Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιάσονας Χανδρινός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιάσονας Χανδρινός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2016

Σουμπερίτες: η περίπτωση του χωριού Κρουσώνας

του Ιάσονα Χανδρινού

Η εξήγηση του φαινομένου των «γερμανοντυμένων» Ελλήνων. 

..Από τις αρχές του 1942,«ήταν σπάνιο ακόμη και το πιο απόμερο χωριό να μην είχε τουλάχιστον ένα κρυφό πληροφοριοδότη γνωστό ως V-Mann, δηλαδή έμπιστο». Τα δίκτυα της γερμανικής αντικατασκοπίας βασίστηκαν σε κοινοτάρχες πρόθυμους για συνεργασία, ενώ «είναι αξιοσημείωτο ότι τέτοια όργανα ως επί το πρώτον ήταν οπαδοί του Λαϊκού Κόμματος, στους οποίους οι γερμανικές αρχές στηρίχθηκαν όταν πρωτοήρθαν στην Κρήτη»).
Η συγκεκριμένη επισήμανση φωτογραφίζει τους κατοίκους του Κρουσώνα Ηρακλείου, του χωριού με το πιο «μελανό» κατοχικό μητρώο στην Κρήτη, από το οποίο ο Σούμπερτ στρατολόγησε 45 άτομα που αποτέλεσαν τον σκληρό πυρήνα του «Σώματος Κυνηγών» του, με πρωτοπόρα τα μέλη της οικογένειας του Μιχάλη Τζουλιά . Πώς εξηγείται μια τόσο ομόθυμη προθυμία, σε τόσο πρώιμο στάδιο (Ιανουάριος 1942) και μάλιστα στο τελευταίο μέρος της Ελλάδας που θα περίμενε κανείς να συναντήσει γερμανόφιλους; Η εμφάνιση αυτής της δυναμικής φωλιάς φιλοναζιστών οφειλόταν κατά κύριο λόγο «στην γερμανοφροσύνη της οικογένειας των Τζουλιάδων,που ανήκε στην εύπορη τάξη του χωριού και ασκούσε επιρροή σε Κρουσανιώτες με τους οποίους διατηρούσε δεσμούς συγγένειας, αγχιστείας, συντεκνίας ή παρόμοιων πολιτικών πεποιθήσεων» και, αντίστοιχα, στη γενικότερη «αγγλοφιλία» που εξέφραζε η πλειοψηφία στο χωριό.

Συν τοις άλλοις, η κρητική περίπτωση μοιάζει να μην επαληθεύει τα πολυεργαλεία με τα οποία συνηθίζουμε να ερμηνεύουμε τον δωσιλογισμό: «Ο αντικομουνισμός δεν έπαιξε σχεδόν κανένα ρόλο, γιατί στην Κρήτη, αντίθετα με ότι συνέβη στην ηπειρωτική Ελλάδα, δεν βρήκε έδαφος να αναπτυχθεί έως τότε σε υπολογίσιμο παράγοντα» Από τον Μάιο του 1942, οπότε σημειώθηκαν σι πρώτοι φόνοι βεντέτες ανάμεσα στους Τζουλιάδες και την ομάδα τού επίσης κρουσανιώτη αντάρτη, Αντώνη Γρηγοράκη (καπετάν Σατανά), το χωριό θα μεταβληθεί σε πυρήνα του ένοπλου δωσιλογισμού στην Κρήτη και «επίκεντρο εγκληματικών δραστηριοτήτων».

Ποιοι ήταν όμως οι «Σουμπερίτες» και τι μαθαίνουμε για αυτούς;
To μεγαλύτερο ποσοστό των Σουμπεριτών ήταν άτομα κατώτερης κοινωνικής και οικονομικής στάθμης μικροί γεωργοί ,αγροφύλακες, άνεργοι, τυχοδιώκτες, ζωοκλέφτες και διάφοροι κλέπτες και, όχι σπάνια, χαμηλού διανοητικού επιπέδου, τα οποία παρακινήθηκαν να συνεργασθούν με τον εχθρό βασικά από την επιθυμία του πλουτισμού μέσω της συστηματικής λεηλασίας. Σε μια μικρότερη μερίδα εθελοντών συνετέλεσαν στην ένταξη τους συνδυαστικά η γερμανοφιλία, οι προσωπικές ή οικογενειακές διαφορές, οι κομματικές έριδες και, σε ελάχιστες περιπτώσεις, ο εξαναγκασμός. Αυτό που υπονοείται εδώ, είναι πως οι ανείπωτες αγριότητες των Κρουσανιωτών σουμπεριτών, που επί δυόμισι χρόνια πρωτοστάτησαν σε καταδόσεις, δολοφονίες και λεηλασίες από το Λασίθι μέχρι τα ορεινά χωριά της Πέλλας,τροφοδοτούνταν από την περιθωριακότητα της περίπτωσής τους. Πέρα από τη δεδομένη ροπή του ντόπιου κρητικού πληθυσμού στην οπλοκατοχή και οπλοχρησία και τις παραδοσιακές «συνήθεις διαμάχες και διενέξεις με βάση τις προσωπικές, οικογενειακές και κομματικές διαφορές, οι οποίες συχνά κατέληγαν σε βίαιες συγκρούσεις» ήταν oι συνθήκες της Κατοχής στην Κρήτη που καθιστούν τόσο ορατές τις εξαιρέσεις του κανόνα. To χάσμα ανάμεσα σε κατακτητές και κατακτημένους ήταν τόσο βαθύ, ώστε οι ντόπιοι δωσίλογοι ξεχώριζαν αισθητά μέσα στον κρητικό πληθυσμό, εξ ου και το «ακατάσχετο μίσος εναντίον των Γκεσταπιτών, όπως συνήθως αποκαλούσαν τους Σουμπερίτες και γενικά τους δωσίλογος» Η διολίσθηση των «Σουμπεριτών» σε κτηνώδεις πράξεις ανόμοιες με τα έργα και τις ημέρες κάθε άλλης δωσιλογικής οργάνωσης ή παραστρατιωτικού σώματος εκείνης της ταραγμένης εποχής μοιάζει σαν αντίδοτο στην ανασφάλεια που προκαλούσε η de facto τοποθέτηση τους στο πολιτικό και κοινωνικό περιθώριο. Κι αν δεν μιλούσαμε μάλιστα με ιστορικούς αλλά με ιατρικούς όρους, η αποτέφρωση των 14 γυναικών στην Καλή Συκιά Ρεθύμνου(6 Οκτωβρίου 1943), «πράξη που ξεχώρισε τον Σούμπερτ από τους άλλους Γερμανούς,... και η αποτρόπαια σφαγή στον Χορτιάτη, με μητέρες και παιδιά να καρφώνονται με ξιφολόγχες και να πετιούνται στα φλεγόμενα κτίρια, ίσως να μπορούσε να εξηγηθεί ως αποτέλεσμα της ώσμωσης μερικών ψυχολογικά και κοινωνικά νοσηρών προσωπικοτήτων του Σούμπερτ μη εξαιρουμένου.
Αποσπάσμα από την δημοσίευση του Ιάσονα Χανδρινού για το βιβλίο του Θανάση Φωτίου, Η ναζιστική τρομοκρατία στην Ελλάδα. Η αιματηρή πορεία τον Φριτς Σούμπερτ και τον ελληνικού «Σώματος Κυνηγών» στην κατοχική Κρήτη και Μακεδονία,


