καταπιεσταί”, “Η χριστιανική σκληρότης και αι γυναίκες της Γερμανίας” “Το κολλεκτιβιστικόν κράτος αντικείμενον της Ρώμης και του Ιούδα”, “Δύο έτη όπισθεν μοναστηριακού τείχους” κ.λπ.».

Εξίσου σπάνια (και αποστασιοποιημένη) υπήρξε η προβολή ανθρωπιστικών αντιρρήσεων για τη ρατσιστική πολιτική των χιτλερικών.

Χαρακτηριστικό δείγμα, από την ίδια στήλη και σελίδα με το προηγούμενο σχόλιο:
«Ο τύπος της γερμανικής Κολωνίας επετέθη δριμέως κατά του φραγκισκανού ιερέως Herbert διότι εν τινι κηρύγματί του -ως αναφέρει ο Westdeutscher Beobachter- είπεν ότι η αγάπη είνε πολύ σπουδαιοτέρα της φυλής· ότι εις ενάρετος νέγρος είνε εις τον παντοδύναμον Θεόν ευαρεστότερος ενός αμαρτωλού αρίου· ότι πρέπει να αγαπώμεν και να σεβώμεθα την εβραϊκήν φυλήν, αφού εξ αυτής ηυδόκησε να προέλθη ο ενανθρωπήσας Θεός· ότι οφείλομεν μεν υπακοήν εις το κράτος, αλλ’ είμεθα συγχρόνως και μέλη μιας δευτέρας βασιλείας, της βασιλείας του Θεού. Αι εφημερίδες εχαρακτήρισαν τας εκφράσεις ταύτας ως εσχάτην προδοσίαν του λαού της πατρίδος».

Η απειλή του παγανισμού

Το κυριότερο πρόβλημα, τόσο για τις γερμανικές εκκλησίες όσο και για τους ελληνορθόδοξους συμπαραστάτες τους, αποτελούσαν ωστόσο οι παγανιστικές τάσεις των ηγετικών κλιμακίων του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος και κράτους.

«Ο αρχιεπίσκοπος της γερμανικής Κολωνίας καρδινάλιος Schulte», διαβάζουμε στην «Εκκλησία» της 23/3/1945, «διεκήρυξεν ότι είνε πλέον καιρός όπως οι γερμανοί πολιτικοί ηγέται ορίσουν πλέον την θέσιν των έναντι του “νεο-παγανισμού” τον οποίον διακηρύττουν διάφοροι επιφανείς γερμανοί, διέταξε δε τους κληρικούς του να αναγνώσουν από του άμβωνος διαμαρτυρίαν κατά του ηγέτου των νέων ειδωλολατρών Hauer διά μίαν διάλεξίν του. Εν ταύτη ο Hauer ομολογεί ότι ανέμενεν μόνον την λύσιν του ζητήματος του Saar διά να προβή εις την διακήρυξιν της ανάγκης της καταργήσεως της θρησκευτικής διδασκαλίας εις πάντα τα γερμανικά σχολεία και τα πανεπιστήμια. Επειδή δε εβεβαίωσεν ότι έχει υπέρ αυτού την συγκατάθεσιν του Führer, ο σεβ. αρχιεπίσκοπος εθεώρησεν επιβεβλημένον να προκαλέση την γερμανικήν κυβέρνησιν να προβή εις επισήμους δηλώσεις επί του πράγματος.
Δεν είνε άσχετον προς το προηγούμενον σημείωμα το γεγονός ότι είς τινα νέα γερμανικά ημερολόγια μεγάλης κυκλοφορίας, ως π.χ. το “German Workers’ Almanac”, αι χριστιανικαί εορταί αντικατεστάθησαν υπό εορτών σχετιζομένων προς την παλαιάν των εθνικών γερμανών μυθολογίαν. Ούτω π.χ. αντί της εορτής των Χριστουγέννων εσημειώθη η “Γέννησις του Baldur Φωτός και η έλευσις του Jul-παιδός” και ούτω καθ’ εξής. Η αποτροπαιοτέρα όμως καινοτομία εν τω ημερολογίω των μεγαλοκτηματιών υπήρξε η αντικατάστασις της Μεγ. Παρασκευής διά της “Μνήμης της σφαγής των 4.500 σαξών υπό του Καρόλου του κρεωπόλου”, ήτοι του Μεγάλου Καρόλου. Τα ημερολόγια ταύτα είνε ευρύτατα διαδεδομένα: το γερμανικόν εργατικόν μέτωπον των Nazi (Nazi Deutsche Arbeitsfront) είχε κυκλοφορήσει 4.000.000 αντιτύπων του “German Workers’ Almanac”» (σ. 94-95).

Παρά τις μεταξύ τους διαφορές, παγανιστές και «γερμανοχριστιανοί» συναντιόντουσαν άλλωστε στο κοινό έδαφος της λατρείας του εθνοφυλετικού κράτους και της θεοποίησης του ίδιου του φίρερ.

«Δύο κινήσεις παρατηρούνται σήμερον εν Γερμανία, η των “γερμανών χριστιανών” (Glauben-Bewegung Deutsche Christen) και η των “νεοπαγανικών, νεοεθνικών γερμανών” (Deutsche Glaubens -Βewegung), υπό πολλών δε συγχέονται προς αλλήλας συνεπεία των τολμηρών “μανιφέστων” τινών εκ των θιασωτών της πρώτης κινήσεως», εξηγεί χαρακτηριστικά η «Εκκλησία» (6/4/1935).

«Οι της δευτέρας κινήσεως έχουν ίδιον σύμβολον πίστεως, σύμβολον των “νέων εθνικών”, εις το οποίον περιλαμβάνονται η απόλυτος υπαγωγή της Εκκλησίας υπό το Κράτος, ο αποκλεισμός των μη αρίων εκ της εκκλησιαστικής ζωής, η θεοποίησις των εννοιών του έθνους, της φυλής και του αίματος, η αποδοχή “γερμανικού θεού” κ.λπ. Εξάλλου, οι ζωηρότεροι των θιασωτών της κινήσεως των “γερμανών χριστιανών”, διακηρύττουν ότι εν τω Χίτλερ εγένετο το “πλήρωμα του χρόνου” διά τον γερμανικόν λαόν, ότι ο εθνικοσοσιαλισμός αποτελεί θετικόν και συγκεκριμένον χριστιανισμόν, ότι ο Χίτλερ είνε “η οδός του Πνεύματος και η θεία βούλησις διά την χριστιανικήν εκκλησίαν και το γερμανικόν έθνος”, ότι έκαστος δούλος του Θεού οφείλει να καταστή δρων εθνικοσοσιαλιστής, ότι πρέπει να υπάρχη “είς αρχηγός, μία βασιλεία, είς λαός, μία Εκκλησία”».

Μοναδική παρηγοριά, απέναντι σ’ αυτή την επέλαση του «εθνικιστικού σωβινισμού» που επιχειρούσε «να σαρώση εκ της γερμανικής χώρας τον “παλαιόν χριστιανικόν Θεόν” και να εγκαθιδρύση ένα νέον θεόν αποκλειστικώς γερμανικόν», το όργανο της Εκκλησίας της Ελλάδος θα αναζητήσει στη... Σοβιετική Ενωση – και την υπόγεια αντοχή των εκεί χριστιανικών παραδόσεων, παρά τις αντιθρησκευτικές καμπάνιες του μετεπαναστατικού καθεστώτος.

