Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βασίλης Μπογιατζής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βασίλης Μπογιατζής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 4 Μαΐου 2015

Το μοντερνιστικό ήθος του ελληνικού Μεσοπολέμου

Του Θανάση Βασιλείου


Ο ελληνικός Μεσοπόλεμος, είναι αλήθεια, έχει ιδωθεί από πολλές και συχνά αντικρουόμενες μεταξύ τους απόψεις: οικονομικές, πολιτικές, ιδεολογικές, αισθητικές. Οι πλείστες των προσεγγίσεων είτε αγνόησαν είτε υποβάθμισαν τον τρόπο που χρησιμοποιήθηκαν η επιστήμη και η τεχνολογία, προκειμένου να στηριχθούν πολιτικές, οικονομικές και, κυρίως, ιδεολογικές τοποθετήσεις. Ωστόσο, η οικειοποίηση της επιστήμης και της τεχνολογίας επηρέασε τις πολιτικές και ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ελλάδα, προκαλώντας ευρύτερες (πολιτικές, οικονομικές, ηθικές και αισθητικές) ανακατατάξεις και μετασχηματισμούς.

Νέα ξεκινήματα

Αν στο ευρύτερο ευρωπαϊκό περιβάλλον ο Μεσοπόλεμος -όπως σηματοδοτήθηκε από τη λήξη του Μεγάλου Πολέμου και τη Μεγάλη Υφεση- συνδέθηκε με την κατάρρευση της ιδεολογίας της προόδου, την αδυναμία του «συστήματος» να αυτοκυβερνηθεί και την ανάδυση των ολοκληρωτισμών (που δύσκολα θα μπορούσαν να συμβιβαστούν με τις αισιόδοξες επαγγελίες του 18ου και του 19ου αιώνα), στην Ελλάδα εκδηλώθηκε μια παράλληλη πορεία. Η εγκατάλειψη της Μεγάλης Ιδέας και οι πιέσεις της Μικρασιατικής Καταστροφής, η διάχυτη αίσθηση του τέλους μιας εποχής, η απροσδιοριστία του μέλλοντος και η ανάγκη μιας «νέας αρχής» ή «νέων ξεκινημάτων» στη βάση καινούργιων κοινωνικοπολιτικών σχεδίων ζητούσαν διεξόδους. Και κατά τη διάρκεια του ελληνικού Μεσοπολέμου, η πρόσληψη τεχνολογίας και επιστημονικής ιδεολογίας αποτέλεσε πεδίο εντάσεων, καθώς αποτυπώθηκε στα μεγάλα έργα, στη βιομηχανία, την παιδεία, την υγεία, την απασχόληση, τις θεσμικές διευθετήσεις κ.α.
ΜΕΤΕΩΡΟΣ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ // ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ, ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ
Ο Βασίλης Μπογιατζής, διδάκτωρ του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου στην Ιστορία και Φιλοσοφία των Επιστημών και της Τεχνολογίας και καθηγητής στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, στο βιβλίο του «Μετέωρος μοντερνισμός» (εκδ. Ευρασία, σελ. 494) μελετά τις ιδεολογικοπολιτικές συγκρούσεις του ελληνικού Μεσοπολέμου, φωτίζοντας τον τρόπο με τον οποίο ιδιοποιήθηκαν την τεχνολογία και το επιστημονικό ιδεώδες οι κορυφαίοι εκπρόσωποι όλων των πολιτικών τάσεων. Επικεντρώνεται στις ομιλίες, τους προβληματισμούς, τις δημόσιες θέσεις και τις επιλογές των προσωπικοτήτων της μεσοπολεμικής διαμάχης από το σύνολο του ελληνικού πολιτικού και ιδεολογικού φάσματος, με ιδιαίτερη έμφαση στα σχετικά κείμενα πολιτικών, όπως ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Ιωάννης Μεταξάς, καθώς και στις παρεμβάσεις δημόσιων διανοουμένων, όπως οι Γιώργος Θεοτοκάς, Δημήτρης Γληνός, Κωνσταντίνος Τσάτσος, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Ηλίας Ηλιού αλλά και ο Οδυσσέας Ελύτης.

