Πέμπτη 17 Απριλίου 2014

1944 – Τα μπλόκα στην κατοχική Αθήνα

1944 – Τα μπλόκα στην κατοχική Αθήνα

Δεν ήταν μόνο οι έφοδοι σε γραφεία - εργοστάσια και σπίτια, οι συλλήψεις, οι βασανισμοί και οι εκτελέσεις που φόβιζαν τον πληθυσμό. Τη χρονιά αυτή η τρομοκρατία των Σωμάτων Ασφαλείας υπό την εποπτεία Γερμανών αξιωματικών απέκτησε μαζικές διαστάσεις.
     
Δεν ήταν μόνο οι έφοδοι σε γραφεία – εργοστάσια και σπίτια, οι συλλήψεις, οι βασανισμοί και οι εκτελέσεις που φόβιζαν τον πληθυσμό. Τη χρονιά αυτή η τρομοκρατία των Σωμάτων Ασφαλείας υπό την εποπτεία Γερμανών αξιωματικών απέκτησε μαζικές διαστάσεις

Συνεχίζουμε σήμερα, όπως κάθε Τετάρτη, τα άρθρα από νέους ιστορικούς που επιχειρούν να καλύψουν τα ίχνη της σημαδιακής χρονιάς του 1944 στο πεδίο της ιστοριογραφίας και του δημόσιου λόγου, αναζητώντας πληροφορίες και υλικό για ένα «θαυμαστό έτος» της ελληνικής ιστορίας

Στο μπλόκο των νοσοκομείων τα Τάγματα Ασφαλείας συνέλαβαν περισσότερους από 1.000 ανάπηρους του αλβανικού μετώπου και τους οδήγησαν στο κτίριο του Ορφανοτροφείου Χατζηκώστα, το οποίο είχε μετατραπεί σε φυλακή. Από τους κρατούμενους αυτούς, οι δυνάμεις κατοχής αντλούσαν άτομα για τις εκτελέσεις που διενεργούσαν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής και άλλες τοποθεσίες σε αντίποινα για αντιστασιακές ενέργειες

Του Μενέλαου Χαραλαμπίδη

Η Αθήνα υπήρξε η πόλη που έζησε με τον πιο σκληρό τρόπο τις συνέπειες της γερμανικής στρατιωτικής κατοχής. Αν το 1941, ο πρώτος χρόνος της Κατοχής, χαρακτηρίστηκε από τον φονικό λιμό, που άφησε πίσω του περίπου 50.000 νεκρούς, ο τελευταίος, το 1944, στιγματίστηκε από το πρωτόγνωρο καθεστώς τρομοκρατίας που επέβαλαν οι γερμανικές αρχές και η ελληνική δωσίλογη κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη.

Το 1944, οι τεράστιες αντιστασιακές κινητοποιήσεις και η κατακόρυφη αύξηση της πολιτικής επιρροής του ΕΑΜ είχαν ανατρέψει πλήρως τα δεδομένα των πρώτων κατοχικών χρόνων. Το ΕΑΜ αποτελούσε πλέον την πολιτική δύναμη που αμφισβητούσε ευθέως την κυριαρχία των κατακτητών και απειλούσε με ανατροπή το αστικό πολιτικό καθεστώς μετά τη λήξη του πολέμου. Από τη στιγμή που δεν μπορούσαν να αναχαιτίσουν με πολιτικούς όρους τη δυναμική του, οι κατοχικές αρχές και η δωσίλογη κυβέρνηση επιστράτευσαν τη βία και την τρομοκρατία για να καταστείλουν τη δράση του.

Την άνοιξη του 1943 διορίστηκε πρωθυπουργός ο έμπειρος πολιτικός Ιωάννης Ράλλης, θέτοντας ως προϋπόθεση για την ανάληψη της πρωθυπουργίας τη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας προς αντιμετώπιση του κομμουνιστικού κινδύνου. Τους αμέσως επόμενους μήνες ο στενός του συνεργάτης, υπουργός Εσωτερικών Αναστάσιος Ταβουλάρης, μετέτρεψε τα Σώματα Ασφαλείας σε αντικομμουνιστικές ομάδες κρούσης, επαναφέροντας στην υπηρεσία αδίστακτους αξιωματικούς του Μεσοπολέμου, όπως τον υποστράτηγο Χωροφυλακής Αλέξανδρο Λάμπου και στρατολογώντας ακόμη και άτομα του κοινού ποινικού δικαίου ως ομαδάρχες των τμημάτων κρούσης της Χωροφυλακής. Παράλληλα ο Ταβουλάρης πρωτοστάτησε στη δημιουργία ενός εκτεταμένου δικτύου Ελλήνων πρακτόρων, καταδοτών και βασανιστών σε στενή συνεργασία με τις γερμανικές υπηρεσίες ασφαλείας.

Στο τέλος του 1943 είχε συγκροτηθεί ένα ευρύ δίκτυο αντικομμουνιστικών υπηρεσιών, που λειτουργούσαν ως συγκοινωνούντα δοχεία: όργανα της Ειδικής Ασφάλειας της Χωροφυλακής, του Μηχανοκίνητου Τμήματος της Αστυνομίας Πόλεων,(1) μέλη γερμανικών υπηρεσιών κατασκοπίας όπως η «Μπουντ» και η «3.000»,(2) και ασφαλείας όπως η GFP της Βέρμαχτ και τα SD των Ες-Ες και αντικομμουνιστικών οργανώσεων, όπως η «Χ» και ο ΕΔΕΣ Αθηνών, συνεργάζονταν στενά για την αντιμετώπιση του κομμουνιστικού κινδύνου. Συντονιστής της δράσης τους ήταν η έμπειρη στη δίωξη κομμουνιστών, ήδη από τον Μεσοπόλεμο, υπηρεσία της Ειδικής Ασφάλειας.(3) Οργανά της, μετά από συλλήψεις και βασανισμούς αντιστασιακών, συνέλεγαν πληροφορίες για τη δράση των ΕΑΜικών οργανώσεων και σχεδίαζαν τις «εκκαθαριστικές» επιχειρήσεις, που υλοποιούσαν τα Τάγματα Ασφαλείας.

Η πρώτη επιχείρηση

Το μπλοκο της Κοκκινιας σε χαρακτικο του Α. ΤασσουΤον Νοέμβριο του 1943, βάσει ονομαστικών καταστάσεων που είχε συντάξει η Ειδική Ασφάλεια, οργανώθηκε η πρώτη μεγάλη επιχείρηση των Ταγμάτων Ασφαλείας στην πρωτεύουσα. Το «μπλόκο των νοσοκομείων» έπληξε μια ισχυρή ΕΑΜική εστία αντίστασης, τους ανάπηρους του αλβανικού μετώπου. Η επισήμανση των «κρατικών οργάνων» που συνόδευε τις ονομαστικές καταστάσεις όπου καταγράφονταν τα μέλη του ΕΑΜ είναι ενδεικτική του κλίματος που επικρατούσε:

«Η ταχεία σύλληψίς των θα προσφέρη τεραστίας υπηρεσίας ουχί μόνον εις την τάξιν του Νοσοκομείου και εις την κοινωνίαν των Αθηνών, αλλά εις ολόκληρον την Ελληνικήν κοινωνίαν. Το σύνθημα υμών ως Κρατικών οργάνων και ως Ελλήνων είναι εν και μόνον (θάνατος και μόνον θάνατος εις τους διαφθορείς των Εθνικών και Ιστορικών μας ιδεωδών)».(4)

Στο μπλόκο των νοσοκομείων τα Τάγματα Ασφαλείας συνέλαβαν περισσότερους από 1.000 ανάπηρους του αλβανικού μετώπου και τους οδήγησαν στο κτίριο του Ορφανοτροφείου Χατζηκώστα, επί της οδού Πειραιώς, το οποίο είχε μετατραπεί σε φυλακή υπό τη διοίκηση της Χωροφυλακής. Οι κρατούμενοι αυτοί αποτέλεσαν τη δεξαμενή από την οποία οι δυνάμεις κατοχής αντλούσαν άτομα για τις εκτελέσεις που διενεργούσαν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής και άλλες τοποθεσίες σε αντίποινα για διάφορες αντιστασιακές ενέργειες.

Η μαζική τρομοκρατία

Δεν ήταν όμως μόνο οι συλλήψεις, οι βασανισμοί, οι εκτελέσεις και οι έφοδοι σε εργοστάσια, δημόσιες υπηρεσίες και σπίτια, που τρομοκρατούσαν τον πληθυσμό. Το 1944 η τρομοκρατία των ελληνικών Σωμάτων Ασφαλείας, υπό την εποπτεία ολιγάριθμων Γερμανών αξιωματικών, απέκτησε μαζικές διαστάσεις λαμβάνοντας τη μορφή των περίφημων κατοχικών μπλόκων. Στο στόχαστρο μπήκαν ολόκληρες συνοικίες σε μια λογική συλλογικής ευθύνης για τη δράση των ΕΑΜικών οργανώσεων.

