Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λαϊκή Αυτοδιοίκηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λαϊκή Αυτοδιοίκηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 17 Αυγούστου 2014

Μεταξύ εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και επανάστασης, η εμπειρία της λαϊκής εξουσίας στην Ελεύθερη Ελλάδα

του Νάσου Ηλιόπουλου
1. Η Λαϊκή Εξουσία στην Ελεύθερη Ελλάδα
Η Λαϊκή Εξουσία αποτελεί ακριβώς την μορφή που πήρε η ηγεμονία των πιο προωθημένων στοιχείων του κινήματος στο εσωτερικό του αντιστασιακού αγώνα. Η κεντρική σημασία της Λαϊκής Εξουσίας τονίζεται στην εισήγηση της 10ης ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ τον Γενάρη του 1944. Μια πραγματικότητα που αγκαλιάζει «τα 2/3 της χώρας» που «ζουν με καθεστώς τοπικής αυτοδιοίκησης από λαϊκά όργανα»[1]: «Γεννιέται το κράτος του Λαού. ... Στις ανταρτοκρατούμενες περιοχές καταρρέει το κράτος των Ράλληδων. Διαλύεται το κράτος που ο λαός μας δεν το γνώρισε παρά σαν κράτος δικτατόρων, κινηματιών, ιδιωνύμων, φασιστών, … Ο λαός με λαϊκές επιτροπές βγαλμένες από λαϊκές συνελεύσεις αναλαμβάνει όλες τις διοικητικές, πολιτικές, δικαστικές, εκπαιδευτικές και εκπολιτιστικές λειτουργίες και αρχίζει όσο είναι δυνατόν ο δημοκρατικός μετασχηματισμός της νεοελληνικής κοινωνίας. … Αυτά τα νεογέννητα λαϊκά όργανα εξουσίας απ' αυτή τους τη φύση τείνουν να συνενωθούν σ' ένα κεντρικό αντιπροσωπευτικό και εκτελεστικό όργανο για να δημιουργηθεί κεντρική εξουσία του λαού.»[2]     
Οι θεσμοί της Λαϊκής Εξουσίας, δηλαδή η Λαϊκή Αυτοδιοίκηση (Λ.Α.) και η Λαϊκή Δικαιοσύνη (Λ.Δ.), αναγνωρίζονται από την ΠΕΕΑ τον Μάη του 1944[3], με τις πράξεις 55 και 57 που αναφέρονται στον κώδικα Τοπικής Αυτοδιοίκησης και Λαϊκής δικαιοσύνης αντίστοιχα[4].  Οι θεσμοί λαϊκής εξουσίας θανατώθηκαν ουσιαστικά με την ήττα του ΕΑΜικού κινήματος και τυπικά με την 58422 Εγκύκλιο της 1.12.44 του υπουργείου δικαιοσύνης της κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου[5]. Οι δύο θεσμοί λαϊκής εξουσίας ήρθαν στη ζωή μέσα από τις εντολές και την εγκύκλιο του ΕΑΜ τον Δεκέμβρη του 1942[6].   
1.1 Δομή της Λαϊκής Εξουσίας
Κυρίαρχο όργανο και κύτταρο της Λαϊκής Εξουσίας ήταν η Γενική Συνέλευση (Γ.Σ.). Η Γ.Σ. γινότανε υποχρεωτικά μια φορά τον μήνα ενώ μπορούσε να συγκληθεί και σε έκτακτες περιστάσεις: «Στη γενική Συνέλευση θα γινότανε ο απολογισμός όλων των Επιτροπών. Και του Λ. Δικαστηρίου. Ο Λαός θα επικύρωνε ή όχι. Επικύρωση του έργου σήμαινε και έγκριση να παραμείνουν οι ίδιοι στις Επιτροπές. Η Γ. Συνέλευση έπαιρνε αποφάσεις πάνω στα προβλήματα του χωριού. Ανακαλούσε ένα μέλος μιας επιτροπής ή όλη την Επιτροπή κι ανάδειχνε άλλους. Έτσι τα μέλη των Επιτροπών ασκούνε το λειτούργημα τους κάτω από το διαρκή έλεγχο και τη διαρκή ανανέωση της εμπιστοσύνης του χωριού»[7]. Οι μόνες αποφάσεις που δεν μπορούσε να ακυρώσει ήταν αυτές των Λ.Δ.[8].
Το πρώτο όργανο που εξέλεγε η Γ.Σ. ήταν η πενταμελής Επιτροπή Λαϊκής Αυτοδιοίκησης[9].   Επιτροπές Λ. Α. συγκροτήθηκαν και σε τομεακό επίπεδο[10]. Μετά την εκλογή της η Επιτροπή Λ.Α.: «Εκλέγει τον πρόεδρο. Καταμερίζει τους τομείς της δουλείας της ανάμεσα στα άλλα τέσσερα μέλη της. Καθένα από αυτά θα είναι επικεφαλής αντίστοιχης Υποεπιτροπής, που συγκροτείται από αυτόν και άλλους δύο κατοίκους του χωριού, που εκλέγονται επίσης.  Έτσι συγκροτούνται οι παρακάτω εξαρτημένες άμεσα από την Επιτροπή Λαϊκής Αυτοδιοίκησης Υποεπιτροπές: Επισιτιστική, Σχολική, Εκκλησιαστική και Λαϊκής Ασφάλειας»[11].
Η συμμετοχή σε κάποιο όργανο της Λαϊκής Εξουσίας, ειδικά στην πρώτη φάση, δεν συνεπαγότανε οποιαδήποτε μορφή μισθού: «Αν η άσκηση της Λαϊκής Εξουσίας μετατραπεί σ’ επάγγελμα βιοποριστικό, η Λαϊκή Εξουσία πέθανε!»[12]. Ενώ και αργότερα υιοθετήθηκε για κάποιες λειτουργίες μια μικρή αποζημίωση.  
Η Λαϊκή Δικαιοσύνη θεσμοθετείται με την δεύτερη θέση της Εγκυκλίου: «Καθορίζονταν, ότι με το Λαϊκό Δικαστήριο η Δικαστική Εξουσία περνούσε στα χέρια του Λαού και γινότανε Λαϊκή. Η Λ. Δικαιοσύνη θ' απονέμονταν από το Λαό και για αυτόν»[13]. Η συγκρότηση του Λ.Δ. γινότανε «... ή από τα πέντε μέλη της Επιτροπής Λαϊκής Αυτοδιοίκησης ή από τον πρόεδρο της τελευταίας σαν πρόεδρο του και άλλα 4 μέλη εκλεγμένα από τη συνέλευση του χωριού.»[14].
 Το  «μέτρο απονομής»  της Λ.Δ. καθορίστηκε ως εξής :
    1. ότι δεν μπορεί να είναι ο παλιός νόμος …
    2. Το Λ. Δικαστήριο θα μορφώνει γνώμη για το που βρίσκεται το δίκιο και θα το επιδικάζει με βάση:
    α. την εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των όσων υποστηρίζουν οι αντίδικοι …
    β. την αντίληψη για το δίκιο της κάθε δοσμένης περίπτωσης που επικρατεί στην Κοινή Γνώμη του χωριού. ...
    γ. τη δική τους προσωπική αντίληψη που θα έχουνε για την κάθε περίπτωση που θα δικάζουνε τα ίδια μέλη του Λαϊκού Δικαστηρίου …
   3. Οι Λαϊκοί Δικαστές θα αποφαίνονται στην κάθε περίπτωση “κατά συνείδηση”... και στη βάση της “διαλεκτικής Λογικής”...»[15].
Ένα κρίσιμο ζήτημα που έπρεπε να λυθεί είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Λαϊκός δικαστής θα μπορούσε να αισθάνεται ότι έχει ένα οδηγό για τις αποφάσεις του και άρα κάθε μέλος της κοινότητας να μην φοβάται να αναλάβει αυτήν την θέση ευθύνης, πιστεύοντας ότι δεν μπορεί να αντεπεξέλθει και ότι αυτή του η ανεπάρκεια θα τον οδηγήσει σε λαθεμένες κρίσης. Μία πρώτη απάντηση σε αυτό το πρόβλημα ήταν και η «διαλεκτική λογική»[16].
Παράλληλα η εισήγηση πρότεινε να συμμετέχει στην δίκη χωρίς ψήφο, αλλά συμβουλευτικά ο Υπεύθυνος του ΕΑΜ για να μπορεί να καθοδηγεί την διαδικασία επισημαίνοντας τα κρίσιμα σημεία[17].  Πρέπει να τονιστεί όμως ότι το Λαϊκό Δίκαιο ήταν καταγεγραμμένο και μάλιστα με την βοήθεια πανεπιστημιακών και επιφανών δικηγόρων[18]. Το γεγονός όμως ότι η απόδοση της δικαιοσύνης στηρίζεται στον λαϊκό δικαστή και στην ευθυκρισία του, με ταυτόχρονη απαγόρευση συμμετοχής στους δικηγόρους[19], αποτελεί άλλη μια όψη λαϊκής ηγεμονίας ενάντια στους μικροαστούς διανοούμενους. Θεμελιώδης δικονομική αρχή του Λαϊκού Δικαστηρίου γίνεται ο συμβιβασμός[20]. Παράλληλα δημιουργήθηκαν Τομεακά Λαϊκά Δικαστήρια για την εκδίκαση των εφέσεων κατά των πρωτοβάθμιων αποφάσεων των Λ.Δ.[21] Τέλος πρέπει να τονιστεί ότι η απονομή της Λ.Δ. ήτανε δωρεάν[22].    
1.2 Ο Λαϊκός Στρατός ως στήριγμα και προϋπόθεση της ύπαρξης της Λαϊκής Εξουσίας
Ολόκληρη η πραγματικότητα της ελεύθερης Ελλάδας που περιγράψαμε παραπάνω δεν θα μπορούσε να αναπτυχθεί χωρίς τον Εθνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό. Ο ΕΛΑΣ δεν ήταν άλλος ένας στρατός, με την δομή και τις λειτουργίες δηλαδή των αστικών στρατών. Ολόκληρη η λειτουργία και η δομή του ΕΛΑΣ έδειχναν ότι ήταν ένας πραγματικά λαϊκός στρατός.
Η 10η ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ τον Γενάρη του 1944 μεταξύ άλλων αναφέρεται και στη φύση και τη λειτουργία του ΕΛΑΣ: «Ταυτόχρονα το αγωνιζόμενο έθνος αποκτάει και δικό του στρατό. Ο ΕΛΑΣ είναι απ' τη σύνθεση, το χαρακτήρα και τον προορισμό του, ο καινούργιος εθνικός στρατός του Λαού. Λαογέννητος και λαοδημιούργητος στρατός κληρονομεί και συνεχίζει όλες τις καλές εθνικοαπελευθερωτικές αντιφασιστικές παραδόσεις του παλιού στρατού του Αλβανικού Μετώπου, μα είναι απαλλαγμένος απ' την κηδεμονία και την επιρροή της πλουτοκρατίας και των φασιστών εκπροσώπων της. Είναι στρατός του Λαού. Σε συνελεύσεις των μονάδων του οι ένοπλοι πολίτες συζητούν και εξετάζουν όλα τα ζητήματα που έχουν σχέση με τον στρατό και με την χώρα, εξόν από τα καθαρώς στρατιωτικά πολεμικά ζητήματα που είναι δικαίωμα των διοικήσεων, ωσότου εκτελεστούν οπότε περνούν απ' τον έλεγχο των συνελεύσεων. Αυτή η δημοκρατία του στρατού ενώ δυναμώνει την στρατιωτική πειθαρχία και την κάνει συνειδητή, διατηρεί και τονώνει το λαϊκό χαρακτήρα και το λαϊκό προορισμό του ΕΛΑΣ που είναι η εθνική απελευθέρωση και η εξασφάλιση της κυριαρχίας του Λαού.»[23]   
Η ύπαρξη και η λειτουργία δημοκρατικών διαδικασιών, όπως οι συνελεύσεις στο εσωτερικό του Λαϊκού Στρατού αποτελεί μια ξεκάθαρη τομή σε σχέση με την αντιδημοκρατική και σκληρά ιεραρχική λειτουργία των αστικών στρατών. Ο ΕΛΑΣ δεν έγινε ποτέ ένας τυπικός στρατός: «Ακόμα και η αναλογία τακτικών αξιωματικών και ανταρτών διατηρήθηκε στο επίπεδο του 1 προς 180, όταν σε άλλες αντιστασιακές οργανώσεις ήταν 1 προς 5. Στην ίδια τη διοίκηση του υπήρχε τόσο ο πολιτικός έλεγχος, όσο και η στρατιωτική λειτουργία, συνδεδεμένη με τη λαϊκή συναισθηματική προσήλωση προς των αρχηγό όπως αυτός εκφραζόταν στο πρόσωπο του καπετάνιου. Αυτός ήταν που θα διασφάλιζε τον λαϊκό χαρακτήρα της οργάνωσης, θα εξασφάλιζε την ψυχική και σωματική ευεξία των ανταρτών και θα ανέπτυσσε μια σχέση συναισθηματικής προσήλωσης προς τις απαιτήσεις του αγώνα, ενώ ο πολιτικός επίτροπος θα αναβάθμιζε το πολιτικό επίπεδο των μαχητών και ο στρατιωτικός ηγέτης θα επιφορτιζόταν με τα καθ' εαυτό στρατιωτικά καθήκοντα.»[24]
2. Εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας και επανάσταση

