Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νατάσα Κεφαλληνού. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νατάσα Κεφαλληνού. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2016

Η πρωτοπόρα δράση των καπνεργατριών στον Μεσοπόλεμο

της Νατάσας Κεφαλληνού

Οι καπνεργάτριες του Μεσοπολέμου ήταν πλειοψηφικό τμήμα του εργατικού πληθυσμού του κλάδου τους. Επίσης είχαν έντονη συνδικαλιστική δράση: όχι μόνο ήταν μέλη στα σωματεία τους αλλά και παρούσες στις συνελεύσεις των καπνεργατικών σωματείων ανά την Ελλάδα.

Εχθρικό κλίμα, αυτοτελής δράση
Οι γυναίκες πολλές φορές απουσιάζουν από τις κυρίαρχες αλλά και εναλλακτικές ιστορικές αφηγήσεις που ασχολούνται με τη συγκρότηση της εργατικής τάξης της χώρας, τη δημιουργία του συνδικαλιστικού κινήματος, την πραγματοποίηση μεγάλων εργατικών αγώνων.
Αν και εργαζόμενες κατά χιλιάδες, αποτελώντας σημαντικό τμήμα της εργατικής τάξης στην Ελλάδα, η ιστορία δεν τους επιφύλαξε θέση στην «εποποιία των εργατικών αγώνων». Άλλωστε η εργασία τους, «αθέατη», «ανειδίκευτη», απαξιωμένη και κατά το ήμισυ αμειβόμενη, συγκριτικά με την ανδρική, θεωρούνταν για δεκαετίες απλώς συμπληρωματική του οικογενειακού εισοδήματος που έφερνε στο σπίτι ο άνδρας-κουβαλητής. Η γυναικεία μισθωτή εργασία δεν ήταν τίποτα άλλο παρά παρέκκλιση από τη «γυναικεία φύση», που ήταν σχεδιασμένη να ασχολείται «με τα του οίκου». Σε αντίθεση με το παραπάνω σχήμα, θα προσπαθήσουμε να καταγράψουμε την ενεργητική συμμετοχή των εργαζομένων γυναικών στο καπνεργατικό συνδικαλιστικό κίνημα και τους λυσσαλέους αγώνες του κλάδου το 1936.
Οι καπνεργάτριες του Μεσοπολέμου ήταν πλειοψηφικό τμήμα του εργατικού πληθυσμού του κλάδου τους. Επίσης είχαν έντονη συνδικαλιστική δράση: Όχι μόνο ήταν μέλη στα σωματεία τους (γεγονός που αποτελούσε εξαίρεση στη διαρκή υποεκπροσώπηση των γυναικών στο μεσοπολεμικό ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα) αλλά ήταν και παρούσες στις συνελεύσεις των καπνεργατικών σωματείων ανά την Ελλάδα. Φυσικά ήταν τελείως απούσες από τα Διοικητικά Συμβούλια, τις συνδιασκέψεις και τα συνέδρια, αφού αντιμετώπιζαν μια σειρά περιορισμών στο εκλέγειν και εκλέγεσθαι (πάγια πρακτική στα σωματεία).
Ωστόσο, παρά το εχθρικό κλίμα που αντιμετώπιζαν οι εργαζόμενες στις συνδικαλιστικές οργανώσεις, οι καπνεργάτριες, πραγματοποιώντας υπέρβαση, είχαν ακόμη και αυτοτελή δράση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα: οι τρεις συσκέψεις καπνεργατριών που πραγματοποιήθηκαν στον Πειραιά αλλά και τη Θεσσαλονίκη τον Φεβρουάριο του 1936.
Σε αυτές συμμετείχαν μερικές δεκάδες καπνεργάτριες «που ασχολήθηκαν με τα ζητήματά των», όπως χαρακτηριστικά τόνιζε ο Ριζοσπάστης, χωρίς όμως να αναφερθεί σε αυτά. Στη Θεσσαλονίκη, μάλιστα, εξέλεξαν και επιτροπή, «που μαζί με τη διοίκηση του σωματείου» θα προωθούσε τα θέματά τους.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι στις συσκέψεις του Πειραιά υποδείχτηκαν γυναίκες υποψήφιες για τις εκλογές του σωματείου. Η κίνηση αυτή των εργατριών του Πειραιά ίσως απηχεί μια μαζική ή ιδιαίτερα μαχητική παρουσία των γυναικών στο συγκεκριμένο σωματείο. Άλλωστε η καπνοβιομηχανία αποτελούσε τον δεύτερο μεγαλύτερο κλάδο συγκέντρωσης γυναικείου εργατικού δυναμικού στον Πειραιά. Παρά την πρωτοπόρα δράση των γυναικών στα καπνεργατικά σωματεία, οι καπνεργάτριες σε καμία περίπτωση δεν συμμετείχαν στις επιτροπές που επισκέπτονταν θεσμικά πρόσωπα, για να καταθέσουν τα αιτήματα των καπνεργατών/τριών. Αντίθετα, συχνή υπήρξε η παρουσία τους σε πορείες και συγκεντρώσεις των σωματείων, ενώ, παράλληλα συμμετείχαν ενεργά σε στάσεις εργασίας, απεργίες και διαδηλώσεις. Άλλωστε η συμμετοχή τους στις απεργίες ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την αποτελεσματικότητα του αγώνα.