Τα μπλόκα ικανοποιούσαν τις ανάγκες και των δύο συνεργαζόμενων πλευρών. Οι Γερμανοί επιδίωκαν την κάμψη του αντιστασιακού κινήματος με στόχο την όσο το δυνατόν ανενόχλητη αποχώρησή τους από την Αθήνα και παράλληλα την εξασφάλιση εργατικού δυναμικού προς καταναγκαστική εργασία στα γερμανικά εργοστάσια. Παράλληλα η κυβέρνηση Ράλλη επιδίωκε να πλήξει το ΕΑΜικό αντιστασιακό κίνημα, όσο ακόμη είχε την προστασία των γερμανικών δυνάμεων κατοχής, για να αποτρέψει την κατάληψη της εξουσίας από το ΕΑΜ μετά την αποχώρηση των κατακτητών.

Τα μπλόκα διενεργούνταν βάσει πληροφοριών, που συνέλεγε κυρίως η Ειδική Ασφάλεια με την απαγωγή κατοίκων και την απόσπαση πληροφοριών μετά από βασανιστήρια ή την άντληση πληροφοριών από «ειδικούς συνεργάτες», συνήθως ιδιοκτήτες περιπτέρων, κουρείων, μπακάλικων κ.λπ. Η έναρξη των επιχειρήσεων γινόταν πάντα τις πρώτες πρωινές ώρες, για να πιάσουν τους κατοίκους κυριολεκτικά στον ύπνο, με την άφιξη των φορτηγών που μετέφεραν τους άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας και τη διασπορά των δυνάμεων ανά 40 με 50 μέτρα προς σχηματισμό της περιμέτρου του μπλόκου. Μόλις ξημέρωνε ένας αξιωματικός καλούσε με τηλεβόα όλους τους άνδρες ηλικίας άνω των 14 ή 16 ετών να παρουσιαστούν στην κεντρική πλατεία ή άλλο κεντρικό χώρο της συνοικίας, με την απειλή ότι όσοι συλλαμβάνονταν να κρύβονται θα εκτελούνταν επιτόπου. Το καθεστώς πλήρους τρομοκρατίας που επικρατούσε κατά τη διάρκεια των μπλόκων καταγράφεται στην κατάθεση της Σταυρούλας Κ. σε μεταπολεμική δίκη των υπαιτίων για το πρώτο μπλόκο της Αθήνας, που έγινε στις 15 Μαρτίου στην Καλογρέζα:

«Θα μαρτυρήσεις ή όχι;»

Αθηνα 1944. Ανδρες των Ταγματων Ευζωνων κατα τη διαρκεια διανομης συσσιτιου (Αρχειο ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ)«Βγήκα στο δρόμο κ. πρόεδρε και είδα που καίγανε τα μαγαζιά. Μου λέει ένας τσολιάς: “έλα μαζύ μου στο τμήμα” και πήγα. […] Ενας με μαύρα γυαλιά μού λέει: “Μωρή πουτάνα θα μαρτυρήσεις ή όχι;”. Δεν ήξερα τίποτα, τι νάλεγα; Κι’ αυτός: «Μπρος γδύσου». Ερχεται ο Λάμπου και μου σκίζει το φόρεμα με ψαλίδι, ύστερα το κομπινεζόν και τέλος μ’ άφησε γυμνή. Γυρίζει σε κάποιον και του λέει: «Βάρα της». […] Μ’ έδειραν πολύ. Λιποθύμησα και μούριξαν νερό. Με ξανάδειραν. Το σώμα μου έγινε κατάμαυρο».(5)

Μετά τη συγκέντρωση των κατοίκων ακολουθούσε ο έλεγχος των σπιτιών από τους άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας, που σχεδόν πάντα συνοδευόταν από πλιάτσικο. Στη συνέχεια αναλάμβαναν δράση οι γνωστοί κουκουλοφόροι που κατέδιδαν μέλη των ΕΑΜικών οργανώσεων. Ο Τζώρτζης Μαράτος περιγράφει την απάνθρωπη αυτή δοκιμασία κατά τη διάρκεια του μπλόκου στου Ζωγράφου:

«Κατά τις έντεκα φάνηκε ένα γερμανικό αυτοκίνητο με Γερμανούς και Ελληνες αξιωματικούς και κάποιον που φορούσε στο κεφάλι μια μαύρη κουκούλα. Και άρχισε η επιθεώρηση. Μπροστά πήγαινε αυτός με την κουκούλα, για να μην αναγνωρίζεται, και με δύο τρύπες στα μάτια για να βλέπει. Νεκρική σιγή [...] Κάποια στιγμή σηκώνει το δάκτυλο και δείχνει τον Νίκο, τον κουρέα. Ολοι ξέραμε ότι ήταν ΕΑΜίτης. Κρύος ιδρώτας μάς έλουσε. Αμέσως τον πιάνουν δύο και τον πάνε στην άκρη. Πιο πέρα δείχνει τον κύριο Ιωάννου, τον δικηγόρο. Επειτα τον κύριο Αγησίλαο, τον δάσκαλο του δημοτικού. Ερχεται κοντά μας, και μου φαίνεται ότι αναγνωρίζω τον παραγιό που δούλευε στο φούρνο του Πανταζόπουλου. Σαν αστραπή πέρασε από το μυαλό μου η ιδέα ότι μπορεί να του είχα πει καμία άσχημη κουβέντα όταν μου ζύγιζε το ψωμί».(6)

Μετά τη διαδικασία εντοπισμού των μελών των EAMικών οργανώσεων, ακολουθούσε η επιτόπου εκτέλεσή τους, υπό τα βλέμματα των υπόλοιπων συγκεντρωμένων. Ο Γιάννης Γκούτας θυμάται τη σκηνή της εκτέλεσης των πρώτων πέντε ατόμων κατά τη διάρκεια του μπλόκου στον Βύρωνα, στις 7 Αυγούστου του 1944:

Παιδιά στημένα για εκτέλεση

«Βλέπω πέντε νέα παιδιά στημένα για εκτέλεση λίγα μέτρα μπροστά από εμάς! […] Ζούμε μια αφάνταστα τραγική κατάσταση, μια κατάσταση αλλοφροσύνης. Στημένα μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα […] τα παιδιά αυτά έφτασαν σε τέλεια απόγνωση. […] Παρακαλούν, κλαίνε, γονατίζουν, προσεύχονται, φωνάζουν μ’ όση δύναμη τους απόμεινε πως είναι αθώα. […] Δόθηκε το πρόσταγμα […] και με μια ομοβροντία και τα πέντε παλικάρια έπεσαν αιμόφυρτοι. […] Υστερα απ’ το μακελειό, Γερμανοί και τσολιάδες, αδελφωμένοι, κάνουν βόλτες δίπλα στα πτώματα και συζητούν σαν να μην έγινε τίποτα!».(7)

Μετά τις εκτελέσεις οι συγκεντρωμένοι σχημάτιζαν μεγάλες φάλαγγες περνώντας από κεντρικούς δρόμους της συνοικίας προς παραδειγματισμό των υπολοίπων κατοίκων και οδηγούνταν στα τοπικά αστυνομικά τμήματα όπου, μετά από διαλογή, άλλοι οδηγούνταν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Χαϊδαρίου και από εκεί με τρένα στα εργοστάσια της Γερμανίας και άλλοι στις φυλακές της Χωροφυλακής.

Η γεωγραφία των μπλόκων αντανακλά τις κύριες εστίες ανάπτυξης του EAMικού αντιστασιακού κινήματος. Ολα τα μεγάλα μπλόκα πραγματοποιήθηκαν σε προσφυγικές και παράλληλα εργατικές συνοικίες το καλοκαίρι 1944: σε Νέα Ιωνία, Γούβα, Περιστέρι, Βύρωνα, Κατσιπόδι (Δάφνη), Δουργούτι (Νέος Κόσμος), Νέα Σμύρνη, Κοκκινιά και Καλλιθέα, σε διάστημα μόλις δύο μηνών συνελήφθηκαν περίπου 10.500, από τα οποία περίπου 2.500 στάλθηκαν στη Γερμανία προς καταναγκαστική εργασία και εκτελέστηκαν επιτόπου περίπου 430 άτομα.