Με την απόφαση της 8ης ολομέλειας της Κ.Ε. του ΚΚΕ τον Γενάρη του 1942, το σύνθημα της «Λαϊκής Δημοκρατίας»[25] εμφανίζεται ως η κεντρική πρόταση του κόμματος για την πολιτική κατάσταση μετά την απελευθέρωση. Η «Λαϊκή Δημοκρατία» αποτελεί σύμφωνα με την ανάλυση του ΚΚΕ, ένα απαραίτητο στάδιο για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στην Ελλάδα, η οποία δεν έχει ολοκληρώσει ακόμα τον αστικοδημοκρατικό μετασχηματισμό. Η συγκεκριμένη οπτική, σύμφωνη με την κεντρική κατεύθυνση του κόμματος ήδη από το 1934, εμφανίζεται καθαρά στην πανελλαδική συνδιάσκεψη τον Δεκέμβρη του 1942, όπου μαζί με την παρουσίαση του πολιτικού προγράμματος του ΚΚΕ για μετά την απελευθέρωση[26], αναλύεται ο στόχος της Λαϊκής Δημοκρατίας[27]. Στη βάση του συγκεκριμένου πλαισίου το ΚΚΕ διεξήγαγε και μέσα στην περίοδο της κατοχής[28] πολιτική κριτική στα  «διάφορα σοσιαλιστικά κηρύγματα»[29].
Ένα κρίσιμο ερώτημα που έχουμε να απαντήσουμε είναι το κατά ποσό η εμπειρία της ελεύθερης Ελλάδας ερμηνεύεται από το θεωρητικό πλαίσιο της «ολοκλήρωσης της αστικοδημοκρατικής επανάστασης». Αρχικά θα σταθούμε σε ένα απόσπασμα του Μαρξ σχετικά με την Παρισινή Κομμούνα του 1871: «Η Κομμούνα σχηματιζόταν από τους δημοτικούς συμβούλους που είχαν εκλεγεί με βάση το γενικό εκλογικό δικαίωμα στα διάφορα διαμερίσματα του Παρισιού. Ήταν υπεύθυνοι και μπορούσαν να ανακληθούν σ' οποιαδήποτε στιγμή. ... Η Κομμούνα δεν επρόκειτο να είναι ένα κοινοβουλευτικό αλλά ένα εργαζόμενο σώμα, εκτελεστικό και νομοθετικό ταυτόχρονα. Η αστυνομία, που ως τότε ήταν όργανο της κεντρικής κυβέρνησης, απογυμνώθηκε αμέσως από όλες τις πολιτικές της ιδιότητες και μετατράπηκε σε όργανο της Κομμούνας, που μπορούσε να ανακληθεί σε οποιαδήποτε στιγμή. Το ίδιο έγινε και με τους δημόσιους υπαλλήλους σε όλους τους κλάδους της διοίκησης. Από τα μέλη της Κομμούνας  ως τους κατώτερους υπαλλήλους η δημόσια υπηρεσία έπρεπε να αμείβεται με εργατικούς μισθούς. Όλα τα αποχτημένα δικαιώματα και οι επιχορηγήσεις για έξοδα παραστάσεως στους ανώτερους αξιωματούχους του κράτους καταργήθηκαν μαζί με τους ίδιους τους αξιωματούχους. Οι δημόσιες θέσεις έπαψαν να είναι ατομική ιδιοκτησία των βοηθών της κεντρικής κυβέρνησης. Όχι μόνο η διοίκηση του δήμου, μα και όλα τα καθήκοντα που ως τότε εξασκούσε το κράτος, πέρασαν στα χέρια της Κομμούνας. ... Οι δικαστικοί λειτουργοί χάσανε εκείνη την φαινομενική ανεξαρτησία τους, που χρησίμευε μόνο και μόνο για να σκεπάζει τη χαμερπή τους υποταγή σε όλες τις αλληλοδιάδοχες κυβερνήσεις στις οποίες έδιναν με τη σειρά όρκο πίστης και τον αθετούσαν κάθε φορά. Όπως όλοι οι άλλοι δημόσιοι υπάλληλοι, έπρεπε στο εξής και αυτοί να εκλέγονται, να είναι υπεύθυνοι και να μπορούν να ανακληθούν»[30].
Για τον Μαρξ η Κομμούνα ήταν «μια κυβέρνηση της εργατικής τάξης»[31] η οποία «τσακίζει τη σύγχρονη κρατική εξουσία»[32]. Η σημασία της εμπειρίας της Παρισινής Κομμούνας επανέρχεται στο έργο του Λένιν, τόσο σε θεωρητικό επίπεδο στο «Κράτος και επανάσταση», αλλά και σε επίπεδο πολιτικής πρακτικής, ήδη από τον Απρίλη του 1917 όταν υποστήριζε τη σοβιετική εξουσία: «Η εξουσία αυτή είναι εντελώς διαφορετικού είδους από την εξουσία που υπάρχει γενικά στην κοινοβουλευτική αστική δημοκρατία του συνηθισμένου ως τα σήμερα τύπου … Η εξουσία αυτή είναι εξουσία ίδιου τύπου με την Κομμούνα του Παρισιού του 1871.»[33]     
Η εμπειρία της Λαϊκής Εξουσίας στην Ελεύθερη Ελλάδα μας παρέχει την δυνατότητα να αμφισβητήσουμε τη λογική μιας γραμμικής εξέλιξης με βάση «στάδια» που ορίζονται από την «ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων». Αντιθέτως, το ιστορικό αποτέλεσμα περιέχει τομές και ασυνέχειες με βάση τα αποτελέσματα των συγκρούσεων στους κόμβους που διαγράφει η συγκυρία. Όταν αναφερόμαστε σε κόμβους εννοούμε την με κάθε φορά μοναδικό τρόπο συμπύκνωση των αντιθέσεων, ως αστάθμητο αποτέλεσμα της κοινωνικής σύγκρουσης (δηλαδή της πάλης των τάξεων).   Συγκρούσεις που μπορούν να δημιουργούν, να μετασχηματίζουν ή να κλείνουν δρόμους και ενδεχόμενα στην κοινωνική κίνηση.   
Η πρακτική του ΚΚΕ και του ΕΑΜ στην οργάνωση του λαού κατά την διάρκεια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα ερχόταν έμπρακτα σε ρήξη με την στρατηγική των σταδίων. Μία ρήξη όμως αντιφατική και χωρίς πλήρη συνείδηση. Μπορεί η λέξη ηγεμονία να μην χρησιμοποιείται από τους αγωνιστές του ΚΚΕ και η απόφαση της 6ης ολομέλειας του 34 μαζί με το σύνθημα για Λαϊκή Δημοκρατία να μην αμφισβητείται σε κάποιο κείμενο, παρόλα αυτά η γραμμή μαζών που εφάρμοσε το ΚΚΕ μπορεί να αναλυθεί πολύ καλύτερα μέσα στο πλαίσιο που ορίζει η έννοια της Ηγεμονίας. Στο απόσπασμα 52 του Τετραδίου 8 στα γραπτά του κατά την διάρκεια της φυλάκισης του ο Γκράμσι αναφέρει ότι «ο πόλεμος θέσεων στην πολιτική είναι η έννοια της ηγεμονίας»[34]. Για την διεξαγωγή του «πολέμου θέσεων» πρέπει να υπάρχουν κάποιες προϋποθέσεις όπως «η ύπαρξη μεγάλων σύγχρονων λαϊκών οργανώσεων που αποτελούν τα χαρακώματα και τις οχυρώσεις του πολέμου θέσεων»[35].
Ο «πόλεμος θέσεων» έρχεται να συμπληρώσει, αλλά σε καμία περίπτωση να καταργήσει, τον «πόλεμο ελιγμών» (ή «πόλεμο κινήσεων»), που αντιπροσωπεύει την στιγμή που η ταξική αντιπαράθεση λαμβάνει μορφές συνολικής σύγκρουσης: «ο πόλεμος των κινήσεων γίνεται όλο και περισσότερο πόλεμος θέσεων και μπορούμε να πούμε ότι ένα κράτος κερδίζει ένα πόλεμο στο βαθμό που τον προετοιμάζει λεπτομερειακά και τεχνικά στον καιρό της ειρήνης. Η ογκώδης δομή των σύγχρονων δημοκρατιών, τόσο σαν κρατικές οργανώσεις όσο και σα σύνολα ενώσεων στη ζωή των πολιτών αποτελεί για την πολιτική τέχνη ότι και τα “χαρακώματα” και οι μόνιμες οχυρώσεις του μετώπου στον πόλεμο θέσεων: κάνουν απλώς “μερικό” το στοιχείο της κίνησης που προηγούμενα ήταν “όλος” ο πόλεμος, κτλ.»[36]
Το ΚΚΕ υπηρέτησε ακριβώς την παραπάνω λογική ηγεμονικής στρατηγικής, δημιουργώντας σε όλη την χώρα τις «μεγάλες λαϊκές οργανώσεις» που αποτελούσαν «τα χαρακώματα και τις οχυρώσεις» ενός «πολέμου θέσεων» που η τεράστια δύναμη του ΕΛΑΣ μπορούσε την κρίσιμη στιγμή να τον μετατρέψει σε «πόλεμο ελιγμών». Με βάση τα παραπάνω δύσκολα μπορεί κάποιος να αρνηθεί ότι στην Ελεύθερη Ελλάδα συντελέστηκαν κοινωνικοί μετασχηματισμοί που προχώραγαν πολύ πιο μακριά από την ολοκλήρωση αστικοδημοκρατικών καθηκόντων. Μετασχηματισμοί που έβαζαν τις βάσεις για την ύπαρξη μιας εντελώς διαφορετικής κρατικής συγκρότησης, μετασχηματισμοί ως εκ τούτου επαναστατικοί. Με αυτήν την έννοια πιστεύουμε ότι ήταν η ίδια η πάλη των τάξεων και η απώλεια της ηγεμονίας του αστικού κόσμου που ανάγκασε το αστικό στρατόπεδο να διαλέξει τον «πόλεμο ελιγμών» από έναν «πόλεμο θέσεων». Η ανάγνωση της συγκυρίας έδειχνε ότι η πρωτοβουλία είχε περάσει στα χέρια του λαϊκού κινήματος, γεννώντας έτσι μια συνολική αμφισβήτηση των αστικών μορφών κυριαρχίας στο εσωτερικό του Ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού.  
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια η επιλογή της συνολικής σύγκρουσης από την μεριά του αστικού πολιτικού κόσμου, του «πολέμου ελιγμών» δηλαδή, φαινόταν προτιμότερη από ένα «πόλεμο θέσεων» που θα διεξαγόταν απέναντι σε μια αντίπαλη «οχύρωση» πολύ πιο αναπτυγμένη και με τεράστιες «εφεδρείες». Όπως είχε παρατηρήσει ο Μαρξ για την στάση των αστών απέναντι στην κομμούνα ήταν η επιλογή «της άρχουσας τάξης να πνίξει την επανάσταση με έναν εμφύλιο πόλεμο…»[37].         