Ήθος ενάντια στην παρακμή

Ολες οι ιδεολογικές τάσεις, από την ανεπιφύλακτη αποδοχή του αστικού εκσυγχρονισμού του Ελευθερίου Βενιζέλου έως την επίλυση του κοινωνικού ζητήματος μέσω του αντικοινοβουλευτισμού και του αντικομμουνισμού του μεταξικού καθεστώτος της 4ης Αυγούστου και την υπαγωγή της επιστήμης στην «εθνική ψυχή», και από τον πρώιμο ευρωπαϊσμό και τον «νέο ανθρωπισμό» του Θεοτοκά έως την κατάφαση του κομμουνιστικού ανθρωπισμού του Γληνού, επιχείρησαν να αρθούν στο ύψος της κοινωνικής περιωπής της επιστήμης και των κομιζομένων αληθειών της. Αλλοτε την αποθέωσαν κι άλλοτε διεύρυναν το πεδίο οικειοποίησής της, συνδέοντάς την με την κοινωνικο-οικονομική αναγέννηση, τη συλλογική εξυγίανση, την ικανοποίηση των αναγκών του πληθυσμού και την προσδοκώμενη ευημερία μέσα από την κοινωνική μεταμόρφωση.
Το ίδιο περίπου έγινε και με την τεχνολογία. Ολοι τους αναζήτησαν το καταλληλότερο θεσμικό και ιδεολογικό πλαίσιο υποδοχής της, ώστε να μπει τέλος στην παρακμή, να δοθεί ώθηση στην κοινωνική πρόοδο και να αποφευχθούν τυχόν κοινωνικά ανεπιθύμητες συνέπειες.

Το συμπέρασμα

Οι μελετώμενοι πολιτικοί και διανοούμενοι διέπονταν από μοντερνιστικό ήθος, έγερση κατά της παρακμής, βούληση για επεξεργασία εναλλακτικών νεωτερικών σχεδίων, αίσθηση της κρισιμότητας των περιστάσεων. Ολοι τους είχαν την πεποίθηση ότι είναι δυνατό ένα νέο ξεκίνημα στη βάση ενός νέου κοσμοειδώλου – ενός κράτους ικανού να αναλαμβάνει εκσυγχρονιστικά σχέδια και να τρέφει υγιείς κοινωνικές δυνάμεις.
Ως αντίπαλοι, δαιμονοποίησαν αλλήλους. Διεκτραγώδησαν, όμως, το παρελθόν του κοινοβουλευτισμού του 19ου αιώνα και αποτίμησαν την εποχή τους μέσα από μοτίβα αναγέννησης και λύτρωσης που θα σταθεροποιούσαν, με τα ζεύγματα «επιστήμη-αλήθεια» και «τεχνολογία-πρόοδος», τα νέα σύνολα θεσμών αλλά και τον κοινωνικό σκοπό της τεχνολογικής και επιστημονικής δραστηριότητας.
Το συμπέρασμα της μελέτης είναι ο απόηχος προσανατολισμών που ίσως λείπουν σήμερα, πραγμάτων που δεν συζητούνται, που ίσως κυοφορούνται, αλλά δεν αποκωδικοποιούνται εξαιτίας της απροσδιοριστίας του δικού μας μέλλοντος, των καταιγιστικών εξελίξεων και της πίεσης της πολύπλευρης κρίσης και, κυρίως, από την αδυναμία μας να απεμπλακούμε από τους κοινωνικοπολιτικούς όρους του 20ού σε μια συζήτηση που γίνεται για τον 21ο αιώνα.


