Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δημήτρης Χρ. Ξιφαράς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δημήτρης Χρ. Ξιφαράς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 19 Μαρτίου 2015

Η ελληνική εθνικιστική ιδεολογία στο Μεσοπόλεμο: Όψεις διαμόρφωσης της εθνικής θεωρίας. Μέρος Β'

του Δημήτρη Χρ. Ξιφαρά

3.3 Η έκδοση τον περιοδικού "Ιδέα" (1933) και η όξυνση της διαμάχης σχετικά με το περιεχόμενο της εθνικής θεωρίας.

Ο φαινομενικά διμέτωπος αγώνας που ισχυρίζεται ότι επιχειρεί ο Θεοτοκάς, ενάντια στον κομμουνισμό και τον εθνικισμό, παίρνει πιο καθαρή μορφή όταν το Γενάρη του 1933 ιδρύει, μαζί με τον Σπύρο Μελά, το περιοδικό με τον χαρακτηριστικό τίτλο "Ιδέα", το οποίο θα εμπλακεί άμεσα και στις πολιτικές διαμάχες.
Στο πρώτο τεύχος ο εκ των συνιδρυτών Σπύρος Μελάς διατυπώνει τους στόχους του περιοδικού: "Στο φιλοσοφικό επίπεδο θα πολεμήσει τις υλιστικές και αιτιοκρατικές θεωρίες που αρνούνται την ελευθερία, την ατομικότητα, το ρόλο της θέλησης, την πίστη στις ανώτερες και πιο ευγενικές δυνάμεις του ανθρώπου και καθορίζουν την ανθρώπινη πρόοδο σαν το αποτέλεσμα της μηχανικής λειτουργίας τυφλών δυνάμεων, που ξεφεύγουν από κάθε ανθρώπινη επίδραση"40. Παράλληλα οι ιδρυτές του περιοδικού, μέσα από το παραπάνω κείμενο του Μελά, εκδηλώνουν την επιθυμία τους για αλλαγή τονίζοντας όμως ότι πρέπει "να πραγματοποιηθεί δίχως να σπάσει η συνέχεια του πολιτισμού, δίχως να θυσιάσουμε την πνευματική και ηθική κληρονομιά των αιώνων, δίχως κοινωνικές και εθνικές καταστροφές, δίχως βάρβαρες τυραννίες. Για τούτο θα χτυπήσουμε τα κηρύγματα του ταξικού μίσους και τους τυφλούς φανατισμούς, από οποιονδήποτε και αν προέρχονται. Η Ιδέα' είναι ένα όργανο του ελεύθερου πνεύματος ψηλότερα από τα κόμματα και τις κοινωνικές τάξεις και εναντίον κάθε δημοκοπίας"41.
Όλα τα παραπάνω γράφονται "επίσημα" και απευθύνονται στο αναγνωστικό κοινό. Ωστόσο οι πραγματικοί σκοποί της έκδοσης του περιοδικού φαίνεται ότι ήταν πιο συγκεκριμένοι και αφορούσαν άμεσα και την πολιτική πρακτική. Έτσι ο Θεοτοκάς στην προσωπική του αλληλογραφία με τον Γιώργο Σεφέρη δεν θα διστάσει να τονίσει ότι σκοπός της έκδοσης του περιοδικού "Ιδέα" δεν είναι άλλος από την αναχαίτιση των κομμουνιστικών και διεθνιστικών ιδεών στην Ελλάδα42.
Στο πλαίσιο αυτό στα πρώτα τεύχη της "Ιδέας" δημοσιεύεται ένα άρθρο του Σπύρου Μελά με τίτλο " Έθνος και ανθρωπότητα" το οποίο θα προκαλέσει αρκετές συζητήσεις43.
Όπως ο Θεοτοκάς στα έργα του που εξετάσαμε παραπάνω, έτσι και ο Μελάς στο συγκεκριμένο άρθρο τονίζει ότι το έθνος είναι ένα φαινόμενο πνευματικό, μια συνείδηση πνευματικής και ηθικής κληρονομιάς, έστω και αν απαρτίζεται από αλλόδοξους, μιγάδες και κρατικά αναποκατάστατους. Η εθνική συνείδηση, η εθνική παράδοση και η εθνική τέχνη είναι αδύνατον να σταθούν εμπόδιο στην τάση ενός λαού προς το καθολικό, γιατί το εθνικό γίγνεσθαι προβάλλεται στενά και οργανικά μέσα στο παγκόσμιο γίγνεσθαι της ανθρωπότητας. Ανάμεσα στα έθνη, υπογραμμίζει ο Μελάς, πρέπει να υπάρχει σχέση σύνθεσης κι όχι αντίθεσης. Όσοι τονίζουν την αντιθετική σχέση των εθνών ωθούνται από το γεγονός ότι τα εθνικά κράτη μεταχειρίζονται την εθνική συνείδηση για σκοπούς κρατικούς, έξω από την πνευματική τους φύση και έτσι δημιουργείται ο σοβινισμός και ο εθνικισμός που παραμορφώνουν τον αληθινό εθνισμό. Το ζήτημα πρέπει να ξεκαθαριστεί, ιδιαίτερα για τους Έλληνες. Ο ελληνικός εθνικισμός με τις εδαφικές του διεκδικήσεις και τις επεκτατικές του βλέψεις πέρασε πια στην ιστορία, υποστηρίζει ο Μελάς. Τώρα είναι ανάγκη να διαμορφωθούν νέοι προσανατολισμοί, περισσότερο πνευματικοί.
Ο Μελάς θα τονίσει χαρακτηριστικά:
"Στον τόπο της παλιάς ιδέας του εθνικιστικού ελληνισμού με τις αλυτρωτικές και ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις, υψώνουμε σήμερα, στ' όνομα της μεγάλης θυσίας τους, τη σημαία ενός καινούργιου πνευματικού ελληνισμού. Αυτός δε μπορεί να νοηθεί σαν άρνηση των εθνικών αξιών και της εθνικής κληρονομιάς, του ανεχτίμητου θησαυρού πούχει σωρέψει ο ελληνοχριστιανικός πολιτισμός. Δε μπορεί παρά να είναι η συνειδητοποίηση και γονιμοποίηση τους, μια καινούργια ερμηνεία, μια νέα προσαρμογή"44.
Με βάση αυτές τις θέσεις ο Μελάς θα πραγματευτεί και το ζήτημα των σχέσεων του ελληνισμού με τη Δύση. Η εθνική ιδέα δεν πρέπει να αρνηθεί να γνωρίσει βαθιά το δυτικό πολιτισμό, που προκύπτει κατευθείαν από τις ελληνικές αξίες. Έτσι λοιπόν η εθνική ιδέα πρέπει να πάρει, κατά τον Μελά, καθαρά πνευματικό περιεχόμενο υψώνοντας αντίκρυ στους εθνικισμούς "το σύμβολο του πνευματικού εθνισμού, την αποπνευματωμένη εθνικήν ιδέα"45. Το ελληνικό έθνος πρέπει να επιχειρήσει να ενταχθεί οργανικά στην πνευματική οικογένεια της Ευρώπης με την πεποίθηση ότι μπορεί να προσφέρει κάτι νέο στο πολιτισμικό της οικοδόμημα. Ο ελληνισμός δεν πρέπει να χρησιμοποιεί την εθνική κληρονομιά για να κρύβεται πίσω της αλλά σαν "μέτρο συγκριτικής αξίας και σαν αφετηρία για καινούργιες δημιουργίες"46.
Ο Μελάς προσπαθεί λοιπόν, όπως είχε κάνει λίγο νωρίτερα και ο Θεοτοκάς, να διαφοροποιηθεί εννοιολογικά. Αντιπαραθέτει στον εθνικισμό της εδαφικής επέκτασης την έννοια του "πνευματικού ελληνισμού" και στον σοβινισμό τον "πνευματικό εθνισμό", προσπαθώντας να δει το ελληνικό έθνος σε μια δυναμική σχέση προς την ευρύτερη ευρωπαϊκή κουλτούρα.
Η μελέτη των θέσεων του Θεοτοκά, του Μελά αλλά και γενικότερα των βασικών συνεργατών του περιοδικού "Ιδέα" είναι δυνατόν να μας οδηγήσει στην ιχνηλάτηση των βασικών θεωρήσεων της φιλελεύθερης διανόησης σχετικά με το περιεχόμενο της εθνικής θεωρίας. Οι οραματισμοί των διανοουμένων αυτών, από τη μια πλευρά, συνέχιζαν τον προεπαναστατικό Νεοελληνικό Διαφωτισμό δίνοντας έμφαση στη δημοκρατική ισονομία και στην ιδέα ότι η Ελλάδα σαφώς ανήκει στην Ευρώπη. Από την άλλη πλευρά δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηριχθεί ότι κηρύγματα όπως εκείνα του Θεοτοκά ή του Μελά εμπεριείχαν έντονο το στοιχείο του εθνικισμού. Πρόκειται, κατά τη γνώμη μας, για έναν ανομολόγητο εθνικισμό, ο οποίος βασιζόταν στην προσδοκία ότι ο νέος ελληνισμός μπορεί και πάλι να βρεθεί στο προσκήνιο και μάλιστα καθοδηγώντας πνευματικά την Ευρώπη. Τέτοιου είδους φιλοδοξίες έφερναν τους φιλελεύθερους διανοούμενους πιο κοντά στον εθνικισμό και εξυπηρετούσαν, αντικειμενικά, τις ανάγκες ανανέωσης του επίσημου εθνικού λόγου.
Με το να τονίζουν την "εθνική ατομικότητα" στο πολιτιστικό επίπεδο, οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι βρίσκουν έναν τρόπο για να υπογραμμίσουν την κυρίαρχη θέση της "ιδέας του έθνους". Μάλιστα ο Θεοτοκάς θα τονίσει σε τόνο δραματικό:
"Είτε αρέσει στους σχηματοποιημένους εγκέφαλους της φτηνής κοινωνιολογίας, είτε δεν αρέσει, η ιδέα του έθνους προβάλλει σήμερα, περισσότερο από πάντα, σα μια ζωντανή και αδάμαστη πραγματικότητα, που σπάνει συνεχώς τα πιο καλοφτιαγμένα λογικά καλούπια. Τα έθνη δε θέλουν να πεθάνουν"47.
Παράλληλα, με το να υπογραμμίζεται η ιδέα της "εθνικής μοναδικότητας", διαμορφώνεται ένα ευνοϊκό πλαίσιο αναφοράς στους δεσμούς της Ελλάδας με τη "Δύση". Όπως φάνηκε και από όσα ειπώθηκαν μέχρι τώρα, κατά τις εκτιμήσεις των φιλελεύθερων διανοουμένων, ο ευρωπαϊκός πολιτισμός έχει προκύψει από την ελληνική πολιτιστική κληρονομιά και έτσι το όραμα για τους Έλληνες δεν μπορεί παρά να είναι ένας "νέος ουμανισμός", όπου η ιστορία θα επαναλαμβάνεται και ο νεότερος ελληνισμός θα έχει τον πρώτο λόγο. Απορρίπτοντας τόσο τον κομμουνισμό ως διεθνισμό όσο και τον εθνικισμό ως εδαφικό επεκτατισμό οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι καταλήγουν σ' έναν "ιδεαλιστικό" και "πνευματικό" εθνικισμό που αποθεώνει την "εθνική μοναδικότητα". Μέσα στα πλαίσια αυτά η άμιλλα των εθνών θα τροφοδοτείται από κάποιο "υψηλό πολιτισμικό κίνητρο" και η "ελληνικότητα" θα μπορεί να γίνει η ρυθμιστική δύναμη. Αυτός ο "αθώος" εθνικός συναγωνισμός μπορεί να δώσει τελικά την ευκαιρία τόσο στην Ελλάδα όσο και στη νέα γενιά των διανοουμένων να ηγηθούν, κάτι που η διεθνιστική ισότητα του μαρξισμού και η φανατική μισαλλοδοξία του εθνικισμού δεν επιτρέπουν.
Οι απόψεις που εκπορεύονταν από το χώρο του περιοδικού "Ιδέα", εκφράζοντας ένα αξιόλογο και δυναμικό τμήμα της φιλελεύθερης διανόησης, όχι μόνο δεν πέρασαν απαρατήρητες αλλά και προκάλεσαν έντονες αντιπαραθέσεις τόσο στους κόλπους της κυρίαρχης ιδεολογίας όσο και στα πλαίσια της συνεχώς εντεινόμενης σύγκρουσης μαρξιστών  -  αντιμαρξιστών. Έτσι την εποχή που οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι εκδίδουν το περιοδικό "Ιδέα", οι μαρξιστές τους απαντούν κυρίως μέσα από τα περιοδικά "Πρωτοπόροι Νέοι Πρωτοπόροι" (1930 1931-36). Ο ενδιάμεσος χώρος καλύπτεται από τα περιοδικά "Κύκλος" (1931-35) και "Σήμερα" (1933-34). Το τελευταίο κλίνει περισσότερο προς το μαρξισμό.
Από τις κριτικές των φιλελεύθερων διανοουμένων48 ξεχωρίζει ιδιαίτερα εκείνη του Αγγέλου Τερζάκη στο περιοδικό "Ο Κύκλος".
Ο Τερζάκης τονίζει στην ανάλυση του ότι τα ηθικά θεμέλια του αστισμού (Οικογένεια, Πατρίδα και Εκκλησία) έχουν πια σαπίσει με αποτέλεσμα να έχει καταντήσει ένα καθεστώς υποκρισίας και διανοητικής στενότητας. Ο μαρξισμός, από την άλλη, παραμένει, κατά τον Τερζάκη, στάσιμος γιατί θεοποιεί την οικονομική νομοτέλεια αδιαφορώντας για τον συναισθηματικό παράγοντα. Ωστόσο, τονίζει ο Τερζάκης, η εξάπλωση του μαρξισμού στην Ελλάδα είχε ως αποτέλεσμα την αντίδραση του συντηρητισμού είτε με τη μορφή του "συνειδητοποιημένου εθνικισμού" (Μελάς) είτε προτείνοντας το όραμα ενός "εθνικοσοσιαλισμού" (Θεοτοκάς).
Ειδικά αναφερόμενος στις αντιλήψεις του Θεοτοκά, θα γράψει σχετικά ο Τερζάκης:
"Ο εθνικισμός του κ. Θεοτοκά είναι βαθύς κι ενσυνείδητος, θα λεγα πώς είναι αυτόχρημα ένας 'ατμοσφαιρικός' εθνικισμός (μια και το Αττικό φως και τα ρόδινα ακρογιάλια τόσο τον επηρεάζουν, όπως αλλού φανέρωνε). Κι εδώ ίσως ο καλλιτέχνης να παρασύρει επικίνδυνα τον ιδεολόγο. Ωστόσο, αφού θα ήθελε με την αναμφισβήτητη του καλή θέληση να συμβιβάσει τ' ασυμβίβαστα, τον εθνισμό δηλαδή με το σοσιαλισμό, δεν θα έπρεπε να σταματήσει στην αφετηρία και να μην καλοζυγίσει τις συνέπειες"49.
Ο Τερζάκης θα υποστηρίξει στη συνέχεια ότι οι κοινοί πόθοι και οι ελπίδες, που θεωρούνται από τον Θεοτοκά και τον Μελά ως οι βάσεις της υπόστασης του έθνους, δεν είναι στην πραγματικότητα τίποτε άλλο από τους κρυφούς ή φανερούς του κατακτητικούς σκοπούς. Ενώ λοιπόν ο Θεοτοκάς και κάποιοι άλλοι φιλελεύθεροι διανοούμενοι προσπαθούν να κατασκευάσουν έναν "πνευματικό εθνισμό" ο Τερζάκης παρουσιάζεται σίγουρος ότι η ιδέα του έθνους έχει πια χρεοκοπήσει. Αυτή η αντίληψη του θα σφραγίσει και τα επόμενα κείμενα του και θα τον κάνει να διαφοροποιηθεί σχετικά από τους άλλους φιλελεύθερους διανοούμενους της εποχής.
Οι ιδεολογικές κατασκευές του Θεοτοκά και της ομάδας του περιοδικού "Ιδέα" δέχθηκαν επίσης σφοδρές επιθέσεις από διανοουμένους που υιοθετούσαν ή επηρεάζονταν από μαρξιστικές αντιλήψεις50. Ο Δημήτρης Γληνός, ένας από τους γνωστότερους μαρξιστές θεωρητικούς της περιόδου, γράφοντας στους "Νέους Πρωτοπόρους" κάνει μια γενική επισήμανση που αφορά το σύνολο των αντιμαρξιστικών θέσεων:
"Είτε ξεθάψουνε και ξαναζωντανέψουνε παλιές συντηρητικές και αντιδραστικές φιλοσοφίες κολλώντας τους τη λέξη νέο, σημάδι τάχα ξανανιωμού (νεοαριστοτελικοί, νεοθωμιστές, νεοσχολαστικοί, νεοκαντιανοί, νεοσελιγγιανοί, νεοεγελιανοί, νεοϊδεαλιστές, νεοθετικιστές) είτε δημιουργούνε καινούργιες ή φαινομενικά καινούργιες μορφές φιλοσοφίας (πραγματισμός, εμπειριοκριτικισμός, βιταλισμός και νεοβιταλισμός, μπερξονισμός, κλπ.) στο βάθος όλες οι φιλοσοφίες έχουν ένα και μόνο σκοπό. Να βγάλουν από μέσα, τάχα, απ' τα πορίσματα της σύγχρονης επιστήμης για τελικό συμπέρασμα την αγιαστούρα του παπά"51.
Με παρόμοια διάθεση πολεμικής ο Γ. Μηλιόδης θα επιτεθεί στις θέσεις του περιοδικού "Ιδέα" τονίζοντας:
"Ο κ. Μελάς και οι παραστάτες του ανακάλυψαν τη μια από τις δυο πλάκες που έδωσε στο Μωυσή ο Ιεχωβά για να σώσει τον κόσμο. Γι αυτό το πρόγραμμα της Ιδέας' βγήκε κάπως λειψό, με πέντε μόνο άρθρα που μας μιλούν για το θεωρητικό τους 'πιστεύω'. Τώρα βέβαια, θα ήθελε κανείς να πληροφορηθεί και μερικά πράγματα για τις συνέπειες που θάχαν οι θεωρίες τους στην εφαρμογή τους, αλλ' αυτό το αποφεύγουν συστηματικά όλοι οι ιδεολόγοι. Γιατί το παν γι' αυτούς είναι να σαι 'ελεύθερο πνεύμα'. Και άμα είσαι, τότε πας ψηλά σαν αλαφρούτσικο μπαλόνι 'πάνω από τα κόμματα και τις κοινωνικές τάξεις' και κάθεσαι και κάνεις χάζι με τον κοσμάκη που χαροπαλεύει με την αδικία και τη σκληράδα της ζωής"52.
Στο πλαίσιο αυτό, που περιγράφεται αδρά τόσο από το κείμενο του Γληνού όσο και από εκείνο του Μηλιόδη, θα κινηθεί η κριτική των μαρξιστών στις αντιλήψεις των φιλελεύθερων διανοούμενων. Ένα σημαντικό μέρος των επιθέσεων όσων μιλούν στο όνομα του μαρξισμού θα αφιερωθεί σε ζητήματα σχετικά με το έθνος και την εθνική θεωρία. Αν και οι απόψεις όσων θέλουν να λέγονται μαρξιστές διαφοροποιούνται όσον αφορά τη σύλληψη και κατανόηση της έννοιας του έθνους καθώς και την προοπτική του στο χρόνο, το κοινό σημείο εντοπίζεται στην περισσότερο ή λιγότερο οξεία κριτική στις φιλελεύθερες αντιλήψεις για το έθνος.
Έτσι ο Μ. Σπιέρος (ψευδώνυμο του Ν. Καλαμάρη) απαντώντας στις απόψεις που ο Θεοτοκάς έχει διατυπώσει στο έργο του "Εμπρός στο Κοινωνικό Πρόβλημα" τον κατηγορεί για "απόλυτη άγνοια του χειρισμού της διαλεχτικής μεθόδου" υποστηρίζοντας πως η άποψη του ότι ο κομμουνισμός καταργεί την ελευθερία του πνεύματος δεν ευσταθεί. Υποστηρίζει ακόμα ότι ο "έντονα πνευματικός εθνισμός" που εισηγείται ο Θεοτοκάς δεν είναι παρά μια αόρατη και μεταφυσική σύλληψη. Όσον αφορά την έννοια του έθνους, ο Σπιέρος τονίζει ότι αυτή δεν έχει θέση σε μια σοσιαλιστική κοινωνία. Το έθνος είναι μια έννοια που, κατά τον Σπιέρο, ήρθε και θα φύγει με τον καπιταλισμό53.
Επίσης ο Γ. Μηλιόδης θα εντοπίσει την κριτική του στις αντιλήψεις των αντιμαρξιστών σχετικά με το έθνος. Κατά τη γνώμη του το έθνος, ιστορικό δημιούργημα του 19ου αιώνα, βασίστηκε ουσιαστικά στο κράτος και γι' αυτό, αν απογυμνωθεί από αυτό το πολιτικό σχήμα, διατηρεί αποκλειστικά και μόνο το χαρακτήρα της φυλετικής διάκρισης. Σύμφωνα με τον Μηλιόδη, ακόμα και αν κάποτε επιτευχθεί το ιδανικό της αταξικής κοινωνίας, δεν συνεπάγεται ότι οι άνθρωποι θα χάσουν αυτόματα τα εθνικά τους χαρακτηριστικά. Μάλιστα ο Μηλιόδης χρησιμοποιεί ως παράδειγμα τη Σοβιετική Ένωση όπου, όπως τονίζει, οι "εθνικές ιδιαιτερότητες" έγιναν σεβαστές και μετά την επανάσταση54.
Τέλος ο Παύλος Γκίκας (ψευδώνυμο του Ηλία Τσιριμώκου) θα τονίσει ότι ο εθνικισμός, με το να ανάγει όλα τα φαινόμενα στην υγεία και ασφάλεια του έθνους, λειτουργεί τελικά ως αμυντικό πρόσχημα της αντίδρασης. Είναι κωμικό, ισχυρίζεται ο συγγραφέας, να λέγεται ότι ο σοσιαλισμός θα καταργήσει τα εθνικά σύνορα, γιατί κατάργηση της εθνικότητας ενός ανθρώπου σημαίνει κατάργηση της επιδερμίδας του. Εκείνο που επιδιώκει ο σοσιαλισμός, υποστηρίζει ο Τσιριμώκος, είναι η εξύψωση του ανθρώπου πάνω από την ιδέα του έθνους χτυπώντας τον εθνικισμό, ο οποίος καλλιεργεί τον ιδεαλισμό και υποθάλπει τον πόλεμο55.
Φαίνεται λοιπόν ότι κατά το Μεσοπόλεμο η έννοια του έθνους αποτελεί ένα από τα κύρια σημεία σύγκρουσης μεταξύ μαρξιστών και αντιμαρξιστών. Οι τελευταίοι χρησιμοποιούν την έννοια του έθνους ως ασπίδα στην απειλή του μαρξιστικού διεθνισμού και επιδιώκουν τη συστηματική ανανέωση της εθνικής θεωρίας. Οι μαρξιστές, από την άλλη πλευρά, στα πλαίσια της γενικότερης κριτικής που ασκούν στην αστική ιδεολογία, προσπαθούν να αποκαλύψουν τον κοινωνικό και ιστορικό χαρακτήρα της έννοιας του έθνους καθώς και τις λειτουργίες της εθνικιστικής ιδεολογίας. Όπως εύστοχα έχει επισημανθεί "και από τις δύο πλευρές διεξαγόταν ένα είδος Kulturkampf'56

