Για την επάρκεια των αγαθών
και την διακύμανση των τιμών των προϊόντων στην αγορά της Αθήνας την
περίοδο της κατοχής (1941 – 1944) δεν υπάρχουν πολλά επίσημα στοιχεία.
Όσα παρουσιάζονται στο δημοσίευμα αυτό προέρχονται από την αποδελτίωση
τριών από τις μεγαλύτερες καθημερινές εφημερίδες που εκδίδονταν την
περίοδο της κατοχής (1941 – 1944): τα Αθηναϊκά Νέα, τη Βραδυνή και την
Καθημερινή. Συμπληρωματικά χρησιμοποιούνται η Έκθεση του κατοχικού
Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών Αθανασίου Σμπαρούνη (γνωστή
ως Έκθεση Σμπαρούνη, Αθήνα 1941) και Εκθέσεις και Αναφορές του
Οργανισμού Ανασυγκροτήσεως και του Εμπορικού και Βιομηχανικού
Επιμελητήριου Αθήνας (ΕΒΕΑ).
Ας δούμε αρχικά, σε γενικές γραμμές, ποια είναι η κατάσταση της
ελληνικής οικονομίας καθώς και ποιες είναι οι συνθήκες διαβίωσης του
ελληνικού πληθυσμού προπολεμικά, λίγο πριν από τη γερμανική κατοχή.
Η Ελληνική οικονομία είναι εξαρτημένη, η παραγωγή περιορισμένη και η
χώρα είναι αναγκασμένη να εισάγει σημαντικό ποσοστό των απαραίτητων για
αυτήν ειδών διατροφής καθώς η εγχώρια παραγωγή καλύπτει το 80% των
αναγκών του πληθυσμού (το 1938 η Ελλάδα εισάγει το 38% των αναγκών της
σε στάρι, το 26% σε όσπρια και το 21% σε κρέας).
Η μέση στάθμη του επιπέδου διαβίωσης του πληθυσμού χαρακτηρίζεται
χαμηλή (μεγάλο τμήμα του αγροτικού πληθυσμού τρέφονταν με τροφές που
έδιναν θερμίδες κατά μέσο όρο 30% κάτω από αυτό που η Κοινωνία των Εθνών
έκρινε ως ελάχιστο απαιτητό όριο).
Η είσοδος των Γερμανών στην Αθήνα (27 Απρίλη 1941) και η κατοχή της
χώρας αλλάζει δραματικά τα δεδομένα σε όλα τα επίπεδα της οικονομικής
και κοινωνικής ζωής. Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα οι ελλείψεις των
ειδών διαβίωσης και η απογείωση των τιμών στην αγορά είναι σε ημερήσια
διάταξη.
Τα στρατεύματα κατοχής από την πρώτη στιγμή εφαρμόζουν την πολιτική
της κατάσχεσης, επίταξης και της λεηλασίας των προϊόντων για τις δικές
τους ανάγκες. Η επίταξη των μεταφορικών μέσων και των καυσίμων και η
καταστροφή βασικών συγκοινωνιακών αρτηριών επιδεινώνουν τα προβλήματα
εφοδιασμού της Αθήνας καθώς την απομονώνουν ουσιαστικά από την ενδοχώρα
και τα αποθέματά της.
Κοντά στα παραπάνω, οι αγρότες που προπολεμικά παρέδιδαν τη σοδειά
τους στο κράτος σε προσυμφωνημένες τιμές μέσω του συστήματος της
συγκέντρωσης της παραγωγής, τώρα δείχνουν απροθυμία να συμμετάσχουν στην
ίδια διαδικασία είτε φοβούμενοι ότι η σοδειά τους θα καταλήξει στον
κατοχικό στρατό είτε επειδή η αποζημίωση που χάνονταν το επόμενο
διάστημα όπως το νερό στην πέτρα.
Παράλληλα η παραγωγή προϊόντων έχει μειωθεί σημαντικά ενώ δεν
γίνονται πλέον εισαγωγές (οι εισαγωγές τον Απρίλιο του 1940 ανέρχονταν
σε 1,2 δις δρχ ενώ τον Απρίλιο του 1941 πέφτουν στα 271 εκατ. δρχ) οι
οποίες προπολεμικά κάλυπταν ένα σημαντικό τμήμα των αναγκών του
πληθυσμού.