Η τραυματική εμπειρία των κατοχικών μπλόκων έπληξε ανεπανόρθωτα την κοινωνική συνοχή. Ηταν η εμπειρία, που από κοινού με αυτή των μαζικών εκτελέσεων, των βασανιστηρίων, της μαύρης αγοράς και του λιμού, προκάλεσαν έναν βαθύ διχασμό στη βάση της ελληνικής κοινωνίας. Οι προϋποθέσεις για την εκδήλωση της ένοπλης σύγκρουσης του Δεκέμβρη και αργότερα του Εμφυλίου είχαν τεθεί πολύ πριν από την αιματηρή καταστολή του EAMικού συλλαλητηρίου της 3ης Δεκεμβρίου στην πλατεία Συντάγματος.

………………………………………

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Το Μηχανοκίνητο Τμήμα της Αστυνομίας Πόλεων ιδρύθηκε τον Μάιο του 1939 από τον δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά με επικεφαλής τον αστυνόμο Νίκο Μπουραντά. Υπήρξε η μοναδική υπηρεσία της Αστυνομίας Πόλεων που επέδειξε έντονη αντικομμουνιστική δράση κατά την περίοδο της Κατοχής στην Αθήνα. Για τη δράση του βλέπε, Αλέξανδρος Αυδής, «Οι Μπουραντάδες», Αθήνα, Νέα Θέσις, 2006.
2. Οι οργανώσεις αντικατασκοπίας «ΜΠΟΥΝΤ» και «3.000» είχαν συσταθεί από τις αρχές κατοχής και στελεχωθεί κυρίως από Ελληνες, με στόχο τη συγκέντρωση πληροφοριών για τη δράση των αντιστασιακών οργανώσεων. Κεντρικό ρόλο στην οργάνωση «3.000» διαδραμάτισε ο γιος του διευθυντή Ασφαλείας του υπουργείου Εσωτερικών, υποστράτηγου Χωροφυλακής Στυλιανού Παπαγρηγοράκη, ο οποίος υπηρετούσε ως ανθυπομοίραρχος στην Ειδική Ασφάλεια, εφημερίδες «Ελευθερία», 5 Νοεμβρίου 1946 και «Ριζοσπάστης», 12 Αυγούστου 1947.
3. Η Διεύθυνση Ειδικής Ασφαλείας της Χωροφυλακής είχε συσταθεί τον Φεβρουάριο του 1929 από την κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου με στόχο την προάσπιση του κοινωνικού καθεστώτος, «Εφημερίδα της Κυβερνήσεως», τεύχος Α, 21 Φεβρουαρίου 1929.
4. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Μικρές Συλλογές Κ 163, «Κατάστασις απολύτως αποδεδειγμένων κομμουνιστών εδρευόντων εν τω Β΄ Στρατ. Νοσοκομείω (Μονή Πετράκη)» και «Κατάστασις εμφαίνουσα κομμουνιστικά στελέχη του Γ΄ Στρατ. Νοσοκομείου (Αμπελόκηποι)».
5. Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 10 Νοεμβρίου 1946.
6. Τζώρτζης Μαράτος, «Ο κόκκινος σταυρός», Αθήνα, Εστία, 2004, σ. 62.
7. Γιάννης Γκούτας, «Υπό συνθήκες σκλαβιάς. Το χρονικό μιας ομηρίας», Αθήνα, Ωμέγα, 2005, σσ. 23-24.

………………………………………

Ποιος είναι

Ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης είναι οικονομολόγος και διδάκτορας Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η διδακτορική του διατριβή εκδόθηκε με τίτλο: «Η Εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα», εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2012

Κυριακή 6 Απριλίου 2014

Το ΕΑΜ δείχνει το δρόμο για την αλληλεγγύη του σήμερα

Η αξιοποίηση των προνοιακών δομών της Αντίστασης στην κατοχική Αθήνα απασχόλησε εκδήλωση του ραδιοσταθμού «Στο Κόκκινο»

Της Ιωάννας Σωτήρχου

Το όραμα και η ελπίδα για μια δημοκρατική μεταπολεμική Ελλάδα, για κοινωνική, ηθική και πολιτική ανασυγκρότηση είναι οι αιτίες της μαζικοποίησης του ΕΑΜ. Η αιτία που ώθησε τους ανθρώπους στην Αντίσταση δεν ήταν αποτέλεσμα ανάγκης, επιταγή της εξαθλίωσης, αφού το ΕΑΜ δεν μαζικοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του λιμού, που στοίχισε τη ζωή σε περίπου 50.000 ανθρώπους το 1941-42. Ηταν το 1943, όταν μέσα από τη δράση του έχει γίνει ο πολιτικός εκφραστής ενός ευρύτατου κοινωνικού μετώπου, οπότε έγινε μαζική η ένταξη στις τάξεις του ως επιλογή στη βάση των προσδοκιών που δημιούργησε για τη μεταπολεμική Ελλάδα.

Αυτό είναι το συμπέρασμα του ιστορικού Μενέλαου Χαραλαμπίδη, συγγραφέα του βιβλίου «Η εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα», όπως το κατέθεσε στην εκδήλωση «Κοινωνίες σε κρίση. Από τους προνοιακούς μηχανισμούς του ΕΑΜ στις σημερινές δομές αλληλεγγύης».

Κατάμεστη αίθουσα

Το ενδιαφέρον του κοινού για την εκδήλωση του ραδιοφωνικού σταθμού «Στο κόκκινο», που έγινε στο Ιδρυμα «Μιχάλης Κακογιάννης», ήταν τόσο μεγάλο που όχι απλώς γέμισε το αμφιθέατρο χωρητικότητας 120 ατόμων, αλλά και απέξω, όπου είχε τοποθετηθεί μια οθόνη για να υπάρχει η εικόνα των ομιλητών, είχαν στηθεί τρεις σειρές με καρέκλες, ενώ ο κόσμος καθόταν σε όλες τις θέσεις του εντευκτηρίου, στα σκαλιά, ακόμη και στους εσωτερικούς εξώστες στους δύο ορόφους του κτιρίου για να παρακολουθήσει τη συζήτηση.

Ο ιστορικός στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Πολυμέρης Βόγλης έκανε μια αναδρομή με ιστορικά παραδείγματα στη μεγάλη παράδοση σε θεσμούς κοινωνικής αλληλεγγύης που έχουν περάσει στην ιστορία αλλά όχι στη μνήμη, όπως είναι οι πρώτες μορφές οργάνωσης των εργαζομένων ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, με χαρακτήρα αλληλοβοηθητικό, που διήρκεσε ώς τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα και την καθιέρωση της «κοινωνικής ασφάλισης».

Μια παράδοση αυτοοργάνωσης και αυτενέργειας στη βάση της αλληλεγγύης ώστε να μπορούν να αντεπεξέρχονται σε κάποιο ατύχημα ή στην αδυναμία εργασίας ως απάντηση στη φιλελεύθερη ιδεολογία της εποχής που καθιστούσε τα άτομα υπεύθυνα για τη ζωή τους και εξατομίκευε τα κοινωνικά προβλήματα. Σε αυτή τη βάση διέκρινε τη δράση του ΕΑΜ από τη φιλανθρωπία ως μια πολιτική πρωτοβουλία με οργάνωση από τα κάτω, που έδωσε μια συλλογική λύση σε ένα κοινωνικό πρόβλημα, καλλιεργώντας την ιδέα της κοινωνικής δικαιοσύνης. Διευκρινίζοντας ότι δεν ήταν το ΕΑΜ που έσωσε από την πείνα αλλά ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός, ανέδειξε τη σημασία του και στα μεταπολεμικά χρόνια μέσα από παραδείγματα οργανωμένης αλληλεγγύης, που όμως αντιμετώπισαν την κρατική καταστολή αδυνατώντας να επιβιώσουν στη μετεμφυλιακή Ελλάδα των διακρίσεων και διώξεων. Συνέδεσε αυτές τις δομές αλληλεγγύης με τη σημερινή πραγματικότητα της ιδιωτικοποίησης των υπηρεσιών και του ανήμπορου κράτους, για να συμπεράνει ότι αποτελούν τη μοναδική εναλλακτική και δυνητική στρατηγική στην τρέχουσα συγκυρία.

Με γλαφυρό τρόπο, μέσα από φωτογραφίες της εποχής, η ιστορικός Τασούλα Βερβενιώτη έδωσε τις συγκλίσεις αλλά και τις αποκλίσεις που υπάρχουν ανάμεσα στο τότε και το σήμερα. Στάθηκε στα νέα πρότυπα κοινωνικής οργάνωσης με τα οποία μπολιάστηκε η ελληνική κοινωνία και στα «αντισώματα» που γέννησε ο αγώνας για επιβίωση, που δεν είχε να αντιμετωπίσει μόνο την πείνα, αλλά και την τρομοκρατία των κατοχικών δυνάμεων, την έλλειψη νερού και συγκοινωνίας, τον θάνατο που καραδοκούσε, το φοβερό κρύο. Μίλησε για την αλλαγή ταυτοτήτων, για το πώς, μπροστά στις επιλογές της υποταγής ή τους κινδύνους της αντίστασης, η δράση ήταν αυτή που δυνάμωσε τους ανθρώπους, βοηθώντας τους να ξεπεράσουν τον τρόμο και ωθώντας τους να διαχειριστούν τις τύχες τους και να αναζητούν μια δικαιότερη κοινωνία. Θεωρώντας την αμφίδρομη σχέση μεταξύ της πρωτοβουλίας των ανθρώπων και της οργανωμένης δράσης κινητήρια δύναμη για την υλοποίησή της.

