Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μενέλαος Χαραλαμπίδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μενέλαος Χαραλαμπίδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2015

Μενέλαος Χαραλαμπίδης: Με την ΕΠΟΝ καταρρέει ο παλιός κόσμος

Συνέντευξη στη Νατάσα Κεφαλληνού

NK: Στις 23/2 συμπληρώνονται 70 χρόνια από την ίδρυση της ΕΠΟΝ.  Ποια ήταν η συμβολή της στο αντιστασιακό κίνημα στην Ελλάδα;

Μενέλαος Χαραλαμπίδης:  Με την ΕΠΟΝ καταρρέει ο παλιός κόσμος

ΜΧ: Αρχικά θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η ΕΠΟΝ δημιουργήθηκε σε μία φάση όπου το αντιστασιακό κίνημα βρισκόταν στην κορύφωση του.  Ακριβώς τις ημέρες που ιδρύθηκε επίσημα είχαμε τις τεράστιες κινητοποιήσεις ενάντια στην πολιτική επιστράτευση και τη μεγαλύτερη πολιτική νίκη του ΕΑΜ, την απόσυρση του μέτρου αυτού. Η συμβολή της ΕΠΟΝ στο αντιστασιακό κίνημα της Αθήνας είναι τεράστια: Πρώτα από όλα στελέχωσε τον ΕΛΑΣ Αθήνας, ο οποίος ενεργοποιήθηκε ουσιαστικά τον Σεπτέμβριο του 1943, εξοπλιζόμενος με το στρατιωτικό υλικό των αποχωρούντων Ιταλών μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας αλλά και τις συνοικιακές οργανώσεις, που άρχισαν να αναπτύσσονται το 1943. Πριν την ίδρυση της ΕΠΟΝ, πολλοί νέοι, κυρίως φοιτητές, συμμετείχαν στην ΟΚΝΕ ή το ΕΑΜ Νέων (οργανώσεις που αυτοδιαλύθηκαν και προσχώρησαν στην ΕΠΟΝ)  και είχαν πάρει μέρος στις μαζικές κινητοποιήσεις του 1942-’43, αλλά και στους αγώνες που γίνονταν στους μαζικούς χώρους εκπαίδευσης και εργασίας, αποκτώντας εμπειρία στην οργάνωση και υλοποίηση του παράνομου αγώνα. Με την ίδρυση της ΕΠΟΝ διασκορπίστηκαν σε όλο το λεκανοπέδιο και ανέλαβαν γραμματείς των συνοικιακών της οργανώσεων σε Αθήνα και Πειραιά μεταφέροντας την εμπειρία τους από τους μαζικούς χώρους (εργασίας και εκπαίδευσης) στις συνοικίες. Μια άλλη σημαντική συμβολή της ΕΠΟΝ έχει να κάνει με το προνοιακό έργο των εαμικών οργανώσεων, μιας και τα μέλη της, μαζί με την Εθνική Αλληλεγγύη, που είχε ξεκινήσει τα έργο αυτό από το 1941, έστησαν σειρά από προνοιακούς μηχανισμούς στις συνοικίες, από τα συσσίτια μέχρι τη δημιουργία ιατρικών σταθμών ή τη συγκρότηση επιτροπών κατοίκων που διεκδικούσαν την ικανοποίηση ποικίλων αιτημάτων με παραστάσεις σε υπουργεία και υπηρεσίες.

ΝΚ: Η «στράτευση» στην ΕΠΟΝ διαμόρφωσε μια νέα κοσμοαντίληψη στη νεολαία της εποχής;

ΜΧ: Μέσα από την ΕΠΟΝ η νεολαία απέκτησε μια νέα, ξεχωριστή, διακριτή ταυτότητα, η οποία δεν ήταν μόνο πολιτική αλλά και κοινωνική, πολιτισμική. Δηλαδή οι νέοι μέσα από την ένταξη τους αποκτούν μια καινούργια κουλτούρα, με πυρήνα την ίδια την έννοια της δράσης. Αυτό που τους «τραβούσε» στην ΕΠΟΝ δεν ήταν τόσο οι θεωρητικές συζητήσεις και οι ιδεολογικές αναζητήσεις, αλλά η ίδια η δράση. Είναι εντυπωσιακό πώς κινητοποιούσε τους νέους το γεγονός ότι π.χ. το βράδυ θα συγκροτούσαν ένα συνεργείο αναγραφής συνθημάτων ή μοιράσματος παράνομου Τύπου κ.ά. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η ΕΠΟΝ έφερε κορίτσια και αγόρια μαζί σε ένα περιβάλλον απόλυτης ισότητας. Υπήρχαν περιπτώσεις όπου γραμματείς ολόκληρων συνοικιών ήταν κορίτσια και κάτω από αυτές δρούσαν οι τοπικές οργανώσεις. Γενικότερα αυτό που δημιουργείται στην Κατοχή, το οποίο δεν το έχει επισημάνει ιδιαίτερα η έρευνα, είναι ότι ουσιαστικά καταρρέει ο παλιός κόσμος, ο οποίος στα μάτια της νεολαίας ταυτίζεται με τον κόσμο των μεγάλων. Αν κάποιος διαβάσει το ιδρυτικό της ΠΕΑΝ, που είναι μια καθαρά νεολαιίστική σοσιαλίζουσα οργάνωση, θα δει ότι κατακεραυνώνουν τους μεγαλύτερους ως τους ανθρώπους που δεν αντιστάθηκαν στο φασισμό του Μεταξά.

katohis



ΝΚ: Με την ΕΠΟΝ δηλαδή γίνεται μια οργανωτική στροφή από τους μαζικούς χώρους εκπαίδευσης και δουλειάς στις συνοικίες. Για ποιους λόγου προκρίθηκε αυτή η μετάβαση;

Από το 1942 η Επιτροπή Πόλης του ΕΑΜ στην Αθήνα αλλά και η ΚΕ του ΚΚΕ προσπαθούν να σπάσουν τις προπολεμικές κομμουνιστικές νοοτροπίες στην οργάνωση του παράνομου αγώνα, όπως η πρακτική της τριάδας, της συνωμοτικής οργάνωσης με τα πολύ αυστηρά μέτρα. Με τις μαζικές κινητοποιήσεις του 1942 κατανοούν ότι δεν  μπορούν να συνεχίσουν έτσι, καθώς υπήρχαν πλέον τεράστιες κοινωνικές διαθεσιμότητες, οι οποίες παρέμεναν ανεκμετάλλευτες. Ήδη από τότε ξεκινά μια έντονη προσπάθεια να σπάσουν οι σεχταριστικές, όπως τις ονόμαζαν, αντιλήψεις για τις εαμικές οργανώσεις και να μπορέσουν αυτές να ανοίξουν όλο και περισσότερο προς το δοκιμαζόμενο λαό. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η δημιουργία της ΕΠΟΝ. Ας μην ξεχνάμε ότι η δαιμονοποίηση του ΚΚΕ από το καθεστώς Μεταξά λειτουργούσε ως τροχοπέδη για την ένταξη πολλών νέων στην κομματική ΟΚΝΕ ή ακόμη και στο ΕΑΜ Νέων, που το θεωρούσαν καρικατούρα της ΟΚΝΕ. Έτσι η ΕΠΟΝ έδωσε τη δυνατότητα σε ανθρώπους που δεν ταυτίζονταν με το κομμουνιστικό κόμμα ή ακόμη ήταν απέναντι του, να μπουν σε μια πατριωτική οργάνωση που μάχονταν για την απελευθέρωση της χώρας. Ο άλλος παράγοντας που οδήγησε στη στροφή από τους μαζικούς χώρους στις συνοικίες είχε να κάνει με την τακτική που ακολούθησε η κυβέρνηση Ράλλη, την πολιτική του σκληρού αντικομμουνισμού που οδήγησε στην αιματηρή καταστολή των διαδηλώσεων του 1943. Σε αυτό το πλαίσιο, το ΕΑΜ δεν μπορούσε πλέον να συνεχίσει με την ίδια αντιστασιακή τακτική, δηλαδή τις μαζικές κινητοποιήσεις στο κέντρο της Αθήνας, οπότε έπρεπε να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. Στις συνοικίες άλλωστε οι εαμικές οργανώσεις μπορούσαν να βρουν ελεύθερο περιβάλλον για να κινηθούν και να μαζικοποιηθούν.

ΝΚ: Η πολιτική επιλογή του ΚΚΕ και του ΕΑΜ να ιδρύσουν μια αυτοτελής οργάνωση νεολαίας ήταν και αποτέλεσμα της ανάδυσης ενός νέου κοινωνικού υποκειμένου – της νεολαίας; 

ΜΧ: Το ΚΚΕ πριν την Κατοχή δεν ήταν μαζικό κόμμα, ωστόσο υπήρχε η εμπειρία των προπολεμικών κομμουνιστών στην οργάνωση του παράνομου αγώνα, η οποία όμως είχε δοκιμαστεί σε πολύ στενά, αριθμητικά και κοινωνικά, πλαίσια. Το εαμικό αντιστασιακό κίνημα χαρακτηρίστηκε από την προσαρμογή αυτών των πρακτικών σε ένα λαϊκό κίνημα που δημιουργήθηκε «από τα κάτω» και έψαχνε τρόπους να εκφραστεί. Οπότε το ΕΑΜ ουσιαστικά προσέφερε μέσα στην Κατοχή μια πλατφόρμα δράσεων άμεσα επηρεασμένη από αυτό που ζητούσε η ίδια η κοινωνία, μια πλατφόρμα η οποία διαμορφώθηκε από τους ανθρώπους που μπήκαν στο ΕΑΜ και το ΚΚΕ στην περίοδο της Κατοχής. Στην ουσία έχουμε μια αμφίδρομη σχέση, είναι αυτό που έλεγε ο Άγγελος Ελεφάντης: «το κόμμα κάνει το κίνημα και το κίνημα το κόμμα». Όλο αυτό ήταν πολύ μακριά από την αντίληψη που λέει ότι υπήρχαν συγκεκριμένες «γραμμές» που κατέβαιναν μέχρι τη βάση και όλο αυτό το κίνημα ήταν ένα δημιούργημα της ηγεσίας. Πρόκειται για μια διαδικασία συνεχών μετασχηματισμών και προσαρμογών που θα επιτρέψει στην ηγεσία -λαμβάνοντας τα μηνύματα που έρχονται από τη βάση- να προχωρήσει στη δημιουργία αυτού του μαζικού κινήματος. Άλλωστε αυτή είναι η διαφορά του ΕΑΜ από τις υπόλοιπες αντιστασιακές οργανώσεις. Το ΕΑΜ από την αρχή ξεκαθαρίζει ότι θέλει να κάνει ένα κίνημα και όχι απλά μια αντιστασιακή οργάνωση, όπως οι υπόλοιπες, προσδοκώντας να ανατρέψει μετά τον πόλεμο την προπολεμική πολιτική κατάσταση, το πολιτικό και κοινωνικό καθεστώς. Οι υπόλοιπες οργανώσεις κινιόντουσαν σε μια λογική μεταρρυθμίσεων.

ΝΚ: Ποιες νέες συνθήκες συντελέστηκαν ώστε η νεολαία να μπει τόσο απότομα στο προσκήνιο; 

ΧΜ:. Η νεολαία μέχρι και την περίοδο του Μεταξά ήταν κοινωνικά και πολιτικά περιθωριοποιημένη. Στην Κατοχή, λόγω της βαθύτατης κοινωνικής -όχι μόνο πολιτικής ή οικονομικής- κρίσης, του πολιτικού κενού που δημιουργήθηκε και της διάλυσης του κρατικού μηχανισμού, η νεολαία αυτονομήθηκε από τους φορείς ελέγχου και πειθαρχίας. Στρατός δεν υπήρχε, η ΕΟΝ έχει διαλυθεί, το σχολείο μετατράπηκε από χώρο πειθάρχησης σε χώρο αντίστασης και η οικογενειακή ιεραρχία ανατράπηκε πλήρως: οι νέοι από πειθήνια όργανα των γονιών τους ανέλαβαν κατά τη διάρκεια του κατοχικού λιμού αποφασιστικές ευθύνες για την επιβίωση των γονιών τους, κερδίζοντας μια πρωτόγνωρη ελευθερία δράσης και επιλογών.

ΝΚ: Ποιοι ήταν οι λόγοι ένταξης των νέων στην ΕΠΟΝ;

ΜΧ: Οι λόγοι ήταν κυρίως πατριωτικοί. Αξίζει να σημειώσουμε ότι η ελληνική περίπτωση αποτελεί μια ιδιαιτερότητα: ενώ όλες οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες κατακτήθηκαν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα από τις γερμανικές δυνάμεις (μετά από μάχες λίγων ημερών, το πολύ δύο-τριών εβδομάδων), στην ελληνική περίπτωση είχε προηγηθεί η νίκη στο αλβανικό μέτωπο, η οποία ήταν η πρώτη ήττα του Άξονα στην Ευρώπη. Το γεγονός αυτό είχε δημιουργήσει τεράστια έξαρση του πατριωτικού αισθήματος και είχε προξενήσει ιδιαίτερη εντύπωση στη νεολαία. Αυτή η έξαρση καταπνίγηκε μετά την εισβολή των Γερμανών. Κατά αυτό τον τρόπο, η Κατοχή στην Ελλάδα δεν ξεκίνησε με ηττοπάθεια αλλά με αγανάκτηση, που εδράζονταν στο ότι οι νικητές του πολέμου βρέθηκαν όχι μόνο ηττημένοι αλλά και κατεκτημένοι. Ένα άλλος λόγος ένταξης, ήταν η πάρα πολύ έξυπνη τακτική ενεργοποίησης των κοινωνικών δικτύων από την ΕΠΟΝ και τις εαμικές οργανώσεις.  Με κάθε νέο ή νέα που εντασσόταν στην ΕΠΟΝ έμπαινε μαζί, ανεπίσημα, ολόκληρο το συγγενικό και φιλικό του δίκτυο, το οποίο αναλάμβανε να τον προστατεύσει κατά τη διάρκεια της αντιστασιακής του δράσης. Τα μέλη της ΕΠΟΝ δεν δρούσαν αποκομμένα πάνω στο βουνό, αλλά μέσα στις ίδιες γειτονιές που ζούσαν, οπότε αυτό κινητοποιούσε όλα τα δίκτυα που δραστηριοποιούταν στις συγκεκριμένες περιοχές, τα οποία προσέφεραν μια τεράστια υπηρεσία στο αντιστασιακό κίνημα. Άλλωστε σε μια τόσο ασφυκτικά ελεγχόμενη περιοχή όπως η πρωτεύουσα (με πολλαπλούς σταθμούς διοίκησης των ιταλικών και γερμανικών αρχών) καμία οργάνωση, όχι μόνο το ΕΑΜ, δεν θα μπορούσε να σταθεί αν δεν είχε -όχι μόνο την ανοχή- αλλά και την υποστήριξη των κατοίκων.

Για να ενημερωθείτε σχετικά με το βιβλίο (συνεντεύξεις, βιβλιοπαρουσιάσεις, κριτικές, φωτογραφίες κ.α.) μπορείτε αν επισκεφτείτε τη σελίδα του facebook κάνοντας κλικ εδώ. 

Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2014

Η δημιουργία μηχανισμών πρόνοιας ως βάση για την ανάπτυξη της εαμικής αντιστασιακής δράσης στην Αθήνα

του Μενέλαου Χαραλαμπίδη
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου σε όλες τις κατεχόμενες από τις δυνάμεις του Άξονα ευρωπαϊκές χώρες, η τρομοκρατία, οι καταναγκασμοί και οι περιορισμοί της στρατιωτικής κατοχής έθεσαν σε δοκιμασία τις κοινωνίες. Τα αντιστασιακά κινήματα που εμφανίστηκαν στην Ευρώπη, είχαν διττό στόχο: να συμβάλουν στον αγώνα των συμμαχικών δυνάμεων δημιουργώντας εστίες αντίστασης στα μετόπισθεν του εχθρού και παράλληλα να στηρίξουν τις δοκιμαζόμενες κατεχόμενες κοινωνίες.
Αν και στις περισσότερες από τις κατεχόμενες μεγάλες πόλεις της Ευρώπης το επισιτιστικό υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετώπισε ο πληθυσμός, στην Αθήνα μετατράπηκε σε πρωτοφανή ανθρωπιστική κρίση, στοιχίζοντας τη ζωή σε περίπου 45.000 ανθρώπους. Πριν ακόμη από την εφαρμογή της Τελικής Λύσης που οδήγησε στην εξόντωση εκατομμυρίων Εβραίων, η ελληνική κοινωνία ήταν η πρώτη που αντιμετώπισε τον εφιάλτη της βιολογικής εξόντωσης λόγω του κατοχικού λιμού το χειμώνα του 1941. Η συλλογική τραυματική εμπειρία του λιμού καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την ανάπτυξη του αντιστασιακού κινήματος.