[1]   Ζευγού Γ., εισήγηση στην 10η Ολομέλεια της Κεντρικής επιτροπής του ΚΚΕ, Γενάρης 1944, στο: Το ΚΚΕ, επίσημα κείμενα, τομ. 5 (1940-1945), Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 1981, σ. 372-373.
[2]   Ό.π., σ. 351.
[3]   Μπέικος Γ., Η λαϊκή εξουσία στην Ελεύθερη Ελλάδα, Αθήνα: Θεμέλιο, 1979, τομ. 1, σ. 9-10.                   
[4]   Μπέικος Γ., Η λαϊκή εξουσία στην Ελεύθερη Ελλάδα, Αθήνα: Θεμέλιο, 1979, τομ. 2, σ. 487.
[5]   Ό.π., τομ. 1, σ. 37.
[6]   Ό.π., τομ. 2, σ. 11, σ. 14, σ. 20-21.
[7]  Ό.π., τομ. 2, σ. 52-53.
[8]  Ό.π. σ. 54.  
[9]  Ό.π. σ.23.
[10] Ό.π. σ. 54.   
[11] Ό.π. , σ.61.
[12] Ό.π., σ. 51.          
[13] Ό.π., σ. 27.
[14] Ό.π., σ. 33.
[15] Ό.π., σ. 29.
[16]  Σύμφωνα με αυτή ο πρώτος κανόνας που έπρεπε να εφοδιάσουν τον Λαϊκό Δικαστή είναι «... να μην του δέσουμε το μυαλό με τύπους και νόμους. Φτάνει να του λέμε πάντα: η κάθε υπόθεση είναι ξεχωριστή περίπτωση σαν το κάθε ξεχωριστό λιθάρι που παίρνεις να βάλεις στον τοίχο που κτίζεις. Το λιθάρι έχει, λένε οι κτίστες, εφτά πρόσωπα. Θα τα δοκιμάσεις και τα εφτά. Μη βιαστείς. Για να βρεις πιο κάνει καλύτερα στη μεριά που θέλεις. Και η κάθε υπόθεση θα έχει εφτά πρόσωπα. Εφτά δίκαιες λύσεις φαινομενικά. Θα τις εξετάσεις και τις εφτά, φέρνοντας την υπόθεση πολλές φορές, σα λιθάρι, στα χέρια σου γύρα, ώσπου να βρεις ποια είναι η δίκαιη». Ό.π., σ. 31.
[17] Ό.π., σ. 32.
[18] Ζέπος Δ., Λαϊκή Δικαιοσύνη, Αθήνα 1986, βιβλίο που διδασκόταν στη Νομική μέχρι και τη δεκαετία του 1960.
[19] «1. Δεν είχανε θέση εκεί, αφού νόμος δεν υπήρχε και πάνω σ' αυτόν να “αγορέψουνε”...
      2. Τα επαγγελματικά του βιώματα δε θα τους επιτρέπανε να μη μας ανακατεύουν παλιούς νόμους και διατάγματα ... Και να δημιουργούν έτσι εντυπώσεις σε βάρος του ανίδεου περί τα νομικά Λ. Δικαστή και σε τελευταία ανάλυση να κλονίζουν, και άθελα τους τι κύρος του Λ. Δικαστηρίου.» Μπέικος, Ό.π., σ.45-46.
[20] «Πριν προχωρήσει στη διαδικασία επ' ακροατηρίω το Λ.Δ. έπρεπε να εξαντλήσει κάθε προσπάθεια συμβιβασμού των αντιδίκων … Δεν έμεναν ψυχρότητες και έχθρες, προάγονταν η ενότητα του χωριού και ανέβαινε το κύρος του Λ. Δικαστηρίου όχι σαν τιμωρού, μα σαν διαιτητή» Ό.π., σ. 42-43.
[21] Ό.π., σ. 49.
[22]  Ό.π., σ. 48.
[23] Ζευγού, ό.π., σ. 350.
[24] Μιχάλης Π. Λυμπεράτος, Οι οργανώσεις της Αντίστασης, στο:  σ. 14.
[25] Κεντρική επιτροπή του ΚΚΕ, απόφαση της 8ης ολομέλειας, στο: Το ΚΚΕ, επίσημα κείμενα, τομ. 5 (1940-1945), Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή ,  σ. 66.
[26] «Η συγκρότηση προσωρινής κυβέρνησης από τα κόμματα και οργανώσεις που αγωνίζονται σύμφωνα με τους σκοπούς του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου αμέσως μετά το διώξιμο του ξένου καταχτητή, η οποία θα αποκαταστήσει τις λαϊκές ελευθερίες, θα ενεργήσει ελεύθερο δημοψήφισμα για την λύση του πολιτειακού ζητήματος και εκλογές συντακτικής εθνοσυνέλευσης με το αναλογικό εκλογικό σύστημα, αποτελεί τον πιο σωστό τρόπο λύσης του εσωτερικού ζητήματος και εξυπηρετεί τα συμφέροντα της χώρας και του Ελληνικού λαού.» Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδας, ό.π., σ. 91-92.
[27]  «... με το περιεχόμενο που δίνει σ' αυτή η 6η ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ του Γενάρη του 1934 και που ... αποτελεί σταθμό για την προοδευτική εκμηδένιση των εμποδίων στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων του τόπου, το γρήγορο πέρασμα στο σοσιαλιστικό δρόμο παραγωγής και την ολοκληρωτική απαλλαγή του ελληνικού λαού από κάθε είδους οικονομικό ζυγό», ό.π., σ. 92.
[28]  Το ζήτημα της πολιτικής κατεύθυνσης που είχε χαράξει η απόφαση της 6ης ολομέλειας της Κ.Ε. τον Γενάρη του 1934 είχε βέβαια από τότε φέρει σημαντικές πολιτικές συγκρούσεις με χαρακτηριστικότερη αυτή με τον πρώτο γραμματέα (1924-1926) του ΚΚΕ Παντελή Πουλιόπουλο. Η βασική κριτική του Π. Πουλιόπουλου στην στροφή του ΚΚΕ βρίσκεται στο βιβλίο του «Δημοκρατική ή Σοσιαλιστική Επανάσταση στην Ελλάδα;».     
[29] «Το βιβλιαράκι τούτο απαντά στα ακόλουθα ερωτήματα: Ανταποκρίνονται στην Ελληνική πραγματικότητα, τα διάφορα σοσιαλιστικά κηρύγματα που ακούμε τελευταία; Σε πιο στάδιο εξέλιξης βρίσκεται η Ελλάδα;», Προγραμματική διακήρυξη του ΚΚΕ, Λαοκρατία και σοσιαλισμός, ό.π., σ. 113.
[30]  Μαρξ Κ., Ο εμφύλιος πόλεμος στην Γαλλία, Αθήνα: Στοχαστής, 2001, σ. 79-80.
[31]  Ό.π., σ. 83.
[32]  Ό.π., σ. 81.
[33]  Λένιν Β.Ι., γράμματα από μακριά, Αθήνα: Οδυσσέας, 1975, σ. 76.
[34]  Κριστιν Μπυσι – Γκλυκσμαν, Ο Γκράμσι και το κράτος, μετφ. Π.Δ. Καστορινός, Αθήνα: θεμέλιο, 1984, σ. 303.
[35]  Ό.π., σ. 314.
[36]  Γκράμσι Α., Για τον Μακιαβέλι, για την πολιτική και για το σύγχρονο κράτος, μετφ. Φ.Κ., Αθήνα: Ηριδανός, σ. 157.
[37]  Μαρξ, ό.π., σ. 108.

