Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιώργος Πετρόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιώργος Πετρόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2017

Ο ματωμένος Μάης του '36 στη Θεσσαλονίκη

Τετάρτη, 29 Απρίλη 1936. Δώδεκα χιλιάδες καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης - εκ των οποίων περίπου το 70% γυναίκες - αυτή τη μέρα δεν πιάνουν δουλιά, αλλά κατεβαίνουν σε απεργία ύστερα από απόφαση του συνδικαλιστικού τους φορέα, της Πανελλήνιας Καπνεργατικής Ομοσπονδίας (ΠΚΟ). Κυριότερο αίτημά τους1 έχουν την αύξηση των ημερομισθίων στις 120- 135 δραχμές με την εφαρμογή της σύμβασης του 19242. Η απεργία ξεκινάει από τις 9.30 το πρωί. Τα καπνομάγαζα κλείνουν και οι απεργοί κατευθύνονται αρχικά στα γραφεία της Ομοσπονδίας και στη συνέχεια στον κινηματογράφο «Πάνθεον», όπου έχουν συγκέντρωση για να συζητήσουν και να αποφασίσουν τα μέτρα που πρέπει να λάβουν για την περιφρούρηση του αγώνα τους. Εξω από τον κινηματογράφο, η αστυνομία με ισχυρές δυνάμεις δείχνει τα δόντια της, έτοιμη, ανά πάσα στιγμή, να επιδοθεί στο ...θεάρεστο έργο της.

Οι απεργοί αγνοούν την προκλητική αστυνομική παρουσία, εκλέγουν Κεντρική Επιτροπή Αγώνα και στις 12.30 το μεσημέρι η Επιτροπή κάνει παράσταση στον γενικό διοικητή Μακεδονίας Κ. Πάλλη με το υπόμνημα των αιτημάτων των καπνεργατών. Την ίδια μέρα, ξεσπά η απεργία στο Βόλο και στις Σέρρες.

Πολύ γρήγορα, η απεργία επεκτείνεται και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Την Πέμπτη 30 Απρίλη στην απεργία κατεβαίνουν τα Σωματεία Καπνεργατών στην Καβάλα και στη Δράμα. Το Σάββατο 2 Μάη θα προστεθούν τα Σωματεία Αγρινίου, Κομοτηνής, Σάμου, Σιδηροκάστρου, Προσοτσάνης, Νιγρίτας, Ξάνθης, Λαγκαδά, Σιάτιστας, Καρδίτσας, Πειραιά κ.ά. Την Τρίτη 5 Μάη - 7η μέρα της απεργίας, κατεβαίνουν σε συμπαράσταση στη Θεσσαλονίκη οι κλωστοϋφαντουργοί, οι χαρτεργάτες, οι τσαγκαράδες και οι λαστιχάδες. Στις 6 Μάη το μεσημέρι, μέλη φασιστικών οργανώσεων, τους οποίους χρησιμοποιεί το κράτος, πυροβολούν και τραυματίζουν τον καπνεργάτη Κώστα Σαμιώτη 20 χρόνων.

Την επομένη, 7 Μάη, το Ενωτικό Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης καλεί την εργατική τάξη σε επιφυλακή για 24ωρη απεργία συμπαράστασης. Εν τω μεταξύ, η εργατική τάξη της Ελλάδας συμπαραστέκεται στους απεργούς. Οι πιο μαζικές Ομοσπονδίες Ηλεκτρισμού, Δέρματος, Οικοδόμων, Επισιτισμού, Ιματισμού, Κουρέων, Αρτεργατών, Φυματικών, το Ενωτικό Εργατικό Κέντρο Αθήνας, με τηλεγραφήματά τους προς τη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, τονίζουν ότι αν δε λυθούν τα δίκαια αιτήματα των καπνεργατών, των τσαγκαράδων και υφαντουργών και σε περίπτωση που εφαρμοστούν τα τρομοκρατικά μέτρα που εξαγγέλθηκαν, η εργατιά όλης της χώρας θα κατέβει σε πανελλαδική απεργία. Αυτή τη μέρα φτάνει στη Θεσσαλονίκη, επιστρέφοντας από το Βελιγράδι, ο πρωθυπουργός της χώρας και μετέπειτα δικτάτορας Ι. Μεταξάς, ο οποίος, σε κοινή σύσκεψη που είχε με τον γενικό διευθυντή και τον σωματάρχη του Γ` Σώματος Στρατού, δίνει το «πράσινο φως» για την καταστολή της απεργίας.
 
Σε λίγες ώρες, η συμπρωτεύουσα θα ζούσε μια από τις ηρωικότερες και τραγικότερες σελίδες της ιστορίας της. Αλλά πριν πάμε εκεί ας δούμε, εν συντομία, το ιστορικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο εξελίσσονται τα γεγονότα.

Πρωτόγνωρη όξυνση της ταξικής πάλης
 
Το πρώτο μισό της δεκαετίας του '30, στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από οξύτατες κοινωνικοπολιτικές αντιθέσεις και αντιπαραθέσεις, που τελική κατάληξη θα έχουν την εγκαθίδρυση της μεταξικής δικτατορίας. Επρόκειτο για μια πορεία που δεν ήταν αναπόφευκτη, αν κρίνουμε από τη σκοπιά των συμφερόντων του εργαζόμενου λαού, αλλά ούτε και εύκολη, αν εξετάσουμε τα πράγματα από τη σκοπιά των συμφερόντων της άρχουσας τάξης. Προς αυτήν την κατεύθυνση ευνοούσε η παγκόσμια οικονομική κρίση του καπιταλισμού 1929-1933, η χρεοκοπία του αστικού κοινοβουλευτισμού και η άνοδος του φασισμού, έμμεσα ή άμεσα, η κυριαρχία, δηλαδή, των πιο αντιδραστικών τμημάτων της χρηματιστικής ολιγαρχίας ως απάντηση των αστικών τάξεων σ' αυτήν την κρίση, αλλά και για την αντιμετώπιση του ανερχόμενου εργατικού - επαναστατικού κινήματος.

Στο εξεταζόμενο διάστημα και πριν ο Μεταξάς εγκαθιδρύσει το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, η Ελλάδα γνώρισε σημαντικές, αλλά αποτυχημένες απόπειρες επιβολής δικτατορικού καθεστώτος από το χώρο του Κέντρου (Κίνημα Πλαστήρα το 1933, Κίνημα των Βενιζελικών της 1ης Μάρτη 1935), ενώ ο άλλος πόλος του αστικού πολιτικού κόσμου, η λεγόμενη δεξιά και ακροδεξιά, δουλεύοντας πιο μεθοδικά, κατάφερε να επιτύχει την παλινόρθωση της μοναρχίας το φθινόπωρο του 1935 και να βάλει ισχυρά θεμέλια για μια επιτυχημένη επιβολή πραξικοπήματος.
 
Το 1935 παρουσιάζεται επίσης σοβαρή ανάπτυξη του απεργιακού κινήματος που συνοδεύεται από παλλαϊκά συλλαλητήρια. Σε 200.000 φτάνουν οι απεργοί εργάτες μέχρι τον Οκτώβρη του χρόνου εκείνου, χωρίς να υπολογίζονται οι μήνες Μάρτης - Απρίλης. Χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτών των αγώνων, που αγκαλιάζουν όλα σχεδόν τα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας, είναι η αποφασιστικότητα και το πείσμα των εργαζόμενων μαζών, που φτάνουν ακόμη και σε ανοιχτή σύγκρουση με τους εργοδότες και την αστυνομία. Το 1935 σημαδεύεται, επίσης, με το ματοκύλισμα δεκάδων εργατών και αγροτών3.

Με την αυγή του 1936, ο ελληνικός λαός έζησε κορυφαία ιστορικά γεγονότα. Στις 26 Γενάρη, η χώρα οδηγήθηκε σε εκλογές. Η βενιζελική παράταξη - το λεγόμενο Κέντρο - που κατέβηκε στις εκλογές με 5 διαφορετικά κόμματα (Κόμμα Φιλελευθέρων, Δημοκρατικός Συνασπισμός, Πανδημοκρατική Ενωσις Κρήτης, Αγροτικό Σοφιανόπουλου και Νεοφιλελεύθεροι) συγκέντρωσε συνολικά 574.655 ψήφους, και 142 έδρες. Η αντιβενιζελική παράταξη - η λεγόμενη Δεξιά και ακροδεξιά - πήρε μέρος στις εκλογές με τα κόμματα Λαϊκό, Λαϊκή Ριζοσπαστική Ενωσις, Κόμμα Ελευθεροφρόνων (Μεταξάς) και Εθνικόν Μεταρρυθμιστικόν Κόμμα και συγκέντρωσε 602.840 ψήφους και 143 έδρες. Το ΚΚΕ, που είχε δημιουργήσει με το Αγροτικό Κόμμα του Βογιατζή το «Παλλαϊκό Μέτωπο», σημείωσε επιτυχία, καθώς συγκέντρωσε 73.411 ψήφους και εξέλεξε 15 βουλευτές. Η επιτυχία αυτή αποκτούσε ξεχωριστή σημασία, δεδομένου ότι κανένα κόμμα δε συγκέντρωνε την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία και το Παλλαϊκό Μέτωπο μπορούσε να παίξει ένα είδος ρυθμιστικού ρόλου, κάτι και το οποίο έγινε με την υπογραφή, στις 19/2/1936, του γνωστού συμφώνου Σκλάβαινα - Σοφούλη. Βάσει των όρων της συμφωνίας, το Παλλαϊκό Μέτωπο αναλάμβανε την υποχρέωση να ψηφίσει τους Φιλελεύθερους για το προεδρείο της Βουλής και να δώσει ψήφο ανοχής σε κυβέρνηση που θα σχημάτιζε ο Σοφούλης. Από την πλευρά της, η κυβέρνηση θα ακύρωνε αναδρομικά τη διάταξη του εκλογικού νόμου που αφαιρούσε τα εκλογικά δικαιώματα από όσους είχαν καταδικαστεί για παράβαση του «ιδιώνυμου», θα καταργούσε τις Επιτροπές Ασφάλειας, θα έδινε αμνηστία στον Ν. Ζαχαριάδη, στον Β. Βερβέρη και στον Β. Νεφελούδη, καθώς και σε όλους τους πολιτικούς κατάδικους, στους φυλακισμένους και τους εξόριστους, θα διέλυε όλες τις φασιστικές οργανώσεις, θα καθιέρωνε σαν μόνιμο εκλογικό σύστημα την αναλογική, θα ελάττωνε, μέσα σε δυο μήνες, την τιμή του ψωμιού, θα απαγόρευε την προσωποκράτηση για οφειλές προς το Δημόσιο μέχρι τρεις χιλιάδες δραχμές, θα καθιέρωνε πεντάχρονο χρεοστάσιο χωρίς όρους για τα χρέη των αγροτών στις τράπεζες και στους ιδιώτες και θα προχωρούσε στην άμεση εφαρμογή των κοινωνικών ασφαλίσεων4.

Τελικά, αυτό το σύμφωνο δεν τηρήθηκε, με ευθύνη του Κόμματος των Φιλελευθέρων του Θ. Σοφούλη, που υπαναχώρησε, υποστηρίζοντας μαζί με το δεξιό Λαϊκό κόμμα τη λύση Δεμερτζή.
Η υπαναχώρηση των Φιλελευθέρων ήταν επιβεβλημένη από τα ταξικά συμφέροντα που υπηρετούσε ο χώρος του Κέντρου, δεδομένου ότι ήταν τέτοιες οι συνθήκες εκείνη την περίοδο που η συμμαχία με το Παλλαϊκό Μέτωπο ευνοούσε το λαϊκό κίνημα, η πάλη του οποίου γνώριζε πραγματική έκρηξη. Στους πρώτους μήνες του '36, το απεργιακό κίνημα της εργατικής τάξης, αλλά και των μεσαίων στρωμάτων σημείωσε πρωτοφανή άνοδο απ' άκρη σ' άκρη της Ελλάδας. Μόνο στο τρίμηνο Γενάρη - Μάρτη, απήργησαν πάνω από 200 χιλιάδες εργάτες, ενώ σε μια σειρά πόλεις (Δράμα, Καβάλα, Σέρρες, Ξάνθη κλπ.) πραγματοποιήθηκαν πετυχημένες απεργίες με τοπικού χαρακτήρα αιτήματα. Στο ίδιο χρονικό διάστημα, οι αγρότες μιας σειράς επαρχιών (Ηρακλείου, Δωρίδας κλπ.) συγκροτούσαν συλλαλητήρια, ενώ οι επαγγελματίες των πόλεων κατέβαιναν σε απεργίες. Σ' αυτές τις παλλαϊκές κινητοποιήσεις, το «παρών» έδωσε και η σπουδάζουσα νεολαία. Ολόκληρο το πρώτο δεκαήμερο του Μάρτη, οι φοιτητές των πανεπιστημίων και όλων των άλλων σχολών βρίσκονταν σε απεργία, απαιτώντας πανεπιστημιακές και γενικότερα δημοκρατικές ελευθερίες5.

Τη μεγάλη άνοδο των εργατικών και λαϊκών αγώνων φανερώνει και η αντίδραση των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους. Ο απολογισμός της κρατικής τρομοκρατίας σε βάρος των λαϊκών μαζών, για τους μήνες Γενάρη, Φλεβάρη, Μάρτη και Απρίλη του 1936, που έδωσε στη δημοσιότητα η Στατιστική Υπηρεσία της οργάνωσης ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΒΟΗΘΕΙΑ, είναι αποκαλυπτικός6. Το Γενάρη του '36, σε ολόκληρη την Ελλάδα έγιναν 117 συλλήψεις, 18 φυλακίσεις, 37 εξορισμοί, 33 τραυματισμοί, 1 δολοφονία, 38 βασανισμοί, 13 απαγορεύσεις συνεδρίων και συγκεντρώσεων, 1 αστυνομική έρευνα, 4 διαλύσεις σωματείων και 3 κατασχέσεις.
Το Φλεβάρη έγιναν 129 συλλήψεις, 91 φυλακίσεις, 6 εξορισμοί, 23 τραυματισμοί, 2 δολοφονίες, 17 βασανισμοί, 3 απαγορεύσεις συνεδρίων και συγκεντρώσεων, 14 αστυνομικές έρευνες και 3 κατασχέσεις.
Το Μάρτη έγιναν 198 συλλήψεις, 225 φυλακίσεις, 12 εξορισμοί, 17 τραυματισμοί, 1 δολοφονία, 36 βασανισμοί, 5 απαγορεύσεις συνεδρίων και συγκεντρώσεων, 2 αστυνομικές έρευνες και 1 κατάσχεση.
Τον Απρίλη του '36 έγιναν 198 συλλήψεις, 32 φυλακίσεις, 44 εξορισμοί, 35 τραυματισμοί, 1 δολοφονία, 34 βασανισμοί, 15 απαγορεύσεις συνεδρίων και συγκεντρώσεων, 19 αστυνομικές έρευνες και 470 κατασχέσεις.

Το σκηνικό, που δείχνει με ποια κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα φτάσαμε στα γεγονότα του Μάη στη Θεσσαλονίκη, ολοκληρώνεται, αν προσθέσουμε τις πολιτικές εξελίξεις σε κεντρικό επίπεδο.