H εξέγερση των καπνεργατριών
Μια από τις πιο έντονες ταξικές συγκρούσεις στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου ήταν η εξέγερση των καπνεργατών/τριών, τον Μάη του 1936. Με την οικονομική κρίση του 1930 και τη μείωση των εξαγωγών, η οικονομία της Βόρειας Ελλάδας δέχθηκε μεγάλο πλήγμα, καθώς ήταν εξαρτημένη σε μεγάλο βαθμό από τον καπνό. Οι καπνεργάτες και οι καπνεργάτριες, που άνηκαν στους μαζικότερους και μαχητικότερους συνδικαλιστικούς κλάδους στον Μεσοπόλεμο, πετάχτηκαν μαζικά στην ανεργία και αντιμετώπισαν τεράστια συμπίεση των ημερομισθίων τους. Πολλοί/ες δεν είχαν να θρέψουν ούτε τις οικογένειες τους και αναγκάζονταν (κυρίως οι γυναίκες) να κάνουν ελάχιστα αμισθί μεροκάματα, με μοναδικό σκοπό να πάρουν τα ένσημα για λάβουν το επίδομα ανεργίας από τον ασφαλιστικό τους φορέα (Ταμείο Ασφαλίσεων Καπνεργατών). Η κατάσταση αυτή ώθησε τον καπνεργατικό κλάδο σε έντονη αναταραχή και οδήγησε σε απεργία, στις 29 Απριλίου 1936, στα καπνεργατικά κέντρα. Κεντρικά αιτήματα ήταν η αύξηση του μεροκάματου, η ενίσχυση των συνδικαλιστικών ελευθεριών, η εφαρμογή του νόμου περί τόγκας, κ.ά.
Αξίζει εδώ να σταθούμε στο νόμο περί τόγκας που αφορούσε κυρίως τον έμφυλο καταμερισμό εργασίας: Απ’ τη δεκαετία του 1920 οι καπνέμποροι εμφανίστηκαν αποφασισμένοι να μειώσουν το κόστος εργασίας ρίχνοντας το ποσοστό επεξεργασίας των καπνών. Απ’ τη δεκαετία του 1930 προκρίθηκε μια απλούστερη μέθοδος επεξεργασίας, η τόγκα, στην οποία κυρίαρχη θέση είχε η υποτιθέμενα ανειδίκευτη και γι’ αυτό χαμηλά αμειβόμενη γυναικεία εργασία. Οι άνδρες καπνεργάτες, που κυριαρχούσαν στη συνδικαλιστική οργάνωση του κλάδου, επιδίωξαν σθεναρά, το 1933, την ψήφιση του νόμου περί τόγκας, που προέβλεπε την ισόποση αναλογία ανδρών – γυναικών σε κάθε επιχείρηση. Η στάση τους υπαγορεύτηκε από το φόβο ότι η γενικευμένη απασχόληση των γυναικών θα οδηγούσε σε συρρίκνωση του εργατικού οικογενειακού εισοδήματος.
Παρά το γεγονός ότι η καπνεργατική απεργία που προκηρύχτηκε δεν είχε ούτε ένα αίτημα που να αφορά τις εργαζόμενες (για παράδειγμα το αίτημα «ίση αμοιβή για ίση εργασία» που υποστήριζε το ΚΚΕ, κομματικός φορέας ο οποίος ήλεγχε σημαντικό μέρος των καπνεργατικών συνδικάτων), παρότι ένα από τα αιτήματα της απεργίας απέβλεπε ξεκάθαρα στον περιορισμό της γυναικείας εργασίας (νόμος περί τόγκας), ωστόσο οι εργαζόμενες ήταν πρωτοπόρες σε αυτόν τον αγώνα, που χτυπήθηκε βάρβαρα από τις δυνάμεις καταστολής του Ιωάννη Μεταξά.
Οι πρώτες βάναυσες επιθέσεις της αστυνομίας στους καπνεργάτες/τριες έγιναν στον Βόλο, στις 7 Μαΐου 1936. Συγκρούσεις πραγματοποιήθηκαν την επόμενη μέρα και στη Θεσσαλονίκη. Στις 9 Μαΐου η κρατική βία έλαβε τεράστια έκταση στη Θεσσαλονίκη: 20 διαδηλωτές έπεσαν νεκροί και τραυματίστηκαν εκατοντάδες άλλοι. Την επόμενη μέρα η κηδεία των νεκρών μετατράπηκε σε μαχητική διαδήλωση. «Όλη η ματοβαμμένη πολιτεία της Θεσσαλονίκης βρίσκεται στο πόδι. Άντρες και γυναίκες, νέοι, γέροι και παιδιά, λαός και στρατός, Έλληνες και Εβραίοι» γράφει ο Ριζοσπάστης. Στις 11 Μαΐου ακολούθησαν «παλλαϊκά» συλλαλητήρια συμπαράστασης σε πολλές πόλεις. Οι δύο τριτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις (Ενωτική ΓΣΕ και ΓΣΕΕ) προκήρυξαν 24ωρη πανελλαδική απεργία δύο μέρες μετά, ωστόσο η απεργία λύθηκε μετά τη συμφωνία της ηγεσίας των εργατών και των εργοδοτών.
Ποια όμως ήταν η παρουσία των καπνεργατριών τις μέρες της απεργίας του Μαΐου 1936 ή σε άλλες απεργίες του ίδιου έτους; Σύμφωνα με τον Ριζοσπάστη, οι καπνεργάτριες αναλάμβαναν πρωτοβουλίες σε απεργίες και έπαιρναν ενεργά μέρος σε διαδηλώσεις, καθώς και στους αγώνες ενάντια στους απεργοσπάστες/τριες και την αστυνομία. Συμμετείχαν σε απεργιακές φρουρές και επιτροπές, θέτονταν επικεφαλής διαδηλώσεων, έστηναν οδοφράγματα, απελευθέρωναν συλληφθέντες. Στη βιομηχανία Παπαστράτου στον Πειραιά την απόλυση 500 εργατριών ακολούθησε η εκλογή επιτροπής αγώνα. Η απόπειρα της αστυνομίας να απομακρύνει τις καπνεργάτριες από το εργοστάσιο οδήγησε σε εκτεταμένες συμπλοκές μεταξύ γυναικών και αστυνομίας. Αντίστοιχα γεγονότα συνέβησαν και στον Βόλο. Μέσα από τις σελίδες του Ριζοσπάστη διαπιστώνουμε ότι τα βίαια γεγονότα της απεργίας του Μαΐου 1936 είχαν άμεσες συνέπειες για τις εργάτριες, καθώς οι λίστες των νοσηλευομένων στο νοσοκομείο περιλάμβαναν πολλά ονόματα τραυματισμένων καπνεργατριών, από πυροβολισμούς, υποκοπάνους ή λόγχες. Επιπλέον μία καπνεργάτρια έχασε τη ζωή της.
Στις μάχες του Μαΐου 1936 οι γυναίκες παρουσιάζονταν να συμμετέχουν στην πρώτη γραμμή. Ακόμα και μικρά κορίτσια υφίσταντο τη βία του κράτους, αλλά αντιστέκονταν. Σύμφωνα με τις γλαφυρές περιγραφές του Ριζοσπάστη, «τις ρίχνουν κάτω, σκίζουν τα ρούχα τους και τις χτυπούν, αλλά κι εκείνες παίρνουν θαρραλέα μέρος στη μάχη τραυματίζοντας αστυνομικούς με όποιο μέσο διαθέτουν». Συγκρούονται, συλλαμβάνονται, πρωτοστατούν στον αγώνα. Παράλληλα, μανάδες «κλαίνε και πονάνε για τα παιδιά τους που τ’ ανέθρεψαν με ένα σωρό πίκρες, για να τα δολοφονήσουν οι άτιμοι εκμεταλλευτές τους».
Αυτή η επιθετική, ως προς την υπεράσπιση των εργατικών συμφερόντων, συμπεριφορά των γυναικών δεν ήταν δεδομένο ότι θα γινόταν αποδεκτή ακόμη και από τους συναδέλφους τους, καθώς ξέφευγε από τον «παραδοσιακό τους ρόλο» (ας μην ξεχνάμε ότι η καταπίεση της γυναίκας ήταν συστηματική και διαταξική). Ωστόσο σε αυτή την περίπτωση θεωρήθηκε ότι συνέπλεε με τις γενικές επιδιώξεις των εργαζομένων και γι’ αυτό έχαιρε νομιμοποίησης από τον ανδρικό εργατικό πληθυσμό. Ο αγώνας των γυναικών ενάντια στις άθλιες συνθήκες εργασίας επικροτήθηκε γιατί «ήταν αγώνας της τάξης τους», ενώ η μαχητική παρουσία τους αποτελούσε ένδειξη ταξικής συνειδητοποίησης και μέσο ένταξής τους στην κοινή εργατική πάλη: «30.000 δουλευτάδες του καπνού, οι καπνεργάτες και οι καπνεργάτριες, μετριούνται με μερικές δεκάδες χρυσοκανθάρους, τους καπνεμπόρους» έγραφε ο Ριζοσπάστης.

Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2016

Tο αντάρτικο τραγούδι

Tο αντάρτικο τραγούδι
Γράφει: Νατάσα Κεφαλληνού

Στις μεγάλες αγωνιστικές στιγμές του λαού μας δεν υπάρχει χρόνος για να περιμένει κανείς τη διαδικασία ωρίμανσης της ποιητικής δημιουργίας. Η ώρα της μάχης χρειάζεται στίχους για άμεση χρήση, όπως για άμεση χρήση χρειάζεται τα βόλια και το μπαρούτι»             (Νικηφόρος Βρεττάκος)

Παρακάτω θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε την ιστορία του «αντάρτικου τραγουδιού» που εμφανίστηκε την περίοδο της Κατοχής. Πρόκειται για καλλιτεχνική δημιουργία που κάλυψε τις ανάγκες του απελευθερωτικού αγώνα, εξέφρασε τη λαϊκή αντίσταση ενάντια στις κατοχικές δυνάμεις και παράλληλα αποτέλεσε το ίδιο πράξη αντίστασης.

