Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μεσοπόλεμος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μεσοπόλεμος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2016

Η πρωτοπόρα δράση των καπνεργατριών στον Μεσοπόλεμο

της Νατάσας Κεφαλληνού

Οι καπνεργάτριες του Μεσοπολέμου ήταν πλειοψηφικό τμήμα του εργατικού πληθυσμού του κλάδου τους. Επίσης είχαν έντονη συνδικαλιστική δράση: όχι μόνο ήταν μέλη στα σωματεία τους αλλά και παρούσες στις συνελεύσεις των καπνεργατικών σωματείων ανά την Ελλάδα.

Εχθρικό κλίμα, αυτοτελής δράση
Οι γυναίκες πολλές φορές απουσιάζουν από τις κυρίαρχες αλλά και εναλλακτικές ιστορικές αφηγήσεις που ασχολούνται με τη συγκρότηση της εργατικής τάξης της χώρας, τη δημιουργία του συνδικαλιστικού κινήματος, την πραγματοποίηση μεγάλων εργατικών αγώνων.
Αν και εργαζόμενες κατά χιλιάδες, αποτελώντας σημαντικό τμήμα της εργατικής τάξης στην Ελλάδα, η ιστορία δεν τους επιφύλαξε θέση στην «εποποιία των εργατικών αγώνων». Άλλωστε η εργασία τους, «αθέατη», «ανειδίκευτη», απαξιωμένη και κατά το ήμισυ αμειβόμενη, συγκριτικά με την ανδρική, θεωρούνταν για δεκαετίες απλώς συμπληρωματική του οικογενειακού εισοδήματος που έφερνε στο σπίτι ο άνδρας-κουβαλητής. Η γυναικεία μισθωτή εργασία δεν ήταν τίποτα άλλο παρά παρέκκλιση από τη «γυναικεία φύση», που ήταν σχεδιασμένη να ασχολείται «με τα του οίκου». Σε αντίθεση με το παραπάνω σχήμα, θα προσπαθήσουμε να καταγράψουμε την ενεργητική συμμετοχή των εργαζομένων γυναικών στο καπνεργατικό συνδικαλιστικό κίνημα και τους λυσσαλέους αγώνες του κλάδου το 1936.
Οι καπνεργάτριες του Μεσοπολέμου ήταν πλειοψηφικό τμήμα του εργατικού πληθυσμού του κλάδου τους. Επίσης είχαν έντονη συνδικαλιστική δράση: Όχι μόνο ήταν μέλη στα σωματεία τους (γεγονός που αποτελούσε εξαίρεση στη διαρκή υποεκπροσώπηση των γυναικών στο μεσοπολεμικό ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα) αλλά ήταν και παρούσες στις συνελεύσεις των καπνεργατικών σωματείων ανά την Ελλάδα. Φυσικά ήταν τελείως απούσες από τα Διοικητικά Συμβούλια, τις συνδιασκέψεις και τα συνέδρια, αφού αντιμετώπιζαν μια σειρά περιορισμών στο εκλέγειν και εκλέγεσθαι (πάγια πρακτική στα σωματεία).
Ωστόσο, παρά το εχθρικό κλίμα που αντιμετώπιζαν οι εργαζόμενες στις συνδικαλιστικές οργανώσεις, οι καπνεργάτριες, πραγματοποιώντας υπέρβαση, είχαν ακόμη και αυτοτελή δράση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα: οι τρεις συσκέψεις καπνεργατριών που πραγματοποιήθηκαν στον Πειραιά αλλά και τη Θεσσαλονίκη τον Φεβρουάριο του 1936.
Σε αυτές συμμετείχαν μερικές δεκάδες καπνεργάτριες «που ασχολήθηκαν με τα ζητήματά των», όπως χαρακτηριστικά τόνιζε ο Ριζοσπάστης, χωρίς όμως να αναφερθεί σε αυτά. Στη Θεσσαλονίκη, μάλιστα, εξέλεξαν και επιτροπή, «που μαζί με τη διοίκηση του σωματείου» θα προωθούσε τα θέματά τους.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι στις συσκέψεις του Πειραιά υποδείχτηκαν γυναίκες υποψήφιες για τις εκλογές του σωματείου. Η κίνηση αυτή των εργατριών του Πειραιά ίσως απηχεί μια μαζική ή ιδιαίτερα μαχητική παρουσία των γυναικών στο συγκεκριμένο σωματείο. Άλλωστε η καπνοβιομηχανία αποτελούσε τον δεύτερο μεγαλύτερο κλάδο συγκέντρωσης γυναικείου εργατικού δυναμικού στον Πειραιά. Παρά την πρωτοπόρα δράση των γυναικών στα καπνεργατικά σωματεία, οι καπνεργάτριες σε καμία περίπτωση δεν συμμετείχαν στις επιτροπές που επισκέπτονταν θεσμικά πρόσωπα, για να καταθέσουν τα αιτήματα των καπνεργατών/τριών. Αντίθετα, συχνή υπήρξε η παρουσία τους σε πορείες και συγκεντρώσεις των σωματείων, ενώ, παράλληλα συμμετείχαν ενεργά σε στάσεις εργασίας, απεργίες και διαδηλώσεις. Άλλωστε η συμμετοχή τους στις απεργίες ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την αποτελεσματικότητα του αγώνα.

H εξέγερση των καπνεργατριών
Μια από τις πιο έντονες ταξικές συγκρούσεις στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου ήταν η εξέγερση των καπνεργατών/τριών, τον Μάη του 1936. Με την οικονομική κρίση του 1930 και τη μείωση των εξαγωγών, η οικονομία της Βόρειας Ελλάδας δέχθηκε μεγάλο πλήγμα, καθώς ήταν εξαρτημένη σε μεγάλο βαθμό από τον καπνό. Οι καπνεργάτες και οι καπνεργάτριες, που άνηκαν στους μαζικότερους και μαχητικότερους συνδικαλιστικούς κλάδους στον Μεσοπόλεμο, πετάχτηκαν μαζικά στην ανεργία και αντιμετώπισαν τεράστια συμπίεση των ημερομισθίων τους. Πολλοί/ες δεν είχαν να θρέψουν ούτε τις οικογένειες τους και αναγκάζονταν (κυρίως οι γυναίκες) να κάνουν ελάχιστα αμισθί μεροκάματα, με μοναδικό σκοπό να πάρουν τα ένσημα για λάβουν το επίδομα ανεργίας από τον ασφαλιστικό τους φορέα (Ταμείο Ασφαλίσεων Καπνεργατών). Η κατάσταση αυτή ώθησε τον καπνεργατικό κλάδο σε έντονη αναταραχή και οδήγησε σε απεργία, στις 29 Απριλίου 1936, στα καπνεργατικά κέντρα. Κεντρικά αιτήματα ήταν η αύξηση του μεροκάματου, η ενίσχυση των συνδικαλιστικών ελευθεριών, η εφαρμογή του νόμου περί τόγκας, κ.ά.
Αξίζει εδώ να σταθούμε στο νόμο περί τόγκας που αφορούσε κυρίως τον έμφυλο καταμερισμό εργασίας: Απ’ τη δεκαετία του 1920 οι καπνέμποροι εμφανίστηκαν αποφασισμένοι να μειώσουν το κόστος εργασίας ρίχνοντας το ποσοστό επεξεργασίας των καπνών. Απ’ τη δεκαετία του 1930 προκρίθηκε μια απλούστερη μέθοδος επεξεργασίας, η τόγκα, στην οποία κυρίαρχη θέση είχε η υποτιθέμενα ανειδίκευτη και γι’ αυτό χαμηλά αμειβόμενη γυναικεία εργασία. Οι άνδρες καπνεργάτες, που κυριαρχούσαν στη συνδικαλιστική οργάνωση του κλάδου, επιδίωξαν σθεναρά, το 1933, την ψήφιση του νόμου περί τόγκας, που προέβλεπε την ισόποση αναλογία ανδρών – γυναικών σε κάθε επιχείρηση. Η στάση τους υπαγορεύτηκε από το φόβο ότι η γενικευμένη απασχόληση των γυναικών θα οδηγούσε σε συρρίκνωση του εργατικού οικογενειακού εισοδήματος.
Παρά το γεγονός ότι η καπνεργατική απεργία που προκηρύχτηκε δεν είχε ούτε ένα αίτημα που να αφορά τις εργαζόμενες (για παράδειγμα το αίτημα «ίση αμοιβή για ίση εργασία» που υποστήριζε το ΚΚΕ, κομματικός φορέας ο οποίος ήλεγχε σημαντικό μέρος των καπνεργατικών συνδικάτων), παρότι ένα από τα αιτήματα της απεργίας απέβλεπε ξεκάθαρα στον περιορισμό της γυναικείας εργασίας (νόμος περί τόγκας), ωστόσο οι εργαζόμενες ήταν πρωτοπόρες σε αυτόν τον αγώνα, που χτυπήθηκε βάρβαρα από τις δυνάμεις καταστολής του Ιωάννη Μεταξά.
Οι πρώτες βάναυσες επιθέσεις της αστυνομίας στους καπνεργάτες/τριες έγιναν στον Βόλο, στις 7 Μαΐου 1936. Συγκρούσεις πραγματοποιήθηκαν την επόμενη μέρα και στη Θεσσαλονίκη. Στις 9 Μαΐου η κρατική βία έλαβε τεράστια έκταση στη Θεσσαλονίκη: 20 διαδηλωτές έπεσαν νεκροί και τραυματίστηκαν εκατοντάδες άλλοι. Την επόμενη μέρα η κηδεία των νεκρών μετατράπηκε σε μαχητική διαδήλωση. «Όλη η ματοβαμμένη πολιτεία της Θεσσαλονίκης βρίσκεται στο πόδι. Άντρες και γυναίκες, νέοι, γέροι και παιδιά, λαός και στρατός, Έλληνες και Εβραίοι» γράφει ο Ριζοσπάστης. Στις 11 Μαΐου ακολούθησαν «παλλαϊκά» συλλαλητήρια συμπαράστασης σε πολλές πόλεις. Οι δύο τριτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις (Ενωτική ΓΣΕ και ΓΣΕΕ) προκήρυξαν 24ωρη πανελλαδική απεργία δύο μέρες μετά, ωστόσο η απεργία λύθηκε μετά τη συμφωνία της ηγεσίας των εργατών και των εργοδοτών.
Ποια όμως ήταν η παρουσία των καπνεργατριών τις μέρες της απεργίας του Μαΐου 1936 ή σε άλλες απεργίες του ίδιου έτους; Σύμφωνα με τον Ριζοσπάστη, οι καπνεργάτριες αναλάμβαναν πρωτοβουλίες σε απεργίες και έπαιρναν ενεργά μέρος σε διαδηλώσεις, καθώς και στους αγώνες ενάντια στους απεργοσπάστες/τριες και την αστυνομία. Συμμετείχαν σε απεργιακές φρουρές και επιτροπές, θέτονταν επικεφαλής διαδηλώσεων, έστηναν οδοφράγματα, απελευθέρωναν συλληφθέντες. Στη βιομηχανία Παπαστράτου στον Πειραιά την απόλυση 500 εργατριών ακολούθησε η εκλογή επιτροπής αγώνα. Η απόπειρα της αστυνομίας να απομακρύνει τις καπνεργάτριες από το εργοστάσιο οδήγησε σε εκτεταμένες συμπλοκές μεταξύ γυναικών και αστυνομίας. Αντίστοιχα γεγονότα συνέβησαν και στον Βόλο. Μέσα από τις σελίδες του Ριζοσπάστη διαπιστώνουμε ότι τα βίαια γεγονότα της απεργίας του Μαΐου 1936 είχαν άμεσες συνέπειες για τις εργάτριες, καθώς οι λίστες των νοσηλευομένων στο νοσοκομείο περιλάμβαναν πολλά ονόματα τραυματισμένων καπνεργατριών, από πυροβολισμούς, υποκοπάνους ή λόγχες. Επιπλέον μία καπνεργάτρια έχασε τη ζωή της.
Στις μάχες του Μαΐου 1936 οι γυναίκες παρουσιάζονταν να συμμετέχουν στην πρώτη γραμμή. Ακόμα και μικρά κορίτσια υφίσταντο τη βία του κράτους, αλλά αντιστέκονταν. Σύμφωνα με τις γλαφυρές περιγραφές του Ριζοσπάστη, «τις ρίχνουν κάτω, σκίζουν τα ρούχα τους και τις χτυπούν, αλλά κι εκείνες παίρνουν θαρραλέα μέρος στη μάχη τραυματίζοντας αστυνομικούς με όποιο μέσο διαθέτουν». Συγκρούονται, συλλαμβάνονται, πρωτοστατούν στον αγώνα. Παράλληλα, μανάδες «κλαίνε και πονάνε για τα παιδιά τους που τ’ ανέθρεψαν με ένα σωρό πίκρες, για να τα δολοφονήσουν οι άτιμοι εκμεταλλευτές τους».
Αυτή η επιθετική, ως προς την υπεράσπιση των εργατικών συμφερόντων, συμπεριφορά των γυναικών δεν ήταν δεδομένο ότι θα γινόταν αποδεκτή ακόμη και από τους συναδέλφους τους, καθώς ξέφευγε από τον «παραδοσιακό τους ρόλο» (ας μην ξεχνάμε ότι η καταπίεση της γυναίκας ήταν συστηματική και διαταξική). Ωστόσο σε αυτή την περίπτωση θεωρήθηκε ότι συνέπλεε με τις γενικές επιδιώξεις των εργαζομένων και γι’ αυτό έχαιρε νομιμοποίησης από τον ανδρικό εργατικό πληθυσμό. Ο αγώνας των γυναικών ενάντια στις άθλιες συνθήκες εργασίας επικροτήθηκε γιατί «ήταν αγώνας της τάξης τους», ενώ η μαχητική παρουσία τους αποτελούσε ένδειξη ταξικής συνειδητοποίησης και μέσο ένταξής τους στην κοινή εργατική πάλη: «30.000 δουλευτάδες του καπνού, οι καπνεργάτες και οι καπνεργάτριες, μετριούνται με μερικές δεκάδες χρυσοκανθάρους, τους καπνεμπόρους» έγραφε ο Ριζοσπάστης.

Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2016

Η Ελλάδα και η οικονομική κρίση του Μεσοπολέμου

Αποτέλεσμα εικόνας για η ελλάδα και η οικονομική κρίση του μεσοπολέμου pdfΣτο τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα ήταν πολλοί εκείνοι που, με βάση τις επιδόσεις και τους δείκτες, περίμεναν την κατάρρευση του ελληνικού οικονομικού οικοδομήματος. Θα ήταν όμως λιγότερο ανήσυχοι, αν ήξεραν ότι η Ελλάδα τα κατάφερε σε πολύ πιο αντίξοες συνθήκες ή, μάλλον, στην πλέον δύσκολη, εκείνη της μεγάλης κρίσης, του κραχ, του Μεσοπολέμου. Λες και την κατάλληλη στιγμή εμφανίζεται ο «θεός της Ελλάδας», αλλά στη συνέχεια συνηθίζει να μας εγκαταλείπει και χάνεται. Αυτόν το θεό μού δίνει την εντύπωση ότι ψάχνει να βρει ο συγγραφέας στην ενδιαφέρουσα πραγματεία του. Για να το πετύχει, ξεδιπλώνει όλες τις πτυχές του προβλήματος και, ύστερα από ενδελεχή αρχειακή μελέτη τραπεζικών εκθέσεων, εκδόσεων οργανισμών και ιδρυμάτων, αλλά και του οικονομικού Τύπου και εφημερίδων της εποχής, φέρνει στο φως πλούτο πληροφοριών, προσκομίζοντας άφθονο και δυσεύρετο πρωτογενές υλικό. Καταπώς λέγει ο ίδιος, θέλει να προσεγγίσει το θέμα εφαρμόζοντας τη συμβουλή του Νίκου Σβορώνου προς τους ιστορικούς: Να πάψουν να θεωρούν τον «ξένο δάκτυλο» πανάκεια για την ερμηνεία όλων των δεινών μας, και αντ αυτού να εμβαθύνουν στο θέμα της αλληλεπίδρασης των εγχώριων πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών δυνάμεων.

Κατά την πραγμάτευση του θέματος, ο Μαζάουερ αναφέρεται αρχικά στην κληρονομιά των πολέμων 1912-1922 και στις επελθούσες εδαφικές και δημογραφικές μεταβολές, καθώς και στις τάσεις που επικρατούσαν στο δίπολο: γεωργία - βιομηχανία, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στο θέμα της αγροτικής μεταρρύθμισης, δηλαδή της απαλλοτρίωσης των τσιφλικιών για την αποκατάσταση των ακτημόνων γεωργών, μετά την ψήφιση του νόμου 1072 του 1917, που αποτελεί το τολμηρότερο νομοθέτημα της νεότερης Ελλάδας. Στη συνέχεια, σχολιάζει την κρίση κατά την περίοδο αιχμής 1929-1932, με την εμπορική στασιμότητα και την πολιτική οικονομία του καπνού, από τη μια μεριά, και τη μάχη της δραχμής και τον «κανόνα του χρυσού», από την άλλη. Περαιτέρω, ο συγγραφέας αναφέρεται στην ανταπόκριση του κράτους στην κρίση την περίοδο 1932-1936, με την υποτίμηση και τη στάση πληρωμών, το νέο εμπορικό καθεστώς και την ανάκαμψη της γεωργίας και της βιομηχανίας. Τέλος, δίνει ιδιαίτερη έμφαση στις οικονομικές όψεις της πολιτικής κατάρρευσης οδεύοντας προς τη δικτατορία του Μεταξά.

Ο Μαρκ Μαζάουερ, καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, που δίδαξε και στα Πανεπιστήμια Σάσεξ και Πρίνστον, αναφέρει ότι το βιβλίο του προέρχεται από τη διδακτορική του διατριβή στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης (1987) με τίτλο: «Towards autarchy: The recovery from crisis in Greece: 1929-36» («Προς την Αυταρχία: Η ανάκαμψη από την κρίση στην Ελλάδα: 1929-1936»). Αν, όπου Autarchy (αυταρχία) έβαζε κανείς την ομόηχη της λέξη στην αγγλική: Autarky (αυτάρκεια), δεν νομίζω ότι θα αφίστατο από την πραγματικότητα, μια και η αυτάρκεια αποτελεί κεντρική συνιστώσα ή, καλύτερα, κομβικό σημείο στην ανάπτυξη του θέματος.

Μάλιστα το θέμα της αυτάρκειας αποτέλεσε κύριο σημείο τριβής μεταξύ των φιλελευθέρων Βενιζελικών (υπέρ) και των συντηρητικών Λαϊκών (κατά). Ο Μαζάουερ, επιχειρηματολογώντας, εξηγεί «πώς» και «γιατί» η Ελλάδα αναγκάστηκε, λόγω της κρίσης, να πάψει να στηρίζεται στις αγροτικές εξαγωγές, στα εμβάσματα και στα δάνεια και να στραφεί σε μια πολιτική αυτάρκους ανάπτυξης θεμελιωμένη σε εγχώριους πόρους. Παρατηρήθηκε τότε, σύμφωνα με το ρητό «ουδέν κακόν αμιγές καλού», ότι η κατάρρευση της διεθνούς οικονομίας έφερε την Ελλάδα σε θέση μικρότερης οικονομικής εξάρτησης από τον έξω κόσμο, συγκριτικά με ό,τι ίσχυε πριν.

Παρ όλα αυτά, δεν απέφυγε τη δικτατορία, αλλά αυτό δεν οφειλόταν τόσο σε οικονομικά αίτια, αλλά, όπως λέει και ο συγγραφέας, ο τότε κοινοβουλευτισμός δεν κατόρθωσε να προσαρμοστεί στις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας, αφήνοντάς τη διαιρεμένη και απαισιόδοξη.

Ο συγγραφέας στο βιβλίο του επιχειρεί μία πολυπαραγοντική ανάλυση στο ζήτημα της αυτάρκειας της χώρας και μεταξύ γεωργίας και βιομηχανίας δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στο θέμα της γεωργίας. Ούτως ή άλλως, δεν υπάρχει γεωργική δραστηριότητα στερούμενη του στοιχείου της οικονομικότητας. Επιπλέον, μέσα στον ορυμαγδό από τον απόηχο της Μικρασιατικής Καταστροφής και το κραχ, σε μια χώρα με κυρίαρχο το γεωργικό χαρακτήρα, σαν σχήμα οξύμωρο, παρατηρείται έντονη δημιουργική δραστηριότητα στον γεωργικό τομέα. Σε συνέχεια της ίδρυσης ξεχωριστού υπουργείου Γεωργίας το 1917, της Ανωτάτης Γεωπονικής Σχολής Αθηνών το 1920, ιδρύονται Αγροτική Τράπεζα Ελλάδος (ΑΤΕ) το 1929, ερευνητικά ιδρύματα, συνεταιρισμοί, οργανισμοί συγκέντρωσης και διαχείρισης γεωργικών προϊόντων, εκτελούνται μεγάλα εγγειοβελτιωτικά έργα με επέκταση της μηχανικής καλλιέργειας, λύνεται το χρονίζον αγροτικό ζήτημα με τη διανομή της γης και την αποκατάσταση των ακτημόνων και προσφύγων και τίθενται οι βάσεις για την αντιμετώπιση του σιτικού.

Είναι ακριβώς αυτό το τελευταίο, το «σιτικό», η «σιτάρκεια», δηλαδή η αυτάρκεια της χώρας σε στάρι, που αναδεικνύει ως ένα από τα κορυφαία θέματα στο βιβλίο του ο Μαζάουερ. Κι επειδή είναι μελετητής οξυδερκής, κατανοεί ότι, ενώ η επιλογή της σιτάρκειας ως στόχου είναι πράξη πολιτική, η επίτευξη του στόχου αυτού είναι διαδικασία κυρίως τεχνική, διότι πλην της απόδοσης νέων εκτάσεων στη σιτοκαλλιέργεια εις βάρος άλλων καλιεργειών, αναγκαιούσε και την εξεύρεση νέων, πιο αποδοτικών ποικιλιών σταριού. Ετσι, ο Μαζάουερ φωτίζει το debate μεταξύ δύο παρατάξεων γνωστών γεωπόνων της εποχής, οδηγούμενων από τον Ιωάννη Παπαδάκη και Γεώργιο Κυριακό, οι οποίοι τοποθετήθηκαν «υπέρ» και «κατά» της σιτάρκειας, αντίστοιχα.