Τα ονόματα των Kρουσανιωτών σουμπεριτών
Το χωριό Κρουσώνας τροφοδότησε το τάγμα του Σούμπερτ με πολλούς γκεσταπίτες που αποτέλεσαν τον σκληρό πυρήνα του «Σώματος Κυνηγών» διεξάγοντας άγριες επιδρομές και δολοφονίες λεηλατώντας και καταστρέφοντας χωριά και στους τέσσερις νομούς της Κρήτης.
Επικεφαλής όλων τον προδοτών της Κρήτης υπήρξαν οι γκεσταμπίτες κρουσανιώτες 1) Νικόλαος Τζουλιάς 2) Κώστας Τζουλιάς 3) Γεώργιος Τζουλιάς 4) Δημήτριος Στιβακτάκης η Χρηστοδουλάκης 5) Ιωάννης Επανωμεριτάκης η Κουτούτος, όλοι αυτοί ευθύνονται για πάρα πολλά εγκλήματα εις βάρος των πατριωτών της μεγαλονήσου αυτοί ήταν οι στρατολόγοι και άλλων γκεσταμπιτων που τους εκβίαζαν. Οι σουμπερίτες ήταν περί τους 150 -200 ντυμένοι στο γερμανικό χακί με τον αγκυλωτό σταυρό και έκαναν τα εγκλήματα σε ολόκληρη την Κρήτη. Οι σουμπερίτες χωρίς βεβαία τους πληροφοριοδότες τους δεν υπερέβαιναν τους 150 - 200
1)Μιχαήλ Τζουλιάς διορισμένος πρόεδρος κοινότητας Κρουσώνα 2) Νικόλαος Τζουλιάς (γιος του Μιχαήλ ) 3) Γεώργιος Τζουλιάς (αδελφός του Νικόλα ) 4) Κώστας Τζουλιάς (αδελφός του Νικόλα )5) Στελιανός Τζουλιάς (αδελφός του Νικόλα )6) Γεώργιος Σουλτάτος δικηγόρος εξ ανωγείων καθοδηγητής των Τζουλιάδων (αυτός σύστησε στον γερμανό Χάρτμαν τους Τζουλίαδες)7) Ιωάννης Επανωμεριτάκης η Κουτούτος υπ αριθμόν ένα δήμιος8) Δημήτριος Στιβακτάκης η Χρηστοδουλάκης υπ αριθμόν ένα δήμιος9)Χαράλαμπος Αγιομυργιανάκης 10) Στέργιος Αγιομυργιανάκης 11)Μανόλης Μακρυδάκης 12)Ιωάννης Μακρυδάκης 13) Ιωάννης Γκριδάκης 14)φίλιππος Γκριδακης 15)Νικόλαος Βαλιζάκης 16)Γεώργιος Ι. Τζουλιάς 17)Κώστας Βασμβουκάκης η ψεύτης 18)Στελιανός Μακατούνης 19) Κώστας Μακατούνης 20)Νικόλαος Μακατούνης 21) Χαράλαμπος Μακατούνης 22) Ιωάννης Μακατούνης 23) Γεώργιος Δρακουλάκης 24) Γεώργιος Φραγκιαδάκης 25)Γιάννης Παπαδάκης η Βλακούσης 26)φίλιππος Παπαδάκης η Βλακούσης 27)Στέργιος Παπαδάκης η Βλακούσης 28) Κώστας Αξιωτάκης 29)Γεώργιος Αξιωτάκης 30) Δημήτριος Φραγκιαδάκης 31)Χαράλαμπος Κρανιώτης 32)Μιχαήλ Αποστολάκης 33)Απόστολος Πολυχρονάκης 34)Μιχαήλ Κρανιώτης 35)Στέργιος Βεργετάκης αγροφύλακας 36)Σήφης Πολυχρονάκης αγροφύλακας 37)Παύλος Αποστολάκης αγροφύλακας 38)Μιχαήλ Κουράκης αγροφυλακας39) Νικόλαος Βαμβουκάκης η Χελιδόνης αγροφύλακας 40)Βαγγέλης Μακατούνης αγροφύλακας 41)Εμμανουήλ Μακατούνης αγροφυλακας42)Μιχαήλ Μακατούνης η Δρακογιάννης και 43)Γεώργιος Μακριδάκης πρόεδρος διορισμένος από τους γερμανούς
( Όλοι τους φονευθήκαν από τα αντάρτικα σώματα «Σατανά» Κρουσώνα και άλλους, η καταδικάστηκαν από την Ελληνική Δικαιοσύνη ). 


Από το βιβλίο του καπεταν Χαράλαμπου Γιανναδάκη Αναμνησεις από τα περασμενα έκδοση 1995

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2015

Ο άγριος ταξικός Δεκέμβρης του 1944

Ο Ιάσονας Χανδρινός μιλάει στους Νατάσα Κεφαλληνού και Κώστα Παλούκη
Πηγή: Εφημερίδα ΠΡΙΝ


Συμβάλλοντας στη συζήτηση για τα Δεκεμβριανά του 1944 συναντήσαμε τον ιστορικό Ιάσονα Χανδρινό, συγγραφέα του πολυσυζητημένου βιβλίου Το τιμωρό χέρι του λαού. Η δράση του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ στην κατεχόμενη πρωτεύουσα 1942-1944, ο ο οποίος φέρνει στο προσκήνιο την εν πολλοίς άγνωστη εαμική αντίσταση στις πόλεις απέναντι στις κατοχικές δυνάμεις και τους έλληνες συνεργάτες τους. Τα συμπεράσματα του βιβλίου μπορούν να φωτίσουν και να εμπλουτίσουν τη σημερινή συζήτηση για το χαρακτήρα της μαζικής, λαϊκής αντιβίας του κινήματος απέναντι στην κυρίαρχη ρητορική που επιδοκιμάζει το κρατικό μονοπώλιο της βίας, δαιμονοποιώντας κάθε μορφή αντίστασης. Η συζήτηση εφορμώντας από τις δράσεις αλληλεγγύης του ΕΑΜ, έφτασε στις πρακτικές της ΟΠΛΑ και του ΕΛΑΣ Αθήνας για να επικεντρωθεί στη δεκεμβριανή σύγκρουση και τη σημασία της στη συλλογική μνήμη.

Ποιες ήταν οι δράσεις αλληλεγγύης του ΕΑΜ; Έπαιξαν ρόλο στη μαζικοποίηση του;
Η δεδομένη δράση αλληλεγγύης που ακολούθησε το ΕΑΜ δεν θα πρέπει να δίνει την εντύπωση ότι εξασφάλισε, με κυριολεκτικό τρόπο, τρόφιμα στον πληθυσμό. Για την ακρίβεια, το ΕΑΜ έδειξε στον κόσμο το δρόμο για να διεκδικήσει ο ίδιος τη βελτίωση των υλικών όρων ζωής του. Δεν θα πρέπει να φανταστούμε ένα δίκτυο που έστηνε κοινωνικές υπηρεσίες στα αστικά κέντρα και την επαρχία, αλλά μάλλον μια κλασσικού τύπου συνδικαλιστική οργάνωση, που απαιτούσε την υλοποίηση διαχρονικών αιτημάτων, όπως αυξήσεις σε μισθούς, συντάξεις και την άνοδο του βιοτικού επιπέδου. Η αλληλεγγύη ήταν ένα σύνθημα «μαγικό» για εκείνη την εποχή και λειτούργησε ως προθάλαμος για την αντικατοχική ρήξη.

Υπήρχαν διαφορές στις εαμικές πρακτικές αλληλεγγύης που ακολουθήθηκαν στην επαρχία και την Αθήνα;
Στην ορεινή ύπαιθρο, βασικό στοίχημα που κέρδισε το ΕΑΜ ήταν η οργάνωση θεσμών τοπικής αυτοδιοίκησης. Η εμφάνιση των πρώτων αντάρτικων ομάδων συνοδεύτηκε από μια «στρατιωτικοποίηση» των ανταρτοκρατούμενων περιοχών και σχεδόν στις περισσότερες περιπτώσεις μια προσπάθεια πολιτικής έκφρασης των ίδιων των χωρικών. Στην ύπαιθρο κυριάρχησε η δημιουργία θεσμών αυτοοργάνωσης σε τοπικό επίπεδο, η οποία καθιέρωσε την αίσθηση του συνανήκειν, που αξιοποίησε το ΕΑΜ κατορθώνοντας έτσι να αναδειχθεί σε δύναμη, πανεθνικής εμβέλειας. Στις πόλεις ήταν αρκετά δυσκολότερα τα πράγματα, για λόγους που συνδέονται με τους περιορισμούς δράσης σε μια κατεχόμενη πόλη. Σε αυτή την περίπτωση, το ΕΑΜ εκμεταλλεύτηκε διάφορες συλλογικότητες που βρίσκονταν μεταξύ νομιμότητας και παρανομία (σωματεία, αθλητικούς συλλόγους, φυσιολατρικούς ομίλους, το ταμείο απόρων φοιτητών), μέσα από τις οποίες προωθήθηκε η νόμιμη διεκδίκηση τροφίμων και συσσιτίων.