Το δίπολο Κατοχή-Αντίσταση δημιούργησε νέες δυναμικές στην ελληνική κοινωνία. Η πολιτική, εκείνη την εποχή, έπαψε να είναι αφηρημένο πάρεργο για φιλόδοξους άνδρες ή για τη σπουδαγμένη διανόηση· έγινε για εκατομμύρια ανθρώπους (άντρες και γυναίκες) ένα μέσο για την τελική λύτρωση από τα αίτια και τις συνέπειες ενός κόσμου που επιδίδονταν στην καταστροφή και την τρομοκρατία. Το εαμικό κίνημα αποτέλεσε μια από τις πιο έντονες εκδηλώσεις ριζοσπαστικής ρήξης με τις καθιερωμένες πολιτικές παραδόσεις, που ενέπνευσε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος μέσα και έξω από την Ευρώπη.[i]

Ο πολιτικο-κοινωνικός ριζοσπαστισμός που εκδηλώθηκε εντός του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ την περίοδο αυτή έψαχνε νέες «γλώσσες» για να εκφραστεί. Σε αυτό το πλαίσιο διάφοροι έλληνες λόγιοι, συμμετέχοντες στην Αντίσταση, έγραψαν τραγούδια για τα βιώματα της Κατοχής. Αυτές οι λόγιες δημιουργίες, που τραγουδήθηκαν από τα χείλη των ανταρτών στα βουνά, μαζί με τα τραγούδια που έφτιαξαν ανώνυμοι αγωνιστές συγκροτούν το «αντάρτικο τραγούδι».
Αντάρτες και αντάρισσες στον ΕΛΑΣ: Πρωτόγνωρη ήταν η συμμετοχή και των δύο φύλων στην Αντίσταση

Η καταστολή και οι διώξεις της Αριστεράς και της εαμικής αντίστασης τα μετεμφυλιακά χρόνια σχεδόν αφάνισαν αυτό το είδος λαϊκής δημιουργίας.[ii] Η προφορική διάδοσή τους, μεταξύ των κύκλων της Αριστεράς, ήταν ο παράγοντας που έπαιξε κυρίαρχο ρόλο στη διάσωση των αντάρτικων. Η καταγραφή τους σε συλλογές, που ήταν έργο αντιστασιακών, άρχισε να καρποφορεί από τη μεταπολίτευση, στοχεύοντας στη διάσωση τους από την ιστορική λήθη.

Αντάρτικα τραγούδια, συντροφιά στο βουνό

 Το «αντάρτικα τραγούδια»  συντρόφευαν διάφορες φάσεις της ζωής των ανταρτών: Τις ώρες που διασκέδαζαν με τους χωρικούς στα λημέρια και τα χωριά, στην αναμονή, την προετοιμασία, την ανάπαυση. Αποτέλεσαν έναν τρόπο ενθάρρυνσης και ψυχαγωγίας, που έκανε πιο ευχάριστη τη δύσκολη και γεμάτη κακουχίες ζωή στο βουνό. Η είσοδος στα χωριά, που εγκαινιάστηκε από τον Άρη Βελουχιώτη και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην πολιτική διάδοση του ΕΑΜ και την τροφοδότηση του ΕΛΑΣ, συνδέθηκε με τα «αντάρτικα». Το μοτίβο ήταν επαναλαμβανόμενο: Οι ελασίτες έμπαιναν στα χωριά τραγουδώντας, κάνοντας με αυτό τον τρόπο εντυπωσιακή εμφάνιση. Ο Άρης ασπάζονταν το χέρι του παπά και συνήθως του γεροντότερου του χωριού. Συστηνόταν ως ταγματάρχης του πυροβολικού και παρακαλούσε τον πρόεδρο να του επιτρέψει να μιλήσει. Εξηγούσε τους στόχους του ΕΑΜ και καλούσε τον λαό να παλέψει μαζί του, χωρίς να αποσιωπά τους κόπους και τις θυσίες που απαιτούσε μια τέτοια απόφαση. Κωδωνοκρουσίες, εθνικός ύμνος και εκρήξεις ενθουσιασμού έκλειναν τη σύναξη.[iii]
Η αγωνίστρια του ΕΛΑΣ, Ολυμπία Παπαδούκα, τραγουδάει σε χωριό της Θεσσαλίας. 1944

Σημαντικό ρόλο σε όλο αυτό το «τελετουργικό» έπαιζαν τα «αντάρτικα», καθώς συμπύκνωναν σε μια συμβολική γλώσσα την αναγκαιότητα του αγώνα: «Εξέφραζαν τους σκοπούς και τα ιδανικά του, δικαίωναν τις θυσίες του, εξυμνούσαν τις γενναίες πράξεις, παρότρυναν τους ανθρώπους να συμμετάσχουν σε αυτόν».[iv]Ενέπνεαν τους ανθρώπους να στρατευτούν σε ένα αγώνα με συλλογικά ιδανικά, ενώ  αποτελούσαν μέσο έκφρασης και όσων δεν ήταν στα βουνά.

Κλεφτουριά, διεθνισμός και επικαιρότητα

Αρχικά, όταν ακόμα δεν είχε τεθεί σε κίνηση η παραγωγή νέων τραγουδιών, οι αντάρτες κατέφευγαν σε παλιά εμβατήρια όπως το «Θούριο» του Ρήγα, το «Μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά», σε κλέφτικα, δημοτικά, κάνοντας ορισμένες αλλαγές για να ταιριάζουν με τις καινούργιες περιστάσεις, αλλά και σε επιθεωρησιακά τραγούδια που είχαν γραφτεί στην περίοδο του ελληνοϊταλικού πολέμου.[v] Η καταφυγή στα κλέφτικα δεν είναι τυχαία, δείχνει την πρόθεση των εξεγερμένων να συνδεθούν με μια προηγούμενη αγωνιστική παράδοση της χώρας, με την κλεφτουριά. Η συσχέτιση των κλεφτών –που συνδύαζαν τις ληστρικές εκστρατείες κατά των κοινωνικά προνομιούχων με τον αγώνα ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τα ντόπια όργανά της– με τους αντάρτες όριζε τον τωρινό αγώνα ως συνέχεια του προηγούμενου και αντανακλούσε τα εθνικά αλλά και κοινωνικά χαρακτηριστικά της αντίσταση.

Εκτός από την εγχώρια παράδοση οι αγωνιστές διασκεύασαν και διεθνή επαναστατικά τραγούδια, που τα προσάρμοζαν στο πνεύμα και το νόημα τους δικού τους αγώνα. Η «Μασσαλιώτιδα», το «Παιδιά σηκωθείτε να βγούμε στους δρόμου», η «Κατιούσα», το τραγούδι της Διεθνούς αποτελούν τέτοια παραδείγματα που έτυχαν ευρύτατης διάδοσης, καθώς ανταποκρίνονταν στα ιδανικά της Αντίστασης για παγκόσμια κοινωνική απελευθέρωση.

