Τρίτη 12 Μαΐου 2015

Το ΚΚΕ για τον πόλεμο, το γράμμα του Ζαχαριάδη και τις αποφάσεις της Κομιντερν

του Α. Νταναβέλου

Οι επεξεργασίες του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ, που δημοσιεύτηκαν στον τόμο «Το ΚΚΕ στον ιταλοελληνικό πόλεμο», προκαλούν σημαντικές ανατροπές στον ιδεολογικοπολιτικό πυρήνα που διαμόρφωσε τόσο τις μεταπολεμικές όσο και τις μεταπολιτευτικές «γενιές» των μελών και στελεχών ενός μεγάλου τμήματος του κομουνιστικού κινήματος: του ΚΚΕ (της εποχής του λεγόμενου «σοβιετικού μαρξισμού»), αλλά και του ευρωκομουνισμού ή του «σταλινογενούς» μαοϊσμού.
Η θέση ότι ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος (Β’ ΠΠ) ήταν –ακόμα και μετά τη γερμανική επίθεση στην ΕΣΣΔ, τον Ιούνη του ’41– ένας πόλεμος άδικος, ληστρικός και ιμπεριαλιστικός, και όχι ένας πόλεμος αντιφασιστικός, αποτελούσε μέχρι σήμερα «σήμα κατατεθέν» της μειοψηφικής στην Ελλάδα τροτσκιστικής ανάλυσης.
Η θέση ότι τα καθήκοντα που προέκυψαν για τα ΚΚ και για τα κινήματα αντίστασης στη διάρκεια του Β’ ΠΠ θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν με τρόπο ανάλογο με εκείνον που είχε προτείνει ο μπολσεβικισμός κατά τον  Α’ ΠΠ, δηλαδή με την πάλη για τη μετατροπή του πολέμου σε σοσιαλιστική-εργατική επανάσταση και όχι με την αποδοχή των δημοκρατικών-αντιφασιστικών συμμαχιών και «σταδίων», αποτελεί επίσης μια πρωτοφανή παραδοχή στο χώρο που προέρχεται από το ενιαίο, τότε, ΚΚΕ.
Αυτές οι θεμελιακές ανατροπές αναπόφευκτα συνδέονται και με την αναθεώρηση στην ιστορική εκτίμηση κάποιων σημαντικών «στιγμών» και προσώπων στην εσωτερική ζωή και λειτουργία του κομουνιστικού κινήματος. Κάποια από τα «εικονίσματα» αρχίζουν να τρίζουν επικινδύνως.
Τα γράμματα του ’40
Γενιές ολόκληρες στελεχών διαμορφώθηκαν με την πεποίθηση ότι τα θεμέλια του μεγάλου κινήματος της Αντίστασης, τα θεμέλια του ΕΑΜ, τέθηκαν με το «γράμμα» του Ζαχαριάδη, που δημοσιεύτηκε στις 2 Νοέμβρη του ’40, λίγες μέρες μετά την 28η Οκτωβρίου. Το «γράμμα» χαρακτήριζε τον πόλεμο ως «εθνικοαπελευθερωτικό» και καλούσε τα μέλη του ΚΚΕ να δώσουν «όλες τους τις δυνάμεις», «υπό τη διεύθυνση της κυβέρνησης Μεταξά», «δίχως καμιά επιφύλαξη»!
Το ΚΚΕ σήμερα επιβεβαιώνει κάποια ιστορικά στοιχεία που υποβαθμίζουν τη σημασία αυτής της πολιτικής διακήρυξης:
Πρώτον, επαναφέρει στη δημόσια συζήτηση και προσοχή το δεύτερο (26/11/1940) και το τρίτο (15/1/1941) γράμμα του Ζαχαριάδη, με τα οποία αυτός αλλάζει άρδην πολιτική θέση από τη στιγμή που ο ελληνικός στρατός έχει περάσει τα σύνορα και πολεμά πλέον στο έδαφος της Αλβανίας. Θυμίζει ότι ο ίδιος ο Ζαχαριάδης δηλώνει πως το πρώτο γράμμα αν «διαβαστεί» χωρίς το δεύτερο και το τρίτο αποτελεί «σοσιαλπατριωτικό ντοκουμέντο». Θυμίζει ότι η λεγόμενη «Προσωρινή Διοίκηση του ΚΚΕ», δηλαδή το όργανο του Μανιαδάκη, έδωσε μάχη για να μείνει γνωστό μόνο το πρώτο γράμμα, υπερασπίζοντας φανατικά την πολιτική του. Δηλώνει ότι η υπερβολική αναφορά στο πρώτο γράμμα κατά τα μεταπολεμικά χρόνια και η υποτίμηση του δεύτερου και του τρίτου (π.χ. με τη μη συμπερίληψή τους στα Επίσημα Κείμενα του ΚΚΕ) αποτελεί «πολιτικά λαθεμένο διαχωρισμό».
Δεύτερον, «νομιμοποιεί» πολιτικά, για πρώτη φορά, το τμήμα εκείνο της τότε ηγεσίας του ΚΚΕ («Παλιά ΚΕ», υπό την ηγεσία, κυρίως, του Πλουμπίδη) που θεώρησε το γράμμα «πλαστό» και απέρριψε τη γραμμή του ως κατασκεύασμα των μηχανισμών της Ασφάλειας. Τα σχετικά εδάφια του βιβλίου της σημερινής ΚΕ έχουν συγκλονιστικές, πολιτικά και ηθικά, συνέπειες...
Τρίτον, συνδέει αυτήν την οφθαλμοφανή σύγχυση της ηγεσίας του ΚΚΕ με τις παλινωδίες του «διεθνούς κέντρου». Τις αντιφάσεις στις οδηγίες της Κομιντέρν αρχικά μεταξύ της γραμμής της «Τρίτης Περιόδου» και του «σοσιαλφασισμού» και της στροφής στα αντιφασιστικά Λαϊκά Μέτωπα, στη συνέχεια όμως -και κυρίως- πριν και μετά την υπογραφή του Συμφώνου Ρίμπεντροπ-Μολότοφ. Σε αυτό το πόνημα του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ αναγνωρίζεται για πρώτη φορά (εξ όσων γνωρίζουμε) η σύνδεση των διπλωματικών και στρατηγικών αναγκών της ΕΣΣΔ με προβληματικές, ή ακόμα και αυτοκτονικές, πολιτικές, προς τις οποίες «σπρώχτηκαν» πολλά ΚΚ κατά τον Μεσοπόλεμο ή στο κρίσιμο πρώτο διάστημα του Β’ ΠΠ. Η αιχμή ότι η «σταδιοποίηση» της επανάστασης οδηγούσε το εργατικό κίνημα «να δίνει τη μάχη με ξένες σημαίες» είναι μια σοβαρή και δικαιολογημένη κατηγορία:
«... η σύνθεση και η πολιτική της ΠΕΕΑ εξέφραζαν με συνέπεια τη στρατηγική των αντιφασιστικών μετώπων του 7ου Συνεδρίου της Κομουνιστικής Διεθνούς και του 6ου Συνεδρίου του ΚΚΕ. Ρήξη με το βρετανικό ιμπεριαλισμό ... (που) έπρεπε να γίνει, σήμαινε και ρήξη με το σύνολο του αστικού πολιτικού κόσμου, σήμαινε απόρριψη της “εθνικής ενότητας” που εξέφραζε η ΠΕΕΑ, σήμαινε στρατηγική εκ μέρους του ΚΚΕ που δεν θα αυτονομούσε τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα από τον αγώνα για την εργατική εξουσία ... υπήρξαν συμβιβασμοί με την εγχώρια αστική τάξη και τα κόμματά της, με αποτέλεσμα το ΚΚΕ και το ΕΑΜ να συρθούν πίσω από την αστική τάξη, επομένως και πίσω από την εγγλέζικη συμμαχική της δύναμη».
Εθνική Ενότητα;