Ομως, ο Μαζάουερ, κατά τη γνώμη μου, υπερέβη τα εσκαμμένα όταν, σχολιάζοντας τη σύνθεση της κυβέρνησης δικτατορίας Μεταξά, αξιολογεί τεχνικά τον Κυριακό, κρίνοντας ότι: «Ο Γεώργιος Κυριακός, ένας μάλλον μέτριος και συντηρητικός γεωπόνος, διορίστηκε υπουργός Γεωργίας, με σύμβουλο τον παρισινής παιδείας νεαρό πανεπιστημιακό καθηγητή Μπάμπη Αλιβιζάτο». Ενόμισα αρχικά ότι η λέξη «μέτριος» επρόκειτο περί μεταφραστικού λάθους. Ετσι, ανέτρεξα στο αγγλικό πρωτότυπο, για να διαπιστώσω ότι, με τη λέξη undistinguished, ο γεωπόνος Γεώργιος Κυριακός αδικείται και από τους δύο, συγγραφέα και μεταφραστή. Ο Κυριακός ήταν ιδιαίτερα διακεκριμένος γεωπόνος. Οχι μόνο επειδή ήταν από το 1943 τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, αλλά γιατί υπήρξε ακάματος εργάτης της γεωπονίας με έξοχη συμβολή στην ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας της χώρας μας.

Το ότι αντετέθη στον Παπαδάκη στο θέμα της σιτάρκειας, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι η επιχειρηματολογία του ήταν ανερμάτιστη και εστερείτο βάσεως. Απλώς πίστευε ότι η μονοκαλλιέργεια του σίτου θα ήταν εις βάρος των εξαγώγιμων προϊόντων (καπνού, σταφίδας), αλλά και της κτηνοτροφίας, με τον περιορισμό της καλλιέργειας των άλλων δημητριακών που χρησιμοποιούνται ως ζωοτροφές, όπως αραβόσιτος, κριθή κ.λπ., γεγονός που τον αδικαίωσε μερικώς με την παρατηρηθείσα υστέρηση παράλληλης ανάπτυξης της ελληνικής κτηνοτροφίας, πράγμα στο οποίο αναφέρεται ακροθιγώς στο βιβλίο του ο συγγραφέας.

Τα γεωργικά προβλήματα είναι συνήθως πολύ πιο σύνθετα από όσο κατ αρχήν νομίζουμε. Αυτό βέβαια ανεξάρτητα από το ότι, ορθά και συνετά, δόθηκε προτεραιότητα στην επίλυση του σιτικού, του μεγαλύτερου προβλήματος της γεωργικής ιστορίας του τόπου μας. Η σιτάρκεια συνιστά μείζον θέμα οικονομικής σημασίας αλλά και εθνικής στρατηγικής, που εστέφθη από επιτυχία, κάτω από τις προσπάθειες του πρωτοπόρου, επιστήμονος μεγάλου διαμετρήματος και παγκόσμιου βεληνεκούς και κύρους, Ιωάννη Παπαδάκη. Ούτε η συμμετοχή του Κυριακού στην κυβέρνηση Μεταξά ξενίζει ιδιαίτερα, αφού, όπως υπογραμμίζει ο Μαζάουερ: «Παρόμοιες συσπειρώσεις ειδικών και πανεπιστημιακών συναντούμε και σε άλλα αυταρχικά καθεστώτα της εποχής», γεγονός βέβαια που δεν νομιμοποιεί τη δικτατορία του 36, αλλά τη διαφοροποιεί από εκείνη του 67.

Εκείνο που θα μπορούσε κανείς να καταλογίσει ως λάθος, και μάλιστα μεγάλο λάθος, στον Γεώργιο Κυριακό, το οποίο συνέβη το 1937, ήταν ότι εσύρθη, ως υπουργός Γεωργίας, να καλύψει και να δικαιολογήσει διοικητικά τη διάλυση της ΑΓΣΑ και τη μεταφορά και ενσωμάτωσή της στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Και αυτά έγιναν γιατί δεν εξελέγη καθηγητής στην ΑΓΣΑ ο προστατευόμενος και συντοπίτης του Μεταξά από την Κεφαλονιά Μπάμπης Αλιβιζάτος, ένας πρώην σοσιαλιστής με λαμπρές νομικές, πολιτικές και οικονομικές σπουδές, που με τις μελέτες του έδωσε στήριξη στις γεωργικές μεταρρυθμίσεις, όταν αυτές εβάλλοντο από το σύνολο του Τύπου της εποχής και τους τσιφλικάδες των οποίων τα κτήματα απαλλοτριώθηκαν. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Η μετάφραση του κειμένου, ενός δύσκολου πράγματι υλικού που εμπλέκει αρκετά γνωστικά αντικείμενα, είναι άρτια, με ρέοντα λόγο. Το ότι ο Επαμεινώνδας Σ. Κυπριάδης εμφανίζεται, τόσο στο κείμενο όσο και στη βιβλιογραφία, ως Σ. Κυπριάδης, οφείλεται σε λάθος που παρεισέφρησε στο αγγλικό πρωτότυπο. Ομως, η απόδοση της ονομασίας της υπηρεσίας που διηύθυνε ο Ιωάννης Παπαδάκης στη Θεσσαλονίκη, από «Σταθμό Καλλιτερεύσεως Φυτών» (Ινστιτούτο μετά το 1931), μέσω του «Crop Improvement Centre» του αγγλικού κειμένου, σε «Κέντρο Βελτίωσης Εσοδείων» θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί. Δεν δικαιούμαστε, έστω κι αν παραμένουμε μέσα στο «πνεύμα», να παραποιούμε το «γράμμα» της ονομασίας ενός ιδρύματος, όταν μάλιστα αυτό πρόκειται για ένα ιστορικό ίδρυμα με κορυφαία συμβολή στην επίλυση του σιτικού προβλήματος της χώρας.

Ο Μαρκ Μαζάουερ έγραψε ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο. Μια σημαντική μελέτη για την Ελλάδα στην εποχή του Μεσοπολέμου. Μία σπουδαία συμβολή στην ιστοριογραφία της σύγχρονης Ελλάδας για την κατανόηση των σχέσεων των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών φαινομένων και διαδικασιών. Ακόμη μια επιτυχής επιλογή και προσφορά του ΜΙΕΤ στο αναγνωστικό κοινό. Τροφή σκέψης για όλους, κυρίως τους νέους μελετητές.


ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΖΩΙΟΠΟΥΛΟΣ (αναπληρωτής καθηγητής)

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 07/02/2003

Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2015

Επιστήμονες του Μεσοπολέμου: Ο άγνωστος κύκλος του τριάντα

του Γιώργου Βλαχάκη //

Το ιστορικό κτίριο του Χημείου στην οδό Σόλωνος στο κέντρο της Αθήνας . Την εποχή  των διαλέξεων του "Κύκλου του Τριάντα" ήταν ήδη τριώροφο και συγκέντρωνε την αφρόκρεμα των θετικών επιστημόνων.
Το ιστορικό κτίριο του Χημείου στην οδό Σόλωνος στο κέντρο της Αθήνας . Την εποχή  των διαλέξεων του «Κύκλου του Τριάντα» ήταν ήδη τριώροφο και συγκέντρωνε την αφρόκρεμα των θετικών επιστημόνων.
Από διάσπαρτες μελέτες, ανακοινώσεις σε συνέδρια και σχετικά δημοσιεύματα, έχει διαφανεί η ύπαρξη μιας δραστήριας, αν και σχετικά ολιγάριθμης επιστημονικής κοινότητας στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου. Πρόκειται για μια εποχή επίπλαστης εν πολλοίς, αλλά ηχηρής αισιοδοξίας στους κόλπους μιας αστικής τάξης, που θεωρεί πλέον ότι η θέση της στον κοινωνικό ιστό έχει εδραιωθεί και αναζητά την παρουσία της όχι στις παρυφές, αλλά στην κεντρική σκηνή των όσων διαδραματίζονται, είτε στον οικονομικό είτε στον πολιτισμικό χώρο.
Η επιστημονική ελίτ της εποχής, ως μία από τα πλέον ζωντανές και πολλά υποσχόμενες συνιστώσες της αστικής τάξης, επιζητεί με τη σειρά της να κάνει γνωστή την παρουσία της και να γίνει εμφανής η επιρροή της στο κοινωνικό γίγνεσθαι.
Επιλέγει για το λόγο αυτό να υποβαθμίσει σε έναν βαθμό, τουλάχιστον όσον αφορά την εγχώρια εικόνα της, την παραγωγή επιστημονικών εργασιών «πρώτης γραμμής», που θα μπορούσαν να παρουσιασθούν με αξιώσεις και στον διεθνή επιστημονικό χώρο, και να επικεντρωθεί σε ένα είδος ιδιότυπης επιστημονικής εκλαΐκευσης.
Με βάση έναν κεντρικό πυρήνα, που αποτελείται κυρίως από μέλη της πανεπιστημιακής Κοινότητας, επιχειρείται να αναγνωριστεί η επιστήμη ως στοιχείο της κοινωνικής ζωής και να αναδειχτεί ο προοδευτικός της χαρακτήρας, στην κατεύθυνση της αντίληψης ότι η επιστήμη έχει σημαντικές τεχνολογικές εφαρμογές, που στοχεύουν στην άμεση βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Στην προσπάθεια αυτή, ακούσιος αρωγός είναι αναμφίβολα και η αναπτυξιακή τροχιά της Ελλάδας, παρά τις όποιες καθυστερήσεις ή και παλινδρομήσεις, τα μεγάλα έργα και οι αλλαγές που γίνονται ορατές πλέον στην καθημερινή ζωή της πόλης.
Ένα από τα μέσα που χρησιμοποιούνται προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της επιστημονικής εκλαΐκευσης είναι τα σχετικά δημοσιεύματα τόσο στον ημερήσιο όσο και στον περιοδικό Τύπο της εποχής. Παράλληλα, κάνουν αισθητή την παρουσία τους τα σχετικά φυλλάδια και οι μονογραφίες με θέματα που άπτονται πολλές φορές των σχέσεων της θρησκείας με την επιστήμη.
Ένας διαδεδομένος μύθος
Η εικόνα που περιγράψαμε για πολύ καιρό δημιούργησε μια επίπλαστη και εν πολλοίς άδικη εντύπωση για τους Έλληνες επιστήμονες του Μεσοπολέμου. Εν ολίγοις, υποστηρίχθηκε από πολλούς ότι οι Έλληνες επιστήμονες ασχολήθηκαν με θέματα ήσσονος σημασίας και με τρόπο όχι αυστηρά επιστημονικό, διότι δεν διέθεταν το επαρκές υπόβαθρο γνώσεων προκειμένου να στραφούν με σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας στην καθαρή επιστημονική έρευνα.
Μια πιο προσεκτική ανάγνωση,όμως, των δεδομένων μπορεί να συμβάλει στην ανατροπή αυτής της δυσμενούς και υποτιμητικής για την ελληνική επιστημονική κοινότητα άποψης. Εάν διατρέξει κανείς τα βιογραφικά σημειώματα των περισσοτέρων απ’ όσους στελεχώνουν τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της εποχής στο χώρο των φυσικών επιστημών, εύκολα διαπιστώνει ότι οι σπουδές τους είναι κοντά σε αναγνωρισμένους επιστήμονες της Κεντρικής Ευρώπης και τα διδακτορικά τους απονέμονται για εργασίες οι οποίες χαρακτηρίζονται τόσο για την πρωτοτυπία τους όσο και για το επιστημονικό τους περιεχόμενο. Επομένως, υποστηρίζουμε ότι κάθε άλλο παρά «χρυσές μετριότητες» μπορούν να θεωρηθούν οι Έλληνες επιστήμονες του μεσοπολέμου.
Άλλωστε η ιστορική έρευνα αποδεικνύει πως διατηρούν σε προσωπικό επίπεδο επαφές με τους κορυφαίους επιστήμονες εκείνης της εποχής και ότι είναι σχεδόν πάντα πλήρως ενημερωμένοι για τη σύγχρονη βιβλιογραφία σε θέματα που άπτονται των ερευνητικών τους ενδιαφερόντων.
Επιστήμη για όλους
amfitheatroΓια να χρησιμοποιήσουμε μια κάπως γλαφυρή μεταφορά, θα μπορούσε κανείς να παρομοιάσει την τάση των επιστημόνων του Μεσοπολέμου προς την επιστημονική εκλαΐκευση με μια προσπάθεια να μετατρέψουν σε θάλασσα γονιμότητας την έρημο, που συναντούν, όσον αφορά το ευρύτερο ενδιαφέρον για τα επιστημονικά πράγματα, ερχόμενοι στην ούτως ή άλλως σκονισμένη και άνυδρη Αθήνα, μετά την παραμονή τους σε εντελώς διαφορετικό περιβάλλον κατά τη διάρκεια των σπουδών τους στις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης και ιδιαίτερα στον γερμανόφωνο χώρο. Πρόκειται,λοιπόν, για ένα άτυπο μεν, υφιστάμενο δε με συγκεκριμένους στόχους ρεύμα που θα μπορούσε να το ονομάσει κανείς «Επιστήμη για όλους».
Παράλληλα, αναζητούν και ένα ακροατήριο στο οποίο θα μπορούσαν να εκθέσουν τις απόψεις τους για θέματα της τρέχουσας επιστημονικής επικαιρότητας, για θέματα που τους απασχολούν προσωπικά στο πλαίσιο των ερευνητικών τους αναζητήσεων και να προκαλέσουν γόνιμες συζητήσεις και ανταλλαγή απόψεων. Επιζητούν,δηλαδή, μια «συναδελφική γνώμη» από επιστήμονες,που θεωρούν ισάξιους συνομιλητές, μια ανάγκη που είναι αυθύπαρκτη σε κάθε επιστήμονα, και προφανώς δεν μπορούν να καλυφθούν σε αυτό το θέμα από τα ακροατήρια των μεγάλων αιθουσών του Παρνασσού και των άλλων αντίστοιχων χώρων επιστημονικής εκλαΐκευσης της εποχής.
1920Με βάση αυτή τη λογική φαίνεται ότι η μικρή, αλλά δυναμική επιστημονική κοινότητα της εποχής δημιουργεί έναν άτυπο κύκλο, που ονομάζουμε «Κύκλο του Τριάντα», ο οποίος υλοποιείται πέραν των άλλων με τακτικές συναντήσεις και ομιλίες. Πρόκειται για ομάδα περίπου τριάντα επιστημόνων (επομένως θα μπορούσε να ονομαστεί και «κύκλος των τριάντα») που πραγματοποιούν τακτικές συγκεντρώσεις στο χώρο του Χημείου από το 1932 έως το 1938 με συχνότητα περίπου μία φορά την εβδομάδα από τον Νοέμβριο μέχρι και τον Μάιο κάθε χρόνου.
Τα κολόκβια μιας γενιάς πρωτοπόρων
Πρωτεργάτης του «Κύκλου του Τριάντα» και των συναντήσεων , που έμειναν στη συλλογική μνήμη της ακαδημαϊκής κοινότητας ως κολόκβια (colloquia), θεωρείται ο νέος τότε καθηγητής της φυσικοχημείας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Γεώργιος Καραγκούνης (1).
Διαπιστώνουμε ήδη από τη χρονική διάρκεια του εγχειρήματος, έξι συνεχή χρόνια (1932- 1938), πως ο κύκλος του τριάντα είχε μια δυναμική, η οποία ξεπερνά διάφορες ανάλογες προσπάθειες, φιλόδοξες μεν αλλά θνησιγενείς, που ενίοτε επιχειρούν κάποιοι στο όραμα της συγκρότησης συλλογικοτήτων στο ελληνικό επιστημονικό περιβάλλον.
Γεώργιος Καραγκούνης
Γεώργιος Καραγκούνης

Ο ίδιος ο Καραγκούνης, αναφερόμενος στους στόχους αυτής της πρωτοβουλίας, σημειώνει ότι σκοπός ήταν να οργανώσει «σειράν επιστημονικών ομιλιών εις τας οποίας θα συνεζητούντο αι τελευταίαι δημοσιευόμεναι εργασίαι των κλάδων αυτών, φρονούσα ότι κατ’ αυτόν τον τρόπον θα συνέβαλλεν εις την ανάπτυξιν της καθαρώς επιστημονικής σκέψεως και εις την προώθησιν της ερεύνης».
Στην κατακλείδα της προηγούμενης πρότασης διαπιστώνει κανείς την καθαρότητα με την οποία περιγράφεται η διασύνδεση του επιστημονικού στοχασμού με την επιστημονική έρευνα, σε μια εποχή που εν πολλοίς και τα δύο βρίσκονταν σε εμβρυακή μορφή στον ελληνικό χώρο.
Η επιτυχία του Καραγκούνη φυσικά έγκειται και στο ότι κατόρθωσε να μετατρέψει μια ενδιαφέρουσα και ίσως για πολλούς ρομαντική και ανεφάρμοστη ιδέα, μια ουτοπική σύλληψη για πολλούς, σε μια υφιστάμενη και επιτυχημένη πραγματικότητα.
Στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Χημικά Χρονικά, το οποίο εκείνη την εποχή φιλοδοξούσε να θεωρηθεί εφάμιλλο των αντίστοιχων ευρωπαϊκών, διαβάζουμε:
«Αι υπό του καθηγητού της Φυσικής Χημείας εν τω Πανεπιστημίω Αθηνών κ. Γ. Καραγκούνη από τετραετίας οργανούμεναι ομιλίαι επί θεμάτων εκ της Χημείας και της Φυσικής θα συνεχισθούν και κατά την εφετινήν χειμερινήν περίοδον εν τω μικρώ αμφιθεάτρω του Χημείου (Σόλωνος 103) εκάστην Τετάρτην 6 μ.μ. Αι διαλέξεις αύται εκτεινόμεναι συνήθως επί θεμάτων εξαιρετικής επικαιρότητος, εκίνησαν πάντοτε ζωηρόν το ενδιαφέρον τών με τας θετικάς επιστήμας ασχολουμένων, ώστε ν’ αποτελέσουν μίαν από τις σημαντικότερες πνευματικές εκδηλώσεις του τόπου. Η σειρά των ομιλητών και τα θέματα άτινα θα αναπτυχθούν κατά την εφετινήν περίοδον δεν ωρίσθησαν εισέτι, ελπίζεται πάντως ότι η πρώτη ομιλία θα δοθή αρχομένου του Νοεμβρίου».
Ονόματα με εκτόπισμα
Όπως προκύπτει εύκολα ακόμα και από την απλή ανάγνωση του πίνακα των ομιλητών, σε αυτούς συγκαταλέγονται ουσιαστικά όλοι όσοι αποτελούν την «επιστημονική πρωτοπορία» εκείνης της εποχής.
Κωνσταντίνος Ζέγγελης
Κωνσταντίνος Ζέγγελης

Ανάμεσα σε αυτούς που στηρίζουν το θεσμό με αρκετά μεγάλο αριθμό ανακοινώσεων είναι ο Κωνσταντίνος Ζέγγελης, καθηγητής της ανόργανης χημείας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας (2). Ο Ζέγγελης θεωρείται διάδοχος του θεμελιωτή της χημείας στο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος Αναστάσιου Χρηστομάνου. Πρόκειται για μια πολυσχιδή προσωπικότητα με έργο. που ξεκινάει από τις καθαρά επιστημονικές μελέτες, οι οποίες μάλιστα δημοσιεύονται σε επιφανή διεθνή επιστημονικά περιοδικά, και φτάνει στην αναζήτηση επιστημονικών στοιχείων στα ομηρικά έπη, πλαισιώνοντας με τον τρόπο αυτό τον Μιχαήλ Στεφανίδη (3) σε ό,τι σήμερα ονομάζεται «Επιστήμη και Λογοτεχνία».
Η περίπτωση μάλιστα του Ζέγγελη έχει μια ιδιαίτερη σημασία γιατί αρθρογράφησε και στο μαχητικό επιστημονικό περιοδικό της εποχής Προμηθεύς ενώ αργότερα στην περίφημη διαμάχη υλιστών-ιδεαλιστών, που έλαβε χώρα εκείνη την εποχή, μπόρεσε να αποφύγει τις σφοδρές επιθέσεις στο πρόσωπό του από τους κύκλους των χριστιανών επιστημόνων που πρόβαλλαν τις θέσεις τους μέσω του περιοδικού Ακτίνες .
Στις συζητήσεις συμβάλει με μια ανακοίνωσή του και ο τότε καθηγητής της οργανικής χημείας στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης Λεωνίδας Ζέρβας, ένας από τους ολιγάριθμους Έλληνες επιστήμονες, που αναγνωρίστηκαν διεθνώς, και ο μοναδικός από τη σύγχρονη Ελλάδα που το όνομά του έχει περιληφθεί στο σημαντικό Dictionary of Scientific Biography.
Πολλαπλές προσεγγίσεις
Μιχαήλ Στεφανίδης
Μιχαήλ Στεφανίδης

Μια πιο προσεκτική ματιά στους τίτλους των ανακοινώσεων μας πείθει ότι αυτές μπορούν να διαχωριστούν σε δύο μεγάλες κατηγορίες. Η πρώτη περιλαμβάνει αμιγώς επιστημονικά θέματα και η δεύτερη τις παρουσιάσεις που διακρίνονται για την ιστορικοφιλοσοφική τους προσέγγιση. Ωστόσο, είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι ανεξάρτητα από την κατηγορία στην οποία θα μπορούσαν να ενταχθούν δημοσιεύονται συνήθως στα κατεξοχήν επιστημονικά περιοδικά της εποχής στον ελληνικό χώρο, δηλαδή το Δελτίο των Φυσικών Επιστημών και τα Χημικά Χρονικά. Αρκετές από τις ανακοινώσεις στις συναντήσεις αυτές δημοσιεύονται και σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά, όπως το Zeitschrift fur Physickalische Chemie.
Στον κατάλογο των ομιλητών εντοπίζουμε ακόμα ορισμένα ονόματα που αργότερα θα δεσπόσουν με την παρουσία τους είτε στον διεθνή είτε στον ελληνικό πανεπιστημιακό χώρο και εκείνη την εποχή κάνουν τα πρώτα τους βήματα ως υφηγητές στο Πανεπιστήμιο ή το Πολυτεχνείο.
Ο Αχιλλέας Παπαπέτρου, που αργότερα θα αναγνωριστεί ως ένας από τους κορυφαίους επιστήμονες οι οποίοι μελετούν θεμελιώδη προβλήματα της θεωρίας της σχετικότητας, είναι ένας από αυτούς.
Επίσης, στην ομάδα αυτή περιλαμβάνεται ο Καίσαρ Αλεξόπουλος, μετέπειτα καθηγητής της γενικής φυσικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και «πατριάρχης» μιας ολόκληρης γενιάς φυσικών, που ανδρώθηκε επιστημονικά κάτω από τη διδασκαλία του μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αλλά και ο Θ. Κουγιουμτζέλης, στον οποίο οφείλεται κατά ένα μεγάλο μέρος η ανάπτυξη της ατομικής φυσικής στη χώρα μας.
Το γεγονός ότι γίνονται δεκτοί ως ισότιμοι ομιλητές, με τους ήδη «καταξιωμένους» καθηγητές, σε μια περίοδο, που οι ρόλοι ήταν σαφώς διακριτοί και η ιεραρχία εξαιρετικά αυστηρή, αποτελεί μια σαφή ένδειξη για την επιστημονική τους επάρκεια.
Και οι τρεις επιλέγουν να μιλήσουν για θέματα, που προαναγγέλλουν τα επιστημονικά αντικείμενα με τα οποία θα ασχοληθούν συστηματικά στη συνέχεια. Ο Κουγιουμτζέλης παρουσιάζει μέρος από τη διδακτορική του διατριβή για το φαινόμενο Raman και αναλύει το φαινόμενο Compton και ο Παπαπέτρου αναφέρεται στη στατιστική μηχανική, το κρυσταλλικό πλέγμα και την αγωγιμότητα των μετάλλων.
Ο Καίσαρ Αλεξόπουλος μαζί με συνεργάτες του. Νεαρός συμμετείχει στις συζητήσεις του "Κύκλου του Τριάντα". Μια από τις διαλέξεις του εκεί είχε αντικείμενο την τηλεόραση.
Ο Καίσαρ Αλεξόπουλος μαζί με συνεργάτες του. Νεαρός συμμετείχει στις συζητήσεις του «Κύκλου του Τριάντα». Μια από τις διαλέξεις του εκεί είχε αντικείμενο την τηλεόραση.