Ο λιμός ως αφετηρία της εαμικής αντιστασιακής δράσης στην Αθήνα
Ο λιμός αποτελεί την αφετηρία της ανάπτυξης του αντιστασιακού κινήματος στην πρωτεύουσα, τόσο λόγω του ότι εκδηλώθηκε πολύ νωρίς, έξι μόλις μήνες μετά την κατάληψη της πόλης, όσο κυρίως διότι αποτέλεσε τη μεγαλύτερη απειλή για τον πληθυσμό της. Η περίοδος του λιμού έθεσε σε σκληρή δοκιμασία την κοινωνική συνοχή, καθώς η απειλή του θανάτου οδηγούσε τους ανθρώπους σε όλο και πιο πρωτόγονες ψυχικές στάσεις. Τα συγγενικά και φιλικά δίκτυα αν και ενεργοποιήθηκαν στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο του θανάτου από την πείνα, δοκιμάστηκαν σκληρά κατά τη διάρκειά του. Στις περισσότερες περιπτώσεις, από ένα σημείο και μετά, η αντιμετώπιση του λιμού ήταν προσωπική υπόθεση. Ένα απόσπασμα από το εξαίρετο έργο τεσσάρων νευρολόγων-ψυχιάτρων για την περίοδο της Κατοχής, που εκδόθηκε το 1947, ερμηνεύει τις επιπτώσεις που είχε ο λιμός στην ψυχολογία των κατοίκων της πόλης:

«Κάτω από τις συνθήκες αυτές (πείνα, τρομοκρατία) με την έντονη θυμική φόρτιση και την ελαττωματική λειτουργία του γνωστικού ρόλου της συνείδησης, η προσωπικότητα οπισθοδρομούσε. Η θυμική και η ενστικτώδικη ζωή έβγαινε στην επιφάνεια και κυριαρχούσε. Η σκέψη, σα σύνθεση των πιο εξελιγμένων διανοητικών στοιχείων, υποχωρούσε μπροστά σε μια πρωτόγονη σκέψη, σε μια δράση, που βασιζόταν στην άμεση ικανοποίηση των αναγκών. Η αποσύνθεση αυτής της ανώτερης, λιγότερο οργανωμένης, ψυχικής λειτουργίας, προκαλούσε την ανάδυση της προλογικής, συναισθηματικής σκέψης, μ’ όλες της τις συνέπειες. Έτσι είδαμε να ξαναφαίνονται οι πιο χαμηλές εγωιστικές τάσεις.»1

Ο λιμός κατέχει κεντρική θέση στο κομβικό ζήτημα της σχέσης που συνέδεε την οργανωμένη Αντίσταση με την υπόλοιπη κοινωνία. Τον χειμώνα του 1941-42, περίοδο όπου οι αντιστασιακές οργανώσεις βρίσκονταν στα πρώτα στάδια συγκρότησής τους, η οργανωμένη Αντίσταση δεν είχε ακόμη αποκτήσει τις απαραίτητες προσβάσεις στο κοινωνικό σύνολο. Το «άνοιγμα» των αντιστασιακών οργανώσεων στην υπόλοιπη κοινωνία δεν μπορούσε να υλοποιηθεί σ’ ένα περιβάλλον απόλυτης τρομοκρατίας και έντονης απαισιοδοξίας λόγω των συνεχών επιτυχιών των δυνάμεων του Άξονα στα μεγάλα μέτωπα του πολέμου. Σε αυτό το χρονικό σημείο, η εμπειρία του λιμού υπήρξε καταλυτική για τη μετέπειτα ανάπτυξη του αντιστασιακού κινήματος στην Αθήνα. Ήταν η εμπειρία που οδήγησε, πολύ νωρίς, μια μειοψηφία της δοκιμαζόμενης κοινωνίας στην επιλογή της στράτευσης. Παράλληλα όμως, η τρομοκρατία του λιμού εγκυμονούσε τον κίνδυνο της πλήρους αδρανοποίησης του μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας και της εμπλοκής του στα όλο και διευρυνόμενα δίκτυα της μαύρης αγοράς, στο καθεστώς πλήρους παρανομίας που επιβλήθηκε μετά τη στρατιωτική κατάληψη της πόλης. Συνεπώς μπορεί η Αντίσταση να καρπώθηκε, λόγω του λιμού, ένα τμήμα της κοινωνίας, όμως παράλληλα υπήρχε ο κίνδυνος να «χάσει» την πλειοψηφία της. Αυτό ακριβώς το πρόβλημα καθόρισε την πολιτική του ΕΑΜ τον πρώτο χρόνο της Κατοχής, η οποία έλαβε τη μορφή της προσπάθειας μετατροπής του ατομικού αγώνα της επιβίωσης σε συλλογικό αντιστασιακό αγώνα.
Το ΕΑΜ ήταν η μοναδική από τις αντιστασιακές οργανώσεις που είχε εξαρχής ως στόχο τη δημιουργία ενός μαζικού αντιστασιακού κινήματος, καθώς πέρα από την κοινή επιδίωξη όλων των αντιστασιακών οργανώσεων, της συμβολής στην απελευθέρωση της χώρας, το ΕΑΜ αποσκοπούσε στην ανατροπή της προπολεμικής πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας. Οι εαμικές οργανώσεις συνειδητοποίησαν πολύ νωρίς, ότι η ανάπτυξη του αντιστασιακού κινήματος δεν μπορούσε να επιτευχθεί, εάν πρώτα δεν αντιμετωπιζόταν το επισιτιστικό ζήτημα. Η ίδια η πραγματικότητα έδειχνε ότι όσο διαρκούσε η ανθρωπιστική κρίση, η διαθεσιμότητα της κοινωνίας για ανάληψη αντιστασιακής δράσης ήταν εξαιρετικά περιορισμένη. Συνεπώς, ο πρώτος στόχος που έθεσε το ΕΑΜ ήταν η μετατροπή του ατομικού χαρακτήρα που είχε λάβει ο αγώνας της επιβίωσης, σε συλλογικό. Όλες οι μεμονωμένες και αποσπασματικές στρατηγικές επιβίωσης που επινοήθηκαν από τους λιμοκτονούντες Αθηναίους, έπρεπε να μετασχηματιστούν σε συστηματική και οργανωμένη δράση με στόχο την επιβίωση του λαού. Η στρατηγική που επέλεξε το ΕΑΜ ήταν η μετατροπή του επισιτιστικού ζητήματος από εμπόδιο σε μοχλό ανάπτυξης του αντιστασιακού αγώνα. Η δημιουργία των εαμικών προνοιακών μηχανισμών και ο τρόπος δράσης τους, οδήγησε στην ταυτόχρονη επίλυση των δύο μεγάλων ζητημάτων: στην επιβίωση του πληθυσμού και στη δημιουργία του απαραίτητου, για την ανάπτυξη του αντιστασιακού αγώνα, συλλογικού πνεύματος.
Η ανάγκη για τη δημιουργία προνοιακού τύπου μηχανισμών αμέσως μετά την κατάληψη της πρωτεύουσας ήταν επιτακτική. Δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη εαμική οργάνωση, πριν ακόμη και από την ίδρυση του ΕΑΜ, ήταν αυτή της Εθνικής Αλληλεγγύης.2 Η Ε. Α., όπως και όλες οι εαμικές οργανώσεις, βασίστηκε στην εμπειρία των προπολεμικών κομμουνιστών και συγκεκριμένα στην τεχνογνωσία που αυτοί είχαν αποκτήσει στη δημιουργία οργανώσεων σε καθεστώς παρανομίας. Η Ε. Α. βασίστηκε στην εμπειρία της προπολεμικής οργάνωσης «Εργατική Βοήθεια», που είχε ως έργο τη συλλογή ρούχων, τροφίμων και χρημάτων για τους φυλακισμένους και εξόριστους κομμουνιστές. Πολύ σύντομα η Ε. Α. δημιούργησε αναρίθμητα δίκτυα ανθρώπων, οι οποίοι εντόπιζαν, μετέφεραν, έκρυβαν και διένεμαν κάθε είδους αγαθών πρώτης ανάγκης σε ευπαθείς κοινωνικές ομάδες, όπως φυλακισμένοι, φυματικοί και ανάπηροι.
Η δράση της Ε. Α. ήταν πολυεπίπεδη και σωτήρια για ένα μεγάλο τμήμα του δοκιμαζόμενου πληθυσμού της πόλης. Ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα ήταν η δημιουργία Καταφυγίου Επειγούσης Περιθάλψεως το 1941 στη Νέα Σμύρνη από τον Ιατρικό Σύλλογο Αθηνών, με την πρωτοβουλία τριών γιατρών, μελών της Ε. Α. Στην οδό Ελ. Βενιζέλου, πάνω στην κεντρική πλατεία της Νέας Σμύρνης, εθελοντές γιατροί και νοσοκόμοι, παρείχαν πολύτιμες υπηρεσίες στους δοκιμαζόμενους κατοίκους, προμηθευόμενοι πολλές φορές φάρμακα και τρόφιμα απευθείας από τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό.3
Η τακτική της Ε. Α. ήταν να συγκροτεί ομάδες που λειτουργούσαν ως συντονιστές στο έργο ήδη υπαρχόντων συλλογικοτήτων. Έτσι, η δράση της Ε. Α. δημιουργούσε συγκοινωνούντα δοχεία σε οργανωτικό επίπεδο, συνδέοντας συλλογικότητες όπως ο Ιατρικός Σύλλογος Αθηνών, οι πρόσκοποι, αθλητικά και πολιτιστικά σωματεία, σε κοινές δράσεις στον αγώνα για την επιβίωση του πληθυσμού. Αυτό το εκτεταμένο δίκτυο συλλογικοτήτων που συνδέονταν μέσω της Ε. Α., αποτέλεσε τη βάση για τη δημιουργία του συλλογικού πνεύματος το οποίο ήταν απαραίτητο για την ανάπτυξη του αντιστασιακού αγώνα.
Η ανάπτυξη προνοιακών μηχανισμών δεν ήταν αποκλειστικό έργο της Ε. Α. ούτε περιορίστηκε στις συνοικίες της πόλης. Ένα ακόμη δραστήριο δίκτυο αλληλεγγύης στήθηκε στα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Η ανάγκη υποστήριξης των φτωχών φοιτητών και κυρίως αυτών από την επαρχία που είχαν ουσιαστικά αποκλειστεί στην Αθήνα, οδήγησε τα μέλη του ΕΑΜ Νέων και της ΟΚΝΕ στη δημιουργία νέων φοιτητικών συλλόγων ή στην ανάληψη του ελέγχου όσων βρίσκονταν ήδη σε λειτουργία, με κύριο έργο την επίλυση του επισιτιστικού προβλήματος των φοιτητών. Το τελευταίο τρίμηνο του 1942, μέσα από την ενεργοποίησή τους στον Εκπολιτιστικό Όμιλο του Πανεπιστημίου (ΕΟΠ), στο Σύλλογο Επαρχιωτών Φοιτητών (ΣΕΦ), στο Ταμείο Απόρων Φοιτητών (ΤΑΦ), στους συνεταιρισμούς του Πανεπιστημίου και στο φοιτητικό συσσίτιο, τα 118 μέλη της ΟΚΝΕ και τα 74 του ΕΑΜ Νέων κινητοποιούσαν 4.700 φοιτητές και φοιτήτριες.4
Ένα ακόμη από τα πολλά πεδία ανάπτυξης της προνοιακής πολιτικής του ΕΑΜ, ήταν αυτό της δημιουργίας προμηθευτικών συνεταιρισμών. Και σε αυτή την περίπτωση, μέλη των εαμικών οργανώσεων καλυπτόμενα πίσω από τις νόμιμες συνδικαλιστικές κινητοποιήσεις στους χώρους εργασίας προς αντιμετώπιση του επισιτιστικού προβλήματος, δημιούργησαν τις απαραίτητες συλλογικότητες για την ανάπτυξη της αντιστασιακής δράσης. Την περίοδο της Κατοχής ιδρύθηκαν εκατοντάδες προμηθευτικοί συνεταιρισμοί που είχαν ως στόχο την πρόσβαση σε διατροφικά και άλλα προϊόντα με το μικρότερο δυνατό κόστος για τα μέλη τους, ενώ πολλοί από αυτούς διοργάνωναν και συσσίτια. Η δράση των συνεταιρισμών αποτελούσε μια απάντηση των υποσιτιζόμενων Αθηναίων απέναντι στην κερδοσκοπία των μεγαλομαυραγοριτών. Όσο επεκτείνονταν οι συνεταιρισμοί, τόσο μεγαλύτερες ποσότητες της διαθέσιμης παραγωγής διοχετεύονταν μέσω αυτών στο κοινό, μειώνοντας έτσι τις ποσότητες που διακινούνταν μέσω της μαύρης αγοράς και άρα τις ευκαιρίες κερδοσκοπίας. Στις 13 Ιανουαρίου 1942, ο Γεράσιμος Λουκάτος αγόρασε μέσω του Συνεταιρισμού του Ταμείου Συντάξεως και Αυτασφαλίσεως Υγειονομικών, λάδι προς 1.250 δρχ την οκά, την περίοδο που στη μαύρη αγορά αυτό κόστιζε περίπου 2.500 δρχ, το ένα τρίτο δηλαδή του μηνιαίου μισθού του που ανέρχονταν σε 6.500 δρχ.5