Ο ελληνικός Μεσοπόλεμος, θεωρούμενος σε συνάρτηση με τις γενικότερες ευρωπαϊκές εξελίξεις, συστήνει μια, από κάθε άποψη, κρίσιμη περίοδο. Πρόκειται για εποχή συντριβής αλλά και εντατικής αναζήτησης νέων ιδεωδών· οξυμμένων κοινωνικών προβλημάτων, προβληματισμών και συγκρούσεων, αλλά και θέσπισης καινούργιων θεσμών για την επίλυσή τους· πολιτικής αναταραχής και οικονομικής ανάπτυξης, διαμόρφωσης νέων ιδεολογικών-καλλιτεχνικών ρευμάτων και καλλιέργειας ιδεολογικών ζυμώσεων οι οποίες επηρέασαν καθοριστικά τα όσα ακολούθησαν.
Το ζήτημα της τεχνολογικής/επιστημονικής ανάπτυξης, άμεσα συνδεδεμένο με την κοινωνικοπολιτική ανασυγκρότηση και τον νέο πολιτισμικό προσανατολισμό του ελληνικού έθνους-κράτους, ύστερα και από την εν τοις πράγμασι κατάρρευση της "Μεγάλης Ιδέας", συνέστησε έναν από τους κεντρικούς προβληματισμούς κατά τη μεταιχμιακή αυτή περίοδο. Η προβληματική δεν αφορούσε αποκλειστικά σε κύκλους "ειδημόνων"· εκφράστηκε με ιδιαίτερη ένταση και συχνότητα στον δημόσιο λόγο διακεκριμένων πολιτικών και διανοουμένων.
Με ποιους τρόπους οι αντιμαχόμενοι αυτοί "λόγοι" οικειοποιήθηκαν την "τεχνολογία"; Πως προσέλαβαν την ιδέα της "επιστήμης", προκειμένου να τεκμηριώσουν την ανωτερότητα των θέσεων, των σχεδίων και των οραμάτων τους; Πως συνέδεσαν αυτές τις οικειοποιήσεις με την υπέρβαση των συνθηκών τις οποίες χαρακτήριζαν και όριζαν ως "κρίση", αλλά και με τον "ορθό" μελλοντικό ιδεολογικό, πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό προσανατολισμό του ελληνικού έθνους-κράτους; Τέλος, τι μπορεί να συνεισφέρει στην ήδη εκτεταμένη, πολυεπίπεδη βιβλιογραφία για τον ελληνικό Μεσοπόλεμο μια μελέτη που στηρίζει την προβληματική της στα προαναφερθέντα πεδία;
Σε αυτά τα ερωτήματα επιχειρεί να απαντήσει αυτό το βιβλίο, αξιοποιώντας "εργαλεία" των Σπουδών Επιστήμης και Τεχνολογίας (ΣΕΤ) και των Σπουδών Νεωτερικότητας. Μέσα από τις σελίδες του εξετάζονται ομιλίες και κείμενα των Ελευθέριου Βενιζέλου, Ιωάννη Μεταξά, Γιώργου Θεοτοκά, Ηλία Ηλιού, Δημήτρη Γληνού, Κωνσταντίνου Τσάτσου και Παναγιώτη Κανελλόπουλου, όπως διατυπώθηκαν σε κρίσιμους καιρούς. Έτσι, αποπειράται να συνομιλήσει με μια περίοδο η οποία εποικείτο από την αίσθηση του τέλους μιας εποχής, την απροσδιοριστία του μέλλοντος και την ανάγκη "νέων ξεκινημάτων" στη βάση καινούριων κοινωνικοπολιτικών σχεδίων. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Περιεχόμενα

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Μεθοδολογικές παρατηρήσεις και θεωρητικό πλαίσιο
1. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και το ιδεώδες να γίνει η Ελλάδα "αγνώριστη"
2. Ο Ιωάννης Μεταξάς και η υπαγωγή τεχνολογίας και επιστήμης στην πίστη, τη βούληση και την "Εθνική Ψυχή"
3. Γιώργος Θεοτοκάς: από την ποιητική ουσία της τεχνολογίας και της επιστήμης στον εφιάλτη του επιστημονισμού και της "εκτός ελέγχου" τεχνολογίας
4. Η παρέμβαση του Ηλία Ηλιού: "Κουτιών εγκώμιο"
5. Τεχνολογία και επιστήμη στη διαμάχη του Δ. Γληνού με το "Αρχείον της Φιλοσοφίας και Θεωρίας των Επιστημών"
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΥΡΙΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2014

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΜΕΤΑΞΑ - E-Ιστορικά


  • 4η ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ: Ο δικτάτορας είναι γυμνός

    «Φύγε απ' εδώ, Ανθρωπε μικρέ, που περίμενες να κατασκευάσης πρωθυπουργικόν φράκον από τα ράκη. Φύγε από εδώ, ανυπότακτε στρατιώτα των αναγκών μου, αυτόκλητε κηδεμόνα της ατυχίας μου, τέκνον άχρηστον, άνθρωπε μηδέν. Αυτό θα έλεγε εις τον Αντιστράτηγον κ. Μεταξάν, δακρύουσα η Ελλάς, αν έστρεφε ποτέ προς τον κ. Μεταξάν η Ελλάς τα βλέμματα». ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΛΑΧΟΣ, εφημ. «Καθημερινή», 25 Αυγούστου 1922 Ο Ιωάννης Μεταξάς με το βασιλιά της Ελλάδας Γεώργιο Β' κατά τη διάρκεια παρέλασης το 1939 (φωτ. Αρχείο «Ε») Ο Ιωάννης Μεταξάς με το βασιλιά της Ελλάδας Γεώργιο Β' κατά τη διάρκεια παρέλασης το 1939 (φωτ. Αρχείο «Ε»)  