Οι αντάρτες νοιώθοντας την ανάγκη να αναφερθούν σε επίκαιρα περιστατικά και να αποδώσουν την ατμόσφαιρα μέσα στην οποία ζούσαν οι ίδιοι αλλά και ο λαός, έφτιαχναν και νέα τραγούδια, συνδυάζοντας δικούς τους στίχους πάνω σε γνωστούς σκοπούς παλιών και ξένων τραγουδιών. Η μάχη του Μικρού Χωριού το 1942 γέννησε το τραγούδι του Άρη:
«Βαριά στενάζουν τα βουνά
                                 Κι ο ήλιος σκοτεινιάζει
                                 Το δόλιο το Μικρό Χωριό
                                 Και πάλι ανταριάζει
                                 Λαμποκοπούν χρυσά σπαθιά
                                 πέφτουν ντουφέκια ανάρια
                                 ο Άρης κάνει πόλεμο
                                 μ’ αντάρτες παλικάρια»

Οι λεηλασίες και το κάψιμο χωριών από τις κατοχικές δυνάμεις ενέπνευσαν μια σειρά από «δημοτικοφανή» τραγούδια στη Ρούμελη, τη Μακεδονία, την Ήπειρο. Η πυρπόληση του χωριού Κοσμά Κυνουρίας ώθησε κάποιους ανθρώπους να γράψουν το παρακάτω τραγούδι:
«Τα σπίτια σας και να κάψανε   
                                  κι αν πήραν τα προικιά σας
                                  η ανταρτοσύνη ναν’ καλά
                                  και πάλι είναι δικά σας»
Το  χαμόσπιτο του Υμηττού («Κάστρο») που με τη θυσία τριών νεολαίων της ΕΠΟΝ μετατράπηκε σε  σύμβολο αγώνα ενάντια στους φασίστες κατακτητές και τους ντόπιους συνεργάτες τους, στις 28 Απρίλη του 1944, ενέπνευσε την Σοφία Μαυροειδή – Παπαδάκη να γράψει το τραγούδι «Σαν θρύλος»

Συλλογικότητα, μήτρα της δημιουργίας

Πολλά από τα «αντάρτικα» φέρουν τη σφραγίδα αγωνιστών που ζούσαν στα βουνά αλλά δεν έχουν καταχωρηθεί ως δικές τους δημιουργίες. Εκτός από αυτά, που είναι γραμμένα στον τύπο του δημοτικού τραγουδιού, υπάρχουν και άλλα που βασίζονται στην έντεχνη προσωπική ποίηση. Ακριβώς αυτή η «ανωνυμοποίηση» του δημιουργού, ακόμη και όταν αυτός είναι συγκεκριμένο πρόσωπο, παραπέμπει σε ένα βασικό χαρακτηριστικό των «αντάρτικων»: Την προφορική διάδοση, η οποία επιτρέπει την παρέμβαση ενός πλήθους ατόμων, στην επεξεργασία και τη μορφολογική τελείωση του τραγουδιού.[vii]

Στην παραπάνω άποψη συνηγορεί και η μαρτυρία του συνθέτη Αλέκου Ξένου: «Στο 1ο Πανελλαδικό Συνέδριο των ανταρτών Επονιτών στο Μικρό Χωριό, καλούσα τους νέους να τραγουδήσουν τα τραγούδια των περιοχών τους, κατέγραψα 180, που ξεπήδησαν από άγνωστους λαϊκούς αγωνιστές. Έδωσα οδηγίες στους Επονίτες να τα διαδώσουν δημιουργώντας αυτοσχέδιες χορωδίες σε ανταρτοομάδες και λέσχες. Σε μικρό διάστημα η ‘‘Ελεύθερη Ελλάδα’’ γέμισε χορωδίες, λαϊκές ορχήστρες, μουσικοχορευτικά λαϊκά συγκροτήματα, αλλά και αυτοσχέδιους στιχουργούς / συνθέτες. Άρχισε να δημιουργείται ένας πηγαίος λαϊκός μουσικός πολιτισμός, με ενεργή και άμεση συμμετοχή του λαού που μέσα του ‘‘χωνεύονταν’’ στοιχεία από τη δημοτική παράδοση και τη ξένη προοδευτική τέχνη».[viii]
Αντάρτες τραγουδούν, Ορεινή Μακεδονία

Η ύπαρξη ενός μωσαϊκού τραγουδιών από διάφορες περιοχές της Ελλάδας, η ποικιλία που ήταν αποτέλεσμα τοπικών παραγόντων και περιστατικών φέρνει στο φως μια διαδικασία που γεννιόταν «από τα κάτω», με την αυτενέργεια των αγωνιστών. Γίνεται εμφανές ότι η συλλογικότητα σημαδεύει τη γέννησή των «αντάρτικων» σε τέτοιο βαθμό ώστε οι δημιουργοί να έχουν το ρόλο του συντελεστή που συμμετέχει ενεργά στην ομαδική επεξεργασία. Ο συλλογικός χαρακτήρας τους καθορίζεται «τη στιγμή της αποδοχής και επικύρωσης από την κοινωνική ομάδα στην οποία απευθύνονται»[ix] και σε αυτή τη διαδικασία  σημαίνων ρόλο έχει η προφορική διάδοση. Θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για μια «εκδημοκρατισμένη» μορφή πολιτιστικής παραγωγής κατά την οποία υποσκελίζονται οι ιεραρχήσεις, αναβαθμίζεται η συλλογική δραστηριότητα, δίνεται η δυνατότητα ενεργής συμμετοχής σε όλα τα μέλη της ομάδας, η οποία εκτός από καταναλωτής είναι και παραγωγός των πολιτιστικών της προϊόντων.

Λόγιες δημιουργίες και μέσα διάδοσης

Εκτός από τα παραπάνω τραγούδια, στα «αντάρτικα» συγκαταλέγονται και τα εμβατήρια που γράφτηκαν από λόγιους με σκοπό να γίνουν ύμνοι των αντιστασιακών οργανώσεων. Τέτοια είναι το «Στ’ Άρματα, στ’ Άρματα» του Νίκου Καρβούνη, «Ο Ύμνος του ΕΛΑΣ» και «Ο Ύμνος της ΕΠΟΝ» της Σοφίας Μαυροειδή-Παπαδάκη, το «Τραγούδι του ΕΑΜ» του Βασίλη Ρώτα, «Ο Ύμνος της ΠΕΕΑ» του Γεράσιμου Σταύρου κ.ά.[x] Ο Νίκος Καρβούνης έγραψε τους στίχους του τραγουδιού και το μελοποίησε ύστερα από την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου και λίγο πριν ανέβει ο ίδιος στο βουνό. Μουσική για το ίδιο τραγούδι έγραψε και ένας άλλος μουσικός-αντάρτης με το ψευδώνυμο Αστραπόγιαννος, ενόσω ήταν στο βουνό. Ανέφερε χαρακτηριστικά: «Στο τέλος του ’42 και αρχές του ’43, οι Γερμανοί έκαναν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Βρισκόμουν τότε σε ένα αντάρτικο σώμα στην Αττικοβοιωτία […], μου έδωσαν τον Ριζοσπάστη όπου δημοσιεύονταν οι στίχοι του Καρβούνη. Στη διάρκεια μιας νυχτερινής πορεία το μελοποίησα».[xi] Από αυτή τη μαρτυρία μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι λόγιες δημιουργίες είχαν και μια άλλη μορφή διάδοσης εκτός από την προφορική: δημοσιεύονταν στον παράνομο Τύπο των αντιστασιακών οργανώσεων. Το γεγονός αυτό διευκόλυνε τη γενίκευση της χρήσης τους σε όλη την Ελλάδα. Παρόλα αυτά δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η διάδοσή τους γινόταν ταυτόχρονα σε όλες τις περιοχές, καθώς θα πρέπει να συνυπολογιστούν οι αραιές εκδόσεις και οι δυσκολίες στη διακίνηση του παράνομου Τύπου.