Στις 5 Μάρτη του 1936, ο βασιλιάς Γεώργιος - χωρίς να συναντήσει την παραμικρή αντίσταση από τα αστικά κόμματα - διόρισε τον Ιωάννη Μεταξά στη θέση του υπουργού των Στρατιωτικών. Επίσης καθολική ήταν από τον μονάρχη και τον αστικό πολιτικό κόσμο η στήριξη της κυβέρνησης Δεμερτζή, στην οποία ο Μεταξάς κατείχε και τη θέση του αντιπροέδρου. Λίγες βδομάδες αργότερα, στις 27 Απρίλη του ίδιου έτους, και αφού ο Δεμερτζής είχε αποδημήσει εις Κύριον, τα αστικά κόμματα έκαναν τον Μεταξά πρωθυπουργό, δίνοντάς του ψήφο εμπιστοσύνης και τρεις μέρες αργότερα η Βουλή αποφάσισε τη διακοπή των εργασιών της μέχρι το τέλος Σεπτέμβρη, δίνοντας στον μετέπειτα δικτάτορα και στην κυβέρνησή του ημιδικτατορικές εξουσίες. Αποτέλεσμα ήταν, από τα τέλη Απρίλη του '36, να εγκαθιδρυθεί στη χώρα ένα ιδιότυπο καθεστώς, που αργότερα πολύ εύστοχα ονομάστηκε «καθεστώς της 3 1/2 Αυγούστου»7. Σε καθεστώς, λοιπόν «3 1/2 Αυγούστου» - που ήθελε να γίνει «4η Αυγούστου» - έγιναν τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης, στα οποία και επιστρέφουμε.

Ο ματωμένος Μάης του '36
 
Η κυβέρνηση Μεταξά ακολούθησε παρελκυστική τακτική από την πρώτη μέρα της απεργίας των καπνεργατών, προετοιμάζοντας τη βίαιη κατάπνιξή της. Στους καπνεργάτες έλεγε ότι τα αιτήματά τους γρήγορα θα ικανοποιηθούν και από τους καπνεμπόρους ζητούσε να είναι αδιάλλακτοι. Ετσι φτάσαμε στις 7 Μάη, όπου στο Βόλο έγιναν αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ απεργών και αστυνομίας, ενώ στη Θεσσαλονίκη, όπως προαναφέραμε, έμπαινε σε εφαρμογή ένα πλήρες σχέδιο καταστολής.

Στις 8 Μάη, λίγο πριν από το μεσημέρι, εφτά χιλιάδες απεργοί της Θεσσαλονίκης κατευθύνθηκαν προς τη Γενική Διοίκηση Βορείου Ελλάδος για να απαιτήσουν την άμεση επίλυση των αιτημάτων τους. Δυνάμεις έφιππης και πεζής χωροφυλακής προσπάθησαν να τους σταματήσουν, χωρίς όμως να το πετύχουν. Τότε άρχισαν να πυροβολούν κατά του άοπλου πλήθους, που ύστερα από το πρώτο σοκ ανασύνταξε τις δυνάμεις του κι άρχισε να στήνει οδοφράγματα. Την ίδια ώρα, άλλη διαδήλωση από τρεις χιλιάδες περίπου εργάτες, που κατευθυνόταν επίσης προς το Διοικητήριο, δέχτηκε κι αυτή επίθεση από τους χωροφύλακες. Οι εργάτες κατάφεραν να σπάσουν τις ζώνες των χωροφυλάκων και να ενωθούν με τους συναδέλφους τους στα οδοφράγματα.

Μέσα σε λίγη ώρα, τα νέα είχαν φτάσει σε κάθε σημείο της πόλης κι ο κόσμος κατέβαινε από τις συνοικίες προς το κέντρο για να βοηθήσει τους αγωνιζόμενους εργάτες. Οι αρχές τρομοκρατήθηκαν. Ο διοικητής της φρουράς Θεσσαλονίκης έδωσε διαταγή στο στρατό να χτυπήσει τους διαδηλωτές, αλλά οι φαντάροι δεν υπάκουσαν. Τρεισήμισι ώρες κράτησαν οι οδομαχίες και, τελικά, οι διαδηλωτές υποχώρησαν. Πολλοί εργάτες είχαν τραυματιστεί, αλλά η αγανάκτηση το λαού ήταν στο κατακόρυφο. Το βράδυ, πολλά σωματεία τη Θεσσαλονίκης (αυτοκινητιστές, λιμενεργάτες οικοδόμοι, τροχιοδρομικοί κ.ά.) κήρυξαν απεργία. Η κυβέρνηση σε απάντηση προχώρησε την έκδοση διατάγματος επιστράτευσης των τροχιοδρομικών και των σιδηροδρομικών και διέταξε το Γ` Σώμα Στρατού να λάβει εξαιρετικά μέτρα προς εξασφάλιση της τάξης8.

«Η αστυνομία - έγραφε ο «Ρ», αναφερόμενος στα γεγονότα της 8ης Μάη9 - έδειξε σήμερα καθαρά πως παίζει το ρόλο του υπηρέτη του καπνεμπορικού και του άλλου κεφαλαίου. Με αγριότητα και βανδαλισμούς επετέθηκε κατά των άοπλων καπνεργατών και καπνεργατριών, των υφαντουργών, των μικρών κοριτσιών (12 ως 15 χρόνων) και τους ματοκύλισε. Επί 3 1/2 ώρες, η Θεσσαλονίκη βρισκότανε χθες σε κατάσταση μάχης, μεταξύ των δυνάμεων της αστυνομίας και ενός μέρους της εργατικής τάξης. Η στάση της αστυνομίας έχει εξεγείρει όλο το λαό».

Την επομένη, 9 Μάη, η απεργία στη συμπρωτεύουσα είχε γενικευτεί. Μαζί με τους εργάτες, κατέβηκαν σε απεργία διαμαρτυρίας και οι επαγγελματίες, οι βιοτέχνες και οι φοιτητές. «Την πρωίαν της 9ης Μάη - γράφει ο Γρ. Δαφνής10 - απήργησαν εις ένδειξιν αλληλεγγύης οι λιμενεργάται, αρτεργάται, μυλεργάται, εργάται πλεκτηρίων και άλλων κλάδων, έτσι που το σύνολο των απεργούντων εργατών εις Θεσσαλονίκην ανήλθε εις 25.000 περίπου. Οι δε έμποροι και επαγγελματίαι έκλεισαν τα καταστήματά των. Ολόκληρος δηλαδή ο λαός της Θεσσαλονίκης, ο εργαζόμενος, ενεφανίζετο ηνωμένος εις την κατά των κυβερνητικών μέτρων διαμαρτυρίαν».

Ετσι οι χωροφύλακες από νωρίς το πρωί άρχισαν τις επιθέσεις εναντίων εργατικών συγκεντρώσεων. Η πρώτη σοβαρή σύγκρουση έγινε μεταξύ χωροφυλακής και απεργών αυτοκινητιστών στην οδό Εγνατίας. Οι χωροφύλακες χτύπησαν στο ψαχνό και σε λίγο έπεσε ο πρώτος νεκρός απεργός: Ηταν ο αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης. «Το πλακόστρωτο και οι γύρω δρόμοι βάφονται με αίμα. Παντού ακούγονται αγκομαχητά των πληγωμένων και οι κατάρες τους πλήθους ενάντια στους φονιάδες. Γίνεται διαδήλωση με το νεκρό εργάτη πάνω σε μια πόρτα μπροστά προς το Διοικητήριο, από το οποίο απουσιάζει ο διοικητής, όχι, όμως, και οι χωροφύλακες που το φυλάνε πάνοπλοι. Την ίδια ώρα, οι καμπάνες σε όλες τις συνοικίες κτυπάν συναγερμό, ο λαός ξεχύνεται στους δρόμους και κατηφορίζει προς το κέντρο. Πορείες με υψωμένες τις γροθιές ενώνονται με τους απεργούς, ενώ κόκκινα λάβαρα βαμμένα από το αίμα των δολοφονημένων εργατών ανεμίζουν. Οι πρώτοι νεκροί: Β. Σταύρου, Ιντο Σεννόρ, Γ. Πανόπουλος, Αγλαμίδης, Σαλβατώρ Ματαράσσο, Δημ. Λαϊλάνης, Σ. Διαμαντόπουλος, Γιάννης Πιτάρης, Ευθύμης Μάνος, Μανώλης Ζαχαρίου, Αναστασία Καρανικόλα»11.

Οι μαζικές δολοφονίες διαδηλωτών, αντί να κάμψουν τη λαϊκή αντίσταση, τη θεριεύουν, προκαλώντας νέα κύματα οργής και αγανάκτησης. Ολη η πόλη έχει ξεσηκωθεί, ενώ οι στρατιώτες παραβαίνουν τις διαταγές, αρνούνται να σηκώσουν όπλο κατά του λαού και συγκρούονται με τους χωροφύλακες.

Το μεσημέρι, ο διοικητής του Γ` Σώματος Στρατού διατάσσει τους χωροφύλακες να κλειστούν στα αστυνομικά τμήματα, δίνει εντολή σε αξιωματικούς του στρατού να αναλάβουν τη διοίκηση των αστυνομικών τμημάτων και βγάζει ανακοίνωση που απαγορεύει κάθε συγκέντρωση ακόμα και λίγων ατόμων σε κλειστό ή ανοιχτό χώρο, ενώ κλείνει και τα μαγαζιά της Θεσσαλονίκης. Το γεγονός αυτό αντί να δράσει καταπραϋντικά οξύνει ακόμη περισσότερο τα πνεύματα. Στις 5 μ.μ. πραγματοποιείται νέα λαϊκή συγκέντρωση στη διασταύρωση των οδών Εγνατίας και Βενιζέλου χωρίς να υπάρξουν επεισόδια. Οι συγκεντρωμένοι εκδίδουν ψήφισμα το οποίο λέει:
«Άπας ο λαός της Θεσσαλονίκης, συγκεντρωθείς εις παλλαϊκήν συγκέντρωσιν και ακούσας των ρητόρων, αποφασίζει:
1) Εκφράζει τον αποτροπιασμόν και την αγανάκτησίν του διά τους δολοφόνους.
2) Διαδηλώνει τη συμπάθειάν του προς τους αγωνιζόμενους απεργούς.
Και ζητεί: 1) Παραίτησιν της κυβερνήσεως.
3) Αμεσον σύλληψιν του διευθυντού της Αστυνομίας Ντάκου και την αντικατάστασιν του γενικού διοικητού Πάλλη.
4) Επίλυση όλων των αιτημάτων των απεργών και ακύρωσιν της αποβολής του φοιτητή Καββαδία.
5) Απελευθέρωσιν όλων των συλληφθέντων.
6) Απόδοσιν των θυμάτων εις τα εργατικά Σωματεία προς κήδευσιν.
7) Να επιτραπεί αύριον η τέλεσις παλλαϊκού μνημοσύνου.
Δηλώνει:
ότι θα συνεχίσει την απεργίαν μέχρις της πλήρους επιλύσεως όλων των αιτημάτων και αναθέτει εις τον διοικητήν του ΓΣ Στρατού τη διαβίβασιν του παρόντος ψηφίσματος εις την κυβέρνησιν».

Το βράδυ της 9ης Μάη, ο λαός της Θεσσαλονίκης είναι η πραγματική εξουσία στην πόλη. «Οι αρχές είχαν ουσιαστικά καταλυθεί. Οι συνοικισμοί όλοι είχαν καταληφθεί από τους διαδηλωτάς», γράφει ο επιμελητής του ημερολογίου του Ιωάννη Μεταξά, Π. Σιφναίος12. Και ο Γρ. Δαφνής συμπληρώνει: «Τη νύκτα της 9ης προς 10η Μαΐου, ούτε ο Γενικός Διοικητής, ούτε ο Σωματάρχης, ούτε καμία άλλη αρχή ημπορούσε να ασκήση εξουσίαν... Ητο εκτός πάσης αμφιβολίας ότι ο λαός της Θεσσαλονίκης ήτο κύριος της καταστάσεως»13. Μπρος σ' αυτήν την κατάσταση, ο Μεταξάς δεν έκρυψε τον τρόμο του και διέταξε να κινηθεί το Σύνταγμα Λαρίσης προς τη Θεσσαλονίκη και μοίρα του Στόλου να καταπλεύσει προς την πόλη14. Ηθελε προφανώς να σπείρει τον τρόμο και να δείξει πως ήταν αποφασισμένος για όλα, αλλά τα πράγματα δεν οδηγήθηκαν σε νέα σύγκρουση, δεδομένου ότι η απεργία λύθηκε με συμβιβασμό που επιτεύχθηκε σε κεντρικό επίπεδο, στον οποίο συνέβαλε και η Ενωτική ΓΣΕΕ με επικεφαλής τον Κ. Θέο15.

Αντί επιλόγου
 
Η βάρβαρη δολοφονική επίθεση εναντίον του λαού της Θεσσαλονίκης προκάλεσε έκρηξη κι απεργιακές κινητοποιήσεις σε ολόκληρη την Ελλάδα16. Το απεργιακό αυτό ξέσπασμα το Μάη του '36, η κυβέρνηση του Μεταξά και ο αστικός πολιτικός κόσμος το απέδωσαν, κατά τη συνήθη πρακτική, σε ...κομμουνιστικό δάκτυλο. «Το 1936- γράφει ο Mark Mazower17 εξηγώντας αυτήν την ερμηνεία των γεγονότων - καθώς δυνάμωνε η εργατική διαμαρτυρία, τα μεγάλα πολιτικά κόμματα αρχικά περιθωριοποιήθηκαν και κατόπιν ωθήθηκαν στην υποστήριξη της αντικομμουνιστικής καταστολής». Αναμφίβολα, το ταξικό τους συμφέρον δεν μπορούσε να τα οδηγήσει σε άλλο δρόμο. Η αλήθεια, όμως, ήταν διαφορετική. Κανένα εργατικό κίνημα και καμία απεργία δε θα μπορούσε να υπάρξει, αν δεν υπήρχαν πραγματικά προβλήματα που μάστιζαν τους εργαζόμενους. «Η εργατική αναταραχή - έγραφαν οι ιθύνοντες της βρετανικής Πρεσβείας σε μία έκθεση τους, με ημερομηνία 27/5/1936, για τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης - οφείλεται περισσότερο σε πραγματική δυσαρέσκεια για τα μόνιμα κακά, παρά σε κομμουνιστική προπαγάνδα. Στη ρίζα του κακού βρίσκεται η μεγάλη οικονομική αθλιότητα, που επικρατεί στα κατώτερα στρώματα και ειδικά στις εργαζόμενες τάξεις»18.