    Εβδομήντα επτά χρόνια πριν, για πρώτη φορά στην ιστορία της ως εθνικού κράτους η Ελλάδα θα βρεθεί υπό τη δικτατορική διακυβέρνηση ενός αμφιλεγόμενου προσώπου, του Ιωάννη Μεταξά - εξαιτίας μιας συνειδητής επιλογής της μοναρχίας. Η παραπάνω οργισμένη αναφορά του εκδότη της «Καθημερινής» Γεωργίου Βλάχου είναι αποκαλυπτική αυτού του σκοτεινού παρελθόντος του ανθρώπου που προσπάθησε να επιβάλει στην Ελλάδα ένα ολοκληρωτικό, φασιστικό καθεστώς. Παρ' ότι ο Βλάχος υπήρξε ιδεολογικός σύντροφος του Ιωάννη Μεταξά στη φιλομοναρχική παράταξη, θα σχολιάσει με αυτόν τον έντονο τρόπο την ηττοπαθή και αρνητική στάση του Μεταξά στη Μικρασιατική Εκστρατεία.
    Ως γνωστόν, ο Μεταξάς δεν είχε αποδεχτεί την πρόταση της φιλομοναρχικής κυβέρνησης να αναλάβει την αρχιστρατηγία του Μικρασιατικού Μετώπου μετά την αποπομπή του Αν. Παπούλα την άνοιξη του 1922.
    Η ανάληψη της αρχιστρατηγίας από τον Μεταξά θα εξασφάλιζε την ύψιστη αμυντική δυνατότητα της ελληνικής πλευράς και θα απέτρεπε την τραγική κατάρρευση που επέφερε η προβληματική και ελλειμματική διοίκηση Χατζανέστη. Με μια έννοια ο Ιωάννης Μεταξάς υπήρξε συνένοχος στην τελική καταστροφή του Αυγούστου του '22 και στην αναμενόμενη σφαγή του χριστιανικού πληθυσμού που ακολούθησε από το νικητή Μουσταφά Κεμάλ. Και ακριβώς η άρνηση του Μεταξά να πάρει μέρος στην πανεθνική προσπάθεια οδήγησε τον Γεώργιο Βλάχο να κρίνει τη στάση του ως αντεθνική.
     
    Ο υπεύθυνος του Διχασμού
    Αυτή ήταν η δεύτερη φορά στην πολιτική και στρατιωτική του θητεία που είχε καταφέρει να κερδίσει με τη στάση του το χαρακτηρισμό της «εθνικής προδοσίας». Η πρώτη φορά που χαρακτηρίστηκε ως «αρχιπροδότης» από τους πολιτικούς του αντιπάλους ήταν όταν έδωσε την εντολή, ως υπαρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, να παραδοθεί αμαχητί το οχυρό Ρούπελ στους Βούλγαρους και στους Γερμανούς στις 26 Μαΐου 1916. Ηδη είχε ξεκινήσει ο Εθνικός Διχασμός, όταν ο ίδιος, ως ο άνθρωπος των Γερμανών στο Παλάτι και μυστικοσύμβουλος του μονάρχη Κωνσταντίνου, άλλαξε την απόφασή του για συμμετοχή της Ελλάδας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ και τον οδήγησε στην απόφαση για πραξικοπηματική αποπομπή του Ελ. Βενιζέλου από τη θέση του πρωθυπουργού (Οκτώβριος 1915).
     