Στον «ύμνο του ΕΑΜ» η ποίηση και η μουσική είναι του Βασίλη Ρώτα και γράφτηκε το χειμώνα του 1943. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του ίδιου: Αφού ανέφερε τους στίχους σε μια σύσκεψη λογοτεχνών του ΕΑΜ, του δόθηκε εντολή να το διδάξει σε κάποια συναγωνίστρια του και να της δώσεις τις νότες, αργότερα όταν ο δημιουργός ανέβηκε στο βουνό  «βρήκε το τραγούδι να το τραγουδάνε στην Ελεύθερη Ελλάδα».[xii] Εδώ απ’ ότι φαίνεται ρόλο στη διάδοση έπαιξε ο μηχανισμός και τα δίκτυα του ΕΑΜ, προωθώντας ένα τραγούδι που ανταποκρινόταν στα προτάγματα που έβαζε για την Αντίσταση.

Σημειώσεις:
[i] Μ. Mazower,  Στην Ελλάδα του Χίτλερ, Η Εμπειρία της Κατοχής, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1994, σ. 18, 295.
[ii] Χαρακτηριστικό δείγμα του καθεστώτος των απαγορεύσεων είναι η λογοκρισία του Ραδιοφώνου στο τραγούδι του Γούναρη «Χαϊδάρι» που μπορεί να μην ήταν αντάρτικό αλλά αναφέρονταν στη γερμανική κατοχή.  Κ. Μυλωνάς, Ιστορία του Ελληνικού Τραγουδιού, τόμος 1 (1824-1960), 3η έκδοση, Κέδρος, Αθήνα 1984, σ. 243.
[iii] Χ. Φλάισερ, Στέμμα και Σβάστικα, Παπαζήσης, Αθήνα 1990, σ. 233.
[iv] Ιστορία της Αντίστασης 1940-1945, τόμος έκτος, Αυλός, Αθήνα 1979, σ. 2315.
[v] ό.π., σ. 2316· Ε. Μαχαίρας, Η Τέχνη της Αντίστασης, Καστανιώτης, Αθήνα 1999, σσ. 176-7.
[vi] Ο Άρης Κάνει Πόλεμο, Έκδοση των Κοινοτήτων Δομνίστας Ευρυτανίας- Μεσούντας Άρτας, 1998, σ. 19.
[vii] Σ. Δαμιανάκος, Παράδοση Ανταρσίας και Λαϊκός Πολιτισμός, Πλέθρον, Αθήνα 1987.
[viii] Ε. Μαχαίρας, Η Τέχνη της Αντίστασης, ό.π., σ. 182.
[ix] Ε. Ντάτση, Η Ποιητική του Λαϊκού Πολιτισμού, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2004, σσ. 36-39.
[x] Ιστορία της Αντίστασης 1940-1945, ό.π., σ. 2317, Ε. Μαχαίρας, Η Τέχνη της Αντίστασης, ό.π., σσ. 171-183.
[xi] Ιστορία της Αντίστασης 1940-1945, ό.π., σ. 2318.
[xii] ό.π., σ. 2324.

www.toperiodiko via 





Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2015

Ο άγριος ταξικός Δεκέμβρης του 1944

Ο Ιάσονας Χανδρινός μιλάει στους Νατάσα Κεφαλληνού και Κώστα Παλούκη
Πηγή: Εφημερίδα ΠΡΙΝ


Συμβάλλοντας στη συζήτηση για τα Δεκεμβριανά του 1944 συναντήσαμε τον ιστορικό Ιάσονα Χανδρινό, συγγραφέα του πολυσυζητημένου βιβλίου Το τιμωρό χέρι του λαού. Η δράση του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ στην κατεχόμενη πρωτεύουσα 1942-1944, ο ο οποίος φέρνει στο προσκήνιο την εν πολλοίς άγνωστη εαμική αντίσταση στις πόλεις απέναντι στις κατοχικές δυνάμεις και τους έλληνες συνεργάτες τους. Τα συμπεράσματα του βιβλίου μπορούν να φωτίσουν και να εμπλουτίσουν τη σημερινή συζήτηση για το χαρακτήρα της μαζικής, λαϊκής αντιβίας του κινήματος απέναντι στην κυρίαρχη ρητορική που επιδοκιμάζει το κρατικό μονοπώλιο της βίας, δαιμονοποιώντας κάθε μορφή αντίστασης. Η συζήτηση εφορμώντας από τις δράσεις αλληλεγγύης του ΕΑΜ, έφτασε στις πρακτικές της ΟΠΛΑ και του ΕΛΑΣ Αθήνας για να επικεντρωθεί στη δεκεμβριανή σύγκρουση και τη σημασία της στη συλλογική μνήμη.

Ποιες ήταν οι δράσεις αλληλεγγύης του ΕΑΜ; Έπαιξαν ρόλο στη μαζικοποίηση του;
Η δεδομένη δράση αλληλεγγύης που ακολούθησε το ΕΑΜ δεν θα πρέπει να δίνει την εντύπωση ότι εξασφάλισε, με κυριολεκτικό τρόπο, τρόφιμα στον πληθυσμό. Για την ακρίβεια, το ΕΑΜ έδειξε στον κόσμο το δρόμο για να διεκδικήσει ο ίδιος τη βελτίωση των υλικών όρων ζωής του. Δεν θα πρέπει να φανταστούμε ένα δίκτυο που έστηνε κοινωνικές υπηρεσίες στα αστικά κέντρα και την επαρχία, αλλά μάλλον μια κλασσικού τύπου συνδικαλιστική οργάνωση, που απαιτούσε την υλοποίηση διαχρονικών αιτημάτων, όπως αυξήσεις σε μισθούς, συντάξεις και την άνοδο του βιοτικού επιπέδου. Η αλληλεγγύη ήταν ένα σύνθημα «μαγικό» για εκείνη την εποχή και λειτούργησε ως προθάλαμος για την αντικατοχική ρήξη.

Υπήρχαν διαφορές στις εαμικές πρακτικές αλληλεγγύης που ακολουθήθηκαν στην επαρχία και την Αθήνα;
Στην ορεινή ύπαιθρο, βασικό στοίχημα που κέρδισε το ΕΑΜ ήταν η οργάνωση θεσμών τοπικής αυτοδιοίκησης. Η εμφάνιση των πρώτων αντάρτικων ομάδων συνοδεύτηκε από μια «στρατιωτικοποίηση» των ανταρτοκρατούμενων περιοχών και σχεδόν στις περισσότερες περιπτώσεις μια προσπάθεια πολιτικής έκφρασης των ίδιων των χωρικών. Στην ύπαιθρο κυριάρχησε η δημιουργία θεσμών αυτοοργάνωσης σε τοπικό επίπεδο, η οποία καθιέρωσε την αίσθηση του συνανήκειν, που αξιοποίησε το ΕΑΜ κατορθώνοντας έτσι να αναδειχθεί σε δύναμη, πανεθνικής εμβέλειας. Στις πόλεις ήταν αρκετά δυσκολότερα τα πράγματα, για λόγους που συνδέονται με τους περιορισμούς δράσης σε μια κατεχόμενη πόλη. Σε αυτή την περίπτωση, το ΕΑΜ εκμεταλλεύτηκε διάφορες συλλογικότητες που βρίσκονταν μεταξύ νομιμότητας και παρανομία (σωματεία, αθλητικούς συλλόγους, φυσιολατρικούς ομίλους, το ταμείο απόρων φοιτητών), μέσα από τις οποίες προωθήθηκε η νόμιμη διεκδίκηση τροφίμων και συσσιτίων.

