Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιωάννης Μεταξάς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιωάννης Μεταξάς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2017

Ο ρόλος του Μεταξά στον πόλεμο του '40


Του Γεωργιου Π. Μαλουχου

Το καλοκαίρι του 1940 η Γερμανία είχε ήδη καταλάβει περίπου τη μισή Ευρώπη. Στη Ρώμη, o Μουσολίνι έβλεπε ότι ο Χίτλερ, παλιός φανατικός θαυμαστής και μαθητής του, έχτιζε τώρα στη θέση του τη φασιστική αυτοκρατορία που εκείνος είχε πρώτος ονειρευτεί. Κι αυτό ήταν ιδιαίτερα επώδυνο για τον Ντούτσε. Το καλοκαίρι του 1940, ο Ιταλός δικτάτορας μπορούσε πια να προβλέψει ότι δεν θα έμεναν και πολλά για τη δική του «νέα ρωμαϊκή αυτοκρατορία». Το μόνο που του έμενε, ήταν να προλάβει ν' «αρπάξει» ό,τι μπορούσε απ' τα Βαλκάνια. Ετσι, στις 15 Αυγούστου του 1940, οι Ιταλοί τορπιλίζουν την «Ελλη» στην Τήνο. Για την Ελλάδα, εκείνη ήταν η πρώτη ημέρα του πολέμου.

Οι ανταγωνισμοί εντός του Αξονα υπήρξαν καθοριστικοί και για την επίθεση και τη στιγμή στην οποία αυτή εκδηλώθηκε. Οπως προκύπτει από πηγές των ιταλικών επιτελείων και των μυστικών υπηρεσιών της χώρας, οι Ιταλοί θα είχαν αρχίσει τον πόλεμο ήδη από την επομένη του τορπιλισμού της «Ελλης» αν δεν τους είχαν σταματήσει, σχεδόν διατάζοντάς τους, οι Γερμανοί. Αντιθέτως, όμως, ίσως δεν θα είχαν επιλέξει την 28η Οκτωβρίου για την επίθεση, αλλά πιθανότατα θα είχαν καθυστερήσει την επίθεση στην Ελλάδα, αν ο Μουσολίνι δεν είχε γίνει έξαλλος με τον Χίτλερ όταν έμαθε από τις εφημερίδες τη γερμανική εισβολή στη Ρουμανία, που τον φόβισε πως η Ρώμη θα μείνει τελικά δίχως «λάφυρα» πολέμου.

Το δόγμα Βενιζέλου
Στην Αθήνα, ελληνικά επιτελικά κείμενα της εποχής δείχνουν ότι η κύρια στρατηγική απόφαση του Μεταξά ήταν ότι δεν θα έκανε η Ελλάδα την πρώτη πράξη του πολέμου. Ο Μεταξάς είχε σπουδάσει τη στρατιωτική τέχνη στη Γερμανία, χώρα με την οποία είχε στενότατους δεσμούς. Ομως, το γεγονός αυτό δεν θόλωνε την πολιτική του κρίση. Κατ' ουσίαν, ακολουθούσε πιστά το βασικό δόγμα της εξωτερικής πολιτικής του Ελευθερίου Βενιζέλου, που ήθελε την Ελλάδα σε συμμαχία με την Αγγλία ως μεγάλη θαλασσοκράτειρα δύναμη της εποχής.

Από την άλλη πλευρά, την ίδια στιγμή, ο Μεταξάς γνώριζε πολύ καλά ότι είτε με νίκη των Ιταλών είτε με ήττα τους, η εμπλοκή της Ελλάδας στον πόλεμο θα κατέβαζε αναγκαστικά γρήγορα και τους Γερμανούς στην Ελλάδα, κάτι που ήθελε πάση θυσία να αποφύγει. Κι αυτό, επειδή ήταν πεπεισμένος ότι η Αγγλία, η μοναδική άλλη χώρα που το καλοκαίρι του '40 πολεμούσε τον Αξονα, πάλευε με όλη της τη δύναμη για την ίδια την ύπαρξή της και δεν θα ήταν σε θέση να βοηθήσει πραγματικά την Ελλάδα, την οποία ουδέποτε είδε ως κύριο μέτωπο αγώνα. Ετσι, αν και προετοίμαζε στρατιωτικά τη χώρα όσο πιο αποτελεσματικά μπορούσε, ταυτόχρονα, έκανε και ό,τι ήταν δυνατόν για να κρατήσει την ελληνική ουδετερότητα.

«Σιωπηρή επιστράτευση»
Για τις επόμενες 70 ημέρες από τον τορπιλισμό της «Ελλης», επικράτησε η «ηρεμία πριν από την καταιγίδα». Μ' ένα πρωτοποριακό σύστημα «σιωπηρής επιστράτευσης» με ατομικές προσκλήσεις, ο Μεταξάς πρόλαβε να ετοιμάσει τον στρατό χωρίς να δώσει την αφορμή για πόλεμο. Μέχρι που, τα χαράματα της 28ης Οκτωβρίου, το αυτοκίνητο του Ιταλού πρέσβη έφτασε έξω από το σπίτι του στην Κηφισιά...

Πέρα από την καθαρά στρατιωτική προετοιμασία, ένα εξαιρετικά κρίσιμο θέμα για την αποτελεσματική είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο ήταν η εθνική ομοψυχία. Κι αυτή συνδεόταν άρρηκτα με τη στάση της Αριστεράς. Από τη φυλακή, όπου βρισκόταν, ο γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, Νίκος Ζαχαριάδης, με μια ιστορική επιστολή του, χάραξε από την πρώτη στιγμή τη στάση της «πατριωτικής αριστεράς». H συμβολή του αυτή υπήρξε καθοριστική για την ενότητα του ελληνικού λαού και τη νίκη.

Οι νίκες του ελληνικού στρατού οδήγησαν σε μια μοναδικότητα σε όλο τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο: ο ελληνικός ηρωισμός χαιρετίστηκε επίσημα και από τους δύο μεγάλους ηγέτες των δύο αντιπάλων στρατοπέδων· από τον Τσόρτσιλ στην αγγλική Βουλή και από τον Χίτλερ στο Ράιχσταγκ.

Νίκες μέχρι τέλους
Ομως, αυτή η νίκη των Ελλήνων επί των Ιταλών δεν έμελλε να φέρει και τους καρπούς της ελευθερίας. Μέσα σε έξι μήνες από τη μέρα που ο Μεταξάς είπε το «Οχι», οι Γερμανοί εισέβαλαν τελικά στην Ελλάδα. Ετσι, τον Απρίλιο του 1941, η Ελλάδα ήταν η μοναδική χώρα όχι απλώς στην Ευρώπη αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο που πολεμούσε όχι με μία, αλλά ταυτόχρονα με δύο χώρες του Αξονα. Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι, ενώ στις 6 Απριλίου του 1941 εκδηλώθηκε η γερμανική επίθεση στη Μακεδονία, ακόμη και την επόμενη ημέρα, στις 7 Απριλίου, οι ελληνικές δυνάμεις καταλάμβαναν το «Υψωμα 1.116» και συνελάμβαναν αιχμαλώτους 20 Ιταλούς αξιωματικούς και 527 Ιταλούς οπλίτες στο αλβανικό μέτωπο...

Τα Ντοκουμέντα του ΣΚΑΪ
Το δίωρο ντοκιμαντέρ των Ντοκουμέντων του ΣΚΑΪ για την 28η Οκτωβρίου και τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, σε σκηνοθεσία Γιάννη Κατωμερή, προβάλλεται την Κυριακή το βράδυ σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος, στις 11 μ.μ., πραγματεύεται τα γεγονότα από τη βύθιση της Ελλης μέχρι την κήρυξη του πολέμου και το «Οχι» του Ιωάννη Μεταξά. Το δεύτερο μέρος, που προβάλλεται αμέσως μετά, 15 λεπτά μετά τα μεσάνυχτα, πραγματεύεται τα όσα συνέβησαν από τις πρώτες νικηφόρες μάχες του ελληνικού στρατού μέχρι τη γερμανική εισβολή στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941 και τη συνθηκολόγηση. Για τις ανάγκες του ντοκιμαντέρ, τα Ντοκουμέντα ταξίδεψαν στην Ιταλία και την Αγγλία, καθώς και στα πεδία των μαχών του ελληνοϊταλικού πολέμου, ενώ προβάλλουν ιδιαίτερα σπάνιο κινηματογραφικό υλικό τόσο από τις πολεμικές επιχειρήσεις όσο και από τις διπλωματικές διεργασίες που προηγήθηκαν του πολέμου στην Ελλάδα, την Ιταλία, τη Γερμανία και την Αγγλία.

Την πορεία των γεγονότων στους μήνες από τη βύθιση της Ελλης μέχρι και τη συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς, συνθέτουν πολυάριθμες μαρτυρίες βετεράνων αλλά και αμάχων της εποχής, καθώς και αναλύσεις στρατιωτικών, ιστορικών και πολιτικών. Μεταξύ αυτών, η «Κ» δημοσιεύει σήμερα αποσπάσματα από θέσεις που αναπτύσσουν στα Ντοκουμέντα ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού αντιστράτηγος Δημ. Γράψας, ο τέως γενικός γραμματέας του ΚΚΕ Γρηγόρης Φαράκος, ο Μίκης Θεοδωράκης, που έζησε νεαρός τα γεγονότα στην Τρίπολη και ο δρ Φραντσέσκο Ανγκελόνε από το Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών S. Pio V, της Ρώμης.

Η μυστηριώδης φωτογραφία
Η φωτογραφία αυτή αποτελεί τμήμα ενός σπανιότατου φιλμ το οποίο προβάλλεται στο πλαίσιο των Ντοκουμέντων του ΣΚΑΪ «Από την 4η Αυγούστου στην 28η Οκτωβρίου και το έπος του '40», την Κυριακή στις 11 το βράδυ. Η φωτογραφία απεικονίζει τον Ιωάννη Μεταξά και τον Ιταλό πρέσβη Εμμανουέλε Γκράτσι, στο σπίτι του πρώτου στην Κηφισιά. Τα ερωτήματα που εγείρονται είναι πολλά. Ιστορικοί της περιόδου, που εξέτασαν το φιλμ και τη φωτογραφία τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ιταλία, θεωρούν ότι πρόκειται πραγματικά για τους Μεταξά και Γκράτσι. Ομως, η εγγονή του Ιωάννη Μεταξά, αρχαιολόγος και ερευνήτρια Ιωάννα Φωκά, θεωρεί ότι πρόκειται για προϊόν μεταγενέστερης δραματοποίησης, με ηθοποιούς. Ωστόσο, το μυστήριο επιτείνεται, καθώς η κ. Φωκά παραδέχεται ότι, χωρίς αμφιβολία, πρόκειται πράγματι για το σπίτι της Κηφισιάς, αλλά δεν γνωρίζει από ποιους, γιατί, πότε και υπό ποίες συνθήκες μια τέτοια δραματοποίηση του «ΟΧΙ» θα μπορούσε να έχει γυριστεί...

Η προέλευση του φιλμ, που προβάλλεται ολόκληρο από τα Ντοκουμέντα και στο οποίο ο Γκράτσι δίνει ένα χαρτί στον Μεταξά και αυτός το διαβάζει σκεπτικός, παραμένει άγνωστη. Σε αυτό περιλαμβάνονται και πλάνα του Μεταξά να εγκαταλείπει το σπίτι και να μπαίνει στο αυτοκίνητό του. Τελικά, τα ενδεχόμενα είναι τα ακόλουθα:
- Πρόκειται πράγματι για δραματοποίηση, που όμως έγινε υπό άγνωστες συνθήκες και με άγνωστους ηθοποιούς που είναι... ίδιοι με τον Μεταξά και τον Γκράτσι και ξεγελούν ακόμα και σήμερα τους πάντες.
- Πρόκειται για πραγματικό φιλμ. Σε αυτή την περίπτωση, που από τους ειδικούς που το εξέτασαν θεωρείται σχεδόν βέβαιη, υπάρχουν πια τρία ενδεχόμενα:
1. Το πιθανότερο είναι ότι το φιλμ γυρίστηκε σε μία από τις (αρκετές) επισκέψεις του Γκράτσι στην Κηφισιά πριν από την 28η Οκτωβρίου, επισκέψεις που καταγράφονται και στο ημερολόγιο του Μεταξά - τότε, όμως, γιατί ο πρωθυπουργός να τον δεχθεί φορώντας τη ρόμπα του;
2. Η σκηνή δραματοποιήθηκε με εντολή του Μεταξά για την Ιστορία μετά την 28η Οκτωβρίου. Αυτό πρέπει να θεωρείται αδύνατον, καθώς θα έπρεπε να είναι παρών και ο Γκράτσι, ο οποίος πάντως έμεινε στην Αθήνα για περίπου ένα μήνα μετά την κήρυξη του πολέμου.
3. Πρόκειται για το ίδιο το βράδυ του «ΟΧΙ», στις 28 Οκτωβρίου 1940. Βέβαια, αν επρόκειτο για κάτι τέτοιο, θα άλλαζε δραματικά τα όσα γνωρίζουμε για το σημαντικότερο βράδυ της ελληνικής Ιστορίας του 20ού αιώνα.