Εντυπωσιάζει η επιλογή του Καίσαρα Αλεξόπουλου να επιλέξει ως ένα από τα θέματα των ομιλιών του την τηλεόραση. Μια εποχή κατά την οποία αυτή παίρνει μια μορφή, που την κάνει πρακτικά εφαρμόσιμη και πολύ πριν υπάρξει ως τεχνολογική καινοτομία.
Όπως σημειώθηκε εξαρχής, ένα μεγάλο μέρος των ομιλητών δεν ανήκε στον πανεπιστημιακό χώρο, αλλά ήταν υψηλόβαθμα στελέχη της δημόσιας διοίκησης. Πρόκειται για τους Λ. Γαλάνη, τεχνικό σύμβουλο του Χημείου του Ναυστάθμου, Κ. Δόσιο, τ. διευθυντή του Γενικού Χημείου του Κράτους, Γ. Δρίκο, χημικό στο Ινστιτούτο ΑΕΕΧΠΛ, Μ. Περτέση, διευθυντή του Χημικού Εργαστηρίου του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, Γ. Σπηλιωτόπουλο, διευθυντή της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού, Θ. Τσατσά, διευθυντή του Πυριτιδοποιείου, και Α. Τσιριμώκο, ηλεκτρολόγο-μηχανικό ΕΑΠ.
Το γεγονός αυτό αποδεικνύει, για μια ακόμα φορά, την υπαρκτή και μάλιστα σε υψηλό επίπεδο σχέση μεταξύ του Πανεπιστημίου και της κρατικής μηχανής, μια σχέση που ανιχνεύεται ήδη από τον 19ο αιώνα και φαίνεται να εκτείνεται, τουλάχιστον, μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με τον τρόπο αυτό, όπως π.χ. στην περίπτωση της Ελληνικής Θαλασσογραφικής Επιτροπής .
Μια ειδική αναφορά οφείλεται κατά την άποψή μας και στη μοναδική γυναίκα ομιλήτρια τους κόλπους του άτυπου αυτού ομίλου. Πρόκειται για την Έλλη Αγαλίδου, η οποία ήταν απόφοιτη του Φυσικού Τμήματος και προφανώς καλή φοιτήτρια του Γ. Καραγκούνη, καθώς η ανακοίνωσή της με τίτλο « Παρα-υδρογόνον και ελεύθεραι ρίζαι» δημοσιεύεται στο Zeitschrift fur Physikalische Chemie. Ωστόσο, η παρουσία της στην ελληνική επιστημονική ζωή μοιάζει να μένει χωρίς συνέχεια, αφού μεταβαίνει στη Γερμανία όπου και ζει μέχρι το θάνατό της (4) .
Προετοίμασαν το άλμα
Παναγιώτης Ζερβός
Παναγιώτης Ζερβός

Είθισται στον επίλογο μιας εργασίας να καταγράφονται συνοπτικά τα συμπεράσματα που προκύπτουν απ’ αυτή. Ενδεχομένως, όμως, να έχουν περισσότερη αξία κάποιες φορές όχι οι βεβαιότητες, που προκύπτουν, αλλά τα νέα ερωτήματα, που αναδεικνύονται. Η παρουσίαση του «Κύκλου του Τριάντα», μια βεβαιότητα, προκαλεί εύλογα νέα ερευνητικά ζητούμενα, που άπτονται τόσο της δράσης των Ελλήνων επιστημόνων στην προπολεμική περίοδο, όσο και της μεταξύ τους σχέσης, καθώς και της σχέσης τους με την ευρύτερη κοινωνία.
Διαφαίνεται ότι για μια γενιά επιστημόνων που ήδη είχε καταξιωθεί στην ελληνική κοινωνία μέσα από το επίχρισμα της πανεπιστημιακής έδρας, θέση με αναμφισβήτητο κύρος ακόμα και σε χώρες με μεγάλη παράδοση στα γράμματα και τις επιστήμες, η αποδοχή από το «επαρχιωτικό» περιβάλλον της αθηναϊκής μητρόπολης είναι αρκετή. Και για το λόγο αυτό, ενώ οι περισσότεροι καθηγητές αυτής της γενιάς έχουν ξεκινήσει με εξαιρετικές σπουδές και ελπιδοφόρες προοπτικές να πρωταγωνιστήσουν και στον διεθνή επιστημονικό χώρο, φαίνεται να μην επιχειρούν ποτέ το αποφασιστικό άλμα προς τα εμπρός. Αντίθετα η γενιά που έρχεται να τους διαδεχθεί με ενθουσιασμό και θέληση θα κάνει αυτό το άλμα, ακόμα και σε συνθήκες που κάθε άλλο παρά ευοίωνες είναι, κυρίως με τη λήξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Θεωρούμε, λοιπόν, τον «Κύκλο του Τριάντα» εκείνη την καμπή, εκείνο το σημείο συνάντησης, όπου η πρώτη γενιά στην οποία αναφερθήκαμε, όχι απαραίτητα με λόγια, αλλά κυρίως με τη στάση και το παράδειγμά της, συνομιλεί με τη δεύτερη και την καθοδηγεί προς την απόφαση να μην συνεχίσει την ίδια στάση.
Από την άποψη αυτή μπορεί κανείς εύκολα να αντιληφθεί γιατί η περίπτωση του «Κύκλου του Τριάντα» αξίζει μια ιδιαίτερη αναφορά στην ιστορία της επιστήμης στην Ελλάδα.
.
* Το άρθρο γράφτηκε από τον Γ. Βλαχάκη κατά την παραμονή του στο Max-Planck Institute for the History of Science ως visiting scholar στο πλαίσιο του προγράμματος Hephaestus του ΙΝΕ/ΕΙΕ και του ΠΤΔΕ/ ΕΚΠΑ μέσω χρηματοδότησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση . Από το αρχικό κείμενο παραλείπονται εδώ οι αναλυτικές σημειώσεις – εκτός ορισμένων διευκρινιστικών- και οι βιβλιογραφικές αναφορές
.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1) Ο Γιώργος Καραγκούνης (1905-1990) υπήρξε μία από τις σημαντικές μορφές του πρώιμου 20ού αιώνα στην Ελλάδα. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του στο Gottingen και το Freiburg (19211926) εργάζεται στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου (1926-1930) και στη συνέχεια στο University College του Λονδίνου. Από το 1932 έως το 1938 υπήρξε έκτακτος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και
τακτικός από το 1938 έως το 1948. Μετά τον πόλεμο, για λόγους που αναζητούν ιστορική διερεύνηση, μεταβαίνει στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης μέχρι το 1956, και από το 1956 έως το 1968 στο Πανεπιστήμιο του Freiburg. Το 1968 επιστρέφει στην Ελλάδα και αναλαμβάνει την οργάνωση του Ινστιτούτου Φυσικοχημείας του τότε ΒΙΕ και νυν Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών.Πλήρες βιογραφικό στη διεύθυνση http://jupiter.chem.uoa.gr/pchem/lab/karagkounis.html
2) Για τη ζωή και το έργο του Κ. Ζέγγελη βλ. Από την Ζωήν και την Φύσιν, τεύχος πανηγυρικόν, Αθήνα 1931, και την ιστοσελίδα http:// Jupiter.chem.uoa.gr/pchem/lab/zengelis.html
3) Ο Μιχαήλ Στεφανίδης δημοσιεύει μεταξύ των άλλων και μια σειρά διηγημάτων που έχουν ως πηγή έμπνευσης την επιστήμη της χημείας. Αναλυτικό βιογραφικό στη http://jupiter.chem.uoa.gr/pchem/lab/stefanidis.html
4) Η Ελλη Αγαλίδου υπήρξε μια ξεχωριστή προσωπικότητα. Το FRACTAL θ΄ ασχοληθεί αναλυτικά με τη ζωή κι το έργο της.

Δευτέρα 4 Μαΐου 2015

Το μοντερνιστικό ήθος του ελληνικού Μεσοπολέμου

Του Θανάση Βασιλείου


Ο ελληνικός Μεσοπόλεμος, είναι αλήθεια, έχει ιδωθεί από πολλές και συχνά αντικρουόμενες μεταξύ τους απόψεις: οικονομικές, πολιτικές, ιδεολογικές, αισθητικές. Οι πλείστες των προσεγγίσεων είτε αγνόησαν είτε υποβάθμισαν τον τρόπο που χρησιμοποιήθηκαν η επιστήμη και η τεχνολογία, προκειμένου να στηριχθούν πολιτικές, οικονομικές και, κυρίως, ιδεολογικές τοποθετήσεις. Ωστόσο, η οικειοποίηση της επιστήμης και της τεχνολογίας επηρέασε τις πολιτικές και ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ελλάδα, προκαλώντας ευρύτερες (πολιτικές, οικονομικές, ηθικές και αισθητικές) ανακατατάξεις και μετασχηματισμούς.

Νέα ξεκινήματα

Αν στο ευρύτερο ευρωπαϊκό περιβάλλον ο Μεσοπόλεμος -όπως σηματοδοτήθηκε από τη λήξη του Μεγάλου Πολέμου και τη Μεγάλη Υφεση- συνδέθηκε με την κατάρρευση της ιδεολογίας της προόδου, την αδυναμία του «συστήματος» να αυτοκυβερνηθεί και την ανάδυση των ολοκληρωτισμών (που δύσκολα θα μπορούσαν να συμβιβαστούν με τις αισιόδοξες επαγγελίες του 18ου και του 19ου αιώνα), στην Ελλάδα εκδηλώθηκε μια παράλληλη πορεία. Η εγκατάλειψη της Μεγάλης Ιδέας και οι πιέσεις της Μικρασιατικής Καταστροφής, η διάχυτη αίσθηση του τέλους μιας εποχής, η απροσδιοριστία του μέλλοντος και η ανάγκη μιας «νέας αρχής» ή «νέων ξεκινημάτων» στη βάση καινούργιων κοινωνικοπολιτικών σχεδίων ζητούσαν διεξόδους. Και κατά τη διάρκεια του ελληνικού Μεσοπολέμου, η πρόσληψη τεχνολογίας και επιστημονικής ιδεολογίας αποτέλεσε πεδίο εντάσεων, καθώς αποτυπώθηκε στα μεγάλα έργα, στη βιομηχανία, την παιδεία, την υγεία, την απασχόληση, τις θεσμικές διευθετήσεις κ.α.
ΜΕΤΕΩΡΟΣ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ // ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ, ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ
Ο Βασίλης Μπογιατζής, διδάκτωρ του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου στην Ιστορία και Φιλοσοφία των Επιστημών και της Τεχνολογίας και καθηγητής στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, στο βιβλίο του «Μετέωρος μοντερνισμός» (εκδ. Ευρασία, σελ. 494) μελετά τις ιδεολογικοπολιτικές συγκρούσεις του ελληνικού Μεσοπολέμου, φωτίζοντας τον τρόπο με τον οποίο ιδιοποιήθηκαν την τεχνολογία και το επιστημονικό ιδεώδες οι κορυφαίοι εκπρόσωποι όλων των πολιτικών τάσεων. Επικεντρώνεται στις ομιλίες, τους προβληματισμούς, τις δημόσιες θέσεις και τις επιλογές των προσωπικοτήτων της μεσοπολεμικής διαμάχης από το σύνολο του ελληνικού πολιτικού και ιδεολογικού φάσματος, με ιδιαίτερη έμφαση στα σχετικά κείμενα πολιτικών, όπως ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Ιωάννης Μεταξάς, καθώς και στις παρεμβάσεις δημόσιων διανοουμένων, όπως οι Γιώργος Θεοτοκάς, Δημήτρης Γληνός, Κωνσταντίνος Τσάτσος, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Ηλίας Ηλιού αλλά και ο Οδυσσέας Ελύτης.

Ήθος ενάντια στην παρακμή

Ολες οι ιδεολογικές τάσεις, από την ανεπιφύλακτη αποδοχή του αστικού εκσυγχρονισμού του Ελευθερίου Βενιζέλου έως την επίλυση του κοινωνικού ζητήματος μέσω του αντικοινοβουλευτισμού και του αντικομμουνισμού του μεταξικού καθεστώτος της 4ης Αυγούστου και την υπαγωγή της επιστήμης στην «εθνική ψυχή», και από τον πρώιμο ευρωπαϊσμό και τον «νέο ανθρωπισμό» του Θεοτοκά έως την κατάφαση του κομμουνιστικού ανθρωπισμού του Γληνού, επιχείρησαν να αρθούν στο ύψος της κοινωνικής περιωπής της επιστήμης και των κομιζομένων αληθειών της. Αλλοτε την αποθέωσαν κι άλλοτε διεύρυναν το πεδίο οικειοποίησής της, συνδέοντάς την με την κοινωνικο-οικονομική αναγέννηση, τη συλλογική εξυγίανση, την ικανοποίηση των αναγκών του πληθυσμού και την προσδοκώμενη ευημερία μέσα από την κοινωνική μεταμόρφωση.
Το ίδιο περίπου έγινε και με την τεχνολογία. Ολοι τους αναζήτησαν το καταλληλότερο θεσμικό και ιδεολογικό πλαίσιο υποδοχής της, ώστε να μπει τέλος στην παρακμή, να δοθεί ώθηση στην κοινωνική πρόοδο και να αποφευχθούν τυχόν κοινωνικά ανεπιθύμητες συνέπειες.

Το συμπέρασμα

Οι μελετώμενοι πολιτικοί και διανοούμενοι διέπονταν από μοντερνιστικό ήθος, έγερση κατά της παρακμής, βούληση για επεξεργασία εναλλακτικών νεωτερικών σχεδίων, αίσθηση της κρισιμότητας των περιστάσεων. Ολοι τους είχαν την πεποίθηση ότι είναι δυνατό ένα νέο ξεκίνημα στη βάση ενός νέου κοσμοειδώλου – ενός κράτους ικανού να αναλαμβάνει εκσυγχρονιστικά σχέδια και να τρέφει υγιείς κοινωνικές δυνάμεις.
Ως αντίπαλοι, δαιμονοποίησαν αλλήλους. Διεκτραγώδησαν, όμως, το παρελθόν του κοινοβουλευτισμού του 19ου αιώνα και αποτίμησαν την εποχή τους μέσα από μοτίβα αναγέννησης και λύτρωσης που θα σταθεροποιούσαν, με τα ζεύγματα «επιστήμη-αλήθεια» και «τεχνολογία-πρόοδος», τα νέα σύνολα θεσμών αλλά και τον κοινωνικό σκοπό της τεχνολογικής και επιστημονικής δραστηριότητας.
Το συμπέρασμα της μελέτης είναι ο απόηχος προσανατολισμών που ίσως λείπουν σήμερα, πραγμάτων που δεν συζητούνται, που ίσως κυοφορούνται, αλλά δεν αποκωδικοποιούνται εξαιτίας της απροσδιοριστίας του δικού μας μέλλοντος, των καταιγιστικών εξελίξεων και της πίεσης της πολύπλευρης κρίσης και, κυρίως, από την αδυναμία μας να απεμπλακούμε από τους κοινωνικοπολιτικούς όρους του 20ού σε μια συζήτηση που γίνεται για τον 21ο αιώνα.


Ο ελληνικός Μεσοπόλεμος, θεωρούμενος σε συνάρτηση με τις γενικότερες ευρωπαϊκές εξελίξεις, συστήνει μια, από κάθε άποψη, κρίσιμη περίοδο. Πρόκειται για εποχή συντριβής αλλά και εντατικής αναζήτησης νέων ιδεωδών· οξυμμένων κοινωνικών προβλημάτων, προβληματισμών και συγκρούσεων, αλλά και θέσπισης καινούργιων θεσμών για την επίλυσή τους· πολιτικής αναταραχής και οικονομικής ανάπτυξης, διαμόρφωσης νέων ιδεολογικών-καλλιτεχνικών ρευμάτων και καλλιέργειας ιδεολογικών ζυμώσεων οι οποίες επηρέασαν καθοριστικά τα όσα ακολούθησαν.
Το ζήτημα της τεχνολογικής/επιστημονικής ανάπτυξης, άμεσα συνδεδεμένο με την κοινωνικοπολιτική ανασυγκρότηση και τον νέο πολιτισμικό προσανατολισμό του ελληνικού έθνους-κράτους, ύστερα και από την εν τοις πράγμασι κατάρρευση της "Μεγάλης Ιδέας", συνέστησε έναν από τους κεντρικούς προβληματισμούς κατά τη μεταιχμιακή αυτή περίοδο. Η προβληματική δεν αφορούσε αποκλειστικά σε κύκλους "ειδημόνων"· εκφράστηκε με ιδιαίτερη ένταση και συχνότητα στον δημόσιο λόγο διακεκριμένων πολιτικών και διανοουμένων.
Με ποιους τρόπους οι αντιμαχόμενοι αυτοί "λόγοι" οικειοποιήθηκαν την "τεχνολογία"; Πως προσέλαβαν την ιδέα της "επιστήμης", προκειμένου να τεκμηριώσουν την ανωτερότητα των θέσεων, των σχεδίων και των οραμάτων τους; Πως συνέδεσαν αυτές τις οικειοποιήσεις με την υπέρβαση των συνθηκών τις οποίες χαρακτήριζαν και όριζαν ως "κρίση", αλλά και με τον "ορθό" μελλοντικό ιδεολογικό, πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό προσανατολισμό του ελληνικού έθνους-κράτους; Τέλος, τι μπορεί να συνεισφέρει στην ήδη εκτεταμένη, πολυεπίπεδη βιβλιογραφία για τον ελληνικό Μεσοπόλεμο μια μελέτη που στηρίζει την προβληματική της στα προαναφερθέντα πεδία;
Σε αυτά τα ερωτήματα επιχειρεί να απαντήσει αυτό το βιβλίο, αξιοποιώντας "εργαλεία" των Σπουδών Επιστήμης και Τεχνολογίας (ΣΕΤ) και των Σπουδών Νεωτερικότητας. Μέσα από τις σελίδες του εξετάζονται ομιλίες και κείμενα των Ελευθέριου Βενιζέλου, Ιωάννη Μεταξά, Γιώργου Θεοτοκά, Ηλία Ηλιού, Δημήτρη Γληνού, Κωνσταντίνου Τσάτσου και Παναγιώτη Κανελλόπουλου, όπως διατυπώθηκαν σε κρίσιμους καιρούς. Έτσι, αποπειράται να συνομιλήσει με μια περίοδο η οποία εποικείτο από την αίσθηση του τέλους μιας εποχής, την απροσδιοριστία του μέλλοντος και την ανάγκη "νέων ξεκινημάτων" στη βάση καινούριων κοινωνικοπολιτικών σχεδίων. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Περιεχόμενα

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Μεθοδολογικές παρατηρήσεις και θεωρητικό πλαίσιο
1. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και το ιδεώδες να γίνει η Ελλάδα "αγνώριστη"
2. Ο Ιωάννης Μεταξάς και η υπαγωγή τεχνολογίας και επιστήμης στην πίστη, τη βούληση και την "Εθνική Ψυχή"
3. Γιώργος Θεοτοκάς: από την ποιητική ουσία της τεχνολογίας και της επιστήμης στον εφιάλτη του επιστημονισμού και της "εκτός ελέγχου" τεχνολογίας
4. Η παρέμβαση του Ηλία Ηλιού: "Κουτιών εγκώμιο"
5. Τεχνολογία και επιστήμη στη διαμάχη του Δ. Γληνού με το "Αρχείον της Φιλοσοφίας και Θεωρίας των Επιστημών"
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΥΡΙΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

Πέμπτη 19 Μαρτίου 2015

Η ελληνική εθνικιστική ιδεολογία στο Μεσοπόλεμο: Όψεις διαμόρφωσης της εθνικής θεωρίας. Μέρος Β'

του Δημήτρη Χρ. Ξιφαρά

3.3 Η έκδοση τον περιοδικού "Ιδέα" (1933) και η όξυνση της διαμάχης σχετικά με το περιεχόμενο της εθνικής θεωρίας.