«Η αυτή νοσταλγία», αποφαίνεται με σιγουριά το δελτίο (23/2/1935), «θα καταλάβη και τους “ρηξικελεύθους” της σήμερον γερμανούς, όταν παρέλθη η σημερινή διάστροφος έξαψίς των».

                                      ≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈

1933

▸ 23 Μαρτίου: Το καθολικό Κόμμα του Κέντρου υπερψηφίζει στο Ράιχσταγκ την εκχώρηση δικτατορικών εξουσιών στον καγκελάριο Χίτλερ.
▸ 28 Μαρτίου: Οι καθολικοί επίσκοποι αίρουν την απαγόρευση συμμετοχής του ποιμνίου τους στο ναζιστικό κόμμα που είχε επιβληθεί από την επισκοπική διάσκεψη της Φούλντα, τον Αύγουστο του 1931.
▸ 28 Ιουνίου: Διορισμός του Λούντιβιχ Μίλερ, στελέχους των «Γερμανοχριστιανών», ως αρχιεπισκόπου μιας ενιαίας Γερμανικής Ευαγγελικής Εκκλησίας.
▸ 4-5 Ιουλίου: Αυτοδιάλυση των καθολικών κομμάτων (Βαυαρικό Λαϊκό Κόμμα, Κόμμα του Κέντρου), λίγο πριν από τη νομοθετική επιβολή μονοκομματικού καθεστώτος (14/7/1933).
▸ 20 Ιουλίου: Κονκορδάτο μεταξύ του Βατικανού και του Γ' Ράιχ εγγυάται την ελεύθερη λειτουργία και αυτονομία του γερμανικού καθολικισμού «εντός των ορίων του νόμου», με αντάλλαγμα την ορκωμοσία νομιμοφροσύνης των επισκόπων στο ναζιστικό κράτος και τον φίρερ.
▸ 5 Σεπτεμβρίου: Η ευαγγελική επαρχιακή σύνοδος της Πρωσίας αποφασίζει την εκκαθάριση των «μη Αρίων» κληρικών κι εκκλησιαστικών υπαλλήλων.
▸ 11 Σεπτεμβρίου: Ιδρυση του Εκτακτου Συνδέσμου Παστόρων (Pfarrernotbund) από τον Μάρτιν Νιμέλερ, οπαδό μέχρι τότε των ναζί, για την υπεράσπιση των «μη Αρίων» συναδέλφων τους. Στην κίνηση, που το 1934 μετονομάστηκε σε «Ομολογιακή Εκκλησία» (Bekennende Kirsche), μετέχει αρχικά το 1/3 -κι αργότερα το 1/6- των 18.000 προτεσταντών κληρικών.
▸ 13 Νοεμβρίου: Συγκέντρωση των «Γερμανοχριστιανών» στο Βερολίνο κορυφώνεται με την αποκήρυξη της «εβραϊκής» Παλαιάς Διαθήκης, του «ραβίνου» Αποστόλου Παύλου και εκκλήσεις για αντικατάσταση του Εσταυρωμένου από έναν «ηρωικό Χριστό» - σύμβολο «της νίκης του βόρειου πνεύματος πάνω στον ανατολίτικο υλισμό».

1934

▸ 29-31 Μαΐου: Σύνοδος της νεοσύστατης Ομολογιακής Εκκλησίας στο Μπάρμεν. Διακήρυξη κατά της ολοκληρωτικής υπαγωγής της Εκκλησίας στο (ναζιστικό) κράτος.
▸ 11 Οκτωβρίου: Καθαίρεση του ευαγγελικού επισκόπου της Βαυαρίας, Χανς Μάισερ, και κατάληψη των γραφείων τής εκεί μητρόπολης από οπαδούς του αρχιεπισκόπου Μίλερ. Διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις προτεσταντών καταλήγουν στην αποκατάσταση του Μάισερ και του -επίσης υπό περιορισμό- μητροπολίτη της Βιρτεμβέργης (1/11/1934). Η όλη αντιπαράθεση διεξήχθη σε αυστηρά ναζιστικό πλαίσιο, με τις δύο πλευρές να διακηρύσσουν μεγαλόφωνα τη νομιμοφροσύνη τους προς τον φίρερ.

                                      ≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈

Διαβάστε

▩ Robert Ericksen, «Complicity in the Holocaust. Churches and Universities in Nazi Germany» (Κέμπριτζ 2012, εκδ. Cambridge University Press). Η διαπλοκή των γερμανικών Εκκλησιών και Πανεπιστημίων με το ναζιστικό κίνημα και κόμμα, η συμβολή τους στη δρομολόγηση των αντισημιτικών διώξεων και τα όρια της αντίθεσης κάποιων μερίδων τους στη χιτλερική πολιτική.
▩ Ian Kershaw, «Popular Opinion and Political Dissent in the Third Reich. Bavaria 1933-1945» (Οξφόρδη 1983, εκδ. Oxford University Press). Εξαιρετική καταγραφή της «κοινής γνώμης» στο Γ' Ράιχ, όπως αυτή αποτυπώθηκε στις εκθέσεις καθεστώτος και αντιστασιακών δικτύων. Ειδικά κεφάλαια για τη σχέση του καθεστώτος με την Ευαγγελική και την Καθολική Εκκλησία.
▩ Σπύρος Μαρκέτος, «Πώς φίλησα τον Μουσολίνι. Τα πρώτα βήματα του ελληνικού φασισμού» (Αθήνα 2006, εκδ. Βιβλιόραμα). Διεισδυτική παρουσίαση των αυταρχικών τάσεων της μεσοπολεμικής Ελλάδας και της γοητείας που ασκούσε στον τότε «μεσαίο χώρο» το ιταλικό φασιστικό υπόδειγμα. Ο δημοσιευμένος πρώτος τόμος του έργου φτάνει μέχρι τις παραμονές της ανόδου των ναζί (και του εγχώριου Λαϊκού Κόμματος) στην εξουσία.
«Ο αγών της Ελλάδος κατά του μπολσεβικισμού. Ελληνικές γνώμες» (Θεσσαλονίκη 1943, εκδ. Νέα Ευρώπη). Προπαγανδιστικό φυλλάδιο των κατοχικών αρχών με δηλώσεις υπέρ της κοσμοϊστορικής συμβολής των ναζί στη σωτηρία της Ευρώπης από τον κομμουνιστικό κίνδυνο. Ξεχωρίζουν οι σχετικές διακηρύξεις τεσσάρων μητροπολιτών της Β. Ελλάδας.

Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2016

Ανατομία της ΕΑΜικής εξουσίας

Ο μισθός που μας καθορίστηκε είναι μισθός πείνας. [...] Ελπίζουμε πως οι αρμόδιοι δε θα μας αναγκάσουν να φτάσουμε στα άκρα
Λαοκρατία, όργανο του ΕΑΜ των υπαλλήλων Εθνικής Τράπεζας, 25.11.1944


O,τι κι αν ισχυρίζεται το δημοφιλές σύνθημα, η ελληνική Αριστερά δεν ανέλαβε για πρώτη φορά την ευθύνη διακυβέρνησης της χώρας στις 26 Ιανουαρίου 2015.