Για τον σημερινό αγώνα που δίνουν οι εθελοντές μέσα από το Μητροπολιτικό Κοινωνικό Ιατρείο Ελληνικού και τη δύναμη που αντλούν από τη συμμετοχή τους άνθρωποι που βίαια στερήθηκαν όσα είχαν για δεδομένα, εργασία, ασφάλιση, που ένιωθαν ντροπή, φόβο και οργή για την καταστροφή της ζωής τους και ήταν τρομοκρατημένοι αλλά κατάφεραν να ανακτήσουν την κλεμμένη τους αξιοπρέπεια και να αναθερμάνουν την ελπίδα μέσα από τον αγώνα τους για την ανατροπή αυτών των συνθηκών μίλησε ο γιατρός Γιώργος Βήχας.

Κοινωνικά παντοπωλεία

Αρκετοί ήταν αυτοί που κατέθεσαν τη δική τους εμπειρία από δομές αλληλεγγύης στις γειτονιές τους ή στους τόπους εργασίας τους, συνδέοντας έτσι το νήμα τού χθες με το σήμερα. Οπως ο δάσκαλος από το Κερατσίνι που μίλησε για τα κοινωνικά παντοπωλεία που λειτουργούν στα σχολειά τους, στηρίζοντας εκατοντάδες οικογένειες και μπολιάζοντας τη νέα γενιά με τις αξίες της αλληλεγγύης.

Γιατί μας ενδιαφέρουν σήμερα οι προνοιακοί μηχανισμοί του ΕΑΜ; «Επειδή μας δείχνουν πώς ο αυτοσχέδιος ατομικός αγώνας, η εμπειρία και δράση για την επιβίωση μετατράπηκαν σε συντονισμένη συλλογική αντίσταση» απαντά ο ιστορικός Μ. Χαραλαμπίδης, που παραχώρησε στην «Εφ.Συν.» το κείμενο της ομιλίας του από την οποία επιχειρούμε μια συνοπτική παράθεση.

Η αναντίρρητα σκληρή όψη του λιμού δοκίμασε τα όρια αντοχής όλων των κατεχόμενων λαών, αλλά με ιδιαίτερη δριμύτητα του αθηναϊκού. Τέσσερις ψυχολόγοι, ήδη από τότε, περιέγραψαν τη δραματική σύνθλιψη της προσωπικότητας και την επικράτηση των πιο πρωτόγονων ενστίκτων προκειμένου να ικανοποιηθούν οι ανάγκες ως μια συνέπεια όχι μόνο του λιμού αλλά και της τρομοκρατίας που επικρατούσε στην κατοχική Αθήνα.

Πώς μετατράπηκε ο ατομικός αγώνας σε συλλογικό αντιστασιακό αγώνα; Με μια νέα νοηματοδότηση του πατριωτισμού ως του αγώνα για την προάσπιση της κοινωνίας. Πριν ακόμη από την ίδρυση του ΕΑΜ, η ανάγκη για προνοιακούς μηχανισμούς μετασχηματίζει την «Εργατική Βοήθεια», που συνέτρεχε τους φυλακισμένους και εξόριστους κομμουνιστές, σε «Εθνική Αλληλεγγύη»: η πολυεπίπεδη δράση της είναι σωτήρια για τον δοκιμαζόμενο πληθυσμό. Ανάμεσα σε άλλα δημιούργησε Καταφύγιο Επειγούσης Περιθάλψεως το 1941 στη Ν. Σμύρνη από τον Ιατρικό Σύλλογο Αθηνών.

Η ώσμωση με την κοινωνία

Πάνω απ’ όλα όμως συγκροτούσε ομάδες συντονισμού από και για τις ήδη ενεργές συλλογικότητες, διασυνδέοντας από τον Ιατρικό Σύλλογο μέχρι τους προσκόπους, αθλητικά και πολιτιστικά σωματεία στον κοινό αγώνα της επιβίωσης: δίκτυο που διαμορφώνει το συλλογικό πνεύμα ανάπτυξης του αντιστασιακού αγώνα. Αυθόρμητοι προνοιακοί μηχανισμοί και δίκτυα αλληλεγγύης στήνονταν ως όρος επιβίωσης όχι μόνο στις συνοικίες αλλά και στα εκπαιδευτικά ιδρύματα για τη στήριξη των φτωχών φοιτητών, στους προμηθευτικούς συνεταιρισμούς που ιδρύθηκαν για την πρόσβαση σε είδη διατροφής ως απάντηση στην κερδοσκοπία των μαυραγοριτών.

Με την άφιξη της ανθρωπιστικής βοήθειας του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού το καλοκαίρι του 1942, ο αγώνας παίρνει τη μορφή της δίκαιης διανομής της: έτσι δημιουργούνται από το ΕΑΜ οι Λαϊκές Επιτροπές σε κάθε συνοικία, χώρο εργασίας, εκπαιδευτικό ίδρυμα, που διεκδικούν την κάλυψη επειγουσών αναγκών.

Αυτό ήταν και το άνοιγμα του ΕΑΜ στην κοινωνία, η ώσμωση που το εμπλούτισε και το μεγέθυνε. Είναι η ανάθεση αρμοδιοτήτων σε άτομα «υπεράνω υποψίας», αστυνομικούς, ιερείς, ανώτερους δημόσιους υπαλλήλους, που του προσφέρει κάλυψη για την παράνομη δράση, το μπολιάζει με πολιτικές αντιλήψεις που δεν απαιτούν τη βίαιη ανατροπή των προϋπαρχουσών δομών και ταυτόχρονα καλύπτει το κενό από την κατάρρευση του κρατικού μηχανισμού, εδραιώνοντας τη θέση του στις επιφυλακτικές μέχρι τότε συνοικίες της «φτωχολογιάς» και των «μικρονοικοκυραίων».

Επιτροπές που εξελίχτηκαν σε όργανα λαϊκής αυτοάμυνας ανεξάρτητα ή ακόμη και ενάντια στις «επίσημες» αρχές, που βοήθησαν στη σύζευξη ετερόκλητων κοινωνικών στρωμάτων στον δρόμο της κοινής διεκδίκησης και δράσης, ανοίγοντας παράλληλα τον δρόμο για την ιδεολογική τους σύγκλιση.

Η άρση της επιστράτευσης

Κομβικό σημείο; Η υποχρέωση των κατοχικών δυνάμεων να αποσύρουν το μέτρο της πολιτικής επιστράτευσης που απειλούσε δεκάδες χιλιάδες άνδρες με αποστολή στα γερμανικά εργοστάσια για καταναγκαστική εργασία – νίκη του ΕΑΜ μετά από μαζικότατες και αιματηρότατες κινητοποιήσεις το 1943. Επίσης, η συνθηκολόγηση και αποχώρηση του ιταλικού στρατού κατοχής, που εξοπλίζει τον ΕΛΑΣ και του δίνει τη δυνατότητα να εντοπίσει και να ανοίξει τις αποθήκες των μαυραγοριτών για να μοιράσει το περιεχόμενό τους στον λαό με υποδειγματικά οργανωμένο τρόπο και καταβάλλοντας το νόμιμο αντίτιμο ώστε να μην κατηγορηθούν για «πλιάτσικο», απογειώνει το ηθικό κύρος και την επίδραση του ΕΑΜ στην κοινωνία.

Ετσι, τον τελευταίο χρόνο της Κατοχής οι προνοιακοί μηχανισμοί του «κοινωνικοποιημένου» ΕΑΜ –που έχει πια ερείσματα σε κάθε γειτονιά, καθώς η ένταξη ενός κατοίκου συνεπαγόταν την άμεση ή έμμεση εμπλοκή ολόκληρου του προσωπικού του κύκλου στην Αντίσταση– προσαρμόζονται στις ανάγκες της ένοπλης πλέον Αντίστασης και οι τοπικές κοινωνίες τού «ανταποδίδουν» όσα τους προσέφερε τα πρώτα δύο χρόνια της Κατοχής.

……………………………………………………………

Η ανεπανάληπτη 5η Μαρτίου 1943

Μία από τις μεγαλειωδέστερες κινητοποιήσεις στην κατεχόμενη Αθήνα ενάντια στις γερμανικές δυνάμεις έγινε στις 5 Μαρτίου 1943. Πρόκειται για ανεπανάληπτο γεγονός που ακύρωσε την πολιτική επιστράτευση η οποία θα έστελνε χιλιάδες Ελληνες σε καταναγκαστικά έργα στη Γερμανία· για μια από τις κορυφαίες στιγμές της Εθνικής Αντίστασης.