Via 

[Πολύ καλό άρθρο]  

Λαϊκή και αντιλαϊκή αυτοδιοίκηση στην Κατοχή και τον Εμφύλιο

Η αυτοδιοίκηση στη δεκαετία του 1940-1950.

του Γιάννη Σκαλιδάκη 

Η πρώτη περίοδος δημιουργίας των νέων θεσμών στην Ελεύθερη Ελλάδα
 
Η δημιουργία μέσω του αντάρτικου αγώνα μεγάλων χώρων αυτονομημένων από την κατοχική εξουσία έφερε το ζήτημα του διοικητικού κενού και την ανάγκη κάλυψής του. Την πρώτη περίοδο λειτουργίας του χώρου της Ελεύθερης Ελλάδας, θα δοθούν διαφορετικές απαντήσεις, σε σύγκρουση μεταξύ τους, πάνω στο βαθμό ριζοσπαστικότητας της νέας εξουσίας, σύγκρουση που θα απασχολήσει αναγκαστικά και την ηγεσία του ΚΚΕ.
Οι χώροι για τους οποίους μιλάμε, δεν ήταν ξένοι προς την ιδέα της αυτοδιοίκησης ούτε οι δεσμοί τους με την κεντρική κρατική διοίκηση της χώρας ήταν ποτέ ιδιαίτερα στενοί. Στην Ευρυτανία, στην απομονωμένη Λάκα του Φουρνά δημιουργήθηκε το φθινόπωρο κιόλας του 1942 ο πρώτος γραπτός κώδικας λαϊκής αυτοδιοίκησης, ο γνωστός «Κώδικας Ποσειδώνα» από την τοπική υπαχτιδική επιτροπή του ΚΚΕ. Μέσω του κώδικα αυτού, οι ευρυτάνες κομμουνιστές, ουσιαστικά απαντούσαν στο πιεστικό ζήτημα της οργάνωσης ενός χώρου εντελώς αυτονομημένου από κάθε κεντρική εξουσία, οργάνωσης που έπρεπε να συμβαδίζει με τις ανάγκες του ένοπλου αγώνα και μιας κλειστής αυτάρκους οικονομίας. Όταν επιπλήχτηκαν από την ανώτερη οργάνωση του ΚΚΕ στην Ευρυτανία, ότι κινούνται εκτός της εθνικοαπελευθερωτικής γραμμής του ΕΑΜ, η απάντηση του Γεωργούλα Μπέικου ήταν ενδεικτική: «Εμείς, θα πεις, δεν τα ξέραμε αυτά; Και τα παραξέραμε; Μα ξέραμε κι επιπλέον την συγκεκριμένη κατάσταση που αντιμετωπίζαμε στο χώρο της ευθύνης μας, χώρο που απελευθερώθηκε και δεν μπορούσε να περιμένει την ολική απελευθέρωση της χώρας για να λυθεί το πρόβλημα εξουσιών – αυτό δεν το είχαμε προβλέψει στην Αθήνα. Και πιστεύαμε: μια κι είμαστε ελεύθεροι, μα κι υποχρεωμένοι να συγκροτήσουμε εξουσίες, τότε γνώμονας πρέπει να είναι το βασικό ντοκουμέντο του κόμματος, η 6η του 1934 – κάνουμε επανάσταση».
Οι διατάξεις του Κώδικα Ποσειδώνα εγκαθίδρυαν τους θεσμούς της λαϊκής αυτοδιοίκησης και της λαϊκής δικαιοσύνης. Σύμφωνα με αυτούς εκλέγονταν σε κάθε χωριό πενταμελείς επιτροπές Λαϊκής Αυτοδιοίκησης από Γενική Συνέλευση. Οι συνελεύσεις αυτές ήταν όργανα της λαϊκής εξουσίας και επιλαμβάνονταν όλων των προβλημάτων του χωριού. Η δικαιοσύνη γινόταν λαϊκή και απονέμονταν από λαϊκά δικαστήρια. Συγκροτούνταν για τα διάφορα ζητήματα υποεπιτροπές, επισιτιστική, λαϊκής ασφαλείας, σχολική, εκκλησιαστική. Οριζόταν ως ανώτερο σώμα η Γενική Συνέλευση του χωριού, που θα συνερχόταν τακτικά ανά μήνα.
Ξεκινώντας από την ανάγκη οργάνωσης και διοίκησης του χώρου, οι δημιουργοί των πρώτων αυτών θεσμών εφαρμόζουν και μια συγκεκριμένη, ριζοσπαστική σύλληψη των πραγμάτων. Οι ίδιοι οι θεσμοί δεν αποτελούν μια ουδέτερη μορφή για την αυτοδιοίκηση των ελευθερωμένων περιοχών αλλά εισάγουν πολλά ριζοσπαστικά μέτρα, τα οποία, αλλού λιγότερο αλλού περισσότερο, θα επηρεάσουν τις συλλογικές πρακτικές και νοοτροπίες. Μερικά από τα μέτρα αυτά ήταν και η ανάδειξη της γενικής συνέλευσης ως κυρίαρχου οργάνου, της δημοκρατικής εκλογής, ελέγχου και ανακλητότητας των αντιπροσώπων, που ήταν άμισθοι, η πολιτική ισοτιμία γυναικών και ανδρών αλλά και η επιδίωξη επίτευξης συμβιβασμού στα λαϊκά δικαστήρια, με διαδικασίες δωρεάν για τους διαδίκους και η επιβολή ποινών με σκοπό τη βελτίωση του υπαίτιου.
Λίγο πιο βόρεια, στη Θεσσαλία, στα χωριά που απελευθερώνονται, διατηρούνται τα μεταξικά κοινοτικά συμβούλια. Αντικαθίστανται μόνο όσοι από τους τοπικούς άρχοντες έχουν επιβαρυνθεί με συνεργασία με τον κατακτητή. Σύμφωνα με τον ιστορικό Λ. Αρσενίου, η κατάργηση των παλιών κοινοτικών συμβουλίων θα αποτελούσε αντίφαση με την πολιτική της εθνικής ενότητας. Όμως, όπως χαρακτηριστικά περιέγραφε ο αξιωματικός του ΕΛΑΣ Μπουκουβάλας, «το σύστημα [των παλιών κοινοτικών συμβουλίων] είχε σαπίσει, έλυωνε κάτω από το κλίμα που δημιουργούσε ο απελευθερωτικός αγώνας». Πολλοί παλιοί πρόεδροι πέρασαν με το ΕΑΜ και άλλοι είχαν αποσυρθεί για να μην αναγκάζονται να υπηρετούν τους κατακτητές.