Ακόμη κι αν παρακάμψουμε το ΠΑΣΟΚ του 1981, που δήλωνε κι αυτό τότε 100% αριστερό, γεγονός αναμφισβήτητο είναι πως ένα μεγάλο τμήμα της ελλαδικής επικράτειας γνώρισε κάποια μορφή αριστερής εξουσίας, έστω και με τη μορφή μιας σύντομης παρένθεσης, ήδη από το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1940.
Με αξιοσημείωτες διαφορές από τόπο σε τόπο, η «παρένθεση» αυτή εγκαινιάστηκε στα μέσα του 1943 με τη συγκρότηση των πρώτων μορφών ΕΑΜικής αυτοδιοίκησης στην Ελεύθερη Ελλάδα κι έκλεισε την άνοιξη του 1945, όταν οι τελευταίοι θύλακες της «λαοκρατίας» παραδόθηκαν στο κράτος των εθνικοφρόνων βάσει της συμφωνίας της Βάρκιζας.

Η ιστοριογραφική διαχείριση αυτής της εμπειρίας υπήρξε μέχρι πρόσφατα εξαιρετικά φτωχή. Η αριστερή βιβλιογραφία περιορίστηκε κατά κανόνα σε υμνητικές αλλά επιδερμικές αναφορές στο ίδιο το γεγονός της συγκρότησης εναλλακτικών κρατικών θεσμών από το αντάρτικο, δίχως κάποια ιδιαίτερη προσπάθεια βαθύτερης ανάλυσης αυτών των τελευταίων· οι λιγοστές εξαιρέσεις, όπως τα βιβλία του Δημητρίου Ζέππου για τη Λαϊκή Δικαιοσύνη (1945), του Χάρη Σακελλαρίου για την εκπαίδευση (1984) και του Χρήστου Τυροβούζη για την αυτοδιοίκηση (1991), κάλυψαν επιμέρους μόνο πτυχές των επίμαχων κρατικών λειτουργιών.

Η αντικομμουνιστική ιστοριογραφία, από την άλλη, τόσο η παραδοσιακή όσο και η πρόσφατη αναβίωσή της, ασχολήθηκε αποκλειστικά και μόνο με τις κατασταλτικές πρακτικές του ΕΑΜικού κράτους, αρνούμενη ταυτόχρονα -στις παλαιότερες ιδίως εκδοχές της- να αναγνωρίσει στο εμπόλεμο αντιστασιακό κίνημα οποιαδήποτε θεσμική υπόσταση.
Πλατεία Συντάγματος, 18 Οκτωβρίου 1944. Σύντομα, η κοινωνική ηγεμονία του ΕΑΜ θα δοκιμαζόταν από την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης εθνικής ενότητας Πλατεία Συντάγματος, 18 Οκτωβρίου 1944. Σύντομα, η κοινωνική ηγεμονία του ΕΑΜ θα δοκιμαζόταν από την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης εθνικής ενότητας |

Ακόμη μικρότερο ενδιαφέρον προσέλκυαν μέχρι πρόσφατα τα πεπραγμένα της δίμηνης κυβέρνησης εθνικής ενότητας του 1944 στον οικονομικό και τον κοινωνικό τομέα, την ευθύνη των οποίων είχαν αναλάβει έξι υπουργοί και υφυπουργοί προερχόμενοι από το ΕΑΜ και το ΚΚΕ.

Κι όμως, είναι προφανές πως η αποτίμηση αυτής της «πρώτης φοράς Αριστερά», ως βραχύβιας κυβερνητικής πρακτικής κι όχι μονάχα ως ηττημένης επαναστατικής απόπειρας, αποδεικνύεται εξαιρετικά διδακτική για τη συλλογιστική, τις πρακτικές και τα αντικειμενικά όρια ενός στοιχειώδους φιλολαϊκού μετασχηματισμού σε συνθήκες εκτεταμένης προλεταριοποίησης, κοινωνικής πόλωσης κι αποδιάρθρωσης των παραδοσιακών πολιτικών εκπροσωπήσεων.

Από τη λαοκρατία...

Το κενό αυτό έρχονται να καλύψουν δύο εξαιρετικά βιβλία που εκδόθηκαν την τελευταία διετία και παρουσιάζονται σήμερα εδώ: «Η Ελεύθερη Ελλάδα» του Γιάννη Σκαλιδάκη (Αθήνα 2014, εκδ. Ασίνη) και «Η αδύνατη ταξική ανακωχή» του Δημήτρη Μαριόλη (Αθήνα 2015, εκδ. ΚΨΜ).

Επανεπεξεργασμένη μορφή διδακτορικής διατριβής το πρώτο και εισήγησης σε επιστημονικό συνέδριο το δεύτερο, τα έργα αυτά προσθέτουν μια σειρά κρίσιμες ψηφίδες στην εικόνα μας για τις εξελίξεις της εποχής, προσφέροντας πρωτότυπα ερμηνευτικά κλειδιά για την κατανόηση τόσο του έπους της δημιουργίας μιας Ελεύθερης Ελλάδας εν μέσω ναζιστικής κατοχής όσο και της τελικής συντριβής του ΕΑΜικού κινήματος.

Οπως άλλωστε επισημαίνουν και οι δύο συγγραφείς στα εισαγωγικά κείμενά τους, τα ερωτήματα που έθεσαν στο υλικό τους δεν ήταν καθόλου άσχετα με την εποχή που ζούμε και τους προβληματισμούς που αυτή γεννά.

Το βιβλίο του Σκαλιδάκη συμπληρώνει και προεκτείνει την καινοτόμο προσέγγιση που εισήγαγε προ εικοσαετίας ο Γιώργος Μαργαρίτης («Από την ήττα στην εξέγερση», Αθήνα 1993), εντοπίζοντας την κοινωνική γείωση του αντάρτικου στην ένοπλη προστασία της αγροτικής παραγωγής και των άτυπων δικτύων εμπορευματοποίησής της από τις αρπακτικές διαθέσεις των κατακτητών και των δωσιλογικών κυβερνήσεων.

Μετά την ουσιαστική διχοτόμηση της χώρας σε δύο διακριτούς οικονομικοπολιτικούς χώρους, με τις πόλεις και την άμεση ενδοχώρα τους να στηρίζεται όλο και περισσότερο στη διεθνή επισιτιστική βοήθεια σε αντίθεση με (ή και αντιπαλότητα προς) την αυτονομημένη ελεύθερη ύπαιθρο, η οργανωτική συγκρότηση της τελευταίας σε αυτοτελή κρατική οντότητα -με δική της κυβέρνηση, διοικητικό μηχανισμό, φορολογία κι εσωτερικό δανεισμό- επήλθε ως αναπόδραστη φυσική εξέλιξη.

Η ισορροπία αυτή καθόρισε, ωστόσο, σε μεγάλο βαθμό και την τελική έκβαση της αναμέτρησης, μετά την απελευθέρωση: οικονομία οργανωμένη στα όρια της αυτάρκειας και της (δύσκολης) επιβίωσης, η Ελεύθερη Ελλάδα αδυνατούσε εκ των πραγμάτων να απορροφήσει βιώσιμα τα αστικά κέντρα, τα εξαρτημένα από την εισαγωγή τροφίμων, δίχως ξένη επισιτιστική βοήθεια. Η συνειδητοποίηση αυτής της αδήριτης αναγκαιότητας, κι όχι η αδυναμία τους να διαγνώσουν τις εχθρικές προθέσεις των Βρετανών και της εξόριστης βασιλικής κυβέρνησης, ήταν αυτή που επέβαλε στην ΕΑΜική και κομμουνιστική ηγεσία την αποδοχή ενός λεόντειου συμβιβασμού με τα γνωστά σε όλους μας αποτελέσματα.