Λαϊκές Επιτροπές. Η εξέλιξη του προνοιακού χαρακτήρα του εαμικού αντιστασιακού αγώνα
Κομβικής σημασίας εξέλιξη για την ανάπτυξη του προνοιακού χαρακτήρα της αντιστασιακής δράσης του ΕΑΜ, ήταν η έναρξη των συστηματικών αφίξεων των πλοίων του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού που μετέφεραν ανθρωπιστική βοήθεια από το καλοκαίρι του 1942. Το γεγονός αυτό άλλαξε τον χαρακτήρα της δράσης γύρω από το επισιτιστικό. Δεδομένου ότι πλέον υπήρχε απόθεμα τροφίμων στην πόλη, ο αγώνας στράφηκε όχι τόσο στον εντοπισμό τους, όσο στη διεκδίκηση της δίκαιας διανομής τους, κάτι που οδήγησε στην πολιτικοποίηση του αγώνα για την επιβίωση. Η σταδιακή ύφεση του λιμού, κάτι που επέτρεψε στους Αθηναίους να σκεφτούν και για άλλα πράγματα πέρα από την επιβίωση, και η δημιουργία ενός είδους κανονικότητας στις στρεβλές συνθήκες της στρατιωτικής κατοχής, διαμόρφωσε νέα δεδομένα για τον αντιστασιακό αγώνα.
Από το δεύτερο εξάμηνο του 1942 και συστηματικότερα το 1943, το επόμενο στάδιο ανάπτυξης της προνοιακής πολιτικής του ΕΑΜ ήταν η δημιουργία Λαϊκών Επιτροπών σε κάθε συνοικία, χώρο εργασίας και εκπαιδευτικό ίδρυμα. Ήδη από το καλοκαίρι του 1942, συνεχείς ήταν οι εκκλήσεις στον παράνομο εαμικό Τύπο προς την κατεύθυνση αυτή. Χαρακτηριστικά είναι όσα αναφέρονται στην παράνομη εφημερίδα Γυναικεία Δράση τον Ιούνιο του 1942:
«Καλούμε όλους όσοι έχουν τη σωματική και την ψυχική δύναμη, όσοι διαθέτουν υλικά μέσα ή και μόνο πνευματικά εφόδια, όσοι έχουν πείρα κοινωνικής εργασίας […] να γίνουν τα νέα στελέχη αυτού του στρατού […] και να σχηματίσουν σε κάθε συνοικία μια «λαϊκή επιτροπή σωτηρίας». Κάθε επιτροπή θα φροντίσει να μαζέψει μέσα της και γύρω της όλα τα ζωντανά στοιχεία της συνοικίας, γιατρούς, δικηγόρους, επαγγελματίες, δασκάλους, νοσοκόμους, εργαζόμενες […] Αυτοί […] θ’ απαιτήσουν ομαδικά και έντονα απ’ την Κυβέρνηση και το Δήμο 1) να βρουν οπωσδήποτε και να δώσουν σαπούνι 2) ν’ αδειάσουν τους βόθρους, να καθαρίσουν τις αυλές και τα οικόπεδα, να μεταφέρουν και να διανέμουν ταχτικά νερό στις μακρυνές συνοικίες 3) να επιτάξουν τα λαϊκά λουτρά ή να φτιάξουν πρόχειρα λαϊκά λουτρά και πλυντήρια, 4) να περιφέρουν κλιβάνους στις συνοικίες για την απολύμανση […]»6
Οι Λαϊκές Επιτροπές υπήρξαν το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα της πρακτικής που χρησιμοποίησε το ΕΑΜ για να επεκταθεί στην κοινωνία. Αναθέτοντας αποφασιστικές αρμοδιότητες σε άτομα υπεράνω υποψίας (αστυνομικούς, ιερείς, ανώτατους δημοσίους υπαλλήλους, γιατρούς) το ΕΑΜ πέτυχε να καλύψει την παράνομη δράση τους πίσω από νόμιμες διαδικασίες και παράλληλα να εισάγει νέες αντιλήψεις συλλογικής δράσης χωρίς ν’ ανατρέψει βίαια τις προϋπάρχουσες δομές. Σύντομα, στο πολιτικό και διοικητικό κενό που προκλήθηκε από τη στρατιωτική κατοχή και την κατάρρευση του κρατικού μηχανισμού, οι επιτροπές αυτές μετασχηματίστηκαν σε φορείς τοπικής αυτοδιοίκησης, υποκαθιστώντας τις τοπικές δημοτικές αρχές που υπολειτουργούσαν. Μια από αυτές τις επιτροπές δημιουργήθηκε τον Οκτώβριο του 1943 στον Υμηττό, όπως προκύπτει από την ανακοίνωση της παράνομης τοπικής εφημερίδας Λεύτερος Υμηττός:
«Με πρωτοβουλία των εφέδρων μας δημιουργήθηκε «Συνοικιακή επιτροπή κοινωνικής προνοίας». Πρόσωπα κύρους όπως οι Παπάδες της ενορίας μας, ο Σταθμάρχης του Αστυνομικού Τμήματος και πολλοί άλλοι ευηπόληπτοι κάτοικοι της Συνοικίας μας απαρτίζουν την Λαϊκήν αυτή επιτροπή, που καθώς μαθαίνουμε θα καταπιασθή για την επίλυση των τοπικών μας ζωτικών ζητημάτων όπως για την επέχταση των συσσιτίων κ.τ.λ.»7
Μέσα από αυτές τις Επιτροπές, το ΕΑΜ παρουσιαζόταν ως διανομέας αρμοδιοτήτων σε τοπικό επίπεδο, γεγονός που ενίσχυε την εξουσία του. Η τοποθέτηση ιερέων, αστυνομικών, δασκάλων, δικηγόρων κ.α. στις Λαϊκές Επιτροπές, διασκέδαζε τους φόβους όσων έβλεπαν την κομμουνιστική απειλή πίσω από το ΕΑΜ, αλλά κυρίως έδειχνε στην πράξη ότι η μετάβαση στη νέα πολιτική πραγματικότητα μετά τον πόλεμο, μπορούσε να γίνει χωρίς αποκλεισμούς.
Η σύσταση Λαϊκών Επιτροπών σε κάθε συνοικία της Αθήνας οδήγησε σε ένα άτυπο μεταξύ τους ανταγωνισμό, κάτι που πιστοποιούσε την επιτυχία του εαμικού εγχειρήματος. Σε άρθρο της παράνομης εφημερίδας Λεύτερος Υμηττός, εγκαλείται η τοπική επιτροπή για αδράνεια σε σχέση με το έργο που επιτελούσαν οι αντίστοιχες των γειτονικών συνοικιών:
«Ενώ η Συνοικιακή Επιτροπή Παγκρατίου είναι έτοιμη να φύγη για την επαρχία με το σκοπό να φέρη λάδι και τρόφιμα. Ενώ η Συνοικιακή Επιτροπή Νέας Ελβετίας έχει δόσει τόσες και τόσες λύσεις στα τοπικά τους ζητήματα, ενώ ο Κοπανάς διανέμει καθημερινά 100 οκάδες ψωμί με το δελτίο και βοήθησε πολλούς απόρους. Η Συνοικιακή μας επιτροπή, δεν κατόρθωσε ακόμη να λύση τη διανομή των σιγαρέττων. Νομίζουμε ότι τα μέλη της πρέπει να δραστηριοποιηθούνε ακόμη περισσότερο και να μην χάνουν τον καιρό τους σε συνεδριάσεις.»8
Η μετατροπή των αυτοσχέδιων πρακτικών επιβίωσης των πρώτων μηνών της Κατοχής, σε εαμικούς θεσμούς, που αντικατέστησαν τις δημοτικές και κρατικές αρχές σε τοπικό επίπεδο, δύο χρόνια αργότερα, υπήρξε αποτέλεσμα του περάσματος από την αυτενέργεια στη συντονισμένη αντιστασιακή δράση. Οι Λαϊκές Επιτροπές αποτέλεσαν πεδίο πολιτικών διεργασιών ανάμεσα στα κατώτερα και μεσαία κοινωνικά στρώματα. Στις συνελεύσεις, τις κοινές εξορμήσεις για την ανεύρεση τροφίμων και στις παραστάσεις σε διάφορα υπουργεία και υπηρεσίες, εργάτες, υπάλληλοι, βιοτέχνες, δάσκαλοι, ιερείς αλλά και αστυνομικοί, συγκρότησαν μια κοινωνική συμμαχία που χαρακτήρισε την πολυσυλλεκτικότητα του εαμικού εγχειρήματος.
Το κέρδος για το ΕΑΜ από τη λειτουργία των Λαϊκών Επιτροπών δεν περιοριζόταν μόνο στην αριθμητική ανάπτυξη των τοπικών οργανώσεών του. Αυτό που στην εαμική αντιστασιακή ορολογία ονομάστηκε προώθηση του αντιστασιακού αγώνα με νόμιμα μέσα, βασιζόταν στο γεγονός ότι η συμμετοχή των κατοίκων στις νόμιμες αυτές συλλογικότητες, τους εισήγαγε σε διαδικασίες συλλογικής δράσης που ταυτίζονταν, σε μεγάλο βαθμό, με τις παράνομες των εαμικών οργανώσεων. Η ταύτιση όμως αυτή δεν περιορίστηκε στις πρακτικές της διαστάσεις. Ο συλλογικός αγώνας για την επιβίωση δεν εξαντλούνταν στην εξεύρεση τροφής ή στην εξασφάλιση ρουχισμού για τα ορφανά παιδιά της συνοικίας. Γεννούσε αντιλήψεις και συλλογικές συμπεριφορές οι οποίες, στο δεδομένο πλαίσιο που έθεταν οι κατοχικές συνθήκες και ο αντιστασιακός αγώνας, πολιτικοποιούσαν τη δράση αυτή. Με άλλα λόγια, η δράση των Λαϊκών Επιτροπών παρήγαγε νοήματα που συνέβαλαν στην ιδεολογική σύγκλιση των μελών τους με τα βασικά πολιτικά προτάγματα του εαμικού λόγου.

Η προνοιακή πολιτική του ΕΑΜ ως στοιχείο της πολιτικής αντιπαράθεσης με τη δωσίλογη κυβέρνηση
Τον Σεπτέμβριο του 1943 σημειώθηκε μια εξέλιξη που καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την ανάπτυξη του εαμικού αντιστασιακού κινήματος στην Αθήνα. Η συνθηκολόγηση της Ιταλίας και η αποχώρηση του ιταλικού στρατού κατοχής, είχε ως αποτέλεσμα τον εξοπλισμό του ΕΛΑΣ της Αθήνας, την κατάργηση των σημείων ελέγχου που είχαν οι κατακτητές σε πολλές συνοικίες και την ενίσχυση του αντιστασιακού πνεύματος, λόγω της ορατής πλέον κατάρρευσης των δυνάμεων του Άξονα. Είχε προηγηθεί, λίγους μήνες πριν, η μεγαλύτερη πολιτική νίκη του ΕΑΜ, όταν μέσα από μαζικότατες, διαρκείς και αιματηρές κινητοποιήσεις υποχρέωσε τη δωσίλογη κυβέρνηση και τις αρχές κατοχής να αποσύρουν το μέτρο της πολιτικής επιστράτευσης, που απειλούσε δεκάδες χιλιάδες άνδρες με αποστολή στα γερμανικά εργοστάσια προς καταναγκαστική εργασία.
Ο εξοπλισμός του ΕΛΑΣ επέτρεπε την υιοθέτηση μιας νέας πολιτικής γύρω από το επισιτιστικό. Οι μεγαλομαυραγορίτες, που λόγω των διασυνδέσεών τους με την ελληνική δωσίλογη κυβέρνηση και τις αρχές κατοχής, αποσπούσαν μεγάλες ποσότητες τροφίμων από τα κρατικά συσσίτια, ακόμη και από τα πλοία του Ερυθρού Σταυρού και τις διέθεταν στη μαύρη αγορά, τέθηκαν στο επίκεντρο της παραδειγματικής δράσης που θα ασκούσε πλέον το ΕΑΜ. Μέσω του παράνομου Τύπου και των προκηρύξεων, το ΕΑΜ ανέδειξε τον πολιτικό και πατριωτικό χαρακτήρα της αντιπαράθεσής του με αυτούς, προβάλλοντας τον αντεθνικό χαρακτήρα της δράσης τους. Οι μαυραγορίτες ήταν εχθροί του έθνους γιατί συνεργάζονταν ανοικτά με τον κατακτητή, αλλά παράλληλα ήταν και ταξικοί εχθροί γιατί εκμεταλλεύονταν τις έκτακτες συνθήκες της Κατοχής για να πλουτίσουν σε βάρος του δοκιμαζόμενου λαού.
Τον Οκτώβριο του 1943, με εντολή του Α΄ Σώματος Στρατού του ΕΛΑΣ της Αθήνα, ξεκίνησε μια συντονισμένη επιχείρηση εντοπισμού και ανοίγματος όλων των αποθηκών της πόλης, στις οποίες οι μαυραγορίτες έκρυβαν προϊόντα για να προκαλέσουν τεχνητή άνοδο των τιμών. Σε μια «ανήθικη» εποχή, το ΕΑΜ παρουσιαζόταν ως η μόνη δύναμη που μπορούσε να αντισταθεί στον κατακτητή, αλλά και στην ηθική κατάπτωση της ελληνικής κοινωνίας. Προϊδεάζοντας για την τακτική που θα ακολουθούσε, προειδοποιούσε τους μαυραγορίτες, με προκήρυξή του το φθινόπωρο του 1943, να σταματήσουν την κερδοσκοπία τους πάνω στο ζωτικής σημασίας για την επιβίωση των κατοίκων διατροφικό απόθεμα, αντιδιαστέλλοντας την «ανήθικη» δράση τους με τον αντιστασιακό αγώνα. Η προκήρυξη είχε τον τίτλο «Προς τους μαυραγορίτας εμπόρους και χρηματιστάς», στις 18 Σεπτεμβρίου 1943 και ανέφερε μεταξύ άλλων:
«Από καιρό παρακολουθούμε τα εγκλήματά σας αυτά. Μα ελπίζαμε πως ο ηρωικός αγώνας που διεξάγει ολόκληρος ο Ελληνικός Λαός [...] για την Λευτεριά της Πατρίδας [...] θα σας συγκινούσε. Αντίθετα όχι μόνον μείνατε ασυγκίνητοι αλλά κάτω από την αδηφάγο μανία του κέρδους, αδικαιολόγητα τις τελευταίες μέρες ανυψώσατε τις τιμές των ειδών σε δυσθεώρητα ύψη και εξαφανίσατε από την αγορά είδη στοιχειωδώς απαραίτητα για την διατροφή του λαού μας [...] Σας προειδοποιούμε γιαυτό και σας καλούμε: Ν’ ανοίξετε τις αποθήκες σας και να θέσετε στη διάθεση του Λαού τα είδη διατροφής που κρύβετε. Να καθορίσετε τιμές τέτοιες [...] που να είναι προσιτές στο Λαό μας που υποφέρει.»9
Η προκήρυξη αυτή περιείχε μια σαφή προειδοποίηση: σε περίπτωση μη συμμόρφωσης το ΕΑΜ είχε τη δυνατότητα να επιβάλει την τάξη προς το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου. Από τη στιγμή που οι επίσημες αρχές αδυνατούσαν να ελέγξουν ή και υπέθαλπαν τη δράση των μαυραγοριτών, το ΕΑΜ ήταν αποφασισμένο να τις υποκαταστήσει, εδραιώνοντας τη νέα εξουσία που πρέσβευε το εαμικό αντιστασιακό κίνημα. Το φθινόπωρο του 1943 ο ΕΛΑΣ «άνοιξε» δεκάδες παράνομες αποθήκες και μοίρασε με υποδειγματική τάξη τα τρόφιμα στο λαό καταβάλλοντας μάλιστα το νόμιμο αντίτιμο, για να μη δοθεί το δικαίωμα στους πολιτικούς του αντιπάλους να στιγματίσουν τις ενέργειες αυτές ως πλιάτσικο. Το άνοιγμα των αποθηκών και οι διανομές τροφίμων και άλλων αγαθών, εκτόξευσε το κύρος του ΕΑΜ στην κοινωνία. Η δράση αυτή εμφάνισε δύο πρόσθετα προβλήματα για την κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη: την ανεξέλεγκτη δράση του ΕΛΑΣ στις συνοικίες και τα πλήγματα που δέχονταν οι «μεγάλοι» της μαύρης αγοράς, οι οποίοι αποτελούσαν ένα από τα ελάχιστα στηρίγματα της δωσίλογης κυβέρνησης.
Τον τελευταίο χρόνο της Κατοχής, οι μηχανισμοί της προνοιακής δράσης του ΕΑΜ προσαρμόστηκαν στις ανάγκες της ένοπλης πλέον αντιστασιακής δράσης. Η κυβέρνηση Ράλλη, αδυνατώντας να αντιμετωπίσει το ΕΑΜ σε πολιτικό επίπεδο, επιχείρησε να ανακόψει τη διαρκώς διευρυνόμενη επιρροή του προσφεύγοντας στη χρήση της βίας. Η αιματηρή καταστολή των διαδηλώσεων κατά της πολιτικής επιστράτευσης τον Μάρτιο του 1943, όπου για πρώτη φορά άνδρες των ελληνικών Σωμάτων Ασφαλείας πυροβόλησαν εναντίον διαδηλωτών, και κυρίως της μαζικότερης κινητοποίησης που πραγματοποιήθηκε στην κατεχόμενη Ελλάδα, αυτής της 22ας Ιουλίου 1943 ενάντια στην επέκταση της ζώνης κατοχής του βουλγαρικού στρατού στην Κεντρική Μακεδονία, οδήγησαν στην αλλαγή του σχεδίου δράσης της εαμικής αντίστασης. Μεταφέροντας την αντιστασιακή δράση από τους μαζικούς χώρους και το κέντρο της Αθήνας, στις συνοικίες της, οι εαμικές οργανώσεις ενσωμάτωσαν σε αυτή τους κατοίκους των συνοικιών. Το έργο της Ε.Α., της ΕΠΟΝ, αλλά κυρίως των ανθρώπων που δεν είχαν οργανωτική σχέση με το ΕΑΜ, έλαβε το χαρακτήρα της υποστήριξης ενός μικρού στρατού που δρούσε σε κάθε συνοικία. Την περίοδο αυτή, η Τασία Χρυσάφη – Ακερμανίδου, ήταν Γραμματέας της Εθνικής Αλληλεγγύης Υμηττού. Η δράση της δεν αφορούσε πλέον μόνο την εξεύρεση, μεταφορά και διανομή τροφίμων και ειδών πρώτης ανάγκης:
«Με βάλανε Γραμματέα εκεί, μου δώσανε δικό μου γραφείο, δικό μου κτίριο να οργανώσω. Και τι έκανα εκεί. Εκεί εγώ μάζευα από διαφόρους όσπρια. Είχα ένα καζάνι […] και έκανα συσσίτιο για τις οικογένειες των εξόριστων. […] Μια μέρα όμως με καλέσανε, είχαμε έναν γιατρό στην οδό Νίκης στην Αθήνα που ήταν δικός μας γιατρός και με προμήθευε πάρα πολλά όσπρια […] Πήρα μια που είχαμε εκεί την λέγαμε καπετάνισσα Μαρία, αυτή ήταν του ΕΛΑΣ. […] Αυτή κατάλαβε γιατί είχαν συνεννοηθεί ενώ εγώ δεν ήξερα […] Μας δίνει τρεις τσάντες ασήκωτες. Απάνω σακουλάκια φάβα, φασόλια, ρεβίθια, φακές διάφορα […] Ανεβάζω τις τσάντες απάνω, λέω ας βγάλω τα σακουλάκια. Βγάζω την πρώτη σειρά και κάτω ήταν όλο όλμοι.»10
Ουσιαστικά τον αιματηρό τελευταίο χρόνο της Κατοχής, οι τοπικές κοινωνίες «ανταπέδωσαν» στο ΕΑΜ όσα αυτό τους πρόσφερε τα πρώτα δύο χρόνια της. Αν η πολιτική δράση των οργανώσεών του είχε ως αποτέλεσμα την «εαμοποίηση» ολόκληρων συνοικιών, η προνοιακή τους δράση οδήγησε σε αυτό που ονομάζω «κοινωνικοποίηση» του ΕΑΜ. Από τον χειμώνα του 1943 και μετά, οι εαμικές οργανώσεις δεν δρούσαν απλά στις συνοικίες, αλλά είχαν μετατραπεί σε κομμάτι τους, απόλυτα συνδεδεμένο με τον τρόπο οργάνωσης της κατοχικής καθημερινότητας, μέσα από τον αγώνα για την επιβίωση και την Αντίσταση. Η πλήρης ακύρωση των συνωμοτικών κανόνων, καθώς στις συνοικίες όλοι γνώριζαν τα μέλη των εαμικών οργανώσεων, η απόλυτη ελευθερία κινήσεων, η χρησιμοποίηση των νοικοκυριών για τις ανάγκες του αντιστασιακού αγώνα, είναι μερικά από τα στοιχεία που πιστοποιούν την «κοινωνικοποίηση» του ΕΑΜ. Είναι αυτή η αίσθηση που αποτυπώνεται στα λόγια του λοχαγού του ΕΛΑΣ Καισαριανής Θεόδωρου Κουλίτσου – Νικολαϊδη, ο οποίος μου μίλησε για τους αφανείς ήρωες της Κατοχής, εστιάζοντας στις ανοργάνωτες γυναίκες της συνοικίας:
«Η Φιλιώ η Τζανετή ήτανε μια φιλήσυχη νοικοκυρούλα και πηγαίναμε και αφήναμε μετά τη συμπλοκή, μετά τη μάχη τα όπλα στη Φιλιώ και έκανε το σταυρό της κι έλεγε “ο θεός να σας έχει γερά, προσέχετε βρε παιδιά” και φύλαγε τα όπλα όμως. Και αυτή ήτανε ούτε οργανωμένη, ούτε τίποτα, αλλά φύλαγε τα όπλα [...] Έφτιαχνε η Μαυροφρύδενα το πιάτο του ελασίτη, πήγαινε και ζητιάνευε. Από πού; Από τη δυστυχία! Και είχε μια χύτρα μεγάλη […] Πηγαίναμε μετά από κάθε μάχη, τα παιδιά της νηστικά και μας έδινε εμάς φαΐ· “ελάτε βρε διαόλοι θα φάτε τα κεφάλια σας. Πoύ πάτε βρε διαόλοι να τα βάλετε μ’ αυτούς. Έλα φάε τώρα”. Και δεν έδινε στα παιδιά της κι έδινε σ’ εμάς. Τι να πω εγώ που κρατούσα ένα ντουφέκι και πολεμούσα. Αυτή ήταν η ηρωίδα. Που άφηνε τα παιδιά της νηστικά για να μας δώσει εμάς.»11
Με άλλα λόγια, οι προνοιακοί μηχανισμοί που ανέπτυξε το ΕΑΜ στην κατοχική Αθήνα, υπήρξαν οι αμεσότερες δίοδοι επικοινωνίας του με την κοινωνία. Μέσα από το έργο τους το ΕΑΜ κατάφερε να ενσωματώσει στην αντιστασιακή δράση τα κοινωνικά δίκτυα που ενεργοποιούνταν σε κάθε γειτονιά, δίνοντάς τους αντιστασιακό προσανατολισμό. Ιδιαίτερα στις προσφυγικές συνοικίες της πόλης, τα εκτεταμένα συγγενικά, επαγγελματικά και φιλικά δίκτυα, που είχαν ήδη αποκτήσει μια εμπειρία στη συλλογική διαχείριση των δυσκολιών της καθημερινότητας κατά την περίοδο της προσφυγικής εγκατάστασης, αποτέλεσαν το μέσο για την επέκταση των εαμικών οργανώσεων. Σε κάθε γειτονιά, η ένταξη ενός μέλους των δικτύων αυτών στην τοπική εαμική οργάνωση, συνεπάγονταν την άμεση ή έμμεση εμπλοκή ολόκληρου του προσωπικού του κύκλου στην Αντίσταση. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι το ΕΑΜ εμφανίζεται ιδιαίτερο ισχυρό σε συνοικίες όπου τα «κληροδοτήματα» του Μεσοπολέμου είχαν δημιουργήσει ένα πολιτισμικά, οικονομικά, πολιτικά και χωροταξικά συμπαγές κοινωνικό σύνολο. Όμως αυτό που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι, το γεγονός που κατέστησε το ΕΑΜ ένα πρωτόγνωρο κοινωνικό και πολιτικό φαινόμενο δεν βασίζονταν απλά στην ευγνωμοσύνη των ανθρώπων αυτών απέναντί του λόγω των υπηρεσιών που πρόσφερε στον αγώνα τους να επιβιώσουν. Η σημασία και η βαρύτητα που είχε το προνοιακό έργο του ΕΑΜ αποκτούσε αξία μέσα από την άμεση σύνδεσή του με το πολιτικό όραμα για μια δημοκρατική μεταπολεμική Ελλάδα.
Το ΕΑΜ υπήρξε η μαζικότερη πολιτική οργάνωση στην ελληνική ιστορία και μάλιστα υπό καθεστώς παρανομίας. Για την πληρέστερη κατανόηση της σημασίας που είχε η προνοιακή του δράση, πρέπει να επισημανθεί ότι δεν ήταν η εξαθλίωση, η απίστευτη ανθρωπιστική κρίση που οδήγησε μέρος της ελληνικής κοινωνίας στην Αντίσταση, αλλά το γεγονός ότι η οργανωμένη αντίσταση αποτελούσε τη μοναδική ελπίδα για κοινωνική, ηθική και πολιτική ανασυγκρότηση. Το ΕΑΜ δεν μαζικοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του λιμού ή τους μήνες που ακολούθησαν μετά την ύφεσή του. Οι κάτοικοι της Αθήνας εντάχθηκαν μαζικά στο ΕΑΜ το 1943, όταν πλέον αυτό, μέσα από την αντιστασιακή του δράση, είχε δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για τη συγκρότηση ενός ευρύτατου κοινωνικού μετώπου και είχε καταστεί ο πολιτικός εκφραστής των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων που επεδίωκαν να διαδραματίσουν πρωταγωνιστικό ρόλο στις μεταπολεμικές πολιτικές εξελίξεις. Με άλλα λόγια, η μαζικοποίηση του ΕΑΜ δεν ήταν αποτέλεσμα ανάγκης, αλλά επιλογής στη βάση των προσδοκιών που δημιούργησε σ’ ένα ευρύτατο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας για μια δημοκρατική μεταπολεμική Ελλάδα