Ο φαινομενικά διμέτωπος αγώνας που ισχυρίζεται ότι επιχειρεί ο Θεοτοκάς, ενάντια στον κομμουνισμό και τον εθνικισμό, παίρνει πιο καθαρή μορφή όταν το Γενάρη του 1933 ιδρύει, μαζί με τον Σπύρο Μελά, το περιοδικό με τον χαρακτηριστικό τίτλο "Ιδέα", το οποίο θα εμπλακεί άμεσα και στις πολιτικές διαμάχες.
Στο πρώτο τεύχος ο εκ των συνιδρυτών Σπύρος Μελάς διατυπώνει τους στόχους του περιοδικού: "Στο φιλοσοφικό επίπεδο θα πολεμήσει τις υλιστικές και αιτιοκρατικές θεωρίες που αρνούνται την ελευθερία, την ατομικότητα, το ρόλο της θέλησης, την πίστη στις ανώτερες και πιο ευγενικές δυνάμεις του ανθρώπου και καθορίζουν την ανθρώπινη πρόοδο σαν το αποτέλεσμα της μηχανικής λειτουργίας τυφλών δυνάμεων, που ξεφεύγουν από κάθε ανθρώπινη επίδραση"40. Παράλληλα οι ιδρυτές του περιοδικού, μέσα από το παραπάνω κείμενο του Μελά, εκδηλώνουν την επιθυμία τους για αλλαγή τονίζοντας όμως ότι πρέπει "να πραγματοποιηθεί δίχως να σπάσει η συνέχεια του πολιτισμού, δίχως να θυσιάσουμε την πνευματική και ηθική κληρονομιά των αιώνων, δίχως κοινωνικές και εθνικές καταστροφές, δίχως βάρβαρες τυραννίες. Για τούτο θα χτυπήσουμε τα κηρύγματα του ταξικού μίσους και τους τυφλούς φανατισμούς, από οποιονδήποτε και αν προέρχονται. Η Ιδέα' είναι ένα όργανο του ελεύθερου πνεύματος ψηλότερα από τα κόμματα και τις κοινωνικές τάξεις και εναντίον κάθε δημοκοπίας"41.
Όλα τα παραπάνω γράφονται "επίσημα" και απευθύνονται στο αναγνωστικό κοινό. Ωστόσο οι πραγματικοί σκοποί της έκδοσης του περιοδικού φαίνεται ότι ήταν πιο συγκεκριμένοι και αφορούσαν άμεσα και την πολιτική πρακτική. Έτσι ο Θεοτοκάς στην προσωπική του αλληλογραφία με τον Γιώργο Σεφέρη δεν θα διστάσει να τονίσει ότι σκοπός της έκδοσης του περιοδικού "Ιδέα" δεν είναι άλλος από την αναχαίτιση των κομμουνιστικών και διεθνιστικών ιδεών στην Ελλάδα42.
Στο πλαίσιο αυτό στα πρώτα τεύχη της "Ιδέας" δημοσιεύεται ένα άρθρο του Σπύρου Μελά με τίτλο " Έθνος και ανθρωπότητα" το οποίο θα προκαλέσει αρκετές συζητήσεις43.
Όπως ο Θεοτοκάς στα έργα του που εξετάσαμε παραπάνω, έτσι και ο Μελάς στο συγκεκριμένο άρθρο τονίζει ότι το έθνος είναι ένα φαινόμενο πνευματικό, μια συνείδηση πνευματικής και ηθικής κληρονομιάς, έστω και αν απαρτίζεται από αλλόδοξους, μιγάδες και κρατικά αναποκατάστατους. Η εθνική συνείδηση, η εθνική παράδοση και η εθνική τέχνη είναι αδύνατον να σταθούν εμπόδιο στην τάση ενός λαού προς το καθολικό, γιατί το εθνικό γίγνεσθαι προβάλλεται στενά και οργανικά μέσα στο παγκόσμιο γίγνεσθαι της ανθρωπότητας. Ανάμεσα στα έθνη, υπογραμμίζει ο Μελάς, πρέπει να υπάρχει σχέση σύνθεσης κι όχι αντίθεσης. Όσοι τονίζουν την αντιθετική σχέση των εθνών ωθούνται από το γεγονός ότι τα εθνικά κράτη μεταχειρίζονται την εθνική συνείδηση για σκοπούς κρατικούς, έξω από την πνευματική τους φύση και έτσι δημιουργείται ο σοβινισμός και ο εθνικισμός που παραμορφώνουν τον αληθινό εθνισμό. Το ζήτημα πρέπει να ξεκαθαριστεί, ιδιαίτερα για τους Έλληνες. Ο ελληνικός εθνικισμός με τις εδαφικές του διεκδικήσεις και τις επεκτατικές του βλέψεις πέρασε πια στην ιστορία, υποστηρίζει ο Μελάς. Τώρα είναι ανάγκη να διαμορφωθούν νέοι προσανατολισμοί, περισσότερο πνευματικοί.
Ο Μελάς θα τονίσει χαρακτηριστικά:
"Στον τόπο της παλιάς ιδέας του εθνικιστικού ελληνισμού με τις αλυτρωτικές και ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις, υψώνουμε σήμερα, στ' όνομα της μεγάλης θυσίας τους, τη σημαία ενός καινούργιου πνευματικού ελληνισμού. Αυτός δε μπορεί να νοηθεί σαν άρνηση των εθνικών αξιών και της εθνικής κληρονομιάς, του ανεχτίμητου θησαυρού πούχει σωρέψει ο ελληνοχριστιανικός πολιτισμός. Δε μπορεί παρά να είναι η συνειδητοποίηση και γονιμοποίηση τους, μια καινούργια ερμηνεία, μια νέα προσαρμογή"44.
Με βάση αυτές τις θέσεις ο Μελάς θα πραγματευτεί και το ζήτημα των σχέσεων του ελληνισμού με τη Δύση. Η εθνική ιδέα δεν πρέπει να αρνηθεί να γνωρίσει βαθιά το δυτικό πολιτισμό, που προκύπτει κατευθείαν από τις ελληνικές αξίες. Έτσι λοιπόν η εθνική ιδέα πρέπει να πάρει, κατά τον Μελά, καθαρά πνευματικό περιεχόμενο υψώνοντας αντίκρυ στους εθνικισμούς "το σύμβολο του πνευματικού εθνισμού, την αποπνευματωμένη εθνικήν ιδέα"45. Το ελληνικό έθνος πρέπει να επιχειρήσει να ενταχθεί οργανικά στην πνευματική οικογένεια της Ευρώπης με την πεποίθηση ότι μπορεί να προσφέρει κάτι νέο στο πολιτισμικό της οικοδόμημα. Ο ελληνισμός δεν πρέπει να χρησιμοποιεί την εθνική κληρονομιά για να κρύβεται πίσω της αλλά σαν "μέτρο συγκριτικής αξίας και σαν αφετηρία για καινούργιες δημιουργίες"46.
Ο Μελάς προσπαθεί λοιπόν, όπως είχε κάνει λίγο νωρίτερα και ο Θεοτοκάς, να διαφοροποιηθεί εννοιολογικά. Αντιπαραθέτει στον εθνικισμό της εδαφικής επέκτασης την έννοια του "πνευματικού ελληνισμού" και στον σοβινισμό τον "πνευματικό εθνισμό", προσπαθώντας να δει το ελληνικό έθνος σε μια δυναμική σχέση προς την ευρύτερη ευρωπαϊκή κουλτούρα.
Η μελέτη των θέσεων του Θεοτοκά, του Μελά αλλά και γενικότερα των βασικών συνεργατών του περιοδικού "Ιδέα" είναι δυνατόν να μας οδηγήσει στην ιχνηλάτηση των βασικών θεωρήσεων της φιλελεύθερης διανόησης σχετικά με το περιεχόμενο της εθνικής θεωρίας. Οι οραματισμοί των διανοουμένων αυτών, από τη μια πλευρά, συνέχιζαν τον προεπαναστατικό Νεοελληνικό Διαφωτισμό δίνοντας έμφαση στη δημοκρατική ισονομία και στην ιδέα ότι η Ελλάδα σαφώς ανήκει στην Ευρώπη. Από την άλλη πλευρά δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηριχθεί ότι κηρύγματα όπως εκείνα του Θεοτοκά ή του Μελά εμπεριείχαν έντονο το στοιχείο του εθνικισμού. Πρόκειται, κατά τη γνώμη μας, για έναν ανομολόγητο εθνικισμό, ο οποίος βασιζόταν στην προσδοκία ότι ο νέος ελληνισμός μπορεί και πάλι να βρεθεί στο προσκήνιο και μάλιστα καθοδηγώντας πνευματικά την Ευρώπη. Τέτοιου είδους φιλοδοξίες έφερναν τους φιλελεύθερους διανοούμενους πιο κοντά στον εθνικισμό και εξυπηρετούσαν, αντικειμενικά, τις ανάγκες ανανέωσης του επίσημου εθνικού λόγου.
Με το να τονίζουν την "εθνική ατομικότητα" στο πολιτιστικό επίπεδο, οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι βρίσκουν έναν τρόπο για να υπογραμμίσουν την κυρίαρχη θέση της "ιδέας του έθνους". Μάλιστα ο Θεοτοκάς θα τονίσει σε τόνο δραματικό:
"Είτε αρέσει στους σχηματοποιημένους εγκέφαλους της φτηνής κοινωνιολογίας, είτε δεν αρέσει, η ιδέα του έθνους προβάλλει σήμερα, περισσότερο από πάντα, σα μια ζωντανή και αδάμαστη πραγματικότητα, που σπάνει συνεχώς τα πιο καλοφτιαγμένα λογικά καλούπια. Τα έθνη δε θέλουν να πεθάνουν"47.
Παράλληλα, με το να υπογραμμίζεται η ιδέα της "εθνικής μοναδικότητας", διαμορφώνεται ένα ευνοϊκό πλαίσιο αναφοράς στους δεσμούς της Ελλάδας με τη "Δύση". Όπως φάνηκε και από όσα ειπώθηκαν μέχρι τώρα, κατά τις εκτιμήσεις των φιλελεύθερων διανοουμένων, ο ευρωπαϊκός πολιτισμός έχει προκύψει από την ελληνική πολιτιστική κληρονομιά και έτσι το όραμα για τους Έλληνες δεν μπορεί παρά να είναι ένας "νέος ουμανισμός", όπου η ιστορία θα επαναλαμβάνεται και ο νεότερος ελληνισμός θα έχει τον πρώτο λόγο. Απορρίπτοντας τόσο τον κομμουνισμό ως διεθνισμό όσο και τον εθνικισμό ως εδαφικό επεκτατισμό οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι καταλήγουν σ' έναν "ιδεαλιστικό" και "πνευματικό" εθνικισμό που αποθεώνει την "εθνική μοναδικότητα". Μέσα στα πλαίσια αυτά η άμιλλα των εθνών θα τροφοδοτείται από κάποιο "υψηλό πολιτισμικό κίνητρο" και η "ελληνικότητα" θα μπορεί να γίνει η ρυθμιστική δύναμη. Αυτός ο "αθώος" εθνικός συναγωνισμός μπορεί να δώσει τελικά την ευκαιρία τόσο στην Ελλάδα όσο και στη νέα γενιά των διανοουμένων να ηγηθούν, κάτι που η διεθνιστική ισότητα του μαρξισμού και η φανατική μισαλλοδοξία του εθνικισμού δεν επιτρέπουν.
Οι απόψεις που εκπορεύονταν από το χώρο του περιοδικού "Ιδέα", εκφράζοντας ένα αξιόλογο και δυναμικό τμήμα της φιλελεύθερης διανόησης, όχι μόνο δεν πέρασαν απαρατήρητες αλλά και προκάλεσαν έντονες αντιπαραθέσεις τόσο στους κόλπους της κυρίαρχης ιδεολογίας όσο και στα πλαίσια της συνεχώς εντεινόμενης σύγκρουσης μαρξιστών  -  αντιμαρξιστών. Έτσι την εποχή που οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι εκδίδουν το περιοδικό "Ιδέα", οι μαρξιστές τους απαντούν κυρίως μέσα από τα περιοδικά "Πρωτοπόροι Νέοι Πρωτοπόροι" (1930 1931-36). Ο ενδιάμεσος χώρος καλύπτεται από τα περιοδικά "Κύκλος" (1931-35) και "Σήμερα" (1933-34). Το τελευταίο κλίνει περισσότερο προς το μαρξισμό.
Από τις κριτικές των φιλελεύθερων διανοουμένων48 ξεχωρίζει ιδιαίτερα εκείνη του Αγγέλου Τερζάκη στο περιοδικό "Ο Κύκλος".
Ο Τερζάκης τονίζει στην ανάλυση του ότι τα ηθικά θεμέλια του αστισμού (Οικογένεια, Πατρίδα και Εκκλησία) έχουν πια σαπίσει με αποτέλεσμα να έχει καταντήσει ένα καθεστώς υποκρισίας και διανοητικής στενότητας. Ο μαρξισμός, από την άλλη, παραμένει, κατά τον Τερζάκη, στάσιμος γιατί θεοποιεί την οικονομική νομοτέλεια αδιαφορώντας για τον συναισθηματικό παράγοντα. Ωστόσο, τονίζει ο Τερζάκης, η εξάπλωση του μαρξισμού στην Ελλάδα είχε ως αποτέλεσμα την αντίδραση του συντηρητισμού είτε με τη μορφή του "συνειδητοποιημένου εθνικισμού" (Μελάς) είτε προτείνοντας το όραμα ενός "εθνικοσοσιαλισμού" (Θεοτοκάς).
Ειδικά αναφερόμενος στις αντιλήψεις του Θεοτοκά, θα γράψει σχετικά ο Τερζάκης:
"Ο εθνικισμός του κ. Θεοτοκά είναι βαθύς κι ενσυνείδητος, θα λεγα πώς είναι αυτόχρημα ένας 'ατμοσφαιρικός' εθνικισμός (μια και το Αττικό φως και τα ρόδινα ακρογιάλια τόσο τον επηρεάζουν, όπως αλλού φανέρωνε). Κι εδώ ίσως ο καλλιτέχνης να παρασύρει επικίνδυνα τον ιδεολόγο. Ωστόσο, αφού θα ήθελε με την αναμφισβήτητη του καλή θέληση να συμβιβάσει τ' ασυμβίβαστα, τον εθνισμό δηλαδή με το σοσιαλισμό, δεν θα έπρεπε να σταματήσει στην αφετηρία και να μην καλοζυγίσει τις συνέπειες"49.
Ο Τερζάκης θα υποστηρίξει στη συνέχεια ότι οι κοινοί πόθοι και οι ελπίδες, που θεωρούνται από τον Θεοτοκά και τον Μελά ως οι βάσεις της υπόστασης του έθνους, δεν είναι στην πραγματικότητα τίποτε άλλο από τους κρυφούς ή φανερούς του κατακτητικούς σκοπούς. Ενώ λοιπόν ο Θεοτοκάς και κάποιοι άλλοι φιλελεύθεροι διανοούμενοι προσπαθούν να κατασκευάσουν έναν "πνευματικό εθνισμό" ο Τερζάκης παρουσιάζεται σίγουρος ότι η ιδέα του έθνους έχει πια χρεοκοπήσει. Αυτή η αντίληψη του θα σφραγίσει και τα επόμενα κείμενα του και θα τον κάνει να διαφοροποιηθεί σχετικά από τους άλλους φιλελεύθερους διανοούμενους της εποχής.
Οι ιδεολογικές κατασκευές του Θεοτοκά και της ομάδας του περιοδικού "Ιδέα" δέχθηκαν επίσης σφοδρές επιθέσεις από διανοουμένους που υιοθετούσαν ή επηρεάζονταν από μαρξιστικές αντιλήψεις50. Ο Δημήτρης Γληνός, ένας από τους γνωστότερους μαρξιστές θεωρητικούς της περιόδου, γράφοντας στους "Νέους Πρωτοπόρους" κάνει μια γενική επισήμανση που αφορά το σύνολο των αντιμαρξιστικών θέσεων:
"Είτε ξεθάψουνε και ξαναζωντανέψουνε παλιές συντηρητικές και αντιδραστικές φιλοσοφίες κολλώντας τους τη λέξη νέο, σημάδι τάχα ξανανιωμού (νεοαριστοτελικοί, νεοθωμιστές, νεοσχολαστικοί, νεοκαντιανοί, νεοσελιγγιανοί, νεοεγελιανοί, νεοϊδεαλιστές, νεοθετικιστές) είτε δημιουργούνε καινούργιες ή φαινομενικά καινούργιες μορφές φιλοσοφίας (πραγματισμός, εμπειριοκριτικισμός, βιταλισμός και νεοβιταλισμός, μπερξονισμός, κλπ.) στο βάθος όλες οι φιλοσοφίες έχουν ένα και μόνο σκοπό. Να βγάλουν από μέσα, τάχα, απ' τα πορίσματα της σύγχρονης επιστήμης για τελικό συμπέρασμα την αγιαστούρα του παπά"51.
Με παρόμοια διάθεση πολεμικής ο Γ. Μηλιόδης θα επιτεθεί στις θέσεις του περιοδικού "Ιδέα" τονίζοντας:
"Ο κ. Μελάς και οι παραστάτες του ανακάλυψαν τη μια από τις δυο πλάκες που έδωσε στο Μωυσή ο Ιεχωβά για να σώσει τον κόσμο. Γι αυτό το πρόγραμμα της Ιδέας' βγήκε κάπως λειψό, με πέντε μόνο άρθρα που μας μιλούν για το θεωρητικό τους 'πιστεύω'. Τώρα βέβαια, θα ήθελε κανείς να πληροφορηθεί και μερικά πράγματα για τις συνέπειες που θάχαν οι θεωρίες τους στην εφαρμογή τους, αλλ' αυτό το αποφεύγουν συστηματικά όλοι οι ιδεολόγοι. Γιατί το παν γι' αυτούς είναι να σαι 'ελεύθερο πνεύμα'. Και άμα είσαι, τότε πας ψηλά σαν αλαφρούτσικο μπαλόνι 'πάνω από τα κόμματα και τις κοινωνικές τάξεις' και κάθεσαι και κάνεις χάζι με τον κοσμάκη που χαροπαλεύει με την αδικία και τη σκληράδα της ζωής"52.
Στο πλαίσιο αυτό, που περιγράφεται αδρά τόσο από το κείμενο του Γληνού όσο και από εκείνο του Μηλιόδη, θα κινηθεί η κριτική των μαρξιστών στις αντιλήψεις των φιλελεύθερων διανοούμενων. Ένα σημαντικό μέρος των επιθέσεων όσων μιλούν στο όνομα του μαρξισμού θα αφιερωθεί σε ζητήματα σχετικά με το έθνος και την εθνική θεωρία. Αν και οι απόψεις όσων θέλουν να λέγονται μαρξιστές διαφοροποιούνται όσον αφορά τη σύλληψη και κατανόηση της έννοιας του έθνους καθώς και την προοπτική του στο χρόνο, το κοινό σημείο εντοπίζεται στην περισσότερο ή λιγότερο οξεία κριτική στις φιλελεύθερες αντιλήψεις για το έθνος.
Έτσι ο Μ. Σπιέρος (ψευδώνυμο του Ν. Καλαμάρη) απαντώντας στις απόψεις που ο Θεοτοκάς έχει διατυπώσει στο έργο του "Εμπρός στο Κοινωνικό Πρόβλημα" τον κατηγορεί για "απόλυτη άγνοια του χειρισμού της διαλεχτικής μεθόδου" υποστηρίζοντας πως η άποψη του ότι ο κομμουνισμός καταργεί την ελευθερία του πνεύματος δεν ευσταθεί. Υποστηρίζει ακόμα ότι ο "έντονα πνευματικός εθνισμός" που εισηγείται ο Θεοτοκάς δεν είναι παρά μια αόρατη και μεταφυσική σύλληψη. Όσον αφορά την έννοια του έθνους, ο Σπιέρος τονίζει ότι αυτή δεν έχει θέση σε μια σοσιαλιστική κοινωνία. Το έθνος είναι μια έννοια που, κατά τον Σπιέρο, ήρθε και θα φύγει με τον καπιταλισμό53.
Επίσης ο Γ. Μηλιόδης θα εντοπίσει την κριτική του στις αντιλήψεις των αντιμαρξιστών σχετικά με το έθνος. Κατά τη γνώμη του το έθνος, ιστορικό δημιούργημα του 19ου αιώνα, βασίστηκε ουσιαστικά στο κράτος και γι' αυτό, αν απογυμνωθεί από αυτό το πολιτικό σχήμα, διατηρεί αποκλειστικά και μόνο το χαρακτήρα της φυλετικής διάκρισης. Σύμφωνα με τον Μηλιόδη, ακόμα και αν κάποτε επιτευχθεί το ιδανικό της αταξικής κοινωνίας, δεν συνεπάγεται ότι οι άνθρωποι θα χάσουν αυτόματα τα εθνικά τους χαρακτηριστικά. Μάλιστα ο Μηλιόδης χρησιμοποιεί ως παράδειγμα τη Σοβιετική Ένωση όπου, όπως τονίζει, οι "εθνικές ιδιαιτερότητες" έγιναν σεβαστές και μετά την επανάσταση54.
Τέλος ο Παύλος Γκίκας (ψευδώνυμο του Ηλία Τσιριμώκου) θα τονίσει ότι ο εθνικισμός, με το να ανάγει όλα τα φαινόμενα στην υγεία και ασφάλεια του έθνους, λειτουργεί τελικά ως αμυντικό πρόσχημα της αντίδρασης. Είναι κωμικό, ισχυρίζεται ο συγγραφέας, να λέγεται ότι ο σοσιαλισμός θα καταργήσει τα εθνικά σύνορα, γιατί κατάργηση της εθνικότητας ενός ανθρώπου σημαίνει κατάργηση της επιδερμίδας του. Εκείνο που επιδιώκει ο σοσιαλισμός, υποστηρίζει ο Τσιριμώκος, είναι η εξύψωση του ανθρώπου πάνω από την ιδέα του έθνους χτυπώντας τον εθνικισμό, ο οποίος καλλιεργεί τον ιδεαλισμό και υποθάλπει τον πόλεμο55.
Φαίνεται λοιπόν ότι κατά το Μεσοπόλεμο η έννοια του έθνους αποτελεί ένα από τα κύρια σημεία σύγκρουσης μεταξύ μαρξιστών και αντιμαρξιστών. Οι τελευταίοι χρησιμοποιούν την έννοια του έθνους ως ασπίδα στην απειλή του μαρξιστικού διεθνισμού και επιδιώκουν τη συστηματική ανανέωση της εθνικής θεωρίας. Οι μαρξιστές, από την άλλη πλευρά, στα πλαίσια της γενικότερης κριτικής που ασκούν στην αστική ιδεολογία, προσπαθούν να αποκαλύψουν τον κοινωνικό και ιστορικό χαρακτήρα της έννοιας του έθνους καθώς και τις λειτουργίες της εθνικιστικής ιδεολογίας. Όπως εύστοχα έχει επισημανθεί "και από τις δύο πλευρές διεξαγόταν ένα είδος Kulturkampf'56

3.4. Η διαμόρφωση τον όρον "ελληνικότητα"