Αντιστράτηγος Δημήτριος Γράψας *
Η Ελλάδα, εκείνη την περίοδο, πολεμούσε μόνη, χωρίς συμμάχους
«...Η Ελλάδα εκείνη την περίοδο πολεμούσε μόνη, χωρίς συμμάχους. Οι Βρετανοί έβλεπαν ως πιο στρατηγικό χώρο την Τουρκία και λιγότερο τον χώρο της Ελλάδος, τον οποίο αντιμετώπιζαν κυρίως ως αντιπερισπασμό ως προς τις επιχειρήσεις στη Βόρειο Αφρική. Γι' αυτό και το 1939, είχαν υπογράψει με την Τουρκία το σύμφωνο αμοιβαίας βοήθειας. Βέβαια, με την εξέλιξη των γεγονότων, οι νίκες των Ελλήνων άρχισαν να επηρεάζουν στρατιωτικά την περιοχή. Και θα μπορούσα να πω, όχι μόνο στρατιωτικά, αλλά και ηθικά, διότι ήταν η πρώτη χώρα -και μάλιστα μικρή χώρα-, η οποία επέφερε νικηφόρο πλήγμα στον Αξονα και με αυτές τις νίκες της έδινε στους λαούς, στους χειμαζόμενους τότε κατεκτημένους λαούς από τον Αξονα μια νέα ελπίδα ότι ο αγώνας θα μπορούσε να είναι νικηφόρος. Ετσι και η Βρετανία άρχισε να βλέπει αυτό το μέτωπο με άλλο μάτι και προσπάθησε να το ενισχύσει...
...Το ΓΕΣ, αφού αντελήφθη ότι ο αγώνας στον παραλιακό τομέα δεν είχε αποτελέσματα για τους εχθρούς και ότι ο κίνδυνος προερχόταν από τη δευτερεύουσα προσπάθεια, συγκέντρωσε δυνάμεις με τις οποίες έπληξε την ιταλική μεραρχία Τζούλια στο πλευρό, με αποτέλεσμα να την καταστρέψει και να την αναγκάσει σε υποχώρηση. Ηταν ένας στρατηγικός αλλά και επιχειρησιακός ελιγμός, αφού με πολύ λιγότερες δυνάμεις και μέσα κατάφερε να διατηρήσει το μέτωπο Ελαίας - Καλαμά, αλλά και στη συνέχεια να προβεί σε ένα νικηφόρο αγώνα. Σημαντικό ρόλο στον αγώνα αυτό, μπορούμε να πούμε ότι έπαιξε η απόφαση του στρατηγού Κατσιμήτρου, διοικητού της 8ης Μεραρχίας πεζικού, ο οποίος επέμενε και έδωσε τον αγώνα σε αυτή τη γραμμή...
...Πιστεύω ότι ο λόγος της ήττας των Ιταλών ήταν η κακή εκτίμηση που είχαν για τις δυνατότητες του ελληνικού στρατού, η κακή εκτίμηση που είχαν για τη θέληση του ελληνικού στρατού, του ελληνικού έθνους να πολεμήσει. Είχαν προετοιμαστεί περισσότερο για ένα στρατιωτικό περίπατο, παρά για να δώσουνε σημαντικές, σκληρές μάχες, φονικές μάχες όπως αυτές που διεξήχθησαν στο μέτωπο της Βόρειας Ηπείρου...»
* Ο αντιστράτηγος Δημήτριος Γράψας είναι αρχηγός ΓΕΣ.

Μίκης Θεοδωράκης
Εκλαιγε όλη η πόλη για τον Μεταξά
«...Οταν έπεφτε μια πόλη, «έπεφτε» όλη η Ελλάδα: έβγαινε όλος ο κόσμος έξω, χτυπάγανε οι καμπάνες κι ο κόσμος τραγουδούσε, χόρευε, φίλαγε ο ένας τον άλλο... Κι αυτό γινότανε κάθε βδομάδα, διότι κάθε βδομάδα έπεφτε η μία αλβανική πόλη μετά την άλλη. Τέτοια έξαρση πατριωτισμού δεν νομίζω να την ξανάζησαν οι Ελληνες...
...Ο θάνατος του Μεταξά ήταν ένα μεγάλο σοκ. Ο Μεταξάς ήταν πολύ τυχερός διότι συνέδεσε το όνομά του με το «Οχι», συνέδεσε το όνομά του με τη νίκη και πέθανε σε μια κορύφωση νίκης. Στην Τρίπολη, πρέπει να σου πω ότι έγιναν μνημόσυνα σε διάφορες εκκλησίες. Κι εμείς πήγαμε σε μια εκκλησία, όχι στη μητρόπολη, σε μια άλλη, πιο μικρή. Την ώρα λοιπόν του μνημοσύνου, ο κόσμος έκλαιγε τόσο γοερά, ώστε από τη μία εκκλησία στην άλλη άκουγες τα κλάματα. Εκλαιγε όλη η πόλη για τον Μεταξά. Τόσο τυχερός ήταν δηλαδή, έτυχε η κατάλληλη στιγμή να πει το «Οχι» και μετά να πεθάνει... Και πίσω από το «Οχι» αυτό, δείχνει ότι ήταν ίσως ο μοναδικός πολιτικός στην Ευρώπη που δεν πίστευε στη νίκη του Χίτλερ. Πίστευε δηλαδή ότι θα νικήσουν οι Εγγλέζοι, κάτι που εκείνη τη στιγμή έμοιαζε παράλογο. Και, βεβαίως, ταίριαζε πολύ και με τη νοοτροπία του θρόνου, που ήταν αγγλόφιλος...».

Γρηγόρης Φαράκος*
Στην κηδεία του Μεταξά εγώ παρευρέθηκα
«...Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου το περίμενα γιατί θα είχα το πρώτο μου μάθημα στο πρώτο έτος του Πολυτεχνείου... Εκείνο που αισθάνομαι μέχρι τώρα -και πιστεύω το αισθάνεται και ο περισσότερος κόσμος από τότε- ήταν ότι η ζωή, γενικά η ζωή και της χώρας και του κάθε ατόμου, χωρίστηκε στα δύο. Στο πριν και το μετά. Κι αυτό κατά τη γνώμη μου καθόρισε και την εξέλιξη όλης της χώρας στα κατοπινά.
...Η στάση της Σοβιετικής Ενωσης στον ελληνοϊταλικό πόλεμο ήταν διφορούμενη. Επιπλέον, το σοβιετογερμανικό Σύμφωνο Μολότοφ - Ρίμπερντοφ δημιούργησε προβλήματα σε όλα τα κομμουνιστικά κόμματα της Ευρώπης που είχαν ταχθεί κατά του Αξονα...
...Είναι γνωστό ότι κατοπινά έχει γίνει μια κριτική στο γράμμα του Ζαχαριάδη από τη φυλακή, ότι ήταν υπερπατριωτικό, ότι είχε και άλλες άστοχες εκφράσεις. Αν το προσέξεις δεν έχει ούτε άστοχες εκφράσεις ούτε τίποτα. Μακάρι τη γραμμή αυτή (την ακολούθησε βέβαια το ΚΚΕ στα χρόνια της Κατοχής), μακάρι να την ακολουθούσε ακόμα πιο σταθερά και μόνιμα. Οποια άλλη γνώμη κι αν έχει και ό,τι κι αν σκέφτεται κανείς για τον Ζαχαριάδη, οφείλει να του αναγνωρίσει αυτή τη μεγάλη υποθήκη που άφησε εκείνη τη στιγμή προς τον ελληνικό λαό και προς το κόμμα του...
...Ο,τι και να πεις για τον Μεταξά, το πρωί της 28ης Οκτωβρίου εξέφρασε το λαϊκό αίσθημα. Και βεβαίως, επειδή και το ΚΚΕ αυτή είχε ως μοναδική κατεύθυνση, με αυτή την έννοια ταυτίζονται... Βεβαίως, αρνιέμαι τους διθυράμβους που συνήθως ακούγονται υπέρ του Μεταξά που είπε το «Οχι», αλλά και από την άλλη μεριά, δεν μπορώ να δεχθώ αυτή τη συνεχή κριτική των αριστερών, οι οποίοι δεν είπαν ΠΟΤΕ ότι εν πάση περιπτώσει ο Μεταξάς εκείνο το πρωί είπε αυτό που αισθανόταν όλος ο ελληνικός λαός. Και θα πω και κάτι ακόμα: Στην κηδεία του Μεταξά εγώ παρευρέθηκα. Ημουν από εκείνους που με τίποτα δεν τον ήθελα, αλλά παρευρέθηκα. Και παρευρέθηκε πολύς τέτοιος κόσμος...».
* Ο κ. Γρηγόρης Φαράκος είναι τέως γ.γ. του ΚΚΕ.

Δρ Φραντσέσκο Ανγκελόνε*
Λάθος πληροφορίες για τον ελληνικό στρατό
«...Η αποτυχία οφείλεται και σε λάθος εκτιμήσεις εκ μέρους της ιταλικής κυβέρνησης. Οι εκτιμήσεις αυτές ήταν βασισμένες σε λανθασμένες πληροφορίες των στρατιωτικών μυστικών υπηρεσιών από την Αθήνα και, συγκεκριμένα, σε μια αναφορά η οποία περιέγραφε μια καθόλου ρεαλιστική κατάσταση... Οι ιταλικές στρατιωτικές μυστικές υπηρεσίες χαρακτήριζαν τον ελληνικό στρατό ημιδιαλυμένο και κακώς εξοπλισμένο.
Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τα όσα πίστευαν διάφοροι αξιωματούχοι του Ιταλικού Γενικού Επιτελείου Στρατού, οδήγησαν στο εσφαλμένο συμπέρασμα πως ο πόλεμος εναντίον της Ελλάδος θα τελείωνε εύκολα και γρήγορα. Προφανώς δεν έγινε έτσι. Δεν έγινε έτσι γιατί ο ελληνικός στρατός μόνο κακώς εξοπλισμένος δεν ήταν... Επιπλέον δεν χρησιμοποιήθηκε ικανός αριθμός μεραρχιών, όπως σημείωσαν άλλωστε και ορισμένοι στρατηγοί του ιταλικού Γενικού Επιτελείου.
Ενα σύνολο 19 - 20 μεραρχιών θεωρούνταν δυνάμεις ικανές να επιτεθούν και να καταλάβουν με επιτυχία την Ελλάδα. Τελικά χρησιμοποιήθηκαν πολύ λιγότερες μεραρχίες. Δεν κινητοποιήθηκαν οι ειδικές μονάδες για επιχειρήσεις σε ορεινές περιοχές και όλα αυτά οδήγησαν στην αποτυχία της επίθεσης...».
* Ο δρ Φραντσέσκο Ανγκελόνε είναι αναλυτής στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών S. Pio V, Ρώμη.

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2017

Η ιδεολογία της «4ης Αυγούστου»

Η ιδεολογία της «4ης Αυγούστου»

Ο Ιωάννης Μεταξάς, κατά τη διάρκεια εκδήλωσης των Ταγμάτων Εργασίας. Στην κορυφή της σκάλας, ο Κώστας Κοτζιάς –ασκεπής, με το καπέλο στο αριστερό χέρι– υπουργός Διοικήσεως Πρωτευούσης. Στο ίδιο σκαλοπάτι με τον κυβερνήτη, δεξιότερα, ο γενικός διευθυντής Γραμμάτων και Τεχνών του καθεστώτος Κωστής Μπαστιάς. 

Ογδόντα χρόνια έκλεισαν την περασμένη Πέμπτη από την ημέρα που ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ μαζί με τον Ιωάννη Μεταξά επέβαλαν την πολιτική δικτατορία της 4ης Αυγούστου 1936, ένα καθεστώς άκρως αυταρχικό με ό,τι αυτό συνεπαγόταν για όσους τολμούσαν να το αμφισβητήσουν.

Η βασιλομεταξική επιλογή διαμορφώθηκε σε καθεστώς στο οποίο συνωθήθηκαν ποικίλα συμφέροντα, ελληνικά και μη. Αν όμως η βασιλική εξουσία παρέμεινε ο κύριος και καθοριστικός πόλος του καθεστώτος, ο Μεταξάς –πιστός και σταθερός, ως προς τη στόχευση, στη γραμμή της μέσης πολιτικής οδού μεταξύ βενιζελικών και αντιβενιζελικών που είχε ήδη χαράξει από τις αρχές της δεκαετίας του ’20– προσπάθησε και να συγκροτήσει γύρω από το πρόσωπό του ένα πολιτικό πλέγμα που ονομάστηκε «4η Αυγούστου», ενσωματώνοντας και φασίζοντα στοιχεία, σύμφωνα με το πνεύμα της εποχής. Εχοντας βεβαίως πάντοτε επίγνωση και φόβους πως ό,τι οικοδομεί τελεί πάντοτε υπό τη ρητή ή σιωπηρή έγκριση του Γεωργίου. Και είναι χαρακτηριστικό το ότι δεν προχώρησε, παρ’ ότι το ήθελε, στην ίδρυση ενός μονοκομματικού πολιτικού εργαλείου, και κατά συνέπεια ολοκληρωτικού κράτους, γνωρίζοντας τα όρια της βασιλικής επίνευσης, αλλά και την έλλειψη χαρισματικότητας του ιδίου, δηλαδή την αδυναμία του να εμπνεύσει το μέγα πλήθος, όπως οι δημοφιλείς δικτάτορες της εποχής του. Ο Μεταξάς, ευτυχώς για τον ίδιο, διέθετε αυτογνωσία. Αλλά και χάρις σ’ αυτήν γνώριζε ότι ήταν όχι μόνο ικανός στρατιωτικός, αλλά και μετρ του πολιτικού παιχνιδιού.

Αυτός ο με διαρκώς πενιχρές εκλογικές επιδόσεις ηγέτης μικρού κόμματος, τόλμησε και κατόρθωσε, εκμεταλλευόμενος και την αβελτηρία της ηγεσίας της αντιβενιζελικής παράταξης, από το 1934, να αναδειχθεί, μέσω της αρθρογραφικής μονομαχίας, αυτός μόνος σε κύριο αντίπαλο του δύοντος Κρητικού πολιτικού γίγαντα Ελευθερίου Βενιζέλου.