Πώς συγκροτήθηκε και λειτούργησε ο ΕΛΑΣ Αθήνας;
Ο ΕΛΑΣ Αθήνας ήταν ένας ολιγάριθμος στρατός, που απαρτιζόταν από μικρές ένοπλες ομάδες, οι οποίες δρούσαν σε συνοικιακό επίπεδο από τα τέλη του 1943 μέχρι την Απελευθέρωση. Η ίδρυση του, τον Φεβρουάριο 1942, αφορούσε τη συγκρότηση ενός στρατιωτικού επιτελείου χωρίς σαφή προσανατολισμό σε συγκεκριμένες δράσεις μέσα στο αστικό περιβάλλον, ενδεχομένως σκόπευαν να χρησιμοποιηθεί για αποστολή μελών του στο βουνό, ώστε να πλαισιωθούν οι αντάρτικες μονάδες της υπαίθρου. Αρχικά καταγραφόταν ως «συνδικαλιστικός ΕΛΑΣ», δηλαδή μια ακόμη πολιτική οργάνωση –φυσικά χωρίς όπλα– που αναπτυσσόταν μέσα στους εργασιακούς χώρους. Στη συνέχεια, το φθινόπωρο του 1943, σχηματοποιήθηκε σε αυτές τις ένοπλές ομάδες που προανέφερα, οι οποίες ανέλαβαν τη διεξαγωγή ενός αμυντικού αστικού κλεφτοπόλεμου εναντίον των Ταγμάτων Ασφαλείας και της Ασφάλειας στις εαμοκρατούμενες συνοικίες. Ο ΕΛΑΣ Αθήνας θα μπορούσε να ιδωθεί ως μια μετεξέλιξη της αντίστοιχης συνδικαλιστικής δράσης, που καλλιέργησε το ΕΑΜ, στις τάξεις των μόνιμων και έφεδρων αξιωματικών. Ήταν στην ουσία ένας αμυντικός στρατός, και αυτό έχει μεγάλη σημασία για την εξέλιξη των γεγονότων, ο οποίος ποτέ δεν αυτονομήθηκε από το μαζικό πολιτικό αγώνα που διεξήγαγε το ΕΑΜ στα αστικά κέντρα. Πίσω από τον ΕΛΑΣ Αθήνας δεν υπάρχει κάποιο σχέδιο της ηγεσίας για ένοπλη κατάκτηση της Αθήνας, και αυτό θα επηρεάσει πολύ τις εξελίξεις στα Δεκεμβριανά.

Μια πλήρως παραγνωρισμένη πτυχή της κατοχικής ιστορίας είναι η ΟΠΛΑ.
Η ΟΠΛΑ ιδρύθηκε τον Δεκέμβρη του 1942, μετά τις πρώτες συλλήψεις αγωνιστών του ΕΑΜ, που επέβαλαν τη λήψη μέτρων περιφρούρησης και προστασίας της ζωής των αγωνιστών. Ήταν μια ειδική οργάνωση που απαντούσε με ατομική τρομοκρατία στη μαζική τρομοκρατία των γερμανικών και των ελληνικών κατοχικών αρχών, ουσιαστικά η δράση της ήταν τιμωρητική-απαντητική απέναντι σε μαζικές συλλήψεις, δολοφονίες και μπλόκα που από τα τέλη του 1943 έδιναν τον τόνο στην κατεχόμενη Αθήνα. Ενεπλάκη σε ένα κύκλο εκδικήσεων και αντεκδικήσεων, εκφράζοντας ουσιαστικά τη λογική των «αντιποίνων της Αντίστασης». Το εύρος της φονικότητας της –υπολογίζω ότι τα θύματα της μέσα στην Κατοχή, σε διάστημα ενός χρόνου, φτάνουν τα 400– την έφερε γρήγορα στο προσκήνιο. Ανέλαβε τις εκτελέσεις αξιωματικών της Χωροφυλακής, της Ειδικής Ασφάλεια, ανδρών των Ταγμάτων Ασφαλείας, λιγότερο της Αστυνομίας Πόλεων, κυρίως όμως στράφηκε εναντίον πολιτών, που εμπίπτουν στην κατηγορία του χαφιέ και του πληροφοριοδότη. Το βασικό είναι ότι η ΟΠΛΑ διεξήγαγε πρωταρχικά έναν αμυντικό αγώνα, που στράφηκε εναντίον δραστήριων συνεργατών του κατακτητή, και όχι ιδεολογικό πόλεμο με αντίπαλες οργανώσεις. Η ασυμμετρία ισχύος που υπάρχει ανάμεσα στη βία ενός μαζικού κινήματος που περιφρουρεί τον εαυτό του και σε μια δεδομένη αυταρχική δοσιλογική κρατική εξουσία είναι πρόδηλη: Τα θύματα της συνεχιζόμενης μαζικής καταστολής των κατοχικών δυνάμεων και των συνεργατών τους ξεπερνούν τα 10.000 άτομα μόνο στην Αθήνα και τον Πειραιά, συμπεριλαμβάνοντας συλλήψεις, δολοφονίες, εκτελέσεις στη Καισαριανή, το Γουδί, στο στρατόπεδο των Ες Ες στο Χαϊδάρι και μαζικές εκκενώσεις των συνοικιών το καλοκαίρι του ‘44.

Πώς οδηγηθήκαμε στα Δεκεμβριανά, ήταν αναπόφευκτος ο «δεύτερος γύρος»;
Το δίμηνο που προηγείται της αποχώρησης των Γερμανών από την Ελλάδα χαρακτηρίστηκε από μια αξιοπρόσεκτη πύκνωση της δράση της ΟΠΛΑ, αυξήθηκαν οι εκτελέσεις σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, και δόθηκε μια εντύπωση ότι το ΚΚΕ ετοιμάζεται για μια δυναμική κάθοδο στο παιχνίδι της εξουσίας. Οι εικόνες της Αθήνα της απελευθέρωσης, με την κυριαρχία του ενθουσιασμού και της ανακούφισης, δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα σεντόνι πάνω από μια πόλη που βράζει από ταξικό μισός. Ήδη από την Κατοχή, υπήρχε ένα αγεφύρωτο πολιτικό χάσμα, ανάμεσα σε δύο κοινωνικές ομάδες, με εντελώς διαφορετικές κοινωνικές, πολιτικές, πολιτισμικές αναφορές. Από τη μια πλευρά ένα πλήθος που συνέρεε από τις εαμοκρατούμενες συνοικίες, και από την άλλη όλο τον «καλό κόσμο» της Αθήνας από τις συνοικίες του κέντρου. Το χάσμα αυτό διευρύνθηκε σε τέτοιο εκρηκτικό βαθμό το μεσοδιάστημα από την απελευθέρωση ως τα Δεκεμβριανά, που οποιαδήποτε επίκληση στην εθνική ενότητα έμοιαζε ψευδεπίγραφη. Το δίμηνο αυτό ουσιαστικά αποτελούσε έναν πόλεμο νεύρων, με κυρίαρχη την αναμονή μιας προδιαγεγραμμένης σύγκρουσης. Έχει ενδιαφέρον αμέσως μετά την απελευθέρωση, το ΚΚΕ σταμάτησε οποιεσδήποτε πράξεις γνήσιας ή μη αυτοδικίας στην ύπαιθρο και τις πόλεις, δοκιμάζοντας να παίξει για ύστατη φορά το παιχνίδι της νομιμότητας με έναν αντίπαλο, ο οποίος επιδίωξε εξ αρχής και εν τέλει κατάφερε τη στρατιωτική υποταγή της Αριστεράς.