Χωρίς να εξαντλεί το ζήτημα, εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η σκιαγράφηση από τον Σκαλιδάκη της αναδιανεμητικής λειτουργίας των κρατικών μηχανισμών της Ελεύθερης Ελλάδας, με τη μεταφορά πόρων (κυρίως τροφίμων) από τις πλουσιότερες περιοχές στα φτωχότερα ορεινά και στις «πυρόπληκτες» ζώνες των γερμανικών αντιποίνων.

Μολονότι το σκεπτικό που επέβαλε αυτό το μέτρο υπήρξε πρωτίστως η ανάγκη αποτροπής μιας επικείμενης ανθρωπιστικής καταστροφής, οι επιπτώσεις του στη διαμόρφωση, την παγίωση ή την αναδιάταξη των αντίπαλων στρατοπέδων είναι κάτι που μένει να μελετηθεί.

...στο «μνημόνιο» του Σκόμπι

Το βιβλίο του Δημήτρη Μαριόλη πιάνει το νήμα ακριβώς εκεί όπου το αφήνει η αφήγηση του Σκαλιδάκη: τον σχηματισμό της κυβέρνησης εθνικής ενότητας και την αναζήτηση από το ΕΑΜ και το ΚΚΕ μιας αμοιβαία επωφελούς συμβιβαστικής ισορροπίας, που θα επέτρεπε την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας με βάση ένα κεϊνσιανό πρόγραμμα τόνωσης της ζήτησης και στοιχειώδη αναδιανομή του πλούτου που δημιουργήθηκε στις συνθήκες της ξένης κατοχής.

Ουσιαστικά πρόκειται για την αφήγηση της αποτυχίας αυτού του σχεδίου, ως αποτελέσματος της συμμαχίας του βρετανικού παράγοντα με την ηγεμονική εκείνη μερίδα της αστικής τάξης που, έχοντας ωφεληθεί πολλαπλά από τις οικονομικές ευκαιρίες της Κατοχής κι έχοντας να χάσει πολλά από μια παρόμοια διευθέτηση, έπαιξε αποφασιστικά το χαρτί της κοινωνικής και πολιτικής όξυνσης, ωθώντας τα πράγματα στη δυναμική αναμέτρηση των Δεκεμβριανών.

Κομβικό ρόλο σ’ αυτή την εξέλιξη διαδραμάτισε η ξένη ανθρωπιστική βοήθεια, η παροχή της οποίας δρομολογήθηκε «με πολιτικά κριτήρια, θέτοντας ως προτεραιότητα όχι την οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας αλλά την αποδυνάμωση του ΕΑΜ και τη διαμόρφωση ενός ηγεμονικού πολιτικού και κοινωνικού αντιεαμικού μπλοκ εξουσίας». 

Οι Βρετανοί χρησιμοποίησαν το όπλο του επισιτισμού «εκβιάζοντας ώστε να επιβάλλουν τις οικονομικές κατευθύνσεις που εκείνοι επιθυμούσαν στους εαμικούς υπουργούς και να διαμορφώσουν ελεγχόμενα δίκτυα διανομής αποκλείοντας τις εαμικές οργανώσεις και ανατρέποντας την πολιτική τους ηγεμονία» (σ. 50).

Ως αντάλλαγμα γι’ αυτή τη βοήθεια, ο κεϊνσιανός διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Κυριάκος Βαρβαρέσος αντικαταστάθηκε από τον μονεταριστή Ξενοφώντα Ζολώτα, εισηγητή μιας δέσμης μέτρων που περιλάμβανε ισοσκελισμένο προϋπολογισμό, δραστικές αυξήσεις στις τιμές των ειδών πρώτης ανάγκης που διανέμονταν μέσω της ξένης βοήθειας, στήριξη στους έμμεσους φόρους, περιορισμό του αριθμού και μείωση των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων (σ. 34).

Παρά τις υποσχέσεις από επίσημα (βρετανικά) χείλη για «υγιή οικονομίαν και υγιές νόμισμα μετά από μίαν σκληράν περίοδον δοκιμασιών», η «σκληρή» νέα δραχμή που λανσαρίστηκε στα μέσα Νοεμβρίου 1944 στάθηκε ωστόσο πρακτικά αδύνατο να σταματήσει την εκτίναξη του πληθωρισμού σε δυσθεώρητα ύψη και τη συνακόλουθη δραστική συρρίκνωση των ήδη αποψιλωμένων λαϊκών εισοδημάτων (σ. 37).

Ταυτόχρονα, τα ΕΑΜικά νομοσχέδια για έκτακτη φορολογία των κατοχικών επιχειρηματικών κερδών μπλοκαρίστηκαν από τους δεξιούς κυβερνητικούς εταίρους (σ. 49).

Με τη βιομηχανική παραγωγή ουσιαστικά παραλυμένη με πρωτοβουλία των εργοδοτών, εν αναμονή της εκκαθάρισης του πολιτικού τοπίου, οι διαβεβαιώσεις των ΕΑΜικών υπουργών για τον «πατριωτισμό» των βιομηχάνων επί Κατοχής έρχονταν όχι μόνο σε κραυγαλέα αντίθεση με το δημόσιο αίσθημα αλλά και πολλαπλασίαζαν την αίσθηση του αδιεξόδου (σ. 42-43).

Καταλυτικά για την αποσύνθεση των κοινωνικών συμμαχιών του ΕΑΜ υπήρξε επίσης η μετάβαση στο νέο νόμισμα: βάσει του Ν. 18/9.11.1944 για την «οικονομική σταθεροποίηση», η αποπληρωμή των επιχειρηματικών χρεών προς το Δημόσιο, οι τραπεζικές καταθέσεις και οι αποδόσεις ομολόγων του Δημοσίου που ρυθμίστηκαν με βάση την ισοτιμία των κατοχικών πληθωριστικών δραχμών κι όχι το προπολεμικό αγοραστικό ισοδύναμό τους.

Η ληξιαρχική αυτή πράξη οριστικοποίησης της καταστροφής χιλιάδων μικροκαταθετών και ομολογιούχων από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο χρεώθηκε πολιτικά στους ΕΑΜικούς υπουργούς, συμβάλλοντας στη μεταπήδηση μιας μερίδας των μεσοστρωμάτων, αλλά και λαϊκών οικογενειών, προς την αντικομμουνιστική Ακροδεξιά (σ. 36-37).

Τελικό αποτέλεσμα της δίμηνης «ταξικής ανακωχής» υπήρξε η διάρρηξη της εσωτερικής συνοχής του ΕΑΜικού μπλοκ, καθώς η μεσαία τάξη εξακολούθησε να υποστηρίζει την κυβέρνηση εθνικής ενότητας ενώ τα λαϊκά στρώματα εκδήλωναν όλο και πιο ηχηρά τη δυσφορία τους για την πολιτική της (σ. 56 κ.εξ).