Τα γεγονότα του Μάη του '36 με επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη θα μπορούσαν πιθανότατα να αποτελέσουν και την αρχή του τέλους της διακυβέρνησης του τόπου από τον Μεταξά, αν τα αστικά κόμματα ανταποκρίνονταν στις σχετικές εκκλήσεις του ΚΚΕ, το οποίο σε απόφαση της ΚΕ του προφητικά τόνιζε19: «Ο δολοφόνος Μεταξάς, εκπρόσωπος των πιο τρομοκρατικών, πλουτοκρατικών κύκλων, του βασιλιά και της φασιστικής στρατοκρατίας, επιταχύνει τις προσπάθειές του για να εγκαθιδρύσει στην Ελλάδα μοναρχοφασιστική δικτατορία». Δυστυχώς, το ΚΚΕ δεν εισακούστηκε κι έμεινε μόνο του έως το τέλος να αγωνίζεται για ν' αποτρέψει το μοιραίο, την εγκαθίδρυση της μοναρχοφασιστικής δικτατορίας. Το αποτέλεσμα της στάσης των αστικών κομμάτων, ήταν να λυθούν τα χέρια του Μεταξά κι αυτών που τον στήριζαν. Υπό αυτές τις συνθήκες, έχει απόλυτο δίκιο ο Γρ. Δαφνής, όταν σημειώνει ότι: «Τα αιματηρά γεγονότα της Θεσσαλονίκης θα δώσουν την πρώτη δικαιολογίαν διά την κατάλυσιν του δημοκρατικού κοινοβουλευτικού πολιτεύματος». Ο ίδιος συγγραφέας προσθέτει ότι στις 10 Μάη ο Μεταξάς συζήτησε και συμφώνησε με τον Γεώργιο Γλύξμπουργκ για την επιβολή της δικτατορίας20.

Σχετικά, πάντως, με τη στήριξη που βρήκε ο Μεταξάς στα αστικά κόμματα της εποχής, πιο αξιοπρόσεκτο είναι το γεγονός ότι πολυτιμότερη, για να επιβάλει εντέλει τα σχέδιά του, ήταν αντικειμενικά η στήριξη που του παρείχε το βενιζελικό Κόμμα των Φιλελευθέρων. «Ο Σοφούλης - γράφει ο Γ. Ανδρικόπουλος21 - αν και απέφυγε να αναφερθεί στην εξαθλίωση του λαού, καταδίκασε ωστόσο με μεγάλη οξύτητα ''την απάνθρωπον συμπεριφοράν του κράτους και των οργάνων του'', ''τας τσαρικάς σφαγάς''. Ταυτόχρονα, συνέχιζε να υποστηρίζει την κυβέρνηση Μεταξά... Το κόμμα των Φιλελευθέρων είχε, για πρώτη φορά στην ιστορία του, βρεθεί μπροστά σε μια τέτοια κρίση. Τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης έδειχναν ότι η πολιτική του έναντι του Μεταξά αποδοκιμαζόταν από το λαό... Για να κερδίσει το έδαφος που είχε χάσει, έπρεπε να κάνει στροφή προς τα αριστερά και να εγκαταλείψει τον Μεταξά. Αλλά την αναδίπλωση έκανε αδύνατη, πρώτο η πεποίθηση της ηγεσίας του ότι ο Μεταξάς αντιπροσώπευε τη μόνη ελπίδα επαναφοράς στο στρατό των απότακτων αξιωματικών, δεύτερο η βαθύτατα συντηρητική του φύση που απέτρεπε συνεργασία με ριζοσπαστικές δυνάμεις».

Χωρίς αμφιβολία, τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης σηματοδοτούσαν μια περίοδο στην πολιτική ζωή της χώρας, όπου το κέντρο βάρους των εξελίξεων, έστω και ελαφρά, μετατοπιζόταν από τα κέντρα συνωμοσίας στις οργανώσεις του λαού. Το ΚΚΕ μάλιστα, εναπόθετε - και δίκαια έπραττε - όλες τις ελπίδες για προοδευτικές εξελίξεις στη χώρα σ' αυτό το γεγονός. Την Ελλάδα22, έλεγε, «ο παλλαϊκός απελευθερωτικός αγώνας θα τη σώσει». Ομως, αυτό, που για το ΚΚΕ ήταν σωτηρία της χώρας, προκαλούσε πανικό σε κάποιους άλλους. Η είσοδος του λαού στο προσκήνιο των πολιτικών εξελίξεων ήταν ένα γεγονός, που, όπως γράφει ο Ανδρικόπουλος23 «δεν πέρασε απαρατήρητο από τις στήλες του Τύπου - βενιζελικού και αντιβενιζελικού - που άρχισε να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου». Κι ύστερα από τον κώδωνα του κινδύνου ήρθε η νύχτα της 4ης Αυγούστου.

Σημειώσεις
1 Συνολικά για τα αιτήματα των καπνεργατών, βλέπε: «Ο ηρωικός Μάης της Θεσσαλονίκης του '36 - χρονικό», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 22-23
2 Η σύμβαση αυτή, που είχε ονομαστεί και «σύμβαση Παπαναστασίου», προέβλεπε ότι ο μέσος όρος του ημερομισθίου των καπνεργατών θα έπρεπε να αντιστοιχεί σε 8 χρυσές δραχμές. Αυτό σήμαινε ότι το 1936 οι καπνεργάτες έπρεπε να παίρνουν ημερομίσθιο 140-150 δραχμών. Πληρώνοντας, όμως, με 40-50 δρχ., που με κάποιες επιμέρους αυξήσεις έφταναν τις 75-80. Είναι, μάλιστα, χαρακτηριστικό ότι εξαιτίας της μεγάλης ανεργίας πολλοί καπνεργάτες δούλευαν τζάμπα (κυρίως γυναίκες), έχοντας συμφωνήσει με τα αφεντικά να τους κολλάνε μόνο τα ένσημα στο ΤΑΚ (Ταμείο Ασφάλισης Καπνεργατών), για να μη χάνουν το δικαίωμα της περίθαλψης (Σπ. Λιναρδάτου: «Πώς εφτάσαμε στην 4η Αυγούστου», εκδόσεις «Θεμέλιο», 1965, σελ. 207-208)
3 «Ο ηρωικός Μάης της Θεσσαλονίκης του '36 - χρονικό», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 22-23
4 Βλέπε ολόκληρο το Σύμφωνο: «Το ΚΚΕ - Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος 4ος, σελ. 342-343.
5 Δημήτρη Σάρλη: «Η πολιτική του ΚΚΕ στον αγώνα κατά του μοναρχοφασισμού», Αθήνα 1975, σελ. 383-384
6 «Ριζοσπάστης» 21/4/1936
7 Φ. Γρηγοριάδη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας 1909- 1940», εκδόσεις «Καπόπουλος», τόμος 4ος, σελ. 134-136
8 Γρ. Δαφνή: «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», εκδόσεις «Ικαρος», 1955, τόμος Β`, σελ. 423
9 «Ριζοσπάστης» ,9 Μάη 1936
10 Γρ. Δαφνή: «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», εκδόσεις «Ικαρος», 1955, σελ. 424
11 «Οι καπνεργάτες και ο Μάης του '36», έκδοση «ΣΥΝΔΙΚΑΤΟ ΚΑΠΝΕΡΓΑΤΩΝ -ΤΡΙΩΝ Ν. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ», σελ. 43. Βλέπε αναλυτικά για το μακελειό: «Ρ», Κυριακή 10/5/1936 και «Ο ηρωικός Μάης της Θεσσαλονίκης του '36 - χρονικό», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 39-51. Για τον αριθμό των νεκρών υπάρχει διχογνωμία. Θεωρείται πως ήταν περισσότεροι, αλλά δε βρέθηκαν τα στοιχεία τους. Λέγεται ότι η αστυνομία προχώρησε σε μυστική ταφή νεκρών για να αποφευχθεί η έκρηξη της λαϊκής αγανάκτησης, που θα προκαλούσε η γνωστοποίηση των συνολικών στοιχείων γύρω από το μακελειό
12 Ι. Μεταξά: «Το προσωπικό του Ημερολόγιο», εκδόσεις «Γκοβόστη», τόμος Δ`, σελ. 213
13 Γρ. Δαφνή: «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», εκδόσεις «Ικαρος», 1955, τόμος Β` σελ. 425-426
14 Σπ. Μαρκεζίνη: «Πολιτική Ιστορία της Συγχρόνου Ελλάδος», εκδόσεις «Πάπυρος», τόμος 4ος, σελ. 304-307.
15 Η ΚΕ του ΚΚΕ άσκησε οξυτάτη κριτική στην Ενωτική ΓΣΕΕ και στον Κ. Θέο γι' αυτήν τη συμβιβαστική πρακτική (Βλέπε: «Το ΚΚΕ - Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος 4ος, σελ. 375-376)
16 «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 298-299
17 Mark Mazower: «Η Ελλάδα και η οικονομική κρίση του μεσοπολέμου», έκδοση του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, σελ. 371
18 Βλέπε ολόκληρη την έκθεση: Γ. Ανδρικόπουλου: «Οι ρίζες του ελληνικού φασισμού», εκδόσεις ΔΙΟΓΕΝΗΣ, σελ. 73-77
19 «Το ΚΚΕ - Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος 4ος, σελ. 373
20 Γρ. Δαφνή: «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», εκδόσεις «Ικαρος», 1955, τόμος Β`, σελ. 422-423
21 Γιάννη Ανδρικόπουλου: «Η Δημοκρατία του Μεσοπολέμου», εκδόσεις «Φυτράκη», σελ. 221
22 «Το ΚΚΕ - Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος 4ος, σελ. 372
23 Γ. Ανδρικόπουλου, στο ίδιο, σελ. 217

Γιώργος ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
 

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2016

ΕΑΜ: Το έφτιαξε η Αριστερά, το αγκάλιασε η Ελλάδα

Το ΕΑΜ ιδρύθηκε πριν από 75 χρόνια, στις 27 Σεπτεμβρίου 1941, σε ένα σπίτι στο τέρμα της οδού Μαυρομιχάλη.

Η ιδρυτική σύσκεψη ξεκίνησε γύρω στις 8 το βράδυ με τη συμμετοχή των εκπροσώπων τεσσάρων κόμματων της Αριστεράς.
Το ΚΚΕ εκπροσώπησε ο Λευτέρης Αποστόλου, το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΣΚΕ) ο Χρήστος Χωμενίδης, την Ενωση Λαϊκής Δημοκρατίας (ΕΛΔ) ο Ηλίας Τσιριμώκος και το Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας (ΑΚΕ) ο Απόστολος Βογιατζής.

Πριν από το ΕΑΜ είχαν ιδρυθεί δύο άλλες αντιστασιακές οργανώσεις. Στις 28 Μαΐου του 1941 δημιουργήθηκε η ΕΘΝΙΚΗ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ με σκοπό τη βοήθεια στον ελληνικό λαό αλλά και στα θύματα του πολέμου στις συνθήκες της Κατοχής.

Ενάμιση μήνα αργότερα, στις 16 Ιουλίου, το Εργατικό ΕΑΜ, με σκοπό να οργανώσει την πάλη του λαού για τις καθημερινές οικονομικές του διεκδικήσεις.

Με δυο λόγια, ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας ξεκίνησε από οργανώσεις που στόχευαν στη διασφάλιση της επιβίωσης του ελληνικού λαού.

Χρειάζεται επίσης να σημειωθεί ότι οι πρώτοι που είδαν την ανάγκη της οργάνωσης του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και της συγκρότησης του ΕΑΜ ήταν οι κομμουνιστές και το κόμμα τους το ΚΚΕ.

Στην ιδρυτική σύσκεψη του ΕΑΜ εγκρίθηκε ιδρυτικό κείμενο και διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό το οποίο κυκλοφόρησε πλατιά σε όλες τις μορφές (χειρόγραφο, πολυγραφημένο, τυπωμένο).

Στο ιδρυτικό κείμενο αναφερόταν:
«Από τους αντιπροσώπους των κάτωθι υπογραφομένων κομμάτων ιδρύεται το Εθνικόν Απελευθερωτικόν Μέτωπον της Ελλάδας (ΕΑΜ). Εις το ΕΑΜ γίνεται ισοτίμως δεκτόν και παν άλλο κόμμα ή οργάνωσις που δέχεται τας αρχάς του παρόντος ιδρυτικού ως και να εργασθή διά την επιτυχίαν των σκοπών του ΕΑΜ».

Στο διάγγελμα της οργάνωσης προς τον ελληνικό λαό γινόταν έκκληση για την όσο το δυνατόν πιο πλατιά και θαρραλέα συμμετοχή του στην εθνικοαπελευθερωτική πάλη.

Μεταξύ άλλων υπογραμμιζόταν:
«Ελληνες και Ελληνίδες πατριώτες. Νέοι και νέες. Ασχετα απ’ ό,τι σας χώρισε στο παρελθόν, άσχετα απ’ ό,τι θα σας χωρίσει στο μέλλον ύστερα από το ξεσκλάβωμά μας, ενώστε τις δυνάμεις σας για τον Εθνικό Απελευθερωτικό Αγώνα».

Το ΕΑΜ πολύ γρήγορα κατάφερε να ξεπεράσει τη στενή τυπική λειτουργία ενός συνασπισμού κομμάτων -και μάλιστα κομμάτων μιας συγκεκριμένης απόχρωσης- και μετατράπηκε σε μια πλατιά λαϊκή οργάνωση που όμοιά της δεν είχε εμφανιστεί ξανά στην ιστορία.

Το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα του ΕΑΜ ήταν η δυνατότητα και ικανότητα που απέκτησε να χρησιμοποιεί σε όλη την επικράτεια, συνδυασμένα, όλες τις μορφές πάλης, από τον απλό καθημερινό μαζικό πολιτικό αγώνα ώς την ένοπλη πάλη.
Σ’ αυτό συνέβαλε η πολυμορφία των οργανώσεων που το συγκροτούσαν πέρα από τις πολιτικές.

Είναι αδύνατο να κατανοήσουμε το ΕΑΜ χωρίς τις άλλες οργανώσεις του, την Εθνική Αλληλεγγύη, το Εργατικό ΕΑΜ, το ΕΑΜ Νέων, την ΕΠΟΝ, την Εθνική Πολιτοφυλακή, την ΟΠΛΑ και πάνω απ’ όλα τον ΕΛΑΣ.

Στην κορύφωση του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, το ΕΑΜ είχε στις τάξεις του περί τα 2 εκατ. μέλη.

Ο ΕΛΑΣ (τακτικός και εφεδρικός) περί τους 130.000 μαχητές. Η ΕΠΟΝ περί τα 700.000 μέλη, ενώ την Εθνική Αλληλεγγύη πλαισίωναν με διάφορους τρόπους περί τα 4 εκατ. πολίτες.

Αυτό το κίνημα κατάφερε να κάνει εκλογές μέσα στην Κατοχή, να εκλέξει λαϊκό κοινοβούλιο και να συγκροτήσει την ΠΕΕΑ - γνωστή και ως Κυβέρνηση του Βουνού.

Ηταν επομένως απολύτως φυσιολογικό το γεγονός ότι την επομένη της απελευθέρωσης της χώρας από τη φασιστική κατοχή, το ΕΑΜ είχε την εμπιστοσύνη τουλάχιστον του 80% του ελληνικού λαού.

Προσφορά του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στην απελευθέρωση της χώρας

Αφίσες του ΕΑΜ και το περίφημο κείμενο του Γλυνού «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ» Αφίσα του ΕΑΜ και το περίφημο κείμενο του Γλυνού «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ» |

Για τους αγώνες του ενάντια στον κατακτητή, το ΕΑΜ πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος.