Ανάπτυξη και δράση της λαϊκής αυτοδιοίκησης.

Η ανάπτυξη της ένοπλης Αντίστασης οδηγεί εκ των πραγμάτων στην ανάγκη διοίκησης των περιοχών στις οποίες βασίζεται για τη συντήρηση και τη στελέχωσή της. Σε αυτές τις περιοχές δεν συντρέχει πλέον λόγος διατήρησης τοπικών εξουσιών της τεταρτοαυγουστιανής περιόδου και ο δρόμος είναι ανοιχτός για την εδραίωση της λαϊκής αυτοδιοίκησης και δικαιοσύνης. Είχε ήδη τεθεί σε εφαρμογή από το Κοινό Γενικό Στρατηγείο Ανταρτών, (ΚΓΣΑ) από τις 10 Αυγούστου 1943 η Απόφαση 6 για τα ζητήματα αυτοδιοίκησης. Η Απόφαση 6 του ΚΓΣΑ ρύθμιζε με γενικό τρόπο, τη λειτουργία της αυτοδιοίκησης και της δικαιοσύνης στις ελεύθερες περιοχές. Όρισε τιμές για τα βασικά είδη διατροφής, επέβαλε εισφορά για την ενίσχυση των αντάρτικων δυνάμεων, των πολεμοπαθών και του ορεινού πληθυσμού και παρακράτημα στη διακίνηση εμπορευμάτων και κυρίως τροφίμων. Συγκρότησε κοινά φρουραρχεία σε περιοχές οπού δρούσαν πάνω από μια οργανώσεις και επόπτευσε τις διαδικασίες σχετικά με τις εκλογές των επιτροπών και υποεπιτροπών.
Με την de facto κατάργηση του ΚΓΣΑ, η διοίκηση της Ελεύθερης Ελλάδας, έπρεπε να οργανωθεί θεσμικά ενιαία εξαρχής. Αυτήν την ανάγκη κάλυψε η διαταγή 2929 του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ την 1η Δεκεμβρίου 1943, που έθετε σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 1944 τις «Διατάξεις για την Αυτοδιοίκηση και Λαϊκή Δικαιοσύνη». Η εισαγωγή θεσμών, όπως το Ακυρωτικό δικαστήριο και το Επαρχιακό και Νομαρχιακό Συμβούλιο, έδειχναν ότι πλέον ετίθετο με επίταση το ζήτημα της διοίκησης μεγάλων ενιαίων περιοχών και δεν ήταν πλέον ζήτημα αυτοοργάνωσης αποκλεισμένων ορεινών κοινοτήτων ή κάλυψης βασικών αναγκών του ένοπλου αγώνα. Η πολιτική διοίκηση της Ελεύθερης Ελλάδας, που οδήγησε και στο σχηματισμό της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), δεν ήταν πλέον απλά ένα στοιχείο πολιτικής τακτικής, ήταν μια αναγκαιότητα.
Από τις 13 Μαρτίου, με την Πράξη 4 η ΠΕΕΑ επικύρωνε την ισχύ των «Διατάξεων για την αυτοδιοίκηση και τη λαϊκή δικαιοσύνη», του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ, οι οποίες ίσχυαν για τις περιοχές δικαιοδοσίας του από την 1η Ιανουαρίου 1944. Οι Διατάξεις αποτελούσαν συστηματοποίηση του πρότερου Κώδικα Στερεάς Ελλάδας και αποτελούνταν από 146 άρθρα. Κάθε κοινότητα, δήμος, επαρχία και νομός διοικούνταν από συμβούλια και κάθε κοινότητα και δήμος είχε λαϊκές επιτροπές (λαϊκής ασφάλειας, σχολική, εκκλησιαστική, κοινωνικής πρόνοιας, επισιτισμού καθώς και εξελεγκτική). Σε κάθε κοινότητα και δήμο λειτουργούσε και λαϊκό δικαστήριο και σε κάθε έδρα παλιού ειρηνοδικείου αναθεωρητικό δικαστήριο. Η ΠΕΕΑ επιπρόσθετα διόριζε έναν διοικητικό αντιπρόσωπο σε κάθε επαρχία, με αρμοδιότητα την «καθοδήγηση και παρακολούθηση των οργάνων της αυτοδιοίκησης».
Μια ημέρα μετά την θέσπιση της Πράξης 4 για την αυτοδιοίκηση, η Γραμματεία Εσωτερικών της ΠΕΕΑ με την Εγκύκλιο 1 «προς όλα τα όργανα Τοπικής Αυτοδιοίκησης» ανακοίνωνε τους σκοπούς της για το θεσμό. Περιέγραφε την αυτοδιοίκηση ως «θεμέλιο της αυριανής μεταπολεμικής αναδημιουργίας», που έπρεπε από τώρα να φροντίσει τις ανάγκες του λαού της Ελεύθερης Ελλάδας που τόσο επιβαρυνόταν από τις ανάγκες του πολέμου. Σύμφωνα με την Εγκύκλιο, η τοπική αυτοδιοίκηση για να αποδώσει, έπρεπε να ολοκληρωθεί με τη συγκρότηση των Επαρχιακών και Νομαρχιακών Συμβουλίων. Ζητούσε δε από τα όργανα όλων των βαθμίδων να στείλουν στη Γραμματεία Εσωτερικών τους προϋπολογισμούς τους και να υποδειχτούν μέτρα για τη βελτίωση των οικονομικών των δήμων, επαρχιών και κοινοτήτων.
Η αυτοδιοίκηση ασχολήθηκε με την ίδρυση ή την εξασφάλιση λειτουργίας σχολείων και μονάδων περίθαλψης, μικρά νοσοκομεία και φαρμακεία. Αυτή η προσπάθεια περιλάμβανε και την πληρωμή των δασκάλων και των γιατρών από την αυτοδιοίκηση. Επενέβη και στο ζήτημα της αγοράς εργασίας, καθορίζοντας σε ορισμένες περιπτώσεις ημερομίσθια και ορίζοντας εκ περιτροπής εργασία σε κοινοτικά έργα.  Έγιναν έτσι μια σειρά μικρά και μεγαλύτερα δημόσια έργα, επισκευές γεφυρών και δημόσιων δρόμων αλλά και νέα έργα όπως ο ηλεκτροφωτισμός των κοινοτήτων. Σε ορισμένες περιοχές, εφαρμόστηκε και ο θεσμός του λαϊκού πρατηρίου το οποίο διέθετε σε φτηνές τιμές εμπορεύματα όπως αλάτι, σταφιδίνη και τσιγαρόχαρτα. Με πόρους από το δημοτικό ταμείο και από τους συνεταιρισμούς αγόραζε προϊόντα σε μεγάλες ποσότητες και τα πουλούσε με μικρό κέρδος.
Ένα από τα πιο σημαντικά έργα της αυτοδιοίκησης, μέσα στα πλαίσια της πολιτικής και των αποφάσεων του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, ήταν και η ενίσχυση των πιο αδύναμων περιοχών της Ελεύθερης Ελλάδας, είτε αυτές ήταν παραδοσιακά άγονες περιοχές όπως στην Ήπειρο ή θύματα των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων των Γερμανών, οι οποίοι από το φθινόπωρο του 1943 μεθοδικά κατέστρεφαν εξολοκλήρου χωριά με αλλεπάλληλες επιχειρήσεις. Αυτή η κατάσταση, εκτός από την άμεση τρομοκρατία αποτελούσε και μια μορφή οικονομικού πολέμου καθώς, καταστρέφοντας όλες τις παραγωγικές υποδομές (ζώα, σοδειές, αποθηκευτικούς χώρους, δέντρα), οι Γερμανοί διέλυαν την παραγωγική βάση της Ελεύθερης Ελλάδας και υπονόμευαν πολλαπλά τις δυνατότητες δράσης του ΕΛΑΣ. Το ότι σε αυτήν την κατάσταση, δεν είχαμε μια κατάρρευση του αντιστασιακού πλέγματος ούτε μια σοβαρή επισιτιστική κρίση, πρέπει να οφείλεται σε ένα σημαντικό δίκτυο αλληλοστήριξης των περιοχών της Ελεύθερης Ελλάδας. Εκτός από τη φορολογία και τα αποθέματα που διαχειριζόταν κεντρικά η Επιμελητεία του Αντάρτη (ΕΤΑ) και που μπορούσε να διανείμει στη μια ή την άλλη περίπτωση, εκτεταμένες ήταν οι πρωτοβουλίες εράνων υπέρ των «πυροπαθών», που συγκέντρωνε κυρίως η Εθνική Αλληλεγγύη και προωθούσε στη συνέχεια η ΕΤΑ προς τους έχοντες ανάγκη. Η αυτοδιοίκηση διοργάνωσε κινητοποιήσεις και συλλαλητήρια από τις αποκλεισμένες περιοχές για την απόσπαση βοήθειας από τις επιτροπές του Ερυθρού Σταυρού.