1 Φ. Σκούρας, Α. Χατζηδήμος, Α. Καλούτσης και, Γ. Παπαδημητρίου, Η ψυχοπαθολογία της
πείνας, του φόβου και του άγχους. Νευρώσεις και ψυχονευρώσεις, σειρά Τρίαψις Λόγος 3,
Αθήνα, Οδυσσέας, 1991, σ. 264. Πρώτη έκδοση το 1947.
2 Η Εθνική Αλληλεγγύη ιδρύθηκε στις 21 Μαΐου 1941 με πρωτοβουλία ομάδας εξόριστων που δραπέτευσε από τη Φολέγανδρο χωρίς σχετική επίσημη απόφαση του ΚΚΕ. Στην ιδρυτική σύσκεψη που έγινε στο δασύλλιο του συγκροτήματος της Σωτηρίας, συμμετείχαν οι Βασίλης Μαρκεζίνης, Νίκος Δρέσιος, Σταύρος Αντύπας, Κλέων Παπαζωΐδης και Παντελής Καρακίτσης, αναπληρωματικό μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, ο οποίος αποτέλεσε και τον πρώτο επικεφαλής της οργάνωσης, Θανάσης Χατζής, Η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε, Γ΄ έκδοση, τ. Α΄, Αθήνα, Δωρικός, 1983, σ. 111.
3 Γιάννης Κυριακίδης, Εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας. Νέα Σμύρνη – Φάληρο, 1941-1945, Νέα Σμύρνη, αυτοέκδοση, 1983, σ. 53.
4 Πέτρος Ανταίος, Συμβολή στην ιστορία της ΕΠΟΝ, τ. Αι, Αθήνα, Καστανιώτης, 1977, σ. 263.
5 Γεράσιμος Λουκάτος, Αθηναϊκά του πολέμου και της Κατοχής. Ιδιωτικά βιώματα και
μαρτυρίες, Αθήνα, Φιλιππότης, 1989, σ. 84. Ο Λουκάτος ήταν υπάλληλος του Ταμείου Συντάξεως και Αυτασφαλίσεως Υγειονομικών και μέλος του συνεταιρισμού του.
6 Γυναικεία Δράση, 10 Ιουνίου 1942
7 Λεύτερος Υμηττός, 24 Οκτωβρίου 1943
8 Λεύτερος Υμηττός, 4 Νοεμβρίου 1943.
9 Προκήρυξη ΕΑΜ με τίτλο Προς τους μαυραγορίτας εμπόρους και χρηματιστάς, Αθήνα 18 Σεπτεμβρίου 1943, ΓΑΚ, Αρχείο Ηρακλή Πετιμεζά, «Μικρές Συλλογές», Κ103ε.
10 Τασία Χρυσάφη – Ακερμανίδου, συνέντευξη 3-10-2006.
11 Θεόδωρος Κουλίτσος-Νικολαΐδης, συνέντευξη 12-3-2006.

Το κείμενο βασίστηκε στο βιβλίο "Η Εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα", εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2012.

Via

Σάββατο 21 Ιουνίου 2014

Μ. Χαραλαμπίδη, Η εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα

επιβίωση, αντίσταση, ανασυγκρότηση

«Οι κοινωνίες που βάλλονται είτε από μια στρατιωτική κατοχή είτε από μια βαθύτατη οικονομική κρίση, ακολουθούν παρόμοιες διαδικασίες για να μπορέσουν να ανασυγκροτηθούν»

Ο ιστορικός Μενέλαος Χαραλαμπίδης συζητά με τον Θανάση Μήνα με αφορμή τη μελέτη του για την Εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα

Το βιβλίο του Μενέλαου Χαραλαμπίδη Η εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα (Αλεξάνδρεια) είναι η πληρέστερη έως τώρα μελέτη για την περίοδο της Κατοχής και της Αντίστασης στην πρωτεύουσα. «Είχαν περάσει 70 χρόνια και δεν είχαμε μία διατριβή για την περίοδο της Κατοχής στην πρωτεύουσα», λέει ο ίδιος. Εστιάζοντας στις προσφυγικές ανατολικές συνοικίες της Αθήνας (Καισαριανή, Βύρωνας, Γούβα, Ζωγράφου), το βιβλίο εκκινεί από τον Μεσοπόλεμο, προσπαθώντας να αιτιολογήσει τη μαζική συμμετοχή των κατοίκων αυτών των περιοχών στο αντιστασιακό κίνημα με βάση την προσφυγική και ταξική τους προέλευση.
Η μελέτη του Χαραλαμπίδη εξιστορεί αναλυτικά τη ροή και την αλληλουχία των γεγονότων. Στέκεται στον λιμό του 1941-42 που γέννησε την άμεση ανάγκη για τη δημιουργία ή, πιο σωστά, για την ενεργοποίηση δομών αλληλοβοήθειας και αλληλεγγύης. Υπογραμμίζει το πόσο σημαντική ήταν η πολιτική δράση (πρώτες απεργίες στον δημόσιο τομέα και στα εργοστάσια και μαζικές διαδηλώσεις) προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος εξανδραποδισμού του ανθρώπινου δυναμικού της πρωτεύουσας. Περιγράφει με λεπτομέρεια τις συγκρούσεις των αντιστασιακών οργανώσεων με τις δυνάμεις Κατοχής και τους δωσίλογους συνεργάτες τους (Ευζωνικά Τάγματα Ασφαλείας, Χωροφυλακή, Οργάνωση Χ κ.λπ.) και αναζητά την ταυτότητα των θυμάτων. Χαρτογραφεί τέλος τους Τόπους Μνήμης στους δρόμους και τις γειτονιές της πόλης, οι οποίοι δυστυχώς γρήγορα ξεχάστηκαν ή συγκαλύφθηκαν από το επίσημο μετεμφυλιακό κράτος σαν να μην υπήρξαν ποτέ.
Τα πιο ενδιαφέροντα και επίκαιρα ωστόσο κομμάτια του βιβλίου είναι αυτά που αναλύουν το πώς «η αντιστασιακή εμπειρία συγκροτεί μια νέα πολιτική ταυτότητα και ένα νέο συλλογικό υποκείμενο». Αναλύουν με άλλα λόγια τη διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης ολόκληρων κοινωνικών ομάδων (φοιτητές, δημόσιοι υπάλληλοι, εργάτες), που συνέβαλε στη μετατροπή του αγώνα για την επιβίωση σε αντιστασιακό και πολιτικό αγώνα.

Θανάσης Μήνας: Πώς εξηγείς το γεγονός ότι δεν είχαμε μέχρι πρόσφατα μια ολοκληρωμένη μελέτη αναφορικά με τη συγκεκριμένη περίοδο στην Αθήνα;
Μενέλαος Χαραλαμπίδης: Με έχει προβληματίσει πάρα πολύ. Σίγουρα ένα σημαντικό μερίδιο σ’ αυτό έχει η ταύτιση της Αντίστασης με τον ένοπλο αγώνα στην επαρχία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το ενδιαφέρον των ιστορικών και γενικά των κοινωνικών επιστημών να στραφεί προς το «βουνό». Όταν «μπήκαν» στην έρευνα καινούρια μεθοδολογικά εργαλεία (προφορική ιστορία, πολιτισμική ιστορία, κοινωνική ιστορία) που θα μας επέτρεπαν να μελετήσουμε πληρέστερα το αντιστασιακό φαινόμενο στα αστικά κέντρα, την περίοδο εκείνη, άνοιξε για πρώτη φορά στην ιστοριογραφία το μέτωπο του Εμφυλίου και η μεγαλύτερη μερίδα των κοινωνικών επιστημόνων εφάρμοσε αυτά τα καινούρια εργαλεία στη μελέτη του Εμφυλίου. Οπότε μείναμε με ένα μεγάλο κενό. Μελετήσαμε τον Εμφύλιο και το μετέπειτα χρονικό στάδιο με τα καινούρια εργαλεία, αλλά μείναμε με τα παλιά εργαλεία στη μελέτη της περιόδου της Κατοχής – και με καμία δουλειά για την Αθήνα ή για τη Θεσσαλονίκη και την Πάτρα. Οπότε αυτό που εγώ προσπάθησα να κάνω – και ελπίζω να το πέτυχα– με τη δουλειά αυτή είναι να χρησιμοποιήσω τα καινούρια μεθοδολογικά εργαλεία στη μελέτη της Κατοχής και συγκεκριμένα της «ξεχασμένης» κατοχικής Αθήνας. Με ενδιέφερε επίσης να δω, αναφορικά με την Αντίσταση και την Κατοχή στην Αθήνα, τι υπήρχε στο μυαλό των ανθρώπων και γι’ αυτόν τον λόγο υπάρχει στο βιβλίο ένας μεγάλος αριθμός προφορικών συνεντεύξεων. Επομένως, όσο προχωρά η έρευνα για τη δεκαετία του ’40, ανακαλύπτουμε όλο και περισσότερα κενά που έχουμε και ελπίζουμε να καλύψουμε.

Θ.Μ.: Πέρα από το αντικειμενικό επιστημονικό ενδιαφέρον, είχες και προσωπικό ενδιαφέρον γι’ αυτή την περίοδο;
Μ.Χ.: Έχει να κάνει μ’ αυτό που αναφέρεται στον πρόλογο του βιβλίου. Έχει να κάνει με εκείνα τα μηνύματα που είχα στο μυαλό μου από τις αφηγήσεις του πατέρα μου. Ο πατέρας μου ήταν Βυρωνιώτης και ζούσε εκεί την περίοδο της Κατοχής. Η μητέρα μου ήρθε λίγο μετά και εγκαταστάθηκε στο Παγκράτι. Όλες αυτές οι αφηγήσεις που άκουγα μικρός στο τραπέζι όταν τρώγαμε, που για μας τους πιτσιρικάδες έμοιαζαν βαρετές, μαζί με τις βόλτες που κάθε Πρωτομαγιά με πήγαινε ο πατέρας μου στο Σκοπευτήριο – όλα αυτά έμειναν στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Κάποια στιγμή όταν βρέθηκαν τα κατάλληλα ερεθίσματα –και αυτά ήταν τα σεμινάρια που έκανα στο επίπεδο μεταπτυχιακών σπουδών στη Φιλοσοφική Σχολή στο Ιστορικό– έβγαλαν μπροστά αυτό το θέμα που υπήρχε ως «εφεδρεία» στο μυαλό μου.