Πώς συγκροτήθηκε και λειτούργησε ο ΕΛΑΣ Αθήνας;
Ο ΕΛΑΣ Αθήνας ήταν ένας ολιγάριθμος στρατός, που απαρτιζόταν από μικρές ένοπλες ομάδες, οι οποίες δρούσαν σε συνοικιακό επίπεδο από τα τέλη του 1943 μέχρι την Απελευθέρωση. Η ίδρυση του, τον Φεβρουάριο 1942, αφορούσε τη συγκρότηση ενός στρατιωτικού επιτελείου χωρίς σαφή προσανατολισμό σε συγκεκριμένες δράσεις μέσα στο αστικό περιβάλλον, ενδεχομένως σκόπευαν να χρησιμοποιηθεί για αποστολή μελών του στο βουνό, ώστε να πλαισιωθούν οι αντάρτικες μονάδες της υπαίθρου. Αρχικά καταγραφόταν ως «συνδικαλιστικός ΕΛΑΣ», δηλαδή μια ακόμη πολιτική οργάνωση –φυσικά χωρίς όπλα– που αναπτυσσόταν μέσα στους εργασιακούς χώρους. Στη συνέχεια, το φθινόπωρο του 1943, σχηματοποιήθηκε σε αυτές τις ένοπλές ομάδες που προανέφερα, οι οποίες ανέλαβαν τη διεξαγωγή ενός αμυντικού αστικού κλεφτοπόλεμου εναντίον των Ταγμάτων Ασφαλείας και της Ασφάλειας στις εαμοκρατούμενες συνοικίες. Ο ΕΛΑΣ Αθήνας θα μπορούσε να ιδωθεί ως μια μετεξέλιξη της αντίστοιχης συνδικαλιστικής δράσης, που καλλιέργησε το ΕΑΜ, στις τάξεις των μόνιμων και έφεδρων αξιωματικών. Ήταν στην ουσία ένας αμυντικός στρατός, και αυτό έχει μεγάλη σημασία για την εξέλιξη των γεγονότων, ο οποίος ποτέ δεν αυτονομήθηκε από το μαζικό πολιτικό αγώνα που διεξήγαγε το ΕΑΜ στα αστικά κέντρα. Πίσω από τον ΕΛΑΣ Αθήνας δεν υπάρχει κάποιο σχέδιο της ηγεσίας για ένοπλη κατάκτηση της Αθήνας, και αυτό θα επηρεάσει πολύ τις εξελίξεις στα Δεκεμβριανά.

Μια πλήρως παραγνωρισμένη πτυχή της κατοχικής ιστορίας είναι η ΟΠΛΑ.
Η ΟΠΛΑ ιδρύθηκε τον Δεκέμβρη του 1942, μετά τις πρώτες συλλήψεις αγωνιστών του ΕΑΜ, που επέβαλαν τη λήψη μέτρων περιφρούρησης και προστασίας της ζωής των αγωνιστών. Ήταν μια ειδική οργάνωση που απαντούσε με ατομική τρομοκρατία στη μαζική τρομοκρατία των γερμανικών και των ελληνικών κατοχικών αρχών, ουσιαστικά η δράση της ήταν τιμωρητική-απαντητική απέναντι σε μαζικές συλλήψεις, δολοφονίες και μπλόκα που από τα τέλη του 1943 έδιναν τον τόνο στην κατεχόμενη Αθήνα. Ενεπλάκη σε ένα κύκλο εκδικήσεων και αντεκδικήσεων, εκφράζοντας ουσιαστικά τη λογική των «αντιποίνων της Αντίστασης». Το εύρος της φονικότητας της –υπολογίζω ότι τα θύματα της μέσα στην Κατοχή, σε διάστημα ενός χρόνου, φτάνουν τα 400– την έφερε γρήγορα στο προσκήνιο. Ανέλαβε τις εκτελέσεις αξιωματικών της Χωροφυλακής, της Ειδικής Ασφάλεια, ανδρών των Ταγμάτων Ασφαλείας, λιγότερο της Αστυνομίας Πόλεων, κυρίως όμως στράφηκε εναντίον πολιτών, που εμπίπτουν στην κατηγορία του χαφιέ και του πληροφοριοδότη. Το βασικό είναι ότι η ΟΠΛΑ διεξήγαγε πρωταρχικά έναν αμυντικό αγώνα, που στράφηκε εναντίον δραστήριων συνεργατών του κατακτητή, και όχι ιδεολογικό πόλεμο με αντίπαλες οργανώσεις. Η ασυμμετρία ισχύος που υπάρχει ανάμεσα στη βία ενός μαζικού κινήματος που περιφρουρεί τον εαυτό του και σε μια δεδομένη αυταρχική δοσιλογική κρατική εξουσία είναι πρόδηλη: Τα θύματα της συνεχιζόμενης μαζικής καταστολής των κατοχικών δυνάμεων και των συνεργατών τους ξεπερνούν τα 10.000 άτομα μόνο στην Αθήνα και τον Πειραιά, συμπεριλαμβάνοντας συλλήψεις, δολοφονίες, εκτελέσεις στη Καισαριανή, το Γουδί, στο στρατόπεδο των Ες Ες στο Χαϊδάρι και μαζικές εκκενώσεις των συνοικιών το καλοκαίρι του ‘44.

Πώς οδηγηθήκαμε στα Δεκεμβριανά, ήταν αναπόφευκτος ο «δεύτερος γύρος»;
Το δίμηνο που προηγείται της αποχώρησης των Γερμανών από την Ελλάδα χαρακτηρίστηκε από μια αξιοπρόσεκτη πύκνωση της δράση της ΟΠΛΑ, αυξήθηκαν οι εκτελέσεις σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, και δόθηκε μια εντύπωση ότι το ΚΚΕ ετοιμάζεται για μια δυναμική κάθοδο στο παιχνίδι της εξουσίας. Οι εικόνες της Αθήνα της απελευθέρωσης, με την κυριαρχία του ενθουσιασμού και της ανακούφισης, δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα σεντόνι πάνω από μια πόλη που βράζει από ταξικό μισός. Ήδη από την Κατοχή, υπήρχε ένα αγεφύρωτο πολιτικό χάσμα, ανάμεσα σε δύο κοινωνικές ομάδες, με εντελώς διαφορετικές κοινωνικές, πολιτικές, πολιτισμικές αναφορές. Από τη μια πλευρά ένα πλήθος που συνέρεε από τις εαμοκρατούμενες συνοικίες, και από την άλλη όλο τον «καλό κόσμο» της Αθήνας από τις συνοικίες του κέντρου. Το χάσμα αυτό διευρύνθηκε σε τέτοιο εκρηκτικό βαθμό το μεσοδιάστημα από την απελευθέρωση ως τα Δεκεμβριανά, που οποιαδήποτε επίκληση στην εθνική ενότητα έμοιαζε ψευδεπίγραφη. Το δίμηνο αυτό ουσιαστικά αποτελούσε έναν πόλεμο νεύρων, με κυρίαρχη την αναμονή μιας προδιαγεγραμμένης σύγκρουσης. Έχει ενδιαφέρον αμέσως μετά την απελευθέρωση, το ΚΚΕ σταμάτησε οποιεσδήποτε πράξεις γνήσιας ή μη αυτοδικίας στην ύπαιθρο και τις πόλεις, δοκιμάζοντας να παίξει για ύστατη φορά το παιχνίδι της νομιμότητας με έναν αντίπαλο, ο οποίος επιδίωξε εξ αρχής και εν τέλει κατάφερε τη στρατιωτική υποταγή της Αριστεράς.