Μέσα λοιπόν στο παραπάνω πλαίσιο εξελίσσεται κατά το Μεσοπόλεμο μια προσπάθεια επανακαθορισμού της φυσιογνωμίας του ελληνικού εθνικού λόγου που προσπαθεί να μείνει μακριά από προγονοπληξίες και άγονες αναφορές στο παρελθόν. Η αναζήτηση του περιεχομένου της "ελληνικής ταυτότητας", κατά την περίοδο αυτή, θα συνδεθεί στενά με την καθιέρωση της "ελληνικότητας", ενός όρου που, όπως σχολιάζει ο Δημήτρης Τζιόβας, "είναι από τις λέξεις που έχουν καταχρηστικά χρησιμοποιηθεί, εθνικά φορτιστεί και ιδεολογικά βαρυνθεί χωρίς τελικά να έχει ξεκαθαριστεί το τι σημαίνει ή σε τι παραπέμπει"57.
Από μια πρώτη ιστορική ανίχνευση προκύπτει ότι ο όρος "ελληνικότητα" είχε εμφανιστεί σποραδικά κατά το 19ο αιώνα χωρίς όμως να καταφέρει να επιβληθεί ως ιδεολόγημα με επίσημο κύρος58. Στις αρχές του 20ου αιώνα, παρ' ότι η εμφάνιση του όρου γίνεται πιο συχνή, οι κυριότεροι εκφραστές της εθνικιστικής ιδεολογίας, όπως ο Περικλής Γιαννόπουλος και ο Ίων Δραγούμης, εξακολουθούν να προτιμούν την έννοια "Ελληνισμός".
Βασική αιτία γι' αυτή την προτίμηση φαίνεται να είναι η διπλή σημασία που έχει προσλάβει ο όρος "ελληνισμός" εκείνη την εποχή: από τη μια εκφράζει το μεγαλοϊδεατικό ιδεώδες της εδαφικής επέκτασης και από την άλλη αντιπροσωπεύει το ιθαγενές αντιστάθμισμα απέναντι στον ευρωπαϊσμό, ζήτημα στο οποίο οι εθνικιστές εκείνης της περιόδου έδιναν τεράστια σημασία.
Όταν όμως, με την ήττα και την καταστροφή στη Μικρασία, η Μεγάλη Ιδέα και τα όνειρα του εδαφικού επεκτατισμού παροπλίστηκαν, τότε η πρώτη σημασία χάθηκε ενώ για τη δεύτερη, αυτή της ιθαγένειας, προέκυψε η ανάγκη να αναζητηθεί ένα πιο αφηρημένο και άρα πιο ευέλικτο περιεχόμενο. Ακριβώς αυτή την ανάγκη προσπάθησαν να καλύψουν οι λειτουργοί της εθνικής θεωρίας κατά το Μεσοπόλεμο εισάγοντας και στηρίζοντας την έννοια της ελληνικότητας. Η έννοια αυτή θα κάνει την παρουσία της όλο και πιο έντονη μετά το 1925, ιδιαίτερα σε κείμενα λογοτεχνικής κριτικής, και θα καθιερωθεί κατά τη δεκαετία του '30, ως βασικό συστατικό της ελληνικής εθνικιστικής ιδεολογίας.
Η έννοια της "ελληνικότητας" συνδέθηκε περισσότερο με τη "γενιά του '30", χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έγινε αποδεκτή απ' όλους τους εκπροσώπους της ή ότι την αντιλαμβάνονταν όλοι με τον ίδιο τρόπο. Όπως φάνηκε και από την παρουσίαση των απόψεων του Γ. Θεοτοκά, ενός χαρακτηριστικού εκπροσώπου της γενιάς του '30, οι νέοι αυτοί διανοούμενοι θέλησαν να φανούν πιο ευέλικτοι από τους προκατόχους τους εγκαταλείποντας το παρωχημένο, βαρύ ιδεολογικό σχήμα της "ρωμιοσύνης" και της "εθνικής ψυχής" χωρίς όμως να χάσουν και την επαφή τους με τις ρίζες. Από αυτή την άποψη ο όρος "ελληνικότητα" φάνηκε να προσφέρει στους διανοούμενους της γενιάς του '30 την αποσταγμένη και εξαϋλωμένη ιθαγένεια που ζητούσαν και τη λεπτή ισορροπία της μέσης οδού, ώστε να μην αντιφάσκουν με τον ευρωπαϊκό τους προσανατολισμό και τη δημοτικιστική τους παράδοση ικανοποιώντας ταυτόχρονα και την αυταρέσκεια της διαφοράς τους από τις προηγούμενες γενιές.
Αυτή η πιθανά ανεπαίσθητη αλλά ουσιαστική μετατόπιση  - από τον ελληνισμό στην ελληνικότητα - πρέπει να συσχετιστεί και με μια άλλη σημαντική αλλαγή που υφίσταται η έννοια του έθνους μετά το 1930 και ειδικότερα μετά το 1936, όταν εγκαθιδρύεται η δικτατορία Μεταξά. Τότε η έννοια "έθνος" παύει πλέον να ταυτίζεται με την έννοια "λαός" αποκτώντας, ολοένα και περισσότερο, μια πιο αφηρημένη και ιδεαλιστική ερμηνεία ως αντιστάθμισμα στην ταξική διάσπαση του έθνους, που πρότεινε ο ανερχόμενος στην Ελλάδα μαρξισμός και στη φθίνουσα λαϊκοποίηση του έθνους από τους πρώτους δημοτικιστές. Η ελληνικότητα λοιπόν "αναδεικνύεται ως το αριστοκρατικό ιδεολόγημα των νέων φιλελεύθερων διανοουμένων αντιπροσωπεύοντας τον ιδεαλιστικό τους ελιγμό ανάμεσα στις συμπληγάδες του χοντροκομμένου λαϊκισμού του παρελθόντος και του απειλητικού μαρξισμού  -  κοινωνισμού του παρόντος"59.
Η εμφάνιση της έννοιας της ελληνικότητας συνδέεται άμεσα και με το θέμα της λεγόμενης "εθνικής αυτογνωσίας". Το θέμα αυτό είχε απασχολήσει την ελληνική διανόηση ήδη από την εποχή της προετοιμασίας της επανάστασης. Από τις αρχές λοιπόν του 19ου αιώνα και καθόλη τη διάρκεια του το ζήτημα της "εθνικής αυτογνωσίας" βρισκόταν στην πρώτη γραμμή των αναζητήσεων των λειτουργών της κυρίαρχης ιδεολογίας.
Η "αναζήτηση της εθνικής αυτογνωσίας" εμπεριείχε δυο συνιστώσες αντικειμενικά παρούσες σε κάθε τέτοιου είδους διαδικασία: από τη μια αποτελούσε μια προσπάθεια συγκρότησης της εθνικιστικής ιδεολογίας ως ιδεολογίας συνοχής των αντιπάλων κοινωνικών τάξεων και από την άλλη εξυπηρετούσε μια εκ των βασικών λειτουργιών του εθνικισμού, δηλαδή την αντιπαράθεση με το "εξωτερικό", με καθετί "μη  -  εθνικό". Εύλογα λοιπόν αυτή η προσπάθεια εκφραζόταν με δυο κυρίως μορφές: είτε ως αναζήτηση, επιλογή και εμπέδωση του κατάλληλου ιστορικού παρελθόντος είτε ως προσπάθεια οριοθέτησης της πνευματικής και πολιτισμικής συνδιαλλαγής με τη Δύση. Αν και τα δυο παραπάνω μέτωπα αναζήτησης συνυπάρχουν πάντα, φαίνεται πως από τα τέλη του 19ου αιώνα στο χώρο της διανόησης το εσωτερικό μέτωπο της "εθνικής αυτογνωσίας" έχει κατά κάποιο τρόπο διακανονισθεί. Μέσα από το έργο ιστορικά όπως ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος και ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος, το εθνικό όραμα, το εθνικό παρελθόν και η εθνική παράδοση μοιάζουν να είναι πια δεδομένα και δεν προκαλούν συγκλονιστικές αναταράξεις60.
Τώρα πια βαραίνει ιδιαίτερα η αντιμετώπιση της "Ευρώπης". Στα πλαίσια της αναζήτησης του νέου "εθνικού οράματος" και καθώς γίνεται έντονη πια η προσπάθεια για την ανασυγκρότηση του εθνικού λόγου τίθεται και το ζήτημα των σχέσεων με την Ευρώπη, με τη "Δύση". Σ' ολόκληρη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου αυτή η "εξωτερική" διάσταση του ζητήματος της "εθνικής αυτογνωσίας" θα βρεθεί στο προσκήνιο και θα συζητηθεί έντονα στα πλαίσια των ιδεολογικών και πολιτικών συγκρούσεων. Την εποχή αυτή η αποδοχή του ελληνικού εθνικού λόγου από το ακροατήριο εκτός Ελλάδας θα αποκτήσει μεγάλη σημασία.
Βέβαια οι αντιευρωπαϊστές, εκείνοι που εξακολουθούν να αντλούν τα επιχειρήματα τους από το φλογερό αντιδυτικό κήρυγμα του Περικλή Γιαννόπουλου, διαθέτουν ακόμα ισχυρή παρουσία. Έτσι μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '20, αλλά και αργότερα, θα συνεχίσει να ακούγεται δριμεία η κριτική κατά της Δύσης61. Οι θέσεις αυτών των διανοουμένων, που βασίζουν την άποψη τους για τον ελληνισμό στην αντίθεση τους με την παρακμή της Δύσης, είναι επηρεασμένες, σε σημαντικό βαθμό, από τον απόηχο των απόψεων του γερμανού φιλοσόφου Ο. Spengler. Στο δίτομο έργο του Der Untergang des Abendlandes (H παρακμή της Δύσης, 1918, 1922) ο Spengler έκανε μια καταλυτική κριτική στο Δυτικό πολιτισμό και τις αρχές του από τη σκοπιά όμως της αυτονόητης ηγεμονίας του γερμανικού έθνους που θα φέρει τη "νέα τάξη" στην Ευρώπη. Όπως έδειξε ο Π.Χ. Νούτσος το έργο αυτό είχε πολυσήμαντη επίδραση στην ελληνική διανόηση της εποχής62.
Πάντως τα πρώτα χρόνια μετά το 1930 δεν είναι οι αντιδυτικές φωνές που χρωματίζουν και δίνουν τον τόνο στην συζήτηση. Το πρόβλημα των πολιτισμικών σχέσεων με τη Δύση επανέρχεται τώρα πιο πιεστικά και επίμονα από μια νέα γενιά διανοουμένων που τη διακρίνει ο έντονος ευρωπαϊσμός της αλλά και η επίγνωση της ηγεμονικότητας της Δύσης. Απηυδισμένη από την εθνοκεντρική μυωπία και το μεμψίμοιρο επαρχιωτισμό του παρελθόντος, η γενιά αυτή στρέφεται αναζητητικά προς την Ευρώπη. Γρήγορα ωστόσο προσκρούει στο βασανιστικό ερώτημα: τι μπορεί να αντιπαραθέσει η Ελλάδα στην πολιτισμική ηγεμονία της Δύσης; Δεν θα μπορούσε βέβαια να αντιτάξει, για μια ακόμα φορά, τη φθαρμένη ρητορεία ενός αδιάλλακτου εθνικισμού, την ανατολίτικη ρωμιοσύνη ή τη ρομαντική προγονοπληξία. Τώρα χρειαζόταν κάτι λαϊκό αλλά και σύγχρονο, κάτι άγνωστο και νεοελληνικό. Τώρα λοιπόν, η ανακάλυψη του Μακρυγιάννη και του Θεόφιλου63 θα υπενθυμίσει στους Ευρωπαίους ότι δεν υπάρχει μόνο η αρχαία Ελλάδα με το κλασικό της πρόσωπο αλλά και η σύγχρονη με τη λαϊκή της φυσιογνωμία.
Αυτή την απόπειρα επαναπροσδιορισμού των σχέσεων της Ελλάδας με τη Δύση θα επωμισθεί, σε μεγάλο βαθμό, η "γενιά του '30". Αν και ο κύκλος αυτός των διανοουμένων δεν θα χρησιμοποιήσει εκτεταμένα τον όρο "ελληνικότητα" θα συνδεθεί μ' αυτόν και θα θεωρηθεί δημιουργός του. Ο λόγος είναι απλός: από τη "γενιά του '30" εκπορεύεται η ρομαντική φιλοδοξία της αντίστασης στον πνευματικό ηγεμονισμό της Δύσης που εκφράζεται μέσα από το ιδεολόγημα της ελληνικότητας, όπως σε άλλες χώρες εκφράζεται μέσα από παρόμοιες έννοιες σαν αυτές της Italianita ή της Hispanidad. H αντίσταση αυτή βέβαια δεν θα εκφράζεται τώρα πια με την απλή άρνηση ούτε θα παίρνει τη μορφή του δογματικού μισοξενισμού, όπως συνέβαινε παλαιότερα. Αντίθετα τώρα θα επιδιωχθεί η αντιπαράθεση προς τη "Δύση" με ίσους όρους μέσα από την αναζήτηση και ανάδειξη της εθνικής πρωτοτυπίας.
Η διαμόρφωση λοιπόν της έννοιας της ελληνικότητας στη δεκαετία του '30 είναι αποτέλεσμα ανάμεσα στ' άλλα και της νέας ιστορικής φάσης στην οποία εισήλθε η ελληνική εθνική θεωρία μετά τη μικρασιατική καταστροφή και εκλαμβάνεται ως απόρροια εκτός των άλλων και της όξυνσης του προβλήματος της "εθνικής αυτογνωσίας" και ιδιαίτερα της έντασης στη σχέση της Ελλάδας με τη Δύση. Από εδώ και πέρα η νέα γενιά των λειτουργών της εθνικής θεωρίας, ανικανοποίητη και απαιτητική, απομακρύνεται από τον εγχώριο απομονωτισμό του γλωσσικού ζητήματος και της εθνικής ομφαλοσκόπησης, προσπαθεί να συμμετάσχει πιο απαιτητικά στον ευρωπαϊκό πνευματικό στίβο και ζητά να δώσει και να πάρει με τελικό μέτρο την πρωτοτυπία, την ιθαγένεια και την ελληνικότητα. Επιχειρεί την εισαγωγή νέων ποιητικών ρευμάτων και λογοτεχνικών ειδών, διακηρύσσει την εγκατάλειψη της ηθογραφίας και προσπαθεί να πετύχει τη διεύρυνση των πνευματικών της οριζόντων. Σε τελική ανάλυση η γενιά αυτή θέτει σε θεωρητικό επίπεδο τη σχέση έθνους και ανθρωπότητας φιλοδοξώντας να εξασφαλίσει για την ελληνικότητα κυρίαρχη θέση στα πλαίσια του δυτικής κουλτούρας.

3.5 Η "περιβαλλοντική ερμηνεία" και η "Σχολή της Γεωπολιτικής" ως ερείσματα ανανέωσης της εθνικής θεωρίας 

Στο πλαίσιο της προσπάθειας που γίνεται κατά το Μεσοπόλεμο με απώτερο σκοπό την ανανέωση της εθνικής θεωρίας θα αναζητηθούν ερείσματα τόσο σε παλαιότερες ιδεολογικές κατασκευές, όπως η "περιβαλλοντική ερμηνεία" των χαρακτηριστικών του έθνους όσο και σε σχετικά νέα ιδεολογικά δημιουργήματα, όπως η γεωπολιτική θεωρία.
Ιδιαίτερα κατά τη δεύτερη δεκαετία του Μεσοπολέμου, ιδέες που είχαν διατυπωθεί στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα και αφορούσαν την ερμηνεία της υφής του ελληνικού πολιτισμού με βάση περιβαλλοντικά στοιχεία θα χρησιμοποιηθούν ευρύτατα προκειμένου να "ανανεωθεί" η εθνική θεωρία. Έννοιες όπως η φυσική ομορφιά της Ελλάδας, η γεωγραφική θέση, το κλίμα, το ελληνικό φως καθώς και στοιχεία της κλασικής αρχαιότητας θα χρησιμοποιηθούν ως ερμηνευτικά εργαλεία προκειμένου να μελετηθεί η έννοια του έθνους. Παρότι οι διανοούμενοι που θα διατυπώσουν τέτοιες ερμηνείες κινούνται σ' ένα ευρύτατο φάσμα που αρχίζει από το χώρο της φιλελεύθερης διανόησης και φτάνει μέχρι και τους υποστηρικτές των φασιστικών ιδεών, ο απώτερος σκοπός στο βάθος του ορίζοντα των επιδιώξεων τους μοιάζει να είναι κοινός: η ουσιαστική ανανέωση της εθνικής θεωρίας.
Παράλληλα δεν αποτελεί σύμπτωση το γεγονός ότι κατά την περίοδο αυτή κάνουν την εμφάνιση τους και αναπτύσσονται στην Ελλάδα οι απόψεις της Σχολής της Γεωπολιτικής64. Το ρεύμα αυτό είχε τις θεωρητικές του πηγές στην αντίστοιχη γερμανική Σχολή της Γεωπολιτικής, που είχε αναπτυχθεί ιδιαίτερα αυτή την εποχή, ενώ παράλληλα οι ρίζες του στην Ελλάδα είναι δυνατόν ν' ανιχνευθούν στους προδρόμους του ελληνικού εθνικισμού κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Πυρήνας αυτής της θεωρίας ήταν το αξίωμα ότι η κοινωνία αποτελεί ένα φυσικό ζωντανό οργανισμό, η ανάπτυξη του οποίου καθορίζεται από το γεωγραφικό και φυσικό περιβάλλον. Η Γεωπολιτική λοιπόν είναι η επιστήμη που ορίζει πως να κυβερνάται μια κοινωνία σύμφωνα με τις απαιτήσεις του περιβάλλοντος.
Κύριοι εκπρόσωποι της Γεωπολιτικής στην Ελλάδα αναδεικνύονται ο Κ.Δ. Σφυρής, ο Δ. Δανιηλίδης και ο Π. Παμπούκης65 ενώ το γεωπολιτικό ρεύμα δεν αφήνει ανεπηρέαστους ορισμένους από τους ηγέτες του αγροτισμού και ιδιαίτερα τον Ι. Σοφιανόπουλο66. Η Γεωπολιτική, αποδίδοντας την προτεραιότητα στο εξωκοινωνικό, στο φυσικό στοιχείο, στο βάθος επέτρεπε ν' αναχθεί το κοινωνικό πρόβλημα σε βιολογικό και αποσκοπούσε στην εκτόνωση των κοινωνικών συγκρούσεων. Μέσα στο πλαίσιο αυτό η Γεωπολιτική θα λειτουργήσει σαν ιδεολογική προϋπόθεση που θα οδηγήσει στη διαμόρφωση μιας θεωρίας για την τεχνοκρατική διοργάνωση και χειραγώγηση της ελληνικής κοινωνίας προετοιμάζοντας ιδεολογικά το έδαφος για τις κατοπινές δικτατορικές επιλογές.
Αν για τη Σχολή της Γεωπολιτικής το κύριο ζήτημα ήταν η εξάρτηση του ανθρώπινου πολιτισμού από το γεωγραφικό περιβάλλον, στο χώρο της εθνικής θεωρίας η επίδραση των αρχών της γεωπολιτικής οδήγησε στην αναγωγή των χαρακτηριστικών του περιβάλλοντος σε συστατικά και κριτήρια της "εθνικής ταυτότητας".
Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του '30 μπορούμε να ανιχνεύσουμε στο έργο σημαντικών διανοουμένων τέτοιου είδους επιδράσεις. Αυτή την εποχή, η χρησιμοποίηση περιβαλλοντικών κριτηρίων ως αποδεικτικών στοιχείων για την ερμηνεία κοινωνικών φαινομένων γίνεται όλο και πιο συχνή και παράλληλα πυκνώνουν οι προσπάθειες ερμηνείας των εθνικών και φυλετικών χαρακτηριστικών με βάση κριτήρια βιολογικά και εδαφικά. Κριτήρια αμφιβόλου φερεγγυότητας, αν όχι επικίνδυνα, όπως η φυλή, η γη και το κλίμα αναδεικνύονται σε πρωταρχικούς παράγοντες πολιτισμικής διαφοροποίησης προσφέροντας, με δήθεν επιστημονικό κύρος, εξηγητικά μοντέλα της "φυσικής" ανωτερότητας λαών και εθνών67. Απώτερος σκοπός βέβαια να τεκμηριωθεί "επιστημονικά" η ανωτερότητα του ελληνικού πολιτισμού, η πολιτισμική μοναδικότητα του ελληνικού έθνους.
Στο πλαίσιο αυτό ο Θ.Δ. Τσάτσος αφού υπογραμμίσει ότι "για να καταλάβει κανείς την νέαν ελληνική τέχνη πρέπει να αισθανθή πρώτα την ελληνική φύση"68 θα υποστηρίξει την άποψη ότι "η τέχνη δίχως πατρίδα είναι κάτι ακατανόητο" για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι "η τέχνη είναι μια μορφή της πατρίδας, είναι αυτή η ίδια η πατρίδα, μετουσιωμένη πνευματικά"69.
Την ίδια περίοδο ο Ι.Ν. Θεοδωρακόπουλος θα υποστηρίξει ότι από τη λατρεία της γης προκύπτει κάθε γερός πολιτισμός για να καταλήξει στο συμπέρασμα: "Προσπάθησε να χωρίσεις το πνεύμα το ελληνικό από τη γη που το γέννησε και το λαό που τ' ανέθρεψε για να ιδείς πως το τέρμα του χωρισμού θα είναι ο θάνατος του πνεύματος"70.
Επίσης ο Κ. Τσάτσος θα υποστηρίξει ότι η ελληνική φύση αίρει με την παντοδυναμία της τις ιστορικές αντινομίες της ελληνικής ψυχής και γίνεται έτσι ο υπέρτατος αναβαθμός της ελληνικής ιδέας. Η συνείδηση της ελληνικής γης και φύσης, για τον Τσάτσο, ισοδυναμεί με εθνική αυτογνωσία, με μια βαθύτερη γνωριμία με το ελληνικό πνεύμα. Η ελληνική φύση όχι μόνο ανάγεται σε κύριο συστατικό της εθνικής μοναδικότητας και ιδιοσυστασίας αλλά πνευματικοποιείται, γίνεται άυλη και αφηρημένη δύναμη έτσι ώστε το τελικό συμπέρασμα να μοιάζει αυταπόδεικτο: ". .. το πιο στέρεο βάθρο της ιστορίας μας και της ψυχής μας και της τέχνης μας θα είναι η ελληνική φύση"71.
Η επιρροή απόψεων σαν τις παραπάνω φαίνεται ότι υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική αυτή την περίοδο στους κόλπους της μη μαρξιστικής διανόησης72. Όσο και αν υπήρξαν ορισμένες αντιδράσεις στις παραπάνω θέσεις73, μοιραία οι εξελίξεις οδηγούσαν κατευθείαν στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα όταν κάποιοι Έλληνες διανοούμενοι είχαν επιχειρήσει, μέσα από το γεωγραφικό ντετερμινισμό, να προσδιορίσουν το χαρακτήρα και τους σκοπούς του ελληνισμού.
Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας σίγουρα η πιο χαρακτηριστική φυσιογνωμία υπήρξε ο Περικλής Γιαννόπουλος, το όνομα του οποίου επανέρχεται στην επικαιρότητα και μάλιστα με μεγάλη ένταση κατά τη δεκαετία του '3074. Αν και οι αντιδράσεις στην επανεμφάνιση του γιαννοπουλικού έργου παρουσιάζουν ποικίλες αποχρώσεις, το βέβαιο είναι ότι το όνομα και το έργο του Περικλή Γιαννόπουλου γνωρίζουν μια νέα δεξίωση στο χώρο των διανοουμένων κατά την εποχή του Μεσοπολέμου.
Στο πλαίσιο αυτό ο Ανδρέας Καραντώνης, παρουσιάζοντας το αφιέρωμα του περιοδικού "Τα Νέα Γράμματα" στον Περικλή Γιαννόπουλο, θα τονίσει ότι σκοπός αυτής της παρουσίασης είναι να φέρει στο προσκήνιο της ελληνικής πνευματικής ζωής "τις πιο αντιπροσωπευτικές και τις πιο γόνιμες μορφές της τόσο πολυσύνθετης και ανεξερεύνητης ακόμα νεοελληνικής παράδοσης"75. Έτσι, αν και το αφιέρωμα είναι ογκωδέστατο (περίπου 300 σελίδες), δεν περιλαμβάνει μελέτες για το έργο του Γιαννόπουλου αλλά αποτελείται, σχεδόν αποκλειστικά, από αναδημοσιεύσεις έργων του παρουσιαζόμενου. Φαίνεται λοιπόν ότι σκοπός των επιμελητών του τεύχους δεν ήταν τόσο η κριτική παρουσίαση ή η μελέτη του έργου του Γιαννόπουλου όσο η "αποκατάσταση" και η "καθιέρωση" του.
Πάντως αυτή η διάθεση αποκατάστασης του γιαννοπουλικού έργου δεν φαίνεται να γίνεται δεκτή χωρίς επιφυλάξεις. Έτσι ο Δημήτρης Φωτιάδης, διευθυντής του περιοδικού "Νεοελληνικά Γράμματα", παρουσιάζοντας το αφιερωματικό τεύχος στον Γιαννόπουλο και σε άρθρο με τον χαρακτηριστικό τίτλο "θέλγει, μα δεν πείθει"76 συνοψίζει τις σκέψεις των επιμελητών του τεύχους και αντιμετωπίζει τον Γιαννόπουλο, παρ' όλη την ελληνολατρία του, ως έναν Ευρωπαίο της παρακμής, πληθωρικά ρητορικό και αντίθετο προς την αρχαία ελληνική λιτότητα και σαφήνεια.
Αν και στο αφιέρωμα περιλαμβάνονται και ορισμένες ένθερμες κρίσεις για το γιαννοπουλικό έργο  - όπως αυτές που διατυπώνονται στα άρθρα του Ε. Κουρήτη, του Α. Καραντώνη και ορισμένων άλλων - το άρθρο που προκάλεσε τη μεγαλύτερη συζήτηση ήταν αυτό του Γ. Θεοτοκά77. Σ' αυτό αμφισβητείται η μεγάλη αξία που δίνεται στον Γιαννόπουλο ως στοχαστή, αισθητικό και πνευματικό οδηγό. Ο Θεοτοκάς ασκεί κριτική στον Γιαννόπουλο γιατί δεν ένιωσε το δημοτικισμό και γιατί, ενώ μιλούσε συνέχεια για "ελληνική γραμμή" και "ελληνικό χρώμα" αναγνώριζε ως πρότυπο τον Γύζη, που ήταν από τους πιο πιστούς οπαδούς του βαυαρικού ακαδημαϊσμού στη ζωγραφική. Πώς είναι δυνατόν, αναρωτιέται ο Θεοτοκάς, να προσφέρει πνευματικά διδάγματα στη νέα γενιά ένας άνθρωπος που έβριζε τον Τρικούπη και διακήρυσσε ότι οι Ευρωπαίοι είναι βάρβαροι; Ο Θεοτοκάς, μ' αυτές του τις απόψεις, θα μετατρέψει τις επιφυλάξεις που είχαν διατυπωθεί μέχρι εκείνη τη στιγμή προς το γιαννοπουλικό έργο, σε ανοιχτή και μάλιστα οξεία κριτική. Έτσι ήταν φυσιολογικό να γεννηθούν αντιδράσεις και να προκληθεί μια γενικότερη συζήτηση78