3.4. Η διαμόρφωση τον όρον "ελληνικότητα"

Μέσα λοιπόν στο παραπάνω πλαίσιο εξελίσσεται κατά το Μεσοπόλεμο μια προσπάθεια επανακαθορισμού της φυσιογνωμίας του ελληνικού εθνικού λόγου που προσπαθεί να μείνει μακριά από προγονοπληξίες και άγονες αναφορές στο παρελθόν. Η αναζήτηση του περιεχομένου της "ελληνικής ταυτότητας", κατά την περίοδο αυτή, θα συνδεθεί στενά με την καθιέρωση της "ελληνικότητας", ενός όρου που, όπως σχολιάζει ο Δημήτρης Τζιόβας, "είναι από τις λέξεις που έχουν καταχρηστικά χρησιμοποιηθεί, εθνικά φορτιστεί και ιδεολογικά βαρυνθεί χωρίς τελικά να έχει ξεκαθαριστεί το τι σημαίνει ή σε τι παραπέμπει"57.
Από μια πρώτη ιστορική ανίχνευση προκύπτει ότι ο όρος "ελληνικότητα" είχε εμφανιστεί σποραδικά κατά το 19ο αιώνα χωρίς όμως να καταφέρει να επιβληθεί ως ιδεολόγημα με επίσημο κύρος58. Στις αρχές του 20ου αιώνα, παρ' ότι η εμφάνιση του όρου γίνεται πιο συχνή, οι κυριότεροι εκφραστές της εθνικιστικής ιδεολογίας, όπως ο Περικλής Γιαννόπουλος και ο Ίων Δραγούμης, εξακολουθούν να προτιμούν την έννοια "Ελληνισμός".
Βασική αιτία γι' αυτή την προτίμηση φαίνεται να είναι η διπλή σημασία που έχει προσλάβει ο όρος "ελληνισμός" εκείνη την εποχή: από τη μια εκφράζει το μεγαλοϊδεατικό ιδεώδες της εδαφικής επέκτασης και από την άλλη αντιπροσωπεύει το ιθαγενές αντιστάθμισμα απέναντι στον ευρωπαϊσμό, ζήτημα στο οποίο οι εθνικιστές εκείνης της περιόδου έδιναν τεράστια σημασία.
Όταν όμως, με την ήττα και την καταστροφή στη Μικρασία, η Μεγάλη Ιδέα και τα όνειρα του εδαφικού επεκτατισμού παροπλίστηκαν, τότε η πρώτη σημασία χάθηκε ενώ για τη δεύτερη, αυτή της ιθαγένειας, προέκυψε η ανάγκη να αναζητηθεί ένα πιο αφηρημένο και άρα πιο ευέλικτο περιεχόμενο. Ακριβώς αυτή την ανάγκη προσπάθησαν να καλύψουν οι λειτουργοί της εθνικής θεωρίας κατά το Μεσοπόλεμο εισάγοντας και στηρίζοντας την έννοια της ελληνικότητας. Η έννοια αυτή θα κάνει την παρουσία της όλο και πιο έντονη μετά το 1925, ιδιαίτερα σε κείμενα λογοτεχνικής κριτικής, και θα καθιερωθεί κατά τη δεκαετία του '30, ως βασικό συστατικό της ελληνικής εθνικιστικής ιδεολογίας.
Η έννοια της "ελληνικότητας" συνδέθηκε περισσότερο με τη "γενιά του '30", χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έγινε αποδεκτή απ' όλους τους εκπροσώπους της ή ότι την αντιλαμβάνονταν όλοι με τον ίδιο τρόπο. Όπως φάνηκε και από την παρουσίαση των απόψεων του Γ. Θεοτοκά, ενός χαρακτηριστικού εκπροσώπου της γενιάς του '30, οι νέοι αυτοί διανοούμενοι θέλησαν να φανούν πιο ευέλικτοι από τους προκατόχους τους εγκαταλείποντας το παρωχημένο, βαρύ ιδεολογικό σχήμα της "ρωμιοσύνης" και της "εθνικής ψυχής" χωρίς όμως να χάσουν και την επαφή τους με τις ρίζες. Από αυτή την άποψη ο όρος "ελληνικότητα" φάνηκε να προσφέρει στους διανοούμενους της γενιάς του '30 την αποσταγμένη και εξαϋλωμένη ιθαγένεια που ζητούσαν και τη λεπτή ισορροπία της μέσης οδού, ώστε να μην αντιφάσκουν με τον ευρωπαϊκό τους προσανατολισμό και τη δημοτικιστική τους παράδοση ικανοποιώντας ταυτόχρονα και την αυταρέσκεια της διαφοράς τους από τις προηγούμενες γενιές.
Αυτή η πιθανά ανεπαίσθητη αλλά ουσιαστική μετατόπιση  - από τον ελληνισμό στην ελληνικότητα - πρέπει να συσχετιστεί και με μια άλλη σημαντική αλλαγή που υφίσταται η έννοια του έθνους μετά το 1930 και ειδικότερα μετά το 1936, όταν εγκαθιδρύεται η δικτατορία Μεταξά. Τότε η έννοια "έθνος" παύει πλέον να ταυτίζεται με την έννοια "λαός" αποκτώντας, ολοένα και περισσότερο, μια πιο αφηρημένη και ιδεαλιστική ερμηνεία ως αντιστάθμισμα στην ταξική διάσπαση του έθνους, που πρότεινε ο ανερχόμενος στην Ελλάδα μαρξισμός και στη φθίνουσα λαϊκοποίηση του έθνους από τους πρώτους δημοτικιστές. Η ελληνικότητα λοιπόν "αναδεικνύεται ως το αριστοκρατικό ιδεολόγημα των νέων φιλελεύθερων διανοουμένων αντιπροσωπεύοντας τον ιδεαλιστικό τους ελιγμό ανάμεσα στις συμπληγάδες του χοντροκομμένου λαϊκισμού του παρελθόντος και του απειλητικού μαρξισμού  -  κοινωνισμού του παρόντος"59.
Η εμφάνιση της έννοιας της ελληνικότητας συνδέεται άμεσα και με το θέμα της λεγόμενης "εθνικής αυτογνωσίας". Το θέμα αυτό είχε απασχολήσει την ελληνική διανόηση ήδη από την εποχή της προετοιμασίας της επανάστασης. Από τις αρχές λοιπόν του 19ου αιώνα και καθόλη τη διάρκεια του το ζήτημα της "εθνικής αυτογνωσίας" βρισκόταν στην πρώτη γραμμή των αναζητήσεων των λειτουργών της κυρίαρχης ιδεολογίας.
Η "αναζήτηση της εθνικής αυτογνωσίας" εμπεριείχε δυο συνιστώσες αντικειμενικά παρούσες σε κάθε τέτοιου είδους διαδικασία: από τη μια αποτελούσε μια προσπάθεια συγκρότησης της εθνικιστικής ιδεολογίας ως ιδεολογίας συνοχής των αντιπάλων κοινωνικών τάξεων και από την άλλη εξυπηρετούσε μια εκ των βασικών λειτουργιών του εθνικισμού, δηλαδή την αντιπαράθεση με το "εξωτερικό", με καθετί "μη  -  εθνικό". Εύλογα λοιπόν αυτή η προσπάθεια εκφραζόταν με δυο κυρίως μορφές: είτε ως αναζήτηση, επιλογή και εμπέδωση του κατάλληλου ιστορικού παρελθόντος είτε ως προσπάθεια οριοθέτησης της πνευματικής και πολιτισμικής συνδιαλλαγής με τη Δύση. Αν και τα δυο παραπάνω μέτωπα αναζήτησης συνυπάρχουν πάντα, φαίνεται πως από τα τέλη του 19ου αιώνα στο χώρο της διανόησης το εσωτερικό μέτωπο της "εθνικής αυτογνωσίας" έχει κατά κάποιο τρόπο διακανονισθεί. Μέσα από το έργο ιστορικά όπως ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος και ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος, το εθνικό όραμα, το εθνικό παρελθόν και η εθνική παράδοση μοιάζουν να είναι πια δεδομένα και δεν προκαλούν συγκλονιστικές αναταράξεις60.
Τώρα πια βαραίνει ιδιαίτερα η αντιμετώπιση της "Ευρώπης". Στα πλαίσια της αναζήτησης του νέου "εθνικού οράματος" και καθώς γίνεται έντονη πια η προσπάθεια για την ανασυγκρότηση του εθνικού λόγου τίθεται και το ζήτημα των σχέσεων με την Ευρώπη, με τη "Δύση". Σ' ολόκληρη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου αυτή η "εξωτερική" διάσταση του ζητήματος της "εθνικής αυτογνωσίας" θα βρεθεί στο προσκήνιο και θα συζητηθεί έντονα στα πλαίσια των ιδεολογικών και πολιτικών συγκρούσεων. Την εποχή αυτή η αποδοχή του ελληνικού εθνικού λόγου από το ακροατήριο εκτός Ελλάδας θα αποκτήσει μεγάλη σημασία.
Βέβαια οι αντιευρωπαϊστές, εκείνοι που εξακολουθούν να αντλούν τα επιχειρήματα τους από το φλογερό αντιδυτικό κήρυγμα του Περικλή Γιαννόπουλου, διαθέτουν ακόμα ισχυρή παρουσία. Έτσι μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '20, αλλά και αργότερα, θα συνεχίσει να ακούγεται δριμεία η κριτική κατά της Δύσης61. Οι θέσεις αυτών των διανοουμένων, που βασίζουν την άποψη τους για τον ελληνισμό στην αντίθεση τους με την παρακμή της Δύσης, είναι επηρεασμένες, σε σημαντικό βαθμό, από τον απόηχο των απόψεων του γερμανού φιλοσόφου Ο. Spengler. Στο δίτομο έργο του Der Untergang des Abendlandes (H παρακμή της Δύσης, 1918, 1922) ο Spengler έκανε μια καταλυτική κριτική στο Δυτικό πολιτισμό και τις αρχές του από τη σκοπιά όμως της αυτονόητης ηγεμονίας του γερμανικού έθνους που θα φέρει τη "νέα τάξη" στην Ευρώπη. Όπως έδειξε ο Π.Χ. Νούτσος το έργο αυτό είχε πολυσήμαντη επίδραση στην ελληνική διανόηση της εποχής62.
Πάντως τα πρώτα χρόνια μετά το 1930 δεν είναι οι αντιδυτικές φωνές που χρωματίζουν και δίνουν τον τόνο στην συζήτηση. Το πρόβλημα των πολιτισμικών σχέσεων με τη Δύση επανέρχεται τώρα πιο πιεστικά και επίμονα από μια νέα γενιά διανοουμένων που τη διακρίνει ο έντονος ευρωπαϊσμός της αλλά και η επίγνωση της ηγεμονικότητας της Δύσης. Απηυδισμένη από την εθνοκεντρική μυωπία και το μεμψίμοιρο επαρχιωτισμό του παρελθόντος, η γενιά αυτή στρέφεται αναζητητικά προς την Ευρώπη. Γρήγορα ωστόσο προσκρούει στο βασανιστικό ερώτημα: τι μπορεί να αντιπαραθέσει η Ελλάδα στην πολιτισμική ηγεμονία της Δύσης; Δεν θα μπορούσε βέβαια να αντιτάξει, για μια ακόμα φορά, τη φθαρμένη ρητορεία ενός αδιάλλακτου εθνικισμού, την ανατολίτικη ρωμιοσύνη ή τη ρομαντική προγονοπληξία. Τώρα χρειαζόταν κάτι λαϊκό αλλά και σύγχρονο, κάτι άγνωστο και νεοελληνικό. Τώρα λοιπόν, η ανακάλυψη του Μακρυγιάννη και του Θεόφιλου63 θα υπενθυμίσει στους Ευρωπαίους ότι δεν υπάρχει μόνο η αρχαία Ελλάδα με το κλασικό της πρόσωπο αλλά και η σύγχρονη με τη λαϊκή της φυσιογνωμία.
Αυτή την απόπειρα επαναπροσδιορισμού των σχέσεων της Ελλάδας με τη Δύση θα επωμισθεί, σε μεγάλο βαθμό, η "γενιά του '30". Αν και ο κύκλος αυτός των διανοουμένων δεν θα χρησιμοποιήσει εκτεταμένα τον όρο "ελληνικότητα" θα συνδεθεί μ' αυτόν και θα θεωρηθεί δημιουργός του. Ο λόγος είναι απλός: από τη "γενιά του '30" εκπορεύεται η ρομαντική φιλοδοξία της αντίστασης στον πνευματικό ηγεμονισμό της Δύσης που εκφράζεται μέσα από το ιδεολόγημα της ελληνικότητας, όπως σε άλλες χώρες εκφράζεται μέσα από παρόμοιες έννοιες σαν αυτές της Italianita ή της Hispanidad. H αντίσταση αυτή βέβαια δεν θα εκφράζεται τώρα πια με την απλή άρνηση ούτε θα παίρνει τη μορφή του δογματικού μισοξενισμού, όπως συνέβαινε παλαιότερα. Αντίθετα τώρα θα επιδιωχθεί η αντιπαράθεση προς τη "Δύση" με ίσους όρους μέσα από την αναζήτηση και ανάδειξη της εθνικής πρωτοτυπίας.
Η διαμόρφωση λοιπόν της έννοιας της ελληνικότητας στη δεκαετία του '30 είναι αποτέλεσμα ανάμεσα στ' άλλα και της νέας ιστορικής φάσης στην οποία εισήλθε η ελληνική εθνική θεωρία μετά τη μικρασιατική καταστροφή και εκλαμβάνεται ως απόρροια εκτός των άλλων και της όξυνσης του προβλήματος της "εθνικής αυτογνωσίας" και ιδιαίτερα της έντασης στη σχέση της Ελλάδας με τη Δύση. Από εδώ και πέρα η νέα γενιά των λειτουργών της εθνικής θεωρίας, ανικανοποίητη και απαιτητική, απομακρύνεται από τον εγχώριο απομονωτισμό του γλωσσικού ζητήματος και της εθνικής ομφαλοσκόπησης, προσπαθεί να συμμετάσχει πιο απαιτητικά στον ευρωπαϊκό πνευματικό στίβο και ζητά να δώσει και να πάρει με τελικό μέτρο την πρωτοτυπία, την ιθαγένεια και την ελληνικότητα. Επιχειρεί την εισαγωγή νέων ποιητικών ρευμάτων και λογοτεχνικών ειδών, διακηρύσσει την εγκατάλειψη της ηθογραφίας και προσπαθεί να πετύχει τη διεύρυνση των πνευματικών της οριζόντων. Σε τελική ανάλυση η γενιά αυτή θέτει σε θεωρητικό επίπεδο τη σχέση έθνους και ανθρωπότητας φιλοδοξώντας να εξασφαλίσει για την ελληνικότητα κυρίαρχη θέση στα πλαίσια του δυτικής κουλτούρας.