Πώς μεθόδευσε το αντιεαμικό στρατόπεδο τη σύγκρουση τον Δεκέμβρη και ποια είναι η γεωγραφία της σύγκρουσης;
Η γεωγραφία της σύγκρουσης ανέδειξε το κέντρο της Αθήνας στο οποίο έδρευε η κυβέρνηση εθνικής ενότητας, η βρετανική στρατιωτική ηγεσία με τον ταξίαρχο Σκόμπι, το Σύνταγμα Χωροφυλακής του Μακρυγιάννη, η χωροφυλακή, η «ομάδα Χ» στην περιοχή του Θησείου κι ένα πολύ ασθενικό δίκτυο αστυνομικών τμημάτων στις συνοικίες. Ουσιαστικά πρόκειται για μια νησίδα σε μια εαμική θάλασσα. Αυτό το αντιεαμικό στρατόπεδο ήταν ετερόκλητο και όφειλε την πολιτική του ύπαρξη στις βρετανικές λόγχες. Αυτό αποδεικνύεται από το πόσο μεγάλη ανάγκη ήταν η βρετανική επέμβαση π.χ. για να σωθούν οι χωροφύλακες στου Μακρυγιάννη ή από την πολύ εύκολη καταστροφή του ένοπλου θύλακα της «Χ» στο Θησείο κλπ.

Πώς η «Σκομπία» κατάφερε να επικρατήσει στρατιωτικά;
Το βάρος της σύγκρουσης σήκωσε κατά κύριο λόγο ο ΕΛΑΣ Αθήνας, ο οποίος εκείνη την εποχή αριθμούσε στα χαρτιά 20.000 μαχητές με ελάχιστα όπλα και πυρομαχικά. Η αποστολή τμημάτων από το βουνό έγινε σπασμωδικά. Ο απαράμιλλος ηρωισμός που έδειξαν οι ελασίτες της Αθήνας και του Πειραιά δεν μπορούσε να ισοφαρίσει την τραγική έλλειψη πυρομαχικών σε έναν αγώνα που τα βαριά όπλα, τα πυροβόλα, το πυροβολικό και τα άρματα μάχης των βρετανών θα έπαιζαν φυσικά καθοριστικό ρόλο. Η κατάληψη του αρχηγείου της βρετανικής αεροπορίας, της ΡΑΦ, στα τρία ξενοδοχεία της Κηφισιάς που κατέληξε στην αιχμαλωσία 500 βρετανών αεροπόρων ήταν ένα απόλυτο σοκ για την βρετανική ηγεσία καθώς χρειάστηκε να μεταφέρει μια ολόκληρη τεθωρακισμένη μεραρχία, μια ολόκληρη μεραρχία αλεξιπτωτιστών, δύο ύλες αρμάτων μάχης, ακόμη και τάγματα πεζικού αποικιακών στρατευμάτων. Με αυτόν τον τρόπο οι Βρετανοί τελικά έκριναν την παρτίδα. Ο Δεκέμβρης ήταν μια στρατιωτική ήττα. Αν αξιοποιούταν ο χρόνος που χάθηκε την πρώτη βδομάδα από 3 Δεκεμβρίου μέχρι τις 10 Δεκεμβρίου ενδεχομένως με κατάλληλη προώθηση σε επίκαιρα σημεία της Αθήνας θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια τελείως διαφορετική εξέλιξη των γεγονότων. Είναι ένα πραγματικό τραύμα του αστικού πολιτικού κόσμου, ότι η μάχη κρίθηκε εξαιτίας του βρετανικού παράγοντα.

Ποια ήταν τα χαρακτηριστικά της βίας που άσκησε το εαμικό στρατόπεδο στα Δεκεμβριανά;
Ο τρόπος με τον οποίο διεξήχθη η σύγκρουση δεν τεκμηριώνει μια ολοκληρωτική προσπάθεια κατάληψης εξουσίας από την Αριστερά. Υποθέτοντας κανείς τις προθέσεις του ΚΚΕ, αυτό που επιδίωκε πιθανόν ήταν μια νέα πολιτική τάξη με καλύτερους όρους για το ίδιο το εαμικό κίνημα. Αναφορικά με την ίδια τη βία του Δεκέμβρη πρόκειται για τη σκληρότερη φάση όλης της εμφύλιας σύγκρουσης της δεκαετίας του 1940. Υπάρχει μια συσσώρευση των παθών που ξέσπασε πάνω σε όργανα του κατοχικού κράτους, πρώην δοσίλογους, ανθρώπους που ταυτίζονταν με τη συνέχεια του κοινωνικού καθεστώτος, ουσιαστικά ένας γενικευμένος κύκλος αυτοδικίας φτωχότερων στρωμάτων που επιτίθενται στην αστική τάξη, όπως την αντιλαμβάνονταν οι ίδιοι. Στόχοι όπως η Ελένη Παπαδάκη, που έχει μυθοποιηθεί στη νεότερη ελληνική ιστορία, καταλήγοντας να εκφράζει την τυφλή βία των κομμουνιστών στα Δεκεμβριανά, αποτελούσαν προφανή στόχο ενός κόσμου που είχε υποφέρει από την κατοχική τρομοκρατία, τις εκτελέσεις, την πείνα και τα μπλόκα και καθοδηγούνταν πλέον από ένα αυθεντικό ταξικό μίσος, στοιχείο που πολλές φορές ξεπέρασε και τις κομματικές επιλογές.

Πώς η συμφωνία της Βάρκιζας και η λευκή τρομοκρατία οδήγησαν στην ανοιχτή εμφύλια σύγκρουση.
Η Αθήνα εκκενώθηκε από τον ΕΛΑΣ πριν τα μέσα Ιανουαρίου του 1945. Το αντάρτικο διατηρούσε σχεδόν ανέπαφες τις δυνάμεις, τις βαριές μεραρχίες σε Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα, Ήπειρο Μακεδονία και Πελοπόννησο. Σε αυτές τις περιοχές καταγράφηκε μια ανυπομονησία για την επανέναρξη των συγκρούσεων. Ωστόσο, ο πόλεμος δεν επεκτάθηκε στην ύπαιθρο και η ηγεσία αποφάσισε την συνθηκολόγηση. Ο αφοπλισμός του ΕΛΑΣ υπογράφθηκε τελικά στην Βάρκιζα. Ακολούθησε η περίοδος της λευκής τρομοκρατίας, την οποία το ΚΚΕ αποδέχτηκε εντελώς παθητικά. Σε αυτό το πλαίσιο ο ΔΣΕ δεν μπορούσε παρά να περιμένει έναν αξιοπρεπή θάνατο, εφόσον η μεγάλη εαμική μάζα δεν τον ακολούθησε και ο εμφύλιος πόλεμος δεν άγγιξε τις πόλεις.