Μόνο οι εκτελεσθέντες, μέλη και οπαδοί του, υπολογίζονται σε 48.000 (βλέπε στη σημερινή προσφορά της «Εφ.Συν.»: «Για σένα Ελλάδα», σελ. 2).

Στον αριθμό των εκτελεσθέντων δεν συμπεριλαμβάνονται όσοι έχασαν τη ζωή τους στα ολοκαυτώματα ή όσοι πέθαναν υπό το βάρος των κακουχιών και ήταν ΕΑΜίτες.

Ολοι αυτοί υπολογίζονται γενικά ως θυσίες του ελληνικού λαού, ανεξαρτήτως αντιστασιακής παρατάξεως.

Τεράστια υπήρξε, επίσης, η προσφορά του ΕΛΑΣ στα πεδία των μαχών.

Για να τον αντιμετωπίσουν, οι Γερμανοί ήταν υποχρεωμένοι να απασχολούν αποκλειστικά στην Ελλάδα 4-5 μεραρχίες, τη στιγμή που 40-50 μεραρχίες τους αντιμετώπιζαν τους απελευθερωτικούς αγώνες των άλλων υπόδουλων λαών.

Αφίσα του ΕΑΜ
Ο ΕΛΑΣ προξένησε τις παρακάτω βαριές απώλειες στον εχθρό: 19.355 νεκρούς, 8.294 τραυματίες, 5.181 αιχμαλώτους, χωρίς να υπολογίζονται οι απώλειες από την έναρξη του ένοπλου αγώνα και ώς τη συγκρότηση του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ, καθώς και το μεγαλύτερο μέρος των απωλειών στις περιοχές Ανατολικής Μακεδονίας, Θράκης, Πελοποννήσου και όλες οι απώλειες της Κρήτης. 
 
Ακόμη, ο ΕΛΑΣ κατέστρεψε 30 γέφυρες, 85 ατμομηχανές, 957 βαγόνια και 1.007 αυτοκίνητα.

Οι απώλειες του ΕΛΑΣ ήταν περίπου 4.400 νεκροί, 6.000 τραυματίες και 2.000 ανάπηροι, χωρίς να υπολογίζονται όσες προηγήθηκαν της συγκρότησης του Γενικού Στρατηγείου, καθώς και μεγάλο μέρος απωλειών της Θράκης, της Πελοποννήσου και της Κρήτης (Στ. Σαράφη: «Ο ΕΛΑΣ», εκδόσεις Επικαιρότητα, σελ. 444-446).

Ενα τραγούδι στην Κατοχή έλεγε: «Το ΕΑΜ μας έσωσε απ’ την πείνα - θα μας σώσει κι από τη σκλαβιά».

Το έπραξε και με το παραπάνω. Σπάνια στην Ιστορία απαντιέται οργάνωση με τέτοια συνέπεια και αυτοθυσία για την επίτευξη των σκοπών της.

Αλλά το ΕΑΜ δεν ήταν μια οποιαδήποτε οργάνωση.

Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2016

Το 6ο Συνέδριο του ΚΚΕ


Πύργος, 1934
Πύργος, 1934
Την Πρωτοχρονιά του 1936, ο «Ριζοσπάστης» κυκλοφόρησε με βασικό του θέμα το Μανιφέστο του 6ου Συνεδρίου του ΚΚΕ «Προς την Εργατική τάξη, προς όλο τον εργαζόμενο λαό της χώρας». Ο τίτλος της εφημερίδας συμπύκνωνε όλο το περιεχόμενο του ντοκουμέντου: «ΚΑΛΟΥΜΕ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΑΟ Ν' ΑΓΩΝΙΣΤΕΙ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΤΡΙΒΗ ΚΑΘΕ ΦΑΣΙΣΤΙΚΗΣ ΑΠΕΙΛΗΣ, ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΠΟΛΕΜΙΚΩΝ ΑΠΕΙΛΩΝ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ»

Στην πρώτη σελίδα, κάτω από τη δημοσίευση του μανιφέστου, υπό τον τίτλο «Συνήλθε το 6ο Συνέδριο του ΚΚΕ - Σχετική ανακοίνωση του Προεδρείου», διαβάζουμε: «Μέσα στο Δεκέμβρη, στην Αθήνα το 6ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδας. Οι δουλιές του Συνεδρίου βάσταξαν 4 μέρες. Τα θέματα που απασχόλησαν το Συνέδριο ήταν τα παρακάτω: 1ο Εκθεση δράσης της Κεντρικής Επιτροπής. Με εισηγητή το σ. Ν. Ζαχαριάδη - Εκθεση της αντιπροσωπείας του ΚΚΕ στο 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Με εισηγητή το σ. Πεταλίδη. 2ο Η κατάχρηση των συμμάχων. Με εισηγητή το σ. Γ. Αντωνίου. 3ο Τα καθήκοντα των κομμουνιστών στην πάλη κατά του πολέμου. Με εισηγητή το σ. Γ. Αντωνίου. 4ο Καταστατικό του ΚΚΕ. 5ο Εκλογές Κεντρικής Επιτροπής. Το 6ο Συνέδριο του ΚΚΕ "ενέκρινε ομόφωνα την πολιτική γραμμή και πρακτική δουλιά της Κεντρικής Επιτροπής" από το 5ο Συνέδριο μέχρι το 6ο και ψήφισε παμψηφεί την πολιτική απόφαση πάνω στο 1ο θέμα που δημοσιεύεται παρακάτω. Επίσης το Συνέδριο χαιρέτισε και αποδέχτηκε με ενθουσιασμό τις αποφάσεις του 7ου Συνεδρίου της ΚΔ.
Φιλιατρά, Αύγουστος 1935
Φιλιατρά, Αύγουστος 1935
Πάνω στο 2ο θέμα το Συνέδριο αποδέχτηκε ομόφωνα το σχέδιο θέσεων, έγκρινε βασικά την εισήγηση πάνω στο 3ο θέμα και ανέθεσε στην ΚΕ τη δημοσίευση των σχετικών θέσεων πάνω στο 2ο και στο 3ο θέματα.Το συνέδριο έγκρινε σαν οριστικό το καταστατικό του ΚΚΕ που 'χε δημοσιεύσει σαν προσωρινό η ΚΕ.

Το Συνέδριο ψήφισε μανιφέστο προς την εργατική τάξη και τον ελληνικό λαό και έστειλε χαιρετιστήρια στο αρχηγό της εργαζόμενης ανθρωπότητας σ. Στάλιν, στον σ. Δημητρώφ τιμονιέρη της ΚΔ, στον αρχηγό του γερμανικού προλεταριάτου σ. Τέλμαν και στους ηρωικούς απεργούς πείνας, φυλακισμένους και εξόριστους αγωνιστές του ελληνικού λαού. Το συνέδριο ανέθεσε στην ΚΕ τη δημοσίευση των εισηγήσεων και των λόγων των αντιπροσώπων. Το συνέδριο εξέλεξε καινούρια ΚΕ.

Στο Συνέδριο, που η προπαρασκευή του γένηκε ανοιχτά σ' όλο το κόμμα, αντιπροσωπεύτηκαν όλες οι κομματικές οργανώσεις με αντιπροσωπείες εκλεγμένες από τις προσυνεδριακές τοπικές συνδιασκέψεις. Απ' το Συνέδριο απουσίασε για τεχνικούς λόγους μόνο η αντιπροσωπεία που εκλέχτηκε απ' τη Συνδιάσκεψη της περιφερειακής οργάνωσης Κρήτης. Επίσης στο Συνέδριο παρακάθισε και αντιπροσωπεία της ΟΚΝΕ».

Το 6ο Συνέδριο συνήλθε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα μετά το 5ο Συνέδριο. Είχαν συμπληρωθεί μόλις 21 μήνες. Τι είχε, άραγε, μεσολαβήσει που καθιστούσε επιτακτική την εσπευσμένη σύγκληση του Συνεδρίου; Μια ανασκόπηση στα γεγονότα αυτών των 21 μηνών θα δώσει την ακριβή απάντηση.

Αντιφασιστικοί και εργατικοί αγώνες από το 5ο έως το 6ο Συνέδριο
Από την πάλη του λαού κατά του φασισμού και του πολέμου
Από την πάλη του λαού κατά του φασισμού και του πολέμου

Με οδηγό τις αποφάσεις της 6ης Ολομέλειας της ΚΕ του 1934, αλλά και με τις αποφάσεις του 5ου Συνεδρίου του, το ΚΚΕ πήρε την πρωτοβουλία του αγώνα κατά του φασισμού και του επικείμενου πολέμου, τα σύννεφα του οποίου ήσαν πλέον ορατά πάνω από την Ευρώπη. Ταυτόχρονα, το Κόμμα πρωταγωνίστησε στην πάλη των εργαζομένων για τα δικαιώματά τους στη δουλιά και στη ζωή.

Στο πλαίσιο της οργάνωσης της αντιφασιστικής πάλης, το ΚΚΕ πρωταγωνίστησε το 1934 στη διοργάνωση ενός Πανελλαδικού Αντιφασιστικού Συνεδρίου, αλλά και στη συσπείρωση κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων για την αποτροπή ενδεχόμενης επιβολής στρατιωτικοφασιστικής δικτατορίας στη χώρα. Το Απρίλη του 1934, δημοσιεύτηκε στο «Ριζοσπάστη» διακήρυξη, που την υπέγραφαν οι: Ν. Καρβούνης, Μ. Τατασόπουλος, Τάκης Καλλαντζόπουλος, Γ. Σιάντος, Αύρα Θεοδωροπούλου, Π. Δαμασκόπουλος, Β. Γεωργίου, Ι. Αντωνόπουλος, Αιμ. Βεάκης, Μεν. Μαρκόπουλος, Γαλάτεια Καζαντζάκη, Ν. Τσιλογιάννης, Αρ. Γεωργίου, Δημ. Γληνός, Ι. Αντωνιάδης, Γ. Κούμουλος, Κ. Βάρναλης. Στη διακήρυξη, αφού επισημαινόταν ο άμεσος κίνδυνος του φασισμού, ανακοινωνόταν η συγκρότηση Αντιφασιστικής Επιτροπής για την προετοιμασία και τη σύγκληση Αντιφασιστικού Συνεδρίου, με τη συμμετοχή όλων των αντιφασιστικών τάσεων και δυνάμεων. «Το Πανελλαδικό αυτό Αντιφασιστικό Συνέδριο», τονιζόταν στη διακήρυξη, «πρέπει να συνενώσει, έξω από κάθε ιδεολογική και πολιτική διαφορά, όλα τα τίμια αντιφασιστικά στοιχεία»1.

Με ταξικό πείσμα, οι προλετάριοι της Αθήνας ψηφίζουν Σφυρί - Δρεπάνι («Ριζοσπάστης» 2 Μάρτη 1933)
Με ταξικό πείσμα, οι προλετάριοι της Αθήνας ψηφίζουν Σφυρί - Δρεπάνι («Ριζοσπάστης» 2 Μάρτη 1933)
Στην πρόσκληση της Αντιφασιστικής Επιτροπής, ανταποκρίθηκαν με ενθουσιασμό οι εργαζόμενοι, οι φοιτητές και αρκετά στελέχη του Σοσιαλιστικού και του Αγροτικού Κόμματος. Η προετοιμασία του Συνεδρίου, στη διάρκεια της οποίας εκλέχτηκαν 2.700 αντιπρόσωποι, συνοδεύτηκε από μαχητικές αντιφασιστικές εκδηλώσεις, σε συνθήκες αδιάκοπων διώξεων των αντιφασιστών από την κυβέρνηση Παναγή Τσαλδάρη, η οποία, τελικά, απαγόρευσε το Αντιφασιστικό Συνέδριο. Η απαγόρευση αυτή προκάλεσε κύμα αγανάκτησης και οργής και στις 3 Ιουνίου, 1.200 αντιπρόσωποι και χιλιάδες άλλοι αντιφασίστες της Αθήνας και του Πειραιά συγκεντρώθηκαν στο κέντρο της πρωτεύουσας για να διαδηλώσουν τη διαμαρτυρία τους. Η κυβέρνηση Τσαλδάρη δε δίστασε να χρησιμοποιήσει, για άλλη μια φορά, την ωμή αστυνομική βία, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό τριών αντιφασιστών και τη σύλληψη εκατοντάδων διαδηλωτών2

Τελικά, το Αντιφασιστικό Συνέδριο συνήλθε ύστερα από δυο μέρες στον Κοκκιναρά της Κηφισιάς, σαν Πανελλαδική Αντιφασιστική Συνδιάσκεψη. Η Συνδιάσκεψη αυτή, στην οποία πήραν μέρος κομμουνιστές, σοσιαλιστές, δημοκράτες και άλλοι αντιφασίστες αντιπρόσωποι, ήταν μια από τις πρώτες σοβαρές εκδηλώσεις κατά του φασισμού και του πολέμου στην Ελλάδα.

Η αντιφασιστική δράση του Κόμματος δε σταμάτησε στα παραπάνω. Στις 9 του Σεπτέμβρη 1934, το ΚΚΕ και η Ενωτική ΓΣΕΕ απηύθυναν ανοιχτό γράμμα προς όλους τους εργαζόμενους της χώρας, τη ΓΣΕΕ, τα Ανεξάρτητα Συνδικάτα, το Αγροτικό Κόμμα, το Σοσιαλιστικό Κόμμα και τη Γενική Συνομοσπονδία των Επαγγελματιών και Βιοτεχνών της Ελλάδας (ΓΣΕΒΕ). Στο γράμμα τους αυτό, αφού διαπίστωναν παραπέρα δυνάμωμα του κινδύνου εγκαθίδρυσης ανοιχτής φασιστικής δικτατορίας και υπογράμμιζαν τις ολέθριες συνέπειες της διάσπασης του προλεταριάτου και όλων των αντιφασιστικών δυνάμεων, δήλωναν ότι ήταν «...έτοιμοι, για το συμφέρον του αντιφασιστικού αγώνα», να αποκαταστήσουν μαζί τους αντιφασιστική ενότητα δράσης3.

Επέλαση έφιππων χωροφυλάκων με τις σπάθες στα χέρια ενάντια στους απεργούς εργάτες
Επέλαση έφιππων χωροφυλάκων με τις σπάθες στα χέρια ενάντια στους απεργούς εργάτες
Στις 5 του Οκτώβρη 1934, με πρωτοβουλία του ΚΚΕ, υπογράφτηκε σύμφωνο κοινής δράσης, για την αποσόβηση του κινδύνου επιβολής στρατιωτικοφασιστικής δικτατορίας, από το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, το Αγροτικό Κόμμα, τη Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας, την Ενωτική ΓΣΕΕ και τα Ανεξάρτητα Εργατικά Συνδικάτα 4. Το σύμφωνο αυτό είχε πολύ μεγάλη σημασία και άσκησε σημαντική επίδραση στην ανάπτυξη της αντιφασιστικής πάλης, παρά το γεγονός ότι οι ηγέτες του Αγροτικού Κόμματος, της ΓΣΕΕ και των Ανεξάρτητων Εργατικών Συνδικάτων δεν το εφάρμοσαν. Ωστόσο, σε ορισμένες πόλεις, όπως στη Θεσσαλονίκη, στη Δράμα, στην Κατερίνη, στη Λιβαδειά κ.α., οι τοπικές κομμουνιστικές, σοσιαλρεφορμιστικές και αγροτικές οργανώσεις έκλεισαν συμφωνίες για ενότητα δράσης και οργάνωσαν κοινές αντιφασιστικές εκδηλώσεις5.