Και τελικώς να αποκτήσει το κύρος για διεκδίκηση της βασιλικής εύνοιας και εν τέλει τής με συντριπτική πλειοψηφία κοινοβουλευτικής πρωθυπουργίας, πριν αναδειχθεί σε αυτό που πάντα επεδίωκε, δηλαδή σε δικτάτορα, έστω και υπό την αιγίδα ενός ανωτάτου άρχοντος.

Προσέγγιση του ΚΚΕ

Πανούργος πολιτικός ο Μεταξάς, επιχείρησε τον μαύρο Σεπτέμβρη του 1922, και ενώ οι επαναστάτες του Πλαστήρα πλησίαζαν για να αποβιβαστούν στο Λαύριο – κάτι που ο ίδιος δεν αναφέρει στο «Ημερολόγιό» του: Πρότεινε στο ΚΚΕ συμμετοχή σε κυβέρνηση υπό την πρωθυπουργία του· έλαβε όμως, τελικά, αρνητική απάντηση. Αυτή η απόπειρα του σφοδρού αντικομμουνιστή Μεταξά είναι ένα ακόμα στοιχείο για τον απόλυτα πρακτικό χαρακτήρα της πολιτικής του δράσης. Αλλωστε, για λόγους εθνικής ομοψυχίας, η αντικομμουνιστική ρητορική του θα εκλείψει τους μήνες πριν από την ιταλική επίθεση.

Ωστόσο, η άκρα πρακτικότητα της πολιτικής του δεν τον εμπόδισε να προσπαθήσει να διαμορφώσει, ως διανοούμενος δικτάτωρ –και με τη συμβολή πιστών υπηρετών μέσω των περιοδικών «Το Νέον Κράτος» (κατά το «Estado Novo» του Σαλαζάρ) με αρχισυντάκτη τον Αριστο Καμπάνη και μονίμως στο εξώφυλλό του σχέδιο του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα, και «Νέα Πολιτική» του Ιωάννη Τουρνάκη– ένα ιδεολογικοφανές corpus, έστω και ως συμπληρωματικό εργαλείο αυτής της πολιτικής.

Ο Μεταξισμός, όρος που πρωτοδιατύπωσε η εφημερίδα «Πρωία» ήδη από τη δεκαετία του ’20, δεν χαρακτηρίζει πλέον μόνο την πολιτική του ηγέτη των Ελευθεροφρόνων. Ο Μεταξισμός, στη διάρκεια της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, απεδείχθη και όρος ιδεολογικός. Και το ερώτημα είναι: Είχε δική του ιδεολογία το καθεστώς και ειδικότερα ο Μεταξάς;

Η απάντηση της επιστήμης φαίνεται καταφατική. Με το ρεύμα των μεταξικών σπουδών των τελευταίων δεκαετιών (αφού αμβλύνθηκε σταδιακά η δαιμονοποίηση του Μεταξά) προσκομίστηκαν αρκετά στοιχεία – όπως με τα περί τον Μεταξά βιβλία της Μαρίνας Πετράκη που εμπλούτισαν κυρίως τις γνώσεις μας για τη μεταξική προπαγάνδα και τους μηχανισμούς της. Τώρα διαθέτουμε μια –δυστυχώς ανέκδοτη ακόμα– διδακτορική διατριβή της Γεωργίας Κοντού, η οποία εγκρίθηκε από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και επικεντρώνεται στην ιδεολογία του Μεταξισμού. Η διατριβή –που εκπονήθηκε με επιβλέπουσα την καθηγήτρια Λήδα Παπαστεφανάκη και μέλη της συμβουλευτικής επιτροπής τους καθηγητές Θανάση Δ. Σφήκα και Δέσποινα Παπαδημητρίου– έχει τίτλο: «Η πολιτική και κοινωνική ιδεολογία της 4ης Αυγούστου και ο τρόπος με τον οποίο αυτή επηρέασε την εκπαίδευση και τη νεολαία (ΕΟΝ)». [Σημ. Αρχείου: στο τέλος του σημειώματος βλ. την περίληψη της διατριβής]

Πρωτογενείς πηγές

Η Γεωργία Κοντού ερεύνησε ένα ευρύ και σημαντικό αρχειακό υλικό, ενώ στο δεύτερο σκέλος της διατριβής της, που αφορά στην εκπαίδευση, έκανε χρήση ανεκμετάλλευτων πρωτογενών πηγών: αποκαλυπτικά σχολικά αρχεία της Αιτωλοακαρνανίας στα οποία αντανακλάται η πολιτική του καθεστώτος πάνω στην εκπαίδευση, σε εθνικό επίπεδο. (Ενός καθεστώτος στο οποίο είχαν προσχωρήσει τόσοι και τέτοιοι επιφανείς, που πρωτοεπισημάνθηκαν από τον Ρένο Αποστολίδη και όπως, άλλωστε, μας έδειξαν τα συστηματικά και αναλυτικά ευρετήρια των περιοδικών «Η Νεολαία» και «Το Νέον Κράτος», τα οποία συγκρότησε ο Γιώργος Ανδρειωμένος και εκδόθηκαν σε δύο ξεχωριστούς τόμους από το Ιδρυμα Ουράνη.)

Με ερμηνευτική οξύνοια η Κοντού αξιοποίησε έτσι το υλικό της, ώστε να κομίσει νέα επαρκή επιστημονική θεώρηση της ιδεολογίας του Τεταρταυγουστιανού καθεστώτος και να φωτίσει ορισμένες από τις τεχνικές και διαδικασίες διάχυσης και επιβολής της στον ειδικότερο τομέα της εκπαίδευσης.

Στο σημείωμά μας αυτό –που αφορά στην ιδεολογία του Μεταξισμού– επισημαίνουμε από το έργο της Κοντού ορισμένα, κατά τη γνώμη μας, χαρακτηριστικά στοιχεία.

Η απάθεια των λαϊκών μαζών και η αδράνεια ή ενεργότερη υποστήριξη του στρατού και ορισμένων κοινωνικών στρωμάτων που δρουν με κριτήριο όχι την ιδεολογική ταύτιση με την 4η Αυγούστου, αλλά με κριτήριο την καλύτερη εξυπηρέτηση των προσωπικών τους βλέψεων, εξασφαλίζει, βέβαια, την αποδοχή του καθεστώτος, δεν σημαίνει, όμως, και εγκόλπωση της ιδεολογίας του.

Ο σημαντικότερος παραγωγός της ιδεολογίας του καθεστώτος είναι ο ίδιος ο Μεταξάς και το περιοδικό «Το Νέον Κράτος». Την ιδεολογία αυτή –όπως νομίζει ότι είναι– την συνοψίζει ο Μεταξάς στο «Ημερολόγιό» του λίγο καιρό πριν από τον θάνατό του: «Η Ελλάς έγινε από της 4ης Αυγούστου κράτος αντικομμουνιστικό, κράτος αντικοινοβουλευτικό, κράτος ολοκληρωτικό, κράτος με βάση αγροτική και εργατική και κατά συνέπεια αντιπλουτοκρατικό».

Αξιοσημείωτη είναι εδώ η επανάληψη της λέξης «κράτος». Δεν πρόκειται όμως για κράτος ολοκληρωτικό, καθώς δεν αρκεί ο αυταρχικός του χαρακτήρας για να το ορίσει ως τέτοιο. Ο Μεταξάς πιστεύει αυτό που μάλλον ειλικρινώς ο ίδιος επιθυμούσε: ότι πρόκειται για κράτος με βάση αγροτική και εργατική. Αυτό ήταν άλλωστε και ένα κεφάλαιο της ρητορικής της ιδεολογίας του Μεταξισμού.

Η Κοντού αναλύει διεξοδικά τη θεματική της ιδεολογίας του Μεταξισμού. Την συγκροτούν: 1. Ο αντιφιλελευθερισμός που συνιστώσες του είναι η ανασημασιοδότηση της έννοιας της ελευθερίας, ο αντικοινοβουλευτισμός, ο αντικομμουνισμός, ο ολοκληρωτισμός (με τις παρατηρήσεις που παρατέθηκαν παραπάνω), ο αντικαπιταλισμός (τουλάχιστον στο επίπεδο του λόγου), η αγροτική και εργατική οικονομική βάση. 2. Η βασιλοφροσύνη. 3. Ο εθνικισμός. 4. Η οικογένεια. 5. Η θρησκεία.

Το νέο κράτος

Το νέο κράτος της 4ης Αυγούστου αυτοπροσδιορίζεται ως υπερκομματικό και υπερταξικό, με ισχυρή εκτελεστική εξουσία και «λαοκρατία» εφόσον –επισημαίνει η Κοντού– «ως λαοκρατία οριστεί η πηγή της πολιτικής εξουσίας από τον λαό και όχι ο τρόπος ασκήσεως της εξουσίας». Ο Μεταξάς ήθελε το κράτος και συντεχνιακό, κάτι που όμως δεν επιχείρησε να το κάνει.

Προβεβλημένο στοιχείο της ιδεολογίας του καθεστώτος ήταν η θεωρία περί Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού, όρος στον οποίο συνοψίστηκε η αντίληψη της ιστορικής συνέχειας, ενώ δόθηκε και εκσυγχρονιστικός χαρακτήρας στη Μεγάλη Ιδέα πλέον όχι ως έναυσμα αλυτρωτικής πολιτικής, αλλά ως προσπάθεια ανάπτυξης μέσα στα συγκεκριμένα όρια της επικράτειας. Μια άποψη ισχύουσα και σήμερα για εκσυγχρονιστές και μη.

Αλλο στοιχείο της ιδεολογίας του Μεταξισμού ήταν η ηγετολατρία του «πρώτου αγρότη», «πρώτου εργάτη» και ηγέτη «ξεχωριστού» από όλους τους άλλους Μεταξά. Αλλωστε το έγραψε και ο ίδιος στο «Ημερολόγιό» του: «Θέλω λατρείες»...

Via 

Περίληψη της διδακτορικής διατριβής της Γεωργίας Κοντού (2013)

Στόχος της παρούσας διατριβής είναι η εξέταση του τρόπου με τον οποίο τα ποικίλα συστατικά στοιχεία της ιδεολογίας της 4ης Αυγούστου συγκροτήθηκαν σε συμπαγή ιδεολογία, η διερεύνηση των μεθόδων με τις οποίες επιδιώχθηκε η ιδεολογική εγχάραξη στην Εκπαίδευση και, τέλος, η μελέτη της Ε.Ο.Ν., της νεολαιίστικης οργάνωσης του καθεστώτος, ως ιδεολογικής του ναυαρχίδας. Η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε συνίσταται στη μελέτη δευτερογενούς βιβλιογραφίας, τη διατύπωση υποθέσεων εργασίας, τον εντοπισμό και τη μελέτη αρχειακών πηγών, τη συγγραφή και την εξαγωγή Συμπερασμάτων. Στην αξιοποίηση των έντυπων αρχειακών πηγών επιλέχθηκε η μέθοδος της ανάλυσης των κειμένων, ποιοτική (έμφαση στο περιεχόμενο) και θεματική (έμφαση στο θέμα και στη συχνότητα που αυτό εμφανίζεται). Επίσης, η εξελικτική προσέγγιση της ιδεολογίας του καθεστώτος ήταν αναπόφευκτη.Τα Συμπεράσματα που εξήχθησαν διατυπώνονται εν συντομία ως εξής: O Ιωάννης Μεταξάς, πολιτικός που ποτέ δεν είχε κρύψει τα αντικοινοβουλευτικά του φρονήματα, αυτοπροβλήθηκε ως Τρίτη Λύση πέρα από το Βενιζελισμό και τον Αντιβενιζελισμό. Ωστόσο, η ιδεολογία, βάσει της οποίας διατεινόταν ότι ασκούσε την εξουσία, παρέμενε νεφελώδης δύο χρόνια μετά την εγκαθίδρυση της δικτατορίας (4 Αυγούστου 1936) και διαμορφωνόταν σταδιακά.Σύμφωνα με τον ίδιο το δικτάτορα, τον κύριο παραγωγό της, τα βασικά συστατικά στοιχεία της ιδεολογίας αυτής ήταν: ο αντικοινοβουλευτισμός ως απόρριψη της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, ο οποίος ενίσχυσε τον αντικομμουνισμό ως προϋπόθεση διατήρησης του κοινωνικού καθεστώτος. Ο αντικοινοβουλευτισμός δε μετασχηματίστηκε σε ολοκληρωτισμό με την έννοια του φασισμού, αλλά πήρε τη μορφή ισχυρού παρεμβατισμού, αισθητού στην οικονομία (αντικαπιταλισμός, τουλάχιστον στο επίπεδο της πολιτικής ρητορείας) και στην κοινωνία (κήρυγμα για ταξική ώσμωση). Εξελίχθηκε δε, τελικά, σε εθνικισμό, ιδεολογικός πυρήνας του οποίου είναι η πρωταρχικότατα του έθνους ως πολιτιστικής και, συνεπώς, εξωλογικής κατηγορίας, που, για το λόγο αυτό, του άρμοζε και εξωλογικός τρόπος διακυβέρνησης, η κληρονομική βασιλεία. Ως βιολογική μήτρα του έθνους θεωρούνταν η πατριαρχική Οικογένεια, ενώ τη μεταφυσική κατοχύρωση τού εξασφάλιζε η Θρησκεία. Η 4η Αυγούστου επεδίωξε να εφαρμόσει την εθνικιστική ιδεολογία της στο πλαίσιο ενός ανακαινισμένου κράτους, του Νέου Κράτους. Η διατύπωση πρωτότυπης -κατά το καθεστώς – ιδεολογίας και η εφαρμογή της στο πλαίσιο του Νέου Κράτους είχε ως απώτερο σκοπό την υλοποίηση του Γ’ Ελληνικού Πολιτισμού, του καινούριου πολιτιστικού ιδανικού, με το οποίο η 4η Αυγούστου επεχείρησε να πληρώσει το κενό από τη χρεοκοπία της Μεγάλης Ιδέας. Ως προϋπόθεση της υλοποίησης του Γ’ Ελληνικού Πολιτισμού προβλήθηκε η ύπαρξη μιας χαρισματικής ηγεσίας, αυτής του Ιωάννη Μεταξά. Η ιδιότυπη εθνικιστική ιδεολογία της 4ης Αυγούστου καθίσταται εμφανέστερη στην Εκπαίδευση. Στο πλαίσιο του εκπαιδευτικού εθνικισμού το καθεστώς αποπειράθηκε να εγχαράξει την ιδεολογία του στη μαθητιώσα και σπουδάζουσα νεολαία, με απώτερο στόχο τον κοινωνικό και πολιτικό πειθαναγκασμό της. Η μικρή πρόοδος, όμως, που σημειώθηκε στον τομέα αυτόν, ήταν μία από τις αιτίες που το καθεστώς προέβη στην οργάνωση της Εθνικής Οργανώσεως Νεολαίας, η οποία λειτούργησε ως ιδεολογική του προμετωπίδα. Ωστόσο, η Ε.Ο.Ν. δεν πέτυχε να εγκαταστήσει σταθερή ιδεολογική σχέση ανάμεσα σε αυτή και στη νέα γενιά, διότι ο μακροπρόθεσμος σχεδιασμός στη λειτουργία της απουσίαζε, η προχειρότητα και η αποσπασματικότητα περίσσευαν, ενώ το ίδιο το καθεστώς παρέμενε ασυμπαθές. Συμπερασματικά, η ιδεολογική επίδραση που άσκησε η 4η Αυγούστου μέσω της Εκπαίδευσης και της Ε.Ο.Ν. είναι δύσκολο να αποτιμηθεί λόγω του ολιγόχρονου του καθεστώτος. Τα ιδεολογικά στοιχεία που επιβιώνουν επιλεκτικά ως σήμερα (π.χ. Πατρίδα, Θρησκεία, Οικογένεια) αποτελούν απόδειξη μιας ισχυρής εθνικής ιδεολογίας, που εξακολουθεί να χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία, έστω και αν η βίωση των επιμέρους αξιών από τα μέλη της εθνικής κοινότητας έχει, στο μεταξύ, μερικώς μεταβληθεί.