Μια ομάδα ιστορικών υποστηρίζει ότι η αδυναμία του ΕΑΜ να σιτίσει και να στηρίξει οικονομικά την Αθήνα καθόρισε τη στάση του στον Δεκέμβρη.
Ο Γιώργος Μαργαρίτης υποστηρίζει ότι «το ΕΑΜ έχασε τη μάχη της μετακατοχικής μπομπότας». Το ΕΑΜ πραγματικά δεν είχε δυνατότητα να δώσει λύση στην επισιτιστική κρίση της Αθήνας του 1944 που επανερχόταν θυμίζοντας τον εφιάλτη της πείνας του ’41- ’42. Ταυτόχρονα, αναδεικνύεται συχνά το ζήτημα των περιορισμένων δυνατοτήτων ενός αντάρτικου στρατού πόλης, ο οποίος αποκομμένος από την παραγωγική βάση της υπαίθρου και χωρίς καμία προπαρασκευή εμπλοκής σε πόλεμο φθοράς μέσα μια πόλη ήταν μοιραίο να χάσει. Αυτή η συλλογιστική παραβλέπει δύο πράγματα: ότι δεν μιλάμε για πόλεμο φθοράς και ότι δεν δόθηκε η ευκαιρία στις καλύτερες μονάδες του ΕΛΑΣ να εμπλακούν στον πόλεμο αλλάζοντας τελείως τους όρους της σύγκρουσης. Νομίζω ότι το ΚΚΕ παραβίασε κατάφωρα τη βασική λενινιστική αρχή που λέει ότι με τον ένοπλο αγώνα δεν μπορείς να παίζεις. Θα πρέπει να τον ακολουθήσεις μέχρι τέλους ή να μην τον κάνεις καθόλου. Δεν υπάρχει «λίγος» ή «πολύς» ένοπλος αγώνας.

Τα Δεκεμβριανά άφησαν ένα μεγάλο τραύμα στην Αριστερά.
Εάν ρωτήσει κανείς σήμερα έναν επονίτη ή ελασίτη ή εαμίτη της Αθήνας για το ποιά είναι η κορυφαία αγωνιστική στιγμή της ζωής του θα απαντήσει: «ο μεγάλος Δεκέμβρης». Το πιο πλούσιο μάθημα αυτής της εμπειρίας είναι αυτή ακριβώς η πολλαπλή τομή στις αριστερές συνειδήσεις. Ο Δεκέμβρης επηρέασε καθοριστικά όχι μόνο την πολιτική εξέλιξη, αλλά και τον τρόπο που η Αριστερά αντιλαμβάνεται μια σειρά κομβικών ζητημάτων, όπως τα όρια και τις προϋποθέσεις ενός πολιτικού αγώνα, τις σχέσεις της Αριστεράς με τη βία κλπ. Αυτά ανάγονται στο δεκεμβριανό «τραύμα» που κληροδότησε την πεσιμιστική άποψη ότι εφόσον δεν νίκησε αυτό το τεράστιο εαμικό κίνημα δεν μπορούμε να έχουμε πολλή μεγάλη αισιοδοξία για ο,τιδήποτε άλλο. Μετά τον Δεκέμβρη οποιαδήποτε αναφορά στην ένοπλη δράση είναι ένα είδος ταμπού, που διατρέχει ακόμα και σήμερα όλες τις εκφάνσεις της Αριστεράς.

Τα γεγονός ότι η ΟΠΛΑ όσο και ο ΕΛΑΣ Αθήνας είχαν ως κύριο στόχο τους έλληνες συνεργάτες των κατοχικών δυνάμεων, ενισχύει τα επιχειρήματα του αναθεωρητικού ρεύματος της ιστοριογραφίας του 1940, που θεωρεί την «κόκκινη βία» ως πρωταίτιο του εμφυλίου;
Αν αυτό το αναθεωρητικό ρεύμα στην ιστοριογραφία ήταν λίγο πιο σοβαρό θα διατύπωνε μια άποψη με την οποία δεν θα διαφωνούσε κανένας σοβαρός κοινωνικός επιστήμονας ή ιστορικός: ότι η ίδια η εμφάνιση ενός εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος εγκυμονεί το στοιχείο της βίας, είναι μια επιλογή η οποία προκαλεί ρήξεις και τομές στον κοινωνικό ιστό. Η διαφωνία με την προσέγγιση των «αναθεωρητών» σχετίζεται με το γεγονός ότι παραγνωρίζουν πως η βία της Αριστεράς, εκείνη την εποχή, ήταν καθαρά αμυντική και στρέφονταν απέναντι σε μια καλά ενορχηστρωμένη και δρομολογημένη κατασταλτική προσπάθεια, που διεξαγόταν λιγότερο από τους Γερμανούς και περισσότερο από δυνάμεις που αναλάμβαναν ως δοσίλογες την προάσπιση του κοινωνικού καθεστώτος. Οι αντικομμουνιστικές ομάδες στην Αθήνα και στην ύπαιθρο δεν ήταν ιδεολογικοί αντίπαλοι, υπήρξαν στρατιωτικοί μηχανισμοί οι οποίοι απορροφήθηκαν στο δοσιλογικό στρατόπεδο συνεχίζοντας μια πολιτική καταστολής που ξεπερνούσε την κατοχική τομή του 1941. Δεν πρέπει να φτάνει βέβαια κανείς στο άλλο άκρο, δηλαδή εκείνο μιας «αριστερίστικης» ανάγνωσης των γεγονότων, και να υποστηρίζει ότι η βία της ΟΠΛΑ ή του ΕΛΑΣ Αθήνας ή του ΕΛΑΣ του ίδιου ήταν επαναστατική. Η βία αυτή δεν εξυπηρετούσε έναν διακηρυγμένο επαναστατικό σκοπό, π.χ. την κατάληψη της εξουσίας, τη δικτατορία του προλεταριάτου, την ανατροπή του κοινωνικού συστήματος.

Όπως και τότε έτσι και σήμερα η κυρίαρχη ρητορική εξισώνει ανισοβαρώς την αμυντική αριστερή αντιβία με την πρωτογενή, δυσανάλογα επιθετική και σκληρή, κρατική και παρακρατική βία.
Ο τομέας προπαγάνδας μιας οργανωμένης κρατικής εξουσίας αποδείχτηκε πανίσχυρος μετά τον Δεκέμβρη, με αποτέλεσμα οι φωτογραφίες των πτωμάτων που κυκλοφόρησαν σε αθηναϊκές εφημερίδες την άνοιξη του 1945 ουσιαστικά να εξαφανίζουν ό,τιδήποτε είχε συμβεί στην «κοσμογονία» της κατοχικής περιόδου, προβάλλοντας μόνο την υποτιθέμενη ανεξέλεγκτη βία των αντικοινωνικών στοιχείων της Αριστεράς. Η Αριστερά βρέθηκε συνεχώς απολογούμενη, ενσωματώνοντας όλα τα ενοχικά φορτία μέχρι σήμερα. Σίγουρα ο τομέας της προπαγάνδας είναι καθοριστικός. Αλλοίμονο όμως εάν οποιοδήποτε κίνημα εξαρτά τη νομιμοποίησή του ή τη μορφή που προσλαμβάνουν οι αγώνες του από το πόσο αποτελεσματική είναι η προπαγάνδα του αντιπάλου. Στο σήμερα, αυτή η συζήτηση στην ουσία δεν αφορά τη βία ως βία, ούτε καν το πολιτικό της κόστος. Αντίθετα είναι μια επικοινωνιακού τύπου συζήτηση που μοιραία λειτουργεί αποπροσανατολιστικά.

Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014

1944: Μάχες του ΕΛΑΣ στην υπόδουλη Ελλάδα

Συνεχίζουμε σήμερα, όπως κάθε Τετάρτη, τα άρθρα από νέους ιστορικούς που επιχειρούν να καλύψουν σε πλάτος και βάθος τα ίχνη της σημαδιακής χρονιάς του 1944 στο πεδίο της ιστοριογραφίας και του δημόσιου λόγου, αναζητώντας πληροφορίες και υλικό για ένα «θαυμαστό έτος» της ελληνικής ιστορίας

Αντιμέτωπο με τα ναζιστικά στρατεύματα και τις δυνάμεις των Ελλήνων αντικομμουνιστών οι οποίες είχαν αποκτήσει μια σιωπηρή πολιτική νομιμοποίηση, το στρατόπεδο της ΕΑΜικής αντίστασης ριζοσπαστικοποιήθηκε αρκετά πιο έντονα, ενώ μεταμορφώθηκε σε ένα στρατό αποφασισμένων εθελοντών

Του Ιάσονα Χανδρινού

Από την έναρξη της «τυπικής» γερμανικής δικαιοδοσίας για ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο μετά την ιταλική συνθηκόλογηση (Σεπτέμβριος 1943) και μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου, υπολογίζεται πως είχαν σκοτωθεί από τους αντάρτες περίπου 600-800 στρατιώτες της Βέρμαχτ, ενώ είχαν σκοτωθεί ή εκτελεστεί 4.487 Ελληνες, στη συντριπτική τους πλειονότητα άοπλοι [1]. Στις 22 Δεκεμβρίου 1943 –εννέα μέρες μετά τη σφαγή στα Καλάβρυτα– η Στρατιωτική Διοίκηση ΝΑ Ευρώπης εξέδωσε μια κεντρική οδηγία που ανέπτυσσε το σκεπτικό για την κατάπνιξη της ένοπλης αντίστασης την προσεχή χρονιά [2].

Λαμβάνοντας υπόψη τις διαμαρτυρίες πολιτικών αξιωματούχων για προσεκτικότερη αντιμετώπιση του άμαχου πληθυσμού (μετά τη σοκαριστική εντύπωση που προκάλεσαν οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις Οκτωβρίου-Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου σε κεντρική και νότια Ελλάδα, με αποκορύφωμα τη σφαγή των Καλαβρύτων), η διαταγή προσπάθησε να χαλιναγωγήσει τα πνεύματα αντεκδίκησης που επικρατούσαν στις τάξεις του στρατού, μετά τις πρώτες συγκρούσεις με τους Ελληνες αντάρτες. Τα στρατεύματα έπρεπε να κινούνται μόνο εναντίον «δραστών» και αμάχων που αποδεδειγμένα τους υποστήριζαν.

Οι αναλογίες εκτελέσεων, ο αριθμός των ομήρων και η δικαιοδοσία των κατώτερων εκτελεστικών οργάνων ελαττώθηκαν. Ωστόσο, η προοπτική μιας «διαλλακτικότερης» πολιτικής αναιρείται μέσα από το ίδιο το κείμενο που την αναλύει. Τα στρατεύματα, γράφει, θα στρέφονταν σε συλλήψεις και εκτελέσεις όσων παρείχαν «ενεργό ή συγκαλυμμένη υποστήριξη στους συμμορίτες», αλλά και «ατόμων τα οποία δεν σχετίζονται άμεσα με τις πράξεις, ωστόσο αναγνωρίζονται ως κομμουνιστές».

Το γράμμα και το πνεύμα της διαταγής αναγνώριζαν έμμεσα πως στην αυγή του 1944, η στρατιωτική κατάσταση στην Ελλάδα ήταν ανεξέλεγκτη.

Η βασική υπενθύμιση πως ο πόλεμος διεξάγεται κυρίως εναντίον ένοπλων κομμουνιστών συνοδεύεται τώρα και από την προγραμματική συμπερίληψη ενός –σκόπιμα απροσδιόριστου– αριθμού αμάχων στα εξεγερθέντα στοιχεία. Μια ακόμη προοικονομία του αιματηρού δεκαμήνου που θα ακολουθούσε ήταν και η ρητή διάκριση ανάμεσα στις μορφές εμπλοκής με τους αντάρτες: απώλειες από ενέδρες θα τιμωρούνταν με αντίποινα, απώλειες σε μάχη (οργανωμένες επιθέσεις ή συμπλοκές κατά τη διάρκεια επιχειρήσεων), όχι. Για πρώτη φορά οι Γερμανοί παραδέχονταν έμμεσα την ύπαρξη ενός υπολογίσιμου εσωτερικού αντιπάλου, με τον οποίον είχαν ήδη εμπλακεί «τακτικά» κατά τη διάρκεια του τελευταίου τριμήνου του 1943 [3].

Στατιστικές

Αυτός ο εσωτερικός αντίπαλος ήταν ο ΕΛΑΣ, η μόνη ένοπλη δύναμη που την αυγή του 1944 συνιστούσε κάποιου είδους ενόχληση για τα κατοχικά στρατεύματα στο εσωτερικό της χώρας. Τίποτα δεν θύμιζε την «άτακτη», ημιεξεγερσιακή κατάσταση του προηγούμενου καλοκαιριού. Οι αντάρτες δεν αντιμετώπιζαν πια συμπαθούντες Ελληνες χωροφύλακες ούτε «απόλεμους» Ιταλούς, όπως το 1942 και το 1943, αλλά άριστα εκπαιδευμένους Ορεινούς Κυνηγούς, φανατισμένους νεοσύλλεκτους των Βάφεν Ες-Ες, το απόσπασμα θανάτου του λοχία Φριτς Σούμπερτ και περίπου 16.650 Ελληνες «εθελοντές» κάθε είδους [«Εθνικός Ελληνικός Στρατός (ΕΕΣ)» στη Μακεδονία, Τάγματα Ευζώνων, Εθελοντικά Τάγματα Χωροφυλακής στην Πελοπόννησο κοκ]. Το επιτελείο του Χάινριχ Χίμλερ επαίνεσε τη μαχητική επίδοση αυτών των «αναλώσιμων» ελληνικών σωμάτων που αποτελούσαν ανθρώπινες ασπίδες της γερμανικής στρατηγικής, διασώζοντας –ευτυχώς– για τους μελλοντικούς ιστορικούς τις συνολικές τους απώλειες: 697 νεκροί, 909 τραυματίες και 586 αγνοούμενοι [4], ενώ χάρη στους πίνακες συνταξιοδοτηθέντων «αντιστασιακών» από τις μετεμφυλιακές κυβερνήσεις, γνωρίζουμε πως ο δωσιλογικός ΕΕΣ στη Μακεδονία είχε 1.745 νεκρούς [5]. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των απωλειών συναρτάται με την αυξημένη συμμετοχή «εθελοντών» σε επιθετικές επιχειρήσεις και μαζικές εκτελέσεις αμάχων σε χωριά και πόλεις (Πύργοι Εορδαίας, Γιαννιτσά, Χορτιάτης, Δουργούτι, Κοκκινιά).

Αν και ο ένοπλος δωσιλογισμός ως βασικό χαρακτηριστικό της Ελλάδας του 1944 έχει μελετηθεί αρκετά ως προς τους αριθμούς και τις πολιτικοκοινωνικές του αναφορές, επικρατεί ακόμα η ανόητη εντύπωση πως οι Γερμανοί ήταν απλοί παρατηρητές μιας ενδοελληνικής αιματοχυσίας και όχι πρωταγωνιστές της κατάστασης. Αγνοείται πως από τον Ιανουάριο έως τον Σεπτέμβριο του 1944, οι Γερμανοί υπολόγισαν πως (με ή χωρίς τη βοήθεια των συνεργατών τους) είχαν σκοτώσει «σε μάχη» 15.063 Ελληνες και είχαν εκτελέσει σε αντίποινα ακόμα 3.283. Το σημαντικό συμπέρασμα από αυτή την προφανή δυσαναλογία, εκτός από τη στρατιωτική ανηθικότητα των γερμανικών ταξινομήσεων (η συντριπτική πλειονότητα των νεκρών σε «μάχη» είναι άμαχοι), είναι πως ο συνολικός αριθμός (18.346 άτομα) για το 1944 αντιστοιχεί στο ήμισυ των θυμάτων του ελληνικού πληθυσμού από τα γερμανικά όπλα για όλη την περίοδο της Κατοχής [6].