3.6 Η απόρριψη της στατικής εκδοχής της ελληνικότητας από τους φιλελεύθερους διανοουμένους. Η υιοθέτηση του όρου "νεοελληνικό ύφος"

Η κριτική στάση του Θεοτοκά απέναντι στον Γιαννόπουλο και η συμπαράσταση που θα σπεύσουν να του προσφέρουν άλλοι διανοούμενοι79 στις επιθέσεις που δέχεται από τους θαυμαστές των γιαννοπουλικών ιδεών αποκαλύπτουν για μια ακόμη αφορά τον διαφορετικό τρόπο με τον οποίο ορισμένοι νέοι διανοούμενοι αντιμετώπιζαν το περιεχόμενο του όρου "ελληνικότητα". Γι αυτούς η "ελληνικότητα" γινόταν αντιληπτή σαν μια δυναμική σύλληψη διαμορφωμένη μέσα από μια σχέση αλληλεξάρτησης με τη δυτική κουλτούρα. Γι αυτό άλλωστε επέμεναν να μιλούν για τον ελληνισμό ως ένα διαρκές γίγνεσθαι, ως μια διαδικασία μόνιμης εξέλιξης και εναλλαγής. Μια στατική "γιαννοπουλική" αντίληψη της "ελληνικότητας" έβαινε αντίθετα στις προσδοκίες αυτής της γενιάς, που φιλοδοξούσε να εγχαράξει νέα στοιχεία στην εθνική ταυτότητα των Ελλήνων και να τονίσει την εθνική τους ετερότητα μέσα όμως στο ευρύτερο πλαίσιο της δυτικής κουλτούρας. Αν λοιπόν η "ελληνικότητα" θεωρούνταν κάτι συντελεσμένο, ένα σύστημα κλειστό που δεν έπρεπε να έχει κανενός είδους σχέση με τον υπόλοιπο ανθρώπινο πολιτισμό, τότε όλοι οι φιλόδοξοι οραματισμοί των νέων αστών διανοουμένων της εποχής του '30 θα έπεφταν στο κενό.
Οι σημαντικές διαφοροποιήσεις που εντοπίζονται ανάμεσα σε μια στατική και μια δυναμική σύλληψη και ερμηνεία του όρου "ελληνικότητα", είναι δυνατόν να ανιχνευθούν και στο πλαίσιο του διαλόγου που διεξάγεται μεταξύ του Γιώργου Σεφέρη και του Κωνσταντίνου Τσάτσου με θέματα τη νοηματική αλληλουχία της νεότερης ποίησης και την ελληνικότητα στην τέχνη80. Εντοπίζοντας το ενδιαφέρον μας στο δεύτερο σκέλος της συζήτησης, διαπιστώνουμε ότι ο Τσάτσος ξεκινά από την αφετηρία ότι υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια που ορίζουν την ελληνικότητα και αυτά είναι η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, το γεωγραφικό περιβάλλον, η πνευματική παράδοση και η γλωσσική παιδεία του δημιουργού για να καταλήξει στην εκτίμηση: "Δε θέλω τη γνησιότητα για να είναι το έργο ελληνικό, θέλω την ελληνικότητα, για να είναι το έργο γνήσιο"81. Αντίθετα ο Σεφέρης είναι κατηγορηματικός όταν υποστηρίζει ότι η ελληνικότητα δεν μπορεί να θεωρηθεί αισθητικό κριτήριο και εκφράζει την πεποίθηση ότι κάθε έργο γραμμένο από Έλληνα θα διαθέτει οπωσδήποτε ελληνικότητα82.
Πάντως απόψεις σαν κι αυτές του Σεφέρη φαίνεται ότι είχαν, στους κόλπους της γενιάς του '30, απήχηση μεγαλύτερη από θεωρήσεις σαν κι εκείνες του Τσάτσου. Κάτι τέτοιο προκύπτει αν κρίνουμε από τους υποστηρικτές που βρήκε ο Θεοτοκάς στην κριτική του προς τον Γιαννόπουλο αλλά και από την παρουσία άλλων διανοουμένων που πήραν, έμμεσα, μέρος στο διάλογο Σεφέρη  - Τσάτσου υποστηρίζοντας τις απόψεις του πρώτου. Στο πλαίσιο αυτό είναι χαρακτηριστική η στάση του Κωνσταντίνου Δημαρά, ο οποίος θα υιοθετήσει τις απόψεις του Σεφέρη και θα υποστηρίξει με σαφήνεια:
"Ο ελληνισμός δεν πρέπει να είναι ένα χθες αυθαίρετα ξεχωρισμένο. Σαν ένα διαρκές γίγνεσθαι τον βλέπω, ένα συνεχές αύριο που τείνει πάντα να πραγματοποιηθεί χωρίς ποτές να πραγματοποιήται, πλούσιο από όλες τις περασμένες εμπειρίες του, αλλά και από όλες τις δυνάμεις που ακόμη κρύβει μέσα του"83.
Η πίεση που ασκείται από διάφορες κατευθύνσεις, κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του '30, με σκοπό να αποκτήσει ο όρος "ελληνικότητα" στατικά και σαφώς προσδιορισμένα χαρακτηριστικά εξηγεί και το ότι ορισμένοι εκπρόσωποι της γενιάς του '30  - μιας γενιάς που ταυτίστηκε, ίσως βιαστικά, με την έννοια της "ελληνικότητας" - αποφεύγουν συστηματικά τη χρήση αυτού του όρου γιατί, κατά τη γνώμη τους, εκφράζει την απαίτηση για ιθαγένεια. Έτσι ο Γ. Σεφέρης, σημαντικότερος ανάμεσα στους διανοούμενους που τηρούν μια τέτοια στάση, αποφεύγει τον όρο "ελληνικότητα" προτιμώντας τον όρο "ελληνισμός", που αντιπροσωπεύει, κατά τη γνώμη του, κυρίως την ιστορική και πνευματική παράδοση και κληρονομιά84.
Ακόμα και μετά το Μεσοπόλεμο διανοούμενοι όπως ο Θεοτοκάς θα συνεχίσουν να τονίζουν με έμφαση ότι η ελληνικότητα δεν μπορεί να είναι κανόνας και δόγμα85, γιατί ο ελληνισμός ζει και αλλάζει, άρα ανανεώνεται και αναπροσαρμόζεται καθιστώντας αδύνατο ένα σύστημα κανόνων που να ρυθμίζει τελεσίδικα το περιεχόμενο της "εθνικής ιδεολογίας". Ο νεοελληνισμός δεν μπορεί να θεωρηθεί διδασκαλία, σχολή, νόμος απαράβατος αλλά ζωή, κίνηση, αναζήτηση και αντίφαση, θα υποστηρίξει ο Θεοτοκάς. Ό,τι ενώνει τις αντιφατικές και ποικίλες νεοελληνικές ιδιοσυγκρασίες και νοοτροπίες είναι ο "τόνος, η υφή και η ψυχή του Νεοελληνισμού"86.
Αν συνδυάσουμε αυτές τις γνώμες του Θεοτοκά με την έμφαση του Σεφέρη στο "νεοελληνικό ύφος", όταν, λόγου χάρη, γράφει ότι το ύφος του Μακρυγιάννη είναι πραγματικό και μοναδικό87, τότε θα καταλάβουμε ότι το περιεχόμενο της "ελληνικότητας" γι' αυτούς τους διανοούμενους δεν αποτελείται από απαραβίαστους κανόνες αλλά από μια "συνέχεια ελληνικού ύφους". Με το να μιλήσουν για "ελληνικό ύφος" οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι αποφεύγουν αφενός να ορίσουν την ελληνικότητα ουσιακά και συνταγολογικά και επιχειρούν αφετέρου να θεμελιώσουν την "ενότητα ελληνικού ύφους" ανάμεσα στο κλασικό και το λαϊκό88. Το συμπέρασμα προκύπτει σχεδόν αβίαστα: εκείνο που ενώνει την αρχαία κλασική Ελλάδα με τη σύγχρονη λαϊκή Ελλάδα είναι μια ιστορική διάρκεια "ελληνικού ύφους", μοναδικού και ιδιαίτερου, που είναι αδύνατον να τοποθετηθεί μέσα σε προκαθορισμένα πλαίσια. Μια τέτοια οριοθέτηση επιτρέπει στους φιλελεύθερους διανοούμενους να διαχωρίσουν τη θέση τους από εκείνες τις αντιλήψεις που θέλουν τη φυσιογνωμία του ελληνισμού στατική, αιώνια και απαράλλακτη και ταυτόχρονα τους δίνει τη δυνατότητα να διατηρήσουν στο ακέραιο τις φιλοδοξίες τους για μια μελλοντική πρωταγωνιστική θέση του ελληνισμού στο πλαίσιο της δυτικής και της παγκόσμιας κουλτούρας89.
Αυτή η αναφορά στην "ενότητα του νεοελληνικού ύφους" δίνει επίσης τη δυνατότητα στους φιλελεύθερους διανοούμενους αφενός να ορίσουν αντιδογματικά την έννοια της ελληνικότητας και αφετέρου να εκδηλώσουν κάποια μορφή αντίδρασης στις συνταγές του "εθνικού πολιτισμού" και της "εθνικής τέχνης" που κυκλοφορούσαν ευρύτατα από τα μέσα της δεκαετίας του '30 και η δικτατορία Μεταξά διατυμπάνιζε με ένταση. Γι αυτό το λόγο είναι λοιπόν αναγκαίο να μελετηθεί στη συνέχεια η διαμόρφωση της εθνικής θεωρίας κατά τη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας.

4. Η καταστολή των φιλελεύθερων τάσεων: "Τρίτος Ελληνικός Πολιτισμός" και "Εθνικόν Κράτος"