    Τα γερμανικά συμφέροντα
    Η στάση του Μεταξά υπαγορευόταν από τα συμφέροντα των Γερμανών και της γερμανικής κατασκοπίας που δρούσε στο ελληνικό έδαφος. Ετσι, από το 1915 είχε καταθέσει ένα υπόμνημα προς το φίλο του, μονάρχη της Ελλάδας Κωνσταντίνο, με το οποίο, εν μέσω Α' Παγκοσμίου Πολέμου, πρότεινε τη φιλογερμανική ουδετερότητα με το επιχείρημα ότι η τελική νίκη θα ήταν των κεντρικών δυνάμεων, δηλαδή των Γερμανών και των συμμάχων τους (Νεότουρκοι, Αυστριακοί, Βούλγαροι κ.λπ.).
    Στο ίδιο υπόμνημα -με το οποίο ξεκινά ουσιαστικά ο μοιραίος Διχασμός- ανέφερε ότι οποιαδήποτε ελληνική παρέμβαση ή και σκέψη για ενσωμάτωση της Μικράς Ασίας θα συνιστούσε «αποικιοκρατική πράξη» και η Ελλάδα θα μετατρεπόταν σε «αποικιοκρατική χώρα».
    Ο ρόλος του Μεταξά μπορεί να χαρακτηριστεί μοιραίος για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα και ειδικότερα για τον Ελληνισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Ελληνες της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης, όπως και οι Αρμένιοι και οι Ασσυροχαλδαίοι, είχαν ήδη από το 1914 βρεθεί στο στόχαστρο ενός ακραίου ρατσιστικού τουρκικού εθνικισμού που είχε καταλάβει από το 1908 με πραξικόπημα την εξουσία.
     
    Φιλοκεμαλισμός
    Ως συμβολικό επιστέγασμα της συνενοχής του Ιωάννη Μεταξά στη Μικρασιατική Καταστροφή μπορεί να θεωρηθεί η ευγενική χειρονομία που έκανε με αφορμή το θάνατο του Τούρκου δικτάτορα το 1938. Με αφορμή το θάνατο του Μουσταφά Κεμάλ -που ήδη είχε πάρει το προσωνύμιο «Ατατούρκ», δηλαδή «γεννήτορας του τουρκικού έθνους»- μετονόμαζε προς τιμήν του την οδό Αποστόλου Παύλου στη Θεσσαλονίκη σε οδό Κεμάλ Ατατούρκ. Παράλληλα, με το ελληνικό δημόσιο χρήμα αγόραζε από τον ιδιώτη που το κατείχε το σπίτι όπου υποτίθεται ότι γεννήθηκε ο Κεμάλ και το χάριζε στο τουρκικό κράτος. Αυτό που σήμερα είναι το τουρκικό προξενείο στη Θεσσαλονίκη.
    Τη μετονομασία αυτή αποδέχτηκαν και σεβάστηκαν όλες οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις, εμφυλιακές και μετεμφυλιακές. Η οδός Κεμάλ Ατατούρκ θα ξαναπάρει το παλιό της όνομα μετά τα Σεπτεμβριανά του '55, δηλαδή μετά το πογκρόμ που οργανώθηκε κατά της ελληνικής μειονότητας της Κωνσταντινούπολης από το τουρκικό Βαθύ Κράτος.
    * Διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας, μαθηματικός, http://kars1918.wordpress.com/