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2017

Ο ματωμένος Μάης του '36 στη Θεσσαλονίκη

Τετάρτη, 29 Απρίλη 1936. Δώδεκα χιλιάδες καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης - εκ των οποίων περίπου το 70% γυναίκες - αυτή τη μέρα δεν πιάνουν δουλιά, αλλά κατεβαίνουν σε απεργία ύστερα από απόφαση του συνδικαλιστικού τους φορέα, της Πανελλήνιας Καπνεργατικής Ομοσπονδίας (ΠΚΟ). Κυριότερο αίτημά τους1 έχουν την αύξηση των ημερομισθίων στις 120- 135 δραχμές με την εφαρμογή της σύμβασης του 19242. Η απεργία ξεκινάει από τις 9.30 το πρωί. Τα καπνομάγαζα κλείνουν και οι απεργοί κατευθύνονται αρχικά στα γραφεία της Ομοσπονδίας και στη συνέχεια στον κινηματογράφο «Πάνθεον», όπου έχουν συγκέντρωση για να συζητήσουν και να αποφασίσουν τα μέτρα που πρέπει να λάβουν για την περιφρούρηση του αγώνα τους. Εξω από τον κινηματογράφο, η αστυνομία με ισχυρές δυνάμεις δείχνει τα δόντια της, έτοιμη, ανά πάσα στιγμή, να επιδοθεί στο ...θεάρεστο έργο της.

Οι απεργοί αγνοούν την προκλητική αστυνομική παρουσία, εκλέγουν Κεντρική Επιτροπή Αγώνα και στις 12.30 το μεσημέρι η Επιτροπή κάνει παράσταση στον γενικό διοικητή Μακεδονίας Κ. Πάλλη με το υπόμνημα των αιτημάτων των καπνεργατών. Την ίδια μέρα, ξεσπά η απεργία στο Βόλο και στις Σέρρες.

Πολύ γρήγορα, η απεργία επεκτείνεται και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Την Πέμπτη 30 Απρίλη στην απεργία κατεβαίνουν τα Σωματεία Καπνεργατών στην Καβάλα και στη Δράμα. Το Σάββατο 2 Μάη θα προστεθούν τα Σωματεία Αγρινίου, Κομοτηνής, Σάμου, Σιδηροκάστρου, Προσοτσάνης, Νιγρίτας, Ξάνθης, Λαγκαδά, Σιάτιστας, Καρδίτσας, Πειραιά κ.ά. Την Τρίτη 5 Μάη - 7η μέρα της απεργίας, κατεβαίνουν σε συμπαράσταση στη Θεσσαλονίκη οι κλωστοϋφαντουργοί, οι χαρτεργάτες, οι τσαγκαράδες και οι λαστιχάδες. Στις 6 Μάη το μεσημέρι, μέλη φασιστικών οργανώσεων, τους οποίους χρησιμοποιεί το κράτος, πυροβολούν και τραυματίζουν τον καπνεργάτη Κώστα Σαμιώτη 20 χρόνων.

Την επομένη, 7 Μάη, το Ενωτικό Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης καλεί την εργατική τάξη σε επιφυλακή για 24ωρη απεργία συμπαράστασης. Εν τω μεταξύ, η εργατική τάξη της Ελλάδας συμπαραστέκεται στους απεργούς. Οι πιο μαζικές Ομοσπονδίες Ηλεκτρισμού, Δέρματος, Οικοδόμων, Επισιτισμού, Ιματισμού, Κουρέων, Αρτεργατών, Φυματικών, το Ενωτικό Εργατικό Κέντρο Αθήνας, με τηλεγραφήματά τους προς τη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, τονίζουν ότι αν δε λυθούν τα δίκαια αιτήματα των καπνεργατών, των τσαγκαράδων και υφαντουργών και σε περίπτωση που εφαρμοστούν τα τρομοκρατικά μέτρα που εξαγγέλθηκαν, η εργατιά όλης της χώρας θα κατέβει σε πανελλαδική απεργία. Αυτή τη μέρα φτάνει στη Θεσσαλονίκη, επιστρέφοντας από το Βελιγράδι, ο πρωθυπουργός της χώρας και μετέπειτα δικτάτορας Ι. Μεταξάς, ο οποίος, σε κοινή σύσκεψη που είχε με τον γενικό διευθυντή και τον σωματάρχη του Γ` Σώματος Στρατού, δίνει το «πράσινο φως» για την καταστολή της απεργίας.
 
Σε λίγες ώρες, η συμπρωτεύουσα θα ζούσε μια από τις ηρωικότερες και τραγικότερες σελίδες της ιστορίας της. Αλλά πριν πάμε εκεί ας δούμε, εν συντομία, το ιστορικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο εξελίσσονται τα γεγονότα.

Πρωτόγνωρη όξυνση της ταξικής πάλης
 
Το πρώτο μισό της δεκαετίας του '30, στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από οξύτατες κοινωνικοπολιτικές αντιθέσεις και αντιπαραθέσεις, που τελική κατάληξη θα έχουν την εγκαθίδρυση της μεταξικής δικτατορίας. Επρόκειτο για μια πορεία που δεν ήταν αναπόφευκτη, αν κρίνουμε από τη σκοπιά των συμφερόντων του εργαζόμενου λαού, αλλά ούτε και εύκολη, αν εξετάσουμε τα πράγματα από τη σκοπιά των συμφερόντων της άρχουσας τάξης. Προς αυτήν την κατεύθυνση ευνοούσε η παγκόσμια οικονομική κρίση του καπιταλισμού 1929-1933, η χρεοκοπία του αστικού κοινοβουλευτισμού και η άνοδος του φασισμού, έμμεσα ή άμεσα, η κυριαρχία, δηλαδή, των πιο αντιδραστικών τμημάτων της χρηματιστικής ολιγαρχίας ως απάντηση των αστικών τάξεων σ' αυτήν την κρίση, αλλά και για την αντιμετώπιση του ανερχόμενου εργατικού - επαναστατικού κινήματος.

Στο εξεταζόμενο διάστημα και πριν ο Μεταξάς εγκαθιδρύσει το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, η Ελλάδα γνώρισε σημαντικές, αλλά αποτυχημένες απόπειρες επιβολής δικτατορικού καθεστώτος από το χώρο του Κέντρου (Κίνημα Πλαστήρα το 1933, Κίνημα των Βενιζελικών της 1ης Μάρτη 1935), ενώ ο άλλος πόλος του αστικού πολιτικού κόσμου, η λεγόμενη δεξιά και ακροδεξιά, δουλεύοντας πιο μεθοδικά, κατάφερε να επιτύχει την παλινόρθωση της μοναρχίας το φθινόπωρο του 1935 και να βάλει ισχυρά θεμέλια για μια επιτυχημένη επιβολή πραξικοπήματος.
 
Το 1935 παρουσιάζεται επίσης σοβαρή ανάπτυξη του απεργιακού κινήματος που συνοδεύεται από παλλαϊκά συλλαλητήρια. Σε 200.000 φτάνουν οι απεργοί εργάτες μέχρι τον Οκτώβρη του χρόνου εκείνου, χωρίς να υπολογίζονται οι μήνες Μάρτης - Απρίλης. Χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτών των αγώνων, που αγκαλιάζουν όλα σχεδόν τα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας, είναι η αποφασιστικότητα και το πείσμα των εργαζόμενων μαζών, που φτάνουν ακόμη και σε ανοιχτή σύγκρουση με τους εργοδότες και την αστυνομία. Το 1935 σημαδεύεται, επίσης, με το ματοκύλισμα δεκάδων εργατών και αγροτών3.

Με την αυγή του 1936, ο ελληνικός λαός έζησε κορυφαία ιστορικά γεγονότα. Στις 26 Γενάρη, η χώρα οδηγήθηκε σε εκλογές. Η βενιζελική παράταξη - το λεγόμενο Κέντρο - που κατέβηκε στις εκλογές με 5 διαφορετικά κόμματα (Κόμμα Φιλελευθέρων, Δημοκρατικός Συνασπισμός, Πανδημοκρατική Ενωσις Κρήτης, Αγροτικό Σοφιανόπουλου και Νεοφιλελεύθεροι) συγκέντρωσε συνολικά 574.655 ψήφους, και 142 έδρες. Η αντιβενιζελική παράταξη - η λεγόμενη Δεξιά και ακροδεξιά - πήρε μέρος στις εκλογές με τα κόμματα Λαϊκό, Λαϊκή Ριζοσπαστική Ενωσις, Κόμμα Ελευθεροφρόνων (Μεταξάς) και Εθνικόν Μεταρρυθμιστικόν Κόμμα και συγκέντρωσε 602.840 ψήφους και 143 έδρες. Το ΚΚΕ, που είχε δημιουργήσει με το Αγροτικό Κόμμα του Βογιατζή το «Παλλαϊκό Μέτωπο», σημείωσε επιτυχία, καθώς συγκέντρωσε 73.411 ψήφους και εξέλεξε 15 βουλευτές. Η επιτυχία αυτή αποκτούσε ξεχωριστή σημασία, δεδομένου ότι κανένα κόμμα δε συγκέντρωνε την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία και το Παλλαϊκό Μέτωπο μπορούσε να παίξει ένα είδος ρυθμιστικού ρόλου, κάτι και το οποίο έγινε με την υπογραφή, στις 19/2/1936, του γνωστού συμφώνου Σκλάβαινα - Σοφούλη. Βάσει των όρων της συμφωνίας, το Παλλαϊκό Μέτωπο αναλάμβανε την υποχρέωση να ψηφίσει τους Φιλελεύθερους για το προεδρείο της Βουλής και να δώσει ψήφο ανοχής σε κυβέρνηση που θα σχημάτιζε ο Σοφούλης. Από την πλευρά της, η κυβέρνηση θα ακύρωνε αναδρομικά τη διάταξη του εκλογικού νόμου που αφαιρούσε τα εκλογικά δικαιώματα από όσους είχαν καταδικαστεί για παράβαση του «ιδιώνυμου», θα καταργούσε τις Επιτροπές Ασφάλειας, θα έδινε αμνηστία στον Ν. Ζαχαριάδη, στον Β. Βερβέρη και στον Β. Νεφελούδη, καθώς και σε όλους τους πολιτικούς κατάδικους, στους φυλακισμένους και τους εξόριστους, θα διέλυε όλες τις φασιστικές οργανώσεις, θα καθιέρωνε σαν μόνιμο εκλογικό σύστημα την αναλογική, θα ελάττωνε, μέσα σε δυο μήνες, την τιμή του ψωμιού, θα απαγόρευε την προσωποκράτηση για οφειλές προς το Δημόσιο μέχρι τρεις χιλιάδες δραχμές, θα καθιέρωνε πεντάχρονο χρεοστάσιο χωρίς όρους για τα χρέη των αγροτών στις τράπεζες και στους ιδιώτες και θα προχωρούσε στην άμεση εφαρμογή των κοινωνικών ασφαλίσεων4.