Το ιδεολογικό υπόβαθρο της δικτατορίας Μεταξά διαμορφώνεται μέσα από τις επεξεργασίες των θεωρητικών του καθεστώτος για τη συγκρότηση του "Εθνικού Κράτους" καθώς και για τον "Τρίτο Ελληνικό Πολιτισμό". Κύριος θεωρητικός και βασικός εκφραστής της ιδεολογίας του νέου καθεστώτος υπήρξε ο ίδιος ο δικτάτορας Μεταξάς90.
Ανιχνεύοντας την ιδεολογική συγκρότηση του Μεταξά διαπιστώνουμε ότι ήδη αρκετό καιρό πριν επιβάλλει τη δικτατορία του έχει υπογραμμίσει ότι "το κοινοβουλευτικό μας σύστημα αποβαίνει όλο και περισσότερον ένα εμπόδιο στην κατάλληλη διοργάνωση της κοινωνίας μας απέναντι στα μεγάλα σύγχρονα προβλήματα"91 κάνοντας την εκτίμηση ότι η υπέρβαση του κοινοβουλευτισμού θα γίνει είτε με "κοινωνική ανατροπή" είτε με την εγκαθίδρυση ενός "εθνικιστικού Κράτους"92.
Ένα χρόνο αργότερα  - και παράλληλα είκοσι χρόνια μετά το Διχασμό - ο Μεταξάς θα δημοσιεύσει στην εφημερίδα "Καθημερινή" μια σειρά άρθρων για εκείνη την περίοδο. Εκεί θα επιχειρήσει να σκιαγραφήσει την ιστορική εξέλιξη της "εθνικής ιδεολογίας". Το τελευταίο από τα άρθρα αυτά έχει τίτλο "Επίλογος"93 και αποτελεί μια από τις πιο συγκροτημένες  - με βάση τη λογική του εθνικισμού - προσπάθειες ανάλυσης της Μεγάλης Ιδέας. Εκεί ο μελλοντικός δικτάτορας αναφέρεται στο στοιχείο της κοινότητας αίματος, το οποίο "ενώνει τους Έλληνες δια μέσου των αιώνων" και τονίζει ότι μόνο η συνείδηση αυτής της κοινότητας αίματος θα μπορούσε να δώσει ένα νόημα στην ιστορική εξέλιξη του Ελληνισμού. Ο Μεταξάς ολοκληρώνει την παρουσίαση των θέσεων του τονίζοντας ότι η χρεοκοπία της Μεγάλης Ιδέας επιβάλλει στο ελληνικό έθνος την αναζήτηση νέων ιδανικών.
Οι παραπάνω θέσεις του Μεταξά οδηγούν κατευθείαν στον εθνικιστικό ιδεολογικό προβληματισμό που είχε αναπτυχθεί στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα και πιο συγκεκριμένα στη σκέψη του Ίωνα Δραγούμη. Ειδικότερα, στην ανάλυση των εννοιών του "Ελληνισμού" και της "Μεγάλης Ιδέας" η επίδραση των ιδεών του Δραγούμη στις αναλύσεις του Μεταξά είναι σαφέστατη. Και για τους δυο, "μοίρα" του Ελληνισμού ήταν η διασπορά και συνεκτικός κρίκος της διασποράς ο ελληνικός πολιτισμός. Επιπλέον ο Μεταξάς διευκρίνιζε ότι με την έννοια "πολιτισμός" δεν εννοούσε τα μηχανικά και υλικά επιτεύγματα, "αλλά τον βαθύτερον πολιτισμόν, όστις είναι εκ των εγκάτων της φυλής μας εκδήλωσις της ζωτικότητος, της ιδιοφυΐας της και της ισχύος της".
Αυτή η δραγουμική ανάλυση της έννοιας του Ελληνισμού και η ανάλογη αντιμετώπιση της Μεγάλης Ιδέας θα επηρεάσουν στη συνέχεια τις θέσεις του καθεστώτος Μεταξά για το ρόλο του "Εθνικού Κράτους" καθώς και το περιεχόμενο που θα πάρει η εθνική θεωρία κατά την περίοδο αυτή. Βέβαια, όπως ήδη έχει φανεί, η νεοελληνική συντηρητική ιδεολογία είχε από νωρίς ενσωματώσει διάφορα ιδεολογήματα που είτε καλλιεργήθηκαν από, είτε έτειναν προς, το φασισμό και τον εθνικοσοσιαλισμό. Επίσης ο έντονος αντικομμουνισμός της κυρίαρχης ιδεολογίας του Μεσοπολέμου, με το τρίπτυχο "Πατρίδα, θρησκεία, Οικογένεια", αφομοίωσε εύκολα ιδεολογικές κατασκευές που χρησιμοποίησαν την ίδια περίπου εποχή ο φασισμός και ο ναζισμός σε Ιταλία και Γερμανία αντίστοιχα. Συμπερασματικά λοιπόν μπορεί να ειπωθεί ότι οι εθνικιστικές αναλύσεις του Ίωνα Δραγούμη και οι φασιστικές και ναζιστικές επεξεργασίες του Μεσοπολέμου αποτελούν τα ιδεολογικά θεμέλια του καθεστώτος Μεταξά και κατ' αυτήν την έννοια επηρεάζουν καθοριστικά και το περιεχόμενο που προσλαμβάνει η εθνική θεωρία αυτή την περίοδο.
Οι επεξεργασίες του Δραγούμη για τον ελληνισμό επηρέασαν καθοριστικά τη στάση του καθεστώτος Μεταξά και απέναντι στους γειτονικούς λαούς χρωματίζοντας ανάλογα το περιεχόμενο του ελληνικού εθνικιστικού λόγου αυτής της περιόδου.
Η ακλόνητη πίστη του στη "βαθιά ουσία του Ελληνισμού" και τις αφομοιωτικές του ικανότητες είχε πείσει τον Ίωνα Δραγούμη ότι η Ελλάδα δεν θα έπρεπε να επιδιώκει τον κρατικό επεκτατισμό σε βάρος των γειτονικών λαών. Η επιβολή του ελληνισμού, για τον Δραγούμη, ήταν πρόβλημα μακρόχρονης ουσιαστικής διαδικασίας και όχι ζήτημα τυπικής κατάκτησης. Όλα αυτά σήμαιναν ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να φροντίσει για τον ελληνισμό εκτός των συνόρων χωρίς όμως και να επιδιώκει οπωσδήποτε να τον ενσωματώσει στα σύνορα του κράτους. Οι Έλληνες του εξωτερικού ήταν, για το Δραγούμη, οι φορείς του εκπολιτιστικού έργου του ελληνισμού, ακόμα και στα πιο απομακρυσμένα μέρη. Έτσι λοιπόν εκείνο που χρειαζόταν δεν ήταν ο πόλεμος με τους γείτονες, αλλά η φιλία, οι αγαθές σχέσεις και η συνεργασία. Η επικράτηση του ελληνισμού θα ερχόταν αργότερα, όταν θα ωρίμαζαν οι συνθήκες.
Ο Μεταξάς, στα πλαίσια της εξωτερικής του πολιτικής, θα επαναλάβει την ανάλυση του Δραγούμη, όσον αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και θα εισαγάγει επιπλέον την ιδέα της άμυνας του ελληνισμού απέναντι στον "από βορρά κίνδυνο", συγκεκριμένα απέναντι στη Βουλγαρία και τη Σερβία.
Οσον αφορά το ρόλο του "Εθνικού Κράτους", οι επεξεργασίες του καθεστώτος Μεταξά συνδέονταν, επίσης κατευθείαν, μ' εκείνες του Ίωνα Δραγούμη.
Ο δικτάτορας κατέληγε στην αναγκαιότητα του παρεμβατικού κράτους όχι τόσο επιδιώκοντας την ισορροπία των ταξικών επιρροών όσο οραματιζόμενος μια οργανωμένη και χωρίς εσωτερικές αντιφάσεις αστική κοινωνία. Ο Μεταξάς ξεκινά από την εκτίμηση ότι βρισκόμαστε στο τέλος μιας ιστορικής φάσης και στην αρχή μιας άλλης. Η νέα αυτή περίοδος, κατά τον Μεταξά, δεν μπορεί παρά να χαρακτηρίζεται από το ξεπέρασμα του ατομικισμού και την ανάπτυξη της "συλλογικής ενεργείας" που θα οδηγήσει στην "ομαδική ανάπτυξη του Ελληνισμού". Η τοποθέτηση αυτή ήταν εκ προοιμίου πολύ πιο πρόσφορη για να οδηγήσει στον φασιστικό ολοκληρωτισμό. Έργο λοιπόν του "Εθνικού Κράτους", του "κέντρου του Ελληνισμού", ήταν να αναδημιουργήσει τον ελληνικό πολιτισμό και να δημιουργήσει την απαιτούμενη κρατική ισχύ για την υπεράσπιση του ελληνισμού.
Ο Μεταξάς, εμπνευσμένος πάντα από την ιδέα του οργανικού κράτους σαν ενιαίου και χωρίς αντιφάσεις βιολογικού οργανισμού, υιοθέτησε από νωρίς την ιδέα της εθνικής αυτάρκειας, τόσο στην οικονομία όσο και στην ιδεολογία. Μάλιστα θεωρούσε ότι η οικονομική και ιδεολογική αυτάρκεια αποτελούν προϋποθέσεις για την ανασυγκρότηση του "Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού" που οραματιζόταν.
Από την αρχή κιόλας της δικτατορίας, οι αναφορές στην ανάγκη "δημιουργίας" ή "αναδημιουργίας" του ελληνικού πολιτισμού αποτελούν στερεότυπο μοτίβο του δικτάτορα στους πληθωρικούς λόγους του. Αυτό το κήρυγμα συνοδεύεται από την απόρριψη των ξένων πολιτισμών και τη διατύπωση της φιλοδοξίας για κυριαρχία τελικά του ελληνικού πολιτισμού94.
Ο Μεταξάς φαίνεται να θεωρεί ότι υπάρχουν δυο προϋποθέσεις απαραίτητες προκειμένου να πραγματοποιηθεί αυτή η "εκπολιτιστική πορεία του Ελληνισμού" που διακηρύσσει.
Η πρώτη απ' αυτές τις προϋποθέσεις είναι η επιστροφή στο ένδοξο παρελθόν, "εις τας πηγάς εκείνος από τας οποίας έρρευσε το νερό του Ελληνικού Πολιτισμού καθαρό και αγνό". Όπως υποστηρίζει ο δικτάτορας μόνο έτσι θα μπορέσουμε "να ξαναγίνουμε Έλληνες, και τότε να ορμήσουμε εις ένα νέον μέλλον και όχι εις το μέλλον του αφανισμού"95.
Η δεύτερη είναι "η ανύψωσις του εθνικού φρονήματος. Η τόνωσις της αισιοδοξίας, του θάρρους και της αυτοπεποιθήσεως του ελληνικού λαού. Η εμπέδωσις της πίστεως του ελληνικού λαού στον υψηλόν εκπολιτιστικόν προορισμόν του"96.
Αφού συμβούν όλα αυτά θα "... πρέπει να εξορμήσωμεν από εκεί όπου ευρισκόμεθα, δια να μεταφέρωμεν εσωτερικώς πλέον τα περιθώρια του πολιτισμού μας εις ακόμη μακρύτερα περιθώρια. Διότι ναι μεν ως έκτασις δεν έχομεν να πάμε παραπέρα, αλλά ως πολιτισμός μορφωτικός και υλικός πολιτισμός είμεθα μακρυά ακόμη, πολύ μακρυά δια να φθάσωμεν εις τα εκπολιτισμένα σύνορα μας"97.
Φαίνεται λοιπόν ότι, αν ο "πνευματικός εθνισμός" και ο "εθνιστικός ουμανισμός", που ορισμένοι Έλληνες διανοούμενοι οραματίστηκαν στη δεκαετία του '30, ήταν μια μορφή προσαρμογής στην αναγκαστική σύμπτωση των γεωγραφικών ορίων έθνους και κράτους, η οποία συντελέστηκε μετά το 1922, η δικτατορία Μεταξά επιχείρησε ένα είδος συμβιβασμού με τη νέα πραγματικότητα συμπιέζοντας και τις δυο οντότητες (έθνος και κράτος) κάτω από την έννοια του "Εθνικού Κράτους". Ο "πνευματικός εθνισμός", ως εκλεπτυσμένο υποκατάστατο του εδαφικού επεκτατισμού και της Μεγάλης Ιδέας, στηριζόταν σε μια αρχή επεκτατικού φιλελευθερισμού, σύμφωνα με την οποία κάθε έθνος διατηρώντας την ταυτότητα του φιλοδοξούσε να συνδιαλλαγεί αλλά και να κυριαρχήσει πνευματικά στα άλλα έθνη ενώ η έννοια του "Εθνικού Κράτους" της 4ης Αυγούστου διακατέχεται τόσο από κρατικό συγκεντρωτισμό όσο και από έντονη διάθεση απομονωτισμού.
Σύμφωνα με το Θεολόγο Νικολούδη, Υφυπουργό Τύπου και Τουρισμού και από τους θεωρητικούς της 4ης Αυγούστου, το "Εθνικό Κράτος" είναι κατά του ατόμου και υπέρ του έθνους, αντίθετα με τη φιλελεύθερη εκδοχή της δημοκρατίας που έχει ως θεμελιώδη αρχή την απόλυτη ελευθερία του ατόμου98. Έτσι λοιπόν φυσιολογικά το "Εθνικόν Κράτος" θα θεωρηθεί, από τους θεωρητικούς της 4ης Αυγούστου, ως η "νομική τάξις του Έθνους", ο οργανωμένος υπηρέτης των συμφερόντων του εθνικού συνόλου, μια οντότητα με "ηθικό" χαρακτήρα. Αν το κράτος αντιμετωπίζεται ως "εκδήλωσις της οργανωμένης δυνάμεως του Έθνους", τότε σημαίνει ότι η κρατική οντότητα πρέπει να υποτάσσεται στην ιδέα της "εθνικής αλληλεγγύης" και επομένως η σχέση έθνους  -  κράτους καθορίζεται ως σχέση σκοπού  -  μέσου. Η λατρεία αυτή του έθνους, ως "ομάδος ατόμων συνδεομένων μεταξύ των εις το διηνεκές, δια κοινών γνωρισμάτων και ψυχικής ταυτότητος"99, επιτρέπει ακριβώς την προσδοκία του "τρίτου ελληνικού πολιτισμού" και την τόνωση της φυλετικής υπεροχής: "όχι μόνον η ανομοιογένεια αλλά και η πεποίθησις ότι είμεθα διάφοροι και καλλίτεροι, πρέπει να καλλιεργείται, χάριν της προωθήσεως της ζωής και δη της εθνικής ζωής"100.
Σύμφωνα με τον ίδιο το Μεταξά, κάθε φυλή που έχει δική της συνείδηση οφείλει να δημιουργήσει και να εκδηλώσει το δικό της πολιτισμό, πράγμα που επιβάλλεται ιδιαίτερα για την ελληνική λόγω της υπεροχής της απέναντι στις άλλες. Ο νέος "Τρίτος Ελληνικός Πολιτισμός" που θα δημιουργηθεί πρέπει να είναι κράμα της διάνοιας του αρχαίου πολιτισμού με τη βαθιά θρησκευτική πίστη του μεσαιωνικού ελληνισμού101. Αυτό είναι το "υψηλόν ιδεώδες" του μεταξικού καθεστώτος, που προσπάθησε να το εμπνεύσει στη νεολαία, συνυφασμένο μ' ένα κήρυγμα ξενηλασίας. Αυτός ο εθνοκεντρισμός του νέου καθεστώτος είναι στις περισσότερες περιπτώσεις απόλυτα καταδικαστικός της αποδοχής του ξένου, γιατί πιστεύει ότι ο διαχωρισμός των εθνών είναι στοιχείο προόδου και η ξενηλασία αναδεικνύει πληρέστερα το ελληνικό πνεύμα.
Γίνεται προφανές από τα παραπάνω ότι, στα πλαίσια της ιδεολογίας της 4ης Αυγούστου, η σχέση του έθνους με το κράτος καθορίζεται με βάση το αξίωμα του Μεταξά που θεωρούσε το κράτος ως την εκδήλωση της οργανωμένης δύναμης του έθνους. Το έθνος λοιπόν προηγείται αξιακά του κράτους και ορίζεται είτε ως ψυχή και κατά δεύτερο λόγο ως γεωγραφική ενότητα είτε ως πνευματική κοινότητα που εμπερικλείει παρόν, παρελθόν και μέλλον και τα μέλη της εμφορούνται από εθνικό φρόνημα.
Πάντως, παρά τη συχνή χρησιμοποίηση αφηρημένων εννοιών από τους θεωρητικούς της 4ης Αυγούστου, δεν υποτιμάται καθόλου η σαφής υπογράμμιση του φυλετικού και γεωπολιτικού προσδιορισμού της έννοιας του έθνους. Χαρακτηριστικά ο Γ.Α. Μαντζούφας θα τονίσει:
"Η ελληνική ψυχή, όπως γίνεται αντιληπτόν, είναι συνδυασμένη με την ελληνικήν φυλήν. Η τελευταία αύτη είναι η αφορμή, η οποία μας διακρίνει εις τας εκδηλώσεις μας, τόσον τας πνευματικός όσον και τας αισθηματικάς, όπως και τας κοινάς εκδηλώσεις ακόμη του καθημερινού μας βίου και αυτάς τας μηχανικάς εκδηλώσεις ως ανθρώπων και τας κινήσεις μας ακόμη, μας διακρίνει από άλλους ανθρώπους, μη ανήκοντας εις την ιδίαν, δηλαδή, την ελληνικήν φυλήν. Αλλά δεν είναι μόνον η ιδιότης της ελληνικής ψυχής. Το γεγονός ότι εγεννήθημεν εις ένα ωρισμένον τόπον, εις τον οποίον έζησεν άλλοτε η φυλή εκείνη, η οποία έδωσεν εις την ανθρωπότητα τον κλασσικόν πολιτισμόν, δεν είναι τυχαίον"102.
Έτσι λοιπόν, η φυλή και η γη αναγνωρίζονται ως οι δυο κύριοι παράγοντες που καθορίζουν την ιδιαιτερότητα της "ελληνικής ψυχής" και του ελληνικού πολιτισμού. Ακόμα και οι αρετές του αρχαίου πολιτισμού ανάγονται "στη βιολογική σύνθεση της φυλής και στον ιδιότυπο χαρακτήρα του τόπου"103 ενώ ως βασικές συνιστώσες της δημιουργικής φαντασίας καθορίζονται ο ελληνισμός ως πνευματικό γεγονός και η Ελλάδα ως γεωφυσική πραγματικότητα.
Η συγκεκριμένη μορφή που παίρνει ο κυρίαρχος εθνικιστικός λόγος κατά την περίοδο της δικτατορίας Μεταξά καθώς και οι γενικότερες επιλογές του καθεστώτος επηρεάζουν άμεσα και την ευρύτερη πνευματική παραγωγή. Βέβαια θα ήταν υπερβολικό να πούμε ότι η 4η Αυγούστου επηρέασε άμεσα τις συζητήσεις για την "ελληνικότητα" στα τέλη της δεκαετίας του '30. Ωστόσο η στροφή "προς τις ρίζες"104, που παρατηρείται μετά το 1936, μπορεί να ερμηνευθεί και ως αρνητική αντίδραση αλλά και ως συμμόρφωση προς τις επιταγές του Νέου Κράτους. Μπορεί αρκετοί φιλελεύθεροι διανοούμενοι ή περιοδικά, όπως τα "Νέα Γράμματα", να αρνήθηκαν συνεργασία με το νέο καθεστώς, ωστόσο ο αυταρχικός εθνοκεντρισμός του τους υποχρέωσε έμμεσα να κάνουν κι αυτοί τη δική τους συντηρητική στροφή προς τον "αισθητικό εδαφισμό" του Γιαννόπουλου ή να προβάλουν έναν αντίπαλο λαϊκισμό στις λαϊκίζουσες τάσεις του Μεταξά, που προσπαθούσε να δώσει στη δικτατορία του την επίφαση της μαζικής λαϊκής υποστήριξης.
Το δικτατορικό καθεστώς οραματιζόταν μια τέχνη για τις μάζες και διατυμπάνιζε ότι η βάση του ελληνικού "Εθνικού Κράτους" είναι λαϊκή. Αν και το "Εθνικό Κράτος" προϋπέθετε μόνο τις έννοιες του έθνους και του κράτους, οι θεωρητικοί του μεταξικού καθεστώτος επιχείρησαν να υποστηρίξουν ότι διέθετε μαζικό χαρακτήρα και γι' αυτό μίλησαν για "εθνική λαοκρατία". Προσπάθησαν μάλιστα να διαχωρίσουν τις έννοιες "έθνος" και "λαός" λέγοντας ότι ο "λαός" αποτελεί βιολογική πραγματικότητα ενώ το "έθνος" ένα κοινωνικό ιδεώδες. Ο λαός αντιπροσωπεύει μια ψυχική ενότητα και μια κοινοτική καταγωγή ενώ το έθνος μια ιδεολογική ενότητα και μια κοινότητα θελήσεων κάτω από μια ιδέα.
Όλα όσα ειπώθηκαν παραπάνω δείχνουν ότι η 4η Αυγούστου καλλιέργησε ένα έντονα αυταρχικό, σοβινιστικό και λαϊκιστικό κλίμα. Από πολύ νωρίς οι θεωρητικές επεξεργασίες του Μεταξά ήταν εθνοκεντρικές, πράγμα που βρισκόταν σε πλήρη αρμονία με την εθνικιστική αντίληψη περί έθνους. Στόχος του Μεταξά ήταν η διαμόρφωση μιας εθνικής θεωρίας που θα μπορούσε να αντιπαρατεθεί αποτελεσματικά τόσο προς τα αφηρημένα σχήματα των φιλελεύθερων διανοουμένων όσο και προς το διεθνισμό των μαρξιστών. Η φυσιογνωμία που έγινε προσπάθεια να διαμορφώσει η εθνική θεωρία κατά τη μεταξική περίοδο δεν άφησε ανεπηρέαστους ούτε όσους αντιστάθηκαν στο μεταξικό καθεστώς, αναγκάζοντας κι αυτούς να συζητούν για την "ελληνικότητα" και να προβάλλουν έντονα τις λαϊκές τους ρίζες που θα τις αναζητήσουν στα κείμενα του Μακρυγιάννη και τη ζωγραφική του Θεόφιλου.

5. Συμπεράσματα 

Ο ελληνικός εθνικιστικός λόγος, αμέσως μετά τη μικρασιατική καταστροφή, βρίσκεται αντιμέτωπος μ' ένα πρόβλημα που θα μπορούσε σχηματικά να αποδοθεί με τον όρο "κενό οράματος." Αν μέχρι το 1922 ο αλυτρωτισμός και ο εδαφικός επεκτατισμός αποτελούσαν τις προμετωπίδες του ελληνικού εθνικισμού, μετά τη μικρασιατική καταστροφή οι λειτουργοί της ελληνικής εθνικής θεωρίας, συνειδητοποιώντας ότι η διαδικασία εθνικής ολοκλήρωσης έχει, τουλάχιστον μέσα στην παρούσα συγκυρία, ολοκληρωθεί, υποχρεώνονται να στρέψουν το ενδιαφέρον τους στην ανεύρεση και ανάδειξη νέων "εθνικών οραμάτων". Η ανάγκη προσαρμογής της εθνικής θεωρίας στη νέα πραγματικότητα που διαμορφώθηκε μετά τη βύθιση των μεγαλοϊδεατικών οραμάτων στα νερά του λιμανιού της Σμύρνης είναι προφανής αλλά και επιτακτική. Έτσι λοιπόν φυσιολογικά το σύνολο των λειτουργών της εθνικής θεωρίας, από τον φιλελεύθερο Θεοτοκά μέχρι τον φασίστα Μεταξά, φαίνεται να συγκλίνει στην εκτίμηση ότι τα συστατικά και οι στοχεύσεις αυτής της θεωρίας οφείλουν να ανανεωθούν.
Επιπλέον, η ανάγκη ανασυγκρότησης της εθνικής θεωρίας προσλαμβάνει κατά το Μεσοπόλεμο ιδιαίτερη σημασία καθώς συναρθρώνεται με την συνολική ευστάθεια του οικοδομήματος της κυρίαρχης ιδεολογίας. Σε τελική ανάλυση η αναμόρφωση της ελληνικής εθνικής επιχειρηματολογίας γίνεται απόλυτα αναγκαία και επιβάλλεται όχι μόνο ως συνέπεια της μικρασιατικής καταστροφής αλλά και ως αποτέλεσμα της παρατεταμένης και ανοικτής πολιτικής κρίσης που χαρακτηρίζει το Μεσοπόλεμο. Σε μια περίοδο που τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα τείνουν να λάβουν εκρηκτικές διαστάσεις και καθώς οι σοσιαλιστικές ιδέες αποκτούν ένα εν δυνάμει ευρύτατο ακροατήριο, η εγχάραξη μιας εθνικής ταυτότητας που θα λειτουργεί συνεκτικά, αποσιωπώντας ή παρακάμπτοντας υπαρκτές και οξύτατες κοινωνικές αντιθέσεις, μοιάζει να είναι όχι μόνο χρήσιμη αλλά και αναγκαία. Στο πλαίσιο αυτό η ανασυγκρότηση της ελληνικής εθνικής θεωρίας, κατά την περίοδο μετά το 1922, δεν είναι απλά ένα ζητούμενο μεταξύ των διανοουμένων αλλά μια αδήριτη αναγκαιότητα που επιβάλλεται από τα κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα της συγκυρίας.
Έτσι λοιπόν οι απόπειρες ανανέωσης της εθνικής θεωρίας απασχολούν έντονα  - και κάποτε συγκλονίζουν - τους χώρους τόσο της πολιτικής όσο και της διανόησης κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Ανιχνεύοντας τις αποχρώσεις στις αναζητήσεις των λειτουργών της εθνικής θεωρίας μπορούμε να διακρίνουμε δυο βασικά ρεύματα χωρίς αυτό να αποκλείει την ύπαρξη και άλλων προσωπικών ή επιμέρους διαφοροποιήσεων.
Γο πρώτο ρεύμα περιλαμβάνει τους πολιτικούς και τους διανοούμενους που κινούνται στο ευρύτερο ιδεολογικό κλίμα του φιλελευθερισμού. Οι φιλελεύθεροι πολιτικοί θα προτείνουν ως νέο "εθνικό όραμα" 'ένα σχέδιο αστικού εκσυγχρονισμού συναρθρωμένο με την επιδίωξη εθνικής ομογενοποίησης του κράτους. Οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι θα μιλήσουν για "πνευματικό εθνισμό", "εθνιστικό ουμανισμό" και "ελληνικότητα"  -  αποφεύγοντας συστηματικά και συνειδητά να την προσδιορίσουν με ακρίβεια  -  έχοντας τη φιλοδοξία η αποδοχή και παγίωση όλων αυτών των σχημάτων να γίνει η αφετηρία για μια διαδικασία πολιτιστικής ηγεμονίας του "ελληνισμού" πάνω στη Δύση.
Η συμβολή των διανοουμένων της γενιάς του '30 στη διαμόρφωση και ανάδειξη τέτοιων ιδεολογικών σχημάτων υπήρξε καθοριστική. Η γενιά του '30 προσπάθησε να κινήσει μια αμφίδρομη διαδικασία και να προβάλει δύο πρόσωπα, έτσι ώστε να γεφυρώσει το λεγόμενο "χάσμα της εθνικής ταυτότητας", το δυτικό με το ανατολικό στοιχείο της "ταυτότητας του ελληνισμού". Από τη μια πλευρά πρόβαλε την αστικοκοσμοπολίτικη, "δυτική" εικόνα της: αρκετά εξωστρεφή, εκσυγχρονιστική και συνάμα ανταγωνιστική προς την Ευρώπη. Από την άλλη παρουσίασε ένα λαϊκιστικό πρόσωπο ανακαλύπτοντας το Μακρυγιάννη και το Θεόφιλο. Πιστεύοντας ότι η ελληνική ταυτότητα χαρακτηρίζεται από έναν έντονο δυϊσμό, η γενιά του '30 επιχείρησε να συγκεράσει αυτά τα δύο είδωλα, αποβλέποντας στην υπέρβαση αυτού του δυϊσμού και φιλοδοξώντας να δημιουργήσει μια νέα πιο ευέλικτη ιδεολογική κατασκευή. Καθώς λοιπόν η Μεγάλη Ιδέα, μαζί με τους αυτοκρατορικούς πόθους, είχαν πια ξεθυμάνει, οι διανοούμενοι της γενιάς του '30 προσπαθούν να συγκροτήσουν μια νέα ιδεολογική φόρμουλα που να διαπνέεται από φιλελεύθερο ουμανισμό και να εξισορροπεί τον πολιτισμικό ισολογισμό με την Ευρώπη. Για να το πετύχουν αυτό επιχειρούν να συμφιλιώσουν στοιχεία της λαϊκής παράδοσης με το μοντερνισμό προσβλέποντας ταυτόχρονα συναγωνιστικά προς την "Ευρώπη".
Στο δεύτερο ρεύμα θα μπορούσαν να ενταχθούν εκείνοι οι πολιτικοί και διανοούμενοι που διακρίνονται για τις συντηρητικές και πολλές φορές ακραίες εθνικιστικές θέσεις τους. Οι πολιτικοί που εντάσσονται σ' αυτό το ρεύμα τονίζουν ότι ο ελληνικός λαός "προορίζεται για να επικρατή και να ηγεμονεύη" και προπαγανδίζουν την οικονομική διείσδυση της Ελλάδας στην Τουρκία με απώτερο σκοπό την επικράτηση. Οι εκφραστές αυτού του ρεύματος στο χώρο της διανόησης αντιμετωπίζουν την εθνικότητα βασισμένοι σε κριτήρια φυλετικά και περιβαλλοντικά και καλλιεργούν  - ιδιαίτερα μετά το 1936 - ένα κλίμα ξενηλασίας και εθνικής περιχαράκωσης.
Εκτός από την ύπαρξη των δυο αυτών ρευμάτων, η συζήτηση για το περιεχόμενο της εθνικής θεωρίας κατά το Μεσοπόλεμο επηρεάζεται και από την σημαντική απήχηση που βρίσκουν στο χώρο των διανοουμένων οι μαρξιστικές  - σοσιαλιστικές ιδέες. Η συμβολή του μαρξισμού του Μεσοπολέμου στη διαμόρφωση της εθνικής θεωρίας, αν και υπήρξε "εξωτερική" και μ' αυτή την έννοια έμμεση, πρέπει να θεωρηθεί καίρια. Οι μαρξιστές διανοούμενοι αυτής της περιόδου, με την ιδεολογική πίεση που ασκούν, γίνονται ένας από τους παράγοντες που ωθούν τους φιλελεύθερους διανοούμενους στο να προσανατολιστούν προς έναν "πνευματικό εθνισμό".
Έτσι λοιπόν μέσα σ' ένα ιδεολογικό τοπίο που χαρακτηρίζεται από τις έντονες διαμάχες όλων των παραπάνω ιδεολογικών ρευμάτων μεταξύ τους, εκτυλίσσονται οι απόπειρες ανανέωσης της εθνικής ιδεολογίας κατά το Μεσοπόλεμο. Κύριο γνώρισμα των ιδεολογικών αντιπαραθέσεων είναι η έμμονη διάθεση των εκφραστών κάθε ρεύματος να ενοποιήσουν τις αντιλήψεις των δυο άλλων πλευρών προκειμένου να αντιπαραθέσουν τον εαυτό τους σ' αυτές. Για τους συντηρητικούς όλοι ανεξαιρέτως οι ιδεολογικοί τους αντίπαλοι, από τους δημοτικιστές και τους φιλελεύθερους μέχρι τους κομμουνιστές είναι "εχθροί του έθνους", "εχθροί της πατρίδας", "εχθροί της θρησκείας". Οι φιλελεύθεροι δεν παραλείπουν να τονίζουν ότι τους αντιπάλους τους, συντηρητικούς και διεθνιστές, συνδέει η πίστη στην ύλη και στην υλική πρόοδο. Τέλος οι μαρξιστές διακρίνουν τον εαυτό τους από όλους τους αντιμαρξιστές, κατηγορώντας τους τελευταίους ότι, ανεξάρτητα από την αφετηρία τους, σε τελική ανάλυση εξυπηρετούν τη διατήρηση του συστήματος.
Πάντως από το 1936, με την επιβολή της δικτατορίας Μεταξά, οι συντηρητικοί φαίνεται να ποδηγετούν τους φιλελεύθερους διανοούμενους και να δίνουν το δικό τους τόνο στις συζητήσεις, έχοντας πίσω τους όλο τον κρατικό μηχανισμό και το εκπαιδευτικό σύστημα. Παράλληλα ταυτίζουν το έθνος με τον εαυτό τους και τους κομμουνιστές με τους εχθρούς του έθνους. Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες, οι φιλελεύθεροι αναγκάζονται, είτε υπακούοντας είτε αντιδρώντας, να τονίσουν την ιδιαίτερη αξία και σημασία της λαϊκής παράδοσης και να στραφούν προς αναζητήσεις του "εθνικού" περισσότερο αφηρημένες. Η συμμόρφωση των περισσότερων με τις επιταγές του καθεστώτος έχει ως αποτέλεσμα τη συντηρητική στροφή προς το παρελθόν και τα φυλετικά ιδεώδη. Έτσι λοιπόν οι συντηρητικοί, από το 1936 και μετά, επιβάλλουν αυταρχικά τη δική τους δογματική θεώρηση της "ελληνικότητας" την ίδια στιγμή που οι φιλελεύθεροι προσπαθούν να προτείνουν μια πιο ευέλικτη και εύκαμπτη άποψη για το έθνος και τις προοπτικές του.
Αμέσως μετά το τέλος του Β' Παγκόσμιου πολέμου οι πολιτικές συνθήκες οδηγούν σε μια ακόμα μεγαλύτερη σκλήρυνση του κυρίαρχου ιδεολογικού λόγου και τα όρια ανάμεσα στην "ελληνικότητα" και την "εθνικοφροσύνη" γίνονται ουσιαστικά δυσδιάκριτα. Είναι η εποχή που οικοδομείται, πάνω στα συντρίμμια του ηττημένου ΕΑΜικού κινήματος, το "κράτος των εθνικοφρόνων", το οποίο αφορίζει και αποκλείει από τον "εθνικό κορμό" μια συγκεκριμένη κατηγορία πολιτών, αυτούς που δεν ήταν "εθνικόφρονες", τους "ξενοκίνητους", τους "εαμοβούλγαρους", δηλαδή στην πραγματικότητα όσους πίστευαν στις ιδέες της Αριστεράς. Μέσα σ' αυτή τη συγκυρία ο συντηρητισμός σκληραίνει όλο και περισσότερο και αρνείται κάθε είδους διάλογο σχετικά με το περιεχόμενο της "εθνικοφροσύνης".