     
  • Κάποια συμπεράσματα για τη δικτατορία

    «Η 4η Αυγούστου είχε όχι μόνο τα εσωτερικά, τα ουσιαστικά, αλλά και τα εξωτερικά γνωρίσματα των φασιστικών αθεστώτων: προβολή της σοφίας του αρχηγού, φανφαρονισμός και ακατάσχετη πατριδοκαπηλία, παράτες, ρωμαϊκός χαιρετισμός κ.λπ.» ΣΠΥΡΟΣ ΛΙΝΑΡΔΑΤΟΣ, «Η 4η Αυγούστου»
    Η εγκαθίδρυση του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου δεν έχει εκ των προτέρων χαρακτήρα τομής -αν εξαιρέσει κανείς την υποστήριξη του βασιλικού παράγοντα που ερμηνεύεται σαφώς από τη θέση της Μ. Βρετανίας- ούτε και είναι προϊόν ιστορικής παρθενογένεσης.
    Αντίθετα, είναι το επακόλουθο των αυταρχικών πρακτικών και ρυθμίσεων που υπέσκαπταν δομικά την ελληνική δημοκρατία. Φαινόμενα, όπως η απεμπόληση της νομοθετικής αρμοδιότητας από την εξουσιοδοτημένη με τη λαϊκή ψήφο Βουλή στην εκάστοτε κυβέρνηση και τα αυθαίρετα κυβερνητικά διατάγματα καθολικής ισχύος, δεν λειτούργησαν παρά ως εικόνες της αναντιστοιχίας των πολιτικών θεσμών σε σχέση με την ολοένα αυξανόμενη ανάγκη κρατικού παρεμβατισμού και ελέγχου. Στο αδιέξοδο αυτό, ο ολοκληρωτισμός της 4ης Αυγούστου δικαιολογεί, ώς ένα βαθμό βέβαια, το χαρακτηρισμό της τομής. Τομής, αφού ο Ιωάννης Μεταξάς και το ιδεολογικό του επιτελείο, προβάλλοντας απ' ευθείας το αίτημα της «ριζικής» ανατροπής της κατεστημένης πολιτικής τάξης και του εκφασισμού της ελληνικής κοινωνίας, έθραυσαν συνειδητά την κοινοβουλευτική συνέχεια.
    Ο εκφασισμός της ελληνικής κοινωνίας επιχειρήθηκε αποκλειστικά με νομοθετικές ρυθμίσεις ως συνέπεια της ανυπαρξίας στην Ελλάδα σημαίνουσας ολοκληρωτικής ιδεολογικής προβληματικής, αλλά και των κατάλληλων κοινωνικών δομών και μαζικών φορέων.
    Ετσι, οι αξιωματικοί κανόνες, που θέσπισε η στρατευμένη στους σκοπούς της 4ης Αυγούστου νομική επιστήμη, αποτέλεσαν σταδιακά στην Ελλάδα το βασικό κορμό της μεταξικής ολοκληρωτικής ιδεολογίας.
    Η ολοκληρωτική αυτή λογική λειτούργησε στην Ελλάδα:
    α) ως κεντρικός μηχανισμός διάχυσης στην ελληνική πραγματικότητα ιδεολογικών ροπών, που εισάγονταν εκλεκτικά από το σώμα των ολοκληρωτικών πολιτικών προτύπων της Δυτικής και Κεντρικής Ευρώπης και
    β) ως μηχανισμός εκσυγχρονισμού των παραδοσιακών ελληνικών συντηρητικών ιδεολογικών σχημάτων.
    Η μείξη των δύο αυτών λειτουργιών δεν ευόδωσε στην Ελλάδα τη συμπαγή άρθρωση ενός γηγενούς ολοκληρωτικού λόγου ως άμεση αντανάκλαση των εν μέρει αποσαθρωμένων κοινωνικών και πολιτικών δομών και ενός «ρομαντικού» οράματος υπέρβασης της κοινοβουλευτικής κρίσης.
    Η αδυναμία αυτή σε συνάρτηση με τον εξαρτημένο χαρακτήρα της δικτατορίας, στάθηκαν η «αχίλλειος πτέρνα» του ελληνικού φασισμού. 

    * Καθηγητής Ιστορίας και Διδακτικής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Το παραπάνω κείμενο προέρχεται απ' το βιβλίο του «Η φασίζουσα ιδεολογία στην Ελλάδα. Η περίπτωση του περιοδικού "Νέον Κράτος" (1937-1941)», Αθήνα, εκδ. Παπαζήση. 