Οι απώλειες των κατακτητών ήταν αντίστοιχες. Η 117 Μεραρχία Κυνηγών που έλεγχε την Πελοπόννησο από τον Σεπτέμβριο του 1943 έως τον Σεπτέμβριο του 1944 είχε 1.100 νεκρούς από τη δράση των «κομμουνιστικών συμμοριών» [7]. Οι συνολικές γερμανικές απώλειες, από την 1η Ιανουαρίου έως τις 29 Σεπτεμβρίου 1944, ανήλθαν σε 2.239 νεκρούς, 3.654 τραυματίες και 1.285 αγνοούμενους, ένα σύνολο 7.178 ανδρών εκτός μάχης, κατά κύριο λόγο αποτελέσματα της δράσης του ΕΛΑΣ [8], αδιάψευστο τεκμήριο της ραγδαίας κλιμάκωσης του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα σε όλη τη χώρα.

Στρατηγική

Ο πόλεμος διεξαγόταν μέσα από συνεχείς αμοιβαίες επιθέσεις και αντεπιθέσεις. Την τελευταία χρονιά της Κατοχής, δεκάδες μικρές και μεγάλες επιθετικές επιχειρήσεις με ευφάνταστα κωδικά ονόματα («Χρυσαετός», «Κούκος», «Τάρανδος», «Κόνδωρ», «Καταιγίδα Σφαιρών», «Οχιά», «Μαγιάτικη Καταιγίδα», «Αιφνίδιο Χτύπημα» κ.ά.) χτένιζαν τα ορεινά και πεδινά της πολύπαθης χώρας. Η συστηματική καταστροφή της υπαίθρου δεν μεταφραζόταν σε ικανοποιητικό «body count».

Εκστρατείες-σκούπα που βασίζονταν στη γερμανική υπεροπλία απαιτούσαν μεγάλες δυνάμεις και ποτέ δεν προκαλούσαν στον ΕΛΑΣ απώλειες που θα κλόνιζαν τη συνοχή των μονάδων του. Η Βέρμαχτ ξεκίνησε από τον Ιανουάριο του 1944 να εφαρμόζει «αντάρτικες» τακτικές, ειδικά εκεί που η τραχύτητα του εδάφους ακύρωνε τα όποια πλεονεκτήματα των αντιμαχομένων. Στις 5 Ιανουαρίου, στο χιονοσκεπές πεδίο της Ορεινής Παρνασσίδας, ένα μικρό τμήμα της επίλεκτης Μεραρχίας Brandenburg σκότωσε σε ενέδρα 32 αντάρτες του Τάγματος Παρνασσίδας του ΕΛΑΣ. Τον Απρίλιο, στο πλαίσιο των επιχειρήσεων «Ερωδιός», «Σκαντζόχοιρος» και «Κόνδωρ» στη νότια και δυτική Πελοπόννησο, εφαρμόστηκαν τακτικές καινοτομίες.

Ενα τάγμα του 737 Συντάγματος Κυνηγών επιχείρησε να πλήξει τους αντάρτες αντιγράφοντας τη στρατηγική τους: «Με τους 100 καλύτερους στρατιώτες μου κινηθήκαμε στην περιοχή γύρω από την Ολυμπία, χωρίς διακριτικά, χωρίς στολή, χωρίς επαφή με το αρχηγείο μας… Ντυμένοι και εξοπλισμένοι όπως οι συμμορίτες σκοτώσαμε πάνω από 300 άνδρες. Η επιχείρηση αυτή υπήρξε πιο επιτυχής από οποιαδήποτε άλλη θα είχαμε κάνει με 3.000 άνδρες». Από τον Μάιο του 1944, το 7ο Σύνταγμα Γρεναδιέρων της 4ης Αστυνομικής Μεραρχίας των Ες-Ες εφάρμοζε τακτικές παραπλάνησης για να παγιδεύει και να εξοντώνει αντάρτες στην περιοχή της ανατολικής Στερεάς.

Στις 7 Ιουνίου, ένας λόχος του ΙΙΙ/34 Τάγματος του ΕΛΑΣ Λιβαδειάς αιφνιδιάστηκε και διαλύθηκε με απώλειες κοντά στη Δεσφίνα από Γερμανούς που φορούσαν πολιτικά ρούχα και μιλούσαν ελληνικά. Τρεις μέρες αργότερα, στην ίδια περιοχή, μια αντίστοιχη αντάρτικη παγίδα (στρατιώτες των Ες-Ες ντυμένοι χωριάτες) στράφηκε εναντίον των εμπνευστών της, προκαλώντας το άνευ προηγουμένου μακελειό στο χωριό Δίστομο.

Οι αντάρτες προσαρμόστηκαν αντίστοιχα. Τον Φεβρουάριο, η ανώτατη γερμανική διοίκηση (Ομάδα Στρατιών Ε) επισήμανε πως οι αντάρτες δεν εγκαθιστούν πλέον μεγάλες αποθήκες τροφίμων, όπλων και πυρομαχικών στα χωριά, αλλά σε δάση και απρόσιτες περιοχές, αθέατες για τα γερμανικά στρατεύματα [9]. Ο ΕΛΑΣ αποδέχτηκε επίσης την πρόκληση ενός «πολέμου φθοράς» επί ίσοις όροις που επέβαλαν οι Γερμανοί. Κατοικημένες περιοχές εκκενώνονταν πιο άμεσα ή προστατεύονταν καλύτερα σε σχέση με το 1943. Χωρίς να εγκαταλείψουν την παραδοσιακή τακτική του «χτύπα και φύγε», οι αντάρτες άρχισαν να δοκιμάζουν την αντοχή τους στη στατική άμυνα και τις αντεπιθέσεις εναντίον ισχυρών μονάδων πεζικού. Στις 11 Μαΐου 1944, το 7ο Σύνταγμα Γρεναδιέρων των Ες-Ες επιτέθηκε ταυτόχρονα σε Μακρακώμη, Σπερχειάδα και Υπάτη, συναντώντας –παραδόξως– πεισματική άμυνα από το τοπικό 52ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ. Μέσα σε λίγη ώρα, 21 μαχητές είχαν σκοτωθεί ή τραυματιστεί. Στη Μάχη της Αμφιλοχίας (13 Ιουλίου), περίπου 200 αντάρτες αντιμετώπισαν πεζικό και άρματα μάχης σε ανοιχτό πεδίο, για δέκα ώρες, και αποχώρησαν μόνο όταν το 1/3 της δύναμής τους κείτονταν νεκροί ή τραυματισμένοι.

Ο κανόνας των αμυντικών ελιγμών καθιστούσε ακόμα πιο εντυπωσιακές τις εξαιρέσεις. Η τακτική της ενέδρας-αντεπίθεσης γνώρισε το απόγειό της στην Πελοπόννησο, το μόνο ελληνικό έδαφος που κηρύχτηκε τον Μάιο σε «ζώνη επιχειρήσεων», δηλαδή ανοιχτό πολεμικό μέτωπο. Σε Γλόγοβα Αρκαδίας (20 Απριλίου) και Στυμφαλία (2 Ιουλίου), ισχυρά γερμανικά αποσπάσματα μάχης που επιχειρούσαν στην καρδιά της ανταρτοκρατούμενης ζώνης αποδεκατίστηκαν σε καλά οργανωμένες αντεπιθέσεις, ενώ οι ενέδρες σε αυτοκινητοπομπές γίνονταν ολοένα και πιο φονικές. Στις 19 Ιουλίου, μια φάλαγγα φορτηγών της 117 Μεραρχίας Κυνηγών εξολοθρεύτηκε σε μια αριστοτεχνική ενέδρα στη Χώρα Μεσσηνίας, βορειοδυτικά της Πύλου (99 νεκροί και αγνοούμενοι). Οι γερμανικές απώλειες είχαν και ποιοτική διάσταση. Εκτός από τον στρατηγό Κράιπε που απήχθη σε θεαματική επιχείρηση από Κρητικούς αντάρτες και Βρετανούς αξιωματικούς, ο ΕΛΑΣ σκότωσε στα τέλη Απριλίου σε ενέδρα δυτικά των Μολάων τον διοικητή της 41ης Μεραρχίας Οχυρών, υποστράτηγο Φραντς Κρεχ, ενώ και ο διοικητής της 4ης Αστυνομικής Μεραρχίας των Ες-Ες, συνταγματάρχης Καρλ Σίμερς –ένας από τους πιο φανατικούς εθνικοσοσιαλιστές διοικητές–, τραυματίστηκε θανάσιμα από έκρηξη νάρκης στην περιοχή της Αρτας κατά τη διάρκεια εκκαθαριστικών επιχειρήσεων τον Αύγουστο.