Το Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ ανασύρει στοιχεία που υπονομεύουν και το άλλο «αγκωνάρι» όπου, τάχα, πάτησε το μεγάλο κίνημα της Αντίστασης: την μπροσούρα του Γληνού «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ». Η θέση του Γληνού είναι ότι ο αναγκαία πλατύς, εθνικοαπελευθερωτικός χαρακτήρας του κινήματος θα πρέπει να περιλαμβάνει και την αστική τάξη. Το βιβλίο θυμίζει, και σωστά, ότι τέτοια συμμετοχή δεν υπήρξε: «Ένα τμήμα της ... διαμόρφωσε κυβερνητικό-κρατικό κέντρο στο εξωτερικό και ο βασιλιάς εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο. Ένα άλλο τμήμα της (οι δωσίλογοι) συνεργάστηκε με τους κατακτητές. Ένα τρίτο λούφαξε στην Αθήνα, ενώ έπαιρνε μέρος στην υπονόμευση του αγώνα. Και τέλος, ένα τέταρτο οργάνωσε ορισμένη δράση κατά των κατακτητών σε συνεργασία με τις μυστικές υπηρεσίες της Βρετανίας, ενώ παράλληλα είχε διαύλους συνεργασίας και με τους Γερμανούς, για να χτυπήσει το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Στόχος όλων ήταν η διατήρηση της αστικής εξουσίας μετά τον πόλεμο».
Κάποιοι άλλοι, κυρίως πασοκογενείς, προσπαθούν να αποδείξουν τον πλατύ-διαταξικό, τάχα, χαρακτήρα του ΕΑΜικού κινήματος μέσα από τη συμμετοχή στην Αντίσταση παλιών –βενιζελικών κυρίως– αξιωματικών. Όμως η συμμετοχή αυτή ήταν αποτέλεσμα της βαθιάς κρίσης του ελληνικού κράτους στη δεκαετία του ’30 και όχι της «πλατύτητας» της πολιτικής του ΕΑΜ-ΚΚΕ: «Στο διάστημα 1933-36 πραγματοποιήθηκαν τρία στρατιωτικά πραξικοπήματα ... εκτελέστηκαν δύο στρατηγοί και ένας επίλαρχος της βενιζελικής παράταξης, ενώ αποτάχθηκαν από το στρατό 1.024 αξιωματικοί»... Αυτή η κρίση και όχι κάποιες αφηρημένες ιδέες ήταν η υλική βάση για την προσχώρηση μιας (μειοψηφίας) ριζοσπαστικοποιημένων αξιωματικών στην αντίσταση. Άλλωστε, ο Σαράφης στις 28 Οκτώβρη του ’40 πήρε πιο σκληρή θέση από τον Ζαχαριάδη, δηλώνοντας ότι προϋπόθεση για να πολεμήσει ήταν η... ανατροπή του Μεταξά (σελ. 124).
Το βιβλίο της ΚΕ του ΚΚΕ τελειώνει με ένα μετέωρο –όμως και κολοσσιαίο– ερώτημα: «Πώς θα εξηγηθεί ότι και στη Γαλλία και στην Ιταλία έγινε ο ίδιος συμβιβασμός;». Το δάχτυλο της κριτικής ήδη δείχνει τη Γιάλτα και –μέσω αυτής– τις ευθύνες του σταλινικού «διεθνούς κέντρου» που ήδη δέσποζε στη θέση του μπολσεβικισμού.
Όμως η θετική ιδεολογική στροφή μπορεί να ολοκληρωθεί μόνον αν φτάσει και στην αναγκαία πολιτική στροφή. Στην αποκατάσταση των πολιτικών «οδηγιών» των 4 πρώτων συνεδρίων της Κομιντέρν του Λένιν, που ως κορωνίδα έχουν τη γραμμή για το Ενιαίο Μέτωπο και τη μεταβατική λογική (Τέταρτο Συνέδριο).  

