Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2016

Η πολύχρονη ιστορία του Πολιτειακού Ζητήματος

Του Σωτηρη Ριζα*
 
Η παλινόρθωση της μοναρχίας το 1935 αποτελούσε ένα επεισόδιο στη μακρά ιστορία του πολιτειακού ζητήματος αλλά και ένα σύμπτωμα της αδυναμίας της ελληνικής πολιτικής να δημιουργήσει σταθερούς θεσμούς βασισμένους σε ευρεία πολιτική και κοινωνική συναίνεση.

Η ελληνική πολιτική εξέλιξη δεν οδηγούσε μοιραία προς το αποτέλεσμα αυτό. Η αβασίλευτη δημοκρατία που ανακηρύχθηκε τον Μάρτιο του 1924 είναι γεγονός ότι δεν διέθετε ευρύτατη πολιτική βάση. Στηριζόταν σε μια συμμαχία αδιάλλακτων στρατιωτικών προερχόμενων από τον βενιζελισμό, της σοσιαλδημοκρατικής συνιστώσας της ελληνικής πολιτικής υπό τον Παπαναστασίου του οποίου η απήχηση ήταν μάλλον στενή και μιας μεγαλύτερης μερίδας βενιζελικών οι οποίοι κατανόησαν ότι η πολιτική του Ελευθερίου Βενιζέλου, για συναινετική λύση του πολιτειακού με αλλαγή δυναστείας, δεν ήταν εφαρμόσιμη στις συνθήκες που επικρατούσαν ευθύς μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την πλήρη αδυναμία του αντιβενιζελισμού ο οποίος είχε αποβληθεί από τον Στρατό μετά το αποτυχημένο κίνημα του 1923.

Το Λαϊκό Κόμμα, κύριος φορέας του αντιβενιζελισμού, δεν αναγνώρισε την αβασίλευτη αν και ο Ιωάννης Μεταξάς έσπευσε να την αναγνωρίσει το 1924 ελπίζοντας ότι θα βγάλει τον αντιβενιζελισμό από την απομόνωση και υπό την ηγεσία του. Ενδεικτικό όμως των αντιλήψεων του πολιτικού χώρου που υπηρετούσε ήταν το γεγονός ότι ακριβώς αυτή η εκ μέρους του αναγνώριση της αβασίλευτης δημοκρατίας είχε συνέπεια να διατηρήσει το Λαϊκό Κόμμα την εκλογική πρωτοκαθεδρία του ευρύτερου αντιβενιζελικού ρεύματος στις εκλογές του 1926. Η τάση αυτή εντάθηκε στις εκλογές του 1928 στις οποίες συμμετείχε ο Βενιζέλος. Ενώπιον της πόλωσης ο Μεταξάς συνετρίβη και μόνο το Λαϊκό Κόμμα διατήρησε μια υπολογίσιμη εκπροσώπηση.

Ο απολογισμός

Η αβασίλευτη δεν φάνηκε να κινδυνεύει κατά τη διάρκεια της βενιζελικής τετραετίας. Αν και τείνει να ταυτίζεται με επανειλημμένες στρατιωτικές επεμβάσεις, δηλαδή με την αδυναμία του κοινοβουλευτικού συστήματος να επιβάλει πολιτικό έλεγχο στον Στρατό -πιο σημαντικό παράδειγμα εκτροπής η δικτατορία του Παγκάλου το 1925-26- ο απολογισμός της δημοκρατίας δεν ήταν αμελητέος: Η οικουμενική κυβέρνηση που ακολούθησε τη δικτατορία του Παγκάλου πέτυχε τη νομισματική σταθεροποίηση με τη συνεργασία της Κοινωνίας των Εθνών και χρηματοδότησε ένα πρόγραμμα αποκατάστασης των προσφύγων από τη Μικρά Ασία, ενώ ο Βενιζέλος ομαλοποίησε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις το 1930 αφού προηγουμένως είχε αποκαταστήσει ομαλές έως φιλικές σχέσεις με το σύνολο των Μεγάλων Δυνάμεων, αξιοποιώντας την ειρηνική φάση του Μεσοπολέμου από το 1923 έως το 1933, οπότε άρχισε να γίνεται αισθητή η πίεση στο διεθνές σύστημα από την άνοδο των αναθεωρητικών δυνάμεων. Το κοινοβουλευτικό σύστημα λειτουργούσε μετά τη δικτατορία Παγκάλου, είχε μάλιστα αποδειχθεί ικανό για συνεργασίες μάλλον πρωτοφανείς, όπως η οικουμενική κυβέρνηση, αλλά και για σχήματα υπό την ηγεμονία ενός ασυνήθιστα ισχυρού πολιτικού όπως ο Βενιζέλος.