Το Νοέμβρη του '34, ακολούθησαν ενιαίες κινητοποιήσεις για τη ματαίωση του φασιστικού συνεδρίου, που θα συγκαλούνταν με σκοπό την ενοποίηση των φασιστικών οργανώσεων. Χάρη σ' αυτές τις κινητοποιήσεις, ματαιώθηκε τόσο το φασιστικό συνέδριο, όσο και το συλλαλητήριο που επιχείρησαν οι μοναρχοφασιστικές οργανώσεις στις 3 του Φλεβάρη 19356.

Στις 17 του Νοέμβρη 1934, «εθνικοσοσιαλιστές» της οργάνωσης «Τρίαινα», θέλοντας να εκδικηθούν για τη ματαίωση του φασιστικού συνεδρίου τους, επιτέθηκαν ενάντια στα γραφεία του «Ριζοσπάστη». Αποκρούστηκαν, όμως, ηρωικά από την εργατική φρουρά των γραφείων. Τελικά, έσπευσε η αστυνομία σε ενίσχυση των φασιστών, έσπασε τις πόρτες και τραυμάτισε με σφαίρες τριάντα υπερασπιστές του «Ριζοσπάστη».

Αγωνιστές πίσω από τα σίδερα της φυλακής
Στις 18 του Νοέμβρη, μόλις έγινε γνωστή η επίθεση των φασιστών και της αστυνομίας κατά του «Ριζοσπάστη», οι εργάτες της Αθήνας και του Πειραιά οργάνωσαν διαδηλώσεις διαμαρτυρίας και άνοιξαν έρανο υπέρ του «Ριζοσπάστη». Στην αντιμετώπιση του φασιστικού κινδύνου και στην περιφρούρηση των συγκεντρώσεων, απεργιών, γραφείων οργανώσεων και εφημερίδων και στην απόκρουση των επιθέσεων των φασιστικών οργανώσεων (ΕΕΕ, «Σιδηρά Φρουρά», κ.ά.), σημαντικό ρόλο έπαιξε η μαχητική «Αντιφασιστική Οργάνωση» (Αντιφά), που καθοδηγούνταν από τους Γ. Γιώση, Δασκαλιέρο, Σπ. Κωτσάκη κ.ά. και είχε δημοσιογραφικό όργανο την εφημερίδα «Κόκκινο Μέτωπο»7.

Ας δούμε, όμως, πώς στο διάστημα που εξετάζουμε αναπτύσσεται το εργατικό κίνημα.

Από το Μάρτη του 1933, η πολιτική ζωή της χώρας είχε στραφεί σε συντηρητικότερες κατευθύνσεις με την ανάληψη της εξουσίας από το δεξιό Λαϊκό Κόμμα. Η διαπίστωση αυτή δεν υπονοεί καθόλου πως οι ομάδες των Φιλελευθέρων ήταν προοδευτικότερες της δεξιάς, αλλά ότι η συντηρητική ολίσθηση ήταν πλέον απροσχημάτιστη. Η νέα κυβέρνηση των Λαϊκών όξυνε ακόμη πιο πολύ τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα και οδήγησε στην παραπέρα ανάπτυξη των αγώνων της εργατικής τάξης. Ξέσπασαν μια σειρά απεργίες, οι περισσότερες από τις οποίες οδήγησαν σε άμεσες συγκρούσεις των εργατών με τα όργανα της κρατικής καταπίεσης.

Το 1934, η άνοδος του απεργιακού κινήματος υπήρξε πολύ σημαντική. Ενώ το 1933 κηρύχτηκαν 482 απεργίες με 100 χιλιάδες εργάτες, το 1934 έγιναν 482 απεργίες με 182 χιλιάδες απεργούς. Πολλές εργατικές κινητοποιήσεις εκείνου του χρόνου αντιμετωπίστηκαν με πρωτοφανή κρατική βία, ακόμη και με τη χρήση δυνάμεων του στρατού. Η κρατική εξουσία, που δεν είχε διστάσει να αντιμετωπίσει ακόμη και με τα όπλα τις εργατικές κινητοποιήσεις, χρησιμοποίησε τη βία ενάντια και στους ξεσηκωμένους σταφιδοπαραγωγούς, με αποτέλεσμα στις 26 του Αυγούστου 1934, σε μεγάλο συλλαλητήριο που συγκροτήθηκε στο Αίγιο, η αστυνομία να πυροβολήσει επανειλημμένα κατά των διαδηλωτών και να σκοτώσει δύο αγρότες. Βία χρησιμοποίησε η κυβέρνηση και κατά των οινοπαραγωγών της Λευκάδας, οι οποίοι τον επόμενο χρόνο διεκδίκησαν τον καθορισμό δίκαιων τιμών για το προϊόν τους με γιγαντιαία και μαχητική πορεία τους προς την πρωτεύουσα του νησιού.

Το Νοέμβρη και Δεκέμβρη του 1934, έγιναν 13 ενιαιομετωπικές απεργίες με συμμετοχή 37.960 απεργών. Το ίδιο διάστημα στην Αθήνα, στον Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη, ενώθηκαν ορισμένες παράλληλες συνδικαλιστικές οργανώσεις βάσης. Και στο Ηράκλειο και τη Δράμα ιδρύθηκαν ενιαία εργατικά κέντρα.

Οι κυριότερες πολιτικές εξελίξεις ανάμεσα στα δύο συνέδρια
Η περίοδος ανάμεσα στο 5ο και στο 6ο Συνέδριο του ΚΚΕ σημαδεύτηκε από σημαντικά ιστορικά γεγονότα, με κορυφαία το βενιζελοπλαστηρικό στρατιωτικό κίνημα της 1ης Μάρτη του 1935 και την παλινόρθωση της Μοναρχίας το Φθινόπωρο του ιδίου έτους. Επρόκειτο για γεγονότα που ολοκλήρωσαν κατά το μεγαλύτερο μέρος την προετοιμασία της εγκαθίδρυσης ενός στρατιωτικοφασιστικού καθεστώτος, το οποίο δεν άργησε να ακολουθήσει. Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή.

Στις 26/1/1935 ο «Ριζοσπάστης» δημοσίευσε επιστολή αντιφασίστα αξιωματικού, με την οποία αποκαλυπτόταν ότι οι βενιζελικοί ετοίμαζαν στρατιωτικό κίνημα για την κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας. Η επιβεβαίωση του δημοσιεύματος δεν άργησε να έρθει. Την πρώτη Μαρτίου του 1935, στις 7 το βράδυ, καταλήφθηκε από το συνταγματάρχη Στ. Σαράφη, το πρότυπο τάγμα ευζώνων στου «Μακρυγιάννη» και από το λοχαγό Τσιγάντε η Σχολή Ευελπίδων, ενώ ο υποναύαρχος Δεμέστιχας έθεσε υπό τον έλεγχό του όλο σχεδόν τον πολεμικό στόλο που βρισκόταν στη ναυτική βάση της Σαλαμίνας. Στους κινηματίες προσχώρησαν αμέσως οι μονάδες του στρατού που έδρευαν στα νησιά, την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη. Η πλήρης, όμως, έλλειψη συντονισμού στις ενέργειες των στασιαστών και η υποτίμηση των αντιπάλων των κινηματιών οδήγησαν το κίνημα από την αρχή στην πλήρη αποτυχία. «Το βενιζελοπλαστηρικό κίνημα - σημειώνουν οι ιστορικοί του ΚΚΕ - υπήρξε ουσιαστικά έργο της αγγλικής πολιτικής στην Ελλάδα. Ηταν μια οργανωμένη προβοκατόρικη ενέργεια των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών, που πράκτορές τους δρούσαν συντονισμένα μέσα στην ''Ελληνική Στρατιωτική Οργάνωση'', η οποία, μαζί με τη ''Δημοκρατική Αμυνα'' του στρατηγού Παπούλια και το ''Δημοκρατικό Φρουρό'' της Θεσσαλονίκης, είχε προετοιμάσει και εκτελέσει το πραξικόπημα».8

Την αποτυχία του βενιζελοπλαστηρικού κινήματος ακολούθησε αμέσως μια σειρά από δίκες9. Ο Στ. Σαράφης, ο Λ. Σπαής και οι αδελφοί Τσιγάντε καταδικάστηκαν σε ισόβια δεσμά, ενώ οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι σε απλές φυλακίσεις, τη στιγμή που οι ακροδεξιοί ζητούσαν την επιβολή θανατικής καταδίκης. Οι δίκες συνεχίστηκαν για αρκετό καιρό και στα τέλη του Μάρτη ο Παπούλιας και ο Κοιμήσης καταδικάστηκαν σε θάνατο και τουφεκίστηκαν τη Μεγάλη Εβδομάδα10.

Μέσα στο κλίμα της τρομοκρατίας έγιναν στις 9 του Ιούνη 1935 βουλευτικές εκλογές, στις οποίες αρνήθηκε να πάρει μέρος το Κόμμα των Φιλελευθέρων και ζήτησε από τους οπαδούς του να απόσχουν. Αντίθετα, το ΚΚΕ κατέβασε παντού αγωνιστικούς συνδυασμούς, συνεργαζόμενο, όπου αυτό στάθηκε δυνατό και με άλλες προοδευτικές δυνάμεις της χώρας.

Οι εκλογές οδήγησαν στη νίκη των αντιβενιζελικών κομμάτων που πήραν όλες τις βουλευτικές έδρες. Το ΚΚΕ εξασφάλισε 98.699 ψήφους. Κέρδισε δηλαδή 39.999 ψήφους περισσότερες από τις εκλογές της 5ης του Μάρτη 1933, ανεβάζοντας το ποσοστό του στο 9,5% των ψήφων. Δεν κατόρθωσε, όμως, να εκλέξει κανένα βουλευτή, εξαιτίας του καλπονοθευτικού εκλογικού συστήματος.

Μετά τις εκλογές, οι προσπάθειες του ΚΚΕ για τη συσπείρωση των αντιφασιστικών δυνάμεων πολλαπλασιάστηκαν. Ετσι, στις 13 του Ιούνη 1935, με απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής του, έριξε την ιδέα της δημιουργίας Πανελλαδικού Δημοκρατικού Συνασπισμού, προβάλλοντας σαν καινούριο στοιχείο της πολιτικής των κομμουνιστών τη συνεργασία τους κατά του μοναρχοφασισμού όχι μόνο με τους ρεφορμιστές σοσιαλιστές και αγροτιστές, αλλά και με τα μικρά αστικά δημοκρατικά κόμματα11.

Στις 2 του Ιούλη 1935, το ΚΚΕ, συνεχίζοντας τις προσπάθειές του για τη συγκέντρωση των αντιφασιστικών δυνάμεων, απηύθυνε ανοιχτή επιστολή στις διοικήσεις της ΓΣΕΕ και της Ενωτικής ΓΣΕΕ, στο Σοσιαλιστικό και στο Αγροτικό Κόμμα, στην Κεντρική Πανυπαλληλική Επιτροπή, στις συνδικαλιστικές οργανώσεις των επαγγελματιών, στην Προσωρινή Επιτροπή Δράσης των Αγροτών και σε άλλους ανάλογους φορείς, με την οποία πρότεινε τη σύγκληση εθνικής σύσκεψης, με σκοπό τη μελέτη της κοινής δράσης των οργανώσεων και των μαζών για τη δημιουργία του Πανελλαδικού Αντιφασιστικού Συνασπισμού. Ομως, δεν ανέπτυσσε δράση μόνο το ΚΚΕ και το εργατικό κίνημα, αλλά και ο ταξικός αντίπαλος που από καιρό προετοίμαζε τη στροφή προς τη μοναρχοφασιστική δικτατορία.

Στις 10 Οκτωβρίου του 1935 εκδηλώθηκε στρατιωτικό πραξικόπημα υπό τον στρατηγό Γ. Κονδύλη, με τη συμμετοχή στο ηγετικό επιτελείο του διοικητή του Α' Σώματος Στρατού υποστρατήγου Αλ. Παπάγου, του αρχηγού του Ναυτικού υποναυάρχου Δ. Οικονόμου και του διοικητή της Αεροπορίας υποστρατήγου Γ. Ρέππα.

Το βράδυ της ίδιας μέρας, η Ε' Εθνοσυνέλευση συνεδρίασε υπό καθεστώς στρατοκρατίας, για να δώσει - όπως και έγινε άλλωστε - την τυπική της έγκριση σε μια νέα κυβέρνηση, της οποίας επικεφαλής ήταν ο Κονδύλης. Ο Τσαλδάρης, αν και διέθετε όλη την κοινοβουλευτική δύναμη που χρειαζόταν ώστε η κυβέρνηση του Κονδύλη να καταψηφιστεί, έπραξε ό,τι χρειαζόταν για να συμβεί το ακριβώς αντίθετο. Αντί να κάτσει μέσα στη Βουλή και να καταψηφίσει την κυβέρνηση του Κονδύλη, πήρε τους 165 πιστούς βουλευτές του και αποχώρησε αφήνοντας πίσω του ένα κοινοβουλευτικό σώμα - την εγκυρότητα του οποίου δεν αμφισβήτησε - από 82 μοναρχικούς βουλευτές που στήριξαν το πραξικόπημα και τους πραξικοπηματίες12.

«Το πραξικόπημα με μηχανισμόν φάρσας - γράφει ο Σπ. Μαρκεζίνης13- ενεδύετο δημοκρατικόν μανδύαν και μετ' ολίγον η Εθνοσυνέλευσις ή τουλάχιστον όσα μέλη της θα παρέμενον εις την συνεδρίασιν, παρίστανον ασυναισθήτως μελλοθανάτους Ρωμαίων Καισάρων».

Λίγες μέρες αργότερα στις 3 Νοεμβρίου του 1935 πραγματοποιήθηκε το δημοψήφισμα, για το οποίο δε βρέθηκε κανείς, ούτε τότε ούτε αργότερα, να υποστηρίξει πως ήταν γνήσιο. Τα αποτελέσματά του ήταν εντελώς εξωφρενικά που ούτε αυτοί που τα μαγείρεψαν δεν μπορούσαν να τα αποδεχτούν14. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, στο δημοψήφισμα εμφανίστηκαν ότι είχαν ψηφίσει 1.527.714 ψηφοφόροι, δηλαδή κάπου 438.000 περισσότεροι απ' αυτούς που ψήφισαν στις εκλογές του Ιουνίου του 1935!!! Η αποχή είχε μηδενιστεί - παρά το γεγονός ότι τα κόμματα του κέντρου απείχαν - κι όπως ανακοινώθηκε υπέρ της Μοναρχίας ψήφισαν 1.491.992 ή το 97.80%, ενώ υπέρ της Δημοκρατίας μόνο 32.545 ή το 2.12%15. Η βασιλεία - όπως σημειώνει ο Σπ. Λιναρδάτος16- εμφανιζόταν να ψηφίζεται από το 105% περίπου, των πραγματικά εγγεγραμμένων πράγμα καθόλου περίεργο, αφού, όπως αναφέρει ο Αλ Μαζαράκης17 «τόσον χονδροειδείς καλπονοθεύσεις ποτέ δεν έγιναν. Στρατιώται και πολίται εψήφιζον όσας φοράς ήθελον».