3.5 Η "περιβαλλοντική ερμηνεία" και η "Σχολή της Γεωπολιτικής" ως ερείσματα ανανέωσης της εθνικής θεωρίας 

Στο πλαίσιο της προσπάθειας που γίνεται κατά το Μεσοπόλεμο με απώτερο σκοπό την ανανέωση της εθνικής θεωρίας θα αναζητηθούν ερείσματα τόσο σε παλαιότερες ιδεολογικές κατασκευές, όπως η "περιβαλλοντική ερμηνεία" των χαρακτηριστικών του έθνους όσο και σε σχετικά νέα ιδεολογικά δημιουργήματα, όπως η γεωπολιτική θεωρία.
Ιδιαίτερα κατά τη δεύτερη δεκαετία του Μεσοπολέμου, ιδέες που είχαν διατυπωθεί στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα και αφορούσαν την ερμηνεία της υφής του ελληνικού πολιτισμού με βάση περιβαλλοντικά στοιχεία θα χρησιμοποιηθούν ευρύτατα προκειμένου να "ανανεωθεί" η εθνική θεωρία. Έννοιες όπως η φυσική ομορφιά της Ελλάδας, η γεωγραφική θέση, το κλίμα, το ελληνικό φως καθώς και στοιχεία της κλασικής αρχαιότητας θα χρησιμοποιηθούν ως ερμηνευτικά εργαλεία προκειμένου να μελετηθεί η έννοια του έθνους. Παρότι οι διανοούμενοι που θα διατυπώσουν τέτοιες ερμηνείες κινούνται σ' ένα ευρύτατο φάσμα που αρχίζει από το χώρο της φιλελεύθερης διανόησης και φτάνει μέχρι και τους υποστηρικτές των φασιστικών ιδεών, ο απώτερος σκοπός στο βάθος του ορίζοντα των επιδιώξεων τους μοιάζει να είναι κοινός: η ουσιαστική ανανέωση της εθνικής θεωρίας.
Παράλληλα δεν αποτελεί σύμπτωση το γεγονός ότι κατά την περίοδο αυτή κάνουν την εμφάνιση τους και αναπτύσσονται στην Ελλάδα οι απόψεις της Σχολής της Γεωπολιτικής64. Το ρεύμα αυτό είχε τις θεωρητικές του πηγές στην αντίστοιχη γερμανική Σχολή της Γεωπολιτικής, που είχε αναπτυχθεί ιδιαίτερα αυτή την εποχή, ενώ παράλληλα οι ρίζες του στην Ελλάδα είναι δυνατόν ν' ανιχνευθούν στους προδρόμους του ελληνικού εθνικισμού κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Πυρήνας αυτής της θεωρίας ήταν το αξίωμα ότι η κοινωνία αποτελεί ένα φυσικό ζωντανό οργανισμό, η ανάπτυξη του οποίου καθορίζεται από το γεωγραφικό και φυσικό περιβάλλον. Η Γεωπολιτική λοιπόν είναι η επιστήμη που ορίζει πως να κυβερνάται μια κοινωνία σύμφωνα με τις απαιτήσεις του περιβάλλοντος.
Κύριοι εκπρόσωποι της Γεωπολιτικής στην Ελλάδα αναδεικνύονται ο Κ.Δ. Σφυρής, ο Δ. Δανιηλίδης και ο Π. Παμπούκης65 ενώ το γεωπολιτικό ρεύμα δεν αφήνει ανεπηρέαστους ορισμένους από τους ηγέτες του αγροτισμού και ιδιαίτερα τον Ι. Σοφιανόπουλο66. Η Γεωπολιτική, αποδίδοντας την προτεραιότητα στο εξωκοινωνικό, στο φυσικό στοιχείο, στο βάθος επέτρεπε ν' αναχθεί το κοινωνικό πρόβλημα σε βιολογικό και αποσκοπούσε στην εκτόνωση των κοινωνικών συγκρούσεων. Μέσα στο πλαίσιο αυτό η Γεωπολιτική θα λειτουργήσει σαν ιδεολογική προϋπόθεση που θα οδηγήσει στη διαμόρφωση μιας θεωρίας για την τεχνοκρατική διοργάνωση και χειραγώγηση της ελληνικής κοινωνίας προετοιμάζοντας ιδεολογικά το έδαφος για τις κατοπινές δικτατορικές επιλογές.
Αν για τη Σχολή της Γεωπολιτικής το κύριο ζήτημα ήταν η εξάρτηση του ανθρώπινου πολιτισμού από το γεωγραφικό περιβάλλον, στο χώρο της εθνικής θεωρίας η επίδραση των αρχών της γεωπολιτικής οδήγησε στην αναγωγή των χαρακτηριστικών του περιβάλλοντος σε συστατικά και κριτήρια της "εθνικής ταυτότητας".
Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του '30 μπορούμε να ανιχνεύσουμε στο έργο σημαντικών διανοουμένων τέτοιου είδους επιδράσεις. Αυτή την εποχή, η χρησιμοποίηση περιβαλλοντικών κριτηρίων ως αποδεικτικών στοιχείων για την ερμηνεία κοινωνικών φαινομένων γίνεται όλο και πιο συχνή και παράλληλα πυκνώνουν οι προσπάθειες ερμηνείας των εθνικών και φυλετικών χαρακτηριστικών με βάση κριτήρια βιολογικά και εδαφικά. Κριτήρια αμφιβόλου φερεγγυότητας, αν όχι επικίνδυνα, όπως η φυλή, η γη και το κλίμα αναδεικνύονται σε πρωταρχικούς παράγοντες πολιτισμικής διαφοροποίησης προσφέροντας, με δήθεν επιστημονικό κύρος, εξηγητικά μοντέλα της "φυσικής" ανωτερότητας λαών και εθνών67. Απώτερος σκοπός βέβαια να τεκμηριωθεί "επιστημονικά" η ανωτερότητα του ελληνικού πολιτισμού, η πολιτισμική μοναδικότητα του ελληνικού έθνους.
Στο πλαίσιο αυτό ο Θ.Δ. Τσάτσος αφού υπογραμμίσει ότι "για να καταλάβει κανείς την νέαν ελληνική τέχνη πρέπει να αισθανθή πρώτα την ελληνική φύση"68 θα υποστηρίξει την άποψη ότι "η τέχνη δίχως πατρίδα είναι κάτι ακατανόητο" για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι "η τέχνη είναι μια μορφή της πατρίδας, είναι αυτή η ίδια η πατρίδα, μετουσιωμένη πνευματικά"69.
Την ίδια περίοδο ο Ι.Ν. Θεοδωρακόπουλος θα υποστηρίξει ότι από τη λατρεία της γης προκύπτει κάθε γερός πολιτισμός για να καταλήξει στο συμπέρασμα: "Προσπάθησε να χωρίσεις το πνεύμα το ελληνικό από τη γη που το γέννησε και το λαό που τ' ανέθρεψε για να ιδείς πως το τέρμα του χωρισμού θα είναι ο θάνατος του πνεύματος"70.
Επίσης ο Κ. Τσάτσος θα υποστηρίξει ότι η ελληνική φύση αίρει με την παντοδυναμία της τις ιστορικές αντινομίες της ελληνικής ψυχής και γίνεται έτσι ο υπέρτατος αναβαθμός της ελληνικής ιδέας. Η συνείδηση της ελληνικής γης και φύσης, για τον Τσάτσο, ισοδυναμεί με εθνική αυτογνωσία, με μια βαθύτερη γνωριμία με το ελληνικό πνεύμα. Η ελληνική φύση όχι μόνο ανάγεται σε κύριο συστατικό της εθνικής μοναδικότητας και ιδιοσυστασίας αλλά πνευματικοποιείται, γίνεται άυλη και αφηρημένη δύναμη έτσι ώστε το τελικό συμπέρασμα να μοιάζει αυταπόδεικτο: ". .. το πιο στέρεο βάθρο της ιστορίας μας και της ψυχής μας και της τέχνης μας θα είναι η ελληνική φύση"71.
Η επιρροή απόψεων σαν τις παραπάνω φαίνεται ότι υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική αυτή την περίοδο στους κόλπους της μη μαρξιστικής διανόησης72. Όσο και αν υπήρξαν ορισμένες αντιδράσεις στις παραπάνω θέσεις73, μοιραία οι εξελίξεις οδηγούσαν κατευθείαν στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα όταν κάποιοι Έλληνες διανοούμενοι είχαν επιχειρήσει, μέσα από το γεωγραφικό ντετερμινισμό, να προσδιορίσουν το χαρακτήρα και τους σκοπούς του ελληνισμού.
Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας σίγουρα η πιο χαρακτηριστική φυσιογνωμία υπήρξε ο Περικλής Γιαννόπουλος, το όνομα του οποίου επανέρχεται στην επικαιρότητα και μάλιστα με μεγάλη ένταση κατά τη δεκαετία του '3074. Αν και οι αντιδράσεις στην επανεμφάνιση του γιαννοπουλικού έργου παρουσιάζουν ποικίλες αποχρώσεις, το βέβαιο είναι ότι το όνομα και το έργο του Περικλή Γιαννόπουλου γνωρίζουν μια νέα δεξίωση στο χώρο των διανοουμένων κατά την εποχή του Μεσοπολέμου.
Στο πλαίσιο αυτό ο Ανδρέας Καραντώνης, παρουσιάζοντας το αφιέρωμα του περιοδικού "Τα Νέα Γράμματα" στον Περικλή Γιαννόπουλο, θα τονίσει ότι σκοπός αυτής της παρουσίασης είναι να φέρει στο προσκήνιο της ελληνικής πνευματικής ζωής "τις πιο αντιπροσωπευτικές και τις πιο γόνιμες μορφές της τόσο πολυσύνθετης και ανεξερεύνητης ακόμα νεοελληνικής παράδοσης"75. Έτσι, αν και το αφιέρωμα είναι ογκωδέστατο (περίπου 300 σελίδες), δεν περιλαμβάνει μελέτες για το έργο του Γιαννόπουλου αλλά αποτελείται, σχεδόν αποκλειστικά, από αναδημοσιεύσεις έργων του παρουσιαζόμενου. Φαίνεται λοιπόν ότι σκοπός των επιμελητών του τεύχους δεν ήταν τόσο η κριτική παρουσίαση ή η μελέτη του έργου του Γιαννόπουλου όσο η "αποκατάσταση" και η "καθιέρωση" του.
Πάντως αυτή η διάθεση αποκατάστασης του γιαννοπουλικού έργου δεν φαίνεται να γίνεται δεκτή χωρίς επιφυλάξεις. Έτσι ο Δημήτρης Φωτιάδης, διευθυντής του περιοδικού "Νεοελληνικά Γράμματα", παρουσιάζοντας το αφιερωματικό τεύχος στον Γιαννόπουλο και σε άρθρο με τον χαρακτηριστικό τίτλο "θέλγει, μα δεν πείθει"76 συνοψίζει τις σκέψεις των επιμελητών του τεύχους και αντιμετωπίζει τον Γιαννόπουλο, παρ' όλη την ελληνολατρία του, ως έναν Ευρωπαίο της παρακμής, πληθωρικά ρητορικό και αντίθετο προς την αρχαία ελληνική λιτότητα και σαφήνεια.
Αν και στο αφιέρωμα περιλαμβάνονται και ορισμένες ένθερμες κρίσεις για το γιαννοπουλικό έργο  - όπως αυτές που διατυπώνονται στα άρθρα του Ε. Κουρήτη, του Α. Καραντώνη και ορισμένων άλλων - το άρθρο που προκάλεσε τη μεγαλύτερη συζήτηση ήταν αυτό του Γ. Θεοτοκά77. Σ' αυτό αμφισβητείται η μεγάλη αξία που δίνεται στον Γιαννόπουλο ως στοχαστή, αισθητικό και πνευματικό οδηγό. Ο Θεοτοκάς ασκεί κριτική στον Γιαννόπουλο γιατί δεν ένιωσε το δημοτικισμό και γιατί, ενώ μιλούσε συνέχεια για "ελληνική γραμμή" και "ελληνικό χρώμα" αναγνώριζε ως πρότυπο τον Γύζη, που ήταν από τους πιο πιστούς οπαδούς του βαυαρικού ακαδημαϊσμού στη ζωγραφική. Πώς είναι δυνατόν, αναρωτιέται ο Θεοτοκάς, να προσφέρει πνευματικά διδάγματα στη νέα γενιά ένας άνθρωπος που έβριζε τον Τρικούπη και διακήρυσσε ότι οι Ευρωπαίοι είναι βάρβαροι; Ο Θεοτοκάς, μ' αυτές του τις απόψεις, θα μετατρέψει τις επιφυλάξεις που είχαν διατυπωθεί μέχρι εκείνη τη στιγμή προς το γιαννοπουλικό έργο, σε ανοιχτή και μάλιστα οξεία κριτική. Έτσι ήταν φυσιολογικό να γεννηθούν αντιδράσεις και να προκληθεί μια γενικότερη συζήτηση78

3.6 Η απόρριψη της στατικής εκδοχής της ελληνικότητας από τους φιλελεύθερους διανοουμένους. Η υιοθέτηση του όρου "νεοελληνικό ύφος"