Μάλιστα τον πρώτο χειμώνα της κατοχής και μέχρι την Άνοιξη του 1942
ολόκληρη η χώρα βρίσκεται σε αποκλεισμό από το αγγλικό ναυτικό με
σημαντικές συνέπειες στην επάρκεια των τροφίμων. Η εξάρτηση από τους
θαλάσσιους δρόμους στάθηκε μοιραία για τον ανεφοδιασμό ειδικά της Αθήνας
και του Πειραιά τον πρώτο χειμώνα της κατοχής.
Οι τιμές
Στη διάρκεια της κατοχής οι τιμές των προϊόντων απογειώνονται, ο
πληθωρισμός φτάνει σε πρωτοφανή ύψη. Στο διάστημα από τον Απρίλιο του
1941 μέχρι τον Οκτώβριο του 1944, το κόστος ζωής πολλαπλασιάζεται 2,3
δισεκατομμύρια φορές. Για να αντιληφθεί κάποιος πόσο υψηλός ήταν ο
πληθωρισμός την περίοδο της κατοχής, αρκεί να αναφερθεί ότι η «νέα
δραχμή» που εισάγεται το Νοέμβριο του 1944, αμέσως μετά την απελευθέρωση
της χώρας, ισοδυναμεί με 50 δισεκατομμύρια παλιές κατοχικές δραχμές!
0ι βασικοί λόγοι που ωθούν τις τιμές των προϊόντων προς τα πάνω είναι
η εντατική κυκλοφορία του χαρτονομίσματος λόγω της ανάγκης κάλυψης των
δαπανών των αρχών κατοχής σε συνδυασμό με τη μεγάλη έλλειψη προϊόντων
(γεγονός που λίπανε το έδαφος για την «κατασκευή» της μαύρης αγοράς σε
άμεση σύνδεση με τις δυνάμεις κατοχής και τα στηρίγματά τους).
Η νομισματική κυκλοφορία μετά τους πρώτους μήνες της κατοχής έφτασε
τα 41 δισεκατομμύρια έναντι 23 δισεκατομμυρίων στην έναρξη της κατοχής.
Στο τέλος της κατοχής, τον Οκτώβριο του 1944 η νομισματική κυκλοφορία
φτάνει τα 102 πεντάκις εκατομμύρια δρχ.
Συνεχώς μπαίνουν σε κυκλοφορία νέες εκδόσεις, με υψnλότερες
ονομαστικές αξίες. Ετσι, στις 20 Δεκεμβρίου του 1942 τίθεται για πρώτη
φορά σε κυκλοφορία χαρτονόμισμα των 10.000 δρx., στις 12 Αυγούστου του
1943 χαρτονόμισμα των 25.000 δρx. και στις 14 Ιανουαρίου του 1944 των
50.000 δρx. Αργότερα η κατάσταση γίνεται ανεξέλεγκτn: εκδίδονται
χαρτονομίσματα των 100.000, των 500.000 και 1.000.000 δραxμών και ο
εκπλnκτικός αυτός ρυθμός συνεxίστηκε.
Η κορύφωσn ήρθε με τα δύο τελευταία «κατοχικά» χαρτονομίσματα των 10
και 100 δισεκατομμυρίων δραxμών που τυπώθηκαν τον Οκτώβριο και τον
Νοέμβριο του 1944, λίγες μόνο μέρες μετά την απελευθέρωση. Μέσα σε όλα
τα παραπάνω προστίθεται και η κυκλοφορία γερμανικών μάρκων και ιταλικών
λιρετών.
Οι καταθέσεις στις τράπεζες δεσμεύονται δια νόμου και το εθνικό
εισόδημα από 62,8 δις δρχ το 1939 πέφτει σε 23 δις δρχ το 1941. Την ίδια
στιγμή η κάλυψη των εξόδων συντήρησης των Γερμανών ανέρχεται σε 3 δις
δρχ το μήνα ενώ μόνο το Νοέμβριο του 1941 η κάλυψη των δαπανών των
Γερμανών ανέρχεται σε 25 δις δρχ, δηλαδή 2 δις δρχ. παραπάνω από το
συνολικό εθνικό εισόδημα του 1941.
* Καθηγήτρια - Ιστορικός, master στη Σύγχρονη ιστορία
* Καθηγήτρια - Ιστορικός, master στη Σύγχρονη ιστορία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.