Δευτέρα 4 Μαΐου 2015

Το μοντερνιστικό ήθος του ελληνικού Μεσοπολέμου

Του Θανάση Βασιλείου


Ο ελληνικός Μεσοπόλεμος, είναι αλήθεια, έχει ιδωθεί από πολλές και συχνά αντικρουόμενες μεταξύ τους απόψεις: οικονομικές, πολιτικές, ιδεολογικές, αισθητικές. Οι πλείστες των προσεγγίσεων είτε αγνόησαν είτε υποβάθμισαν τον τρόπο που χρησιμοποιήθηκαν η επιστήμη και η τεχνολογία, προκειμένου να στηριχθούν πολιτικές, οικονομικές και, κυρίως, ιδεολογικές τοποθετήσεις. Ωστόσο, η οικειοποίηση της επιστήμης και της τεχνολογίας επηρέασε τις πολιτικές και ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ελλάδα, προκαλώντας ευρύτερες (πολιτικές, οικονομικές, ηθικές και αισθητικές) ανακατατάξεις και μετασχηματισμούς.

Νέα ξεκινήματα

Αν στο ευρύτερο ευρωπαϊκό περιβάλλον ο Μεσοπόλεμος -όπως σηματοδοτήθηκε από τη λήξη του Μεγάλου Πολέμου και τη Μεγάλη Υφεση- συνδέθηκε με την κατάρρευση της ιδεολογίας της προόδου, την αδυναμία του «συστήματος» να αυτοκυβερνηθεί και την ανάδυση των ολοκληρωτισμών (που δύσκολα θα μπορούσαν να συμβιβαστούν με τις αισιόδοξες επαγγελίες του 18ου και του 19ου αιώνα), στην Ελλάδα εκδηλώθηκε μια παράλληλη πορεία. Η εγκατάλειψη της Μεγάλης Ιδέας και οι πιέσεις της Μικρασιατικής Καταστροφής, η διάχυτη αίσθηση του τέλους μιας εποχής, η απροσδιοριστία του μέλλοντος και η ανάγκη μιας «νέας αρχής» ή «νέων ξεκινημάτων» στη βάση καινούργιων κοινωνικοπολιτικών σχεδίων ζητούσαν διεξόδους. Και κατά τη διάρκεια του ελληνικού Μεσοπολέμου, η πρόσληψη τεχνολογίας και επιστημονικής ιδεολογίας αποτέλεσε πεδίο εντάσεων, καθώς αποτυπώθηκε στα μεγάλα έργα, στη βιομηχανία, την παιδεία, την υγεία, την απασχόληση, τις θεσμικές διευθετήσεις κ.α.
ΜΕΤΕΩΡΟΣ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ // ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ, ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ
Ο Βασίλης Μπογιατζής, διδάκτωρ του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου στην Ιστορία και Φιλοσοφία των Επιστημών και της Τεχνολογίας και καθηγητής στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, στο βιβλίο του «Μετέωρος μοντερνισμός» (εκδ. Ευρασία, σελ. 494) μελετά τις ιδεολογικοπολιτικές συγκρούσεις του ελληνικού Μεσοπολέμου, φωτίζοντας τον τρόπο με τον οποίο ιδιοποιήθηκαν την τεχνολογία και το επιστημονικό ιδεώδες οι κορυφαίοι εκπρόσωποι όλων των πολιτικών τάσεων. Επικεντρώνεται στις ομιλίες, τους προβληματισμούς, τις δημόσιες θέσεις και τις επιλογές των προσωπικοτήτων της μεσοπολεμικής διαμάχης από το σύνολο του ελληνικού πολιτικού και ιδεολογικού φάσματος, με ιδιαίτερη έμφαση στα σχετικά κείμενα πολιτικών, όπως ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Ιωάννης Μεταξάς, καθώς και στις παρεμβάσεις δημόσιων διανοουμένων, όπως οι Γιώργος Θεοτοκάς, Δημήτρης Γληνός, Κωνσταντίνος Τσάτσος, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Ηλίας Ηλιού αλλά και ο Οδυσσέας Ελύτης.