Η κριτική στάση του Θεοτοκά απέναντι στον Γιαννόπουλο και η συμπαράσταση που θα σπεύσουν να του προσφέρουν άλλοι διανοούμενοι79 στις επιθέσεις που δέχεται από τους θαυμαστές των γιαννοπουλικών ιδεών αποκαλύπτουν για μια ακόμη αφορά τον διαφορετικό τρόπο με τον οποίο ορισμένοι νέοι διανοούμενοι αντιμετώπιζαν το περιεχόμενο του όρου "ελληνικότητα". Γι αυτούς η "ελληνικότητα" γινόταν αντιληπτή σαν μια δυναμική σύλληψη διαμορφωμένη μέσα από μια σχέση αλληλεξάρτησης με τη δυτική κουλτούρα. Γι αυτό άλλωστε επέμεναν να μιλούν για τον ελληνισμό ως ένα διαρκές γίγνεσθαι, ως μια διαδικασία μόνιμης εξέλιξης και εναλλαγής. Μια στατική "γιαννοπουλική" αντίληψη της "ελληνικότητας" έβαινε αντίθετα στις προσδοκίες αυτής της γενιάς, που φιλοδοξούσε να εγχαράξει νέα στοιχεία στην εθνική ταυτότητα των Ελλήνων και να τονίσει την εθνική τους ετερότητα μέσα όμως στο ευρύτερο πλαίσιο της δυτικής κουλτούρας. Αν λοιπόν η "ελληνικότητα" θεωρούνταν κάτι συντελεσμένο, ένα σύστημα κλειστό που δεν έπρεπε να έχει κανενός είδους σχέση με τον υπόλοιπο ανθρώπινο πολιτισμό, τότε όλοι οι φιλόδοξοι οραματισμοί των νέων αστών διανοουμένων της εποχής του '30 θα έπεφταν στο κενό.
Οι σημαντικές διαφοροποιήσεις που εντοπίζονται ανάμεσα σε μια στατική και μια δυναμική σύλληψη και ερμηνεία του όρου "ελληνικότητα", είναι δυνατόν να ανιχνευθούν και στο πλαίσιο του διαλόγου που διεξάγεται μεταξύ του Γιώργου Σεφέρη και του Κωνσταντίνου Τσάτσου με θέματα τη νοηματική αλληλουχία της νεότερης ποίησης και την ελληνικότητα στην τέχνη80. Εντοπίζοντας το ενδιαφέρον μας στο δεύτερο σκέλος της συζήτησης, διαπιστώνουμε ότι ο Τσάτσος ξεκινά από την αφετηρία ότι υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια που ορίζουν την ελληνικότητα και αυτά είναι η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, το γεωγραφικό περιβάλλον, η πνευματική παράδοση και η γλωσσική παιδεία του δημιουργού για να καταλήξει στην εκτίμηση: "Δε θέλω τη γνησιότητα για να είναι το έργο ελληνικό, θέλω την ελληνικότητα, για να είναι το έργο γνήσιο"81. Αντίθετα ο Σεφέρης είναι κατηγορηματικός όταν υποστηρίζει ότι η ελληνικότητα δεν μπορεί να θεωρηθεί αισθητικό κριτήριο και εκφράζει την πεποίθηση ότι κάθε έργο γραμμένο από Έλληνα θα διαθέτει οπωσδήποτε ελληνικότητα82.
Πάντως απόψεις σαν κι αυτές του Σεφέρη φαίνεται ότι είχαν, στους κόλπους της γενιάς του '30, απήχηση μεγαλύτερη από θεωρήσεις σαν κι εκείνες του Τσάτσου. Κάτι τέτοιο προκύπτει αν κρίνουμε από τους υποστηρικτές που βρήκε ο Θεοτοκάς στην κριτική του προς τον Γιαννόπουλο αλλά και από την παρουσία άλλων διανοουμένων που πήραν, έμμεσα, μέρος στο διάλογο Σεφέρη  - Τσάτσου υποστηρίζοντας τις απόψεις του πρώτου. Στο πλαίσιο αυτό είναι χαρακτηριστική η στάση του Κωνσταντίνου Δημαρά, ο οποίος θα υιοθετήσει τις απόψεις του Σεφέρη και θα υποστηρίξει με σαφήνεια:
"Ο ελληνισμός δεν πρέπει να είναι ένα χθες αυθαίρετα ξεχωρισμένο. Σαν ένα διαρκές γίγνεσθαι τον βλέπω, ένα συνεχές αύριο που τείνει πάντα να πραγματοποιηθεί χωρίς ποτές να πραγματοποιήται, πλούσιο από όλες τις περασμένες εμπειρίες του, αλλά και από όλες τις δυνάμεις που ακόμη κρύβει μέσα του"83.
Η πίεση που ασκείται από διάφορες κατευθύνσεις, κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του '30, με σκοπό να αποκτήσει ο όρος "ελληνικότητα" στατικά και σαφώς προσδιορισμένα χαρακτηριστικά εξηγεί και το ότι ορισμένοι εκπρόσωποι της γενιάς του '30  - μιας γενιάς που ταυτίστηκε, ίσως βιαστικά, με την έννοια της "ελληνικότητας" - αποφεύγουν συστηματικά τη χρήση αυτού του όρου γιατί, κατά τη γνώμη τους, εκφράζει την απαίτηση για ιθαγένεια. Έτσι ο Γ. Σεφέρης, σημαντικότερος ανάμεσα στους διανοούμενους που τηρούν μια τέτοια στάση, αποφεύγει τον όρο "ελληνικότητα" προτιμώντας τον όρο "ελληνισμός", που αντιπροσωπεύει, κατά τη γνώμη του, κυρίως την ιστορική και πνευματική παράδοση και κληρονομιά84.
Ακόμα και μετά το Μεσοπόλεμο διανοούμενοι όπως ο Θεοτοκάς θα συνεχίσουν να τονίζουν με έμφαση ότι η ελληνικότητα δεν μπορεί να είναι κανόνας και δόγμα85, γιατί ο ελληνισμός ζει και αλλάζει, άρα ανανεώνεται και αναπροσαρμόζεται καθιστώντας αδύνατο ένα σύστημα κανόνων που να ρυθμίζει τελεσίδικα το περιεχόμενο της "εθνικής ιδεολογίας". Ο νεοελληνισμός δεν μπορεί να θεωρηθεί διδασκαλία, σχολή, νόμος απαράβατος αλλά ζωή, κίνηση, αναζήτηση και αντίφαση, θα υποστηρίξει ο Θεοτοκάς. Ό,τι ενώνει τις αντιφατικές και ποικίλες νεοελληνικές ιδιοσυγκρασίες και νοοτροπίες είναι ο "τόνος, η υφή και η ψυχή του Νεοελληνισμού"86.
Αν συνδυάσουμε αυτές τις γνώμες του Θεοτοκά με την έμφαση του Σεφέρη στο "νεοελληνικό ύφος", όταν, λόγου χάρη, γράφει ότι το ύφος του Μακρυγιάννη είναι πραγματικό και μοναδικό87, τότε θα καταλάβουμε ότι το περιεχόμενο της "ελληνικότητας" γι' αυτούς τους διανοούμενους δεν αποτελείται από απαραβίαστους κανόνες αλλά από μια "συνέχεια ελληνικού ύφους". Με το να μιλήσουν για "ελληνικό ύφος" οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι αποφεύγουν αφενός να ορίσουν την ελληνικότητα ουσιακά και συνταγολογικά και επιχειρούν αφετέρου να θεμελιώσουν την "ενότητα ελληνικού ύφους" ανάμεσα στο κλασικό και το λαϊκό88. Το συμπέρασμα προκύπτει σχεδόν αβίαστα: εκείνο που ενώνει την αρχαία κλασική Ελλάδα με τη σύγχρονη λαϊκή Ελλάδα είναι μια ιστορική διάρκεια "ελληνικού ύφους", μοναδικού και ιδιαίτερου, που είναι αδύνατον να τοποθετηθεί μέσα σε προκαθορισμένα πλαίσια. Μια τέτοια οριοθέτηση επιτρέπει στους φιλελεύθερους διανοούμενους να διαχωρίσουν τη θέση τους από εκείνες τις αντιλήψεις που θέλουν τη φυσιογνωμία του ελληνισμού στατική, αιώνια και απαράλλακτη και ταυτόχρονα τους δίνει τη δυνατότητα να διατηρήσουν στο ακέραιο τις φιλοδοξίες τους για μια μελλοντική πρωταγωνιστική θέση του ελληνισμού στο πλαίσιο της δυτικής και της παγκόσμιας κουλτούρας89.
Αυτή η αναφορά στην "ενότητα του νεοελληνικού ύφους" δίνει επίσης τη δυνατότητα στους φιλελεύθερους διανοούμενους αφενός να ορίσουν αντιδογματικά την έννοια της ελληνικότητας και αφετέρου να εκδηλώσουν κάποια μορφή αντίδρασης στις συνταγές του "εθνικού πολιτισμού" και της "εθνικής τέχνης" που κυκλοφορούσαν ευρύτατα από τα μέσα της δεκαετίας του '30 και η δικτατορία Μεταξά διατυμπάνιζε με ένταση. Γι αυτό το λόγο είναι λοιπόν αναγκαίο να μελετηθεί στη συνέχεια η διαμόρφωση της εθνικής θεωρίας κατά τη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας.

4. Η καταστολή των φιλελεύθερων τάσεων: "Τρίτος Ελληνικός Πολιτισμός" και "Εθνικόν Κράτος"