Ο πόλεμος έφτασε στο απόγειό του το καλοκαίρι. Τον μήνα Ιούλιο, οι γερμανικές απώλειες σε όλη τη χώρα τριπλασιάστηκαν απότομα (476 νεκροί, 705 τραυματίες, 69 αγνοούμενοι). Είναι ο μήνας των μεγάλων εκκαθαριστικών επιχειρήσεων στη Δυτική Μακεδονία («Χρυσαετός»), κατά τις οποίες οι Γερμανοί παραδέχτηκαν εκτεταμένες «μάχες εκ του συστάδην» στη βορειοδυτική Μακεδονία, των μεγάλων επιθέσεων του ΕΛΑΣ σε Αμφισσα (2 Ιουλίου) και Αμφιλοχία (12-13 Ιουλίου), αλλά και μιας σειράς επιθέσεων του ΕΔΕΣ στην περιοχή της Πρέβεζας (6-7 Ιουλίου). Τον επόμενο μήνα, ο ΕΛΑΣ παγίδευσε και εξόντωσε 200 οπλίτες του επίλεκτου Συντάγματος Ορεινών Κυνηγών των Ες-Ες στις Καρούτες Φωκίδας, σε μια μάχη που ακόμα και οι Βρετανοί αναγνώρισαν ως σημαντική συνεισφορά του γενικώς «παθητικού» ΕΛΑΣ στην επιχείρηση «Κιβωτός του Νώε» (Noah’s Ark), κατά των υποχωρούντων γερμανικών δυνάμεων [10]. Μαζί με τις μάχες στη γερμανική ζώνη του Εβρου και τις αναρίθμητες συμπλοκές στον Θεσσαλικό Κάμπο στο πλαίσιο της «μάχης της σοδειάς», οι απώλειες των κατακτητών τον Αύγουστο έφτασαν σε 532 νεκρούς, 632 τραυματίες και 249 αγνοούμενους.

Οι αλλαγές

Αντιμέτωπο με ναζιστικά στρατεύματα (κάποια από τα οποία πρώτης γραμμής) και δεκάδες χιλιάδες Ελληνες αντικομμουνιστές οι οποίοι αποκτούσαν σταδιακά μια σιωπηρή πολιτική νομιμοποίηση, το στρατόπεδο της ΕΑΜικής αντίστασης ριζοσπαστικοποιήθηκε έντονα. Ο ολοκληρωτικός πόλεμος με τη Βέρμαχτ, η πραγματικότητα εκατοντάδων κατεστραμμένων χωριών και χιλιάδων νεκρών αμάχων και η αίσθηση αναμέτρησης με ένα ενδοελληνικό «μαύρο μέτωπο» είχε μεταμορφώσει το «κατσαπλιάδικο» του 1942-1943 σε έναν στρατό αποφασισμένων εθελοντών, στον οποίον είχαν θέση μόνο όσοι είχαν πραγματικά διάθεση να πολεμήσουν. Μόνιμοι και έφεδροι αξιωματικοί αξιοποιούνταν σε ολοένα πιο μάχιμα καθήκοντα, ενώ η κομματικότητα (όχι απαραίτητα με την έννοια του κομματικού μέλους) άρχισε να ταυτίζεται με τη γενναιότητα στη μάχη και την αντοχή στα βασανιστήρια, ενισχύοντας την πολιτική συνείδηση των εμπλεκόμενων μαχητών. Η στρατιωτικοποίηση της υπαίθρου, η οποία είχε σαρωθεί σε σοκαριστικό βαθμό από τον ολοκληρωτικό πόλεμο του 1944, διατηρήθηκε σχεδόν αναλλοίωτη τουλάχιστον ώς το 1949.

1. Hagen Fleischer, «Deutsche “Ordnung” in Griechenland 1941-1944». Στο: Loukia Droulia, Hagen Fleischer (επιμ.), Von Lidice bis Kalavryta. Widerstand und Besatzungsterror. Metropol/INE-EIE 1995, σ. 151-223. Kaspar Dreidoppel, Der griechische Dämon. Widerstand und Bürgerkrieg im besetzten Griechenland 1941-1944. Harrassowitz Verlag, Βίσμπαντεν 2009, σ. 341, υποσ. 40. 2. Ομοσπονδιακό Αρχείο Γερμανίας [ΟΑ], RW 40/89, ανώτατος διοικητής Νοτιοανατολικής Ευρώπης, Γραφείο Επιχειρήσεων, 296/43, απόρρητο, 22.12.1943. 3. Στα μέσα Οκτωβρίου 1943, δύο γερμανικοί λόχοι παγιδεύτηκαν και αποδεκατίστηκαν σε δύο διαφορετικές συγκρούσεις με πολυάριθμα και καλά εξοπλισμένα τμήματα του ΕΛΑΣ (Κερπινή Αχαΐας, Δερβενοχώρια Βοιωτίας). Οι απώλειες των Γερμανών ξεπέρασαν τους 150 νεκρούς. 4. ΟΑ, NS 19/3695, Kommandostab Reichsführer-SS, Auszug aus dem Bericht des HSSPF über den Einsatz der Polizeikräften in Griechenland, 2.11.1944. 5. Ο πίνακας συντάχθηκε από το ΓΕΕΘΑ το 1966 και δημοσιεύεται στο: Αθανάσιος Κούτρας, Εθνική Αντίσταση 1941-1944. Αθήναι 1981, σ. 160. 6. Για τις συνολικές απώλειες αμάχων παίρνουμε ως βάση την πιο αξιόπιστη, συγκριτικά, καταμέτρηση που υπολογίζει 38.690 νεκρούς, ως θύματα των Γερμανών για ολόκληρη την περίοδο της Κατοχής (Απρίλιος 1941-Οκτώβριος 1944). Δημήτριος Ι. Μαγκριώτης, Θυσίαι της Ελλάδος και εγκλήματα κατοχής κατά τα έτη 1941-1944, Αθήναι 1949, σ. 309. 7. Χέρμαν Φρανκ Μάγερ, Από τη Βιέννη στα Καλάβρυτα. Τα αιματηρά ίχνη της 117ης Μεραρχίας Κυνηγών στη Σερβία και την Ελλάδα (μτφρ. Γιάννης Μυλωνόπουλος). Εστία, Αθήνα 2004. 8. ΟΑ, RH 19 VII/15-17, 25-27, Ομάδα Στρατιών Ε, Πολεμικό Ημερολόγιο, αναλυτικός πίνακας στο: Dreidoppel, σ. 489-491. 9. ΟΑ, RH 19 XI/39, Ομάδα Στρατιών Ε, «Οδηγίες για τη διεξαγωγή του συμμοριακού πολέμου», 24.2.1944. 10. C. M. Woodhouse, History of the Allied Military Mission in Greece, September 1942 to December 1944 (αντίγραφο στο αρχείο του γράφοντος), χ.χ., σ. 200-201.

……………………………………………….

Ποιος είναι

Ο Ιάσονας Χανδρινός είναι ιστορικός, υποψήφιος διδάκτορας νεότερης ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 2012 κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Το τιμωρό χέρι του λαού. Η δράση του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ στην κατεχόμενη πρωτεύουσα 1942-1944» από τις εκδόσεις Θεμέλιο.

 
Via