Η κατεχόμενη χώρα.

Ποιος θα μπορούσε να είναι ο ρόλος της αυτοδιοίκησης σε μια χώρα κατεχόμενη, με μια δωσίλογη κεντρική εξουσία και τρεις διαφορετικούς κατακτητές; Οι ιδιαίτερες συνθήκες της Ελλάδας επεφύλαξαν ένα σημαντικό ρόλο για τις τοπικές εξουσίες, που ολοένα και μεγάλωνε μέχρι την απελευθέρωση. Η Κατοχή της χώρας την είχε βρει με το καθεστώς Μεταξά, ένα ολοκληρωτικό καθεστώς που είχε καταργήσει και τις αιρετές τοπικές διοικήσεις. Στη θέση τους τοποθέτησε ανθρώπους διορισμένους από το καθεστώς και υπόλογους σε αυτό. Η στάση τόσο των ίδιων όσο και του περίγυρού τους ποίκιλε κατά τη διάρκεια της κατοχικής περιόδου. Πολλοί διατήρησαν τις θέσεις τους και ανάμεσά τους άλλοι συντάχθηκαν στην υπηρεσία του νέου αφέντη, ενώ άλλοι συνεργάστηκαν με τις αντιστασιακές δυνάμεις προσφέροντας ένα προκάλυμμα νομιμότητας.
Στην πρώτη κατοχική περίοδο, χάος και αποδιοργάνωση προκλήθηκε από την τριχοτόμηση της χώρας, την επίταξη βασικών αγαθών και υπηρεσιών από τους κατακτητές και ουσιαστικά την αφαίρεση κάθε εξουσίας και κύρους από τον εγχώριο δωσιλογισμό. Το κράτος φάνταζε μακρινό, άδικο και υπόλογο για την ήττα της χώρας και τα πάθη της κατοχής. Αναβίωναν τα φαινόμενα ληστείας και η απειλή του λιμού σκιάζει τη χώρα. Σε αυτό το σκηνικό, η τοπική αυτοδιοίκηση ήταν ένας πόλος συνοχής της τοπικής κοινωνίας, εξαιρετικά εύθραυστος όμως. Χωρίς κανένα ουσιαστικό μέσο καλούνταν να υλοποιήσει τις διαταγές των κατοχικών φρουραρχείων και τις δωσίλογες πολιτικές της «Ελληνικής Πολιτείας». Καλούνταν να μαζέψει τα όπλα που είχαν φυλάξει οι πολίτες από τον πρόσφατο πόλεμο, να εφαρμόσει ανεδαφικές αποφάσεις για διατίμηση αγαθών, να καταγράψει τους δημότες, να κάνει κοινωνική πολιτική μέσω εράνων και διορισμών, και το κυριότερο ίσως, να συμβάλλει στην υποχρεωτική πλέον συγκέντρωση της αγροτικής παραγωγής. Μετατρεπόταν δηλαδή σε εκτελεστή της κατοχικής πολιτικής. Είδαμε πως με βάση αυτήν την κατάσταση ένα μεγάλο μέρος της χώρας απελευθερώθηκε από την ένοπλη Αντίσταση, όπου και άλλαξε εντελώς ο ρόλος της αυτοδιοίκησης.
Το μεγαλύτερο όμως μέρος της χώρας και ιδιαίτερα τα αστικά κέντρα, παρέμειναν υπό κατοχή και η τοπική αυτοδιοίκηση στην υπηρεσία των κατακτητών και της δωσίλογης κυβέρνησης των Αθηνών. Ο ρόλος όμως της αυτοδιοίκησης θα αναβαθμιζόταν γρήγορα με την τακτική από ένα σημείο και έπειτα άφιξη της ξένης βοήθειας του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού (ΔΕΣ). Αυτή η βοήθεια, περίπου 15.000 τόνοι τροφίμων μηνιαίως, έφτανε με πλοία στο λιμάνι του Πειραιά και διανεμόταν σε όλη τη χώρα μέσω της Επιτροπής Διαχείρισης Βοηθημάτων του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού. Το φθινόπωρο του 1942 η Επιτροπή ήταν σε θέση να καταρτίσει ένα Γενικό Πρόγραμμα, βάσει του οποίου θα γίνονταν οι διανομές πανελλαδικά. Ουδέτεροι αντιπρόσωποι του ΔΕΣ με απεριόριστη εξουσία πάνω στις τοπικές επιτροπές τοποθετούνται στη Θεσσαλονίκη για την περιοχή της Μακεδονίας, στη Μυτιλήνη και τη Χίο, στην Τρίπολη για το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου, στο Ηράκλειο για την Κρήτη και στον Βόλο για τη Θεσσαλία. Συγκροτούνται 45 Κεντρικές Επιτροπές Διανομών στις πρωτεύουσες των νομών και των επαρχιών, με επικεφαλής στις περισσότερες περιπτώσεις τους κατά τόπους μητροπολίτες. Οι Κοινοτικές Επιτροπές γίνονται πλέον περίπου 3.000. Οι 3.000 επιτροπές διανομής, ένας ισχυρός μηχανισμός που τελούσε υπό την έγκριση όχι μόνο του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού αλλά και των Αρχών Κατοχής, ήταν εν πολλοίς μια ανασύσταση του προπολεμικού κράτους με ανανεωμένο κύρος, που το καρπωνόταν εν μέρει η κατοχική κυβέρνηση. Σύμφωνα με τον τότε πρόεδρο της Επιτροπής, σουηδό Πωλ Μον:  «Τα κύρια στηρίγματά μας ήταν οι επιτροπές που σχηματίσαμε σε κάθε τόπο όπου γίνονταν διανομές. Κεντρικές επιτροπές, εξαρτημένες από την επιτροπή μας, έδρευαν στις μεγαλύτερες πόλεις και αυτές είχαν την εποπτεία εκατοντάδων τοπικών επιτροπών. Στα μεγαλύτερα κέντρα ως πρόεδρο ορίζαμε συνήθως τον μητροπολίτη και ως μέλη τον νομάρχη της περιοχής ή τον δήμαρχο, διευθυντές τραπεζών, γιατρούς, βιομηχάνους και εκπροσώπους εργατών.
Στα λιγότερο σημαντικά κέντρα, μέλη των επιτροπών ήταν κυρίως αγρότες και εργάτες, που ήταν πιο πολυάριθμοι, με τη συμπαράσταση του σταθμάρχη χωροφυλακής, του παπά και του δασκάλου. Τα μέλη των τοπικών επιτροπών έπρεπε να τα εγκρίνουμε εμείς και μέχρι ένα βαθμό οι Αρχές Κατοχής». Με αυτόν τον τρόπο, οι δήμαρχοι και οι κοινοτάρχες αποκτούν μια υλική βάση γύρω από την οποία μπορούν να κτίσουν την επιρροή τους. Αρκετοί θα χρησιμοποιήσουν αυτήν την εξουσία για να ενισχύσουν ή και να δημιουργήσουν τοπικές δωσιλογικές μονάδες και κοινωνικές συμμαχίες ενάντια στο εαμικό στρατόπεδο. Η επικράτηση του ΕΑΜ σε όλη σχεδόν την ύπαιθρο την περίοδο της απελευθέρωσης θα οδηγήσει αυτές τις δυνάμεις στο παρασκήνιο για να ξεπροβάλουν και πάλι μετά την παράδοση των όπλων και τη συμφωνία της Βάρκιζας, το Φεβρουάριο 1945 και να ξεκινήσουν κατά τόπους την τρομοκράτηση των αριστερών και ευρύτερα δημοκρατικών δυνάμεων.