Με αφορμή την επέτειο ο ραδιοφωνικός σταθμός «105,5 στο Κόκκινο» διοργανώνει περίπατο με τίτλο «Αναζητώντας τα ίχνη της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα» και ξεναγό τον ιστορικό Μενέλαο Χαραλαμπίδη την Κυριακή στις 11 το πρωί. Με αφετηρία τα Προπύλαια θα γίνει περιήγηση στους δρόμους και τα κτίρια όπου σημειώθηκαν οι σημαντικότερες αντιστασιακές κινητοποιήσεις του αθηναϊκού λαού κατά την περίοδο της Κατοχής και θα ζωντανέψει ένα σημαντικό όσο και άγνωστο μέχρι σήμερα μέρος της ιστορίας της πόλης.

Η εκδήλωση θα κλείσει με συζήτηση στο Πολυτεχνείο (αμφιθέατρο Γκίνη) στην οποία θα συμμετάσχει και ο ερευνητής Μανώλης Κασιμάτης, ενώ θα προβληθεί σπάνιο οπτικοακουστικό υλικό από την περίοδο της Κατοχής.

 
Via

Οι δωσίλογοι στη Θεσσαλία

Οι δωσίλογοι στη Θεσσαλία

10:38 | 12 Μαρ. 2014
Ο δωσιλογισμός στην Ελλάδα εμφανίζεται με δύο μορφές, εκείνη των κυβερνήσεων Quisling και των μηχανισμών του μεταξικού κράτους που οι Γερμανοί βρήκαν και χρησιμοποίησαν και εκείνη των «Ταγμάτων Ασφαλείας». Τα μέλη τους εντάχθηκαν στις στρατιωτικές δυνάμεις κατοχής, συμμετείχαν σε μαζικά αντίποινα και ο απροκάλυπτος σκοπός τους ήταν να πατάξουν κάθε αριστερή αντιστασιακή δραστηριότητα η οποία για τις αρχές κατοχής ήταν συνώνυμη με τον σλαβοκομμουνισμό και συνεπώς αντεθνική.

Του Βασίλη Παππά
Παρακρατικές οργανώσεις της δεξιάς υπήρχαν στην Ελλάδα πολύ πριν τον πόλεμο του 40 και την κατοχή. Καταρρίπτεται λοιπόν το επιχείρημα των νεοϊστορικών (του νέου ιστορικού κύματος) που επιχειρεί να ερμηνεύσει το φαινόμενο στηριζόμενο στις τοπικές αντινομίες και διαμάχες μεταξύ δεξιών και αριστερών ένοπλων οργανώσεων με τοπικά χαρακτηριστικά. Όχι ότι δεν υπήρξαν και τέτοιες συγκρούσεις, αλλά ο κεντρικός άξονας του ελληνικού αστικού κράτους και των εθνικοφρόνων πολιτών ήταν και είναι;  η απόκρουση  του κομμουνιστικού κινδύνου.
Το βιβλίο «Ο Άντρας με την γερμανική στολή», της Μαρούλας Κλιάφα (Εκδ. Κέδρος), έμμεσα αναφέρεται στην οργάνωση ΕΕΕ (Εθνική Ένωσις Ελλάδος), τους τριεψιλίτες οι οποίοι έδρασαν τον καιρό της κατοχής στη Θεσσαλία, και ειδικά στα Τρίκαλα που η ΕΕΕ αριθμούσε περί τα 150 μέλη «Εις Τρίκαλα με αρχηγόν τον Μαντζούφαν. Η εύκολος δύναμις της ομάδος είναι 150 άνδρες. 2. Εις Ιωάννινα αποτελούμενον από 30 μέλη υπό τας διαταγάς του λοχαγού Μιχαλάκη…» (Αρχείο Εθνικής Αντίστασης, Εκδόσεις ΔΙΣ, αναφ. 393/22.7.44, 239/26.8.44, 79/22.7.44)».
Επειδή μερικοί τεχνηέντως καλλιεργούν τη λήθη, ας επιχειρήσουμε μια περιγραφή της οργάνωσης αυτής, των οποίων τα χαρακτηριστικά έχουν ανατριχιαστική ομοιότητα με το σημερινό ναζιστικό μόρφωμα της Χ. Α.
Η «Εθνική Ένωση Ελλάς» ιδρύθηκε επίσημα το 1927 στη Θεσσαλονίκη, αν και η δράση της είχε ξεκινήσει ήδη. Στο καταστατικό της η «Εθνική Ένωση Ελλάς», που θεωρείται η πρώτη τόσο μαζική φασιστική οργάνωση, διακήρυττε πως μπορούσαν να γίνουν μέλη της μόνο όσοι ήταν ελληνικής καταγωγής και χριστιανοί, ενώ η έδρα της οργάνωσης ήταν στο Μέγαρο Ερμείον, με πρόεδρο τον έμπορο Γ. Κοσμίδη, ο οποίος είχε γνωστή αντιεβραϊκή δραστηριότητα.Τα μέλη της έγιναν πιο γνωστά ως «τριεψιλίτες», λόγω των τριών «Ε» στον τίτλο της οργάνωσης, και στην αρχή όσοι είχαν εγγραφεί στα μητρώα της δεν ξεπερνούσαν τα 200 άτομα.
Την άνοιξη του 1927 η ΕΕΕ επιτίθεται με ανακοίνωσή της στο εβραϊκό στοιχείο της Θεσσαλονίκης  σύμφωνα με την οποία οι εβραϊκοί κύκλοι ήταν πίσω από τον ντόρο για την αυτονόμηση της Μακεδονίας, αλλά και για την αύξηση των κομμουνιστών στη Θεσσαλονίκη. Μάλιστα, γινόταν αναφορά και στα «Πρωτόκολλα της Σιών», (θυμίζει κάτι;) που τότε είχαν κυκλοφορήσει στη χώρα μας μεταφρασμένα στα ελληνικά.
Οι «τριεψιλίτες» είχαν τα εξής χαρακτηριστικά:
• Κυκλοφορούσαν στις δράσεις τους πειθαρχημένα και με χακί πουκάμισα, μπότες στρατιωτικού τύπου και κράνη. Εξ ου και το παρατσούκλι «χαλυβδόκρανοι».
• Απαγόρευαν στα μέλη τους να συναλλάσσονται με Εβραίους.
• Στο λάβαρο της οργάνωσης υπήρχε ο δικέφαλος αετός και το σύνθημα «Ελλάδα Ξύπνα», με αναφορά και στο «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια».

Μερικές από τις χαρακτηριστικές «επιτυχίες» της ΕΕΕ:
Στις 25 Ιουνίου 1933 δολοφονήθηκε από φασίστες «τριεψιλίτες», που είχαν στο μεταξύ επεκτείνει τη δράση τους κι εκτός Θεσσαλονίκης, ο Πειραιώτης λιμενεργάτης Θωμόπουλος. Δέχτηκε σφαίρες στο κέντρο της Αθήνας, όμως δεν ήταν το πρώτο θύμα, αφού είχε προηγηθεί και ο εμπρησμός της συνοικίας Κάμπελ στη Θεσσαλονίκη το 1931. Σύμφωνα, μάλιστα, με τον Τύπο της εποχής, υπήρχε και κάλυψη από τις αστυνομικές αρχές. (και άλλη σύμπτωση διαχρονική συνεργασίας αστυνομίας και φασιστικών μορφωμάτων).
Τον Ιούλιο του 1931 οι παρακρατικοί «τριεψιλίτες» κατέκαψαν τα χαμόσπιτα που ζούσαν περίπου 200 οικογένειες Εβραίων στη Θεσσαλονίκη. Από πυροβολισμούς έπεσαν νεκροί δυο άνθρωποι. Κι όμως, αυτό το έγκλημα έδωσε νέα ώθηση στην οργάνωση και η «Εθνική Ένωση Ελλάς» είδε την επιρροή της να αυξάνεται. Μάλιστα, όταν έγινε η δίκη, κανένας κατηγορούμενος δεν μπήκε φυλακή.