Πολιτικοί και στρατιωτικοί «ελιγμοί»

Αυτό που δεν επέλυσε έως το 1932 η αβασίλευτη δημοκρατία ήταν το στρατιωτικό ζήτημα και η αποτυχία αυτή αντανακλούσε με τη σειρά της την έλλειψη μιας θεμελιώδους συμφωνίας για τους κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού. Ο Βενιζέλος δεν μπορεί να θεωρηθεί άμοιρος ευθύνης για μια πορεία που άρχισε το 1932 και οδήγησε τελικά στην παλινόρθωση. Ο Κρητικός πολιτικός, διαπιστώνοντας ότι η οικονομική κρίση του 1931 είχε περιορίσει τις εκλογικές προοπτικές του, διεξήγαγε τις εκλογές του 1932 με τρόπο πολωτικό παραπέμποντας στον εθνικό διχασμό του 1915 και επισείοντας τον κίνδυνο παλινόρθωσης. Το αποτέλεσμα των εκλογών, χωρίς να τον δικαιώσει, οπωσδήποτε δεν συνιστούσε πλήρη επικράτηση των αντιβενιζελικών.

Ο Βενιζέλος αξιοποίησε τον στρατιωτικό παράγοντα κατά τρόπο αντικοινοβουλευτικό και υποχρέωσε το Λαϊκό Κόμμα σε δημόσια αναγνώριση της αβασίλευτης δημοκρατίας ως προϋπόθεση για να επιτραπεί στον αρχηγό του Λαϊκού Κόμματος να σχηματίσει κυβέρνηση. Η κυβέρνηση αυτή ήταν βραχύβια, καθώς ο Βενιζέλος την ανέτρεψε για να προκαλέσει νέες εκλογές τον Μάρτιο του 1933 τις οποίες, παρά τις προσδοκίες του, έχασε και αυτή τη φορά, αλλά σαφώς αφού το πλειοψηφικό σύστημα παρήγαγε σαφή αντιβενιζελική πλειοψηφία με κορμό το Λαϊκό Κόμμα και ελάσσονες εταίρους τον πρώην βενιζελικό στρατηγό Κονδύλη και τον Μεταξά. Ευθύς αμέσως ένας φαύλος κύκλος πολιτικής σύγκρουσης εξουδετέρωσε, σε διάστημα δυόμισι χρόνων, τις μετριοπαθείς δυνάμεις που θα μπορούσαν να στηρίξουν την αβασίλευτη δημοκρατία και τον κοινοβουλευτισμό.

Πραξικόπημα Πλαστήρα

Το βράδυ των εκλογών ο απόστρατος στρατηγός Πλαστήρας, χωρίς να παρεμποδιστεί από τον Βενιζέλο, επιχείρησε πραξικόπημα επικαλούμενος κίνδυνο για τη δημοκρατία από τη νίκη του αντιβενιζελισμού. Το πραξικόπημα απέτυχε αλλά τα ερωτήματα για τον Βενιζέλο παρέμειναν. Στις 6 Ιουνίου ο Κρητικός πολιτικός έγινε θύμα δολοφονικής απόπειρας στην οποία βρέθηκαν αναμεμειγμένα στελέχη των υπηρεσιών ασφαλείας προσκείμενα στους αντιβενιζελικούς αλλά όχι στον πρωθυπουργό Παναγή Τσαλδάρη. Εφεξής ο Βενιζέλος θα αναζητούσε βίαιες λύσεις ανατροπής της αντιβενιζελικής κυβέρνησης. Ο Στρατός παρέμενε στη μεγάλη πλειοψηφία του προσκείμενος στον βενιζελισμό αλλά ταυτόχρονα ήταν ανήσυχος από την πιθανότητα ανατροπής της εσωτερικής του ισορροπίας, ιδίως αφού ο Κονδύλης, προερχόμενος από τον βενιζελισμό, ήταν πλέον σύμμαχος των Λαϊκών. Το φθινόπωρο του 1934 ο Βενιζέλος απέτυχε να εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας και συνειδητοποίησε ότι οι πολιτικές δυνατότητές του ήταν περιορισμένες καθώς ήταν πιθανό να απολέσει και τον έλεγχο του δεύτερου νομοθετικού σώματος, της Γερουσίας, την άνοιξη του 1935.