Η πίεση αυτών των τελευταίων για αλλαγή πολιτικής δεν γινόταν μόνο αισθητή στα ανώτερα κλιμάκια του ΚΚΕ αλλά, στις παραμονές των Δεκεμβριανών, είχε αρχίσει να παίρνει και δυναμικότερες μορφές, με την επαναλειτουργία κάποιων εργοστασίων κάτω από εργατικό έλεγχο.

Μείγμα εκρηκτικό, η πυροδότηση του οποίου έμελλε να προσδώσει στην ένοπλη αναμέτρηση των επόμενων εβδομάδων τον χαρακτήρα ενός απροσδόκητου, μη προσχεδιασμένου ξεκαθαρίσματος εκκρεμών λογαριασμών.

Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2015

Ανατομία της ΕΑΜικής εξουσίας


Ο μισθός που μας καθορίστηκε είναι μισθός πείνας. [...] Ελπίζουμε πως οι αρμόδιοι δε θα μας αναγκάσουν να φτάσουμε στα άκρα
Λαοκρατία, όργανο του ΕΑΜ των υπαλλήλων Εθνικής Τράπεζας, 25.11.1944

Νοέμβριος 1944. Συγκέντρωση του ΕΑΜ στην Κατερίνη

O,τι κι αν ισχυρίζεται το δημοφιλές σύνθημα, η ελληνική Αριστερά δεν ανέλαβε για πρώτη φορά την ευθύνη διακυβέρνησης της χώρας στις 26 Ιανουαρίου 2015.

Ακόμη κι αν παρακάμψουμε το ΠΑΣΟΚ του 1981, που δήλωνε κι αυτό τότε 100% αριστερό, γεγονός αναμφισβήτητο είναι πως ένα μεγάλο τμήμα της ελλαδικής επικράτειας γνώρισε κάποια μορφή αριστερής εξουσίας, έστω και με τη μορφή μιας σύντομης παρένθεσης, ήδη από το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1940.

Με αξιοσημείωτες διαφορές από τόπο σε τόπο, η «παρένθεση» αυτή εγκαινιάστηκε στα μέσα του 1943 με τη συγκρότηση των πρώτων μορφών ΕΑΜικής αυτοδιοίκησης στην Ελεύθερη Ελλάδα κι έκλεισε την άνοιξη του 1945, όταν οι τελευταίοι θύλακες της «λαοκρατίας» παραδόθηκαν στο κράτος των εθνικοφρόνων βάσει της συμφωνίας της Βάρκιζας.

Η ιστοριογραφική διαχείριση αυτής της εμπειρίας υπήρξε μέχρι πρόσφατα εξαιρετικά φτωχή. Η αριστερή βιβλιογραφία περιορίστηκε κατά κανόνα σε υμνητικές αλλά επιδερμικές αναφορές στο ίδιο το γεγονός της συγκρότησης εναλλακτικών κρατικών θεσμών από το αντάρτικο, δίχως κάποια ιδιαίτερη προσπάθεια βαθύτερης ανάλυσης αυτών των τελευταίων· οι λιγοστές εξαιρέσεις, όπως τα βιβλία του Δημητρίου Ζέππου για τη Λαϊκή Δικαιοσύνη (1945), του Χάρη Σακελλαρίου για την εκπαίδευση (1984) και του Χρήστου Τυροβούζη για την αυτοδιοίκηση (1991), κάλυψαν επιμέρους μόνο πτυχές των επίμαχων κρατικών λειτουργιών.

Η αντικομμουνιστική ιστοριογραφία, από την άλλη, τόσο η παραδοσιακή όσο και η πρόσφατη αναβίωσή της, ασχολήθηκε αποκλειστικά και μόνο με τις κατασταλτικές πρακτικές του ΕΑΜικού κράτους, αρνούμενη ταυτόχρονα -στις παλαιότερες ιδίως εκδοχές της- να αναγνωρίσει στο εμπόλεμο αντιστασιακό κίνημα οποιαδήποτε θεσμική υπόσταση.

Πλατεία Συντάγματος, 18 Οκτωβρίου 1944. Σύντομα, η κοινωνική ηγεμονία του ΕΑΜ θα δοκιμαζόταν από την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης εθνικής ενότητας Πλατεία Συντάγματος, 18 Οκτωβρίου 1944. Σύντομα, η κοινωνική ηγεμονία του ΕΑΜ θα δοκιμαζόταν από την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης εθνικής ενότητας |
 
Ακόμη μικρότερο ενδιαφέρον προσέλκυαν μέχρι πρόσφατα τα πεπραγμένα της δίμηνης κυβέρνησης εθνικής ενότητας του 1944 στον οικονομικό και τον κοινωνικό τομέα, την ευθύνη των οποίων είχαν αναλάβει έξι υπουργοί και υφυπουργοί προερχόμενοι από το ΕΑΜ και το ΚΚΕ.

Κι όμως, είναι προφανές πως η αποτίμηση αυτής της «πρώτης φοράς Αριστερά», ως βραχύβιας κυβερνητικής πρακτικής κι όχι μονάχα ως ηττημένης επαναστατικής απόπειρας, αποδεικνύεται εξαιρετικά διδακτική για τη συλλογιστική, τις πρακτικές και τα αντικειμενικά όρια ενός στοιχειώδους φιλολαϊκού μετασχηματισμού σε συνθήκες εκτεταμένης προλεταριοποίησης, κοινωνικής πόλωσης κι αποδιάρθρωσης των παραδοσιακών πολιτικών εκπροσωπήσεων.

Από τη λαοκρατία...

Το κενό αυτό έρχονται να καλύψουν δύο εξαιρετικά βιβλία που εκδόθηκαν την τελευταία διετία και παρουσιάζονται σήμερα εδώ: «Η Ελεύθερη Ελλάδα» του Γιάννη Σκαλιδάκη (Αθήνα 2014, εκδ. Ασίνη) και «Η αδύνατη ταξική ανακωχή» του Δημήτρη Μαριόλη (Αθήνα 2015, εκδ. ΚΨΜ).

Επανεπεξεργασμένη μορφή διδακτορικής διατριβής το πρώτο και εισήγησης σε επιστημονικό συνέδριο το δεύτερο, τα έργα αυτά προσθέτουν μια σειρά κρίσιμες ψηφίδες στην εικόνα μας για τις εξελίξεις της εποχής, προσφέροντας πρωτότυπα ερμηνευτικά κλειδιά για την κατανόηση τόσο του έπους της δημιουργίας μιας Ελεύθερης Ελλάδας εν μέσω ναζιστικής κατοχής όσο και της τελικής συντριβής του ΕΑΜικού κινήματος.

Οπως άλλωστε επισημαίνουν και οι δύο συγγραφείς στα εισαγωγικά κείμενά τους, τα ερωτήματα που έθεσαν στο υλικό τους δεν ήταν καθόλου άσχετα με την εποχή που ζούμε και τους προβληματισμούς που αυτή γεννά.

Το βιβλίο του Σκαλιδάκη συμπληρώνει και προεκτείνει την καινοτόμο προσέγγιση που εισήγαγε προ εικοσαετίας ο Γιώργος Μαργαρίτης («Από την ήττα στην εξέγερση», Αθήνα 1993), εντοπίζοντας την κοινωνική γείωση του αντάρτικου στην ένοπλη προστασία της αγροτικής παραγωγής και των άτυπων δικτύων εμπορευματοποίησής της από τις αρπακτικές διαθέσεις των κατακτητών και των δωσιλογικών κυβερνήσεων.