Το ιδεολογικό υπόβαθρο της δικτατορίας Μεταξά διαμορφώνεται μέσα από τις επεξεργασίες των θεωρητικών του καθεστώτος για τη συγκρότηση του "Εθνικού Κράτους" καθώς και για τον "Τρίτο Ελληνικό Πολιτισμό". Κύριος θεωρητικός και βασικός εκφραστής της ιδεολογίας του νέου καθεστώτος υπήρξε ο ίδιος ο δικτάτορας Μεταξάς90.
Ανιχνεύοντας την ιδεολογική συγκρότηση του Μεταξά διαπιστώνουμε ότι ήδη αρκετό καιρό πριν επιβάλλει τη δικτατορία του έχει υπογραμμίσει ότι "το κοινοβουλευτικό μας σύστημα αποβαίνει όλο και περισσότερον ένα εμπόδιο στην κατάλληλη διοργάνωση της κοινωνίας μας απέναντι στα μεγάλα σύγχρονα προβλήματα"91 κάνοντας την εκτίμηση ότι η υπέρβαση του κοινοβουλευτισμού θα γίνει είτε με "κοινωνική ανατροπή" είτε με την εγκαθίδρυση ενός "εθνικιστικού Κράτους"92.
Ένα χρόνο αργότερα  - και παράλληλα είκοσι χρόνια μετά το Διχασμό - ο Μεταξάς θα δημοσιεύσει στην εφημερίδα "Καθημερινή" μια σειρά άρθρων για εκείνη την περίοδο. Εκεί θα επιχειρήσει να σκιαγραφήσει την ιστορική εξέλιξη της "εθνικής ιδεολογίας". Το τελευταίο από τα άρθρα αυτά έχει τίτλο "Επίλογος"93 και αποτελεί μια από τις πιο συγκροτημένες  - με βάση τη λογική του εθνικισμού - προσπάθειες ανάλυσης της Μεγάλης Ιδέας. Εκεί ο μελλοντικός δικτάτορας αναφέρεται στο στοιχείο της κοινότητας αίματος, το οποίο "ενώνει τους Έλληνες δια μέσου των αιώνων" και τονίζει ότι μόνο η συνείδηση αυτής της κοινότητας αίματος θα μπορούσε να δώσει ένα νόημα στην ιστορική εξέλιξη του Ελληνισμού. Ο Μεταξάς ολοκληρώνει την παρουσίαση των θέσεων του τονίζοντας ότι η χρεοκοπία της Μεγάλης Ιδέας επιβάλλει στο ελληνικό έθνος την αναζήτηση νέων ιδανικών.
Οι παραπάνω θέσεις του Μεταξά οδηγούν κατευθείαν στον εθνικιστικό ιδεολογικό προβληματισμό που είχε αναπτυχθεί στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα και πιο συγκεκριμένα στη σκέψη του Ίωνα Δραγούμη. Ειδικότερα, στην ανάλυση των εννοιών του "Ελληνισμού" και της "Μεγάλης Ιδέας" η επίδραση των ιδεών του Δραγούμη στις αναλύσεις του Μεταξά είναι σαφέστατη. Και για τους δυο, "μοίρα" του Ελληνισμού ήταν η διασπορά και συνεκτικός κρίκος της διασποράς ο ελληνικός πολιτισμός. Επιπλέον ο Μεταξάς διευκρίνιζε ότι με την έννοια "πολιτισμός" δεν εννοούσε τα μηχανικά και υλικά επιτεύγματα, "αλλά τον βαθύτερον πολιτισμόν, όστις είναι εκ των εγκάτων της φυλής μας εκδήλωσις της ζωτικότητος, της ιδιοφυΐας της και της ισχύος της".
Αυτή η δραγουμική ανάλυση της έννοιας του Ελληνισμού και η ανάλογη αντιμετώπιση της Μεγάλης Ιδέας θα επηρεάσουν στη συνέχεια τις θέσεις του καθεστώτος Μεταξά για το ρόλο του "Εθνικού Κράτους" καθώς και το περιεχόμενο που θα πάρει η εθνική θεωρία κατά την περίοδο αυτή. Βέβαια, όπως ήδη έχει φανεί, η νεοελληνική συντηρητική ιδεολογία είχε από νωρίς ενσωματώσει διάφορα ιδεολογήματα που είτε καλλιεργήθηκαν από, είτε έτειναν προς, το φασισμό και τον εθνικοσοσιαλισμό. Επίσης ο έντονος αντικομμουνισμός της κυρίαρχης ιδεολογίας του Μεσοπολέμου, με το τρίπτυχο "Πατρίδα, θρησκεία, Οικογένεια", αφομοίωσε εύκολα ιδεολογικές κατασκευές που χρησιμοποίησαν την ίδια περίπου εποχή ο φασισμός και ο ναζισμός σε Ιταλία και Γερμανία αντίστοιχα. Συμπερασματικά λοιπόν μπορεί να ειπωθεί ότι οι εθνικιστικές αναλύσεις του Ίωνα Δραγούμη και οι φασιστικές και ναζιστικές επεξεργασίες του Μεσοπολέμου αποτελούν τα ιδεολογικά θεμέλια του καθεστώτος Μεταξά και κατ' αυτήν την έννοια επηρεάζουν καθοριστικά και το περιεχόμενο που προσλαμβάνει η εθνική θεωρία αυτή την περίοδο.
Οι επεξεργασίες του Δραγούμη για τον ελληνισμό επηρέασαν καθοριστικά τη στάση του καθεστώτος Μεταξά και απέναντι στους γειτονικούς λαούς χρωματίζοντας ανάλογα το περιεχόμενο του ελληνικού εθνικιστικού λόγου αυτής της περιόδου.
Η ακλόνητη πίστη του στη "βαθιά ουσία του Ελληνισμού" και τις αφομοιωτικές του ικανότητες είχε πείσει τον Ίωνα Δραγούμη ότι η Ελλάδα δεν θα έπρεπε να επιδιώκει τον κρατικό επεκτατισμό σε βάρος των γειτονικών λαών. Η επιβολή του ελληνισμού, για τον Δραγούμη, ήταν πρόβλημα μακρόχρονης ουσιαστικής διαδικασίας και όχι ζήτημα τυπικής κατάκτησης. Όλα αυτά σήμαιναν ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να φροντίσει για τον ελληνισμό εκτός των συνόρων χωρίς όμως και να επιδιώκει οπωσδήποτε να τον ενσωματώσει στα σύνορα του κράτους. Οι Έλληνες του εξωτερικού ήταν, για το Δραγούμη, οι φορείς του εκπολιτιστικού έργου του ελληνισμού, ακόμα και στα πιο απομακρυσμένα μέρη. Έτσι λοιπόν εκείνο που χρειαζόταν δεν ήταν ο πόλεμος με τους γείτονες, αλλά η φιλία, οι αγαθές σχέσεις και η συνεργασία. Η επικράτηση του ελληνισμού θα ερχόταν αργότερα, όταν θα ωρίμαζαν οι συνθήκες.
Ο Μεταξάς, στα πλαίσια της εξωτερικής του πολιτικής, θα επαναλάβει την ανάλυση του Δραγούμη, όσον αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και θα εισαγάγει επιπλέον την ιδέα της άμυνας του ελληνισμού απέναντι στον "από βορρά κίνδυνο", συγκεκριμένα απέναντι στη Βουλγαρία και τη Σερβία.
Οσον αφορά το ρόλο του "Εθνικού Κράτους", οι επεξεργασίες του καθεστώτος Μεταξά συνδέονταν, επίσης κατευθείαν, μ' εκείνες του Ίωνα Δραγούμη.
Ο δικτάτορας κατέληγε στην αναγκαιότητα του παρεμβατικού κράτους όχι τόσο επιδιώκοντας την ισορροπία των ταξικών επιρροών όσο οραματιζόμενος μια οργανωμένη και χωρίς εσωτερικές αντιφάσεις αστική κοινωνία. Ο Μεταξάς ξεκινά από την εκτίμηση ότι βρισκόμαστε στο τέλος μιας ιστορικής φάσης και στην αρχή μιας άλλης. Η νέα αυτή περίοδος, κατά τον Μεταξά, δεν μπορεί παρά να χαρακτηρίζεται από το ξεπέρασμα του ατομικισμού και την ανάπτυξη της "συλλογικής ενεργείας" που θα οδηγήσει στην "ομαδική ανάπτυξη του Ελληνισμού". Η τοποθέτηση αυτή ήταν εκ προοιμίου πολύ πιο πρόσφορη για να οδηγήσει στον φασιστικό ολοκληρωτισμό. Έργο λοιπόν του "Εθνικού Κράτους", του "κέντρου του Ελληνισμού", ήταν να αναδημιουργήσει τον ελληνικό πολιτισμό και να δημιουργήσει την απαιτούμενη κρατική ισχύ για την υπεράσπιση του ελληνισμού.
Ο Μεταξάς, εμπνευσμένος πάντα από την ιδέα του οργανικού κράτους σαν ενιαίου και χωρίς αντιφάσεις βιολογικού οργανισμού, υιοθέτησε από νωρίς την ιδέα της εθνικής αυτάρκειας, τόσο στην οικονομία όσο και στην ιδεολογία. Μάλιστα θεωρούσε ότι η οικονομική και ιδεολογική αυτάρκεια αποτελούν προϋποθέσεις για την ανασυγκρότηση του "Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού" που οραματιζόταν.
Από την αρχή κιόλας της δικτατορίας, οι αναφορές στην ανάγκη "δημιουργίας" ή "αναδημιουργίας" του ελληνικού πολιτισμού αποτελούν στερεότυπο μοτίβο του δικτάτορα στους πληθωρικούς λόγους του. Αυτό το κήρυγμα συνοδεύεται από την απόρριψη των ξένων πολιτισμών και τη διατύπωση της φιλοδοξίας για κυριαρχία τελικά του ελληνικού πολιτισμού94.
Ο Μεταξάς φαίνεται να θεωρεί ότι υπάρχουν δυο προϋποθέσεις απαραίτητες προκειμένου να πραγματοποιηθεί αυτή η "εκπολιτιστική πορεία του Ελληνισμού" που διακηρύσσει.
Η πρώτη απ' αυτές τις προϋποθέσεις είναι η επιστροφή στο ένδοξο παρελθόν, "εις τας πηγάς εκείνος από τας οποίας έρρευσε το νερό του Ελληνικού Πολιτισμού καθαρό και αγνό". Όπως υποστηρίζει ο δικτάτορας μόνο έτσι θα μπορέσουμε "να ξαναγίνουμε Έλληνες, και τότε να ορμήσουμε εις ένα νέον μέλλον και όχι εις το μέλλον του αφανισμού"95.
Η δεύτερη είναι "η ανύψωσις του εθνικού φρονήματος. Η τόνωσις της αισιοδοξίας, του θάρρους και της αυτοπεποιθήσεως του ελληνικού λαού. Η εμπέδωσις της πίστεως του ελληνικού λαού στον υψηλόν εκπολιτιστικόν προορισμόν του"96.
Αφού συμβούν όλα αυτά θα "... πρέπει να εξορμήσωμεν από εκεί όπου ευρισκόμεθα, δια να μεταφέρωμεν εσωτερικώς πλέον τα περιθώρια του πολιτισμού μας εις ακόμη μακρύτερα περιθώρια. Διότι ναι μεν ως έκτασις δεν έχομεν να πάμε παραπέρα, αλλά ως πολιτισμός μορφωτικός και υλικός πολιτισμός είμεθα μακρυά ακόμη, πολύ μακρυά δια να φθάσωμεν εις τα εκπολιτισμένα σύνορα μας"97.
Φαίνεται λοιπόν ότι, αν ο "πνευματικός εθνισμός" και ο "εθνιστικός ουμανισμός", που ορισμένοι Έλληνες διανοούμενοι οραματίστηκαν στη δεκαετία του '30, ήταν μια μορφή προσαρμογής στην αναγκαστική σύμπτωση των γεωγραφικών ορίων έθνους και κράτους, η οποία συντελέστηκε μετά το 1922, η δικτατορία Μεταξά επιχείρησε ένα είδος συμβιβασμού με τη νέα πραγματικότητα συμπιέζοντας και τις δυο οντότητες (έθνος και κράτος) κάτω από την έννοια του "Εθνικού Κράτους". Ο "πνευματικός εθνισμός", ως εκλεπτυσμένο υποκατάστατο του εδαφικού επεκτατισμού και της Μεγάλης Ιδέας, στηριζόταν σε μια αρχή επεκτατικού φιλελευθερισμού, σύμφωνα με την οποία κάθε έθνος διατηρώντας την ταυτότητα του φιλοδοξούσε να συνδιαλλαγεί αλλά και να κυριαρχήσει πνευματικά στα άλλα έθνη ενώ η έννοια του "Εθνικού Κράτους" της 4ης Αυγούστου διακατέχεται τόσο από κρατικό συγκεντρωτισμό όσο και από έντονη διάθεση απομονωτισμού.
Σύμφωνα με το Θεολόγο Νικολούδη, Υφυπουργό Τύπου και Τουρισμού και από τους θεωρητικούς της 4ης Αυγούστου, το "Εθνικό Κράτος" είναι κατά του ατόμου και υπέρ του έθνους, αντίθετα με τη φιλελεύθερη εκδοχή της δημοκρατίας που έχει ως θεμελιώδη αρχή την απόλυτη ελευθερία του ατόμου98. Έτσι λοιπόν φυσιολογικά το "Εθνικόν Κράτος" θα θεωρηθεί, από τους θεωρητικούς της 4ης Αυγούστου, ως η "νομική τάξις του Έθνους", ο οργανωμένος υπηρέτης των συμφερόντων του εθνικού συνόλου, μια οντότητα με "ηθικό" χαρακτήρα. Αν το κράτος αντιμετωπίζεται ως "εκδήλωσις της οργανωμένης δυνάμεως του Έθνους", τότε σημαίνει ότι η κρατική οντότητα πρέπει να υποτάσσεται στην ιδέα της "εθνικής αλληλεγγύης" και επομένως η σχέση έθνους  -  κράτους καθορίζεται ως σχέση σκοπού  -  μέσου. Η λατρεία αυτή του έθνους, ως "ομάδος ατόμων συνδεομένων μεταξύ των εις το διηνεκές, δια κοινών γνωρισμάτων και ψυχικής ταυτότητος"99, επιτρέπει ακριβώς την προσδοκία του "τρίτου ελληνικού πολιτισμού" και την τόνωση της φυλετικής υπεροχής: "όχι μόνον η ανομοιογένεια αλλά και η πεποίθησις ότι είμεθα διάφοροι και καλλίτεροι, πρέπει να καλλιεργείται, χάριν της προωθήσεως της ζωής και δη της εθνικής ζωής"100.
Σύμφωνα με τον ίδιο το Μεταξά, κάθε φυλή που έχει δική της συνείδηση οφείλει να δημιουργήσει και να εκδηλώσει το δικό της πολιτισμό, πράγμα που επιβάλλεται ιδιαίτερα για την ελληνική λόγω της υπεροχής της απέναντι στις άλλες. Ο νέος "Τρίτος Ελληνικός Πολιτισμός" που θα δημιουργηθεί πρέπει να είναι κράμα της διάνοιας του αρχαίου πολιτισμού με τη βαθιά θρησκευτική πίστη του μεσαιωνικού ελληνισμού101. Αυτό είναι το "υψηλόν ιδεώδες" του μεταξικού καθεστώτος, που προσπάθησε να το εμπνεύσει στη νεολαία, συνυφασμένο μ' ένα κήρυγμα ξενηλασίας. Αυτός ο εθνοκεντρισμός του νέου καθεστώτος είναι στις περισσότερες περιπτώσεις απόλυτα καταδικαστικός της αποδοχής του ξένου, γιατί πιστεύει ότι ο διαχωρισμός των εθνών είναι στοιχείο προόδου και η ξενηλασία αναδεικνύει πληρέστερα το ελληνικό πνεύμα.
Γίνεται προφανές από τα παραπάνω ότι, στα πλαίσια της ιδεολογίας της 4ης Αυγούστου, η σχέση του έθνους με το κράτος καθορίζεται με βάση το αξίωμα του Μεταξά που θεωρούσε το κράτος ως την εκδήλωση της οργανωμένης δύναμης του έθνους. Το έθνος λοιπόν προηγείται αξιακά του κράτους και ορίζεται είτε ως ψυχή και κατά δεύτερο λόγο ως γεωγραφική ενότητα είτε ως πνευματική κοινότητα που εμπερικλείει παρόν, παρελθόν και μέλλον και τα μέλη της εμφορούνται από εθνικό φρόνημα.
Πάντως, παρά τη συχνή χρησιμοποίηση αφηρημένων εννοιών από τους θεωρητικούς της 4ης Αυγούστου, δεν υποτιμάται καθόλου η σαφής υπογράμμιση του φυλετικού και γεωπολιτικού προσδιορισμού της έννοιας του έθνους. Χαρακτηριστικά ο Γ.Α. Μαντζούφας θα τονίσει:
"Η ελληνική ψυχή, όπως γίνεται αντιληπτόν, είναι συνδυασμένη με την ελληνικήν φυλήν. Η τελευταία αύτη είναι η αφορμή, η οποία μας διακρίνει εις τας εκδηλώσεις μας, τόσον τας πνευματικός όσον και τας αισθηματικάς, όπως και τας κοινάς εκδηλώσεις ακόμη του καθημερινού μας βίου και αυτάς τας μηχανικάς εκδηλώσεις ως ανθρώπων και τας κινήσεις μας ακόμη, μας διακρίνει από άλλους ανθρώπους, μη ανήκοντας εις την ιδίαν, δηλαδή, την ελληνικήν φυλήν. Αλλά δεν είναι μόνον η ιδιότης της ελληνικής ψυχής. Το γεγονός ότι εγεννήθημεν εις ένα ωρισμένον τόπον, εις τον οποίον έζησεν άλλοτε η φυλή εκείνη, η οποία έδωσεν εις την ανθρωπότητα τον κλασσικόν πολιτισμόν, δεν είναι τυχαίον"102.
Έτσι λοιπόν, η φυλή και η γη αναγνωρίζονται ως οι δυο κύριοι παράγοντες που καθορίζουν την ιδιαιτερότητα της "ελληνικής ψυχής" και του ελληνικού πολιτισμού. Ακόμα και οι αρετές του αρχαίου πολιτισμού ανάγονται "στη βιολογική σύνθεση της φυλής και στον ιδιότυπο χαρακτήρα του τόπου"103 ενώ ως βασικές συνιστώσες της δημιουργικής φαντασίας καθορίζονται ο ελληνισμός ως πνευματικό γεγονός και η Ελλάδα ως γεωφυσική πραγματικότητα.
Η συγκεκριμένη μορφή που παίρνει ο κυρίαρχος εθνικιστικός λόγος κατά την περίοδο της δικτατορίας Μεταξά καθώς και οι γενικότερες επιλογές του καθεστώτος επηρεάζουν άμεσα και την ευρύτερη πνευματική παραγωγή. Βέβαια θα ήταν υπερβολικό να πούμε ότι η 4η Αυγούστου επηρέασε άμεσα τις συζητήσεις για την "ελληνικότητα" στα τέλη της δεκαετίας του '30. Ωστόσο η στροφή "προς τις ρίζες"104, που παρατηρείται μετά το 1936, μπορεί να ερμηνευθεί και ως αρνητική αντίδραση αλλά και ως συμμόρφωση προς τις επιταγές του Νέου Κράτους. Μπορεί αρκετοί φιλελεύθεροι διανοούμενοι ή περιοδικά, όπως τα "Νέα Γράμματα", να αρνήθηκαν συνεργασία με το νέο καθεστώς, ωστόσο ο αυταρχικός εθνοκεντρισμός του τους υποχρέωσε έμμεσα να κάνουν κι αυτοί τη δική τους συντηρητική στροφή προς τον "αισθητικό εδαφισμό" του Γιαννόπουλου ή να προβάλουν έναν αντίπαλο λαϊκισμό στις λαϊκίζουσες τάσεις του Μεταξά, που προσπαθούσε να δώσει στη δικτατορία του την επίφαση της μαζικής λαϊκής υποστήριξης.
Το δικτατορικό καθεστώς οραματιζόταν μια τέχνη για τις μάζες και διατυμπάνιζε ότι η βάση του ελληνικού "Εθνικού Κράτους" είναι λαϊκή. Αν και το "Εθνικό Κράτος" προϋπέθετε μόνο τις έννοιες του έθνους και του κράτους, οι θεωρητικοί του μεταξικού καθεστώτος επιχείρησαν να υποστηρίξουν ότι διέθετε μαζικό χαρακτήρα και γι' αυτό μίλησαν για "εθνική λαοκρατία". Προσπάθησαν μάλιστα να διαχωρίσουν τις έννοιες "έθνος" και "λαός" λέγοντας ότι ο "λαός" αποτελεί βιολογική πραγματικότητα ενώ το "έθνος" ένα κοινωνικό ιδεώδες. Ο λαός αντιπροσωπεύει μια ψυχική ενότητα και μια κοινοτική καταγωγή ενώ το έθνος μια ιδεολογική ενότητα και μια κοινότητα θελήσεων κάτω από μια ιδέα.
Όλα όσα ειπώθηκαν παραπάνω δείχνουν ότι η 4η Αυγούστου καλλιέργησε ένα έντονα αυταρχικό, σοβινιστικό και λαϊκιστικό κλίμα. Από πολύ νωρίς οι θεωρητικές επεξεργασίες του Μεταξά ήταν εθνοκεντρικές, πράγμα που βρισκόταν σε πλήρη αρμονία με την εθνικιστική αντίληψη περί έθνους. Στόχος του Μεταξά ήταν η διαμόρφωση μιας εθνικής θεωρίας που θα μπορούσε να αντιπαρατεθεί αποτελεσματικά τόσο προς τα αφηρημένα σχήματα των φιλελεύθερων διανοουμένων όσο και προς το διεθνισμό των μαρξιστών. Η φυσιογνωμία που έγινε προσπάθεια να διαμορφώσει η εθνική θεωρία κατά τη μεταξική περίοδο δεν άφησε ανεπηρέαστους ούτε όσους αντιστάθηκαν στο μεταξικό καθεστώς, αναγκάζοντας κι αυτούς να συζητούν για την "ελληνικότητα" και να προβάλλουν έντονα τις λαϊκές τους ρίζες που θα τις αναζητήσουν στα κείμενα του Μακρυγιάννη και τη ζωγραφική του Θεόφιλου.