Πώς μεθόδευσε το αντιεαμικό στρατόπεδο τη σύγκρουση τον Δεκέμβρη και ποια είναι η γεωγραφία της σύγκρουσης;
Η γεωγραφία της σύγκρουσης ανέδειξε το κέντρο της Αθήνας στο οποίο έδρευε η κυβέρνηση εθνικής ενότητας, η βρετανική στρατιωτική ηγεσία με τον ταξίαρχο Σκόμπι, το Σύνταγμα Χωροφυλακής του Μακρυγιάννη, η χωροφυλακή, η «ομάδα Χ» στην περιοχή του Θησείου κι ένα πολύ ασθενικό δίκτυο αστυνομικών τμημάτων στις συνοικίες. Ουσιαστικά πρόκειται για μια νησίδα σε μια εαμική θάλασσα. Αυτό το αντιεαμικό στρατόπεδο ήταν ετερόκλητο και όφειλε την πολιτική του ύπαρξη στις βρετανικές λόγχες. Αυτό αποδεικνύεται από το πόσο μεγάλη ανάγκη ήταν η βρετανική επέμβαση π.χ. για να σωθούν οι χωροφύλακες στου Μακρυγιάννη ή από την πολύ εύκολη καταστροφή του ένοπλου θύλακα της «Χ» στο Θησείο κλπ.

Πώς η «Σκομπία» κατάφερε να επικρατήσει στρατιωτικά;
Το βάρος της σύγκρουσης σήκωσε κατά κύριο λόγο ο ΕΛΑΣ Αθήνας, ο οποίος εκείνη την εποχή αριθμούσε στα χαρτιά 20.000 μαχητές με ελάχιστα όπλα και πυρομαχικά. Η αποστολή τμημάτων από το βουνό έγινε σπασμωδικά. Ο απαράμιλλος ηρωισμός που έδειξαν οι ελασίτες της Αθήνας και του Πειραιά δεν μπορούσε να ισοφαρίσει την τραγική έλλειψη πυρομαχικών σε έναν αγώνα που τα βαριά όπλα, τα πυροβόλα, το πυροβολικό και τα άρματα μάχης των βρετανών θα έπαιζαν φυσικά καθοριστικό ρόλο. Η κατάληψη του αρχηγείου της βρετανικής αεροπορίας, της ΡΑΦ, στα τρία ξενοδοχεία της Κηφισιάς που κατέληξε στην αιχμαλωσία 500 βρετανών αεροπόρων ήταν ένα απόλυτο σοκ για την βρετανική ηγεσία καθώς χρειάστηκε να μεταφέρει μια ολόκληρη τεθωρακισμένη μεραρχία, μια ολόκληρη μεραρχία αλεξιπτωτιστών, δύο ύλες αρμάτων μάχης, ακόμη και τάγματα πεζικού αποικιακών στρατευμάτων. Με αυτόν τον τρόπο οι Βρετανοί τελικά έκριναν την παρτίδα. Ο Δεκέμβρης ήταν μια στρατιωτική ήττα. Αν αξιοποιούταν ο χρόνος που χάθηκε την πρώτη βδομάδα από 3 Δεκεμβρίου μέχρι τις 10 Δεκεμβρίου ενδεχομένως με κατάλληλη προώθηση σε επίκαιρα σημεία της Αθήνας θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια τελείως διαφορετική εξέλιξη των γεγονότων. Είναι ένα πραγματικό τραύμα του αστικού πολιτικού κόσμου, ότι η μάχη κρίθηκε εξαιτίας του βρετανικού παράγοντα.

Ποια ήταν τα χαρακτηριστικά της βίας που άσκησε το εαμικό στρατόπεδο στα Δεκεμβριανά;
Ο τρόπος με τον οποίο διεξήχθη η σύγκρουση δεν τεκμηριώνει μια ολοκληρωτική προσπάθεια κατάληψης εξουσίας από την Αριστερά. Υποθέτοντας κανείς τις προθέσεις του ΚΚΕ, αυτό που επιδίωκε πιθανόν ήταν μια νέα πολιτική τάξη με καλύτερους όρους για το ίδιο το εαμικό κίνημα. Αναφορικά με την ίδια τη βία του Δεκέμβρη πρόκειται για τη σκληρότερη φάση όλης της εμφύλιας σύγκρουσης της δεκαετίας του 1940. Υπάρχει μια συσσώρευση των παθών που ξέσπασε πάνω σε όργανα του κατοχικού κράτους, πρώην δοσίλογους, ανθρώπους που ταυτίζονταν με τη συνέχεια του κοινωνικού καθεστώτος, ουσιαστικά ένας γενικευμένος κύκλος αυτοδικίας φτωχότερων στρωμάτων που επιτίθενται στην αστική τάξη, όπως την αντιλαμβάνονταν οι ίδιοι. Στόχοι όπως η Ελένη Παπαδάκη, που έχει μυθοποιηθεί στη νεότερη ελληνική ιστορία, καταλήγοντας να εκφράζει την τυφλή βία των κομμουνιστών στα Δεκεμβριανά, αποτελούσαν προφανή στόχο ενός κόσμου που είχε υποφέρει από την κατοχική τρομοκρατία, τις εκτελέσεις, την πείνα και τα μπλόκα και καθοδηγούνταν πλέον από ένα αυθεντικό ταξικό μίσος, στοιχείο που πολλές φορές ξεπέρασε και τις κομματικές επιλογές.

Πώς η συμφωνία της Βάρκιζας και η λευκή τρομοκρατία οδήγησαν στην ανοιχτή εμφύλια σύγκρουση.
Η Αθήνα εκκενώθηκε από τον ΕΛΑΣ πριν τα μέσα Ιανουαρίου του 1945. Το αντάρτικο διατηρούσε σχεδόν ανέπαφες τις δυνάμεις, τις βαριές μεραρχίες σε Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα, Ήπειρο Μακεδονία και Πελοπόννησο. Σε αυτές τις περιοχές καταγράφηκε μια ανυπομονησία για την επανέναρξη των συγκρούσεων. Ωστόσο, ο πόλεμος δεν επεκτάθηκε στην ύπαιθρο και η ηγεσία αποφάσισε την συνθηκολόγηση. Ο αφοπλισμός του ΕΛΑΣ υπογράφθηκε τελικά στην Βάρκιζα. Ακολούθησε η περίοδος της λευκής τρομοκρατίας, την οποία το ΚΚΕ αποδέχτηκε εντελώς παθητικά. Σε αυτό το πλαίσιο ο ΔΣΕ δεν μπορούσε παρά να περιμένει έναν αξιοπρεπή θάνατο, εφόσον η μεγάλη εαμική μάζα δεν τον ακολούθησε και ο εμφύλιος πόλεμος δεν άγγιξε τις πόλεις.