Ήθος ενάντια στην παρακμή

Ολες οι ιδεολογικές τάσεις, από την ανεπιφύλακτη αποδοχή του αστικού εκσυγχρονισμού του Ελευθερίου Βενιζέλου έως την επίλυση του κοινωνικού ζητήματος μέσω του αντικοινοβουλευτισμού και του αντικομμουνισμού του μεταξικού καθεστώτος της 4ης Αυγούστου και την υπαγωγή της επιστήμης στην «εθνική ψυχή», και από τον πρώιμο ευρωπαϊσμό και τον «νέο ανθρωπισμό» του Θεοτοκά έως την κατάφαση του κομμουνιστικού ανθρωπισμού του Γληνού, επιχείρησαν να αρθούν στο ύψος της κοινωνικής περιωπής της επιστήμης και των κομιζομένων αληθειών της. Αλλοτε την αποθέωσαν κι άλλοτε διεύρυναν το πεδίο οικειοποίησής της, συνδέοντάς την με την κοινωνικο-οικονομική αναγέννηση, τη συλλογική εξυγίανση, την ικανοποίηση των αναγκών του πληθυσμού και την προσδοκώμενη ευημερία μέσα από την κοινωνική μεταμόρφωση.
Το ίδιο περίπου έγινε και με την τεχνολογία. Ολοι τους αναζήτησαν το καταλληλότερο θεσμικό και ιδεολογικό πλαίσιο υποδοχής της, ώστε να μπει τέλος στην παρακμή, να δοθεί ώθηση στην κοινωνική πρόοδο και να αποφευχθούν τυχόν κοινωνικά ανεπιθύμητες συνέπειες.

Το συμπέρασμα

Οι μελετώμενοι πολιτικοί και διανοούμενοι διέπονταν από μοντερνιστικό ήθος, έγερση κατά της παρακμής, βούληση για επεξεργασία εναλλακτικών νεωτερικών σχεδίων, αίσθηση της κρισιμότητας των περιστάσεων. Ολοι τους είχαν την πεποίθηση ότι είναι δυνατό ένα νέο ξεκίνημα στη βάση ενός νέου κοσμοειδώλου – ενός κράτους ικανού να αναλαμβάνει εκσυγχρονιστικά σχέδια και να τρέφει υγιείς κοινωνικές δυνάμεις.
Ως αντίπαλοι, δαιμονοποίησαν αλλήλους. Διεκτραγώδησαν, όμως, το παρελθόν του κοινοβουλευτισμού του 19ου αιώνα και αποτίμησαν την εποχή τους μέσα από μοτίβα αναγέννησης και λύτρωσης που θα σταθεροποιούσαν, με τα ζεύγματα «επιστήμη-αλήθεια» και «τεχνολογία-πρόοδος», τα νέα σύνολα θεσμών αλλά και τον κοινωνικό σκοπό της τεχνολογικής και επιστημονικής δραστηριότητας.
Το συμπέρασμα της μελέτης είναι ο απόηχος προσανατολισμών που ίσως λείπουν σήμερα, πραγμάτων που δεν συζητούνται, που ίσως κυοφορούνται, αλλά δεν αποκωδικοποιούνται εξαιτίας της απροσδιοριστίας του δικού μας μέλλοντος, των καταιγιστικών εξελίξεων και της πίεσης της πολύπλευρης κρίσης και, κυρίως, από την αδυναμία μας να απεμπλακούμε από τους κοινωνικοπολιτικούς όρους του 20ού σε μια συζήτηση που γίνεται για τον 21ο αιώνα.