Τελικά, αυτό το σύμφωνο δεν τηρήθηκε, με ευθύνη του Κόμματος των Φιλελευθέρων του Θ. Σοφούλη, που υπαναχώρησε, υποστηρίζοντας μαζί με το δεξιό Λαϊκό κόμμα τη λύση Δεμερτζή.
Η υπαναχώρηση των Φιλελευθέρων ήταν επιβεβλημένη από τα ταξικά συμφέροντα που υπηρετούσε ο χώρος του Κέντρου, δεδομένου ότι ήταν τέτοιες οι συνθήκες εκείνη την περίοδο που η συμμαχία με το Παλλαϊκό Μέτωπο ευνοούσε το λαϊκό κίνημα, η πάλη του οποίου γνώριζε πραγματική έκρηξη. Στους πρώτους μήνες του '36, το απεργιακό κίνημα της εργατικής τάξης, αλλά και των μεσαίων στρωμάτων σημείωσε πρωτοφανή άνοδο απ' άκρη σ' άκρη της Ελλάδας. Μόνο στο τρίμηνο Γενάρη - Μάρτη, απήργησαν πάνω από 200 χιλιάδες εργάτες, ενώ σε μια σειρά πόλεις (Δράμα, Καβάλα, Σέρρες, Ξάνθη κλπ.) πραγματοποιήθηκαν πετυχημένες απεργίες με τοπικού χαρακτήρα αιτήματα. Στο ίδιο χρονικό διάστημα, οι αγρότες μιας σειράς επαρχιών (Ηρακλείου, Δωρίδας κλπ.) συγκροτούσαν συλλαλητήρια, ενώ οι επαγγελματίες των πόλεων κατέβαιναν σε απεργίες. Σ' αυτές τις παλλαϊκές κινητοποιήσεις, το «παρών» έδωσε και η σπουδάζουσα νεολαία. Ολόκληρο το πρώτο δεκαήμερο του Μάρτη, οι φοιτητές των πανεπιστημίων και όλων των άλλων σχολών βρίσκονταν σε απεργία, απαιτώντας πανεπιστημιακές και γενικότερα δημοκρατικές ελευθερίες5.

Τη μεγάλη άνοδο των εργατικών και λαϊκών αγώνων φανερώνει και η αντίδραση των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους. Ο απολογισμός της κρατικής τρομοκρατίας σε βάρος των λαϊκών μαζών, για τους μήνες Γενάρη, Φλεβάρη, Μάρτη και Απρίλη του 1936, που έδωσε στη δημοσιότητα η Στατιστική Υπηρεσία της οργάνωσης ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΒΟΗΘΕΙΑ, είναι αποκαλυπτικός6. Το Γενάρη του '36, σε ολόκληρη την Ελλάδα έγιναν 117 συλλήψεις, 18 φυλακίσεις, 37 εξορισμοί, 33 τραυματισμοί, 1 δολοφονία, 38 βασανισμοί, 13 απαγορεύσεις συνεδρίων και συγκεντρώσεων, 1 αστυνομική έρευνα, 4 διαλύσεις σωματείων και 3 κατασχέσεις.
Το Φλεβάρη έγιναν 129 συλλήψεις, 91 φυλακίσεις, 6 εξορισμοί, 23 τραυματισμοί, 2 δολοφονίες, 17 βασανισμοί, 3 απαγορεύσεις συνεδρίων και συγκεντρώσεων, 14 αστυνομικές έρευνες και 3 κατασχέσεις.
Το Μάρτη έγιναν 198 συλλήψεις, 225 φυλακίσεις, 12 εξορισμοί, 17 τραυματισμοί, 1 δολοφονία, 36 βασανισμοί, 5 απαγορεύσεις συνεδρίων και συγκεντρώσεων, 2 αστυνομικές έρευνες και 1 κατάσχεση.
Τον Απρίλη του '36 έγιναν 198 συλλήψεις, 32 φυλακίσεις, 44 εξορισμοί, 35 τραυματισμοί, 1 δολοφονία, 34 βασανισμοί, 15 απαγορεύσεις συνεδρίων και συγκεντρώσεων, 19 αστυνομικές έρευνες και 470 κατασχέσεις.

Το σκηνικό, που δείχνει με ποια κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα φτάσαμε στα γεγονότα του Μάη στη Θεσσαλονίκη, ολοκληρώνεται, αν προσθέσουμε τις πολιτικές εξελίξεις σε κεντρικό επίπεδο.

Στις 5 Μάρτη του 1936, ο βασιλιάς Γεώργιος - χωρίς να συναντήσει την παραμικρή αντίσταση από τα αστικά κόμματα - διόρισε τον Ιωάννη Μεταξά στη θέση του υπουργού των Στρατιωτικών. Επίσης καθολική ήταν από τον μονάρχη και τον αστικό πολιτικό κόσμο η στήριξη της κυβέρνησης Δεμερτζή, στην οποία ο Μεταξάς κατείχε και τη θέση του αντιπροέδρου. Λίγες βδομάδες αργότερα, στις 27 Απρίλη του ίδιου έτους, και αφού ο Δεμερτζής είχε αποδημήσει εις Κύριον, τα αστικά κόμματα έκαναν τον Μεταξά πρωθυπουργό, δίνοντάς του ψήφο εμπιστοσύνης και τρεις μέρες αργότερα η Βουλή αποφάσισε τη διακοπή των εργασιών της μέχρι το τέλος Σεπτέμβρη, δίνοντας στον μετέπειτα δικτάτορα και στην κυβέρνησή του ημιδικτατορικές εξουσίες. Αποτέλεσμα ήταν, από τα τέλη Απρίλη του '36, να εγκαθιδρυθεί στη χώρα ένα ιδιότυπο καθεστώς, που αργότερα πολύ εύστοχα ονομάστηκε «καθεστώς της 3 1/2 Αυγούστου»7. Σε καθεστώς, λοιπόν «3 1/2 Αυγούστου» - που ήθελε να γίνει «4η Αυγούστου» - έγιναν τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης, στα οποία και επιστρέφουμε.

Ο ματωμένος Μάης του '36
 
Η κυβέρνηση Μεταξά ακολούθησε παρελκυστική τακτική από την πρώτη μέρα της απεργίας των καπνεργατών, προετοιμάζοντας τη βίαιη κατάπνιξή της. Στους καπνεργάτες έλεγε ότι τα αιτήματά τους γρήγορα θα ικανοποιηθούν και από τους καπνεμπόρους ζητούσε να είναι αδιάλλακτοι. Ετσι φτάσαμε στις 7 Μάη, όπου στο Βόλο έγιναν αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ απεργών και αστυνομίας, ενώ στη Θεσσαλονίκη, όπως προαναφέραμε, έμπαινε σε εφαρμογή ένα πλήρες σχέδιο καταστολής.

Στις 8 Μάη, λίγο πριν από το μεσημέρι, εφτά χιλιάδες απεργοί της Θεσσαλονίκης κατευθύνθηκαν προς τη Γενική Διοίκηση Βορείου Ελλάδος για να απαιτήσουν την άμεση επίλυση των αιτημάτων τους. Δυνάμεις έφιππης και πεζής χωροφυλακής προσπάθησαν να τους σταματήσουν, χωρίς όμως να το πετύχουν. Τότε άρχισαν να πυροβολούν κατά του άοπλου πλήθους, που ύστερα από το πρώτο σοκ ανασύνταξε τις δυνάμεις του κι άρχισε να στήνει οδοφράγματα. Την ίδια ώρα, άλλη διαδήλωση από τρεις χιλιάδες περίπου εργάτες, που κατευθυνόταν επίσης προς το Διοικητήριο, δέχτηκε κι αυτή επίθεση από τους χωροφύλακες. Οι εργάτες κατάφεραν να σπάσουν τις ζώνες των χωροφυλάκων και να ενωθούν με τους συναδέλφους τους στα οδοφράγματα.

Μέσα σε λίγη ώρα, τα νέα είχαν φτάσει σε κάθε σημείο της πόλης κι ο κόσμος κατέβαινε από τις συνοικίες προς το κέντρο για να βοηθήσει τους αγωνιζόμενους εργάτες. Οι αρχές τρομοκρατήθηκαν. Ο διοικητής της φρουράς Θεσσαλονίκης έδωσε διαταγή στο στρατό να χτυπήσει τους διαδηλωτές, αλλά οι φαντάροι δεν υπάκουσαν. Τρεισήμισι ώρες κράτησαν οι οδομαχίες και, τελικά, οι διαδηλωτές υποχώρησαν. Πολλοί εργάτες είχαν τραυματιστεί, αλλά η αγανάκτηση το λαού ήταν στο κατακόρυφο. Το βράδυ, πολλά σωματεία τη Θεσσαλονίκης (αυτοκινητιστές, λιμενεργάτες οικοδόμοι, τροχιοδρομικοί κ.ά.) κήρυξαν απεργία. Η κυβέρνηση σε απάντηση προχώρησε την έκδοση διατάγματος επιστράτευσης των τροχιοδρομικών και των σιδηροδρομικών και διέταξε το Γ` Σώμα Στρατού να λάβει εξαιρετικά μέτρα προς εξασφάλιση της τάξης8.

«Η αστυνομία - έγραφε ο «Ρ», αναφερόμενος στα γεγονότα της 8ης Μάη9 - έδειξε σήμερα καθαρά πως παίζει το ρόλο του υπηρέτη του καπνεμπορικού και του άλλου κεφαλαίου. Με αγριότητα και βανδαλισμούς επετέθηκε κατά των άοπλων καπνεργατών και καπνεργατριών, των υφαντουργών, των μικρών κοριτσιών (12 ως 15 χρόνων) και τους ματοκύλισε. Επί 3 1/2 ώρες, η Θεσσαλονίκη βρισκότανε χθες σε κατάσταση μάχης, μεταξύ των δυνάμεων της αστυνομίας και ενός μέρους της εργατικής τάξης. Η στάση της αστυνομίας έχει εξεγείρει όλο το λαό».

Την επομένη, 9 Μάη, η απεργία στη συμπρωτεύουσα είχε γενικευτεί. Μαζί με τους εργάτες, κατέβηκαν σε απεργία διαμαρτυρίας και οι επαγγελματίες, οι βιοτέχνες και οι φοιτητές. «Την πρωίαν της 9ης Μάη - γράφει ο Γρ. Δαφνής10 - απήργησαν εις ένδειξιν αλληλεγγύης οι λιμενεργάται, αρτεργάται, μυλεργάται, εργάται πλεκτηρίων και άλλων κλάδων, έτσι που το σύνολο των απεργούντων εργατών εις Θεσσαλονίκην ανήλθε εις 25.000 περίπου. Οι δε έμποροι και επαγγελματίαι έκλεισαν τα καταστήματά των. Ολόκληρος δηλαδή ο λαός της Θεσσαλονίκης, ο εργαζόμενος, ενεφανίζετο ηνωμένος εις την κατά των κυβερνητικών μέτρων διαμαρτυρίαν».

Ετσι οι χωροφύλακες από νωρίς το πρωί άρχισαν τις επιθέσεις εναντίων εργατικών συγκεντρώσεων. Η πρώτη σοβαρή σύγκρουση έγινε μεταξύ χωροφυλακής και απεργών αυτοκινητιστών στην οδό Εγνατίας. Οι χωροφύλακες χτύπησαν στο ψαχνό και σε λίγο έπεσε ο πρώτος νεκρός απεργός: Ηταν ο αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης. «Το πλακόστρωτο και οι γύρω δρόμοι βάφονται με αίμα. Παντού ακούγονται αγκομαχητά των πληγωμένων και οι κατάρες τους πλήθους ενάντια στους φονιάδες. Γίνεται διαδήλωση με το νεκρό εργάτη πάνω σε μια πόρτα μπροστά προς το Διοικητήριο, από το οποίο απουσιάζει ο διοικητής, όχι, όμως, και οι χωροφύλακες που το φυλάνε πάνοπλοι. Την ίδια ώρα, οι καμπάνες σε όλες τις συνοικίες κτυπάν συναγερμό, ο λαός ξεχύνεται στους δρόμους και κατηφορίζει προς το κέντρο. Πορείες με υψωμένες τις γροθιές ενώνονται με τους απεργούς, ενώ κόκκινα λάβαρα βαμμένα από το αίμα των δολοφονημένων εργατών ανεμίζουν. Οι πρώτοι νεκροί: Β. Σταύρου, Ιντο Σεννόρ, Γ. Πανόπουλος, Αγλαμίδης, Σαλβατώρ Ματαράσσο, Δημ. Λαϊλάνης, Σ. Διαμαντόπουλος, Γιάννης Πιτάρης, Ευθύμης Μάνος, Μανώλης Ζαχαρίου, Αναστασία Καρανικόλα»11.

Οι μαζικές δολοφονίες διαδηλωτών, αντί να κάμψουν τη λαϊκή αντίσταση, τη θεριεύουν, προκαλώντας νέα κύματα οργής και αγανάκτησης. Ολη η πόλη έχει ξεσηκωθεί, ενώ οι στρατιώτες παραβαίνουν τις διαταγές, αρνούνται να σηκώσουν όπλο κατά του λαού και συγκρούονται με τους χωροφύλακες.