Θ.Μ.: Ο πατέρας σου ήταν κι αυτός πρόσφυγας;
Μ.Χ.: Ναι, όμως ήρθε αργότερα στην Ελλάδα (σε σχέση με τα κύματα του 1922), το 1939. Αρχικά η οικογένειά του έφυγε από τον Πόντο και πήγε στο Βατούμ, στη Γεωργία. Μετά τις σταλινικές εκκαθαρίσεις, αυτό ήταν το τελευταίο σημαντικό κύμα προσφύγων που έφτασαν στην Ελλάδα μετά τον πόλεμο. Ο ίδιος δεν ήταν οργανωμένος, όμως όλοι του οι φίλοι ήταν στον Ε.Λ.Α.Σ. και στην Ε.Π.Ο.Ν. Έτσι ο πατέρας μου ήταν μια πρώτης τάξεως πηγή αφηγήσεων που δυστυχώς την έχασα πολύ γρήγορα – έχει πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια.

Θ.Μ.: Το βιβλίο εστιάζει στις ανατολικές συνοικίες της Αθήνας (Καισαριανή, Υμηττός, Βύρωνας, Ζωγράφου), περιοχές δηλαδή στη πλειοψηφία τους προσφυγικές. Πώς επέδρασε αυτό στην συγκρότηση του Ε.Α.Μ. στις περιοχές αυτές και στη μαζική υποστήριξη των κατοίκων;
Μ.Χ.: Μια πολύ σημαντική παράμετρος είναι η εξής: αυτοί οι προσφυγικοί πληθυσμοί που είχαν υποστεί μια τεράστια καταστροφή –όχι μόνο οικονομική αλλά και ηθική και ψυχολογική– το ’22, δεν είχαν τις αντοχές να ζήσουν μια δεύτερη καταστροφή. Επομένως οι άνθρωποι αυτοί ήταν οι πρώτοι που υπέστησαν τις συνέπειες της Κατοχής, και ειδικά τις συνέπειες του κατοχικού λιμού, καθώς δεν είχαν δημιουργήσει περιουσία την οποία θα μπορούσαν να αναλώσουν στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν. Επιπρόσθετα στις κλειστές και συμπαγείς κοινότητές τους είχαν αναπτύξει ήδη από την περίοδο του Μεσοπολέμου μηχανισμούς αλληλεγγύης, «συντρεγμού» όπως το έλεγαν οι ίδιοι, στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν. Τα ευρύτατα συγγενικά αλλά και φιλικά δίκτυα λειτουργούσαν ως μηχανισμοί αλληλοβοήθειας. Αυτοί οι ισχυροί δεσμοί είχαν αναπτυχθεί σε όλες τις προσφυγικές συνοικίες, όχι μόνο στην ανατολική Αττική αλλά και στην Κοκκινιά για παράδειγμα. Ο ένας βοηθούσε τον άλλον από το να χτίσει την παράγκα του μέχρι να βρει δουλειά, να μπορέσει να ορθοποδήσει. Οπότε αυτά τα δίκτυα ήταν ήδη ενεργά και είχαν δοκιμαστεί στην πράξη πριν την Κατοχή. Στην Κατοχή αυτά τα δίκτυα ενσωματώθηκαν στις εαμικές οργανώσεις και έλαβαν σταδιακά όλο και πιο πολιτικό χαρακτήρα.

Θ.Μ.: Διαπιστώνουμε ότι κατά τη διάρκεια της Κατοχής επιτελείται ένας σημαντικός πολιτικός μετασχηματισμός. Πώς επιτεύχθηκε αυτό; Πώς κατόρθωσε το Ε.Α.Μ. να προσλάβει σχεδόν εξαρχής τόσο έντονο κινηματικό χαρακτήρα;
Μ.Χ.: Ο μετασχηματισμός αυτός, δηλαδή το πώς περνάνε από το βενιζελικό κέντρο στην Αριστερά, έχει να κάνει με την τομή που προκαλεί η κατοχική περίοδος, το σμπαράλιασμα του παλιού πολιτικού κόσμου. Μην ξεχνάμε ότι έχει προηγηθεί η μεταξική δικτατορία. Έτσι λοιπόν οι αστοί πολιτικοί είναι ουσιαστικά ανενεργοί, αδρανείς, ήδη τέσσερα χρόνια πριν την Κατοχή, και αυτός είναι ένας λόγος που στη διάρκεια της Κατοχής δεν καταφέρνουν να κάνουν απολύτως τίποτα. Είτε θα διαφύγουν στην Αίγυπτο και εκεί θα αναλωθούν στις εσωτερικές τους πολιτικές δολοπλοκίες, είτε θα παραμείνουν στην Ελλάδα αδρανείς, περιμένοντας την απελευθέρωση από τους συμμάχους, ή θα συνεργαστούν με τους κατακτητές. Οπότε υπάρχει απουσία, πολιτικό κενό. Οι απλοί άνθρωποι λοιπόν που βίωναν τον λιμό και τις υπόλοιπες τρομακτικές συνέπειες της Κατοχής, είδαν ότι οι μόνοι που ήρθαν να τους συντρέξουν ήταν εκείνοι που μέχρι τότε ήταν περιθωριοποιημένοι και θεωρούνταν «εθνικά επικίνδυνοι»: οι κομμουνιστές. Εκείνη την εποχή συντελείται η πλήρης ανατροπή της εικόνας του «επικίνδυνου» κομμουνιστή και προκύπτει μέσω του εαμικού σχηματισμού μια πολιτική δύναμη η οποία προετοιμάζεται να αναλάβει τις τύχες της χώρας μετά τον πόλεμο.

Θ.Μ.: Με ποιον τρόπο κατόρθωσε το Ε.Α.Μ. να συγκροτήσει ένα ευρύ διαταξικό μέτωπο; Πώς επηρεάζεται το ίδιο το Κ.Κ.Ε. από τη συγκρότηση του Ε.Α.Μ.;
Μ.Χ.: Το Ε.Α.Μ. είναι –ας το πούμε– το όχημα μέσω του οποίου το Κ.Κ.Ε. φεύγει από αυτό το στενό προπολεμικό πλαίσιο αναφοράς και ανοίγεται στην ελληνική κοινωνία. Το ίδιο το Κ.Κ.Ε. μετασχηματίζεται από κόμμα της εργατικής τάξης σε ένα πολυσυλλεκτικό κόμμα. Δηλαδή συντελείται μια μαζικοποίηση, όχι μόνο του Ε.Α.Μ., μια τεράστια αύξηση των μελών του Κ.Κ.Ε., και κυρίως αυξάνεται η ποικιλία των ιδιοτήτων που φέρουν αυτοί οι άνθρωποι – που δεν είναι πλέον μόνο εργάτες, αλλά και αγρότες, διανοούμενοι, έμποροι, καταστηματάρχες, μέλη της μεσαίας τάξης. Μέσω της δράσης των εαμικών οργανώσεων το Κ.Κ.Ε. γίνεται πολυσυλλεκτικό και κατορθώνει να απευθυνθεί σε ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας. Μην ξεχνάμε ότι η Κατοχή ήταν μια πολύπλευρη κρίση. Αυτή η κρίση έπληξε όχι μόνο τα κατώτερα λαϊκά στρώματα αλλά και τα μεσοστρώματα, τα οποία ουσιαστικά έχασαν την οικονομική τους βάση με τον πληθωρισμό.
Δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη μεγάλη απεργία που διοργανώνει το Ε.Α.Μ. γίνεται όχι όπως θα περίμενε κάποιος στον χώρο των εργοστασίων και των μεγάλων παραγωγικών μονάδων, αλλά στον δημόσιο τομέα, στον οποίο έως τότε το Ε.Α.Μ. ασκούσε περιορισμένη επιρροή. Και μάλιστα γίνεται στον σκληρό πυρήνα του δημόσιου τομέα, στα λεγόμενα τρία Τ: Ταχυδρομεία, Τηλεγραφεία, Τηλεφωνεία. Αυτό από μόνο του δείχνει το άνοιγμα που συντελείται στη διάρκεια της Κατοχής στη μεσαία τάξη, η οποία προσχωρεί μαζικά στο Ε.Α.Μ. μετά την εμπειρία του κατοχικού λιμού. Επομένως έχουμε μια διπλή, μια αμφίδρομη διεργασία. Από την πλευρά του Κ.Κ.Ε. που λειτουργεί σε μια λογική ανοίγματος των αντιλήψεων και των πρακτικών του αλλά και από την ίδια την κοινωνία που βλέπει ότι ο μοναδικός πολιτικός φορέας που μπορεί να τη βοηθήσει να σταθεί είναι το Ε.Α.Μ. οπότε εντάσσεται μαζικά στις τάξεις του.

Θ.Μ.: Υπογραμμίζεις εύστοχα ότι η αντιστασιακή δράση των κομμουνιστών στις ανατολικές συνοικίες ξεκινάει πριν τη γερμανική επίθεση στη Σοβιετική Ένωση…
Μ.Χ.: Κοίτα, όταν ξέσπασε ο πόλεμος, όντως υπήρχε ένα αρχικό μούδιασμα των κομμουνιστών (όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στη Γιουγκοσλαβία και στην Ιταλία) πριν ανοίξει το ανατολικό μέτωπο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ήταν απρόθυμοι να πολεμήσουν. Δεν πρέπει επίσης να παραβλέπουμε ότι υπήρχε ένα βαθιά πατριωτικό (όχι εθνικιστικό, μην το μπερδεύουμε) στοιχείο στους ανθρώπους που μπήκαν μαζικά στις τάξεις του Ε.Α.Μ. Και βέβαια, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε –και σε μεγάλο βαθμό δεν το έχουμε λάβει υπόψη μας– τη μεγάλη επιρροή που είχε το αλβανικό μέτωπο, δηλαδή οι νίκες του ελληνικού στρατού στις συνειδήσεις των ανθρώπων, δεδομένου ότι ήταν ο ελληνικός στρατός ο πρώτος που κατάφερε να νικήσει δύναμη του Άξονα στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Αυτή είναι μια πολύ σημαντική ιδιαιτερότητα. Είναι χαρακτηριστικό το γνωστό τελευταίο μήνυμα του εκφωνητή της Ραδιοφωνίας Αθηνών λίγες ώρες πριν μπουν οι Γερμανοί στην Αθήνα. Χωρίς να υπάρχει γραμμή από κανέναν, καθώς δεν υπάρχει βασιλιάς, δεν υπάρχει κυβέρνηση, έχουν φύγει όλοι, ο εκφωνητής λέει ότι «ο αγώνας συνεχίζεται», «κρατήστε το πνεύμα του μετώπου». Είναι σαφές ότι ο πόλεμος δεν έχει τελειώσει επειδή μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα. Αυτό το μήνυμα δεν θα μπορούσε να εκφωνηθεί ούτε στη Γαλλία ούτε πουθενά αλλού απλώς επειδή κανένας άλλος στρατός δεν έχει καταφέρει μέχρι τότε να νικήσει δύναμη του Άξονα και να πατήσει πάνω εκεί για να πει ότι ο αγώνας συνεχίζεται. Αυτό το αίσθημα πατριωτικού καθήκοντος ήταν εξαρχής διαδεδομένο. Οι άνθρωποι που αργότερα εντάχθηκαν στο Ε.Α.Μ. και οι ήδη οργανωμένοι κομμουνιστές είχαν ήδη ενεργοποιηθεί πριν από τον Ιούλιο το ’41, που ξεκίνησε η επίθεση στη Σοβιετική Ένωση. Η Εθνική Αλληλεγγύη, μια προεαμική οργάνωση, ιδρύθηκε τον Μάη του ’41.

Θ.Μ.: Γράφεις χαρακτηριστικά ότι «η πολιτική που ακολούθησαν οι δυνάμεις κατοχής για να επιβάλουν την εξουσία τους είχε ως συνέπεια την πολιτική, οικονομική, ηθική αποσύνθεση και τον διχασμό των κατεχόμενων κοινωνιών». Από αυτό συνεπάγεται ότι η πρώτη προτεραιότητα του Ε.Α.Μ. ήταν να επιχειρήσει να υποκαταστήσει την κατοχική κυβέρνηση στις περιοχές που ήλεγχε. Με ποιους τρόπους αναπτύχθηκε και τελικά αποκρυσταλλώθηκε αυτή η διαδικασία;
Μ.Χ.: Πρέπει εδώ να ξεχωρίσουμε λόγω του λιμού την εμπειρία της Αθήνας από την εμπειρία στην επαρχία, που κι αυτή υπέφερε αλλά όχι σε τόσο μεγάλο βαθμό. Έτσι η αντιστασιακή δράση μοιραία ξεκινά από την Αθήνα. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ’42, όταν στην Αθήνα ξεσπά η απεργία στην οποία αναφέρθηκα πριν, στην επαρχία δεν υπήρχε ούτε ένας ένοπλος αντάρτης. Στην Αθήνα λοιπόν γίνονται οι πρώτες ζυμώσεις και οι πρώτες κύριες αντιστασιακές δράσεις – αν εξαιρέσουμε τις πρώιμες προσπάθειες για ένοπλο αγώνα στη Δράμα στο Δοξάτο, που απέτυχαν με δραματικό τρόπο. Ο λιμός ήταν ο παράγοντας που επέσπευσε τις διαδικασίες δημιουργίας αυτών που σήμερα ονομάζουμε δομές αλληλεγγύης. Όλη αυτή η προσπάθεια των εαμικών οργανώσεων, από το να στήσουν συσσίτια μέχρι τη σύσταση λαϊκών επιτροπών που λειτουργούσαν ως προμηθευτικοί οργανισμοί για αγαθά πρώτης ανάγκης, ήταν οι πρώτοι μηχανισμοί που παράλληλα γίνονται οι πρώτοι δίαυλοι επικοινωνίας της παράνομης οργάνωσης του Ε.Α.Μ. με την υπόλοιπη κοινωνία. Αυτές ήταν οι γέφυρες που δοκιμάστηκαν τους πρώτους μήνες της Κατοχής και πέτυχαν στην πράξη. Αυτό που ουσιαστικά έκανε το Ε.Α.Μ. ήταν να στήνει δομές παρακάμπτοντας τον κρατικό μηχανισμό, που ούτως ή άλλως είχε ήδη καταρρεύσει. Οι δομές αυτές υποκατέστησαν την τοπική αυτοδιοίκηση και καθιέρωσαν ένα διαφορετικό μοντέλο διοίκησης και τελικά ένα διαφορετικό μοντέλο εξουσίας.


Θ.Μ.: Στέκεσαι ιδιαίτερα στην πολιτική και προνοιακή δράση του Ε.Α.Μ. (μαζικές απεργίες, σύσταση λαϊκών επιτροπών, συσσίτια κ.λπ.). Θεωρείς –αν διαβάζω σωστά– ότι χάρη σε αυτές τις πρωτοβουλίες το Ε.Α.Μ. κατόρθωσε τελικά να μετασχηματίσει αυτή καθαυτήν την πολιτική δράση σε ένοπλο αγώνα; Μπορούμε να πούμε ότι ήταν αυτό το προνομιακό πεδίο συνάντησης του αγώνα των Αθηναίων για επιβίωση, με την οργανωμένη αντίσταση;

Μ.Χ.: Βέβαια, γιατί με αυτόν τον τρόπο το Ε.Α.Μ. απέκτησε ρίζες στις τοπικές κοινωνίες. Αυτή ήταν η γέφυρα για την αμεσότατη σχέση που απέκτησε στη συνέχεια με τη δοκιμαζόμενη κοινωνία. Δεν είναι τυχαίο ότι το Ε.Α.Μ. δεν μαζικοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του λιμού ή τους μήνες αμέσως μετά τον λιμό, αλλά το 1943 που πλέον είχε πετύχει την πρώτη μεγάλη πολιτική νίκη ενάντια στο μέτρο της πολιτικής επιστράτευσης. Από εκεί και μετά, δηλαδή από τον Φλεβάρη-Μάρτη του ’43 και μετά, και αφού το Ε.Α.Μ. είχε καταφέρει να αντεπεξέλθει στην πρόκληση της δημιουργίας των προνοιακών μηχανισμών, ο αγώνας πλέον μεταφέρθηκε σε πολιτικό επίπεδο και κέρδισε την πρώτη μεγάλη μάχη ενάντια στις δυνάμεις Κατοχής και την ελληνική δωσίλογη κυβέρνηση.