Περνώντας κατά τη μεταξική δικτατορία στην αδράνεια, αφού τα περισσότερα μέλη της ειδικά της νεολαίας επάνδρωσαν  την ΕΟΝ του Μεταξά, κάνουν την εμφάνισή τους μετά το 1942 – 43, όταν στην διαφαινόμενη ήττα των ναζιστικών στρατευμάτων κατοχής, η εθνικόφρων παράταξη δημιούργησε τις προϋποθέσεις απόκρουσης της μαζικότερης αντιφασιστικής οργάνωσης, του ΕΑΜ.
Εφημολογείτο ότι πίσω από τα κατοχικά Τρία Έψιλον κρύβονταν ο στρατηγός Μπάκος, δεξί χέρι του Τσολάκογλου και υπουργός Εθνικής Άμυνας στην κυβέρνηση των «Quisling». Ο στρατηγός Μπάκος, ένθερμος υποστηρικτής συγκρότησης ελληνικού εκστρατευτικού σώματος, για να συμμετάσχει παρά των ναζιστικών στρατευμάτων στην επίθεση κατά της Σοβιετικής ΄Ενωσης, χρησιμοποίησε τους τριεψιλίτες, ως «μαγιά» για αυτό το εγχείρημα. 
Συναφής είναι η μαρτυρία του τότε συνταγματάρχη Θρασ. Τσακαλώτου, στενού συνεργάτη του Μπάκου μέχρι να διαφύγει στη Μέση Ανατολή:
«Ο στρατηγός Μπάκος… μόνον έναν εχθρό έβλεπε: τους κομμουνιστάς. Τους δε Γερμανούς ως τους μόνους που μπορούσαν να τους εκμηδενίσουν. Γι’ αυτό ηθέλησε να κάμη εθελοντικά σώματα υπό καταλλήλους διοικητάς για να σταλούν να πολεμήσουν εναντίον των Ρώσων. Έκαμε ειδικήν συγκέντρωσιν τότε, εις την οποίαν εκάλεσεν έναν αριθμόν συνταγματαρχών, υπηρετούντων εις το υπουργείον.
Εξήγησε σαφέστατα την επιθυμίαν του και την πεποίθησίν του ότι όταν νικήση η Γερμανία, αυτό θα είναι ένα επιχείρημα στα χέρια της Ελλάδος. Τον απέτρεψα με όλην μου την δύναμιν και ενθυμούμαι ακόμη την φράσιν που του είπα: “Προσέχετε, ο ελληνικός λαός δεν συγχωρεί τοιαύτας αποφάσεις. Θα σηκωθούν και οι πέτρες ακόμη εναντίον εκείνων που θα τολμήσουν να πολεμήσουν εναντίον οιουδήποτε συμμάχου μας”.
Σταδιακά με τη χρηματοδότηση των Γερμανών και την κατάλληλη προπαγάνδα η ΕΕΕ απέκτησε κάποια απήχηση και μερικές εκατοντάδες νέα μέλη. Στην περιοχή της Θεσσαλίας π.χ., σύμφωνα με μια αναφορά ενός πληροφοριοδότη της ελληνικής κυβέρνησης στη Μέση Ανατολή το καλοκαίρι του 1944, δρούσε μια μεγάλη ομάδα 800 Τριεψιλιτών υπό τον αντισυνταγματάρχη Χρυσοχοϊδη, η οποία αποσκοπούσε στην αντιμετώπιση των κομμουνιστών.
Αυτοί είναι κάποιοι από τους εθνικώς δρώντες έλληνες δωσίλογους, οι οποίοι μέσω του εμφυλίου πολέμου 1946-49, αποκαθάρθηκαν και στελέχωσαν το βαθύ ακροδεξιό κράτος της μεταπολεμικής ελληνικής κοινωνίας. Ας μην ξεχνάμε ότι το 1950, ο Πλαστήρας αναγκάστηκε να παραιτηθεί αμέσως μετά το λόγο που έβγαλε στην Τήνο στις 15 Αυγούστου, για τα «μέτρα επιείκειας» και τις αντιδράσεις που προκάλεσαν. Τα μέτρα επιείκειας εφαρμόστηκαν μόνο προς την πλευρά των δωσιλόγων και των ταγματασφαλιτών. Παιδί του ακροδεξιού κράτους και ο ο Σπ. Γκοτζαμάνης, (δολοφονία Λαμπράκη) , ήταν μέλος του «Συνδέσμου Αγωνιστών και Θυμάτων Εθνικής Αντίστασης Βορείου Ελλάδας», μιας παρακρατικής οργάνωσης με επικεφαλής τον Ξ. Γιοσμά, συνεργάτη των Γερμανών στην περίοδο της κατοχής και μέλους της ΕΕΕ.
Εν κατακλείδι
Γράφει ο Ηλίας Νικολακόπουλος «…είναι πλέον καιρός να μελετήσει κανείς, με ψυχραιμία και χωρίς ιδεολογικές προκαταλήψεις, ένα φαινόμενο που αποτελεί ίσως μια από τις πιο σκοτεινές πλευρές της νεώτερης ελληνικής ιστορίας – κάτι που έχει άλλωστε επιχειρηθεί, εδώ και αρκετές δεκαετίες, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Και για τη μελέτη αυτή οι απλουστευτικές και ατεκμηρίωτες προσεγγίσεις που ερμηνεύουν τον δωσιλογισμό ως απότοκο της «κόκκινης βίας» απλώς αναπαράγουν την απολογητική ιστοριογραφία της δεκαετίας του ’50. Αρκεί απλώς να θυμηθεί κανείς ότι, το φθινόπωρο του 1942, όταν η Ελλάδα θρηνούσε ήδη 300.000 θύματα από το λιμό του προηγούμενου χειμώνα και η ένοπλη αντίσταση έκανε την πρώτη της ουσιαστικά εμφάνιση ανατινάζοντας τη γέφυρα του Γοργοπόταμου, κάποιοι άλλοι σχημάτιζαν κυβέρνηση (K. Λογοθετόπουλος) για να καταπολεμήσουν τον κομμουνισμό (δηλαδή την αντίσταση) ή συζητούσαν με τους Γερμανούς και τους Ιταλούς για τη συγκρότηση των Ταγμάτων Ασφαλείας (Ιωάννης Δ. Ράλλης ομιλεί εκ του τάφου, Αθήνα 1947, σελ. 31).
ΤΡΙΚΚΗpress

1944 – Μια πληγή για τον πληθυσμό της Θεσσαλίας

Οι ΕΑΣΑΔΙΤΕΣ συνεργάστηκαν με τις κατοχικές αρχές -ελληνικές και γερμανικές- όμως η βαρβαρότητα και οι αγριότητές τους ξεπέρασαν κάποιες φορές κάθε όριο, με αποτέλεσμα ακόμη και οι δυνάμεις κατοχής να αναγκαστούν να επέμβουν

Συνεχίζουμε σήμερα, όπως κάθε Τετάρτη, τα άρθρα από νέους ιστορικούς που επιχειρούν να καλύψουν τα ίχνη της σημαδιακής χρονιάς του 1944 στο πεδίο της ιστοριογραφίας και του δημόσιου λόγου, αναζητώντας πληροφορίες και υλικό για ένα «θαυμαστό έτος» της ελληνικής ιστορίας

Για τον ΕΑΣΑΔ, η προσθήκη του επιθέτου «αγροτικός» δήλωνε ότι απευθυνόταν προς τους αγροτικούς πληθυσμούς, τα συμφέροντα των οποίων θα «προστάτευε» από κάθε προσβολή, και ιδίως από τον κομμουνισμό. Πίσω βέβαια από την όποια ιδεολογία, οι περισσότεροι διέβλεπαν την ευκαιρία για ξεκαθάρισμα παλαιών λογαριασμών ή για εύκολο πλουτισμό

Της Βασιλικής Λάζου*

Στις 16 Αυγούστου 1944, δύο μήνες πριν από την υποχώρηση των Γερμανών από τον Βόλο, το διορισμένο δημοτικό συμβούλιο της πόλης συνεδρίασε εκτάκτως για να αποφασίσει τη λήψη μέτρων για την εμπέδωση της τάξης. Η κατάσταση στην κατακτημένη πόλη κρινόταν «λίαν έκρυθμος και εγκυμονούσα κινδύνους».1

Η νέα πληγή στη βαριά τραυματισμένη από τη φασιστική κατοχή εργατούπολη ήταν τρεις ένοπλες «εθνικιστικές» ομάδες: ο Εθνικός Αγροτικός Σύνδεσμος Αντικομμουνιστικής Δράσης (ΕΑΣΑΔ), οι Εθνικές Αντικομμουνιστικές Ομάδες (ΕΑΟ) και η Ομάδα Ανω Λεχωνίων. Τα ιδιότυπα αυτά «Τάγματα Ασφαλείας» εμφανίστηκαν και έδρασαν σε ολόκληρη τη Θεσσαλία, από τις αρχές Απριλίου έως τον Σεπτέμβριο 1944. Οπως και οι άλλες τέτοιου τύπου οργανώσεις σε ολόκληρη τη χώρα, με πρόσχημα την «καταστροφή του κομμουνισμού» και την «εξουδετέρωση όλων των κινήσεων που ήταν πιθανό να βλάψουν τα εθνικά συμφέροντα»2, συνεργάστηκαν με τις κατοχικές αρχές -ελληνικές και γερμανικές- από τις οποίες χρηματοδοτήθηκαν και εξοπλίστηκαν.