Ας επανέλθουμε όμως στο ΚΚΕ να δούμε πώς διαμορφώνεται η πολιτική του αυτή την περίοδο.

Το 7ο Συνέδριο της ΚΔ σφραγίζει τις εξελίξεις
 
Στις 25 του Ιούλη του 1935, άρχισε στη Μόσχα τις εργασίες του το 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΚΔ). Την περίοδο του 7ου Συνεδρίου, η Κομιντέρν συνένωνε 76 Κομμουνιστικά Κόμματα και οργανώσεις, οι 19 από τις οποίες ήταν συμπαθούντες. Απ' αυτά τα κόμματα μόνο τα 22 (εκ των οποίων 11 στην Ευρώπη) δρούσαν νόμιμα ή μισοπαράνομα, ενώ τα υπόλοιπα ζούσαν κάτω από το καθεστώς των διώξεων και της τρομοκρατίας (ανάμεσά τους και το Γερμανικό ΚΚ ο ηγέτης του οποίου Ε. Τέλμαν βρισκόταν κλεισμένος στις χιτλερικές φυλακές). Το γεγονός αυτό επηρέασε και τη σύνθεση του Συνεδρίου. Ετσι, στο Συνέδριο συμμετείχαν 513 αντιπρόσωποι που εκπροσωπούσαν 65 κομμουνιστικά κόμματα και οργανώσεις. Η αντιπροσωπεία του ΚΚΕ απαρτιζόταν από τους Στυλιανό Σκλάβαινα (επικεφαλής), Γιάννη Ιωαννίδη, Γιάννη Μιχαηλίδη, Μιχάλη Τυρίμο, Μιχάλη Σινάκο, Δημήτρη Σακαρέλο, Νίκο Πλουμπίδη και Ανδρέα Τσίπα.

Η ημερήσια διάταξη του Συνεδρίου περιλάμβανε τα εξής θέματα:
- Απολογισμός δράσης της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Εισηγητής ο Β. Πικ.
- Απολογισμός δουλιάς της διεθνούς Εξελεγκτικής Επιτροπής. Εισηγητής ο Ζ. Ανγκαρέτης.
- Η επίθεση του φασισμού και τα καθήκοντα της Κομμουνιστικής Διεθνούς στην πάλη για την ενότητα της της εργατικής τάξης ενάντια στο φασισμό. Εισηγητής ο Γ. Δημητρόφ.
 - Η προετοιμασία του ιμπεριαλιστικού πολέμου και τα καθήκοντα της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Εισηγητής ο Π. Τολιάτι (ψευδώνυμο Μ. Ερκολι).
 - Τα αποτελέσματα της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ. Εισηγητής ο Δ. Μανουίλσκι.
- Εκλογές των καθοδηγητικών οργάνων της Κομμουνιστικής Διεθνούς18.

Η προσοχή του Συνεδρίου, όπως ήταν αναμενόμενο - και χωρίς αυτό να σημαίνει υποτίμηση οποιουδήποτε άλλου θέματος - επικεντρώθηκε γύρω από την εισήγηση του Γ. Δημητρόφ, η οποία, άλλωστε, είναι και η πιο γνωστή έως τις μέρες μας, λόγω και των εξελίξεων που ακολούθησαν τα επόμενα, μετά το 1935, χρόνια. Ξεχωριστό ενδιαφέρον από τις επεξεργασίες του συνεδρίου έχουν οι προσεγγίσεις που έγιναν γύρω από το φαινόμενο του φασισμού, το χαρακτήρα του και τους κινδύνους που περιέκλειε.

Το 7ο Συνέδριο της Κομιντέρν επιβεβαίωσε τον ορισμό της 13ης Ολομέλειας της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομιντέρν ότι «ο φασισμός είναι η ανοιχτή τρομοκρατική διχτατορία των πιο αντιδραστικών, σοβινιστικών και ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου», επισημαίνοντας ότι οι ιμπεριαλιστικοί κύκλοι χρειάζονται το φασισμό για να ρίξουν όλο το βάρος της κρίσης πάνω στους ώμους των εργαζομένων, για να λύσουν το πρόβλημα των αγορών, ξαναμοιράζοντας τον κόσμο διά μέσου του πολέμου, για να προλάβουν την αύξηση των δυνάμεων της επανάστασης, συντρίβοντας το επαναστατικό κίνημα των εργατών και των αγροτών, χτυπώντας στρατιωτικά το προπύργιο του παγκόσμιου προλεταριάτου, τη Σοβιετική Ενωση19. Στο Συνέδριο αποκρούστηκε οποιαδήποτε σχηματοποίηση στις εκτιμήσεις για το φαινόμενο του φασισμού. «Η ανάπτυξη του φασισμού - σημείωσε ο Δημητρόφ στην εισήγησή του - και η ίδια η φασιστική διχτατορία παίρνουν στις διάφορες χώρες διαφορετικές μορφές, ανάλογα με τις ιστορικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, ανάλογα με τις εθνικές ιδιομορφίες και τη διεθνή θέση της δοσμένης χώρας». Επίσης τονίστηκε ότι ο φασισμός «δεν είναι μια απλή αντικατάσταση μιας αστικής κυβέρνησης από μιαν άλλη», αλλά «η αλλαγή της μορφής διακυβέρνησης της ταξικής κυριαρχίας της αστικής τάξης, της αστικής δημοκρατίας, με μιαν άλλη μορφή, την ανοιχτή τρομοκρατική διχτατορία»20. Επισημάνθηκε, δε, η ανάγκη να μην παραβλέπεται αυτή η διαφορά, γιατί διαφορετικά θα εμπόδιζε το επαναστατικό προλεταριάτο να κινητοποιεί πλατιά στρώματα του λαού στον αγώνα κατά του φασιστικού κινδύνου.

Πρωταρχική σημασία έδωσε το Συνέδριο στην ανάγκη δημιουργίας ενιαίου εργατικού μετώπου. Στο ερώτημα αν ήταν δυνατή η ενότητα δράσης του προλεταριάτου σε κάθε χώρα και διεθνώς, το συνέδριο απάντησε καταφατικά: «Ναι, αυτό είναι δυνατό - σημείωνε ο Δημητρόφ. Μπορεί να γίνει τώρα κιόλας, αμέσως. Η Κομμουνιστική Διεθνής δε βάζει απολύτως άλλο όρο για την ενότητα δράσης, εχτός από έναν μοναδικό, στοιχειώδη, αποδεχτό από όλους τους εργάτες, δηλαδή, η ενότητα δράσης να στρέφεται ενάντια στο φασισμό, ενάντια στην επίθεση του κεφαλαίου, ενάντια στον κίνδυνο του πολέμου, ενάντια στον ταξικό εχθρό. Αυτός είναι ο δικός μας όρος»21.

Σε απόλυτη συνάφεια με την πολιτική του Ενιαίου Εργατικού Μετώπου, το 7ο Συνέδριο της Κομιντέρν επεξεργάστηκε και την πολιτική του Λαϊκού Μετώπου, την πολιτική συσπείρωσης, δηλαδή, όλων των αντιφασιστικών δυνάμεων, πολιτικών και κοινωνικών, πέρα από την εργατική τάξη και τα κόμματά της. Βάση για την επεξεργασία αυτής της πολιτικής, δεν ήταν μόνο η ανάγκη η αντιφασιστική πάλη να συσπειρώνει ευρύτερες - πέραν του προλεταριάτου - δυνάμεις, αλλά και το γεγονός ότι η εργατική τάξη δεν μπορούσε να αδιαφορεί για τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες διεξήγαγε τον ταξικό της αγώνα, για το αν, δηλαδή, επρόκειτο για συνθήκες ανοιχτής φασιστικής τρομοκρατικής δικτατορίας ή συνθήκες αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Σε τελευταία ανάλυση, οι όποιες ελευθερίες απολάμβανε η εργατική τάξη στα πλαίσια της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας ήταν κατακτήσεις δικές της, πληρωμένες με αίμα, τις οποίες έπρεπε να υπερασπιστεί και να διευρύνει. Το Συνέδριο απάντησε καταφατικά στο ενδεχόμενο οι κομμουνιστές να μοιραστούν την ευθύνη σε μια κυβέρνηση του Ενιαίου Μετώπου ή του Λαϊκού Αντιφασιστικού Μετώπου, καθορίζοντας τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο. «Οσο μια τέτοια κυβέρνηση - τόνιζε στην εισήγησή του ο Γ. Δημητρόφ - θα διεξάγει πραγματικά αγώνα ενάντια στους εχθρούς του λαού και θα αφήνει ελευθερία δράσης στην εργατική τάξη και στο Κομμουνιστικό Κόμμα, εμείς οι κομμουνιστές θα την υποστηρίζουμε με κάθε τρόπο και θα αγωνιστούμε στις πρώτες γραμμές σα στρατιώτες της επανάστασης. Δηλώνουμε όμως ανοιχτά στις μάζες: Η κυβέρνηση αυτή δεν μπορεί να φέρει την τελική σωτηρία. Δεν είναι σε θέση να ανατρέψει την ταξική κυριαρχία των εκμεταλλευτών, γι' αυτό δεν μπορεί να ματαιώσει οριστικά τον κίνδυνο της φασιστικής αντεπανάστασης. Επομένως, πρέπει να προετοιμαζόμαστε για τη σοσιαλιστική επανάσταση! Η σωτηρία θα έρθει αποκλειστικά μόνο από την εξουσία των σοβιέτ!»22. Το 7ο Συνέδριο έληξε τις εργασίες του με την εκλογή νέων καθοδηγητικών οργάνων της ΚΔ. Στην Εκτελεστική Επιτροπή εκλέχτηκαν 46 τακτικά μέλη και 33 αναπληρωματικά. Στο προεδρείο εκλέχτηκαν 19 μέλη. Ακόμη εκλέχτηκε Γραμματεία από 7 τακτικά μέλη και τρία αναπληρωματικά. Γενικός Γραμματέας της Διεθνούς εκλέχτηκε ο Γ. Δημητρόφ.

Η επεξεργασία της πολιτικής του ΚΚΕ, με βάση τις αποφάσεις του 7ου Συνεδρίου της ΚΔ, ουσιαστικά άρχισε τον Αύγουστο του 1935 με την «Απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ πάνω στην τρέχουσα στιγμή». Με την απόφαση αυτή, η Κεντρική Επιτροπή διατύπωσε το σύνθημα της δημοκρατικής αντιφασιστικής κυβέρνησης. Η 4η Ολομέλεια της ΚΕ (Σεπτέμβρης του 1935) και κυρίως το 6ο Συνέδριο του ΚΚΕ (Δεκέμβρης του 1935), μέσα από δημιουργική επεξεργασία, έφεραν σε αντιστοιχία όλες τις πλευρές της πολιτικής του Κόμματος με τις απαιτήσεις των αποφάσεων του 7ου Συνεδρίου της ΚΔ.

Το 6ο Συνέδριο του ΚΚΕ
Το 6ο Συνέδριο του ΚΚΕ, όπως έχουμε προαναφέρει, συνήλθε στην Αθήνα το Δεκέμβρη του 1935. Πήραν μέρος σ' αυτό 45 αντιπρόσωποι, εκλεγμένοι από τις συνδιασκέψεις των τοπικών κομματικών οργανώσεων, 2 αντιπρόσωποι της Κεντρικής Επιτροπής, 2 της ΟΚΝΕ και 2 προσκαλεσμένοι με συμβουλευτική ψήφο, συνολικά 51 αντιπρόσωποι23.

Η σύγκληση του 6ου Συνεδρίου έγινε σε μια περίοδο έντασης της επίθεσης των δυνάμεων του φασισμού και του πολέμου σε διεθνή κλίμακα και στην Ελλάδα. Το 6ο Συνέδριο, στηριζόμενο και στις αποφάσεις του 7ου Συνεδρίου της ΚΔ, επικέντρωσε την προσοχή του στην αποσόβηση του κινδύνου εγκαθίδρυσης φασιστικής δικτατορίας.

Καθόρισε τα καθήκοντα του ΚΚΕ για τη δημιουργία του Ενιαίου Μετώπου και του Παλλαϊκού Μετώπου και την πραγματοποίηση της συνδικαλιστικής ενότητας, που μπορούσαν να φράξουν το δρόμο στη φασιστική δικτατορία. Υιοθέτησε το σύνθημα της «Λαϊκής Δημοκρατικής Εξουσίας» του προλεταριάτου και της αγροτιάς, στην οποία θα οδηγούσε η συντριβή του μοναρχοφασισμού και στη συνέχεια η ανατροπή της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας. Εθεσε τα ζητήματα του κύριου εχθρού και της διάταξης των ταξικών δυνάμεων, στην επικείμενη, όπως την είχε χαρακτηρίσει τότε, αστικοδημοκρατική επανάσταση για την οποία γινόταν λόγος στις αποφάσεις της 6ης ολομέλειας της ΚΕ του '34 αλλά και του 5ου Συνεδρίου που επικύρωσε αυτές τις αποφάσεις. Υπογράμμισε ότι κοινός εχθρός της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζομένων της πόλης και του χωριού, όλου του εργαζόμενου λαού είναι η πλουτοκρατική ολιγαρχία. Αυτή αποτελεί τον κύριο εχθρό και ενάντιά της πρέπει να στραφεί το κύριο χτύπημα του μετώπου των λαϊκών δυνάμεων. Σπουδαία ήταν η απόφαση του 6ου Συνεδρίου για τον πόλεμο. Χαρακτηρίζοντας άμεσο τον κίνδυνο πολέμου, που απειλούσε τη χώρα μας και τον κίνδυνο απώλειας της εθνικής της ανεξαρτησίας από τους ξένους ιμπεριαλιστές, κυρίως από την Ιταλία, καθόρισε ότι «το καθήκον τόσο της απόκρουσης της άμεσης απειλής του πολέμου, όσο και της υπεράσπισης της ανεξαρτησίας και της ακεραιότητας της χώρας από τους ξένους ιμπεριαλιστές... πέφτει πάνω στο κόμμα μας»24. «Οι Ελληνες κομμουνιστές», τονιζόταν στο Μανιφέστο του Συνεδρίου προς την εργατική τάξη και τον εργαζόμενο λαό της χώρας, «θα είναι στην πρώτη γραμμή σαν πρόκειται να υπερασπίσουν την εδαφική ακεραιότητα και την ανεξαρτησία της χώρας, όταν απειληθεί...»25

Το Συνέδριο έθεσε το καθήκον της «συγχώνευσης των κομμουνιστικών αγροτικών οργανώσεων με όλα τα αγροτικά κόμματα και τις άλλες δημοκρατικές πολιτικές οργανώσεις στο χωριό σ' ένα μαζικό και ενιαίο παναγροτικό κόμμα, με βάση την πάλη για τις άμεσες απαιτήσεις της αγροτιάς, την πάλη κατά του φασισμού και του πολέμου και τη συμμαχία με την εργατική τάξη». Με την απόφαση, όμως, του Συνεδρίου για τη διάλυση των οργανώσεων του ΚΚΕ στο χωριό και την ένταξη των μελών τους στο ΑΚΕ καταργήθηκε η αυτόνομη οργάνωση και δράση των κομμουνιστών στην ύπαιθρο.