Το μεσημέρι, ο διοικητής του Γ` Σώματος Στρατού διατάσσει τους χωροφύλακες να κλειστούν στα αστυνομικά τμήματα, δίνει εντολή σε αξιωματικούς του στρατού να αναλάβουν τη διοίκηση των αστυνομικών τμημάτων και βγάζει ανακοίνωση που απαγορεύει κάθε συγκέντρωση ακόμα και λίγων ατόμων σε κλειστό ή ανοιχτό χώρο, ενώ κλείνει και τα μαγαζιά της Θεσσαλονίκης. Το γεγονός αυτό αντί να δράσει καταπραϋντικά οξύνει ακόμη περισσότερο τα πνεύματα. Στις 5 μ.μ. πραγματοποιείται νέα λαϊκή συγκέντρωση στη διασταύρωση των οδών Εγνατίας και Βενιζέλου χωρίς να υπάρξουν επεισόδια. Οι συγκεντρωμένοι εκδίδουν ψήφισμα το οποίο λέει:
«Άπας ο λαός της Θεσσαλονίκης, συγκεντρωθείς εις παλλαϊκήν συγκέντρωσιν και ακούσας των ρητόρων, αποφασίζει:
1) Εκφράζει τον αποτροπιασμόν και την αγανάκτησίν του διά τους δολοφόνους.
2) Διαδηλώνει τη συμπάθειάν του προς τους αγωνιζόμενους απεργούς.
Και ζητεί: 1) Παραίτησιν της κυβερνήσεως.
3) Αμεσον σύλληψιν του διευθυντού της Αστυνομίας Ντάκου και την αντικατάστασιν του γενικού διοικητού Πάλλη.
4) Επίλυση όλων των αιτημάτων των απεργών και ακύρωσιν της αποβολής του φοιτητή Καββαδία.
5) Απελευθέρωσιν όλων των συλληφθέντων.
6) Απόδοσιν των θυμάτων εις τα εργατικά Σωματεία προς κήδευσιν.
7) Να επιτραπεί αύριον η τέλεσις παλλαϊκού μνημοσύνου.
Δηλώνει:
ότι θα συνεχίσει την απεργίαν μέχρις της πλήρους επιλύσεως όλων των αιτημάτων και αναθέτει εις τον διοικητήν του ΓΣ Στρατού τη διαβίβασιν του παρόντος ψηφίσματος εις την κυβέρνησιν».

Το βράδυ της 9ης Μάη, ο λαός της Θεσσαλονίκης είναι η πραγματική εξουσία στην πόλη. «Οι αρχές είχαν ουσιαστικά καταλυθεί. Οι συνοικισμοί όλοι είχαν καταληφθεί από τους διαδηλωτάς», γράφει ο επιμελητής του ημερολογίου του Ιωάννη Μεταξά, Π. Σιφναίος12. Και ο Γρ. Δαφνής συμπληρώνει: «Τη νύκτα της 9ης προς 10η Μαΐου, ούτε ο Γενικός Διοικητής, ούτε ο Σωματάρχης, ούτε καμία άλλη αρχή ημπορούσε να ασκήση εξουσίαν... Ητο εκτός πάσης αμφιβολίας ότι ο λαός της Θεσσαλονίκης ήτο κύριος της καταστάσεως»13. Μπρος σ' αυτήν την κατάσταση, ο Μεταξάς δεν έκρυψε τον τρόμο του και διέταξε να κινηθεί το Σύνταγμα Λαρίσης προς τη Θεσσαλονίκη και μοίρα του Στόλου να καταπλεύσει προς την πόλη14. Ηθελε προφανώς να σπείρει τον τρόμο και να δείξει πως ήταν αποφασισμένος για όλα, αλλά τα πράγματα δεν οδηγήθηκαν σε νέα σύγκρουση, δεδομένου ότι η απεργία λύθηκε με συμβιβασμό που επιτεύχθηκε σε κεντρικό επίπεδο, στον οποίο συνέβαλε και η Ενωτική ΓΣΕΕ με επικεφαλής τον Κ. Θέο15.

Αντί επιλόγου
 
Η βάρβαρη δολοφονική επίθεση εναντίον του λαού της Θεσσαλονίκης προκάλεσε έκρηξη κι απεργιακές κινητοποιήσεις σε ολόκληρη την Ελλάδα16. Το απεργιακό αυτό ξέσπασμα το Μάη του '36, η κυβέρνηση του Μεταξά και ο αστικός πολιτικός κόσμος το απέδωσαν, κατά τη συνήθη πρακτική, σε ...κομμουνιστικό δάκτυλο. «Το 1936- γράφει ο Mark Mazower17 εξηγώντας αυτήν την ερμηνεία των γεγονότων - καθώς δυνάμωνε η εργατική διαμαρτυρία, τα μεγάλα πολιτικά κόμματα αρχικά περιθωριοποιήθηκαν και κατόπιν ωθήθηκαν στην υποστήριξη της αντικομμουνιστικής καταστολής». Αναμφίβολα, το ταξικό τους συμφέρον δεν μπορούσε να τα οδηγήσει σε άλλο δρόμο. Η αλήθεια, όμως, ήταν διαφορετική. Κανένα εργατικό κίνημα και καμία απεργία δε θα μπορούσε να υπάρξει, αν δεν υπήρχαν πραγματικά προβλήματα που μάστιζαν τους εργαζόμενους. «Η εργατική αναταραχή - έγραφαν οι ιθύνοντες της βρετανικής Πρεσβείας σε μία έκθεση τους, με ημερομηνία 27/5/1936, για τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης - οφείλεται περισσότερο σε πραγματική δυσαρέσκεια για τα μόνιμα κακά, παρά σε κομμουνιστική προπαγάνδα. Στη ρίζα του κακού βρίσκεται η μεγάλη οικονομική αθλιότητα, που επικρατεί στα κατώτερα στρώματα και ειδικά στις εργαζόμενες τάξεις»18.

Τα γεγονότα του Μάη του '36 με επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη θα μπορούσαν πιθανότατα να αποτελέσουν και την αρχή του τέλους της διακυβέρνησης του τόπου από τον Μεταξά, αν τα αστικά κόμματα ανταποκρίνονταν στις σχετικές εκκλήσεις του ΚΚΕ, το οποίο σε απόφαση της ΚΕ του προφητικά τόνιζε19: «Ο δολοφόνος Μεταξάς, εκπρόσωπος των πιο τρομοκρατικών, πλουτοκρατικών κύκλων, του βασιλιά και της φασιστικής στρατοκρατίας, επιταχύνει τις προσπάθειές του για να εγκαθιδρύσει στην Ελλάδα μοναρχοφασιστική δικτατορία». Δυστυχώς, το ΚΚΕ δεν εισακούστηκε κι έμεινε μόνο του έως το τέλος να αγωνίζεται για ν' αποτρέψει το μοιραίο, την εγκαθίδρυση της μοναρχοφασιστικής δικτατορίας. Το αποτέλεσμα της στάσης των αστικών κομμάτων, ήταν να λυθούν τα χέρια του Μεταξά κι αυτών που τον στήριζαν. Υπό αυτές τις συνθήκες, έχει απόλυτο δίκιο ο Γρ. Δαφνής, όταν σημειώνει ότι: «Τα αιματηρά γεγονότα της Θεσσαλονίκης θα δώσουν την πρώτη δικαιολογίαν διά την κατάλυσιν του δημοκρατικού κοινοβουλευτικού πολιτεύματος». Ο ίδιος συγγραφέας προσθέτει ότι στις 10 Μάη ο Μεταξάς συζήτησε και συμφώνησε με τον Γεώργιο Γλύξμπουργκ για την επιβολή της δικτατορίας20.

Σχετικά, πάντως, με τη στήριξη που βρήκε ο Μεταξάς στα αστικά κόμματα της εποχής, πιο αξιοπρόσεκτο είναι το γεγονός ότι πολυτιμότερη, για να επιβάλει εντέλει τα σχέδιά του, ήταν αντικειμενικά η στήριξη που του παρείχε το βενιζελικό Κόμμα των Φιλελευθέρων. «Ο Σοφούλης - γράφει ο Γ. Ανδρικόπουλος21 - αν και απέφυγε να αναφερθεί στην εξαθλίωση του λαού, καταδίκασε ωστόσο με μεγάλη οξύτητα ''την απάνθρωπον συμπεριφοράν του κράτους και των οργάνων του'', ''τας τσαρικάς σφαγάς''. Ταυτόχρονα, συνέχιζε να υποστηρίζει την κυβέρνηση Μεταξά... Το κόμμα των Φιλελευθέρων είχε, για πρώτη φορά στην ιστορία του, βρεθεί μπροστά σε μια τέτοια κρίση. Τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης έδειχναν ότι η πολιτική του έναντι του Μεταξά αποδοκιμαζόταν από το λαό... Για να κερδίσει το έδαφος που είχε χάσει, έπρεπε να κάνει στροφή προς τα αριστερά και να εγκαταλείψει τον Μεταξά. Αλλά την αναδίπλωση έκανε αδύνατη, πρώτο η πεποίθηση της ηγεσίας του ότι ο Μεταξάς αντιπροσώπευε τη μόνη ελπίδα επαναφοράς στο στρατό των απότακτων αξιωματικών, δεύτερο η βαθύτατα συντηρητική του φύση που απέτρεπε συνεργασία με ριζοσπαστικές δυνάμεις».

Χωρίς αμφιβολία, τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης σηματοδοτούσαν μια περίοδο στην πολιτική ζωή της χώρας, όπου το κέντρο βάρους των εξελίξεων, έστω και ελαφρά, μετατοπιζόταν από τα κέντρα συνωμοσίας στις οργανώσεις του λαού. Το ΚΚΕ μάλιστα, εναπόθετε - και δίκαια έπραττε - όλες τις ελπίδες για προοδευτικές εξελίξεις στη χώρα σ' αυτό το γεγονός. Την Ελλάδα22, έλεγε, «ο παλλαϊκός απελευθερωτικός αγώνας θα τη σώσει». Ομως, αυτό, που για το ΚΚΕ ήταν σωτηρία της χώρας, προκαλούσε πανικό σε κάποιους άλλους. Η είσοδος του λαού στο προσκήνιο των πολιτικών εξελίξεων ήταν ένα γεγονός, που, όπως γράφει ο Ανδρικόπουλος23 «δεν πέρασε απαρατήρητο από τις στήλες του Τύπου - βενιζελικού και αντιβενιζελικού - που άρχισε να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου». Κι ύστερα από τον κώδωνα του κινδύνου ήρθε η νύχτα της 4ης Αυγούστου.

Σημειώσεις
1 Συνολικά για τα αιτήματα των καπνεργατών, βλέπε: «Ο ηρωικός Μάης της Θεσσαλονίκης του '36 - χρονικό», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 22-23
2 Η σύμβαση αυτή, που είχε ονομαστεί και «σύμβαση Παπαναστασίου», προέβλεπε ότι ο μέσος όρος του ημερομισθίου των καπνεργατών θα έπρεπε να αντιστοιχεί σε 8 χρυσές δραχμές. Αυτό σήμαινε ότι το 1936 οι καπνεργάτες έπρεπε να παίρνουν ημερομίσθιο 140-150 δραχμών. Πληρώνοντας, όμως, με 40-50 δρχ., που με κάποιες επιμέρους αυξήσεις έφταναν τις 75-80. Είναι, μάλιστα, χαρακτηριστικό ότι εξαιτίας της μεγάλης ανεργίας πολλοί καπνεργάτες δούλευαν τζάμπα (κυρίως γυναίκες), έχοντας συμφωνήσει με τα αφεντικά να τους κολλάνε μόνο τα ένσημα στο ΤΑΚ (Ταμείο Ασφάλισης Καπνεργατών), για να μη χάνουν το δικαίωμα της περίθαλψης (Σπ. Λιναρδάτου: «Πώς εφτάσαμε στην 4η Αυγούστου», εκδόσεις «Θεμέλιο», 1965, σελ. 207-208)
3 «Ο ηρωικός Μάης της Θεσσαλονίκης του '36 - χρονικό», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 22-23
4 Βλέπε ολόκληρο το Σύμφωνο: «Το ΚΚΕ - Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος 4ος, σελ. 342-343.
5 Δημήτρη Σάρλη: «Η πολιτική του ΚΚΕ στον αγώνα κατά του μοναρχοφασισμού», Αθήνα 1975, σελ. 383-384
6 «Ριζοσπάστης» 21/4/1936
7 Φ. Γρηγοριάδη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας 1909- 1940», εκδόσεις «Καπόπουλος», τόμος 4ος, σελ. 134-136
8 Γρ. Δαφνή: «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», εκδόσεις «Ικαρος», 1955, τόμος Β`, σελ. 423
9 «Ριζοσπάστης» ,9 Μάη 1936
10 Γρ. Δαφνή: «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», εκδόσεις «Ικαρος», 1955, σελ. 424
11 «Οι καπνεργάτες και ο Μάης του '36», έκδοση «ΣΥΝΔΙΚΑΤΟ ΚΑΠΝΕΡΓΑΤΩΝ -ΤΡΙΩΝ Ν. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ», σελ. 43. Βλέπε αναλυτικά για το μακελειό: «Ρ», Κυριακή 10/5/1936 και «Ο ηρωικός Μάης της Θεσσαλονίκης του '36 - χρονικό», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 39-51. Για τον αριθμό των νεκρών υπάρχει διχογνωμία. Θεωρείται πως ήταν περισσότεροι, αλλά δε βρέθηκαν τα στοιχεία τους. Λέγεται ότι η αστυνομία προχώρησε σε μυστική ταφή νεκρών για να αποφευχθεί η έκρηξη της λαϊκής αγανάκτησης, που θα προκαλούσε η γνωστοποίηση των συνολικών στοιχείων γύρω από το μακελειό
12 Ι. Μεταξά: «Το προσωπικό του Ημερολόγιο», εκδόσεις «Γκοβόστη», τόμος Δ`, σελ. 213
13 Γρ. Δαφνή: «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», εκδόσεις «Ικαρος», 1955, τόμος Β` σελ. 425-426
14 Σπ. Μαρκεζίνη: «Πολιτική Ιστορία της Συγχρόνου Ελλάδος», εκδόσεις «Πάπυρος», τόμος 4ος, σελ. 304-307.
15 Η ΚΕ του ΚΚΕ άσκησε οξυτάτη κριτική στην Ενωτική ΓΣΕΕ και στον Κ. Θέο γι' αυτήν τη συμβιβαστική πρακτική (Βλέπε: «Το ΚΚΕ - Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος 4ος, σελ. 375-376)
16 «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 298-299
17 Mark Mazower: «Η Ελλάδα και η οικονομική κρίση του μεσοπολέμου», έκδοση του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, σελ. 371
18 Βλέπε ολόκληρη την έκθεση: Γ. Ανδρικόπουλου: «Οι ρίζες του ελληνικού φασισμού», εκδόσεις ΔΙΟΓΕΝΗΣ, σελ. 73-77
19 «Το ΚΚΕ - Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος 4ος, σελ. 373
20 Γρ. Δαφνή: «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», εκδόσεις «Ικαρος», 1955, τόμος Β`, σελ. 422-423
21 Γιάννη Ανδρικόπουλου: «Η Δημοκρατία του Μεσοπολέμου», εκδόσεις «Φυτράκη», σελ. 221
22 «Το ΚΚΕ - Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος 4ος, σελ. 372
23 Γ. Ανδρικόπουλου, στο ίδιο, σελ. 217

Γιώργος ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
 

Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2016

Η στροφή του Μεταξά προς τη Μεγάλη Βρετανία

Του Ιακωβου Μιχαηλιδη*
 
«Δηλαδή θα έπρεπε διά ν' αποφύγωμεν τον πόλεμον να γίνωμεν εθελονταί δούλοι και να πληρώσωμεν αυτήν την τιμήν με το άπλωμα του δεξιού χεριού της Ελλάδος προς ακρωτηριασμόν από την Ιταλίαν και του αριστερού από την Βουλγαρίαν. Φυσικά δεν ήτο δύσκολον να προβλέψη κανείς ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν οι Αγγλοι θα έκοβαν και αυτοί τα πόδια της Ελλάδος». 