Η αυτοδιοίκηση στον εμφύλιο πόλεμο.
Η Συμφωνία της Βάρκιζας ουσιαστικά σήμαινε το τέλος της «εαμικής αυτοδιοίκησης» ξηλώνοντας τις αρχές που είχαν εγκατασταθεί από τις πολιτικές οργανώσεις ή και εκλεγεί από το λαό και εγκαθιστώντας νέες, πιστές στη νέα κυβέρνηση. Η παράδοση της εξουσίας από το ΕΑΜ γινόταν στις μονάδες της Εθνοφυλακής που προωθούνταν με τη συνοδεία βρετανικών στρατευμάτων και στις νέες αρχές που ακολουθούσαν τις στρατιωτικές δυνάμεις, σύμφωνα με τη Συμφωνία της Βάρκιζας και τα πρωτόκολλα που τη συνόδευαν. Οι νέες αρχές διέλυαν τους εαμικούς θεσμούς και σύντομα περνούσαν στο στάδιο καταδίωξης των μελών και οπαδών του ΕΑΜ και στη συντριβή της υποδομής των οργανώσεων. Ο νέος νομάρχης Λαμίας, για παράδειγμα, έπαυσε τα επαρχιακά συμβούλια του ΕΑΜ και στο δήμο Λαμιέων επανέφερε το τελευταίο διοικητικό συμβούλιο που είχε διοριστεί από την κατοχική κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη. Δεν άργησαν οι διώξεις όσων είχαν συνδεθεί με το εαμικό κίνημα και η εκκαθάριση των υπηρεσιών από αυτούς ενώ από την άλλη απελευθερώθηκαν όσοι κρατούνταν από την Εθνική Πολιτοφυλακή κατηγορούμενοι για δωσιλογισμό, όπως ο κατοχικός νομάρχης Τρικάλων Πιπιλιάγκας.
Οι θεσμοί της λαϊκής αυτοδιοίκησης και δικαιοσύνης καταργήθηκαν, οι φορείς τους κυνηγήθηκαν ενώ ακόμα και τα υλικά τους ίχνη καταστράφηκαν. Η αυτοδιοίκηση σε όλη τη χώρα πλέον υπαγόταν στην κεντρική εξουσία, και οι τοπικές εξουσίες γίνονταν κύτταρα του αγώνα ενάντια στον «συμμοριτισμό». Η βοήθεια του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού είχε αντικατασταθεί από αυτήν της βρετανικής οργάνωσης  Εμ-Ελ και αυτή με τη σειρά της με εκείνη της ΟΥΝΡΑ των Ηνωμένων Εθνών και ουσιαστικά των ΗΠΑ. Σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, η πολιτική καταπίεση θα περνούσε μέσα από τα όργανα της αυτοδιοίκησης που θα αποφάσιζαν ποιοι ήταν αρκετά εθνικόφρονες ώστε να λάβουν την αναγκαία βοήθεια.
Ο πρόεδρος της κοινότητας, που συνήθως ήταν το ίδιο πρόσωπο με τον επικεφαλής της τοπικής Οργάνωσης Εθνικοφρόνων, ήταν ένας «μικρός άρχοντας» που είχε πολλές φορές εξουσία ζωής και θανάτου πάνω στους συγχωριανούς του. Αυτός καθόριζε όχι μόνο ποιοι θα δουλέψουν και σε ποιους θα κατευθυνθούν τα αγαθά της ξένης βοήθειας, αλλά και ποιος  θα εκτοπιστεί στην εξορία και ποιος θα εκτελεστεί ακόμα. Στην κοινότητα απευθύνονταν και τα γράμματα των μακρονησιωτών με τις δηλώσεις μετανοίας και ανάνηψης από τον κομμουνισμό.
Η ήττα της Αριστεράς στον εμφύλιο καθόρισε σε τοπικό επίπεδο τη μορφή και το περιεχόμενο της αυτοδιοίκησης. Θα έπρεπε να τελειώσει ο εμφύλιος για να ξαναπιαστεί το νήμα της λαϊκής συμμετοχής μέσα σε νέες οπωσδήποτε συνθήκες.

* Του Γιάννη Σκαλιδάκη. Ο Γιάννης Σκαλιδάκης είναι υποψήφιος διδάκτορας στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ
 
Βασική Βιβλιογραφία
Δημήτριος Ι. Ζέπος, Λαϊκή δικαιοσύνη εις τας ελευθέρας περιοχάς της υπό κατοχήν Ελλάδος, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 1986.
Χρήστος Κωνσταντινόπουλος, Η εφαρμογή των θεσμών της Αυτοδιοίκησης και της Λαϊκής Δικαιοσύνης στη Γορτυνία (1943-44). Ανέκδοτα έγγραφα, Αθήνα, Οδυσσέας.
Γεωργούλας Μπέικος, ΕΑΜ και Λαϊκή Αυτοδιοίκηση, Θεσσαλονίκη, 1976.
Γεωργούλας Μπέικος, Η λαϊκή εξουσία στην Ελεύθερη Ελλάδα, τόμος 2ος, Θεμέλιο, Αθήνα, 2005.
Θανάσης Τσουπαρόπουλος, Οι λαοκρατικοί θεσμοί της Εθνικής Αντίστασης, Ιστορική και Νομική Προσέγγιση, Αθήνα, εκδόσεις Γλάρος, 1989.
Χρήστος Τυροβούζης, Αυτοδιοίκηση και «Λαϊκή» Δικαιοσύνη 1942-1945, Αθήνα, Προσκήνιο, 1991.

ΠΗΓΗ: e-dromos.gr via

[Σχόλιο: Πληροφοριακό άρθρο] 

Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2014

Η Λαϊκή Δικαιοσύνη στην Κατοχή

1945, ήττα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στην Αθήνα, Συμφωνία της Βάρκιζας και Λευκή Τρομοκρατία ενάντια στους αγωνιστές της εαμικής Εθνικής Αντίστασης 1941-1944. Παράλληλα, έναρξη μιας γιγάντιας προσπάθειας κατασυκοφάντησης της Αριστεράς και του εθνικοαντιστασιακού κινήματος.
Μέσα στην φιλολογία περί «σφαγέων ελασιτών» και στα «κονσερβοκούτια», που δέσποζαν στον τύπο της εποχής, μέσα στην περίοδο της πιο μαύρης αντίδρασης, εκδίδεται ένα νομικό βιβλίο, με τίτλο «Λαϊκή Δικαιοσύνη εις τας ελευθέρας περιοχάς της υπό κατοχήν Ελλάδος». Το βιβλίο είναι μια επιστημονική εργασία, στην οποία επιχειρείται η κριτική αποτίμηση του θεσμού της Λαϊκής Δικαιοσύνης, όπως αυτός αναδείχθηκε στις περιοχές της χώρας, που κατά την περίοδο της Κατοχής, ελέγχονταν από την εαμική εξουσία. Παράλληλα, στο έργο αυτό, έγινε μια συστηματική και αξιόλογη προσπάθεια συγκέντρωσης και ταξινόμησης του σχετιζόμενου αρχειακού υλικού. Το βιβλίο προκάλεσε μεγάλη εντύπωση, αφού συγγραφέας του ήταν ένας συντηρητικός νομικός και ακαδημαϊκός που ουδέποτε είχε κάποια σχέση με το κίνημα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ ή και την Αριστερά γενικότερα. Διετέλεσε γενικός γραμματέας του υπουργείου Δικαιοσύνης το 1945 και το 1950, υπουργός Εργασίας στην υπηρεσιακή κυβέρνηση Θεοτόκη. Ιδιαίτερη αξία είχαν τα πορίσματα της μελέτης, όπου ο συγγραφέας συμπεραίνει ότι η λειτουργία του θεσμού ήταν σύμφωνη με την κλασική παράδοση περί δικαίου και έχει σημαντικές ομοιότητες με παρόμοιους θεσμούς που αναπτύχθηκαν στην εποχή της Τουρκοκρατίας.