Ο Κονδύλης ανατρέπει τον Παναγή Τσαλδάρη

Το στρατιωτικό κίνημα που εξερράγη με την έγκριση του Βενιζέλου την 1η Μαρτίου 1935 ισχυριζόταν ότι απέβλεπε στην προστασία της δημοκρατίας από τον κίνδυνο της παλινόρθωσης. Στην πραγματικότητα ο κίνδυνος αυτός ήταν μάλλον ανύπαρκτος. Ο Βενιζέλος επεδίωκε να εγκαταστήσει ένα νέο καθεστώς με ενισχυμένη εκτελεστική εξουσία, το οποίο θα ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει την οικονομική και κοινωνική κρίση του Μεσοπολέμου για τη διαχείριση της οποίας πίστευε ότι ήταν ακατάλληλος ο κοινοβουλευτισμός. Επρόκειτο για μια αντίληψη που κέρδιζε έδαφος στο πλαίσιο της ελληνικής πολιτικής εντός της οποίας όμως ανταγωνίζονταν διάφοροι παράγοντες για την επιβολή της. Το κίνημα της 1ης Μαρτίου απέβλεπε επίσης στην προστασία ενός συσχετισμού πολιτικών και στρατιωτικών δυνάμεων που ήταν πλέον παρωχημένος και η αποτυχία έθεσε σε κίνηση τη διαδικασία προς το αποτέλεσμα το οποίο υποτίθεται ότι επεδίωκε να αποτρέψει.

Ως συνέπεια της αποτυχίας του κινήματος ο βενιζελισμός έχασε τα ερείσματά του στον στρατό με την απόταξη περίπου 1.500 αξιωματικών. Επρόκειτο για την εκκίνηση της ίδιας διαδικασίας που είχε οδηγήσει στην επιβολή της αβασίλευτης δημοκρατίας το 1923. Ακολούθησε η απόφαση των βενιζελικών να απόσχουν από τις εκλογές για συντακτική συνέλευση του Ιουνίου του 1935. Επρόκειτο για προφανές σφάλμα καθώς μια μειοψηφία βενιζελικών θα μπορούσε να συνεργαστεί με μια πλειοψηφία μετριοπαθών αντιβενιζελικών και να αποτρέψουν την πορεία προς την παλινόρθωση. Ο Παναγής Τσαλδάρης και μια ισχυρή μερίδα Λαϊκών δεν έβλεπε πλέον κάποιο πιεστικό λόγο για την παλινόρθωση καθώς το κόμμα είχε και δεν είχε ιδιαίτερη ανάγκη, από θεσμική ή συμβολική άποψη, τη μοναρχία. Τα πενιχρά ποσοστά του Μεταξά, που τώρα υποστήριζε την παλινόρθωση, στις εκλογές έδειξαν επίσης ότι δεν υπήρχε ιδιαίτερο ρεύμα υπέρ της μοναρχίας. Την υποστήριξή της ανέλαβε όμως ο Κονδύλης ο οποίος, αφελώς, όπως έδειξαν οι εξελίξεις, θεωρούσε την παλινόρθωση ως ιδανικό συμβολικό προκάλυμμα για την επιβολή μιας προσωποπαγούς δικτατορίας. Διαθέτοντας ερείσματα στις ένοπλες δυνάμεις αλλά όχι και στη συντακτική συνέλευση ανέτρεψε τελικά με πραξικόπημα τον Τσαλδάρη και με την παρουσία μόλις 82 πληρεξουσίων, σύνολο 300, επανέφερε τη μοναρχία. Ενα προφανώς διαβλητό δημοψήφισμα επρόκειτο να επικυρώσει την παλινόρθωση στις 3 Νοεμβρίου. Ο Γεώργιος Β΄ επανήλθε στην Ελλάδα στις 25 Νοεμβρίου. Αν και αποδεχόμενος την παραίτηση του Κονδύλη και οδηγώντας τη χώρα σε αδιάβλητες εκλογές, έδειξε ότι επεδίωξε τη γεφύρωση του χάσματος και την ομαλή λειτουργία του κοινοβουλευτισμού, η συμφιλιωτική πολιτική του είχε σαφή όρια: Ανήσυχος από την προοπτική επανόδου στον στρατό βενιζελικών αξιωματικών αλλά και από κοινωνικές κινητοποιήσεις, θα αναζητούσε τη σταθεροποίηση της πολιτικής κατάστασης στη δικτατορία, μια φόρμουλα ευρέως χρησιμοποιούμενη στην Ευρώπη του Μεσοπολέμου.

* Ο κ. Σωτήρης Ριζάς είναι διευθυντής ερευνών του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Νεωτέρου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών.

Via

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.