Μια ομάδα ιστορικών υποστηρίζει ότι η αδυναμία του ΕΑΜ να σιτίσει και να στηρίξει οικονομικά την Αθήνα καθόρισε τη στάση του στον Δεκέμβρη.
Ο Γιώργος Μαργαρίτης υποστηρίζει ότι «το ΕΑΜ έχασε τη μάχη της μετακατοχικής μπομπότας». Το ΕΑΜ πραγματικά δεν είχε δυνατότητα να δώσει λύση στην επισιτιστική κρίση της Αθήνας του 1944 που επανερχόταν θυμίζοντας τον εφιάλτη της πείνας του ’41- ’42. Ταυτόχρονα, αναδεικνύεται συχνά το ζήτημα των περιορισμένων δυνατοτήτων ενός αντάρτικου στρατού πόλης, ο οποίος αποκομμένος από την παραγωγική βάση της υπαίθρου και χωρίς καμία προπαρασκευή εμπλοκής σε πόλεμο φθοράς μέσα μια πόλη ήταν μοιραίο να χάσει. Αυτή η συλλογιστική παραβλέπει δύο πράγματα: ότι δεν μιλάμε για πόλεμο φθοράς και ότι δεν δόθηκε η ευκαιρία στις καλύτερες μονάδες του ΕΛΑΣ να εμπλακούν στον πόλεμο αλλάζοντας τελείως τους όρους της σύγκρουσης. Νομίζω ότι το ΚΚΕ παραβίασε κατάφωρα τη βασική λενινιστική αρχή που λέει ότι με τον ένοπλο αγώνα δεν μπορείς να παίζεις. Θα πρέπει να τον ακολουθήσεις μέχρι τέλους ή να μην τον κάνεις καθόλου. Δεν υπάρχει «λίγος» ή «πολύς» ένοπλος αγώνας.

Τα Δεκεμβριανά άφησαν ένα μεγάλο τραύμα στην Αριστερά.
Εάν ρωτήσει κανείς σήμερα έναν επονίτη ή ελασίτη ή εαμίτη της Αθήνας για το ποιά είναι η κορυφαία αγωνιστική στιγμή της ζωής του θα απαντήσει: «ο μεγάλος Δεκέμβρης». Το πιο πλούσιο μάθημα αυτής της εμπειρίας είναι αυτή ακριβώς η πολλαπλή τομή στις αριστερές συνειδήσεις. Ο Δεκέμβρης επηρέασε καθοριστικά όχι μόνο την πολιτική εξέλιξη, αλλά και τον τρόπο που η Αριστερά αντιλαμβάνεται μια σειρά κομβικών ζητημάτων, όπως τα όρια και τις προϋποθέσεις ενός πολιτικού αγώνα, τις σχέσεις της Αριστεράς με τη βία κλπ. Αυτά ανάγονται στο δεκεμβριανό «τραύμα» που κληροδότησε την πεσιμιστική άποψη ότι εφόσον δεν νίκησε αυτό το τεράστιο εαμικό κίνημα δεν μπορούμε να έχουμε πολλή μεγάλη αισιοδοξία για ο,τιδήποτε άλλο. Μετά τον Δεκέμβρη οποιαδήποτε αναφορά στην ένοπλη δράση είναι ένα είδος ταμπού, που διατρέχει ακόμα και σήμερα όλες τις εκφάνσεις της Αριστεράς.

Τα γεγονός ότι η ΟΠΛΑ όσο και ο ΕΛΑΣ Αθήνας είχαν ως κύριο στόχο τους έλληνες συνεργάτες των κατοχικών δυνάμεων, ενισχύει τα επιχειρήματα του αναθεωρητικού ρεύματος της ιστοριογραφίας του 1940, που θεωρεί την «κόκκινη βία» ως πρωταίτιο του εμφυλίου;
Αν αυτό το αναθεωρητικό ρεύμα στην ιστοριογραφία ήταν λίγο πιο σοβαρό θα διατύπωνε μια άποψη με την οποία δεν θα διαφωνούσε κανένας σοβαρός κοινωνικός επιστήμονας ή ιστορικός: ότι η ίδια η εμφάνιση ενός εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος εγκυμονεί το στοιχείο της βίας, είναι μια επιλογή η οποία προκαλεί ρήξεις και τομές στον κοινωνικό ιστό. Η διαφωνία με την προσέγγιση των «αναθεωρητών» σχετίζεται με το γεγονός ότι παραγνωρίζουν πως η βία της Αριστεράς, εκείνη την εποχή, ήταν καθαρά αμυντική και στρέφονταν απέναντι σε μια καλά ενορχηστρωμένη και δρομολογημένη κατασταλτική προσπάθεια, που διεξαγόταν λιγότερο από τους Γερμανούς και περισσότερο από δυνάμεις που αναλάμβαναν ως δοσίλογες την προάσπιση του κοινωνικού καθεστώτος. Οι αντικομμουνιστικές ομάδες στην Αθήνα και στην ύπαιθρο δεν ήταν ιδεολογικοί αντίπαλοι, υπήρξαν στρατιωτικοί μηχανισμοί οι οποίοι απορροφήθηκαν στο δοσιλογικό στρατόπεδο συνεχίζοντας μια πολιτική καταστολής που ξεπερνούσε την κατοχική τομή του 1941. Δεν πρέπει να φτάνει βέβαια κανείς στο άλλο άκρο, δηλαδή εκείνο μιας «αριστερίστικης» ανάγνωσης των γεγονότων, και να υποστηρίζει ότι η βία της ΟΠΛΑ ή του ΕΛΑΣ Αθήνας ή του ΕΛΑΣ του ίδιου ήταν επαναστατική. Η βία αυτή δεν εξυπηρετούσε έναν διακηρυγμένο επαναστατικό σκοπό, π.χ. την κατάληψη της εξουσίας, τη δικτατορία του προλεταριάτου, την ανατροπή του κοινωνικού συστήματος.

Όπως και τότε έτσι και σήμερα η κυρίαρχη ρητορική εξισώνει ανισοβαρώς την αμυντική αριστερή αντιβία με την πρωτογενή, δυσανάλογα επιθετική και σκληρή, κρατική και παρακρατική βία.
Ο τομέας προπαγάνδας μιας οργανωμένης κρατικής εξουσίας αποδείχτηκε πανίσχυρος μετά τον Δεκέμβρη, με αποτέλεσμα οι φωτογραφίες των πτωμάτων που κυκλοφόρησαν σε αθηναϊκές εφημερίδες την άνοιξη του 1945 ουσιαστικά να εξαφανίζουν ό,τιδήποτε είχε συμβεί στην «κοσμογονία» της κατοχικής περιόδου, προβάλλοντας μόνο την υποτιθέμενη ανεξέλεγκτη βία των αντικοινωνικών στοιχείων της Αριστεράς. Η Αριστερά βρέθηκε συνεχώς απολογούμενη, ενσωματώνοντας όλα τα ενοχικά φορτία μέχρι σήμερα. Σίγουρα ο τομέας της προπαγάνδας είναι καθοριστικός. Αλλοίμονο όμως εάν οποιοδήποτε κίνημα εξαρτά τη νομιμοποίησή του ή τη μορφή που προσλαμβάνουν οι αγώνες του από το πόσο αποτελεσματική είναι η προπαγάνδα του αντιπάλου. Στο σήμερα, αυτή η συζήτηση στην ουσία δεν αφορά τη βία ως βία, ούτε καν το πολιτικό της κόστος. Αντίθετα είναι μια επικοινωνιακού τύπου συζήτηση που μοιραία λειτουργεί αποπροσανατολιστικά.