Μετά την ουσιαστική διχοτόμηση της χώρας σε δύο διακριτούς οικονομικοπολιτικούς χώρους, με τις πόλεις και την άμεση ενδοχώρα τους να στηρίζεται όλο και περισσότερο στη διεθνή επισιτιστική βοήθεια σε αντίθεση με (ή και αντιπαλότητα προς) την αυτονομημένη ελεύθερη ύπαιθρο, η οργανωτική συγκρότηση της τελευταίας σε αυτοτελή κρατική οντότητα -με δική της κυβέρνηση, διοικητικό μηχανισμό, φορολογία κι εσωτερικό δανεισμό- επήλθε ως αναπόδραστη φυσική εξέλιξη.

Η ισορροπία αυτή καθόρισε, ωστόσο, σε μεγάλο βαθμό και την τελική έκβαση της αναμέτρησης, μετά την απελευθέρωση: οικονομία οργανωμένη στα όρια της αυτάρκειας και της (δύσκολης) επιβίωσης, η Ελεύθερη Ελλάδα αδυνατούσε εκ των πραγμάτων να απορροφήσει βιώσιμα τα αστικά κέντρα, τα εξαρτημένα από την εισαγωγή τροφίμων, δίχως ξένη επισιτιστική βοήθεια. Η συνειδητοποίηση αυτής της αδήριτης αναγκαιότητας, κι όχι η αδυναμία τους να διαγνώσουν τις εχθρικές προθέσεις των Βρετανών και της εξόριστης βασιλικής κυβέρνησης, ήταν αυτή που επέβαλε στην ΕΑΜική και κομμουνιστική ηγεσία την αποδοχή ενός λεόντειου συμβιβασμού με τα γνωστά σε όλους μας αποτελέσματα.

Χωρίς να εξαντλεί το ζήτημα, εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η σκιαγράφηση από τον Σκαλιδάκη της αναδιανεμητικής λειτουργίας των κρατικών μηχανισμών της Ελεύθερης Ελλάδας, με τη μεταφορά πόρων (κυρίως τροφίμων) από τις πλουσιότερες περιοχές στα φτωχότερα ορεινά και στις «πυρόπληκτες» ζώνες των γερμανικών αντιποίνων.

Μολονότι το σκεπτικό που επέβαλε αυτό το μέτρο υπήρξε πρωτίστως η ανάγκη αποτροπής μιας επικείμενης ανθρωπιστικής καταστροφής, οι επιπτώσεις του στη διαμόρφωση, την παγίωση ή την αναδιάταξη των αντίπαλων στρατοπέδων είναι κάτι που μένει να μελετηθεί.

...στο «μνημόνιο» του Σκόμπι

Το βιβλίο του Δημήτρη Μαριόλη πιάνει το νήμα ακριβώς εκεί όπου το αφήνει η αφήγηση του Σκαλιδάκη: τον σχηματισμό της κυβέρνησης εθνικής ενότητας και την αναζήτηση από το ΕΑΜ και το ΚΚΕ μιας αμοιβαία επωφελούς συμβιβαστικής ισορροπίας, που θα επέτρεπε την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας με βάση ένα κεϊνσιανό πρόγραμμα τόνωσης της ζήτησης και στοιχειώδη αναδιανομή του πλούτου που δημιουργήθηκε στις συνθήκες της ξένης κατοχής.

Ουσιαστικά πρόκειται για την αφήγηση της αποτυχίας αυτού του σχεδίου, ως αποτελέσματος της συμμαχίας του βρετανικού παράγοντα με την ηγεμονική εκείνη μερίδα της αστικής τάξης που, έχοντας ωφεληθεί πολλαπλά από τις οικονομικές ευκαιρίες της Κατοχής κι έχοντας να χάσει πολλά από μια παρόμοια διευθέτηση, έπαιξε αποφασιστικά το χαρτί της κοινωνικής και πολιτικής όξυνσης, ωθώντας τα πράγματα στη δυναμική αναμέτρηση των Δεκεμβριανών.

Κομβικό ρόλο σ’ αυτή την εξέλιξη διαδραμάτισε η ξένη ανθρωπιστική βοήθεια, η παροχή της οποίας δρομολογήθηκε «με πολιτικά κριτήρια, θέτοντας ως προτεραιότητα όχι την οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας αλλά την αποδυνάμωση του ΕΑΜ και τη διαμόρφωση ενός ηγεμονικού πολιτικού και κοινωνικού αντιεαμικού μπλοκ εξουσίας». 

Οι Βρετανοί χρησιμοποίησαν το όπλο του επισιτισμού «εκβιάζοντας ώστε να επιβάλλουν τις οικονομικές κατευθύνσεις που εκείνοι επιθυμούσαν στους εαμικούς υπουργούς και να διαμορφώσουν ελεγχόμενα δίκτυα διανομής αποκλείοντας τις εαμικές οργανώσεις και ανατρέποντας την πολιτική τους ηγεμονία» (σ. 50).

Ως αντάλλαγμα γι’ αυτή τη βοήθεια, ο κεϊνσιανός διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Κυριάκος Βαρβαρέσος αντικαταστάθηκε από τον μονεταριστή Ξενοφώντα Ζολώτα, εισηγητή μιας δέσμης μέτρων που περιλάμβανε ισοσκελισμένο προϋπολογισμό, δραστικές αυξήσεις στις τιμές των ειδών πρώτης ανάγκης που διανέμονταν μέσω της ξένης βοήθειας, στήριξη στους έμμεσους φόρους, περιορισμό του αριθμού και μείωση των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων (σ. 34).

Παρά τις υποσχέσεις από επίσημα (βρετανικά) χείλη για «υγιή οικονομίαν και υγιές νόμισμα μετά από μίαν σκληράν περίοδον δοκιμασιών», η «σκληρή» νέα δραχμή που λανσαρίστηκε στα μέσα Νοεμβρίου 1944 στάθηκε ωστόσο πρακτικά αδύνατο να σταματήσει την εκτίναξη του πληθωρισμού σε δυσθεώρητα ύψη και τη συνακόλουθη δραστική συρρίκνωση των ήδη αποψιλωμένων λαϊκών εισοδημάτων (σ. 37).

Ταυτόχρονα, τα ΕΑΜικά νομοσχέδια για έκτακτη φορολογία των κατοχικών επιχειρηματικών κερδών μπλοκαρίστηκαν από τους δεξιούς κυβερνητικούς εταίρους (σ. 49).

Με τη βιομηχανική παραγωγή ουσιαστικά παραλυμένη με πρωτοβουλία των εργοδοτών, εν αναμονή της εκκαθάρισης του πολιτικού τοπίου, οι διαβεβαιώσεις των ΕΑΜικών υπουργών για τον «πατριωτισμό» των βιομηχάνων επί Κατοχής έρχονταν όχι μόνο σε κραυγαλέα αντίθεση με το δημόσιο αίσθημα αλλά και πολλαπλασίαζαν την αίσθηση του αδιεξόδου (σ. 42-43).