5. Συμπεράσματα 

Ο ελληνικός εθνικιστικός λόγος, αμέσως μετά τη μικρασιατική καταστροφή, βρίσκεται αντιμέτωπος μ' ένα πρόβλημα που θα μπορούσε σχηματικά να αποδοθεί με τον όρο "κενό οράματος." Αν μέχρι το 1922 ο αλυτρωτισμός και ο εδαφικός επεκτατισμός αποτελούσαν τις προμετωπίδες του ελληνικού εθνικισμού, μετά τη μικρασιατική καταστροφή οι λειτουργοί της ελληνικής εθνικής θεωρίας, συνειδητοποιώντας ότι η διαδικασία εθνικής ολοκλήρωσης έχει, τουλάχιστον μέσα στην παρούσα συγκυρία, ολοκληρωθεί, υποχρεώνονται να στρέψουν το ενδιαφέρον τους στην ανεύρεση και ανάδειξη νέων "εθνικών οραμάτων". Η ανάγκη προσαρμογής της εθνικής θεωρίας στη νέα πραγματικότητα που διαμορφώθηκε μετά τη βύθιση των μεγαλοϊδεατικών οραμάτων στα νερά του λιμανιού της Σμύρνης είναι προφανής αλλά και επιτακτική. Έτσι λοιπόν φυσιολογικά το σύνολο των λειτουργών της εθνικής θεωρίας, από τον φιλελεύθερο Θεοτοκά μέχρι τον φασίστα Μεταξά, φαίνεται να συγκλίνει στην εκτίμηση ότι τα συστατικά και οι στοχεύσεις αυτής της θεωρίας οφείλουν να ανανεωθούν.
Επιπλέον, η ανάγκη ανασυγκρότησης της εθνικής θεωρίας προσλαμβάνει κατά το Μεσοπόλεμο ιδιαίτερη σημασία καθώς συναρθρώνεται με την συνολική ευστάθεια του οικοδομήματος της κυρίαρχης ιδεολογίας. Σε τελική ανάλυση η αναμόρφωση της ελληνικής εθνικής επιχειρηματολογίας γίνεται απόλυτα αναγκαία και επιβάλλεται όχι μόνο ως συνέπεια της μικρασιατικής καταστροφής αλλά και ως αποτέλεσμα της παρατεταμένης και ανοικτής πολιτικής κρίσης που χαρακτηρίζει το Μεσοπόλεμο. Σε μια περίοδο που τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα τείνουν να λάβουν εκρηκτικές διαστάσεις και καθώς οι σοσιαλιστικές ιδέες αποκτούν ένα εν δυνάμει ευρύτατο ακροατήριο, η εγχάραξη μιας εθνικής ταυτότητας που θα λειτουργεί συνεκτικά, αποσιωπώντας ή παρακάμπτοντας υπαρκτές και οξύτατες κοινωνικές αντιθέσεις, μοιάζει να είναι όχι μόνο χρήσιμη αλλά και αναγκαία. Στο πλαίσιο αυτό η ανασυγκρότηση της ελληνικής εθνικής θεωρίας, κατά την περίοδο μετά το 1922, δεν είναι απλά ένα ζητούμενο μεταξύ των διανοουμένων αλλά μια αδήριτη αναγκαιότητα που επιβάλλεται από τα κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα της συγκυρίας.
Έτσι λοιπόν οι απόπειρες ανανέωσης της εθνικής θεωρίας απασχολούν έντονα  - και κάποτε συγκλονίζουν - τους χώρους τόσο της πολιτικής όσο και της διανόησης κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Ανιχνεύοντας τις αποχρώσεις στις αναζητήσεις των λειτουργών της εθνικής θεωρίας μπορούμε να διακρίνουμε δυο βασικά ρεύματα χωρίς αυτό να αποκλείει την ύπαρξη και άλλων προσωπικών ή επιμέρους διαφοροποιήσεων.
Γο πρώτο ρεύμα περιλαμβάνει τους πολιτικούς και τους διανοούμενους που κινούνται στο ευρύτερο ιδεολογικό κλίμα του φιλελευθερισμού. Οι φιλελεύθεροι πολιτικοί θα προτείνουν ως νέο "εθνικό όραμα" 'ένα σχέδιο αστικού εκσυγχρονισμού συναρθρωμένο με την επιδίωξη εθνικής ομογενοποίησης του κράτους. Οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι θα μιλήσουν για "πνευματικό εθνισμό", "εθνιστικό ουμανισμό" και "ελληνικότητα"  -  αποφεύγοντας συστηματικά και συνειδητά να την προσδιορίσουν με ακρίβεια  -  έχοντας τη φιλοδοξία η αποδοχή και παγίωση όλων αυτών των σχημάτων να γίνει η αφετηρία για μια διαδικασία πολιτιστικής ηγεμονίας του "ελληνισμού" πάνω στη Δύση.
Η συμβολή των διανοουμένων της γενιάς του '30 στη διαμόρφωση και ανάδειξη τέτοιων ιδεολογικών σχημάτων υπήρξε καθοριστική. Η γενιά του '30 προσπάθησε να κινήσει μια αμφίδρομη διαδικασία και να προβάλει δύο πρόσωπα, έτσι ώστε να γεφυρώσει το λεγόμενο "χάσμα της εθνικής ταυτότητας", το δυτικό με το ανατολικό στοιχείο της "ταυτότητας του ελληνισμού". Από τη μια πλευρά πρόβαλε την αστικοκοσμοπολίτικη, "δυτική" εικόνα της: αρκετά εξωστρεφή, εκσυγχρονιστική και συνάμα ανταγωνιστική προς την Ευρώπη. Από την άλλη παρουσίασε ένα λαϊκιστικό πρόσωπο ανακαλύπτοντας το Μακρυγιάννη και το Θεόφιλο. Πιστεύοντας ότι η ελληνική ταυτότητα χαρακτηρίζεται από έναν έντονο δυϊσμό, η γενιά του '30 επιχείρησε να συγκεράσει αυτά τα δύο είδωλα, αποβλέποντας στην υπέρβαση αυτού του δυϊσμού και φιλοδοξώντας να δημιουργήσει μια νέα πιο ευέλικτη ιδεολογική κατασκευή. Καθώς λοιπόν η Μεγάλη Ιδέα, μαζί με τους αυτοκρατορικούς πόθους, είχαν πια ξεθυμάνει, οι διανοούμενοι της γενιάς του '30 προσπαθούν να συγκροτήσουν μια νέα ιδεολογική φόρμουλα που να διαπνέεται από φιλελεύθερο ουμανισμό και να εξισορροπεί τον πολιτισμικό ισολογισμό με την Ευρώπη. Για να το πετύχουν αυτό επιχειρούν να συμφιλιώσουν στοιχεία της λαϊκής παράδοσης με το μοντερνισμό προσβλέποντας ταυτόχρονα συναγωνιστικά προς την "Ευρώπη".
Στο δεύτερο ρεύμα θα μπορούσαν να ενταχθούν εκείνοι οι πολιτικοί και διανοούμενοι που διακρίνονται για τις συντηρητικές και πολλές φορές ακραίες εθνικιστικές θέσεις τους. Οι πολιτικοί που εντάσσονται σ' αυτό το ρεύμα τονίζουν ότι ο ελληνικός λαός "προορίζεται για να επικρατή και να ηγεμονεύη" και προπαγανδίζουν την οικονομική διείσδυση της Ελλάδας στην Τουρκία με απώτερο σκοπό την επικράτηση. Οι εκφραστές αυτού του ρεύματος στο χώρο της διανόησης αντιμετωπίζουν την εθνικότητα βασισμένοι σε κριτήρια φυλετικά και περιβαλλοντικά και καλλιεργούν  - ιδιαίτερα μετά το 1936 - ένα κλίμα ξενηλασίας και εθνικής περιχαράκωσης.
Εκτός από την ύπαρξη των δυο αυτών ρευμάτων, η συζήτηση για το περιεχόμενο της εθνικής θεωρίας κατά το Μεσοπόλεμο επηρεάζεται και από την σημαντική απήχηση που βρίσκουν στο χώρο των διανοουμένων οι μαρξιστικές  - σοσιαλιστικές ιδέες. Η συμβολή του μαρξισμού του Μεσοπολέμου στη διαμόρφωση της εθνικής θεωρίας, αν και υπήρξε "εξωτερική" και μ' αυτή την έννοια έμμεση, πρέπει να θεωρηθεί καίρια. Οι μαρξιστές διανοούμενοι αυτής της περιόδου, με την ιδεολογική πίεση που ασκούν, γίνονται ένας από τους παράγοντες που ωθούν τους φιλελεύθερους διανοούμενους στο να προσανατολιστούν προς έναν "πνευματικό εθνισμό".
Έτσι λοιπόν μέσα σ' ένα ιδεολογικό τοπίο που χαρακτηρίζεται από τις έντονες διαμάχες όλων των παραπάνω ιδεολογικών ρευμάτων μεταξύ τους, εκτυλίσσονται οι απόπειρες ανανέωσης της εθνικής ιδεολογίας κατά το Μεσοπόλεμο. Κύριο γνώρισμα των ιδεολογικών αντιπαραθέσεων είναι η έμμονη διάθεση των εκφραστών κάθε ρεύματος να ενοποιήσουν τις αντιλήψεις των δυο άλλων πλευρών προκειμένου να αντιπαραθέσουν τον εαυτό τους σ' αυτές. Για τους συντηρητικούς όλοι ανεξαιρέτως οι ιδεολογικοί τους αντίπαλοι, από τους δημοτικιστές και τους φιλελεύθερους μέχρι τους κομμουνιστές είναι "εχθροί του έθνους", "εχθροί της πατρίδας", "εχθροί της θρησκείας". Οι φιλελεύθεροι δεν παραλείπουν να τονίζουν ότι τους αντιπάλους τους, συντηρητικούς και διεθνιστές, συνδέει η πίστη στην ύλη και στην υλική πρόοδο. Τέλος οι μαρξιστές διακρίνουν τον εαυτό τους από όλους τους αντιμαρξιστές, κατηγορώντας τους τελευταίους ότι, ανεξάρτητα από την αφετηρία τους, σε τελική ανάλυση εξυπηρετούν τη διατήρηση του συστήματος.
Πάντως από το 1936, με την επιβολή της δικτατορίας Μεταξά, οι συντηρητικοί φαίνεται να ποδηγετούν τους φιλελεύθερους διανοούμενους και να δίνουν το δικό τους τόνο στις συζητήσεις, έχοντας πίσω τους όλο τον κρατικό μηχανισμό και το εκπαιδευτικό σύστημα. Παράλληλα ταυτίζουν το έθνος με τον εαυτό τους και τους κομμουνιστές με τους εχθρούς του έθνους. Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες, οι φιλελεύθεροι αναγκάζονται, είτε υπακούοντας είτε αντιδρώντας, να τονίσουν την ιδιαίτερη αξία και σημασία της λαϊκής παράδοσης και να στραφούν προς αναζητήσεις του "εθνικού" περισσότερο αφηρημένες. Η συμμόρφωση των περισσότερων με τις επιταγές του καθεστώτος έχει ως αποτέλεσμα τη συντηρητική στροφή προς το παρελθόν και τα φυλετικά ιδεώδη. Έτσι λοιπόν οι συντηρητικοί, από το 1936 και μετά, επιβάλλουν αυταρχικά τη δική τους δογματική θεώρηση της "ελληνικότητας" την ίδια στιγμή που οι φιλελεύθεροι προσπαθούν να προτείνουν μια πιο ευέλικτη και εύκαμπτη άποψη για το έθνος και τις προοπτικές του.
Αμέσως μετά το τέλος του Β' Παγκόσμιου πολέμου οι πολιτικές συνθήκες οδηγούν σε μια ακόμα μεγαλύτερη σκλήρυνση του κυρίαρχου ιδεολογικού λόγου και τα όρια ανάμεσα στην "ελληνικότητα" και την "εθνικοφροσύνη" γίνονται ουσιαστικά δυσδιάκριτα. Είναι η εποχή που οικοδομείται, πάνω στα συντρίμμια του ηττημένου ΕΑΜικού κινήματος, το "κράτος των εθνικοφρόνων", το οποίο αφορίζει και αποκλείει από τον "εθνικό κορμό" μια συγκεκριμένη κατηγορία πολιτών, αυτούς που δεν ήταν "εθνικόφρονες", τους "ξενοκίνητους", τους "εαμοβούλγαρους", δηλαδή στην πραγματικότητα όσους πίστευαν στις ιδέες της Αριστεράς. Μέσα σ' αυτή τη συγκυρία ο συντηρητισμός σκληραίνει όλο και περισσότερο και αρνείται κάθε είδους διάλογο σχετικά με το περιεχόμενο της "εθνικοφροσύνης".


40.. Σπ. Μελάς, "Βασικές αρχές", περ. Ιδέα, τεύχ. 1, Γενάρης 1933, σ. 13.
41.. Σπ. Μελάς, ο.π., σ. 2.
42.. Γ. Θεοτοκάς  -  Γ. Σεφέρης, Αλληλογραφία (19301966), επιμ. Γ.Π. Σαββίδης, Αθήνα 1975, σ. 63.
43.. Σπ. Μελάς, "Έθνος και ανθρωπότητα", περ. Ιδέα, τομ. Ι, αρ. 1, Γενάρης 1933, σς. 412 και αρ. 2, Φλεβάρης 1933, σς. 7790.
44.. Σπ. Μελάς, ο.π., σ. 88.
45.. Σπ. Μελάς, ο.π., σ. 89.
46.. Σπ. Μελάς, ο.π., σ. 88.
47.. Γ. Θεοτοκάς, "Υπάρχει κάτι σάπιο στην Ελλάδα", περ. Ιόέα, τομ. 2, αρ. 10, Οκτώβρης 1933, σ. 200.
48.. Ανάμεσα σ' αυτέ; ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι βιβλιοκριτικές του "Εμπρός στο κοινωνικό πρόβλημα" από τον Κ.θ. Δημαρά (εφημ. Πολιτεία, 15 Μαρτίου και 5 Απριλίου 1932) και από τον Τ.Κ. Παπατσώνη (εφημ. Καθημερινή, 31 Μαρτίου 1932) καθώς και το άρθρο του Αγγέλου Τερζάκη με τίτλο "Ελεύθερα Ιδανικά" στο περιοδικό "Ο Κύκλος" (τομ. Α', 193132).
49.. Αγγ. Τερζάκης, ο.π., σ. 236.
50.. Σχετικά βλέπε τα άρθρα του Δημήτρη Γληνού, ο.π. και ακόμα Μ. Σπιέρος (ψευό. του Ν. Καλαμάρη), "Αληθινός ουμανισμός", περ. Ο Κύκλος, τομ. 1, αρ. 5, Μάρτης 1932, σς. 223231, Γ. Μηλιόδης: "Διαβάζοντας...", περ. Σήμερα, τευχ. 2, Φλεβάρης 1933, σς. 5659 καθώς και το βιβλίο του Παύλου Γκίκα (ψευό. του Ηλ. Τσιριμώκου), Έλεγχος τον αστικού ιδεαλισμού, Αθήνα 1933.
51.. Δ. Γληνός, "Πνευματικές μορφές της αντίδρασης", αναδημοσίευση στο Δημήτρης Γληνός, Εκλεκτές σελίόες, β' έκδοση, Αθήνα 1975, τόμος τέταρτος, σς. 6566.
52.. Γ. Μηλιόδης, ο.π., σ. 58.
53.. Μ. Σπιέρος (Ν. Καλαμάρης), ο.π., σ. 225.
54.. Γ. Μηλιόδης, ο.π., σ. 5758.
55.. Π. Γκίκας (Η. Τσιριμώκος), ο.π., σς. 5355.
56.. Α. Λιάκος, ο.π., σ. 16.
57.. Δ. Τζιόβας, ο.π., σ. 31.
58.. Δ. Τζιόβας, ο.π., σ. 31.
59.. Δ. Τζιόβας, ο.π., σ. 39.
60.. Σχετικά με το ζήτημα συγκρότησης του εθνικού χρόνου βλ. Κ.θ. Δημαράς, Ελληνικός Ρωμαντισμός, Αθήνα 1985, κυρίως σς. 32480, του ίδιου, Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, Αθήνα 1986, Έλλη Σκοπετέα, Το πρότυπο Ιϊασίλειο και η Μεγάλη Ιδέα, Αθήνα 1988, κυρίως σς. 171217, Γιώργος Βελουδής, Ο Jacob Philip Fallmerayer και η γένεση τον ελληνικού ιστορισμού, Αθήνα 1982, Αντώνης Λιάκος, "Προς επισκευήν ολομελείας και ενότητος. Η δόμηση και το πρόβλημα του εθνικού χρόνου", επιστημονική συνάντηση στη μνήμη του Κ.θ. Δημαρά, K.M.Ε. -  Ε.Ι.Ε., Αθήνα 1994, σς. 171199, του ίδιου "Εθνικές θεωρίες και αμφιβολίες" στο Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων, σεμινάριο 17, Εθνική συνείδηση και ιστορική παιδεία, Αθήνα 1994, σς. 2837, Παναγιώτης Στάθης, "«'Οψεις της διαμόρφωσης της εθνικής ιστοριογραφίας στην Ελλάδα τον Ιθ' αιώνα: η συμβολή των καθηγητών Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών" στον παραπάνω τόμο σς. 100117 καθώς και Δ.Χ. Ξιφαράς, "Η 'ακατάλυτη συνέχεια' του ελληνισμού. Ορισμένες επίκαιρες σκέψεις για την ελληνική ιστορία", περ. θέσεις, τεύχη 42 (Ιανουάριος Ιούνιος 1993), σς. 5779 και 43 (Απρίλιος  -  Ιούνιος 1993) σς. 2546.
61.. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Φώτος Πολίτης, ο οποίος μ" ένα μαχητικό του άρθρο στην εφημερίδα "Ελεύθερο Βήμα" (22 Νοεμβρίου 1928) θα υποστηρίξει  - για μια ακόμα φοράτην ανάγκη να ξεφύγει το έθνος από τα παρακμιακά πρότυπα της Δύσης και να στραφεί στα ελληνικά ήθη, στα δημοτικά κειμήλια, στο Σολωμό και στον Παπαδιαμάντη.
62.. Π.Χ. Νούτσος, "Η μορφολογία της ιστορίας του Ο. Spengler στο έργο του Ε.Π. Παπανούτσου", περ. Δωδώνη, τ. θ, 1980, σς. 2738.
63.. Σχετικά με την "ανακάλυψη" του Μακρυγιάννη από τη όιανόηση αυτής της περιόδου βλ., Δ. Τζιόβας, ο.π., σς. 126129.
64.. Ο όρος "Γεωπολιτική" ανήκει στον Rudolf Koellen που τον πρωτοδιατύπωσε στο έργο του The state as an organism (1903). Κατόπιν ο όρος έγινε ευρύτερα γνωστός από τον Karl Haushofer, o οποίος διηύθυνε το ναζιστικό περιοδικό Zeitschrift fur Geopolitik.
65.. Ενδεικτικά και μόνο βλ., τα έργα του Κ.Δ. Σφυρή, Γεωοκονομική και Οικονομία, Αθήναι 1930, Griechenland und die Inlemazionale, Bern 1917, Υπό ποίας προϋποθέσεις η Ελλάς είναι βιώσιμος. Αθήναι 1931 και ακόμα Δ. Δανιηλίδης, Νεοελληνική Οικονομία και Κοινωνία, Αθήνα 1934 και Π. Παμπούκης, Γεωπολιτική θεώρηση τον σύγχρονου ελληνισμού, Αρχείον Κοινωνικών και Οικονομικών Επιστημών, Αθήνα 1939.
66.. Μια συνοπτική παρουσίαση των βασικών θέσεων των Ελλήνων θεωρητικών της Σχολής της Γεωπολιτικής και των επιδράσεων αυτών των θέσεων γίνεται στο Κ. Βεργόπουλος, Εθνισμός και οικονομική ανάπτυξη. Η Ελλάδα στο μεσοπόλεμο, Αθήνα 1978, σς. 141-150.
67.. Χαρακτηριστικά για τέτοιου είδους απόψεις βλ., Θ.Δ. Τσάτσος, "Πατρίδα και Τέχνη", περ. Νέα Ζωή, φύλλο 1, Απρίλιος 1933, Ι.Ν. Θεοδωρακόπουλος, "Γη, πνεύμα, λαός", περ. Νέα Ζωή, αρ. 2, Ιούλιος 1933, Θ.Δ. Τσάτσος, "Στοχασμοί για τη νέα ελληνική τέχνη", περ. Νέα Ζωή, αρ. 3, Σεπτέμβριος 1933, Κ. Τσάτσος, "Ο Παλαμάς και η ελληνική γη", περ. Γα Νέα Γράμματα, χρ. Α', αρ. 2. Φλεβάρης 1935, αρ. 3, Μάρτης 1935, αρ. 4, Απρίλης 1935 και επίσης Κ. Τσάτσος, "«Το τραγούδι της γης» του Μυριβήλη", περ. Τα Νέα Γράμματα, χρ. Γ', αρ. 5, Μάης 1937 και Γ. Θεοτοκάς, "Η διαύγεια", περ. Ο Κύκλος, Νοέμβριος 1931.
68.. Θ.Δ. Τσάτσος, "Στοχασμοί για τη νέα ελληνική τέχνη", ο.π., σ. 150.
69.. Θ.Δ. Τσάτσος, "Πατρίδα και Τέχνη", ο.π., σ. 29.
70.. Ι.Ν. Θεοδωρακόπουλος, ο.π., σ. 83.
71.. Κ. Τσάτσος, "«Το τραγούδι της γης» του Μυριβήλη", ο.π., σ. 400.
72.. Η παρουσία τέτοιων θεωριών φαίνεται ότι είναι τόσο έντονη ώστε επηρεάζει με τρόπο δυναμικό ακόμα και το έργο φιλελεύθερων διανοουμένων που είχαν προσπαθήσει να κρατηθούν μακριά από δογματικές και σχηματικές διατυπώσεις. Στο πλαίβιο αυτό η αναφορά σ' ένα κείμενο του Γ. Θεοτοκά είναι αποκαλυπτική:
"Ολόκληρη η Ελλάδα καλεί και συνεχώς προαναγγέλλει το φως του νου. Ως πότε θα αγνοούμε το μεγάλο μάθημα που μας δίνει ο τόπος μας; Ως πότε αυτή η άγονη υποταγή στα τυφλά ένστικτα μας ή στους θολούς μυστικισμούς και τους στρυφνούς τρόπους της σκέψης ξένων και μακρινών λαών που δεν αντίκρυσαν ποτέ το ελληνικό φως; Χάνουμε τον καιρό μας με τους Γότθους και τους Σκύθες, σπαταλούμε άσκοπα πολύτιμες δυνάμεις και στρεβλώνουμε το μυαλό μας. Τα διδάγματα τους δεν μπορούν να φουντώσουν στα χώματα μας μήτε να μας κάνουν καλό. Μοναχά εκτρώματα γεννιούνται από τέτοιες αταίριαστες ενώσεις" (Γ. Θεοτοκάς, "Η διαύγεια", ο.π., σ. 30).
73.. Για μια κριτική στάση απέναντι σ' αυτές τις αντιλήψεις, όχι από μαρξιστική σκοπιά, αλλά στα πλαίσια της φιλελεύθερης αντίληψης, βλ. Δ. Βιτσώρης: "Τέχνη, καλλιτέχνης και κοινό Β1", περ. Νεοελληνικά Γράμματα, αρ. 145, 9 Σεπτεμβρίου 1939.
74.. Το 1935 το περιοδικό "3ο μάτι" αφιερώνει ένα διπλό τεύχος του στη σχέση φύσης και τέχνης και εκεί δημοσιεύεται και ένα κείμενο του Γιαννόπουλου με τίτλο "Η Ελληνική Γραμμή". Το 1938 δυο περιοδικά, 'Τα Νέα Γράμματα" και τα "Νεοελληνικά Γράμματα", αφιερώνουν ολόκληρα τεύχη τους ξανατυπώνοντας σελίδες από το έργο του Γιαννόπουλου και δημοσιεύοντας μελέτες ή σκέψεις για τη συνεισφορά και την προσωπικότητα του.
75.. Ανδ. Καραντώνης, "Το τεύχος μας για τον Π. Γιαννόπουλο", περ. Γα Νέα Γράμματα, χρ. Δ', αρ. 13, Γενάρης  -  Μάρτης 1938, σ. 292.
76.. Δ. Φωτιάδης, "θέλγει, μα δεν πείθει", περ. Νεοελληνικά Γράμματα, αρ. 77, 21 Μαΐου 1938.
77.. Γ. Θεοτοκάς, "Γύρω στον Περικλή Γιαννόπουλο", περ. Νεοελληνικά Γράμματα, αρ. 77, 21 Μαΐου 1938.
78.. Ο Θεοτοκάς θα δεχτεί σφοδρή επίθεση από τον Ανδρέα Καραντώνη (στο Α. Καραντώνης: "Η κατάπτωση ενός λογίου", περ. Τα Νέα Γράμματα, χρ. Δ1, αρ. 45, ΑπρίληςΜάης 1938, σελ. 430431) και, θα απαντήσει με "Ένα γράμμμα", περ. Νεοελληνικά Γράμματα, αρ. 77, 21 Μαΐου 1938.
79.. Σχετικά βλ., Σ. Πάμφυλος, "Μια φωνή διαμαρτυρίας", περ. Νεοελληνικά Γράμματα, αρ. 80, 11 Ιουνίου 1938, Αγγ. Τερζάκης, "Ένα στίγμα", περ. Νεοελληνικά Γράμματα, αρ. 81, 18 Ιουνίου 1938 και Μ. Καραγάτσης, "Οι Επιτάφιοϊ", περ. Νέα Εστία, τομ. 23, τευχ. 276, 1938, σς. 842844.
80.. Η συζήτηση πραγματοποιείται από τον Απρίλιο του 1938 μέχρι το Δεκέμβριο του 1939 με δημοσιεύσεις στα περιοδικά Προπύλαια και Μα Γράμματα. Τα κείμενα αυτά κυκλοφόρησαν αργότερα στον τόμο Γ. Σεφέρης  -  Κ. Τσάτσος, Ένας διάλογος για την ποίηση, επιμ. Λουκάς Κούσουλας, Αθήνα 1975. Στην έκδοση αυτή αναφέρονται και οι παραπομπές.
81.. Γ. Σεφέρης  -  Κ. Τσάτσος, ο.π., σ. 62.
82.. Γ. Σεφέρης  -  Κ. Τσάτσος, ο.π., σ. 30.
83.. Κ.θ. Δημαράς, "Η ελληνικότης στην ποίηση", εφ. Ελεύθερον Βήμα, 21 Αυγούστου 1939. ανατ. στα Νέα Γράμματα, χρ. Ε', αρ. 46, Απρίλιος  -  Ιούνιος 1939, σς. 203204.
84.. Για την αντιμετώπιση των όρων "ελληνισμός" και "ελληνικότητα" από τον Γ. Σεφέρη βλ. σχετ. Γ. Κιουρτσάκης, Ελληνισμός και Δύση στο στοχασμό τον Σεφέρη, Αθήνα 1979.
85.. Γ. Θεοτοκάς, "Γύρω στη νέα 'Οδύσσεια'", περ. Nea Εστία, τομ. 34, τεύχ. 391, 15 Σεπτέμβρη 1943, σς. 11251128.
86.. Γ. Θεοτοκάς, ο.π., σ. 1128.
87.. Γ. Σεφέρης, Δοκιμές, Αλεξάνδρεια 1944. β' έκδοση συμπληρωμένη Αθήνα 1962, γ' έκδοση Αθήνα 1974, τόμ. 1, σ. 260.
88.. Χαρακτηριστικά ο Γ. Σεφέρης θα υπογραμμίσει: "Τους αρχαίους, αν θέλουμε πραγματικά να τους καταλάβουμε, θα πρέπει πάντα να ερευνούμε την ψυχή του λαού μας" στο Γ. Σεφέρης. ο.π.. σ. 257.
89.. Στο πλαίσιο αυτό ο Γ. Θεοτοκάς, οραματιζόμενος τη συγχώνευση του πνεύματος της αρχαίας τραγωδίας με τη σύγχρονη λογοτεχνία, θα γράφει χαρακτηριστικά:
"Αυτό θα είταν αληθινά κάτι ιδιαίτερο και καινούργιο, θα είταν κάτι αυθεντικά ελληνικό και θα είταν επιτέλους μια ελληνικότητα που θα ξεπερνούσε αληθινά τις αθλιότητες του τοπικισμού, θα περιφρονούσε όλους τους κάλπικους επαρχιακούς και χαφενειακούς ελληνοκεντρισμούς και θα είχε την ελπίδα (μακρινή βέβαια, αλλά όχι ανεδαφική) να αποκτήσει κάποτε μια διεθνική σημασία". Βλ. σχετ. Γ. Θεοτοκάς, "Προσπάθεια προσανατολισμού", περ. Νεοελληνικά Γράμματα, αρ. 102, 12 Νοεμβρίου 1938.
90.. Για μια αόρομερή παρουσίαση των ιδεολογικών αρχών του μεταξικού καθεστώτος, βλ. Π.Νούτσος, Ιδεολογικές συνιστώσες του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, περ. Τα Ιστορικά, τόμος τρίτος, τεύχος 5, Ιούνιος 1986, σς. 139150.:
91.. Συνέντευξη στην εφημ. Ελεύθερος Άνθρωπος, 4 Ιανουαρίου 1934.
92.. Συνέντευξη στην εφημ. Καθημερινή, 6 Ιανουαρίου 1934.
93.. Εφημ. Καθημερινή, 23 Ιανουαρίου 1935.
94.. Έτσι σε λόγο που θα εκφωνήσει ο Μεταξάς στην Κομοτηνή (7 Οκτωβρίου 1936) θα δηλώσει ότι "θέλομεν να κάμωμεν πολιτισμόν Ελληνικόν. Δεν θέλομεν τους ξένους πολιτισμούς, θέλομεν ιδικόν μας πολιτισμόν, τον οποίον να τον ωθήσωμεν και να τον κάμωμεν ανώτερον από όλους τους πολιτισμούς εις την άκρην αυτήν της Ευρώπης... ". Λίγες μέρες αργότερα σε λόγο του στη Θεσσαλονίκη (28 Οκτωβρίου 1936) ο δικτάτορας θα τονίσει ότι "... ο τόπος αυτός, όστις άλλοτε ήτανε η πηγή του πολιτισμού, η πηγή του πνεύματος, η πηγή όλων των εκλάμψεων της ανθρωπινής διανοίας, πρέπει να Εαναβρή τον εαυτόν του". Βλ. σχετικά. Ιωάννης Μεταξάς, Λόγοι και •Σκέψεις 1936  -  1941, Αθήνα 1969, τόμος Α1(19361938).
95.. Λόγος στους φοιτητάς του Πανεπιστημίου Αθηνών, 10 Οκτωβρίου 1936 στο Ι. Μεταξάς, ο.π., τόμος Α' (19361938).
96.. Ι. Μεταξάς, ο.π., τομ. Α1(19361938), σελ. 49.
97.. Λόγο; στους κατοίκους της Λάρισας (9 Οκτωβρίου 1936) στο Ι. Μεταξάς, ο.π., τόμο:: Α' (19361938).
98.. βλ. Νικολούδης, "Το Νέον Κράτος ως πολιτικόν και κοινωνικόν σύστημα" (λόγος του προς την εθνική νεολαία), περ. Νεοελληνικά Γράμματα, αρ. 112, 21 Ιανουαρίου 1939, σ. 11.
99.. Γ.Α. Μαντζούφας, "Το εθνικόν συμφέρον ως γνωμών της ερμηνείας και της εφαρμογής του νόμου", περ. Το Νέον Κράτος, τ. 3, 1939, σ. 1450.
100.. Γ.Α. Μαντζούφας, "Ιδεολογία και κατευθύνσεις εις το Νέον Κράτος", περ. Το Νέον Κράτος, τ. 2, 1938, σ. 1338.
101.. Ι. Μεταξάς, ο.π., τόμ. Α1(19361938), σ. 197 και σς. 285286.
102.. Γ.Α. Μαντζούφας, ο.π., σ. 13261327.
103.. Ι.Μ. Παναγιοτόπουλος. "Το νέο Κράτος και η τέχνη", περ. Το Νέον Κράτος, τεύχ. 25, 0.57.
ICH. Ο Δημήτρης Τζιόβας έχει κάνει την εύστοχη παρατήρηση ότι στα 1936-1937 αρχίζει να συντελείται στο πλαίσιο της ελληνικής ζωγραφικής αυτό που ονομάστηκε "επιστροφή στις πηγές" με δυο κυρίως ζωγράφους, τον Νικόλαο Χατζηκυριάκο Γκίκα και τον Γιάννη Τσαρούχη. Αυτή την εποχή και οι δυο απομακρύνονται από τις ευρωπαϊκές τους επιρροές για να στραφούν ο μεν πρώτος στην απεικόνιση της ελληνικής φύσης και της ελληνικής παράδοσης, ο δε δεύτερος στην εικονογράφηση της αρρενωπής ελληνικότητας και στη ρεαλιστική απόδοση του καφενείου και της αγοράς. Βλ. σ ιτ. Δ. Τζιόβας, ο.π., σς. 116-121.