Θ.Μ.: Αλλιώς, το Ε.Α.Μ. ακολουθεί πιστά τη λενινιστική θέση ότι οι αγώνες ξεκινάνε από το ψωμί και ανεβαίνουνε σταδιακά μέχρι την ένοπλη σύγκρουση;
Μ.Χ.: Αυτό ενδεχομένως υπήρχε στο μυαλό ορισμένων στελεχών, όμως η αλήθεια είναι ότι ελάχιστοι τότε γνώριζαν τη λενινιστική ή τη μαρξιστική θεωρία. Δεν μπορώ να υποστηρίξω ότι αυτή ήταν συνειδητά η κυρίαρχη λογική πάνω στην οποία στήθηκε ο αγώνας. Περισσότερο προέκυψε από την ίδια την πράξη, από την ίδια τη ροή των γεγονότων. Πιστεύω όμως ότι αυτή η λενινιστική θέση έχει μια γενικότερη εφαρμογή σε συνθήκες κρίσεων ή επαναστάσεων που γεννιούνται μέσα από τις κρίσεις. Πράγματι, ο αγώνας ξεκινά για το ψωμί, σταδιακά κλιμακώνεται και φτάνει μέχρι τον ένοπλο.

Θ.Μ.: Υπογραμμίζεις ότι το 1943 είναι έτος καμπής για το εαμικό αντιστασιακό κίνημα. Να δούμε επιγραμματικά τα σημαντικότερα απ’ όσα συμβαίνουν εκείνη τη χρονιά, πάντα αναφορικά με το εαμικό κίνημα;
Μ.Χ.: Το πρώτο και πιο σημαντικό ήταν ο αγώνας για την αποτροπή της πολιτικής επιστράτευσης. Ήταν ουσιαστικά ένα δεκαήμερο εξέγερσης από τα τέλη του Φλεβάρη μέχρι τις 5 του Μάρτη που κορυφώθηκε αυτός ο αγώνας. Δύο φορές διαδηλωτές κατέλαβαν το Υπουργείο Εργασίας με στόχο να κάψουν τις καταστάσεις των επιστράτων, δηλαδή των ανθρώπων που καλούσε η στρατιωτική αρχή να αναλάβουν εργασία είτε στην επαρχία είτε στα γερμανικά εργοστάσια. Αυτή ήταν μια πολύ σημαντική νίκη και σε πρακτικό επίπεδο (καθώς πλέον δεν υπήρχαν τα στοιχεία για να εντοπίσουν αυτούς τους ανθρώπους) αλλά και σε πολιτικό επίπεδο, καθώς αναγκάστηκε η κυβέρνηση λόγω της αναταραχής που δημιουργήθηκε με τις μεγάλες διαδηλώσεις να αποσύρει το μέτρο. Και είναι μια ακόμα μεγαλύτερη νίκη αν αναλογιστούμε ότι η Ελλάδα ήταν η μοναδική κατεχόμενη χώρα στην οποία δεν εφαρμόστηκε η πολιτική επιστράτευση, εκεί όπου από το ’39 έως το ’45 στα γερμανικά εργοστάσια εργάστηκαν περίπου 17 εκατομμύρια Ευρωπαίοι πολίτες. Άρα το γεγονός ότι το Ε.Α.Μ. απέτρεψε –μετά τον μεγάλο λιμό– τον απόλυτο κίνδυνο να οδηγηθούν ως όμηροι δεκάδες χιλιάδες Έλληνες πολίτες στη Γερμανία και να εγκαταλείψουν τις οικογένειές τους που τους είχαν τόσο ανάγκη, το γεγονός αυτό είχε τεράστια επίδραση σε ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του ελληνικού πληθυσμού. Αν σκεφτούμε ότι οι καταστάσεις των επιστράτων αριθμούσαν περίπου 80.000 άτομα, δηλαδή αφορούσαν 80.000 οικογένειες, τότε καταλαβαίνουμε τι ήταν αυτό που γλίτωσε η ελληνική κοινωνία χάρη στις κινητοποιήσεις ενάντια στην πολιτική επιστράτευση. Από εκεί και πέρα παρακολουθούμε τη γιγάντωση του Ε.Α.Μ.
Ένας δεύτερος μεγάλος σταθμός ήταν οι μαζικότατες κινητοποιήσεις για την αποτροπή του μέτρου επέκτασης της ζώνης της βουλγαρικής διοίκησης στην κεντρική Μακεδονία μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας. Οι Γερμανοί δεν είχαν το απαραίτητο ανθρώπινο δυναμικό για να ελέγχουν όλη την ελληνική επικράτεια οπότε αναζητούσαν τρόπους για να εξοικονομήσουν δυνάμεις. Η ιδέα ήταν να προωθηθούν οι Βούλγαροι, που είχαν την ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη, προς την κεντρική Μακεδονία, πράγμα που σήμαινε ότι υπήρχε κίνδυνος να εισέλθουν στη Θεσσαλονίκη. Επειδή οι Βαλκανικοί πόλεμοι ήταν κάτι νωπό στις μνήμες των ανθρώπων και επειδή η βουλγαρική κατοχή ήταν και η σκληρότερη, έγινε μια πάρα πολύ μεγάλη κινητοποίηση κυρίως στην Αθήνα με μαζικές διαδηλώσεις (50.000 ή και 100.000 ατόμων). Στις 22 Ιούλη του ’43 έχουμε στην Αθήνα το λουτρό αίματος με 15 ανθρώπους που έπεσαν νεκροί από τα πυρά των Γερμανών και των ελληνικών σωμάτων ασφαλείας. Και βέβαια, οι μεγάλες απεργίες που ξέσπαγαν καθ’ όλη τη διάρκεια του ’43 ακόμα και στον πιο σκληρό πυρήνα, δηλαδή στα επιταγμένα από τους Γερμανούς εργοστάσια, που εκεί η απεργία ισοδυναμούσε με εκτέλεση. Παρά το γεγονός αυτό, ιδίως στον Πειραιά, στα μηχανουργεία και στο λιμάνι, αλλά και στον ναύσταθμο όπου οι Γερμανοί επισκεύαζαν τα πλοία τους, οι εργαζόμενοι απήργησαν μαζικά. Οι Γερμανοί δηλαδή, εκτός από την απώλεια δυνάμεων λόγω της αποχώρησης των Ιταλών, είχαν να αντιμετωπίσουν τη γιγάντωση του αγώνα στους χώρους που είχαν τον απόλυτο έλεγχο, δηλαδή στα επιταγμένα εργοστάσια, και αυτό τους δημιουργούσε ένα τεράστιο πολιτικό πρόβλημα. Αυτοί ήταν οι κύριοι σταθμοί το ’43 στην ανάπτυξη του κινήματος και αποτέλεσαν την κορύφωση της αντιστασιακής δράσης με πολιτικές πρακτικές.

Θ.Μ.: Σημειώνεις ότι σε αρκετές χώρες της Ευρώπης (για παράδειγμα στη Γαλλία) υπήρξε μεταπολεμικά μια προσπάθεια «μυθοποίησης της Αντίστασης». Έχω την εντύπωση ότι συνέβη μάλλον το αντίστροφο στην Ελλάδα.
Μ.Χ.: Ναι. Η διεθνής βιβλιογραφία έχει καταλήξει ότι ο μύθος της Αντίστασης στη Γαλλία ήταν μια προσπάθεια του Ντε Γκωλ να εντάξει τη Γαλλία στο μέτωπο των μεγάλων νικητών του πολέμου. Είναι γεγονός ότι στη Γαλλία έχουμε τα μεγαλύτερα ποσοστά συνεργασίας με τους Γερμανούς, ειδικά στην περιοχή της κυβέρνησης του Βισύ, και μια Αντίσταση που πράγματι εκδηλώθηκε αλλά πάρα πολύ καθυστερημένα και σε πολύ περιορισμένα μεγέθη σε σχέση με την επικράτεια και τον πληθυσμό της χώρας – σε σύγκριση, ας πούμε, με τα αντιστασιακά κινήματα που εκδηλώθηκαν στην Ελλάδα, στη Γιουγκοσλαβία ή στην Πολωνία. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχε Αντίσταση στη Γαλλία. Ο όποιος μύθος έχει να κάνει με το γεγονός ότι αυτή η Αντίσταση εκδηλώθηκε κατά τους τελευταίους μήνες της Κατοχής και εν συνεχεία υπήρξε μια προσπάθεια μυθοποίησής της, όχι μόνο από τον Ντε Γκωλ αλλά γενικότερα από τους Γάλλους πολιτικούς, επειδή ήταν εξαιρετικά δυσάρεστος και ταπεινωτικός για τους Γάλλους ο τρόπος με τον οποίο νικήθηκαν από τους Γερμανούς στον πόλεμο. Αντίθετα, στην Ελλάδα έχουμε την αντιστροφή του παραπάνω σχήματος. Λόγω των Δεκεμβριανών και των πολιτικών εξελίξεων που ακολούθησαν, και λόγω του Εμφυλίου βέβαια, αυτό το τεράστιο αντιστασιακό κίνημα υποτιμήθηκε πλήρως για να μπορέσει να εδραιωθεί η κυριαρχία των αστικών δυνάμεων και για να κρύψουν πίσω από αυτό τα εγκλήματα που έκαναν οι συνεργάτες των Γερμανών κατά τη διάρκεια της Κατοχής – οι οποίοι είχαν καταλάβει πλέον από υπουργεία μέχρι υψηλές δημόσιες θέσεις στις μετεμφυλιακές κυβερνήσεις.

Θ.Μ.: Ένα μέρος της ιστοριογραφίας εντοπίζει στην αντιστασιακή δράση της Κατοχής τις πρώτες ενδείξεις ότι έπεται εμφύλιος πόλεμος. Μολαταύτα, στο βιβλίο δεν διαφαίνεται πουθενά ότι υπήρχε τέτοια πρόθεση από την πλευρά του Ε.Α.Μ. Να το δούμε λίγο αναλυτικά αυτό το σημείο καθώς πρόκειται για μια πολύ σημαντική πλευρά του θέματος;
Μ.Χ.: Ναι. Είναι άλλο πράγμα οι εμφύλιες συγκρούσεις στη διάρκεια της Κατοχής. Δεν έχουν τη μορφή ενός εμφυλίου πολέμου. Είναι εμφύλιες συγκρούσεις υπό την αδιαμφισβήτητη στρατιωτική κυριαρχία των Γερμανών. Σε αυτό το πλαίσιο υλοποιήθηκε ένας «υπόγειος» πόλεμος μεταξύ του Ε.Λ.Α.Σ. και της Ο.Π.Λ.Α. από τη μια πλευρά και των Σωμάτων Ασφαλείας, κυρίως της Χωροφυλακής, των αντικομμουνιστικών οργανώσεων, όπως η Χ και ο προδοτικός Ε.Δ.Ε.Σ., καθώς και των γερμανικών υπηρεσιών ασφαλείας που είχαν στελεχωθεί σε μεγάλο βαθμό με Έλληνες πράκτορες. Αυτή η εμφύλια σύγκρουση έλαβε τη μορφή εφόδων, ενεδρών, συλλήψεων, ανακρίσεων, εκτελέσεων στους δρόμους και τις γειτονιές της Αθήνας. Η σύγκρουση δεν ήταν με κανέναν τρόπο ολοκληρωτική. Αυτό είναι πολύ ξεκάθαρο. Έχω καταβάλει μεγάλη προσπάθεια να εντοπίσω ποιοι ήταν οι άνθρωποι που εκτελέστηκαν από την Ο.Π.Λ.Α. Αυτό που προκύπτει από τη μελέτη των πολυδιασπασμένων και αδημοσίευτων μέχρι σήμερα κρατικών αρχείων είναι ότι σε συντριπτικό ποσοστό τα θύματα της Ο.Π.Λ.Α. ήταν άνθρωποι που είχαν ένοπλα στραφεί κατά του εαμικού κινήματος και είχαν περάσει στο στρατόπεδο των Γερμανών είτε με την ταυτότητα της οργάνωσης Χ, είτε του Ε.Δ.Ε.Σ. ή της Χωροφυλακής και των Σωμάτων Ασφαλείας. Αυτό αλλάζει κάπως στην περίπτωση των Δεκεμβριανών που στις συγκρούσεις είναι πιο έντονο το πολιτικό-ταξικό στοιχείο. Υπάρχει μια εμφύλια σύγκρουση, όχι όμως με την κλασική της μορφή, καθώς οι κύριες δυνάμεις που συγκρούονται είναι ο Ε.Λ.Α.Σ. και οι Βρετανοί. Εμφύλιο πόλεμο με την κλασική έννοια του όρου έχουμε την περίοδο 1946-49. Η κύρια διαφωνία μου με το ερώτημα «Πότε πραγματικά ξεκινά ο Εμφύλιος;» είναι ότι αυτό έχει τεθεί από πολιτικές δυνάμεις και όχι από την επιστημονική κοινότητα. Είναι ένα θέμα που έχει τεθεί για διαφορετικούς λόγους και όχι για ερευνητικούς. Δυστυχώς, όλες αυτές οι δεκαετίες που έχουν προηγηθεί, οι κοινωνικοί επιστήμονες έχουν μπει σ’ αυτό το ερώτημα που έχουν θέσει άλλοι, ενώ ο κατεξοχήν ρόλος του κοινωνικού επιστήμονα είναι να θέτει αυτός τα ερωτήματα και όχι να μπαίνει στα ζητήματα που θέτουν πολιτικές δυνάμεις. Εκεί για μένα είναι το λάθος.

Θ.Μ.: Πώς κρίνεις τη λεγόμενη αναθεωρητική σχολή της Ιστορίας αναφορικά με την περίοδο που εξετάζουμε; Ποια η γνώμη σου για τη μεθοδολογία της; Ποιους σκοπούς πιστεύεις ότι εξυπηρετεί –αν εξυπηρετεί– πέρα από την καθαυτό επιστημονική έρευνα; Γενικά, ποιες είναι οι νέες αντιλήψεις που προσφέρει στην έρευνα της περιόδου η νεότερη γενιά των ιστορικών;
Μ.Χ.: Σε επίπεδο μεθοδολογίας οι ιστορικοί που αποκαλούνται «αναθεωρητές» (αν και ο όρος μού φαίνεται προβληματικός) δεν μας έχουν φέρει τίποτα καινούριο. Τα λεγόμενα «δέκα σημεία» που είχαν προτείνει, μεταξύ των οποίων το να ασχοληθούμε με την τοπική ιστορία, με την προφορική ιστορία, με τις ιδιαιτερότητες που έχει η Κατοχή και ο Εμφύλιος σε διάφορες περιοχές της χώρας, με τη βία είτε αυτή είναι «κόκκινη» είτε «μαύρη» ή οτιδήποτε άλλο, όλα αυτά τα είχαν κάνει ιστορικοί και κοινωνικοί επιστήμονες ήδη από τη δεκαετία του ’80 και του ’90 – μπορεί όχι στον βαθμό που το κάνουμε τώρα, αλλά θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τα μεθοδολογικά εργαλεία και το πώς αναπτύσσονται αυτά στην πορεία του χρόνου. Δεν ήταν κάτι που το είχαμε από τη δεκαετία, ας πούμε, του ’50, αλλά δεν το είχαμε αξιοποιήσει μέχρι το 2000 που προτάθηκαν τα καινούρια μεθοδολογικά εργαλεία από τους λεγόμενους «αναθεωρητές». Διότι τα εργαλεία αυτά δουλεύονταν ήδη από τους ερευνητές. Άρα δεν πρόσφεραν κάτι καινούριο. Το θέμα της «αναθεώρησης» ή όχι θα πρέπει να το δούμε στο γενικότερο πλαίσιο των αλλαγών στην Ευρώπη μετά την πτώση του Τείχους και την κατάρρευση του υπαρκτού ή ανύπαρκτου σοσιαλισμού. Εκεί πλέον έχουμε μια αλλαγή του μοντέλου, έχουμε διακηρύξεις περί του «τέλους της Ιστορίας», όπου υπάρχει μια προσπάθεια να παρουσιαστεί ένα άλλο επίσημο αφήγημα από αυτό που είχε καθιερωθεί μετά τη νίκη επί του φασισμού με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Πρόκειται για ένα αφήγημα που προσπαθεί να αναδείξει τις ευθύνες και της Αντίστασης, τη βία που και αυτή άσκησε, και να βγάλει το φωτοστέφανο από τον αντιστασιακό αγώνα. Εδώ βρίσκει ένα πάτημα ουσιαστικό στο επίσημο αφήγημα της Αριστεράς που, όπως κάθε αφήγημα, γενικεύει, δημιουργεί στερεότυπα και αποκρύπτει πλευρές που δεν ταιριάζουν με το κυρίως αφήγημα – βρίσκει λοιπόν ένα καλό πάτημα για να χτυπήσει το επίσημο αφήγημα της Αριστεράς και κυρίως του Κ.Κ.Ε. Σε κάποια σημεία είχε βάση αυτή η κριτική. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 σημειώθηκε μια σημαντική αλλαγή στον λόγο που άρθρωναν οι άνθρωποι που έζησαν τα γεγονότα της Κατοχής και του Εμφυλίου. Μετά την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ, οι άνθρωποι αυτοί, που συμμετείχαν στην Αριστερά και την Αντίσταση, δεν ένιωθαν ότι δεσμεύονται από κάποιο αφήγημα και διεκδίκησαν το δικαίωμα να αρθρώσουν τον λόγο τους στον δημόσιο χώρο. Αυτοί οι άνθρωποι είναι νεότεροι από τα ηγετικά στελέχη του Ε.Α.Μ. και του Κ.Κ.Ε., που ήδη είχαν γράψει για την Κατοχή. Αυτός ο λόγος είναι πολυπρισματικός και δημιουργεί πολλά ρήγματα στο επίσημο αφήγημα της Αριστεράς, και αυτό προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν οι λεγόμενοι «αναθεωρητές» για να μπορέσουν, αποδομώντας το αφήγημα της Αριστεράς, να χτυπήσουν και πολιτικά την Αριστερά. Κάποιος που ασχολείται και ενδιαφέρεται πραγματικά για την Ιστορία, μπορεί να καταλάβει ποια είναι τα κίνητρα αυτών που γράφουν την Ιστορία.