Οι ΕΑΣΑΔίτες έχουν μείνει στη συλλογική μνήμη ως «κατακάθια της κοινωνίας»3. Διακρίνονταν από το γαλάζιο περιβραχιόνιο ή το δίκοχο με τα αρχικά της οργάνωσης. Αρχηγός τους ήταν ο Τάκης Μακεδόνας ή «Μαύρος», πρώην υπαξιωματικός της Χωροφυλακής, φοβερός στην όψη και κατά φήμες σαδιστής. Αρχικά είχε σταλεί ως εκπρόσωπος του ΕΔΕΣ Βόλου στον ΕΔΕΣ Αθηνών για να ζητήσει τη συγκρότηση ένοπλων σωμάτων ως αντίπαλο δέος στο ΕΑΜ. Στη συνέχεια όμως αυτονομήθηκε και συγκρότησε ένοπλα σώματα υπό την αιγίδα της Γερμανικής Ασφάλειας (SD)4. Εκτελέστηκε από τον ΕΛΑΣ στη Μάχη του Κιλκίς, όπου είχε καταφύγει ακολουθώντας τους Γερμανούς κατά την υποχώρησή τους.

Η ΕΑΟ συγκροτήθηκε και χρηματοδοτήθηκε από τη Γερμανική Ασφάλεια. Είχε αρχηγό τον Σταμάτη Σταθεράκο και στη συνέχεια τον Αθανάσιο Ισόπουλο και αποτελούνταν από άντρες που είχαν υπηρετήσει στην Ασφάλεια Αθηνών και Βόλου. Η Ομάδα Ανω Λεχωνίων στρατολόγησε άνδρες από την περιοχή υπό τον κτηματία Σπύρο Ραφτόπουλο, ο οποίος μεταπολεμικά ως αρχηγός δεξιάς παρακρατικής οργάνωσης έγινε διαβόητος με το ψευδώνυμο «Καλαμπαλίκης».

Πυλώνες της ιδεολογίας τους, ο εθνικισμός και ο αντικομμουνισμός. Για τον ΕΑΣΑΔ, η προσθήκη του επιθέτου «αγροτικός» δήλωνε ότι απευθυνόταν προς τους αγροτικούς πληθυσμούς, τα συμφέροντα των οποίων θα «προστάτευε» από κάθε προσβολή, και ιδίως από τον κομμουνισμό. Πίσω βέβαια από την όποια ιδεολογία, οι περισσότεροι διέβλεπαν την ευκαιρία για ξεκαθάρισμα παλαιών λογαριασμών ή για εύκολο πλουτισμό.

Το ζητούμενο ωστόσο ήταν η νομή της μεταπολεμικής εξουσίας. Νέες πολιτικές δυνάμεις είχαν συγκροτηθεί κατά τη διάρκεια της Κατοχής και είχαν αποκτήσει σημαντικά λαϊκά ερείσματα μέσω της Αντίστασης, ενώ ο παλαιός πολιτικός κόσμος στην πλειονότητά του είτε παρέμεινε αδρανής είτε συνεργάστηκε με τους κατακτητές είτε κατέφυγε εκτός ελληνικών συνόρων περιμένοντας να περάσει η μπόρα για να επιστρέψει σαν «απελευθερωτής» με τη δύναμη των βρετανικών όπλων.

Συνεργάστηκαν

Η εντυπωσιακή εμφάνιση του ΕΑΜ στην πολιτική σκηνή και ο στρατιωτικός έλεγχος του μεγαλύτερου μέρους της χώρας από τον ΕΛΑΣ προκαλούσε πανικό στον αστικό πολιτικό κόσμο και τους Βρετανούς προστάτες του. Καθώς η ήττα των δυνάμεων του Αξονα διαφαινόταν στον ορίζοντα, μια σειρά από παράγοντες με φαινομενικά αντικρουόμενα συμφέροντα συνεργάστηκαν για να ανακόψουν την ΕΑΜική δυναμική.

Με τη συγκρότηση δωσιλογικών ένοπλων σχηματισμών, οι Γερμανοί επιδίωκαν αφενός την εξοικονόμηση πολύτιμου γερμανικού αίματος στον αγώνα ενάντια στους αντάρτες και αφετέρου στόχευαν σε μια όσο το δυνατόν πιο ασφαλή υποχώρηση. Η κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη ήθελε να εμποδίσει το ΕΑΜ να καταλάβει την εξουσία όταν θα ερχόταν ώρα της απελευθέρωσης. Προσφέροντας αυτή τη σημαντική υπηρεσία, θεωρούσε ότι θα ξέπλενε από πάνω της την ντροπή του δωσιλογισμού και θα εμφανιζόταν ότι «έσωσε» τη χώρα από τον κομμουνισμό. Ο βασιλιάς και η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση επεδίωκαν να ξαναπιάσουν το νήμα της εξουσίας εκεί που το είχαν αφήσει όταν εγκατέλειψαν τη χώρα. Και φυσικά οι Βρετανοί εμπόδιζαν οποιαδήποτε κίνηση έθετε σε κίνδυνο τα συμφέροντά τους στην Ελλάδα και στην Ανατολική Μεσόγειο γενικότερα. Αν και λεκτικά καταδίκαζαν τα Τάγματα Ασφαλείας και οποιοδήποτε ένοπλο δωσιλογικό σχηματισμό, δεν δίστασαν, όταν έφτασε η ώρα της απελευθέρωσης, να τα διαφυλάξουν από οποιαδήποτε τιμωρία και να τα χρησιμοποιήσουν στον αγώνα εναντίον του ΕΑΜ.

Οι ένοπλες δωσιλογικές οργανώσεις της Θεσσαλίας επισήμως συντηρούνταν από τους Γερμανούς και από γενναίες εισφορές των ομαδαρχών της φασιστικής πολιτικής οργάνωσης ΕΕΕ (Εθνικιστική Ενωσις Ελλάδος), γνωστότερης ως τρία Εψιλον.5 Οι πόροι των «ιδεολόγων αυτών εθνικοσοσιαλιστών» προέρχονταν από εράνους, από επιβολή παρακρατημάτων και από λάφυρα, με έννοια αρκετά διασταλτική. Το δημοσίευμα της ΕΑΜικής εφημερίδας «Ο Ρήγας» είναι ενδεικτικό:

«Ξεγυμνώνανε τους πολίτες πριν τους εκτελέσουν, ρημάζανε μέχρι βελόνι τα μαγαζιά και τα σπίτια τους. Σειρά διαρρήξεις κάθε βράδυ στο κέντρο της πόλης […] Είναι όμως και η νομιμοποιημένη ληστεία. Διακόσια δισεκατομμύρια έχουν βάλει ίσαμε σήμερα στο χέρι την αγορά του Βόλου Ε.Α.Σ.Α.Δ., Ε.Ε.Ε., Ε.Α.Ο. Επιπλέον ο έρανος με το πιστόλι στ’ αυτί!».6

Ατυπη συμφωνία

Φαίνεται ότι υπήρχε άτυπη συμφωνία και οι «εθνικιστές» δικαιούνταν το 15%, ενώ τα υπόλοιπα έπρεπε να τα δίνουν στους Γερμανούς.7 Οι αιτιάσεις δεν διατυπώνονται μόνο από την ΕΑΜική πλευρά. Ο διορισμένος από τη δωσιλογική κυβέρνηση Ιωάννη Ράλλη δήμαρχος Βόλου Θρασύβουλος Παπασακελλαρίου κατήγγειλε ότι ανάμεσα στα θύματα ήταν και οικογένειες εγνωσμένων εθνικιστικών φρονημάτων και διαπίστωνε ότι «οι άνδρες των Ταγμάτων και κυρίως της ΕΑΟ στερούνται πειθαρχίας […] περνούν την ημέρα τους στις ταβέρνες και στους οίκους ανοχής και ασχολούνται με εκβιασμούς σε βάρος των πολιτών. Οι περισσότεροι έπαυσαν προ πολλού να στρατωνίζονται και διαμένουν σε μισθωμένες οικίες ή δωμάτια τα οποία επιτάχθηκαν αυθαίρετα συζώντας με παλλακίδες, και ζώντας, κάθε φορά που τα οικονομούν, βίο σκανδαλώδη και πολυδάπανο».8

Αν και είχαν μικρή στρατιωτική αξία, ήταν στην προνομιακή θέση να γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα λόγω της εντοπιότητάς τους και κατέδιδαν στις δυνάμεις Κατοχής στελέχη του ΕΑΜ. Τις περισσότερες φορές, βέβαια, αναλάμβαναν να διεκπεραιώσουν μόνοι τους τη «βρόμικη δουλειά» των εκτελέσεων. Υπολογίζεται ότι από τέλους Απριλίου μέχρις αρχών Ιουνίου 1944 δολοφόνησαν γύρω στα 220 μέλη της Αντίστασης και έστειλαν σε γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και σε φυλακές, όπως η «Κίτρινη Αποθήκη» του Βόλου, εκατοντάδες πατριώτες.9

Κανείς δεν μπορούσε να αισθάνεται ασφαλής, ούτε να διαμαρτυρηθεί, φοβούμενος κυρώσεις. Τα μπλόκα στις συνοικίες και σε κεντρικά σημεία του Βόλου ήταν συχνά και στις πλείστες των περιπτώσεων οι συλλήψεις γίνονταν στην τύχη, οι ανακρίσεις, από τους πλέον αναρμόδιους, διακρίνονταν από προχειρότητα και δεν είχαν καμία εγγύηση αμεροληψίας. Οι εκτελέσεις πραγματοποιούνταν κατά τρόπο απάνθρωπο, ενώ τα πτώματα εκτίθεντο γυμνά. «Η ύβρις αυτή για το δημόσιο φρόνημα των πολιτών»10 στόχευε στην κατατρομοκράτηση του πληθυσμού.