Θέσεις, 54 (1996) 

Παρασκευή 2 Ιανουαρίου 2015

Η ελληνική εθνικιστική ιδεολογία στο Μεσοπόλεμο: Όψεις διαμόρφωσης της εθνικής θεωρίας (Α)

του Δημήτρη Χρ. Ξιφαρά
Θέσεις, Τεύχος 53, περίοδος: Οκτώβριος - Δεκέμβριος 1995
Μέρος Α 

1. Εισαγωγή 

Η διατύπωση του τίτλου αποπειράται να προσδιορίσει ένα συγκεκριμένο πλαίσιο ανάλυσης και να οριοθετήσει το αντικείμενο της μελέτης που ακολουθεί. Η ταυτόχρονη παρουσία των όρων "εθνικιστική ιδεολογία" και "εθνική θεωρία" στον τίτλο ίσως ξενίζει, σε μια πρώτη ανάγνωση, καθώς μοιάζει να αποτελεί απλή ταυτολογία. Πράγματι οι δύο αυτοί όροι χρησιμοποιούνται συχνά στο πλαίσιο ανάλυσης του φαινομένου του εθνικισμού1 σαν να είναι ταυτόσημοι ή σχεδόν ταυτόσημοι. Στις περιπτώσεις αυτές η αναλυτική τους διάκριση απουσιάζει ολοκληρωτικά ή υποτιμάται2. Οφείλονται λοιπόν ορισμένες διασαφηνίσεις.

Η συζήτηση που έχει πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα με αντικείμενο την έννοια "έθνος" έχει να παρουσιάσει θεωρίες δύο κατηγοριών3. Οι θεωρίες της πρώτης κατηγορίας, που αποτελούν και οι ίδιες μέρος της εθνικιστικής ιδεολογίας, αντιμετωπίζουν το έθνος ως πρωταρχική και αμετάβλητη κοινωνική οντότητα, ως διαχρονική κοινότητα κουλτούρας και ιστορίας. Οι θεωρίες της δεύτερης κατηγορίας υποστηρίζουν ότι το έθνος είναι προϊόν ιστορικών διαδικασιών και πιο συγκεκριμένα συγκροτείται μέσα από την εθνικιστική ιδεολογία και τους κρατικούς θεσμούς. Αυτό το δεύτερο ερμηνευτικό μοτίβο, που αντιμετωπίζει το έθνος ως ιστορική κατασκευή, αποτελεί την κοινή βάση των επικρατέστερων θεωριών για το έθνος στη διεθνή επιστημονική κοινότητα. Οι μελετητές που υποστηρίζουν τις θεωρίες της δεύτερης κατηγορίας τονίζουν ιδιαίτερα τα στοιχεία του κατασκευάσματος, της επινόησης και της κοινωνικής μηχανικής που υπεισέρχονται στη δημιουργία των εθνών4

Η αποδοχή της θέσης που θέλει το έθνος προϊόν της ιστορικής εξέλιξης κι όχι αιώνιο δημιούργημα μας οδηγεί στη διαπίστωση ότι η εθνικιστική ιδεολογία χαρακτηρίζεται από μια διττή λειτουργία: αφενός προσπαθεί να ερμηνεύσει την πραγματικότητα και αφετέρου επιχειρεί συνειδητά να την αναπλάσει. Η εθνικιστική ιδεολογία δεν περιορίζεται απλώς στην ερμηνεία της κοινωνικής πραγματικότητας αλλά αποβλέπει και στη διαμόρφωση της με τρόπο συστηματικό. Αυτό σημαίνει ότι στα πλαίσια της εθνικιστικής ιδεολογίας συνυπάρχουν η θεωρητική επεξεργασία και η κοινωνική δραστηριοποίηση, η αντίληψη και η κοινωνική παρέμβαση, η ερμηνεία και η πολιτική κινητοποίηση. Κάτι τέτοιο συνεπάγεται ότι ο εθνικισμός, αν θέλει να είναι αποτελεσματικός, οφείλει όχι μόνο να ερμηνεύσει αλλά και να πείσει, όχι μόνο να αντιληφθεί αλλά και να παρακινήσει, όχι μόνο να προπαγανδίσει αλλά και να κινητοποιήσει. Οι διαπιστώσεις αυτές μας οδηγούν στο εσωτερικό της εθνικιστικής ιδεολογίας και καταδεικνύουν τη σημασία της εσωτερικής λογικής από την οποία διέπεται αυτή η ιδεολογία.

Ταυτόχρονα όμως οι παραπάνω διαπιστώσεις λειτουργούν και δεσμευτικά ως προς την έρευνα καθώς υποχρεώνουν τον μελετητή να λάβει υπόψη του την εσωτερική συγκρότηση της εθνικιστικής ιδεολογίας και να προβεί σε συγκεκριμένες αναλυτικές προτάσεις. Στο πλαίσιο αυτό θεωρούμε ότι παρουσιάζει ξεχωριστό επιστημονικό ενδιαφέρον και μπορεί να αποβεί ιδιαίτερα αποτελεσματικός για την έρευνα ο διαχωρισμός ανάμεσα στην "έννοια του εθνικισμού ως εθνικιστικού λόγου ή εθνικής θεωρίας και στην έννοια του εθνικισμού ως εθνικής συνείδησης ή εθνικού φρονήματος"5. Πιστεύουμε ότι, αν και οι δυο αυτές πλευρές της εθνικιστικής ιδεολογίας συνυπάρχουν και είναι αλληλένδετες, η αναλυτική τους διάκριση πρέπει να θεωρηθεί ερευνητικά απαραίτητη.

Λαμβάνοντας υπόψη μας αυτή τη διπλή διαπίστωση  - δηλαδή τόσο τη συνύπαρξη εθνικής θεωρίας και εθνικού φρονήματος ως αλληλένδετων πτυχών της εθνικιστικής ιδεολογίας όσο και την ανάγκη αναλυτικής τους διάκρισης - θα ήταν σκόπιμο να αναφερθούμε πιο διεξοδικά στην έννοια του εθνικισμού ως εθνικής θεωρίας καθώς το ερευνητικό ενδιαφέρον της παρούσας μελέτης εντοπίζεται περισσότερο στη διερεύνηση όψεων διαμόρφωσης της ελληνικής εθνικής θεωρίας κατά το Μεσοπόλεμο.

Κάνοντας λόγο λοιπόν για την εθνική θεωρία, θα μπορούσε σχηματικά να οριστεί ως η "συστηματική απόπειρα κωδικοποίησης, οργάνωσης και λογικής επεξεργασίας της εθνικιστικής ιδεολογίας, ως η λόγια διατύπωση της από επώνυμους φορείς της εθνικιστικής ιδεολογίας"6. Ο παραπάνω ορισμός δίνει τη δυνατότητα να προσδιοριστούν με σχετική ακρίβεια οι παράμετροι της εθνικής θεωρίας τόσο από την άποψη του περιεχομένου της όσο και από την άποψη των δημιουργών και εκφραστών της.

Όσον αφορά το περιεχόμενο της, η εθνική θεωρία προσπαθεί να συλλάβει και να λύσει τα θεωρούμενα ως εθνικά προβλήματα, στην εκάστοτε μορφή τους, με τρόπο μεθοδικό. Η φιλοδοξία μεθοδικής αντιμετώπισης των εθνικών προβλημάτων επιβάλλει στην εθνική θεωρία να αποτελείται από ένα σύνολο αρχών. Ο βαθμός ευκρίνειας, συγκρότησης και συνοχής αυτού του συνόλου αρχών διαφέρει ανάλογα με την περίπτωση. Κατ' αυτόν τον τρόπο η εθνική θεωρία αποτελεί ένα σύστημα ερμηνείας της κοινωνικής πραγματικότητας και ταυτόχρονα ένα πρόγραμμα δράσης για την αλλαγή αυτής της πραγματικότητας με γνώμονα το θεωρούμενο ως συμφέρον του έθνους.