Καταλυτικά για την αποσύνθεση των κοινωνικών συμμαχιών του ΕΑΜ υπήρξε επίσης η μετάβαση στο νέο νόμισμα: βάσει του Ν. 18/9.11.1944 για την «οικονομική σταθεροποίηση», η αποπληρωμή των επιχειρηματικών χρεών προς το Δημόσιο, οι τραπεζικές καταθέσεις και οι αποδόσεις ομολόγων του Δημοσίου που ρυθμίστηκαν με βάση την ισοτιμία των κατοχικών πληθωριστικών δραχμών κι όχι το προπολεμικό αγοραστικό ισοδύναμό τους.

Η ληξιαρχική αυτή πράξη οριστικοποίησης της καταστροφής χιλιάδων μικροκαταθετών και ομολογιούχων από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο χρεώθηκε πολιτικά στους ΕΑΜικούς υπουργούς, συμβάλλοντας στη μεταπήδηση μιας μερίδας των μεσοστρωμάτων, αλλά και λαϊκών οικογενειών, προς την αντικομμουνιστική Ακροδεξιά (σ. 36-37).

Τελικό αποτέλεσμα της δίμηνης «ταξικής ανακωχής» υπήρξε η διάρρηξη της εσωτερικής συνοχής του ΕΑΜικού μπλοκ, καθώς η μεσαία τάξη εξακολούθησε να υποστηρίζει την κυβέρνηση εθνικής ενότητας ενώ τα λαϊκά στρώματα εκδήλωναν όλο και πιο ηχηρά τη δυσφορία τους για την πολιτική της (σ. 56 κ.εξ).

Η πίεση αυτών των τελευταίων για αλλαγή πολιτικής δεν γινόταν μόνο αισθητή στα ανώτερα κλιμάκια του ΚΚΕ αλλά, στις παραμονές των Δεκεμβριανών, είχε αρχίσει να παίρνει και δυναμικότερες μορφές, με την επαναλειτουργία κάποιων εργοστασίων κάτω από εργατικό έλεγχο.

Μείγμα εκρηκτικό, η πυροδότηση του οποίου έμελλε να προσδώσει στην ένοπλη αναμέτρηση των επόμενων εβδομάδων τον χαρακτήρα ενός απροσδόκητου, μη προσχεδιασμένου ξεκαθαρίσματος εκκρεμών λογαριασμών.

Σάββατο 10 Αυγούστου 2013

Τάσος Κωστόπουλος – Η αναζήτηση του Έλληνα Μουσολίνι

Η αναζήτηση του Έλληνα Μουσολίνι

Του ΤΑΣΟΥ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ (άρθρο στην Ελευθεροτυπία 2011-06-12)

«Μήπως, τελικά, μια χούντα μάς χρειάζεται;;;» αναρωτιούνται έντεχνα εδώ κι ένα χρόνο τα ΜΜΕ που έχουν στρατευθεί στην πάση θυσία υπεράσπιση της πολιτικής του μνημονίου, του βίαιου δηλαδή «εκσυγχρονισμού» της χώρας μέσα από τη δραστική υποτίμηση της μισθωτής εργασίας, την καταστροφή μεγάλης μερίδας των μικροαστικών στρωμάτων και την υφαρπαγή του δημόσιου πλούτου από τους ντόπιους και ξένους μεγαλοεπιχειρηματίες.


Το κόμμα του Ιωάννη Μεταξά (πάνω με τον Αλέξανδρο Παπάγο) συγκέντρωνε μετά βίας στις εκλογές μόλις το 4%. Αυτό δεν εμπόδισε τη δεξιά να τον χρίσει δικτάτορα, αντί για τον νέο και ελπιδοφόρο Παναγιώτη Κανελλόπουλο, όπως έγραφε ο Δημήτρης Γληνός στον «Ριζοσπάστη».

Τις τελευταίες μέρες, καθώς οι λαϊκές αντιδράσεις σ’ αυτή την πολιτική κλιμακώνονται με το κίνημα των αγανακτισμένων, το ίδιο ερώτημα τίθεται πλέον ωμά από τους υποστηρικτές μιας «σθεναρής» εθνικής ηγεσίας, απαλλαγμένης από τα «λαϊκιστικά» και δημοκρατικά σύνδρομα της μεταπολίτευσης κι υποταγμένης μέχρι κεραίας στα κελεύσματα των τραπεζιτών.Στο κύριο άρθρο του κυριακάτικου «Βήματος» (05/06/2011), ο Σταύρος Ψυχάρης προειδοποίησε λ.χ. ανοικτά τους «ανήκοντες σε κοινωνικά στρώματα που κινούνται στα όρια της φτώχειας» ότι, αν επιχειρήσουν «να ανατρέψουν την “κοινωνία της αδικίας και της διαφθοράς”», θα παταχθούν με «εκτροπή από τη συνταγματική τάξη». Ακόμη σαφέστερη ήταν στη ΝΕΤ (03/06/2011) η Αθηνά Κακούρη, εν ονόματι των 32 διανοουμένων που κάλεσαν τις “πολιτικές δυνάμεις του τόπου» να «τολμήσουν» ν’ αντισταθούν στις «φωνές του λαϊκισμού και της ανευθυνότητας» που «κυριαρχούν στο δημόσιο λόγο» [Σ.Σ.: Για το άρθρο των "32 διανοουμένων", στην "Καθημερινή" 05/06/2011, κλικ εδώ]:
Αυτό που χρειαζόμαστε, εξήγησε με παρρησία, είναι μια «αρίστη ηγεσία» σαν τη δικτατορία του Μεταξά, «ενός ανθρώπου που ήξερε ακριβώς» τι έπρεπε να γίνει κι «ανέστειλε όλες τις δημοκρατικές διαδικασίες» προκειμένου να καταστεί η χώρα αξιόμαχη. Εσπευσαν βέβαια κάποιοι απ’ τους «32» να διευκρινίσουν πως δεν ταυτίζονται μ’ αυτή την ανάγνωση της νεοελληνικής ιστορίας. Οταν όμως στους συνυπογράφοντες περιλαμβάνονται γνωστοί απολογητές των κατοχικών Ταγμάτων Ασφαλείας, δικαιούμαστε να περιμένουμε ακόμη και πιο προωθημένες ερμηνείες της αναζητούμενης «τόλμης».
[Σ.Σ.: Για όσους δεν πάει κάπου το μυαλό τους συγκεκριμένα, ας μας επιτραπεί να βοηθήσουμε: Ο "απολογητής των ταγματαλητών" είναι ασφαλώς ετούτος εδώ ο διανοούμενος, και ένα δείγμα των προσφάτων παρεμβάσεων του, εδώ].
Η σύγκριση με τη δεκαετία του ’30 δεν είναι άλλωστε καθόλου εξωπραγματική. Είχαμε και τότε την αποτυχία μιας εκλεγμένης δημοκρατικής κυβέρνησης (του Βενιζέλου) να διαχειριστεί την κρίση του δημόσιου χρέους, δίνοντας μια απέλπιδα -κι εκ των προτέρων χαμένη- μάχη ενάντια στις διεθνείς αγορές, με αποκλειστική δικαιολογία την προάσπιση της «αξιοπιστίας της χώρας» απέναντι στους πιστωτές της. Η κυβέρνηση αυτή κατέρρευσε μέσα σ’ έναν ορυμαγδό σκανδάλων και διαμαρτυριών, με κεντρικό σύνθημα «κάτω οι κλέφτες». Τη διαδέχτηκε μια κυβέρνηση δεξιότερη, εξίσου ανίκανη και πιο αυταρχική (του Τσαλδάρη), με αποτέλεσμα την ανοικτή κρίση του κοινοβουλευτισμού.
Εκτός από την αντιλαϊκή οικονομική πολιτική, που έριχνε το βάρος της κρίσης μονομερώς στις πλάτες των φτωχότερων στρωμάτων (με τους τραπεζίτες ν’ αναλαμβάνουν απευθείας τα οικονομικά υπουργεία), στην υπονόμευση των θεσμών συνέβαλε και η σταδιακή παράκαμψη των δημοκρατικών κανόνων εν ονόματι των έκτακτων συνθηκών:

«Η πρακτική και η νομολογία», εξηγεί στο κλασικό σύγγραμμά του ο καθηγητής Νίκος Αλιβιζάτος, «κατασκεύασαν μια θεωρία της κατάστασης ανάγκης σύμφωνα με την οποία, σε περίπτωση κινδύνου, η εκτελεστική εξουσία μπορούσε να εκδίδει κανόνες δικαίου, σε τομείς που φυσιολογικά ανήκαν στο αποκλειστικό πεδίο του τυπικού νόμου. Και αυτό, σε εφαρμογή ενός κανόνα εξωσυνταγματικού χαρακτήρα, salus patriae suprama lex (υπέρτατος νόμος η σωτηρία της πατρίδος), του οποίου μόνο η εκτελεστική εξουσία μπορούσε θεωρητικά να εκτιμήσει την ακριβή έκταση και να αξιολογήσει τις συγκεκριμένες επιπτώσεις. [...] Οι επιπτώσεις των πολύμορφων αυτών νοθεύσεων του ελληνικού κοινοβουλευτισμού και, ειδικότερα, της μονομερούς και αυθαίρετης ενίσχυσης της εκτελεστικής εξουσίας κατά τη διάρκεια της ταραγμένης αυτής περιόδου, υπήρξαν από πολλές απόψεις καταστροφικές. Με το να προσφεύγουν όλο και πιο συχνά σε εξωσυνταγματικές πρακτικές, τόσο η μια όσο και η άλλη από τις δύο βασικές ανταγωνιστικές μερίδες των κυρίαρχων τάξεων της χώρας, κατέληξαν να τις ανέχονται ως φαινόμενα τρέχοντα, δηλαδή αναγκαία και αναπότρεπτα»
(“Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση”, Αθήνα 1983, σ. 83-84).
Τελικά επικράτησε μια διάχυτη αντίληψη, σύμφωνα με την οποία η κρίση οφειλόταν στην υποτιθέμενη «κατάχρηση» της δημοκρατίας.

«Η Ελλάς του Μαΐου του 1936 δεν ημπορεί με τας ελευθερίας και με τον Κοινοβουλευτισμόν να προκόψη», εξηγούσε χαρακτηριστικά η «Καθημερινή» (21/05/1936), «διότι αι ελευθερίαι και ο Κοινοβουλευτισμός, μαζί με όσα άλλα περιέχουν κακά, περιέχουν τώρα οχλοκρατίαν, κομμουνισμόν, εξάρθρωσιν γενικήν, πρόκλησιν εις επαναστάσεις, καθημερινήν διάσεισιν των θεμελίων της αστικής Πολιτείας, απεργίας και στάσεις και καταλύσεις Αρχών και εις το τέλος βίαν και αίματα. Αυτά έχει ο Κοινοβουλευτισμός και αυτά αι Ελευθερίαι, και τούτο διότι κατά βάθος ουδείς εκ των ασκούντων τον Κοινοβουλευτισμόν και τας Ελευθερίας της αστικής αυτής Πολιτείας είναι πραγματικός αστός, πραγματικός εθνικόφρων».
Μ’ ένα μικρό εκσυγχρονισμό της ορολογίας (αντικατάσταση π.χ. του απροκάλυπτα αντικοινοβουλευτικού λεξιλογίου με πολιτικά ορθότερες «αντιλαϊκίστικες» κορόνες), το ίδιο κείμενο θα μπορούσε κάλλιστα να δημοσιευθεί και σήμερα.
Από το 1934 ώς το 1936, ζητούμενο για την αστική τάξη και τον τύπο της ήταν έτσι ο εντοπισμός της προσωπικότητας που θα μπορούσε να πατάξει ανενδοίαστα κι αποφασιστικά τις λαϊκές αντιστάσεις. Ακόμη και οι δεδηλωμένοι πολέμιοι αυτής της αναζήτησης αδυνατούσαν ωστόσο να φανταστούν την τελική έκβασή της, καθώς υπέθεταν ότι ο ρόλος του εθνοσωτήρα απαιτούσε κάποια ελάχιστα προσόντα πέρα από τη διαθεσιμότητα προσφυγής στην ωμή βία.

«Η ελληνική κεφαλαιοκρατία, καθώς και η ξένη που συνεργάζεται μαζί της, καθώς και το επιτελείο του ελληνικού στρατού, χρόνια τώρα αναζητούν τον έλληνα Μουσολίνι ή Χίτλερ»
εξηγούσε π.χ. από τις στήλες του “Ριζοσπάστη” ο Δημήτρης Γληνός (15/03/1936).

«Μα δεν είχανε τύχη ώς τώρα. Οι αρχηγοί των τριών ΕΕΕ, των Τριαινών, της Σιδηράς Ειρήνης, των Ελλήνων κυανοχιτώνων και άλλων φασιστικών οργανώσεων, ήταν απλοί πλιατσικολόγοι. Οι Γιάνναροι, οι Μερκούρηδες δεν ήτανε πλασμένοι από την πάστα των μεγάλων δημαγωγών. Του Κονδύλη βρωμούσανε και τα πόδια και τα χέρια και το “έντιμον” μεγάλο κεφάλαιο δυσπιστούσε για πολύν καιρό. Απάνω που άρχισε να τους επιβάλλεται, πέθανε. Γι’ αυτό, ο κ. Παναγιώτης Κανελλόπουλος είναι σήμερα το κανακάρικο του φασισμού στην Ελλάδα. Και παρουσιάζει αληθινά μεγάλα προσόντα. Είναι Πατρινός, είναι ανεψιός του Γούναρη, είναι νέος, είναι ωραίος, είναι συμπαθητικός, μιλάει καθαρεύουσα και πλάθει χτυπητές, αστραφτερές και ακατανόητες φράσεις και έννοιες. Σωστός μάγος και κατακτητής, σπουδαίος λαοπλάνος».
Η συνέχεια, όπως είναι γνωστό, διέψευσε πλήρως αυτές τις εκτιμήσεις. Αντί για το «λαοπλάνο» και «προσοντούχο» Κανελλόπουλο, ο ρόλος του Ελληνα Μουσολίνι ανατέθηκε τελικά σ’ ένα φθαρμένο πολιτικάντη με σκανδαλώδες παρελθόν και προϋπηρεσία στην εξυπηρέτηση του μεγάλου κεφαλαίου, που στις εκλογές της τελευταίας πενταετίας συγκέντρωνε μετά βίας 1,5% έως 4%: τον Ιωάννη Μεταξά.

Πηγή: XYZ