Ο ελληνικός Μεσοπόλεμος, θεωρούμενος σε συνάρτηση με τις γενικότερες ευρωπαϊκές εξελίξεις, συστήνει μια, από κάθε άποψη, κρίσιμη περίοδο. Πρόκειται για εποχή συντριβής αλλά και εντατικής αναζήτησης νέων ιδεωδών· οξυμμένων κοινωνικών προβλημάτων, προβληματισμών και συγκρούσεων, αλλά και θέσπισης καινούργιων θεσμών για την επίλυσή τους· πολιτικής αναταραχής και οικονομικής ανάπτυξης, διαμόρφωσης νέων ιδεολογικών-καλλιτεχνικών ρευμάτων και καλλιέργειας ιδεολογικών ζυμώσεων οι οποίες επηρέασαν καθοριστικά τα όσα ακολούθησαν.
Το ζήτημα της τεχνολογικής/επιστημονικής ανάπτυξης, άμεσα συνδεδεμένο με την κοινωνικοπολιτική ανασυγκρότηση και τον νέο πολιτισμικό προσανατολισμό του ελληνικού έθνους-κράτους, ύστερα και από την εν τοις πράγμασι κατάρρευση της "Μεγάλης Ιδέας", συνέστησε έναν από τους κεντρικούς προβληματισμούς κατά τη μεταιχμιακή αυτή περίοδο. Η προβληματική δεν αφορούσε αποκλειστικά σε κύκλους "ειδημόνων"· εκφράστηκε με ιδιαίτερη ένταση και συχνότητα στον δημόσιο λόγο διακεκριμένων πολιτικών και διανοουμένων.
Με ποιους τρόπους οι αντιμαχόμενοι αυτοί "λόγοι" οικειοποιήθηκαν την "τεχνολογία"; Πως προσέλαβαν την ιδέα της "επιστήμης", προκειμένου να τεκμηριώσουν την ανωτερότητα των θέσεων, των σχεδίων και των οραμάτων τους; Πως συνέδεσαν αυτές τις οικειοποιήσεις με την υπέρβαση των συνθηκών τις οποίες χαρακτήριζαν και όριζαν ως "κρίση", αλλά και με τον "ορθό" μελλοντικό ιδεολογικό, πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό προσανατολισμό του ελληνικού έθνους-κράτους; Τέλος, τι μπορεί να συνεισφέρει στην ήδη εκτεταμένη, πολυεπίπεδη βιβλιογραφία για τον ελληνικό Μεσοπόλεμο μια μελέτη που στηρίζει την προβληματική της στα προαναφερθέντα πεδία;
Σε αυτά τα ερωτήματα επιχειρεί να απαντήσει αυτό το βιβλίο, αξιοποιώντας "εργαλεία" των Σπουδών Επιστήμης και Τεχνολογίας (ΣΕΤ) και των Σπουδών Νεωτερικότητας. Μέσα από τις σελίδες του εξετάζονται ομιλίες και κείμενα των Ελευθέριου Βενιζέλου, Ιωάννη Μεταξά, Γιώργου Θεοτοκά, Ηλία Ηλιού, Δημήτρη Γληνού, Κωνσταντίνου Τσάτσου και Παναγιώτη Κανελλόπουλου, όπως διατυπώθηκαν σε κρίσιμους καιρούς. Έτσι, αποπειράται να συνομιλήσει με μια περίοδο η οποία εποικείτο από την αίσθηση του τέλους μιας εποχής, την απροσδιοριστία του μέλλοντος και την ανάγκη "νέων ξεκινημάτων" στη βάση καινούριων κοινωνικοπολιτικών σχεδίων. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Περιεχόμενα

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Μεθοδολογικές παρατηρήσεις και θεωρητικό πλαίσιο
1. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και το ιδεώδες να γίνει η Ελλάδα "αγνώριστη"
2. Ο Ιωάννης Μεταξάς και η υπαγωγή τεχνολογίας και επιστήμης στην πίστη, τη βούληση και την "Εθνική Ψυχή"
3. Γιώργος Θεοτοκάς: από την ποιητική ουσία της τεχνολογίας και της επιστήμης στον εφιάλτη του επιστημονισμού και της "εκτός ελέγχου" τεχνολογίας
4. Η παρέμβαση του Ηλία Ηλιού: "Κουτιών εγκώμιο"
5. Τεχνολογία και επιστήμη στη διαμάχη του Δ. Γληνού με το "Αρχείον της Φιλοσοφίας και Θεωρίας των Επιστημών"
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΥΡΙΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