Θ.Μ.: Όπως έχει γράψει και ο Έρικ Χόμπσμπωμ, τα ιστορικά ερωτήματα είναι πραγματικά μόνο όταν απευθύνονται στο παρόν. Το κρίσιμο λοιπόν ερώτημα: Πώς μπορούμε στη σημερινή εποχή να διδαχτούμε από την εμπειρία του Ε.Α.Μ. και να την αξιοποιήσουμε, ειδικά ο χώρος της Αριστεράς;
Μ.Χ.: Αυτό που λέει ο Χόμπσμπωμ είναι αλήθεια. Θέλει να μας δείξει ότι η Ιστορία είναι μια παροντική επιστήμη – και αυτό είναι κάτι που δυστυχώς, έτσι όπως διδάσκεται η Ιστορία στα σχολεία, δεν γίνεται κατανοητό. Οι ιστορικοί διατυπώνουν ερωτήματα με τα οποία επισκέπτονται το παρελθόν, τα οποία όμως διαμορφώνονται στην πολιτική και κοινωνική συγκυρία του εκάστοτε παρόντος. Δηλαδή άλλα ερωτήματα έβαζαν οι ιστορικοί τη δεκαετία του ’80 για την Κατοχή, άλλα τη δεκαετία του ’90 και άλλα βάζουν σήμερα. Και επειδή το βασικό εργαλείο που έχει ο ιστορικός στη μελέτη και στη συγγραφή του έργου του είναι τα ερωτήματα που βάζει, όλη αυτή η διαδικασία καθορίζεται άμεσα από το σήμερα. Άρα, όταν κάποιος σήμερα μελετά την Κατοχή, από τη στιγμή βέβαια που κάνει κοινωνική ή πολιτισμική ιστορία, από τη στιγμή δηλαδή που κάποιος κοιτά και μελετά την κοινωνία, τα συμπεράσματα που βγάζει από τη δράση του Ε.Α.Μ. σε επίπεδο μηχανισμών, δηλαδή το πώς μια κοινωνία προσπαθεί να αντισταθεί στον αφανισμό της και κατορθώνει τελικά όχι μόνο να επιβιώσει αλλά και να διεκδικήσει, διαπιστώνει ότι είναι παρόμοιοι μηχανισμοί όχι μόνο με τη σημερινή ελληνική κοινωνία αλλά με την οποιαδήποτε κοινωνία στον κόσμο. Οι κοινωνίες που βάλλονται σε μεγάλο βαθμό είτε από μια στρατιωτική κατοχή είτε από μια βαθύτατη οικονομική κρίση, ακολουθούν παρόμοιες διαδικασίες για να μπορέσουν να ανασυγκροτηθούν. Τώρα αν οι διαδικασίες αυτές θα οδηγήσουν σε επανάσταση ή σε ένοπλο αγώνα ή σε κινήματα διαμαρτυρίας ή σε πολιτικά κόμματα που θα διεκδικήσουν την εξουσία αυτό έχει να κάνει με τις εκάστοτε πολιτικές ισορροπίες και τα δεδομένα. Οι μηχανισμοί όμως που λειτουργούν και ενεργοποιούν την κοινωνία, που κινητοποιούν τις μάζες είναι λίγο-πολύ παρόμοιοι είτε μιλάμε για το παρελθόν είτε για το σήμερα σε διαφορετικές χώρες. Αυτές είναι κάποιες ιδέες που μπορούμε να πάρουμε από την εμπειρία του Ε.Α.Μ., η οποία δεν έχει μεταφερθεί στις νεότερες γενιές – και αυτό είναι ένα έλλειμμα, μας λείπουν όπλα από τη φαρέτρα για να αντιμετωπίσουμε την κρίση. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να δούμε με ποιους τρόπους ένας πολιτικός φορέας (το Ε.Α.Μ.) πρόσφερε μια ευρεία πλατφόρμα δράσης που κατάφερε να κινητοποιήσει πολιτικά ανθρώπους που ποτέ πριν δεν είχαν παρόμοια εμπειρία. Για πρώτη φορά βλέπουμε μια κοινωνία να ριζοσπαστικοποιείται και κυρίως να ενεργοποιείται, να παίρνει θέση και να παίζει το κεφάλι της κορόνα-γράμματα. Οπότε αυτό είναι το εντυπωσιακό. Μια κοινωνία που πρωτύτερα δεν είχε αυτή την εμπειρία, πώς μπαίνει σε μια διαδικασία κινητοποίησης για να αντιμετωπίσει την απόλυτη τρομοκρατία. Αυτό είναι κάτι πολύ χρήσιμο και σε επίπεδο ηθικό και σε επίπεδο πολιτικό, αλλά κυρίως για να καταλάβει ο κόσμος ότι αυτό γίνεται και δεν είναι ουτοπία.

Θ.Μ.: Στο βιβλίο αναφέρεσαι αναλυτικά στους Τόπους Μνήμης της περιόδου. Συμφωνείς ότι η Αθήνα μετεμφυλιακά επιχείρησε να σβήσει ή έστω να συσκοτίσει τη μνήμη της;
Μ.Χ.: Ναι, βέβαια. Μου προκάλεσε πολύ μεγάλη θλίψη αλλά και εκνευρισμό όταν την πρώτη φορά που επισκέφτηκα το Παρίσι είδα σε πάρα πολλά σημεία πλάκες όπου ανέφεραν ότι εδώ σκοτώθηκε ο τάδε αντιστασιακός ή ότι εκεί έγινε μαζική σύλληψη Εβραίων, μνημεία μέσα στην πόλη που αναδείκνυαν την αντιστασιακή δράση των Γάλλων. Στην περίπτωση της Ελλάδας υπήρχε μια σκόπιμη προσπάθεια να συσκοτιστεί η αντιστασιακή δράση, όχι μόνο στην Αθήνα – γενικότερα. Το κύριο κομμάτι της Αντίστασης ήταν το εαμικό, όμως αυτό συμπαρέσυρε και ανθρώπους που δεν ανήκαν στο Ε.Α.Μ. αλλά σε άλλες αντιστασιακές αστικές οργανώσεις, οι οποίοι θυσιάστηκαν, οπότε και αυτοί δεν αναγνωρίστηκαν (π.χ., η Δημοκρατική Οργάνωση του Ε.Δ.Ε.Σ. Αθηνών ή η Π.Ε.Α.Ν. και άλλες οργανώσεις). Σήμερα έχουμε το τραγικό να περπατάει κανείς στην πόλη και να μην έχει καμία εγγραφή της μνήμης του τεράστιου αυτού αγώνα που έδωσε ο ελληνικός λαός. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το ότι δεν γιορτάζουμε την επέτειο της απελευθέρωσης της πόλης από τους Γερμανούς (μοναδικό φαινόμενο). Ακόμα και μετά την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης από το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και τη δημιουργία ορισμένων μνημείων, ακόμα και αυτά τα μνημεία δημιουργήθηκαν σε μια λογική πανηγυρικής, ενός «εθνικού αφηγήματος» του τύπου «όλοι μαζί οι Έλληνες αντιστάθηκαν», κάτι που είναι ψέμα. Προσπάθησαν λοιπόν να προβάλλουν την ενότητα και τη μαζική συμμετοχή του ελληνικού λαού για να σβήσουν τις σκοτεινές πλευρές της συνεργασίας των Ταγμάτων και Σωμάτων Ασφαλείας και ελλήνων επιχειρηματιών. Το ίδιο ισχύει και για τον Εμφύλιο, για τον οποίο είναι και πάλι χαρακτηριστικό ότι δεν έχουμε κανένα κοινό μνημείο, όπως αυτά που έκαναν οι Ισπανοί για να τιμήσουν τα θύματα και των δύο πλευρών του δικού τους Εμφυλίου. Ακόμα και τα ελάχιστα μνημεία που φτιάχτηκαν για την Αντίσταση, φτιάχτηκαν με πρωτοφανή προχειρότητα. Για παράδειγμα, στην αναμνηστική πλάκα στην Τράπεζα της Ελλάδας αναφορικά με τους δολοφονημένους στη μεγάλη διαδήλωση του Ιούλη του ’43, αναφέρονται μόνο τρία ονόματα από τους δεκαέξι συνολικά νεκρούς. Άλλο πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι η πλάκα με τα ονόματα των δεκαπέντε εκτελεσμένων υπαλλήλων των Τριών Τ στο κτίριο της οδού Σταδίου πρόσφατα αποκαθηλώθηκε από τη διοίκηση και μπουντρουμιάστηκε σε κάποιο υπόγειο. Και δημιουργείται το εξής ερώτημα: Γιατί μια ουσιαστικά γερμανική διοίκηση του Ο.Τ.Ε. απομακρύνει την πλάκα με τα ονόματα των εκτελεσμένων υπαλλήλων του τότε Ο.Τ.Ε. τόσα χρόνια μετά; Πράγμα που μας δείχνει ότι η μνήμη της δεκαετίας του ’40 είναι ενεργή και επιδέχεται ακόμα πολλαπλών στρεβλώσεων και παρερμηνειών, γι’ αυτό και είναι πολύ σημαντικό να έχουμε όσο το δυνατόν περισσότερες έγκυρες επιστημονικές μελέτες για την περίοδο αυτή.

Θ.Μ.: Θα μας πεις δυο λόγια και για το νέο βιβλίο που ετοιμάζεις με θέμα τα Δεκεμβριανά; Σε ποιο στάδιο βρίσκεται;
Μ.Χ.: Είναι η «μοιραία» συνέχεια. Το βιβλίο μου για την Κατοχή και την Αντίσταση σταματά μια εβδομάδα μετά την Απελευθέρωση, τον Οκτώβρη του ’44. Το καινούριο βιβλίο που γράφω αφορά τα Δεκεμβριανά. Έχω προχωρήσει αρκετά τη συγγραφή και προσπαθώ να το έχω έτοιμο ώστε να εκδοθεί τον ερχόμενο Δεκέμβρη που συμπληρώνονται εβδομήντα χρόνια από τα γεγονότα. Έχω χρησιμοποιήσει σχεδόν αποκλειστικά αδημοσίευτα μέχρι σήμερα αρχεία, κυρίως από τα βρετανικά αρχεία, αλλά και από τα αρχεία της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού. Προκύπτουν, κατά τη γνώμη μου, πολύ ενδιαφέροντα πράγματα που ανατρέπουν πολλά από τα στερεότυπα που είχαμε για τα Δεκεμβριανά. Και βέβαια προσπαθώ να ασχοληθώ με το εξαιρετικά δύσκολο κομμάτι που έχει να κάνει με την ταυτότητα των θυμάτων και από τη μία πλευρά και από την άλλη, κυρίως των ανθρώπων που εκτελέστηκαν από την Ο.Π.Λ.Α. Αν σκεφτούμε πόσο καθοριστικά ήταν τα Δεκεμβριανά για τις μετέπειτα πολιτικές εξελίξεις και για το ξέσπασμα του Εμφυλίου, τότε διαπιστώνουμε ότι έχουμε μεγάλα κενά γι’ αυτή την περίοδο για να μπορέσουμε να ερμηνεύσουμε τα πράγματα. Για να δούμε ποιες ήταν οι σκοπιμότητες των Βρετανών και της κυβέρνησης Παπανδρέου, αλλά και των πολλαπλών διασπάσεων στο εσωτερικό του αστικού πολιτικού χώρου. Δεν είχα την ίδια εικόνα για τα Δεκεμβριανά πριν ξεκινήσω την έρευνα και όσο προχωράω, γοητεύομαι από αυτές τις 33 μέρες που κράτησαν οι συγκρούσεις.
files/chronosmag/themes/theme_one/faviconXronos.png


  ΧΡΟΝΟΣ 14 (06.2014)

Πέμπτη 17 Απριλίου 2014

1944 – Τα μπλόκα στην κατοχική Αθήνα

1944 – Τα μπλόκα στην κατοχική Αθήνα

Δεν ήταν μόνο οι έφοδοι σε γραφεία - εργοστάσια και σπίτια, οι συλλήψεις, οι βασανισμοί και οι εκτελέσεις που φόβιζαν τον πληθυσμό. Τη χρονιά αυτή η τρομοκρατία των Σωμάτων Ασφαλείας υπό την εποπτεία Γερμανών αξιωματικών απέκτησε μαζικές διαστάσεις.
     
Δεν ήταν μόνο οι έφοδοι σε γραφεία – εργοστάσια και σπίτια, οι συλλήψεις, οι βασανισμοί και οι εκτελέσεις που φόβιζαν τον πληθυσμό. Τη χρονιά αυτή η τρομοκρατία των Σωμάτων Ασφαλείας υπό την εποπτεία Γερμανών αξιωματικών απέκτησε μαζικές διαστάσεις

Συνεχίζουμε σήμερα, όπως κάθε Τετάρτη, τα άρθρα από νέους ιστορικούς που επιχειρούν να καλύψουν τα ίχνη της σημαδιακής χρονιάς του 1944 στο πεδίο της ιστοριογραφίας και του δημόσιου λόγου, αναζητώντας πληροφορίες και υλικό για ένα «θαυμαστό έτος» της ελληνικής ιστορίας

Στο μπλόκο των νοσοκομείων τα Τάγματα Ασφαλείας συνέλαβαν περισσότερους από 1.000 ανάπηρους του αλβανικού μετώπου και τους οδήγησαν στο κτίριο του Ορφανοτροφείου Χατζηκώστα, το οποίο είχε μετατραπεί σε φυλακή. Από τους κρατούμενους αυτούς, οι δυνάμεις κατοχής αντλούσαν άτομα για τις εκτελέσεις που διενεργούσαν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής και άλλες τοποθεσίες σε αντίποινα για αντιστασιακές ενέργειες

Του Μενέλαου Χαραλαμπίδη

Η Αθήνα υπήρξε η πόλη που έζησε με τον πιο σκληρό τρόπο τις συνέπειες της γερμανικής στρατιωτικής κατοχής. Αν το 1941, ο πρώτος χρόνος της Κατοχής, χαρακτηρίστηκε από τον φονικό λιμό, που άφησε πίσω του περίπου 50.000 νεκρούς, ο τελευταίος, το 1944, στιγματίστηκε από το πρωτόγνωρο καθεστώς τρομοκρατίας που επέβαλαν οι γερμανικές αρχές και η ελληνική δωσίλογη κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη.

Το 1944, οι τεράστιες αντιστασιακές κινητοποιήσεις και η κατακόρυφη αύξηση της πολιτικής επιρροής του ΕΑΜ είχαν ανατρέψει πλήρως τα δεδομένα των πρώτων κατοχικών χρόνων. Το ΕΑΜ αποτελούσε πλέον την πολιτική δύναμη που αμφισβητούσε ευθέως την κυριαρχία των κατακτητών και απειλούσε με ανατροπή το αστικό πολιτικό καθεστώς μετά τη λήξη του πολέμου. Από τη στιγμή που δεν μπορούσαν να αναχαιτίσουν με πολιτικούς όρους τη δυναμική του, οι κατοχικές αρχές και η δωσίλογη κυβέρνηση επιστράτευσαν τη βία και την τρομοκρατία για να καταστείλουν τη δράση του.