40.. Σπ. Μελάς, "Βασικές αρχές", περ. Ιδέα, τεύχ. 1, Γενάρης 1933, σ. 13.
41.. Σπ. Μελάς, ο.π., σ. 2.
42.. Γ. Θεοτοκάς  -  Γ. Σεφέρης, Αλληλογραφία (19301966), επιμ. Γ.Π. Σαββίδης, Αθήνα 1975, σ. 63.
43.. Σπ. Μελάς, "Έθνος και ανθρωπότητα", περ. Ιδέα, τομ. Ι, αρ. 1, Γενάρης 1933, σς. 412 και αρ. 2, Φλεβάρης 1933, σς. 7790.
44.. Σπ. Μελάς, ο.π., σ. 88.
45.. Σπ. Μελάς, ο.π., σ. 89.
46.. Σπ. Μελάς, ο.π., σ. 88.
47.. Γ. Θεοτοκάς, "Υπάρχει κάτι σάπιο στην Ελλάδα", περ. Ιόέα, τομ. 2, αρ. 10, Οκτώβρης 1933, σ. 200.
48.. Ανάμεσα σ' αυτέ; ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι βιβλιοκριτικές του "Εμπρός στο κοινωνικό πρόβλημα" από τον Κ.θ. Δημαρά (εφημ. Πολιτεία, 15 Μαρτίου και 5 Απριλίου 1932) και από τον Τ.Κ. Παπατσώνη (εφημ. Καθημερινή, 31 Μαρτίου 1932) καθώς και το άρθρο του Αγγέλου Τερζάκη με τίτλο "Ελεύθερα Ιδανικά" στο περιοδικό "Ο Κύκλος" (τομ. Α', 193132).
49.. Αγγ. Τερζάκης, ο.π., σ. 236.
50.. Σχετικά βλέπε τα άρθρα του Δημήτρη Γληνού, ο.π. και ακόμα Μ. Σπιέρος (ψευό. του Ν. Καλαμάρη), "Αληθινός ουμανισμός", περ. Ο Κύκλος, τομ. 1, αρ. 5, Μάρτης 1932, σς. 223231, Γ. Μηλιόδης: "Διαβάζοντας...", περ. Σήμερα, τευχ. 2, Φλεβάρης 1933, σς. 5659 καθώς και το βιβλίο του Παύλου Γκίκα (ψευό. του Ηλ. Τσιριμώκου), Έλεγχος τον αστικού ιδεαλισμού, Αθήνα 1933.
51.. Δ. Γληνός, "Πνευματικές μορφές της αντίδρασης", αναδημοσίευση στο Δημήτρης Γληνός, Εκλεκτές σελίόες, β' έκδοση, Αθήνα 1975, τόμος τέταρτος, σς. 6566.
52.. Γ. Μηλιόδης, ο.π., σ. 58.
53.. Μ. Σπιέρος (Ν. Καλαμάρης), ο.π., σ. 225.
54.. Γ. Μηλιόδης, ο.π., σ. 5758.
55.. Π. Γκίκας (Η. Τσιριμώκος), ο.π., σς. 5355.
56.. Α. Λιάκος, ο.π., σ. 16.
57.. Δ. Τζιόβας, ο.π., σ. 31.
58.. Δ. Τζιόβας, ο.π., σ. 31.
59.. Δ. Τζιόβας, ο.π., σ. 39.
60.. Σχετικά με το ζήτημα συγκρότησης του εθνικού χρόνου βλ. Κ.θ. Δημαράς, Ελληνικός Ρωμαντισμός, Αθήνα 1985, κυρίως σς. 32480, του ίδιου, Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, Αθήνα 1986, Έλλη Σκοπετέα, Το πρότυπο Ιϊασίλειο και η Μεγάλη Ιδέα, Αθήνα 1988, κυρίως σς. 171217, Γιώργος Βελουδής, Ο Jacob Philip Fallmerayer και η γένεση τον ελληνικού ιστορισμού, Αθήνα 1982, Αντώνης Λιάκος, "Προς επισκευήν ολομελείας και ενότητος. Η δόμηση και το πρόβλημα του εθνικού χρόνου", επιστημονική συνάντηση στη μνήμη του Κ.θ. Δημαρά, K.M.Ε. -  Ε.Ι.Ε., Αθήνα 1994, σς. 171199, του ίδιου "Εθνικές θεωρίες και αμφιβολίες" στο Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων, σεμινάριο 17, Εθνική συνείδηση και ιστορική παιδεία, Αθήνα 1994, σς. 2837, Παναγιώτης Στάθης, "«'Οψεις της διαμόρφωσης της εθνικής ιστοριογραφίας στην Ελλάδα τον Ιθ' αιώνα: η συμβολή των καθηγητών Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών" στον παραπάνω τόμο σς. 100117 καθώς και Δ.Χ. Ξιφαράς, "Η 'ακατάλυτη συνέχεια' του ελληνισμού. Ορισμένες επίκαιρες σκέψεις για την ελληνική ιστορία", περ. θέσεις, τεύχη 42 (Ιανουάριος Ιούνιος 1993), σς. 5779 και 43 (Απρίλιος  -  Ιούνιος 1993) σς. 2546.
61.. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Φώτος Πολίτης, ο οποίος μ" ένα μαχητικό του άρθρο στην εφημερίδα "Ελεύθερο Βήμα" (22 Νοεμβρίου 1928) θα υποστηρίξει  - για μια ακόμα φοράτην ανάγκη να ξεφύγει το έθνος από τα παρακμιακά πρότυπα της Δύσης και να στραφεί στα ελληνικά ήθη, στα δημοτικά κειμήλια, στο Σολωμό και στον Παπαδιαμάντη.
62.. Π.Χ. Νούτσος, "Η μορφολογία της ιστορίας του Ο. Spengler στο έργο του Ε.Π. Παπανούτσου", περ. Δωδώνη, τ. θ, 1980, σς. 2738.
63.. Σχετικά με την "ανακάλυψη" του Μακρυγιάννη από τη όιανόηση αυτής της περιόδου βλ., Δ. Τζιόβας, ο.π., σς. 126129.
64.. Ο όρος "Γεωπολιτική" ανήκει στον Rudolf Koellen που τον πρωτοδιατύπωσε στο έργο του The state as an organism (1903). Κατόπιν ο όρος έγινε ευρύτερα γνωστός από τον Karl Haushofer, o οποίος διηύθυνε το ναζιστικό περιοδικό Zeitschrift fur Geopolitik.
65.. Ενδεικτικά και μόνο βλ., τα έργα του Κ.Δ. Σφυρή, Γεωοκονομική και Οικονομία, Αθήναι 1930, Griechenland und die Inlemazionale, Bern 1917, Υπό ποίας προϋποθέσεις η Ελλάς είναι βιώσιμος. Αθήναι 1931 και ακόμα Δ. Δανιηλίδης, Νεοελληνική Οικονομία και Κοινωνία, Αθήνα 1934 και Π. Παμπούκης, Γεωπολιτική θεώρηση τον σύγχρονου ελληνισμού, Αρχείον Κοινωνικών και Οικονομικών Επιστημών, Αθήνα 1939.
66.. Μια συνοπτική παρουσίαση των βασικών θέσεων των Ελλήνων θεωρητικών της Σχολής της Γεωπολιτικής και των επιδράσεων αυτών των θέσεων γίνεται στο Κ. Βεργόπουλος, Εθνισμός και οικονομική ανάπτυξη. Η Ελλάδα στο μεσοπόλεμο, Αθήνα 1978, σς. 141-150.
67.. Χαρακτηριστικά για τέτοιου είδους απόψεις βλ., Θ.Δ. Τσάτσος, "Πατρίδα και Τέχνη", περ. Νέα Ζωή, φύλλο 1, Απρίλιος 1933, Ι.Ν. Θεοδωρακόπουλος, "Γη, πνεύμα, λαός", περ. Νέα Ζωή, αρ. 2, Ιούλιος 1933, Θ.Δ. Τσάτσος, "Στοχασμοί για τη νέα ελληνική τέχνη", περ. Νέα Ζωή, αρ. 3, Σεπτέμβριος 1933, Κ. Τσάτσος, "Ο Παλαμάς και η ελληνική γη", περ. Γα Νέα Γράμματα, χρ. Α', αρ. 2. Φλεβάρης 1935, αρ. 3, Μάρτης 1935, αρ. 4, Απρίλης 1935 και επίσης Κ. Τσάτσος, "«Το τραγούδι της γης» του Μυριβήλη", περ. Τα Νέα Γράμματα, χρ. Γ', αρ. 5, Μάης 1937 και Γ. Θεοτοκάς, "Η διαύγεια", περ. Ο Κύκλος, Νοέμβριος 1931.
68.. Θ.Δ. Τσάτσος, "Στοχασμοί για τη νέα ελληνική τέχνη", ο.π., σ. 150.
69.. Θ.Δ. Τσάτσος, "Πατρίδα και Τέχνη", ο.π., σ. 29.
70.. Ι.Ν. Θεοδωρακόπουλος, ο.π., σ. 83.
71.. Κ. Τσάτσος, "«Το τραγούδι της γης» του Μυριβήλη", ο.π., σ. 400.
72.. Η παρουσία τέτοιων θεωριών φαίνεται ότι είναι τόσο έντονη ώστε επηρεάζει με τρόπο δυναμικό ακόμα και το έργο φιλελεύθερων διανοουμένων που είχαν προσπαθήσει να κρατηθούν μακριά από δογματικές και σχηματικές διατυπώσεις. Στο πλαίβιο αυτό η αναφορά σ' ένα κείμενο του Γ. Θεοτοκά είναι αποκαλυπτική:
"Ολόκληρη η Ελλάδα καλεί και συνεχώς προαναγγέλλει το φως του νου. Ως πότε θα αγνοούμε το μεγάλο μάθημα που μας δίνει ο τόπος μας; Ως πότε αυτή η άγονη υποταγή στα τυφλά ένστικτα μας ή στους θολούς μυστικισμούς και τους στρυφνούς τρόπους της σκέψης ξένων και μακρινών λαών που δεν αντίκρυσαν ποτέ το ελληνικό φως; Χάνουμε τον καιρό μας με τους Γότθους και τους Σκύθες, σπαταλούμε άσκοπα πολύτιμες δυνάμεις και στρεβλώνουμε το μυαλό μας. Τα διδάγματα τους δεν μπορούν να φουντώσουν στα χώματα μας μήτε να μας κάνουν καλό. Μοναχά εκτρώματα γεννιούνται από τέτοιες αταίριαστες ενώσεις" (Γ. Θεοτοκάς, "Η διαύγεια", ο.π., σ. 30).
73.. Για μια κριτική στάση απέναντι σ' αυτές τις αντιλήψεις, όχι από μαρξιστική σκοπιά, αλλά στα πλαίσια της φιλελεύθερης αντίληψης, βλ. Δ. Βιτσώρης: "Τέχνη, καλλιτέχνης και κοινό Β1", περ. Νεοελληνικά Γράμματα, αρ. 145, 9 Σεπτεμβρίου 1939.
74.. Το 1935 το περιοδικό "3ο μάτι" αφιερώνει ένα διπλό τεύχος του στη σχέση φύσης και τέχνης και εκεί δημοσιεύεται και ένα κείμενο του Γιαννόπουλου με τίτλο "Η Ελληνική Γραμμή". Το 1938 δυο περιοδικά, 'Τα Νέα Γράμματα" και τα "Νεοελληνικά Γράμματα", αφιερώνουν ολόκληρα τεύχη τους ξανατυπώνοντας σελίδες από το έργο του Γιαννόπουλου και δημοσιεύοντας μελέτες ή σκέψεις για τη συνεισφορά και την προσωπικότητα του.
75.. Ανδ. Καραντώνης, "Το τεύχος μας για τον Π. Γιαννόπουλο", περ. Γα Νέα Γράμματα, χρ. Δ', αρ. 13, Γενάρης  -  Μάρτης 1938, σ. 292.
76.. Δ. Φωτιάδης, "θέλγει, μα δεν πείθει", περ. Νεοελληνικά Γράμματα, αρ. 77, 21 Μαΐου 1938.
77.. Γ. Θεοτοκάς, "Γύρω στον Περικλή Γιαννόπουλο", περ. Νεοελληνικά Γράμματα, αρ. 77, 21 Μαΐου 1938.
78.. Ο Θεοτοκάς θα δεχτεί σφοδρή επίθεση από τον Ανδρέα Καραντώνη (στο Α. Καραντώνης: "Η κατάπτωση ενός λογίου", περ. Τα Νέα Γράμματα, χρ. Δ1, αρ. 45, ΑπρίληςΜάης 1938, σελ. 430431) και, θα απαντήσει με "Ένα γράμμμα", περ. Νεοελληνικά Γράμματα, αρ. 77, 21 Μαΐου 1938.
79.. Σχετικά βλ., Σ. Πάμφυλος, "Μια φωνή διαμαρτυρίας", περ. Νεοελληνικά Γράμματα, αρ. 80, 11 Ιουνίου 1938, Αγγ. Τερζάκης, "Ένα στίγμα", περ. Νεοελληνικά Γράμματα, αρ. 81, 18 Ιουνίου 1938 και Μ. Καραγάτσης, "Οι Επιτάφιοϊ", περ. Νέα Εστία, τομ. 23, τευχ. 276, 1938, σς. 842844.
80.. Η συζήτηση πραγματοποιείται από τον Απρίλιο του 1938 μέχρι το Δεκέμβριο του 1939 με δημοσιεύσεις στα περιοδικά Προπύλαια και Μα Γράμματα. Τα κείμενα αυτά κυκλοφόρησαν αργότερα στον τόμο Γ. Σεφέρης  -  Κ. Τσάτσος, Ένας διάλογος για την ποίηση, επιμ. Λουκάς Κούσουλας, Αθήνα 1975. Στην έκδοση αυτή αναφέρονται και οι παραπομπές.
81.. Γ. Σεφέρης  -  Κ. Τσάτσος, ο.π., σ. 62.
82.. Γ. Σεφέρης  -  Κ. Τσάτσος, ο.π., σ. 30.
83.. Κ.θ. Δημαράς, "Η ελληνικότης στην ποίηση", εφ. Ελεύθερον Βήμα, 21 Αυγούστου 1939. ανατ. στα Νέα Γράμματα, χρ. Ε', αρ. 46, Απρίλιος  -  Ιούνιος 1939, σς. 203204.
84.. Για την αντιμετώπιση των όρων "ελληνισμός" και "ελληνικότητα" από τον Γ. Σεφέρη βλ. σχετ. Γ. Κιουρτσάκης, Ελληνισμός και Δύση στο στοχασμό τον Σεφέρη, Αθήνα 1979.
85.. Γ. Θεοτοκάς, "Γύρω στη νέα 'Οδύσσεια'", περ. Nea Εστία, τομ. 34, τεύχ. 391, 15 Σεπτέμβρη 1943, σς. 11251128.
86.. Γ. Θεοτοκάς, ο.π., σ. 1128.
87.. Γ. Σεφέρης, Δοκιμές, Αλεξάνδρεια 1944. β' έκδοση συμπληρωμένη Αθήνα 1962, γ' έκδοση Αθήνα 1974, τόμ. 1, σ. 260.
88.. Χαρακτηριστικά ο Γ. Σεφέρης θα υπογραμμίσει: "Τους αρχαίους, αν θέλουμε πραγματικά να τους καταλάβουμε, θα πρέπει πάντα να ερευνούμε την ψυχή του λαού μας" στο Γ. Σεφέρης. ο.π.. σ. 257.
89.. Στο πλαίσιο αυτό ο Γ. Θεοτοκάς, οραματιζόμενος τη συγχώνευση του πνεύματος της αρχαίας τραγωδίας με τη σύγχρονη λογοτεχνία, θα γράφει χαρακτηριστικά:
"Αυτό θα είταν αληθινά κάτι ιδιαίτερο και καινούργιο, θα είταν κάτι αυθεντικά ελληνικό και θα είταν επιτέλους μια ελληνικότητα που θα ξεπερνούσε αληθινά τις αθλιότητες του τοπικισμού, θα περιφρονούσε όλους τους κάλπικους επαρχιακούς και χαφενειακούς ελληνοκεντρισμούς και θα είχε την ελπίδα (μακρινή βέβαια, αλλά όχι ανεδαφική) να αποκτήσει κάποτε μια διεθνική σημασία". Βλ. σχετ. Γ. Θεοτοκάς, "Προσπάθεια προσανατολισμού", περ. Νεοελληνικά Γράμματα, αρ. 102, 12 Νοεμβρίου 1938.
90.. Για μια αόρομερή παρουσίαση των ιδεολογικών αρχών του μεταξικού καθεστώτος, βλ. Π.Νούτσος, Ιδεολογικές συνιστώσες του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, περ. Τα Ιστορικά, τόμος τρίτος, τεύχος 5, Ιούνιος 1986, σς. 139150.:
91.. Συνέντευξη στην εφημ. Ελεύθερος Άνθρωπος, 4 Ιανουαρίου 1934.
92.. Συνέντευξη στην εφημ. Καθημερινή, 6 Ιανουαρίου 1934.
93.. Εφημ. Καθημερινή, 23 Ιανουαρίου 1935.
94.. Έτσι σε λόγο που θα εκφωνήσει ο Μεταξάς στην Κομοτηνή (7 Οκτωβρίου 1936) θα δηλώσει ότι "θέλομεν να κάμωμεν πολιτισμόν Ελληνικόν. Δεν θέλομεν τους ξένους πολιτισμούς, θέλομεν ιδικόν μας πολιτισμόν, τον οποίον να τον ωθήσωμεν και να τον κάμωμεν ανώτερον από όλους τους πολιτισμούς εις την άκρην αυτήν της Ευρώπης... ". Λίγες μέρες αργότερα σε λόγο του στη Θεσσαλονίκη (28 Οκτωβρίου 1936) ο δικτάτορας θα τονίσει ότι "... ο τόπος αυτός, όστις άλλοτε ήτανε η πηγή του πολιτισμού, η πηγή του πνεύματος, η πηγή όλων των εκλάμψεων της ανθρωπινής διανοίας, πρέπει να Εαναβρή τον εαυτόν του". Βλ. σχετικά. Ιωάννης Μεταξάς, Λόγοι και •Σκέψεις 1936  -  1941, Αθήνα 1969, τόμος Α1(19361938).
95.. Λόγος στους φοιτητάς του Πανεπιστημίου Αθηνών, 10 Οκτωβρίου 1936 στο Ι. Μεταξάς, ο.π., τόμος Α' (19361938).
96.. Ι. Μεταξάς, ο.π., τομ. Α1(19361938), σελ. 49.
97.. Λόγο; στους κατοίκους της Λάρισας (9 Οκτωβρίου 1936) στο Ι. Μεταξάς, ο.π., τόμο:: Α' (19361938).
98.. βλ. Νικολούδης, "Το Νέον Κράτος ως πολιτικόν και κοινωνικόν σύστημα" (λόγος του προς την εθνική νεολαία), περ. Νεοελληνικά Γράμματα, αρ. 112, 21 Ιανουαρίου 1939, σ. 11.
99.. Γ.Α. Μαντζούφας, "Το εθνικόν συμφέρον ως γνωμών της ερμηνείας και της εφαρμογής του νόμου", περ. Το Νέον Κράτος, τ. 3, 1939, σ. 1450.
100.. Γ.Α. Μαντζούφας, "Ιδεολογία και κατευθύνσεις εις το Νέον Κράτος", περ. Το Νέον Κράτος, τ. 2, 1938, σ. 1338.
101.. Ι. Μεταξάς, ο.π., τόμ. Α1(19361938), σ. 197 και σς. 285286.
102.. Γ.Α. Μαντζούφας, ο.π., σ. 13261327.
103.. Ι.Μ. Παναγιοτόπουλος. "Το νέο Κράτος και η τέχνη", περ. Το Νέον Κράτος, τεύχ. 25, 0.57.
ICH. Ο Δημήτρης Τζιόβας έχει κάνει την εύστοχη παρατήρηση ότι στα 1936-1937 αρχίζει να συντελείται στο πλαίσιο της ελληνικής ζωγραφικής αυτό που ονομάστηκε "επιστροφή στις πηγές" με δυο κυρίως ζωγράφους, τον Νικόλαο Χατζηκυριάκο Γκίκα και τον Γιάννη Τσαρούχη. Αυτή την εποχή και οι δυο απομακρύνονται από τις ευρωπαϊκές τους επιρροές για να στραφούν ο μεν πρώτος στην απεικόνιση της ελληνικής φύσης και της ελληνικής παράδοσης, ο δε δεύτερος στην εικονογράφηση της αρρενωπής ελληνικότητας και στη ρεαλιστική απόδοση του καφενείου και της αγοράς. Βλ. σ ιτ. Δ. Τζιόβας, ο.π., σς. 116-121.

Θέσεις, 54 (1996)