Για τη νέα γενιά, το 6ο Συνέδριο έθεσε το καθήκον της πάλης για τη δημιουργία ενιαίας οργάνωσης νέων στην Ελλάδα.

Το Συνέδριο επικύρωσε την απόφαση της 3ης Ολομέλειας της ΚΕ (Απρίλης του 1935) που ακύρωσε το σύνθημα για «Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη» και το αντικατέστησε με το σύνθημα της πλήρους εθνικής και πολιτικής ισοτιμίας όλων των εθνικών μειονοτήτων που ζούσαν στην Ελλάδα.

Το Συνέδριο εξέλεξε νέα Κεντρική Επιτροπή και νέο Πολιτικό Γραφείο. Η ΚΕ αποτελέστηκε από τους Στέργιο Αναστασιάδη, Βασίλη Βερβέρη, Παντελή Δαμασκόπουλο, Νίκο Ζαχαριάδη, Γιάννη Ζέβγο, Γιάννη Ιωαννίδη, Παντελή Καραγκίτση, Δαμιανό Μάθεση, Γιάννη Μιχαηλίδη, Γιάννη Μιχελίδη, Στέφανο Μόσχο, Βασίλη Νεφελούδη, Δημήτρη Παρτσαλίδη, Νίκο Πλουμπίδη, Μιλτιάδη Πορφυρογένη, Πέτρο Ρούσο, Γιώργη Σιάντο, Μιχάλη Σινάκο, Σιτοκωσταντίνου, Γρηγόρη Σκαφίδα, Στυλιανό Σκλάβαινα, Λεωνίδα Στρίγκο, Μιχάλη Τυρίμο και Χρύσα Χατζηβασιλείου. Το νέο Πολιτικό Γραφείο αποτέλεσαν οι: Νίκος Ζαχαριάδης, Βασίλης Νεφελούδης, Στυλιανός Σκλάβαινας, Γιάννης Μιχαηλίδης, Γιώργης Σιάντος, Γιάννη Ιωαννίδης και Δημήτρης Παρτσαλίδης.

Σημειώσεις
1. Ριζοσπάστης, 6.4.1934.
2. Σε 16 μήνες διακυβέρνησης της χώρας από το Λαϊκό Κόμμα, δολοφονήθηκαν 10 εργάτες και αγρότες, συνελήφθηκαν 3.725, από τους οποίους οι 785 καταδικάστηκαν σε πολύχρονες φυλακίσεις και εκτοπίσεις. Στάλθηκαν στον πειθαρχικό ουλαμό Καλπακίου 54 φαντάροι, βασανίστηκαν 300 πολίτες, τραυματίστηκαν 305. Απαγορεύτηκαν 160 συγκεντρώσεις, διαλύθηκαν βίαια άλλες 128 και έγιναν 138 επιδρομές σε γραφεία οργανώσεων και σωματείων, σε τυπογραφεία εφημερίδων κλπ. (Βλ. «Το ΚΚΕ - Επίσημα κείμενα», τόμος τέταρτος, σελ 511).
3. «Το ΚΚΕ - Επίσημα κείμενα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος τέταρτος, σελ. 84 - 86.
4. «Το ΚΚΕ - Επίσημα κείμενα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος τέταρτος, σελ. 87 - 89.
5. «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 271.
6. Αλέκος Κουτσούκαλης: «Η δεύτερη δεκαετία του ΚΚΕ», εκδόσεις ΓΝΩΣΗ σελ. 102.
7. «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 274.
8. Στο ίδιο, σελ. 276.
9. Ακολούθησαν, επίσης, αθρόες απολύσεις δημοκρατικών δημοσίων υπαλλήλων. Είναι χαρακτηριστικό το μισαλλόδοξο πνεύμα των υπουργικών εγγράφων, με τα οποία ζητούνταν από τις τοπικές υπηρεσίες τα ονόματα των δημοσίων λειτουργών, «οίτινες προσεχώρησαν ή οπωσδήποτε ηυνόησαν το στασιαστικόν κίνημα» ή «καθ' ων υπήρχον ενδείξεις επί κομμουνισμώ».
10. Εκτός από τους στρατηγούς Παπούλια και Κοιμήση, που ήταν ηγέτες της «Δημοκρατικής Αμυνας», αλλά πρώην στελέχη του μοναρχισμού, τουφεκίστηκε και ο επίλαρχος Βολάνης. Στις 5 του Μάη, εξάλλου, καταδικάστηκαν ερήμην σε θάνατο οι Ε. Βενιζέλος, Ν. Πλαστήρας, Ι. Κούνδουρος και Ε. Τζανακάκης απαλλάχτηκαν ή τιμωρήθηκαν με μικρές ποινές όσοι αστοί πολιτικοί ήταν παρόντες στη δίκη, όπως οι Καφαντάρης, Σοφούλης και Παπαναστασίου, οι οποίοι, τρομοκρατημένοι, όχι μόνο αποκήρυξαν το κίνημα του Μάρτη, αλλά και ζήτησαν τη φιλανθρωπία των στρατοκρατών (Βλέπε σχετικά: Ν. Ψυρούκης: «Ο Φασισμός της 4ης Αυγούστου», εκδόσεις ΑΙΓΑΙΟΝ, σελ. 103).
11. «Το ΚΚΕ - Επίσημα κείμενα», εκδόσεις ΣΕ τόμος τέταρτος, σελ. 186 - 188.
12. Φ. Γρηγοριάδη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας 1909 - 1940», εκδόσεις Καπόπουλος, τόμος Δ', σελ. 57.
13. Σπ. Β. Μαρκεζίνη, στο ίδιο, σελ. 219
14. Γ. Ανδρικόπουλου: «Οι ρίζες του ελληνικού φασισμού», εκδόσεις Διογένης, σελ. 70.
15. Φ. Γρηγοριάδη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας 1909 - 1940», εκδόσεις «Καπόπουλος», τόμος Δ', σελ. 62 - 63.
16. Σπ. Λιναρδάτου, στο ίδιο, σελ. 117.
17. Αλέξανδρου Μαζαράκη - Αινιάνος: «Απομνημονεύματα», εκδόσεις «Ικαρος» 1948, σελ. 431.
18. «Ιστορία της 3ης Διεθνούς», Εκδοση «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 398 - 400.
19. Γ. Δημητρόφ: «Ο Φασισμός: Εισήγηση στο 7ο Συνέδριο», Εκδόσεις «Πορεία» σελ. 19 - 21.
20. Στο ίδιο, σελ. 22 - 23.
21. Στο ίδιο, σελ. 45.
22. Γ. Δημητρόφ, στο ίδιο, σελ. 96.
23. «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 284.
24. «Το ΚΚΕ - Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος τέταρτος, σελ. 294.
25. Στο ίδιο, σελ. 322.

Γιώργος ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
 

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2015

Το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων

Ηταν Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου του 1943, όταν πρωί - πρωί τα γερμανικά στρατεύματα, πλαισιούμενα από γερμανοντυμένους Ελληνες των Ταγμάτων Ασφαλείας1, μπήκαν πάνοπλα στα Καλάβρυτα. Δεν ήταν η πρώτη φορά που οι Καλαβρυτινοί έβλεπαν Γερμανούς στην πόλη τους. Και πριν τρεις περίπου μήνες το ίδιο είχε συμβεί. Όμως τώρα ένας ανεξήγητος φόβος τους συγκλόνιζε. Ισως γιατί, φεύγοντας οι Γερμανοί την προηγούμενη φορά, είχαν απειλήσει ότι θα κατέστρεφαν την πόλη στην περίπτωση που οι κάτοικοί της ενίσχυαν του αντάρτες. Ισως ακόμη, γιατί οι αντάρτες κρατούσαν Γερμανούς αιχμαλώτους κι υπήρχε κίνδυνος αντιποίνων από τους κατακτητές. Ισως... Αλλά δεν ήταν μόνο τα «ίσως», που βάραιναν την ατμόσφαιρα. Τούτη τη φορά οι ναζί ήταν πιο απειλητικοί στην έκφραση, πιο απρόσιτοι, πιο ψυχροί στις κινήσεις. Η παρουσία τους και μόνο έφερνε την αίσθηση του θανάτου.
 
Ο «ΧΕΛΜΟΣ» το ειδυλλιακό Ξενοδοχείο, όπως το κατάντησε η λαιμαργία της φωτιάς
Ο «ΧΕΛΜΟΣ» το ειδυλλιακό Ξενοδοχείο, όπως το κατάντησε η λαιμαργία της φωτιάς
Η πρώτη κίνηση των Καλαβρυτινών ήταν να θερμάνουν κάπως το κλίμα, να πλησιάσουν και να διαγνώσουν τις προθέσεις του εχθρού. Δημιούργησαν, λοιπόν, στα βιαστικά μια επιτροπή επισήμων για την υποδοχή των Γερμανών: ήταν ο πρόεδρος του Κοινοτικού Συμβουλίου Χρ. Παπανδρέου, ο γυμνασιάρχης Αντ. Οικονόμου, ο καθηγητής γυμνασίου Α. Δημόπουλος, ο Αρχιμανδρίτης Δωρόθεος, ο επιθεωρητής των δημοτικών σχολείων Θ. Παπαβασιλείου, ο διευθυντής του υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Μήτσος Σαμψαρέλος και ορισμένοι άλλοι, αντιπρόσωποι κοινωνικών ομάδων2.

Καλάβρυτα: σύνθεση Φέρτη
Καλάβρυτα: σύνθεση Φέρτη


 
Στους Γερμανούς απευθύνθηκε ο Θ. Παπαβασιλείου που ήξερε τα γερμανικά και τους δήλωσε πως ο λαός των Καλαβρύτων ήταν φιλήσυχος, φιλειρηνικός και νομοταγής αλλά και «ευτυχής» που δεχόταν ξανά στην πόλη του το γερμανικό στρατό.
Ο Γερμανός διοικητής θέλησε να καθησυχάσει τους φοβισμένους κατοίκους. Ανέβηκε σ' ένα μπαλκόνι, του Ανδρέα Αντωνακόπουλου, κι άρχισε να μιλάει. Ο Παπαβασιλείου μετέφραζε3:
«Οι κάτοικοι -είπε- δεν πρέπει να φοβούνται. Να ησυχάστε πρώτα εσείς και να βοηθήσετε κι εμάς να ησυχάσουμε. Να παραδώσετε, αν έχετε, όπλα και πολεμικό υλικό. Εμείς καταδιώκουμε μόνο αντάρτες. Εσείς, εφ' όσον είστε φιλήσυχοι και φιλόνομοι, δεν πρέπει να φοβάστε. Επειδή βγαίνουν περίπολα δεν πρέπει να κυκλοφορείτε πέραν της 16.00 ώρας. Από την πόλη επίσης δε θα βγείτε, διότι, όποιος επιχειρήσει κάτι τέτοιο, θα θεωρηθεί ως αντάρτης και αμέσως θα θανατώνεται. Να μας υποδείξετε, πού κρύβονται οι αντάρτες να τους τιμωρήσουμε. Εμείς τους αθώους δεν τους πειράζουμε καθόλου».
Ο Γερμανός διοικητής ζήτησε ακόμη έναν κατάλογο με τα ονόματα των οικογενειών που είχαν μέλη τους αντάρτες.

Τα σημάδια του ολέθρου
 
Οι Καλαβρυτινοί που, μάλλον, πίστεψαν στα λόγια του Γερμανού διοικητή ότι δεν κινδύνευαν, θέλησαν να φανούν συνεργάσιμοι με την ελπίδα πως θα γλίτωναν την πόλη τους. Ετσι παρέδωσαν τον κατάλογο που τους ζήτησε. Πρώτο - πρώτο φιγουράριζε το όνομα της οικογένειας του Χρ. Παπανδρέου, που είχε δυο γιους στην Αντίσταση, τον έναν αντάρτη του ΕΛΑΣ και τον άλλο στο περιφερειακό Συμβούλιο της ΕΠΟΝ4. «Υπάρχουν κι άλλοι παρτιζάνοι», ήταν η απάντηση του διοικητή που ο κατάλογος του φάνηκε μικρός. «Είσαστε όλοι παρτιζάνοι!»5. Αυτή η διαπίστωση έμοιαζε περισσότερο σαν απειλή. Σε λίγο ήρθαν και οι αποδείξεις.

Καλάβρυτα. Χαρακτικό από παράνομο λεύκωμα της κατοχής
Καλάβρυτα. Χαρακτικό από παράνομο λεύκωμα της κατοχής
Οι Γερμανοί πήγαν στο ξενοδοχείο «Χελμός», το οποίο οι αντάρτες είχαν χρησιμοποιήσει ως νοσοκομείο της Αντίστασης και το έκαψαν. Στη συνέχεια στράφηκαν προς τα σπίτια των οικογενειών που είχαν μέλη τους στην Αντίσταση. «Η επιλεκτική πυρπόληση σπιτιών -γράφει ο Κακογιάννης6- ήταν το δεύτερο μεγάλο τέχνασμα εξαπάτησης που χρησιμοποίησαν οι ναζί στα Καλάβρυτα. Ενας τέτοιος ελιγμός εύκολα έδινε την εντύπωση ότι οι "λογικοί" Γερμανοί ήταν ικανοποιημένοι, τιμωρώντας μόνο τις οικογένειες όσων είχαν μέλη επίσημα αναμεμειγμένα στην Αντίσταση. Αρα η υπόλοιπη πόλη δεν έπρεπε να ανησυχεί για τίποτα και η ζωή μπορούσε να συνεχιστεί ομαλά».
Στην πραγματικότητα, βέβαια, επρόκειτο για τον πρόλογο της καταστροφής αλλά πριν αναφερθούμε σ' αυτήν ας γυρίσουμε λίγο πίσω και ας δούμε πώς ξετυλίχτηκε η «επιχείρηση Καλάβρυτα» από την αρχή, και κυρίως γιατί χρειάστηκε μια τέτοια επιχείρηση στό γερμανικό στρατό.