Την άνοιξη του 1943 διορίστηκε πρωθυπουργός ο έμπειρος πολιτικός Ιωάννης Ράλλης, θέτοντας ως προϋπόθεση για την ανάληψη της πρωθυπουργίας τη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας προς αντιμετώπιση του κομμουνιστικού κινδύνου. Τους αμέσως επόμενους μήνες ο στενός του συνεργάτης, υπουργός Εσωτερικών Αναστάσιος Ταβουλάρης, μετέτρεψε τα Σώματα Ασφαλείας σε αντικομμουνιστικές ομάδες κρούσης, επαναφέροντας στην υπηρεσία αδίστακτους αξιωματικούς του Μεσοπολέμου, όπως τον υποστράτηγο Χωροφυλακής Αλέξανδρο Λάμπου και στρατολογώντας ακόμη και άτομα του κοινού ποινικού δικαίου ως ομαδάρχες των τμημάτων κρούσης της Χωροφυλακής. Παράλληλα ο Ταβουλάρης πρωτοστάτησε στη δημιουργία ενός εκτεταμένου δικτύου Ελλήνων πρακτόρων, καταδοτών και βασανιστών σε στενή συνεργασία με τις γερμανικές υπηρεσίες ασφαλείας.

Στο τέλος του 1943 είχε συγκροτηθεί ένα ευρύ δίκτυο αντικομμουνιστικών υπηρεσιών, που λειτουργούσαν ως συγκοινωνούντα δοχεία: όργανα της Ειδικής Ασφάλειας της Χωροφυλακής, του Μηχανοκίνητου Τμήματος της Αστυνομίας Πόλεων,(1) μέλη γερμανικών υπηρεσιών κατασκοπίας όπως η «Μπουντ» και η «3.000»,(2) και ασφαλείας όπως η GFP της Βέρμαχτ και τα SD των Ες-Ες και αντικομμουνιστικών οργανώσεων, όπως η «Χ» και ο ΕΔΕΣ Αθηνών, συνεργάζονταν στενά για την αντιμετώπιση του κομμουνιστικού κινδύνου. Συντονιστής της δράσης τους ήταν η έμπειρη στη δίωξη κομμουνιστών, ήδη από τον Μεσοπόλεμο, υπηρεσία της Ειδικής Ασφάλειας.(3) Οργανά της, μετά από συλλήψεις και βασανισμούς αντιστασιακών, συνέλεγαν πληροφορίες για τη δράση των ΕΑΜικών οργανώσεων και σχεδίαζαν τις «εκκαθαριστικές» επιχειρήσεις, που υλοποιούσαν τα Τάγματα Ασφαλείας.

Η πρώτη επιχείρηση

Το μπλοκο της Κοκκινιας σε χαρακτικο του Α. ΤασσουΤον Νοέμβριο του 1943, βάσει ονομαστικών καταστάσεων που είχε συντάξει η Ειδική Ασφάλεια, οργανώθηκε η πρώτη μεγάλη επιχείρηση των Ταγμάτων Ασφαλείας στην πρωτεύουσα. Το «μπλόκο των νοσοκομείων» έπληξε μια ισχυρή ΕΑΜική εστία αντίστασης, τους ανάπηρους του αλβανικού μετώπου. Η επισήμανση των «κρατικών οργάνων» που συνόδευε τις ονομαστικές καταστάσεις όπου καταγράφονταν τα μέλη του ΕΑΜ είναι ενδεικτική του κλίματος που επικρατούσε:

«Η ταχεία σύλληψίς των θα προσφέρη τεραστίας υπηρεσίας ουχί μόνον εις την τάξιν του Νοσοκομείου και εις την κοινωνίαν των Αθηνών, αλλά εις ολόκληρον την Ελληνικήν κοινωνίαν. Το σύνθημα υμών ως Κρατικών οργάνων και ως Ελλήνων είναι εν και μόνον (θάνατος και μόνον θάνατος εις τους διαφθορείς των Εθνικών και Ιστορικών μας ιδεωδών)».(4)

Στο μπλόκο των νοσοκομείων τα Τάγματα Ασφαλείας συνέλαβαν περισσότερους από 1.000 ανάπηρους του αλβανικού μετώπου και τους οδήγησαν στο κτίριο του Ορφανοτροφείου Χατζηκώστα, επί της οδού Πειραιώς, το οποίο είχε μετατραπεί σε φυλακή υπό τη διοίκηση της Χωροφυλακής. Οι κρατούμενοι αυτοί αποτέλεσαν τη δεξαμενή από την οποία οι δυνάμεις κατοχής αντλούσαν άτομα για τις εκτελέσεις που διενεργούσαν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής και άλλες τοποθεσίες σε αντίποινα για διάφορες αντιστασιακές ενέργειες.

Η μαζική τρομοκρατία

Δεν ήταν όμως μόνο οι συλλήψεις, οι βασανισμοί, οι εκτελέσεις και οι έφοδοι σε εργοστάσια, δημόσιες υπηρεσίες και σπίτια, που τρομοκρατούσαν τον πληθυσμό. Το 1944 η τρομοκρατία των ελληνικών Σωμάτων Ασφαλείας, υπό την εποπτεία ολιγάριθμων Γερμανών αξιωματικών, απέκτησε μαζικές διαστάσεις λαμβάνοντας τη μορφή των περίφημων κατοχικών μπλόκων. Στο στόχαστρο μπήκαν ολόκληρες συνοικίες σε μια λογική συλλογικής ευθύνης για τη δράση των ΕΑΜικών οργανώσεων.

Τα μπλόκα ικανοποιούσαν τις ανάγκες και των δύο συνεργαζόμενων πλευρών. Οι Γερμανοί επιδίωκαν την κάμψη του αντιστασιακού κινήματος με στόχο την όσο το δυνατόν ανενόχλητη αποχώρησή τους από την Αθήνα και παράλληλα την εξασφάλιση εργατικού δυναμικού προς καταναγκαστική εργασία στα γερμανικά εργοστάσια. Παράλληλα η κυβέρνηση Ράλλη επιδίωκε να πλήξει το ΕΑΜικό αντιστασιακό κίνημα, όσο ακόμη είχε την προστασία των γερμανικών δυνάμεων κατοχής, για να αποτρέψει την κατάληψη της εξουσίας από το ΕΑΜ μετά την αποχώρηση των κατακτητών.

Τα μπλόκα διενεργούνταν βάσει πληροφοριών, που συνέλεγε κυρίως η Ειδική Ασφάλεια με την απαγωγή κατοίκων και την απόσπαση πληροφοριών μετά από βασανιστήρια ή την άντληση πληροφοριών από «ειδικούς συνεργάτες», συνήθως ιδιοκτήτες περιπτέρων, κουρείων, μπακάλικων κ.λπ. Η έναρξη των επιχειρήσεων γινόταν πάντα τις πρώτες πρωινές ώρες, για να πιάσουν τους κατοίκους κυριολεκτικά στον ύπνο, με την άφιξη των φορτηγών που μετέφεραν τους άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας και τη διασπορά των δυνάμεων ανά 40 με 50 μέτρα προς σχηματισμό της περιμέτρου του μπλόκου. Μόλις ξημέρωνε ένας αξιωματικός καλούσε με τηλεβόα όλους τους άνδρες ηλικίας άνω των 14 ή 16 ετών να παρουσιαστούν στην κεντρική πλατεία ή άλλο κεντρικό χώρο της συνοικίας, με την απειλή ότι όσοι συλλαμβάνονταν να κρύβονται θα εκτελούνταν επιτόπου. Το καθεστώς πλήρους τρομοκρατίας που επικρατούσε κατά τη διάρκεια των μπλόκων καταγράφεται στην κατάθεση της Σταυρούλας Κ. σε μεταπολεμική δίκη των υπαιτίων για το πρώτο μπλόκο της Αθήνας, που έγινε στις 15 Μαρτίου στην Καλογρέζα:

«Θα μαρτυρήσεις ή όχι;»

Αθηνα 1944. Ανδρες των Ταγματων Ευζωνων κατα τη διαρκεια διανομης συσσιτιου (Αρχειο ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ)«Βγήκα στο δρόμο κ. πρόεδρε και είδα που καίγανε τα μαγαζιά. Μου λέει ένας τσολιάς: “έλα μαζύ μου στο τμήμα” και πήγα. […] Ενας με μαύρα γυαλιά μού λέει: “Μωρή πουτάνα θα μαρτυρήσεις ή όχι;”. Δεν ήξερα τίποτα, τι νάλεγα; Κι’ αυτός: «Μπρος γδύσου». Ερχεται ο Λάμπου και μου σκίζει το φόρεμα με ψαλίδι, ύστερα το κομπινεζόν και τέλος μ’ άφησε γυμνή. Γυρίζει σε κάποιον και του λέει: «Βάρα της». […] Μ’ έδειραν πολύ. Λιποθύμησα και μούριξαν νερό. Με ξανάδειραν. Το σώμα μου έγινε κατάμαυρο».(5)

Μετά τη συγκέντρωση των κατοίκων ακολουθούσε ο έλεγχος των σπιτιών από τους άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας, που σχεδόν πάντα συνοδευόταν από πλιάτσικο. Στη συνέχεια αναλάμβαναν δράση οι γνωστοί κουκουλοφόροι που κατέδιδαν μέλη των ΕΑΜικών οργανώσεων. Ο Τζώρτζης Μαράτος περιγράφει την απάνθρωπη αυτή δοκιμασία κατά τη διάρκεια του μπλόκου στου Ζωγράφου:

«Κατά τις έντεκα φάνηκε ένα γερμανικό αυτοκίνητο με Γερμανούς και Ελληνες αξιωματικούς και κάποιον που φορούσε στο κεφάλι μια μαύρη κουκούλα. Και άρχισε η επιθεώρηση. Μπροστά πήγαινε αυτός με την κουκούλα, για να μην αναγνωρίζεται, και με δύο τρύπες στα μάτια για να βλέπει. Νεκρική σιγή [...] Κάποια στιγμή σηκώνει το δάκτυλο και δείχνει τον Νίκο, τον κουρέα. Ολοι ξέραμε ότι ήταν ΕΑΜίτης. Κρύος ιδρώτας μάς έλουσε. Αμέσως τον πιάνουν δύο και τον πάνε στην άκρη. Πιο πέρα δείχνει τον κύριο Ιωάννου, τον δικηγόρο. Επειτα τον κύριο Αγησίλαο, τον δάσκαλο του δημοτικού. Ερχεται κοντά μας, και μου φαίνεται ότι αναγνωρίζω τον παραγιό που δούλευε στο φούρνο του Πανταζόπουλου. Σαν αστραπή πέρασε από το μυαλό μου η ιδέα ότι μπορεί να του είχα πει καμία άσχημη κουβέντα όταν μου ζύγιζε το ψωμί».(6)

Μετά τη διαδικασία εντοπισμού των μελών των EAMικών οργανώσεων, ακολουθούσε η επιτόπου εκτέλεσή τους, υπό τα βλέμματα των υπόλοιπων συγκεντρωμένων. Ο Γιάννης Γκούτας θυμάται τη σκηνή της εκτέλεσης των πρώτων πέντε ατόμων κατά τη διάρκεια του μπλόκου στον Βύρωνα, στις 7 Αυγούστου του 1944:

Παιδιά στημένα για εκτέλεση

«Βλέπω πέντε νέα παιδιά στημένα για εκτέλεση λίγα μέτρα μπροστά από εμάς! […] Ζούμε μια αφάνταστα τραγική κατάσταση, μια κατάσταση αλλοφροσύνης. Στημένα μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα […] τα παιδιά αυτά έφτασαν σε τέλεια απόγνωση. […] Παρακαλούν, κλαίνε, γονατίζουν, προσεύχονται, φωνάζουν μ’ όση δύναμη τους απόμεινε πως είναι αθώα. […] Δόθηκε το πρόσταγμα […] και με μια ομοβροντία και τα πέντε παλικάρια έπεσαν αιμόφυρτοι. […] Υστερα απ’ το μακελειό, Γερμανοί και τσολιάδες, αδελφωμένοι, κάνουν βόλτες δίπλα στα πτώματα και συζητούν σαν να μην έγινε τίποτα!».(7)

Μετά τις εκτελέσεις οι συγκεντρωμένοι σχημάτιζαν μεγάλες φάλαγγες περνώντας από κεντρικούς δρόμους της συνοικίας προς παραδειγματισμό των υπολοίπων κατοίκων και οδηγούνταν στα τοπικά αστυνομικά τμήματα όπου, μετά από διαλογή, άλλοι οδηγούνταν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Χαϊδαρίου και από εκεί με τρένα στα εργοστάσια της Γερμανίας και άλλοι στις φυλακές της Χωροφυλακής.

Η γεωγραφία των μπλόκων αντανακλά τις κύριες εστίες ανάπτυξης του EAMικού αντιστασιακού κινήματος. Ολα τα μεγάλα μπλόκα πραγματοποιήθηκαν σε προσφυγικές και παράλληλα εργατικές συνοικίες το καλοκαίρι 1944: σε Νέα Ιωνία, Γούβα, Περιστέρι, Βύρωνα, Κατσιπόδι (Δάφνη), Δουργούτι (Νέος Κόσμος), Νέα Σμύρνη, Κοκκινιά και Καλλιθέα, σε διάστημα μόλις δύο μηνών συνελήφθηκαν περίπου 10.500, από τα οποία περίπου 2.500 στάλθηκαν στη Γερμανία προς καταναγκαστική εργασία και εκτελέστηκαν επιτόπου περίπου 430 άτομα.

Η τραυματική εμπειρία των κατοχικών μπλόκων έπληξε ανεπανόρθωτα την κοινωνική συνοχή. Ηταν η εμπειρία, που από κοινού με αυτή των μαζικών εκτελέσεων, των βασανιστηρίων, της μαύρης αγοράς και του λιμού, προκάλεσαν έναν βαθύ διχασμό στη βάση της ελληνικής κοινωνίας. Οι προϋποθέσεις για την εκδήλωση της ένοπλης σύγκρουσης του Δεκέμβρη και αργότερα του Εμφυλίου είχαν τεθεί πολύ πριν από την αιματηρή καταστολή του EAMικού συλλαλητηρίου της 3ης Δεκεμβρίου στην πλατεία Συντάγματος.

………………………………………

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Το Μηχανοκίνητο Τμήμα της Αστυνομίας Πόλεων ιδρύθηκε τον Μάιο του 1939 από τον δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά με επικεφαλής τον αστυνόμο Νίκο Μπουραντά. Υπήρξε η μοναδική υπηρεσία της Αστυνομίας Πόλεων που επέδειξε έντονη αντικομμουνιστική δράση κατά την περίοδο της Κατοχής στην Αθήνα. Για τη δράση του βλέπε, Αλέξανδρος Αυδής, «Οι Μπουραντάδες», Αθήνα, Νέα Θέσις, 2006.
2. Οι οργανώσεις αντικατασκοπίας «ΜΠΟΥΝΤ» και «3.000» είχαν συσταθεί από τις αρχές κατοχής και στελεχωθεί κυρίως από Ελληνες, με στόχο τη συγκέντρωση πληροφοριών για τη δράση των αντιστασιακών οργανώσεων. Κεντρικό ρόλο στην οργάνωση «3.000» διαδραμάτισε ο γιος του διευθυντή Ασφαλείας του υπουργείου Εσωτερικών, υποστράτηγου Χωροφυλακής Στυλιανού Παπαγρηγοράκη, ο οποίος υπηρετούσε ως ανθυπομοίραρχος στην Ειδική Ασφάλεια, εφημερίδες «Ελευθερία», 5 Νοεμβρίου 1946 και «Ριζοσπάστης», 12 Αυγούστου 1947.
3. Η Διεύθυνση Ειδικής Ασφαλείας της Χωροφυλακής είχε συσταθεί τον Φεβρουάριο του 1929 από την κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου με στόχο την προάσπιση του κοινωνικού καθεστώτος, «Εφημερίδα της Κυβερνήσεως», τεύχος Α, 21 Φεβρουαρίου 1929.
4. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Μικρές Συλλογές Κ 163, «Κατάστασις απολύτως αποδεδειγμένων κομμουνιστών εδρευόντων εν τω Β΄ Στρατ. Νοσοκομείω (Μονή Πετράκη)» και «Κατάστασις εμφαίνουσα κομμουνιστικά στελέχη του Γ΄ Στρατ. Νοσοκομείου (Αμπελόκηποι)».
5. Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 10 Νοεμβρίου 1946.
6. Τζώρτζης Μαράτος, «Ο κόκκινος σταυρός», Αθήνα, Εστία, 2004, σ. 62.
7. Γιάννης Γκούτας, «Υπό συνθήκες σκλαβιάς. Το χρονικό μιας ομηρίας», Αθήνα, Ωμέγα, 2005, σσ. 23-24.

………………………………………

Ποιος είναι

Ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης είναι οικονομολόγος και διδάκτορας Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η διδακτορική του διατριβή εκδόθηκε με τίτλο: «Η Εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα», εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2012