Αναγκάζονται να φύγουν

Πολλοί Βολιώτες για να αποφύγουν το «κακό συναπάντημα» έφευγαν από την πόλη τρεπόμενοι είτε προς τα ελεύθερα χωριά του Πηλίου είτε, οι πιο πλούσιοι, προς την Αθήνα. Και οι αγρότες δεν έφερναν τα προϊόντα τους στην αγορά φοβούμενοι διαρπαγή.11

Βασιλικότεροι του βασιλέως οι ΕΑΣΑΔίτες ξεπέρασαν σε αγριότητα τους κατακτητές προκαλώντας την επέμβασή τους. Στη Λάρισα, γερμανικό Στρατοδικείο καταδίκασε στην ποινή του θανάτου ΕΑΣΑΔίτες με την κατηγορία ότι «ως όργανα των δυνάμεων κατοχής στην Ελλάδα εξέθεσαν με τις εγκληματικές τους πράξεις το γόητρο του γερμανικού στρατού».12 Τα στυγερά εγκλήματα στις θεσσαλικές πόλεις και στα χωριά προκάλεσαν από πολλές πλευρές εντονότατες διαμαρτυρίες και διαβήματα στις γερμανικές αρχές κατοχής.

Παρά τις αντιδράσεις και τις εκτελέσεις ελάχιστων ΕΑΣΑΔιτών από το γερμανικό στρατοδικείο τον Ιούνιο του 1944 η εγκάρδια και αγαστή συνεργασία ανάμεσα στις «εθνικιστικές» οργανώσεις και τις γερμανικές αρχές συνεχίστηκε. Το ίδιο διάστημα τμήματα του ΕΛΑΣ έκαναν σφοδρές επιθέσεις εναντίον του ΕΑΣΑΔ επιδιώκοντας τη διάλυσή του. Το «Εκτελεστικό [της ΟΠΛΑ]» ανέλαβε να σταματήσει την προδοτική δράση του ΕΑΣΑΔ είτε με εκτελέσεις, απαγωγές και εγκλεισμό των ενόχων σε στρατόπεδα του ΕΛΑΣ στο Πήλιο.13

Αυτή ήταν και η μόνη τιμωρία των ανδρών των ΕΑΣΑΔ. Παρά την παραπομπή πολλών υποθέσεων στα Ειδικά Δικαστήρια Δωσιλόγων του Βόλου14 και της Λάρισας, οι νέες πολιτικές συνθήκες ύστερα από την απελευθέρωση ξέπλυναν τις αμαρτίες τους στην κολυμπήθρα της εθνικοφροσύνης. Το «έθνος» χρειάστηκε εκ νέου τις υπηρεσίες τους για να καταπνίξει κάθε φωνή προόδου και δημοκρατίας. Τους έντυσε Εθνοφύλακες, τους έχρισε απηνείς διώκτες των αγωνιστών της Αντίστασης ως στελέχη παρακρατικών ομάδων και μετά την ευδόκιμο υπηρεσία τους τούς τίμησε με δημόσιες θέσεις και τους έδωσε σύνταξη αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης.

Η «προσφορά» του ΕΑΣΑΔ, όπως και των ένοπλων δωσιλογικών σχηματισμών, στον αγώνα κατά του κομμουνισμού θεωρήθηκε από το κράτος της εθνικοφροσύνης ότι βάραινε περισσότερο από τη συνεργασία με τον κατακτητή. Σήμερα, 70 χρόνια αργότερα, είναι τουλάχιστον άξιο απορίας πώς «αναθεωρητές ιστορικοί» αλλά και μερίδα του πολιτικού κόσμου εξακολουθούν να υποστηρίζουν το ίδιο σαθρό επιχείρημα.

……………………………………………………………………..

1. Δήμος Βόλου, Δημοτικό Συμβούλιο, Πρακτικά Δημοτικού Συμβουλίου Παγασών, 16.8.1944 στο Δημοτικό Κέντρο Ιστορίας και Τεκμηρίωσης Βόλου. Το έγγραφο έχει ψηφιοποιηθεί στην ιστοσελίδα http://81.186.130.245/archives/html/1944_.html
2. Αναμετάδοση από τον ραδιοφωνικό σταθμό της Αθήνας στις 27 Απριλίου 1944. Παρατίθεται στο Σταύρος Αστερίου Παπαγιάννης, Εθνικός Αγροτικός Σύνδεσμος Αντικομμουνιστικής Δράσης. Τα Τάγματα Ασφαλείας της Θεσσαλίας, Αθήνα: εκδ. Σόκκολη 2007, σ. 22
3. Χαρακτηρισμός βασισμένος σε προφορικές μαρτυρίες οι οποίες συλλέχθηκαν το καλοκαίρι 2014 στο πλαίσιο του προγράμματος Θαλής DEMUCIV του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας με τίτλο «Σχεδιάζοντας το Μουσείο της πόλης του Βόλου: ιστορική έρευνα και ανάπτυξη καινοτόμων διαδραστικών περιβαλλόντων για τη διάχυση της επιστημονικής γνώσης»
4. Επιστολή του κατοχικού δημάρχου Βόλου Θρ. Παπασακελλαρίου προς ΕΔΕΣ Αθηνών, 27.9.1944. Παρατίθεται στο Λάζαρος Αρσενίου, Η Θεσσαλία στην Αντίσταση, Λάρισα: εκδ. Ελλα, 1999, σ. 63-72 και 76
5. Η οργάνωση Εθνική Ενωσις Ελλάδος (ΕΕΕ) ήταν φασιστικό κόμμα με αντισημιτικό προσανατολισμό. Ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1930 με τη μορφή πολιτικού συλλόγου και είχε παραρτήματα σε πολλές πόλεις. Το 1932 πρωτοστάτησε στα επεισόδια εναντίον του εβραϊκού οικισμού Κάμπελ στη Θεσσαλονίκη. Συνεργάστηκε φανερά με τους Γερμανούς. Εμφανίστηκε το 1944 με αρχηγό τον Κ. Γούλα, ως στρατιωτική οργάνωση. Στον Βόλο, ως αρχηγός της ΕΕΕ εφέρετο ο γιατρός Νικόλαος Γεκενίδης από την Καβάλα.
6. Εφημερίδα «Ο Ρήγας», 9.7.44 Παρατίθεται στο Παπαγιάννης, ό.π., σ. 361
7. Εφημερίδα «Λευτεριά», 18.6.44. Στο ίδιο, σ. 361
8. Πρακτικά Δημοτικού Συμβουλίου Παγασών, 16.8.1944, ό.π.
9. Αρσενίου, στο ίδιο
10. Πρακτικά Δημοτικού Συμβουλίου Παγασών, 16.8.1944, ό.π.
11. Στο ίδιο
12. Παπαγιάννης, ό.π., σ. 33
13. «Ο Ρήγας», 9.7.1944 και «Λευτεριά», 18.6.1944
14. Γενικά Αρχεία του Κράτους Νομού Μαγνησίας, Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων Βόλου, Πρακτικά, 1946-1950

………………………………………

Ποια είναι

Η Βασιλική Λάζου είναι ιστορικός, διδάκτορας του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Πάντειου Πανεπιστημίου. Η διατριβή της αφορά την πολιτική, την κοινωνία και τη δικαιοσύνη την περίοδο του εμφυλίου πολέμου. Εχει δημοσιεύσει άρθρα σε συλλογικούς τόμους και επιστημονικά περιοδικά για τη δεκαετία 1940.

Achilles and the Tortoise: An Eastern Aegean Exploit