Τα παραπάνω λόγια αποτελούν απόσπασμα από ομιλία του Ιωάννη Μεταξά στους διευθυντές των αθηναϊκών εφημερίδων δύο μόνο ημέρες μετά την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, στις 30 Οκτωβρίου 1940. Η στάση του Μεταξά στη διάρκεια του πολέμου δεν αποτελούσε ευκαιριακή τοποθέτηση, αλλά υπήρξε φυσιολογικό επακόλουθο της συνεπούς διπλωματικής πορείας της χώρας, από τις αρχές κιόλας της δεκαετίας του 1910, να συνεργάζεται με τη Βρετανία που αποτελούσε τη μεγαλύτερη ναυτική δύναμη στον χώρο της Μεσογείου.

Τα σύννεφα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου πύκνωσαν στην Ευρώπη ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1930, όταν μια σειρά από ναζιστικά και φασιστικά καθεστώτα ανέλαβαν τον κυβερνητικό έλεγχο σε χώρες όπως η Γερμανία, η Ιταλία και η Ισπανία. Την ίδια στιγμή στα Βαλκάνια οι ζυμώσεις για τη διαμόρφωση σφαιρών επιρροής άρχισαν να πολλαπλασιάζονται. Η περιοχή άλλωστε αποτελούσε προνομιακό χώρο, όπου τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων τέμνονταν προκαλώντας έτσι αναπόφευκτες εντάσεις, συσπειρώσεις και αντισυσπειρώσεις. Η Ιταλία και η Μεγάλη Βρετανία ήταν οι δύο χώρες που ανταγωνίζονταν για τον έλεγχο της περιοχής και προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να προωθήσουν τα ερείσματά τους. Ο ανταγωνισμός αυτός προσείλκυσε αναπόφευκτα πολιτικούς από όλα τα Βαλκάνια, πολλοί από τους οποίους ανέλαβαν συγκεκριμένες πρωτοβουλίες θέλοντας να εκμεταλλευθούν προς όφελος των ιδίων και των κρατών τους την αντιπαράθεση των ισχυρών. Στο πλαίσιο αυτό, παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Ιωάννης Μεταξάς ανέλαβε πρωτοβουλίες, που τελικά ενίσχυσαν τα αγγλικά συμφέροντα στην Ελλάδα. Πιο συγκεκριμένα, κατέφυγε σε αγγλικές τράπεζες για την παροχή δανείων, παρέδωσε τον αποκλειστικό έλεγχο των τηλεπικοινωνιών με το εξωτερικό για δεκαέξι χρόνια σε αγγλικές εταιρείες, ενώ διατήρησε το εργοστάσιο συναρμολόγησης αεροπλάνων υπό βρετανικό έλεγχο. Η εκχώρηση των κρατικών υποδομών στους Βρετανούς διέλυσε, όπως ήταν λογικό, τους ενδοιασμούς του Λονδίνου για τις προθέσεις του Μεταξά. Στα τέλη του 1938 ο Βρετανός πρεσβευτής στην Αθήνα βομβάρδιζε την υπηρεσία του με αναφορές εκθειάζοντας το καθεστώς Μεταξά, τη μόνη λύση στο πολιτικό χάος της χώρας, όπως έλεγε.

Η απροκάλυπτη αγγλική υποστήριξη εξώθησε τον Μεταξά σε ακόμη μεγαλύτερη προσχώρηση στη βρετανική συμμαχία. «Αυτό που επιθυμώ», εκμυστηρευόταν στον Βρετανό πρεσβευτή στα τέλη του 1938, «είναι μια συμμαχία με τη Μεγάλη Βρετανία. Και γιατί όχι. Θα πρέπει να δεχτούμε ως δεδομένο ότι σε περίπτωση ευρωπαϊκού πολέμου, το ναυτικό και η αεροπορία της Μεγάλης Βρετανίας θα έχουν απόλυτη ανάγκη των ελληνικών νησιών και λιμανιών.… Μια συμμαχία επομένως θα ήταν το φυσικότερο πράγμα, από την άποψη ότι δεν υπάρχει άνδρας ή γυναίκα ή παιδί στην Ελλάδα που να μην είναι ολόψυχα αφοσιωμένοι στη χώρα σας».

Οι προτάσεις Μεταξά οδήγησαν τον Waterlow στην άποψη ότι ο Ελληνας δικτάτορας ήταν πολύ καλύτερος από τους συνηθισμένους πολιτικούς και ότι «αν και γερμανόφιλος, οι σχέσεις μας με τον τωρινό πρόεδρο του Υπουργικού Συμβουλίου υπήρξαν φιλικότερες από τις σχέσεις μας με τους προκατόχους του». Οι επισημάνσεις του πρεσβευτή κλόνισαν τελικά τις επιφυλάξεις του Λονδίνου, παραμερίζοντας και τους τελευταίους δισταγμούς του για τα οφέλη από μια πιθανή συμμαχία με την Ελλάδα. Ετσι τον Απρίλιο του 1939, όταν ο Μουσολίνι κατέλαβε στρατιωτικά την Αλβανία, η Αγγλία και η Γαλλία εγγυήθηκαν επίσημα την ανεξαρτησία της Ελλάδας και της Ρουμανίας σχηματοποιώντας έτσι τα στρατόπεδα που διαμορφώνονταν στην περιοχή. Αν και η παραπάνω εγγύηση δημιουργούσε περισσότερο μια ηθική υποχρέωση και δεν αποτελούσε σαφή δέσμευση από την πλευρά της Βρετανίας κήρυξης πολέμου για την υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας, έγινε δεκτή με ανακούφιση.

Σύγκλιση βασικής στρατηγικής με αποκλίσεις τακτικής

Από τη στιγμή εκείνη και έπειτα, ενάμιση, δηλαδή, χρόνο πριν από την επίσημη κήρυξη του πολέμου, οι ενέργειες του Μεταξά ήταν όλο και πιο εναρμονισμένες με την πολιτική του Λονδίνου. Ετσι, οι προσπάθειες της Ρώμης να προσεγγίσει την Αθήνα κοινοποιήθηκαν στο Λονδίνο και όπως ήταν φυσικό απορρίφθηκαν. Την ίδια στιγμή το «φλερτ» της Βουλγαρίας με τις δυνάμεις του Αξονα μεγάλωνε την ανασφάλεια της Αθήνας για την τύχη της Μακεδονίας και της Θράκης και την εξωθούσε στην αγκαλιά της Βρετανίας. Η οριστικοποίηση της ελληνοβρετανικής συνεργασίας επικυρώθηκε με την υπογραφή διμερούς εμπορικής συμφωνίας τον Ιανουάριο του 1940, που προέβλεπε περικοπή των ελληνικών εξαγωγών προς τη Γερμανία. Η Ελλάδα είχε καταστεί δέσμια των βρετανικών οικονομικών συμφερόντων, κάτι που βεβαίως έγινε αντιληπτό τόσο στο Βερολίνο όσο και στη Ρώμη. Ως εκ τούτου, το καθεστώς ουδετερότητας είχε πια τυπική μόνο σημασία, αφού κατ' ουσίαν η Αθήνα είχε ήδη με τις ενέργειές της επιλέξει τελεσίδικα το στρατόπεδο του Λονδίνου.

Θα πρέπει βεβαίως να επισημανθεί πως η πολιτική της Βρετανίας στα Βαλκάνια απέβλεπε κυρίως στην υπεράσπιση της Τουρκίας και των Στενών, σε αντίθεση με τους Γάλλους που προτιμούσαν την ανάληψη πιο ριζοσπαστικών πρωτοβουλιών, όπως την εγκατάσταση συμμαχικού προγεφυρώματος στη Θεσσαλονίκη. Οσον αφορά την Ελλάδα, η βρετανική θέση συνοψιζόταν πως σε περίπτωση ιταλικής εισβολής, βρετανικές δυνάμεις θα αποβιβάζονταν στην Κρήτη για να βοηθήσουν τους Ελληνες στην απόκρουση της ιταλικής επίθεσης, ενώ ταυτόχρονα ο βρετανικός στόλος στο Αιγαίο θα κινητοποιούνταν για να διασφαλίσει τον έλεγχο των επικοινωνιών στην περιοχή. Η διασφάλιση δηλαδή της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας εξαρτάτο πολύ περισσότερο από την ικανότητα της Βρετανίας να νικήσει την Ιταλία σε έναν διμερή πόλεμο, παρά από τη δυνατότητά της να προσφέρει στρατιωτική βοήθεια στην ηπειρωτική Ελλάδα.

Οι ελληνικές πρωτοβουλίες δεν έμεναν φυσικά απαρατήρητες από το καθεστώς του Μουσολίνι προκαλώντας τη δυσαρέσκειά του. Από τις αρχές κιόλας του 1940 η ιταλική επιθετικότητα έναντι της χώρας κλιμακώθηκε, αφού η Ρώμη επιθυμούσε να δοκιμάσει τις αντοχές της Αθήνας στις παράλογες αξιώσεις της. Τον Αύγουστο μάλιστα σημειώθηκε συνδυασμένη επίθεση των ιταλικών εφημερίδων εναντίον της Ελλάδας, ενώ ελληνικά πλοία παρενοχλούνταν στο Αιγαίο από την ιταλική διοίκηση της Δωδεκανήσου. Σύμφωνα με πρόσφατες αρχειακές μαρτυρίες από τα ιταλικά αρχεία, ο Μουσολίνι είχε αποφασίσει να κηρύξει τον πόλεμο στην Ελλάδα ήδη από το καλοκαίρι του 1940 με συμβολική κίνηση τον τορπιλισμό της «Ελλης», αλλά υποχρεώθηκε να αναβάλει για μερικούς μήνες τα σχέδιά του έπειτα από συμβουλές των Γερμανών.

Αμέσως μετά τα γεγονότα του Δεκαπενταύγουστου ο Μεταξάς σε μια συγκινησιακά φορτισμένη συνάντησή του με τον Βρετανό πρεσβευτή, του ζήτησε την αμέριστη βρετανική υποστήριξη δηλώνοντάς του κατηγορηματικά ότι είχε αποφασίσει να αντισταθεί σε κάθε επιβουλή του Αξονα εναντίον της Ελλάδας και ότι σε κάθε περίπτωση προτιμούσε την καταστροφή της χώρας του, από την ταπείνωσή της. Η αποφασιστικότητα του Μεταξά προκάλεσε την αντίδραση του ίδιου του Τσόρτσιλ, ο οποίος σε μήνυμά του προς τον Ελληνα δικτάτορα, στις 25 Αυγούστου 1940, εξέφρασε τον θαυμασμό του για τον τρόπο με τον οποίο ο Μεταξάς είχε χειριστεί την κρίση και τον διαβεβαίωνε πως η θαρραλέα στάση των Ελλήνων, υπό την ηγεσία του, είχε κερδίσει τον θαυμασμό του αγγλικού λαού, που έβλεπε στη στάση των Ελλήνων το παράδειγμα των προγόνων τους μπροστά στον περσικό κίνδυνο. Ωστόσο, ο Βρετανός πρωθυπουργός επανέλαβε και πάλι τη γνωστή θέση του Λονδίνου πως σε περίπτωση ελληνοϊταλικής σύρραξης η Ελλάδα δεν θα έπρεπε να αναμένει βρετανική βοήθεια για την προστασία των ηπειρωτικών περιοχών της, αλλά να προσδοκά μόνο βρετανική αεροπορική επίθεση εναντίον της Ιταλίας καθώς και αποστολή δυνάμεων για την άμυνα της Κρήτης. Παρά τη βρετανική διστακτικότητα, όμως, ο Μεταξάς δεν έδειξε να υπαναχωρεί από τις θέσεις του. «Απόφασίς μου εις αντίστασιν μέχρις εσχάτων» σημείωνε με αποφασιστικότητα στο «Ημερολόγιό» του. Η άρνησή του να αποδεχθεί το ιταλικό τελεσίγραφο τα χαράματα της 28ης Οκτωβρίου 1940 ήρθε απλώς να επισφραγίσει τις εκπεφρασμένες πεποιθήσεις του.