  • Από το ξίφος του ευγενή και τον εθνικισμό, στη σημαία των φασιστικών ιδανικών

    Η Ελλάς έγινε από της 4ης Αυγούστου Κράτος αντικομμουνιστικό, αντικοινοβουλευτικό, Κράτος ολοκληρωτικό, κράτος με βάσι αγροτική και εργατική, και κατά συνέπεια αντιπλουτοκρατικό, ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΕΤΑΞΑΣ 
  •  
  • Στη μακρά παρουσία του στην ελληνική πολιτική ο Ιωάννης Μεταξάς διέγραψε μια ενδιαφέρουσα ιδεολογική τροχιά. Εκκινώντας από εθνικισμό και συντηρητισμό, η σκέψη του κατά τη δεκαετία του '20 εμπλουτίστηκε με θεμελιώδη στοιχεία της φασιστικής ιδεολογίας, κάτι που κατέστη πρόδηλο -παρά τους ποικίλους περιορισμούς- στη διάρκεια της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου. Ετσι, μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι επιλογές του διέθεταν εδραίο υπόβαθρο και ότι η πράξη του συναρμοζόταν με τη σκέψη του.
    Ηδη από την παραμονή του στη Γερμανία (1899-1903) η οργανική σύλληψη του κράτους είχε το προβάδισμα στη σκέψη του σε σχέση με τη φιλελεύθερη. Παρατηρώντας την τάξη με την οποία Γερμανοί στρατιωτικοί και υπάλληλοι επιβιβάζονταν στο τρένο, συνόψιζε ως εξής τη γερμανική του εμπειρία: «Εν γένει ησθάνθην παντού αναμιγνυομένην, λεπτώς πάντοτε, αλλ' αυστηρώς καθοδηγούσαν, την χείραν του Κράτους». Και αυτή η αντίληψη συνδεόταν αναπόσπαστα με συντηρητικούς ιδεολογικούς τόπους: την έμφαση στην ηθική ενάντια στην κατάπτωση και τη διαφθορά τις οποίες απέδιδε στον εξαστισμό της ελληνικής κοινωνίας, την αποστολή/καθήκον του να δημιουργήσει οικογένεια-υπόδειγμα για όλους τους Ελληνες, το υπέρτερο της αξίας του ηγέτη συγκριτικά με φιλελεύθερα ιδεώδη και θεσμούς. 
     
    Ο Ατυχής Πόλεμος
    Ετσι, παρακολουθώντας προσεκτικά τις εξελίξεις μετά τον Ατυχή Πόλεμο του 1897, λάμβανε ξεκάθαρη θέση υπέρ του βασιλικού οίκου: «Εγώ εν τη εξελίξει ταύτη καθώρισα ήδη τον δρόμον μου, προ πολλού. Είμαι στρατιώτης και ευγενής, και θέτω εις την υπηρεσίαν του Βασιλέως μου το ξίφος μου, του αφιερώ δε την ζωήν και την διάνοιάν μου. Μου είναι αδιάφορον αν ο Βασιλεύς είναι καλός ή κακός, επιβλαβής ή ωφέλιμος. Δεν εξετάζω αν οι πράξεις του προξενούν καλόν ή κακόν στο Εθνος. Τον ακολουθώ τυφλώς εις ό,τι θέλει. Η θέλησίς του είναι δι' εμέ νόμος. Θεωρώ δε εμαυτόν ευτυχή ότι χαίρω την ευμένειαν του Διαδόχου, αρχηγού αποφασιστικού και φιλοδόξου [...] Εν ενί λόγω, αφοσιώνω εμαυτόν εις τον Βασιλέα, και θεωρώ αυτόν εκπροσώπησιν της Πατρίδος, του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος του Εθνους. Παν ό,τι εις αυτόν αντιτίθεται, οθενδήποτε και αν προέρχεται, είναι δι' εμέ αποκρουστέον».
    Με την ίδια οπτική ερμήνευε τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο: ενώ η Γαλλία ενσάρκωνε ανωριμότητα και αταξία, η γερμανική φυλή (sic) εμφάνιζε «μεγάλην γαλήνην ψυχής, πίστιν και αφοσίωσιν εις τον αρχηγόν, αφοσίωσιν εις το καθήκον, έλλειψιν ενθουσιασμών και απογοητεύσεων, έλλειψιν αποθαρρύνσεων, μεγάλην σταθερότητα εις τας αποφάσεις, μεγάλην θρησκευτικότητα, ήτις δίδει δύναμιν εις τας κρισίμους στιγμάς, μεγίστην υπομονήν και καρτερίαν».
    Ηταν αυτές οι αρετές -αρετές, κατά τον Μεταξά, των ισχυρών ανθρώπων γενικότερα- που εγγυούνταν τη γερμανική νίκη στον Πόλεμο. Η αντίθετη στις προσδοκίες του έκβαση θεωρούνταν αποτέλεσμα κατασυκοφάντησης της Γερμανίας, τα δε ιδεώδη της ισότητας, ελευθερίας, δημοκρατίας, ειρήνης, ελευθεροτυπίας, απλώς μορφές επικάλυψης των αξιώσεων ισχύος των Συμμάχων. 