Η «επιχείρηση Καλάβρυτα»
 
Στις 8 Σεπτεμβρίου του 1943 ο φασιστικός άξονας δέχτηκε ένα ισχυρότατο πλήγμα. Ολόκληρη η Ευρώπη μάθαινε από τις συχνότητες του BBC, μέσω ενός μαγνητοφωνημένου ραδιοφωνικού μηνύματος του αρχιστράτηγου των συμμαχικών δυνάμεων στρατηγού Ντουάιτ Ντ. Αϊζενχάουερ ότι η ιταλική κυβέρνηση παρέδωσε άνευ όρων τις στρατιωτικές της δυνάμεις.7 Η ιταλική συνθηκολόγηση που είχε γίνει από τις 3 Σεπτεμβρίου του 1943, όταν η 8η αγγλική στρατιά του Μοντγκόμερι πέρασε το στενό πορθμό της Μεσσήνης από τη Σικελία κι αποβιβάστηκε στη μύτη της ιταλικής μπότας, αλλά κρατήθηκε -για ευνόητους λόγους- μυστική8, υποχρέωσε τη Γερμανία να αναλάβει τον πλήρη έλεγχο των κατεχόμενων χωρών, όπου μέχρι εκείνη τη στιγμή βρίσκονταν και ιταλικά στρατεύματα. Αυτό ακριβώς έγινε και στην Ελλάδα.
Πέραν, όμως, της αντικαταστάσεως των ιταλικών δυνάμεων κατοχής με γερμανικές, οι ναζί, ειδικά, για την Ελλάδα πήραν επιπλέον μέτρα, τα οποία οφείλονταν στους φόβους που είχαν πως μετά τη συμμαχική απόβαση στην Ιταλία θα ακολουθούσε απόβαση και στην Ελλάδα κατά μήκος των ακτών προς το Ιόνιο, συμπεριλαμβανομένης και της Πελοποννήσου. Μια διαταγή του Χίτλερ που διαβίβασε, στις 6/10/1943, ο στρατάρχης Κάιτελ προς τον στρατάρχη Μαξιμίλιαν φον Βάικς, στρατιωτικό διοικητή της Νοτιανατολικής Ευρώπης, αναφέρει χωρίς περιστροφές πως σε περίπτωση απόβασης συμμαχικών δυνάμεων στην Ελλάδα τα γερμανικά στρατεύματα θα πρέπει να καταστρέψουν τα πάντα νότια της γραμμής Κέρκυρας - Μετσόβου - Ολύμπου9.
Πριν, όμως, φτάσουν στο σημείο να καταστρέψουν κατ' αυτό τον τρόπο, οι ναζί όφειλαν να ξεμπερδεύουν με την Εθνική Αντίσταση, χτυπώντας αλύπητα όχι μόνο τους αντάρτες αλλά και όσους τους υπέθαλπαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, δηλαδή τα χωριά, τις πόλεις και τις κωμοπόλεις, όπου υπήρχαν πολιτικές οργανώσεις Εθνικής Αντίστασης κι όπου συχνά οι αντάρτικες δυνάμεις εύρισκαν καταφύγιο, τροφή, και κάθε είδους υποστήριξη. Μια έκθεση της 117ης γερμανικής Μεραρχίας Κυνηγών (καταδρομών), γραμμένη στα τέλη Νοεμβρίου του 1943 αναφέρεται στην κατάσταση που ήδη έχει διαμορφωθεί στην Πελοπόννησο, σημειώνοντας ανάμεσα σε άλλα10: «Ολόκληρη η Πελοπόννησος πρέπει να θεωρείται σήμερα συμμοριτική περιοχή. Οι διαρκείς επιθέσεις δείχνουν ότι κι εκεί όπου υπάρχουν συγκεντρωμένα γερμανικά στρατεύματα, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για ειρηνοποίηση της χώρας. Η ορεινή ενδοχώρα είναι υπό την πλήρη κυριαρχία των συμμοριών. Εκεί αυτές αποτελούν κράτος εν κράτει κι ασκούν απεριόριστα την κομμουνιστική κυβερνητική εξουσία τους...». Ακριβώς στο πλαίσιο αυτών των στρατιωτικών υπολογισμών σχεδιάζεται και η «επιχείρηση Καλάβρυτα», η οποία θεωρείται αναγκαία για τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής που υπολόγιζαν πως στην ευρύτερη περιοχή Καλαβρύτων βρίσκονταν περί τις 5.000 αντάρτες, η ισχυρότερη δηλαδή ανταρτική δύναμη σ' ολόκληρη την Πελοπόννησο11.
Η διαταγή για την «επιχείρηση Καλάβρυτα» δόθηκε από τον Χίτλερ και τον στρατάρχη Κάιτελ στις 29/10/1943. Η εκτέλεση της επιχείρησης ανατέθηκε στον διοικητή της 117ης Μεραρχίας αντιστράτηγο Καρλ φον Λεσουίρ. Ο τελευταίος, αφού συγκέντρωσε τις στρατιωτικές δυνάμεις που του ήταν απαραίτητες, στις 25/11/1943, εξέδωσε την υπ. αριθμ.. 1296 διαταγή προς τις μονάδες που θα έπαιρναν μέρος στην επιχείρηση12.
Η επιχείρηση ξεκίνησε στις 4/12/1943. Οι δυνάμεις των Γερμανών που πήραν μέρος ξεκίνησαν από την Πάτρα, το Αίγιο, την Τρίπολη, τον Πύργο Ηλείας και από την περιοχή της Κορινθίας.

Το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων
 
Στο διάβα τους τα ναζιστικά στρατεύματα σκορπούσαν το θάνατο. Καίγανε και δολοφονούσαν, αφήνοντας πίσω τους την καταστροφή και την ερήμωση σε κάθε χωριό της περιοχής των Καλαβρύτων από το οποίο έτυχε να περάσουν. «Μεγάλες καταστροφικές επιδόσεις- γράφει ο Κ. Μπρούσαλης13- παρουσιάζει η φάλαγγα που ξεκίνησε από το Αίγιο». Ο αριθμός των θυμάτων τους ξεπερνά τα 1.100 άτομα. Στο χωριό Αιγείρα εκτέλεσαν 5 πατριώτες, στην Ανω Ζαχλωρού 12, στα Κλειτωριά και Χανιού 19, στο Σκεπαστό 16, στη Βρώσθαινα 7, στα Ζαχλωρίτικα 14, στην Κερπινή 45, στη Ροδοδάφνη 2, στην Ακράτα, στην Κροκόβη 4, στη Μαμουσιά 5 κ.ο.κ.14. Για να αντιληφθεί ο αναγνώστης το μέγεθος της θηριωδίας που προηγήθηκε του ολοκαυτώματος των Καλαβρύτων αξίζει να αναφέρουμε τούτο. Στις 8 Δεκεμβρίου του 1943 γερμανικές δυνάμεις έφτασαν στην ιστορική μονή του Μεγάλου Σπηλαίου. Εκεί συνέλαβαν όλους του μοναχούς και μερικούς λαϊκούς, συνολικά 19 άτομα, κι αφού τους μετέφεραν σε μικρή απόσταση από τη Μονή τούς δολοφόνησαν πετώντας τους σε γκρεμό. Μετά από λίγες ημέρες επέστρεψαν στη μονή και την καταλήστευσαν ενώ έβαλαν φωτιά στο ιερό και στον ξενώνα15.
Η μεγαλύτερη όμως σφαγή και καταστροφή έγινε στα Καλάβρυτα τη μαύρη ημέρα της 13ης Δεκεμβρίου 1943.
Ηταν Δευτέρα. Δεν είχε χαράξει ακόμη όταν ακούστηκε να χτυπά με φρενήρη τρόπο η καμπάνα της μητρόπολης. Σε λίγο έφτασε και η διαταγή να συγκεντρωθούν όλοι στο δημοτικό σχολείο. Εκεί χώρισαν τα γυναικόπαιδα από τους άνδρες.
Γύρω στις 9 το πρωί έβγαλαν τους άνδρες, από 14 ετών και πάνω, από το σχολείο και τους οδήγησαν στο χωράφι του δάσκαλου Καπή που απείχε περί τα δέκα λεπτά και τους έζωσαν ολόγυρα με πολυβόλα. Την ίδια ώρα άλλα τμήματα Γερμανών στρατιωτών άρχισαν τη λεηλασία και την καταστροφή της πόλης. Γύρω στο μεσημέρι μια φωτοβολίδα που έπεσε από την πόλη έδωσε το σύνθημα. Τα πολυβόλα άρχισαν να κροταλίζουν κι οι άντρες να πέφτουν νεκροί ο ένας μετά τον άλλον. Πόσοι άραγε σκοτώθηκαν; Κατά μία εκδοχή «υπερχίλιοι», κατά μία άλλη 1.436 άνδρες από 14 έως 80 ετών, δηλαδή το 70,5% του αρσενικού πληθυσμού της πόλης16. Κατάφεραν να σωθούν μόνο 13 άτομα, που καταπλακώθηκαν από τους νεκρούς συμπολίτες τους και θεωρήθηκαν νεκροί από τους ναζί.
Μια διαρκή τραγωδία έζησαν οι γυναίκες. Ηταν αυτές που έμειναν πίσω να θάψουν και να κλάψουν τους νεκρούς τους και πάνω απ' όλα να βρουν το κουράγιο να συνεχίσουν να ζουν.

Αντί επιλόγου
 
Αναφερόμενος στο ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων ο Mark Mazower γράφει17 ότι αυτό έγινε σε αντεκδίκηση, επειδή οι αντάρτες εκτέλεσαν 78 στρατιώτες της 117ης γερμανικής Μεραρχίας που είχαν πιάσει αιχμαλώτους. Το ίδιο επιχείρημα χρησιμοποίησαν και τότε οι δυνάμεις κατοχής, για να αιτιολογήσουν το αποτρόπαιο έγκλημά τους έχοντας συμπαραστάτη και συνήγορο την κυβέρνηση το δοσίλογου Ι. Ράλλη. Αλλά και αργότερα, στην εποχή του μετεμφυλιακού καθεστώτος η επιχειρηματολογία δεν άλλαξε. Η ντόπια ολιγαρχία θεωρούσε σπουδαιότερο να ρίξει την ευθύνη του ολοκαυτώματος στους κομμουνιστές, στο ΕΑΜ- ΕΛΑΣ, παρά στους Ναζί. Στους απολογητές των ναζιστικών εγκλημάτων δε δίστασε να προσχωρήσει ακόμη κι αυτός ο Π. Κανελλόπουλος, ο οποίος επανέλαβε τη σχετική επιχειρηματολογία περί ευθυνών των ανταρτών, τον Οκτώβρη του 1959, ως αντιπρόεδρος της κυβέρνησης18. Ασφαλώς δεν υπάρχει τίποτε πιο αναληθέστερο αυτών των ισχυρισμών. Αδιάσειστα ιστορικά στοιχεία βεβαιώνουν πως όταν οι Γερμανοί πραγματοποιούσαν το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων δε γνώριζαν πως οι αιχμάλωτοι στρατιώτες τους είχαν εκτελεστεί από τους αντάρτες19. Επίσης, όταν οι Γερμανοί αποφάσισαν την «επιχείρηση Καλάβρυτα» οι αιχμάλωτοι δεν είχαν εκτελεστεί, πράγμα που σημαίνει πως το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων εξυπηρετούσε για τις δυνάμεις κατοχής στρατιωτικούς σκοπούς, ανεξάρτητους από την τύχη των αιχμαλώτων, στους οποίους έχουμε ήδη αναφερθεί. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι ο ΕΛΑΣ επιδίωξε να διαπραγματευτεί την ανταλλαγή των αιχμαλώτων με ανθρώπους της Αντίστασης που είχαν στα χέρια τους οι ναζί, αλλά οι διαπραγματεύσεις δεν κατέληξαν σε αποτέλεσμα. Επιπλέον η βρετανική στρατιωτική αποστολή στα ελληνικά βουνά και το Συμμαχικό Στρατηγείο στη Μέση Ανατολή είχαν εκφράσει αντίθεση στις εν λόγω διαπραγματεύσεις20.
Αυτά για την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας. Οσο για το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων.... «Στα Καλάβρυτα- έγραψε ο Ριζοσπάστης λίγες μέρες μετά τη σφαγή21- ξετυλίχτηκε μια φρικαλέα πράξη απ' την πιο φοβερή τραγωδία που έζησε η Ελλάδα και ολόκληρη η Ευρώπη».-

Σημειώσεις
1. Την παρουσία των Ταγμάτων Ασφαλείας στα Καλάβρυτα κατέγραψαν και οι Αγγλοι. Σε μια έκθεση του Βρετανού πρεσβευτή στην ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου, γραμμένη λίγο μετά το ολοκαύτωμα, στις 22/12/1943, αναφέρεται: «Τα γερμανικά στρατεύματα πλαισιούμενα και βοηθούμενα από τις Ελληνικές ομάδες ασφαλείας πέτυχαν να καθαρίσουν τα Καλάβρυτα και κατέστρεψαν τα πάντα στην πορεία τους» (Δημήτρης Βουρτσιάνης: «Ενθυμήματα από την Κατοχή, την Αντίσταση και τον Εμφύλιο», εκδόσεις «Παρασκήνιο», σελ. 137
2. Αντώνης Κακογιάννης: «Η θηριωδία των Ναζί στην Ελλάδα: Το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων», Εκδόσεις «Καστανιώτη», σελ. 284- 285
3. Δημήτρη Καλδίρη: «Το δράμα των Καλαβρύτων», εκδόσεις «Επτάλοφος» ΑΒΕΕ, σελ. 55
4. Περικλή Ροδάκη: «Καλάβρυτα 1941- 1944- Η Αντίσταση στην Επαρχία- Το ολοκαύτωμα», εκδόσεις «Παρασκήνιο», σελ. 278- 279
5. Αντώνης Κακογιάννης, στο ίδιο, σελ. 286
6. Αντώνης Κακογιάννης, στο ίδιο, σελ. 289
7. Ρεμόν Καρτιέ: «Ιστορία του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου», Εκδόσεις «Πάπυρος», τόμος β', σελ. 168
8. Λ. Χαρτ: «Ιστορία του Δεύτερου Παγκοσμίου πολέμου», έκδοση 7ου ΕΓ/ΓΕΣ, τόμος β', σελ. 5376
9. Βλέπε τη διαταγή: Μάρτιν Ζέκεντορφ: «Η Ελλάδα κάτω από τον αγκυλωτό σταυρό - Ντοκουμέντα από τα Γερμανικά Αρχεία», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 203- 204
10. Μάρτιν Ζέκεντορφ, στο ίδιο, σελ. 209
11. Περικλή Ροδάκη, στο ίδιο, σελ. 247- 250
12. Περικλή Ροδάκη, στο ίδιο, σελ. 256- 260
13. Κ. Μπρούσαλης: «Η Πελοπόννησος στο πρώτο αντάρτικο 1941- 1945», εκδόσεις Επικαιρότητα, σελ. 298
14. «Στ' Αρματα - Στ' Αρματα- Χρονικό της Εθνικής Αντίστασης», Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις 1967, σελ. 239
15. Δ. Μαγκριώτη: «Θυσίαι της Ελλάδος και Εγκλήματα Κατοχής 1941- 1944», Αθήναι 1949, επανέκδοση «Φόρμιγξ» 1996, σελ. 107
16. «Ιστορία της Αντίστασης 1940- 1945», εκδόσεις «Αυλός», επιμέλεια Β. Γεωργίου, τόμος 3ος, σελ. 946
17. Mark Mazower: «Στην Ελλάδα του Χίτλερ - Η εμπειρία της κατοχής», Εκδόσεις «Αλεξάνδρεια», σελ. 205- 206
18. Κ. Μπρούσαλης, στο ίδιο, σελ. 303
19. Περικλή Ροδάκη, στο ίδιο, σελ. 293
20. Αντώνης Κακογιάννης, στο ίδιο, σελ. 252
21. «Ριζοσπάστης» 24/12/1943

Γιώργος ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