* Ο κ. Ιάκωβος Μιχαηλίδης είναι επίκουρος καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο ΑΠΘ.

Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2016

Η πολύχρονη ιστορία του Πολιτειακού Ζητήματος

Του Σωτηρη Ριζα*
 
Η παλινόρθωση της μοναρχίας το 1935 αποτελούσε ένα επεισόδιο στη μακρά ιστορία του πολιτειακού ζητήματος αλλά και ένα σύμπτωμα της αδυναμίας της ελληνικής πολιτικής να δημιουργήσει σταθερούς θεσμούς βασισμένους σε ευρεία πολιτική και κοινωνική συναίνεση.

Η ελληνική πολιτική εξέλιξη δεν οδηγούσε μοιραία προς το αποτέλεσμα αυτό. Η αβασίλευτη δημοκρατία που ανακηρύχθηκε τον Μάρτιο του 1924 είναι γεγονός ότι δεν διέθετε ευρύτατη πολιτική βάση. Στηριζόταν σε μια συμμαχία αδιάλλακτων στρατιωτικών προερχόμενων από τον βενιζελισμό, της σοσιαλδημοκρατικής συνιστώσας της ελληνικής πολιτικής υπό τον Παπαναστασίου του οποίου η απήχηση ήταν μάλλον στενή και μιας μεγαλύτερης μερίδας βενιζελικών οι οποίοι κατανόησαν ότι η πολιτική του Ελευθερίου Βενιζέλου, για συναινετική λύση του πολιτειακού με αλλαγή δυναστείας, δεν ήταν εφαρμόσιμη στις συνθήκες που επικρατούσαν ευθύς μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την πλήρη αδυναμία του αντιβενιζελισμού ο οποίος είχε αποβληθεί από τον Στρατό μετά το αποτυχημένο κίνημα του 1923.

Το Λαϊκό Κόμμα, κύριος φορέας του αντιβενιζελισμού, δεν αναγνώρισε την αβασίλευτη αν και ο Ιωάννης Μεταξάς έσπευσε να την αναγνωρίσει το 1924 ελπίζοντας ότι θα βγάλει τον αντιβενιζελισμό από την απομόνωση και υπό την ηγεσία του. Ενδεικτικό όμως των αντιλήψεων του πολιτικού χώρου που υπηρετούσε ήταν το γεγονός ότι ακριβώς αυτή η εκ μέρους του αναγνώριση της αβασίλευτης δημοκρατίας είχε συνέπεια να διατηρήσει το Λαϊκό Κόμμα την εκλογική πρωτοκαθεδρία του ευρύτερου αντιβενιζελικού ρεύματος στις εκλογές του 1926. Η τάση αυτή εντάθηκε στις εκλογές του 1928 στις οποίες συμμετείχε ο Βενιζέλος. Ενώπιον της πόλωσης ο Μεταξάς συνετρίβη και μόνο το Λαϊκό Κόμμα διατήρησε μια υπολογίσιμη εκπροσώπηση.

Ο απολογισμός

Η αβασίλευτη δεν φάνηκε να κινδυνεύει κατά τη διάρκεια της βενιζελικής τετραετίας. Αν και τείνει να ταυτίζεται με επανειλημμένες στρατιωτικές επεμβάσεις, δηλαδή με την αδυναμία του κοινοβουλευτικού συστήματος να επιβάλει πολιτικό έλεγχο στον Στρατό -πιο σημαντικό παράδειγμα εκτροπής η δικτατορία του Παγκάλου το 1925-26- ο απολογισμός της δημοκρατίας δεν ήταν αμελητέος: Η οικουμενική κυβέρνηση που ακολούθησε τη δικτατορία του Παγκάλου πέτυχε τη νομισματική σταθεροποίηση με τη συνεργασία της Κοινωνίας των Εθνών και χρηματοδότησε ένα πρόγραμμα αποκατάστασης των προσφύγων από τη Μικρά Ασία, ενώ ο Βενιζέλος ομαλοποίησε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις το 1930 αφού προηγουμένως είχε αποκαταστήσει ομαλές έως φιλικές σχέσεις με το σύνολο των Μεγάλων Δυνάμεων, αξιοποιώντας την ειρηνική φάση του Μεσοπολέμου από το 1923 έως το 1933, οπότε άρχισε να γίνεται αισθητή η πίεση στο διεθνές σύστημα από την άνοδο των αναθεωρητικών δυνάμεων. Το κοινοβουλευτικό σύστημα λειτουργούσε μετά τη δικτατορία Παγκάλου, είχε μάλιστα αποδειχθεί ικανό για συνεργασίες μάλλον πρωτοφανείς, όπως η οικουμενική κυβέρνηση, αλλά και για σχήματα υπό την ηγεμονία ενός ασυνήθιστα ισχυρού πολιτικού όπως ο Βενιζέλος.

Πολιτικοί και στρατιωτικοί «ελιγμοί»

Αυτό που δεν επέλυσε έως το 1932 η αβασίλευτη δημοκρατία ήταν το στρατιωτικό ζήτημα και η αποτυχία αυτή αντανακλούσε με τη σειρά της την έλλειψη μιας θεμελιώδους συμφωνίας για τους κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού. Ο Βενιζέλος δεν μπορεί να θεωρηθεί άμοιρος ευθύνης για μια πορεία που άρχισε το 1932 και οδήγησε τελικά στην παλινόρθωση. Ο Κρητικός πολιτικός, διαπιστώνοντας ότι η οικονομική κρίση του 1931 είχε περιορίσει τις εκλογικές προοπτικές του, διεξήγαγε τις εκλογές του 1932 με τρόπο πολωτικό παραπέμποντας στον εθνικό διχασμό του 1915 και επισείοντας τον κίνδυνο παλινόρθωσης. Το αποτέλεσμα των εκλογών, χωρίς να τον δικαιώσει, οπωσδήποτε δεν συνιστούσε πλήρη επικράτηση των αντιβενιζελικών.

Ο Βενιζέλος αξιοποίησε τον στρατιωτικό παράγοντα κατά τρόπο αντικοινοβουλευτικό και υποχρέωσε το Λαϊκό Κόμμα σε δημόσια αναγνώριση της αβασίλευτης δημοκρατίας ως προϋπόθεση για να επιτραπεί στον αρχηγό του Λαϊκού Κόμματος να σχηματίσει κυβέρνηση. Η κυβέρνηση αυτή ήταν βραχύβια, καθώς ο Βενιζέλος την ανέτρεψε για να προκαλέσει νέες εκλογές τον Μάρτιο του 1933 τις οποίες, παρά τις προσδοκίες του, έχασε και αυτή τη φορά, αλλά σαφώς αφού το πλειοψηφικό σύστημα παρήγαγε σαφή αντιβενιζελική πλειοψηφία με κορμό το Λαϊκό Κόμμα και ελάσσονες εταίρους τον πρώην βενιζελικό στρατηγό Κονδύλη και τον Μεταξά. Ευθύς αμέσως ένας φαύλος κύκλος πολιτικής σύγκρουσης εξουδετέρωσε, σε διάστημα δυόμισι χρόνων, τις μετριοπαθείς δυνάμεις που θα μπορούσαν να στηρίξουν την αβασίλευτη δημοκρατία και τον κοινοβουλευτισμό.

Πραξικόπημα Πλαστήρα

Το βράδυ των εκλογών ο απόστρατος στρατηγός Πλαστήρας, χωρίς να παρεμποδιστεί από τον Βενιζέλο, επιχείρησε πραξικόπημα επικαλούμενος κίνδυνο για τη δημοκρατία από τη νίκη του αντιβενιζελισμού. Το πραξικόπημα απέτυχε αλλά τα ερωτήματα για τον Βενιζέλο παρέμειναν. Στις 6 Ιουνίου ο Κρητικός πολιτικός έγινε θύμα δολοφονικής απόπειρας στην οποία βρέθηκαν αναμεμειγμένα στελέχη των υπηρεσιών ασφαλείας προσκείμενα στους αντιβενιζελικούς αλλά όχι στον πρωθυπουργό Παναγή Τσαλδάρη. Εφεξής ο Βενιζέλος θα αναζητούσε βίαιες λύσεις ανατροπής της αντιβενιζελικής κυβέρνησης. Ο Στρατός παρέμενε στη μεγάλη πλειοψηφία του προσκείμενος στον βενιζελισμό αλλά ταυτόχρονα ήταν ανήσυχος από την πιθανότητα ανατροπής της εσωτερικής του ισορροπίας, ιδίως αφού ο Κονδύλης, προερχόμενος από τον βενιζελισμό, ήταν πλέον σύμμαχος των Λαϊκών. Το φθινόπωρο του 1934 ο Βενιζέλος απέτυχε να εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας και συνειδητοποίησε ότι οι πολιτικές δυνατότητές του ήταν περιορισμένες καθώς ήταν πιθανό να απολέσει και τον έλεγχο του δεύτερου νομοθετικού σώματος, της Γερουσίας, την άνοιξη του 1935.

Ο Κονδύλης ανατρέπει τον Παναγή Τσαλδάρη

Το στρατιωτικό κίνημα που εξερράγη με την έγκριση του Βενιζέλου την 1η Μαρτίου 1935 ισχυριζόταν ότι απέβλεπε στην προστασία της δημοκρατίας από τον κίνδυνο της παλινόρθωσης. Στην πραγματικότητα ο κίνδυνος αυτός ήταν μάλλον ανύπαρκτος. Ο Βενιζέλος επεδίωκε να εγκαταστήσει ένα νέο καθεστώς με ενισχυμένη εκτελεστική εξουσία, το οποίο θα ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει την οικονομική και κοινωνική κρίση του Μεσοπολέμου για τη διαχείριση της οποίας πίστευε ότι ήταν ακατάλληλος ο κοινοβουλευτισμός. Επρόκειτο για μια αντίληψη που κέρδιζε έδαφος στο πλαίσιο της ελληνικής πολιτικής εντός της οποίας όμως ανταγωνίζονταν διάφοροι παράγοντες για την επιβολή της. Το κίνημα της 1ης Μαρτίου απέβλεπε επίσης στην προστασία ενός συσχετισμού πολιτικών και στρατιωτικών δυνάμεων που ήταν πλέον παρωχημένος και η αποτυχία έθεσε σε κίνηση τη διαδικασία προς το αποτέλεσμα το οποίο υποτίθεται ότι επεδίωκε να αποτρέψει.

Ως συνέπεια της αποτυχίας του κινήματος ο βενιζελισμός έχασε τα ερείσματά του στον στρατό με την απόταξη περίπου 1.500 αξιωματικών. Επρόκειτο για την εκκίνηση της ίδιας διαδικασίας που είχε οδηγήσει στην επιβολή της αβασίλευτης δημοκρατίας το 1923. Ακολούθησε η απόφαση των βενιζελικών να απόσχουν από τις εκλογές για συντακτική συνέλευση του Ιουνίου του 1935. Επρόκειτο για προφανές σφάλμα καθώς μια μειοψηφία βενιζελικών θα μπορούσε να συνεργαστεί με μια πλειοψηφία μετριοπαθών αντιβενιζελικών και να αποτρέψουν την πορεία προς την παλινόρθωση. Ο Παναγής Τσαλδάρης και μια ισχυρή μερίδα Λαϊκών δεν έβλεπε πλέον κάποιο πιεστικό λόγο για την παλινόρθωση καθώς το κόμμα είχε και δεν είχε ιδιαίτερη ανάγκη, από θεσμική ή συμβολική άποψη, τη μοναρχία. Τα πενιχρά ποσοστά του Μεταξά, που τώρα υποστήριζε την παλινόρθωση, στις εκλογές έδειξαν επίσης ότι δεν υπήρχε ιδιαίτερο ρεύμα υπέρ της μοναρχίας. Την υποστήριξή της ανέλαβε όμως ο Κονδύλης ο οποίος, αφελώς, όπως έδειξαν οι εξελίξεις, θεωρούσε την παλινόρθωση ως ιδανικό συμβολικό προκάλυμμα για την επιβολή μιας προσωποπαγούς δικτατορίας. Διαθέτοντας ερείσματα στις ένοπλες δυνάμεις αλλά όχι και στη συντακτική συνέλευση ανέτρεψε τελικά με πραξικόπημα τον Τσαλδάρη και με την παρουσία μόλις 82 πληρεξουσίων, σύνολο 300, επανέφερε τη μοναρχία. Ενα προφανώς διαβλητό δημοψήφισμα επρόκειτο να επικυρώσει την παλινόρθωση στις 3 Νοεμβρίου. Ο Γεώργιος Β΄ επανήλθε στην Ελλάδα στις 25 Νοεμβρίου. Αν και αποδεχόμενος την παραίτηση του Κονδύλη και οδηγώντας τη χώρα σε αδιάβλητες εκλογές, έδειξε ότι επεδίωξε τη γεφύρωση του χάσματος και την ομαλή λειτουργία του κοινοβουλευτισμού, η συμφιλιωτική πολιτική του είχε σαφή όρια: Ανήσυχος από την προοπτική επανόδου στον στρατό βενιζελικών αξιωματικών αλλά και από κοινωνικές κινητοποιήσεις, θα αναζητούσε τη σταθεροποίηση της πολιτικής κατάστασης στη δικτατορία, μια φόρμουλα ευρέως χρησιμοποιούμενη στην Ευρώπη του Μεσοπολέμου.

* Ο κ. Σωτήρης Ριζάς είναι διευθυντής ερευνών του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Νεωτέρου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών.

Via