    Η εμφάνιση του φασισμού
    Τη δεκαετία του '20 ο φασισμός εμφανίζεται στον ιδεολογικό του ορίζοντα. Ο Μεταξάς αναγνωρίζει το πρωτείο της δράσης έναντι της σκέψης, τη σημασία των μύθων για τη λαϊκή κινητοποίηση, ενώ διαχωρίζει τη virtu του ηγέτη από την τυφλότητα των μαζών. Ο κοινοβουλευτισμός δεν γίνεται -χωρίς αυτό να αποτελεί «προνόμιο» του Μεταξά- ούτε προσχηματικά ανεκτός. Σε συνέντευξή του το 1934 στον «Ελεύθερο Ανθρωπο» διακήρυττε ότι η κοινή γνώμη δεν διαβλέπει άλλη διέξοδο σωτηρίας «ει μη διά της εξόδου εκ του κοινοβουλευτισμού και εισόδου εις νέαν κατάστασιν, μονιμωτέρας, σταθερωτέρας και ισχυροτέρας εκτελεστικής εξουσίας». Οι φασιστικοί ιδεολογικοί τόποι αποκρυσταλλώνονταν στο πλαίσιο της 4ης Αυγούστου, όταν πια βρισκόταν σε θέση ισχύος. Στις συχνότατες δημόσιες εμφανίσεις του αντικομμουνισμός και αντιφιλελευθερισμός διαπλέκονταν με την πίστη, τον ενθουσιασμό, την εθνική αναγέννηση και παλιγγένεση, την εθνική ψυχή, το πνεύμα της φυλής και την ισχυρή βούληση στην κατεύθυνση της δημιουργίας ενός έμψυχου κράτους κι ενός νέου εθνικού πολιτισμού. 

    Η ιταλογερμανική επίθεση
    Γι' αυτό και η οργή του, ανάμικτη με έκπληξη, για την ιταλογερμανική επίθεση κατά της Ελλάδας. Εγραφε: «[δ]εν πρόκειται αν ο Χίτλερ και ο Μουσσολίνι εξεκίνησαν όταν πρωτοανέβηκαν από μια καθαρή και τίμια ιδεολογία. Αυτό μπορεί. Το ζήτημα είναι αν εκρατήσανε αυτή την ιδεολογία στην εξέλιξι του αγώνα. Αν την κρατήσανε, αν έμεινε αυτή η σημαία τους στο κάθε τους βήμα, τότε ο αγώνας τους ήτανε και έμεινε ιδεολογικός και μεγάλος.
    »Αν δεν την κρατήσανε, αν δεν έμεινε ορθή και σημαία τους, τότε ήτανε εξ αρχής ψευτιά, μόνο χρήσιμη για να γελάσουνε τους λαούς τους». Μιας και η Ελλάδα «έγινε από της 4ης Αυγούστου Κράτος αντικομμουνιστικό, αντικοινοβουλευτικό, Κράτος ολοκληρωτικό, κράτος με βάσι αγροτική και εργατική, και κατά συνέπεια αντιπλουτοκρατικό», οι Χίτλερ και Μουσολίνι έπρεπε να την υποστηρίξουν, μολονότι η «ανάγκη» την έφερνε κοντά στην Αγγλία.
    Επομένως, συμπέραινε «και ο Μουσσολίνι και ο Χίτλερ απέναντι της Ελλάδος δεν ωδηγηθήκανε από κανένα από τα ιδεολογικά ελατήρια που υψώνανε ως σημαία του αγώνα των. Το εναντίον, κτυπώντας την Ελλάδα, κτυπούσανε τη σημαία αυτή». Πικραμένος τόνιζε: «[ώ]στε και ο αντικομμουνισμός τους ψεύτικος, και η ολοκληρωτικότητά τους ψεύτικη, και ο αντικοινοβουλευτισμός τους ψεύτικος και η αντιπλουτοκρατία τους ψεύτικη, και ό,τι άλλο παρόμοιο ψεύτικο. Αληθινό δε είναι ένας διψασμένος ιμπεριαλισμός. Αυτός για τον οποίον κατηγορούνε τους Αγγλους». Ποιος είχε απομείνει ειλικρινής σημαιοφόρος; 

    * Δρ ΕΜΠ/ΕΚΠΑ, συγγραφέας της μελέτης «Μετέωρος Μοντερνισμός: Τεχνολογία, Ιδεολογία της Επιστήμης και Πολιτική στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου (1922-1940)», εκδ. Ευρασία, 2012 

    Via