Zoom in (real dimensions: 444 x 703)Εικόνα
Παραθέτω την βιβλιοκριτική του Ηλία Τσιριμώκου στη «Σοσιαλιστική Επιθεώρηση» (φύλλο 4-5, Οκτώβριος-Νοέμβριος 1945). Η «Σοσιαλιστική Επιθεώρηση», ήταν το μηνιαίο θεωρητικό όργανο της ΕΛΔ-ΣΚΕ.

Μεγάλος έπαινος ανήκει στον κ. Δ. Ζέπο. Μέσα στην ατμόσφαιρα παράφορου φανατισμού της Δεξιάς και γενικής προσπάθειας κατεξευτελισμού του Κινήματος Εθνικής Αντιστάσεως, εκείνος, μολονότι δεν υπήρξε Εαμίτης, κατέγινε σε μια επιστημονική εργασία πάνω στο ζήτημα της Λαϊκής Δικαιοσύνης. Βέβαια το έργο του δεν πιάνει το ζήτημα σ’ όλη του την έκταση και σ' όλο του το βάθος. Κυριολεχτικά περιορίζεται να δώση επιστημονικά ταχτοποιημένο το σχετικό υλικό. Να θέση το πρόβλημα. Δεν παύει πάντως η Εργασία του να είναι πολύτιμη και άξια για τον πιο μεγάλο έπαινο. Στο θέμα αν στην Ελεύθερη Ελλάδα, σ’ όλο αυτό το διάστημα υπήρξε Επανάσταση που επεκράτησε (θέμα που ανέλυσε στο 1ο φύλλο της ΣΟΣΕΠ, ο καθηγητής Σβώλος και το τοποθέτησε κατά τρόπο οριστικό), ο κ. Ζέπος προτιμάει να δώση μία λύση όσο μπορεί πιο συντηρητική ας πούμε. Δέχεται βέβαια πώς έγινε επανάσταση εναντίον των Αρχών Κατοχής και των Κουίσλιγκ, αλλά δεν νομίζει ότι ισχύει το ίδιο έναντι του επισήμου Κράτους (Κυβέρνηση Καΐρου). Και είναι βέβαια αλήθεια πως υπήρχαν ιδιόρρυθμες σχέσεις Καΐρου - Βουνού, αφού η Κυβέρνηση Καΐρου περιοριζόταν να άρχει στη Μέση Ανατολή, αφήνοντας την κυριαρχία της Ελεύθερης Ελλάδας στους αντάρτες — ενώ το αντάρτικο και αργότερα η ΠEEA περιορίζονταν να άρχουν στην Ελεύθερη Ελλάδα χωρίς να κηρύξουν έκπτωτο το Γεώργιο και την κυβέρνησή του — μα αυτή η «δυαρχία», που, άλλωστε, οι δύο εξουσίες την ασκούσαν σε διαφορετικά εδάφη, δεν αλλάζει το χαρακτήρα της Επανάστασης. Τα υπόλοιπα ανάγονται στην καθαρά πολιτική σφαίρα (χαρακτήρας του απελευθερωτικού αγώνα, ενωτικές προθέσεις του ΕΑΜ κλπ.), που η εξέτασή τους δεν έχει θέση εδώ.

Οπωσδήποτε — Επανάσταση η ιδιόρρυθμη ντε φάκτο κατάσταση — ο κ. Ζέπος δεν θεωρεί, και αυτό είναι το ουσιώδες, ότι οι θεσμοί που δημιουργήθηκαν έχουν μία απλή αξία επιστημονικής «περιέργειας». Δέχεται πως εκεί επάνω δημιουργήθηκαν κανόνες δικαίου κλπ. έγκυροι για το όσο διάστημα ίσχυσαν και που τα αποτελέσματα τους δεν μπορούν ν’ ανατραπούν παρά από νέους κανόνες δικαίου. Έτσι δεν ολισθαίνει στην «αντιποίηση αρχής» όπου έφτασαν μερικά δικαστικά συμβούλια και δικαστήρια, ατιμάζοντας και το δικό τους όνομα και το έθνος.

Βέβαια οι θεσμοί που γεννήθηκαν στην Ελεύθερη Ελλάδα είναι ατελείς. Δημιουργήθηκαν, έθεσαν το πρόβλημα (και κέρδισαν τη λύση) στη λαϊκή συνείδηση, και καθιέρωσαν οριστικά τη δημοτική γλώσσα. Υπάρχουν σήμερα νόμοι και δικαστικές αποφάσεις στη γλώσσα του λαού. Αυτό αποτελεί μεγίστη λαϊκή νίκη. Κανένας δεν αγνοεί πως η λαϊκή γλώσσα όλων των ευρωπαϊκών λαών καθιερώθηκε από τη στιγμή που οι νόμοι και οι δικαστικές αποφάσεις γραφήκαν σ' αυτή τη γλώσσα. Τούτο είναι οριστικό. Και ο λαός περιμένει την ώρα που οι Αρχές του Ψηφίσματος του Εθνικού Συμβουλίου, έτσι που είναι γραμμένες στη δημοτική, θα γίνουν άρθρα του νέου Συντάγματος της Ελλάδας. Κατά τα άλλα υπάρχει έργο για το μέλλον. Αληθινά και στα τρία ερωτήματα που μπαίνουν επ’ αφορμή της Δικαιοσύνης — α) ποιός δικάζει, β) πώς δικάζει, γ) τι νόμο εφαρμόζει — μόνο προσωρινές απαντήσεις δόθηκαν ως τώρα, και (το πιο ουσιαστικό, το αληθινά μεγαλειώδικο) η γενική κατεύθυνση.

Zoom in (real dimensions: 600 x 535)Εικόνα

Στο πρώτο ερώτημα δεν δόθηκε η οριστική απάντηση κυρίως γιατί δεν λειτούργησαν στην Ελεύθερη Ελλάδα όλα τα δικαστήρια σ’ όλη την κλίμακα της ιεραρχίας. Στο τρίτο ερώτημα δεν δόθηκε η οριστική απάντηση γιατί τα όρια που έθεσε στον εαυτό της η Εθνικοαπελευθερωτική Επανάσταση δεν της επέτρεψαν να προχωρήση σε βαθύτερο μεταρρυθμιστικό νομοθετικό έργο. Η δε πρώτη αρχή που εφαρμόστηκε (ότι όλος ο κόσμος νομίζει ορθό και δίκαιο) ούτε σαν αρχή (αρχή άγραφου δικαίου) μπορούσε να καθιερωθή ούτε και ριζοσπαστικά αποτελέσματα μπορούσε να δώση (προσκόλληση στην παράδοση). Εκεί όμως που δόθηκε η οριστικώτερη, ας πούμε, απάντηση, ήταν στο δεύτερο ερώτημα. Πραγματικά η απόδειξη δόθηκε, η κατάχτηση έγινε: άμεση απονομή της δικαιοσύνης, ουσιαστική, ζωντανή κρίση, απαλλαγή απ’ την τυπολατρία, απ’ την δικονομική στρεψοδικία κλπ.

Βεβαίως δεν είναι η θέση εδώ ν’ αναλύσουμε τις απόψεις μας για την παραπέρα εξέλιξη των θεσμών που θεμελιώθηκαν μες τη φωτιά της μάχης εναντίον του κατακτητή. Οι επιστήμονες που νιώθουν τον παλμό της λαϊκής αναδημιουργίας πρέπει να βαλθούν με ζέση στο έργο. Και, πιστεύουμε πως θα μας δοθούν εργασίες βαθειάς ανατομίας του τι έχει γίνει και εργασίες πάνω στο τι πρέπει αύριο να γίνη. Το θέμα δεν είναι απ’ τα δευτερότερα. Και κανείς κόπος δεν είναι υπερβολικός αν κάτι μπορεί να εισφέρη στην οικοδόμηση των θεσμών της Λαϊκής Δημοκρατίας. Γιατί αυτούς τους θεσμούς ποθεί, γι’ αυτούς πάσχει και αγωνίζεται σήμερα ο λαός.

Διαβάστε τη μελέτη στο SCRIBD. Το βιβλίο έχει εκδοθεί άλλη μια φορά, το 1986, από το «Μορφωτικό ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης». Προλογίζει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ενώ υπάρχει και ένας σύντομος επίλογος των ιστορικών Ν. Παπαντωνίου και Νίκου Σβορώνου.