Όσον αφορά τους φορείς της εθνικής θεωρίας αυτοί είναι, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, γνωστοί και επώνυμοι. Οι εθνικοί διανοούμενοι είναι εκείνα τα πρόσωπα που παράγουν συνειδητά την εθνικιστική ιδεολογία μετέχοντας άμεσα στη διατύπωση, την ανάπτυξη και τη διάδοση της. Μ' άλλα λόγια είναι οι άνθρωποι που προσπαθούν να καλλιεργήσουν και να ενδυναμώσουν το εθνικό φρόνημα "με λογικές επεξεργασίες, με συγκεκριμένες παρελθοντικές αναφορές και αναπλάσεις, με συγχρονικές εκτιμήσεις, με ορατές και δηλωμένες διαφωνίες, με διάλογο και επιχειρήματα, με ιδεολογικές εκλογικεύσεις και πολιτικές προτάσεις, με στρατηγική και τακτική που οφείλουν να είναι πειστικές, ' επιχειρησιακές και αποτελεσματικές"7

Βέβαια η αντιμετώπιση της εθνικής θεωρίας ως της συνειδητά διατυπωμένης και συστηματικά επεξεργασμένης πτυχής της εθνικιστικής ιδεολογίας καθόλου δεν υποδηλώνει τη θεώρηση της ως δόγματος που χαρακτηρίζεται απαραιτήτως από συμπαγή εσωτερική δομή. Αντιθέτως δεν πρέπει ποτέ να λησμονείται το ότι η εθνική θεωρία συνήθως αποτελεί ετερόκλητο ή και εσωτερικά αντιφατικό οικοδόμημα συναποτελούμενο από πολλές επιμέρους επεξεργασίες της Εθνικής Ιδέας με αποτέλεσμα σπανίως να διακρίνεται από αυστηρή συνοχή. Ακόμα δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι παρά το οπωσδήποτε συνειδητό της υπόβαθρο, η εθνική θεωρία δεν παύει να συνιστά λόγο ιδεολογικό: "διατυπώνει δηλαδή αρχές και προτάσεις, οι οποίες, όσο κι αν τείνουν να προσλάβουν τη μορφή λογικών επιχειρημάτων, δεν παύουν, από πλευράς περιεχομένου, αφενός να τελούν εκτός της δικαιοδοσίας της τυπικής λογικής και αφετέρου να διατηρούν έντονη συναισθηματική φόρτιση"8

Οι παραπάνω αναφορές στην έννοια του εθνικισμού ως εθνικής θεωρίας δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να εκληφθούν ως απόπειρα συρρίκνωσης της εθνικιστικής θεωρίας μόνο σ' αυτή της τη διάσταση. Κάτι τέτοιο θα ήταν σίγουρα λανθασμένο μιας και θα υποβίβαζε τον εθνικισμό στο επίπεδο του απλού εγκεφαλικού δημιουργήματος υποτιμώντας τη λειτουργία του ως ζωντανής ιδεολογίας της πράξης. Ωστόσο θεωρούμε ότι η αντιδιαστολή εθνικής θεωρίας και εθνικού φρονήματος  - όσο κι αν δεν παύει ούτε μια να στιγμή να έχει κατεξοχήν αναλυτικό χαρακτήρα - είναι λογικώς αναγκαία και μπορεί να αποβεί πολλαπλώς χρήσιμη για τη μελέτη του εθνικισμού.

Στο πλαίσιο αυτό λοιπόν υιοθετείται η παραπάνω διάκριση από την παρούσα μελέτη. Η ερευνητική στόχευση εντοπίζεται στη μελέτη ορισμένων όψεων της εθνικής θεωρίας κατά το Μεσοπόλεμο σε μια προσπάθεια να ανιχνευθούν οι απόπειρες ανανέωσης και αναπροσδιορισμού του "εθνικού οράματος" κατά την περίοδο αυτή.

2. Η ανάγκη αναπροσαρμογής της εθνικής θεωρίας μετά το 1922: σε αναζήτηση νέον "εθνικού οράματος"

Το 1922 είναι μια από τις χρονολογίες ορόσημα στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας καθώς η μικρασιατική καταστροφή λειτουργεί ως αφετηρία για μια ριζική αναδιάρθρωση του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού και εγκαινιάζει έτσι μια νέα φάση της ελληνικής ιστορίας. Η ήττα στη Μικρασία νεκρώνει ουσιαστικά κάθε ελληνική αλυτρωτική προσδοκία και σηματοδοτεί τη χρεοκοπία της Μεγάλης Ιδέας, που αποτελούσε την κυρίαρχη συνιστώσα της εθνικιστικής ιδεολογίας τουλάχιστον από το 1844 και είχε φανεί να υλοποιείται το 1920 με τη συνθήκη των Σεβρών.
Ειδικότερα στο χώρο της εθνικής θεωρίας το 1922 σηματοδοτεί την είσοδο του μέχρι τότε δεδομένου "εθνικού οράματος" σε μια φάση οξείας κρίσης. Ταυτοχρόνως, το γεγονός ότι η Μεγάλη Ιδέα κατείχε μέχρι εκείνη τη στιγμή πρωταγωνιστική θέση στο πλαίσιο του επίσημου ιδεολογικού λόγου προκαλεί, όπως ήταν φυσιολογικό, τον γενικότερο κλονισμό των μέχρι τότε σταθερών της κυρίαρχης ιδεολογίας9. Η ήττα και η καταστροφή σε συνδυασμό με την κατάρρευση των αλυτρωτικών ελληνικών οραμάτων γεννούν τώρα πια την ανάγκη συνολικής ανασυγκρότησης και ουσιαστικής ανανέωσης της ελληνικής εθνικής θεωρίας. Η ανάγκη αυτή γίνεται ακόμα πιο επιτακτική καθώς οι συνέπειες από την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας συναρθρώνονται κατά το Μεσοπόλεμο με ποικίλα άλλα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα που εμφανίζονται με οξύτητα αυτή την περίοδο: οικονομική κρίση, προσφυγικό πρόβλημα, κοινωνική εξαθλίωση, πολιτική αστάθεια. Η συνύπαρξη όλων αυτών των προβλημάτων καθιστά αναγκαία την ανοικοδόμηση μιας πειστικής εθνικής θεωρίας, η οποία, εκτός των άλλων, θα μπορεί να παίξει και συνεκτικό ρόλο ως προς τα αντίπαλα κοινωνικά συμφέροντα και τις αντίπαλες κοινωνικές τάξεις10

Μέσα σ' αυτές τις συνθήκες πραγματοποιείται μια μεγάλη συζήτηση που εκτυλίσσεται γύρω από το περιεχόμενο και τους τρόπους υλοποίησης ενός νέου "εθνικού οράματος". Στη συζήτηση αυτή παίρνει μέρος ένας σημαντικός αριθμός διανοουμένων και πολιτικών που προέρχονται απ' όλο το ιδεολογικό και πολιτικό φάσμα. Μέσα σ' ένα ιδεολογικό κλίμα που σφραγίζεται από την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας και τη διάψευση των αλυτρωτικών προσδοκιών γεννιώνται συζητήσεις και προκαλούνται αντιπαραθέσεις, εκφράζονται αναζητήσεις και διατυπώνονται νέες ή αναπαλαιωμένες προτάσεις. Καθώς λοιπόν η συζήτηση αποκτά ένα αξιοσημείωτο εύρος και σε ό,τι αφορά τα ζητήματα που θίγονται, αλλά και σε ό,τι αφορά εκείνους που παίρνουν μέρος δεν θα ήταν υπερβολή να χαρακτηριστεί ο Μεσοπόλεμος περίοδος παρατεταμένης αναζήτησης και κυοφορίας νέων "εθνικών οραμάτων".

Αν και οι εκφάνσεις αυτών των αναζητήσεων είναι ποικίλες, μπορούμε να διακρίνουμε δυο βασικές διαστάσεις στο πλαίσιο των γενικότερων συζητήσεων. Η πρώτη διαμορφώνεται από τις συζητήσεις για το ποιο θα πρέπει να είναι το νέο "εθνικό όραμα", η νέα "Μεγάλη Ιδέα". Η δεύτερη αποτελείται από τις αναζητήσεις γύρω από τις έννοιες "έθνος" και "εθνική ταυτότητα". Συχνά οι δύο αυτές διαστάσεις διαπλέκονται μεταξύ τους. Οι θέσεις που διατυπώνονται για το περιεχόμενο της νέας Μεγάλης Ιδέας αποκαλύπτουν το πώς αντιλαμβάνεται ο εκφραστής τους τις έννοιες "έθνος" και "εθνική ιδεολογία" και αντίστροφα μέσα από τις απόπειρες προσδιορισμού της "εθνικής ταυτότητας" προκύπτουν αντιλήψεις και προτάσεις που αφορούν το περιεχόμενο του νέου "εθνικού οράματος".

Το γεγονός ότι το "εθνικό όραμα" είναι απαραίτητο να ανανεωθεί και να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες, αν θέλει να παραμείνει ελκυστικό και πειστικό, φαίνεται να γίνεται αντιληπτό, καταρχήν και κυρίως, στις τάξεις του Βενιζελισμού. Επειδή ακριβώς, τόσο κατά την πρώτη όσο και κατά τη δεύτερη φάση του, το βενιζελικό σχέδιο αστικού εκσυγχρονισμού διακρίνεται από την οργανική και άρρηκτη σύνδεση του με τις εκάστοτε προτεραιότητες της εθνικής ολοκλήρωσης", ο Βενιζελισμός είναι εκείνος που, μετά το 1922, πλήττεται περισσότερο και απειλείται από τη γενικότερη ιδεολογική κρίση που προκαλεί η μικρασιατική καταστροφή. Έτσι από τις τάξεις του θα προέλθουν και οι πρώτες απόπειρες ανανέωσης του "εθνικού οράματος", οι πρώτες εναλλακτικές προτάσεις για μια νέα "Μεγάλη Ιδέα". Οι μετατοπίσεις τώρα πια είναι σαφείς καθώς η σημασιοδότηση του όρου "εθνική ολοκλήρωση" έχει αλλάξει αναγκαστικά και ριζικά. Τους παλαιούς στόχους της απελευθέρωσης των αλυτρώτων και της εδαφικής επέκτασης με ιδεολογικό επιστέγασμα την Μεγάλη Ιδέα έρχονται να υποκαταστήσουν η προσπάθεια αφομοίωσης των πρώην αλυτρώτων είτε ως κατοίκων των Νέων Χωρών είτε ως προσφύγων, οι ενέργειες για επίτευξη εθνικής ομοιογένειας καθώς και η φιλοδοξία εγχαραξης μιας νέας εθνικής ταυτότητας μέσα στα κρατικά σύνορα που αντιμετωπίζονται πλέον ως οριστικά. Και ο ίδιος ο Βενιζέλος, αλλά κυρίως φυσιογνωμίες όπως ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Αλέξανδρος Δελμούζος ή ακόμα ο Γιώργος Θεοτοκάς αναζητούν ουσιαστικά το στίγμα ενός νέου "εθνικού οράματος" ικανού να αντικαταστήσει πειστικά και με επάρκεια το παλιό που φαίνεται να έχει χαθεί αμετάκλητα.

Κατά τη δεύτερη αυτή περίοδο του Βενιζελισμού ο αστικός εκσυγχρονισμός θα συναρθρωθεί με τη διαδικασία εθνικής ομογενοποίησης, με ιδεολογικό επιστέγασμα την Αβασίλευτη Δημοκρατία η οποία θα γίνει προσπάθεια να προσλάβει ένα ευρύτερο ιδεολογικό και κοινωνικό περιεχόμενο. Ωστόσο η Αβασίλευτη Δημοκρατία δεν θα καταστεί δυνατόν να αποκτήσει, τουλάχιστον στην δεδομένη ιστορική συγκυρία, το ουσιαστικό κοινωνικό περιεχόμενο που επεδίωκαν να της προσδώσουν ορισμένα στελέχη του Βενιζελισμού και προπάντων ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου. Έτσι λοιπόν ο Βενιζελισμός, με το οικονομικό και κοινωνικό πρόγραμμα της τετραετίας 1928  -  1932, θα εισηγηθεί και πάλι ένα σχέδιο αστικού εκσυγχρονισμού το οποίο θα γίνει προσπάθεια να περιβληθεί την αίγλη μιας νέας "Μεγάλης Ιδέας".

Πρωτεργάτης σ' αυτή την προσπάθεια είναι ο ίδιος ο Βενιζέλος, ο οποίος κατ' επανάληψη θα τονίσει με έμφαση ότι οι αγώνες για εδαφική επέκταση τελείωσαν οριστικά και θα καλέσει τους Έλληνες να συγκεντρώσουν την προσοχή τους στη δημιουργία "συγχρονισμένου κράτους"12. Χαρακτηριστικά σε λόγο που θα εκφωνήσει, στις 28 Μαίου 1930, στα Καλάβρυτα, θα οριοθετήσει ως εξής τις, κατά τη γνώμη του, προοπτικές του έθνους:
". .. Είμεθα σήμερον έθνος που επέρασε την παιδικήν ηλικίαν, συμπληρώνει την νεανικήν και αρχίζει να εισέρχεται εις την ανδρικήν. Όποιος έχει αυτό υπ' όψιν, πως είναι δυνατόν να αμφιβάλλη ότι η σταδιοδρομία του έθνους κατά την δευτέραν εκατονταετίαν του ελευθέρου βίου του θα είναι καλύτερα τη; πρώτης; Εγώ είμαι βέβαιος ότι κατά την δευτέραν εκατονταετίαν θα φθάσωμεν εις μεγάλα αποτελέσματα, προς άλλην εννοείται κατεύθυνσιν, όχι προς ουσιώδη εδαφικήν επέκτασιν ή απελευθέρωσιν υποδούλων αδελφών, οι οποίοι, δεν θέλω να εξετάσω πως συνεκεντρώθησαν εντός των συνόρων της ελευθέρας πατρίδος, αλλά προς δημιουργίαν κράτους συγχρονισμένου, το οποίο, εάν δεν είναι πρωτοπόρον, θα ευρίσκεται, πάντως, ακολουθούν, μέσα εις την πρωτοπορίαν των άλλων εθνών που πρωτοστατούν εις τον πολιτισμόν"13

Σε αντίθεση με τις έντονες ιδεολογικές αναζητήσεις που διαπερνούν τον Βενιζελισμό, ο αντιβενιζελικός συντηρητικός χώρος μοιάζει να διακρίνεται από μια σχεδόν ανυποψίαστη προσήλωση στις μέχρι τότε δεδομένες "εθνικές παραδόσεις". Η αυτάρεσκη στειρότητα που διακρίνει τον Αντιβενιζελισμό, σε συνδυασμό με την ανάγκη να ασκηθεί αντιπολίτευση στη βενιζελική πολιτική, οδηγεί συχνά αρκετούς από τους αντιβενιζελικούς, στην υπεράσπιση διαφόρων επεκτατικών εκδοχών της Μεγάλης Ιδέας.

Βέβαια η κατάληξη της μικρασιατικής περιπέτειας, αποκλείει την επικράτηση με πολιτικά και στρατιωτικά μέσα. Τώρα πια η έμφαση δίνεται στην οικονομική διείσδυση με απώτερο στόχο την επικράτηση. Στα πλαίσια αυτά η πνευματική ανωτερότητα των Ελλήνων θεωρείται δεδομένη. "Η Ελλάς δεν θα εβράδυνε να δεσπόση από απόψεως εμπορικής και εκπολιτιστικής του βαλκανικού συγκροτήματος"14 θα υποστηρίξει ο Θεολόγος Νικολούδης, αντιβενιζελικός και κατοπινό στέλεχος του μεταξικού καθεστώτος. "Η Ελλάς κέκληται να πρωτοστατήση, υπό έποψιν οικονομικήν και εκπολιτιστικήν" θα συμπληρώσει ο επίσης αντιβενιζελικός Αθανάσιος Ευταξίας15

Στα πλαίσια αυτά το προτεινόμενο από τον Βενιζελισμό "εθνικό όραμα" του αστικού εκσυγχρονισμού, το "κακόηθες αυτό κήρυγμα εναντίον των ιδανικών και των παραδόσεων"16 όπως χαρακτηρίστηκε από μερίδα του αντιπολιτευόμενου τύπου, θα δεχθεί τις συστηματικές βολές των αντιβενιζελικών. Βασικό μοτίβο των επιθέσεων είναι η εκτίμηση ότι "παρά την ηδυπαθή αποχαύνωση του Έλληνος δια της υλιστικής ευμάρειας" που, κατά τη γνώμη των αντιπάλων του, επιδιώκει ο Βενιζέλος, ο ελληνικός λαός "προορίζεται για να επικράτη και να ηγεμονεύη"17. Κατά συνέπεια ".. ο κ. Βενιζέλος κάμνει πολύ άσχημα να θέλη να κόψη τα πληγωμένα φτερά της Μεγάλης Ιδέας, η οποία εκράτησεν όρθιον επί πέντε εκατονταετίες το ελληνικόν γένος"18

Η συζήτηση που πραγματοποιείται το Δεκέμβριο του 1930 στη Βουλή σχετικά με τις ελληνοτουρκικές συνθήκες που υπέγραψαν ο Βενιζέλος και ο Κεμάλ τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου δίνει τη δυνατότητα να καταγραφούν με σχετική ευκρίνεια οι αντιτιθέμενες απόψεις.

Η ουσιαστική διαφορά εντοπίζεται στο ότι ο πρωθυπουργός Βενιζέλος και ο υπουργός Εξωτερικών Μιχαλακόπουλος, με τους οποίους συμπαρατάσσεται ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, αναγνωρίζουν τη νέα πραγματικότητα στην Τουρκία και επιδιώκουν την εδραίωση ειλικρινούς φιλίας και συνεργασίας σε όλα τα επίπεδα. Αντίθετα αυτός ο ρεαλιστικός παραμερισμός των μέχρι πρόσφατα εδραιωμένων επεκτατικών, εθνικιστικών αντιλήψεων φαίνεται να μην διακρίνει το χώρο του Λαϊκού κόμματος με το οποίο συμπαρατάσσονται στο θέμα αυτό και ορισμένες βενιζελογενείς πολιτικές δυνάμεις όπως η Προοδευτική Ένωση του Κ. Ζαβιτσιάνου και οι Προοδευτικοί Φιλελεύθεροι του Γ. Καφαντάρη.

Οι αγορεύσεις των περισσότερων εκφραστών αυτού του χώρου βασίζονται σε μια κοινή θέση: οι μεταναστεύσεις είναι απόλυτα απαραίτητες για την Ελλάδα19. Αυτή η σχεδόν αξιωματική θέση δίνει τη δυνατότητα να αντιμετωπίζεται η επιστροφή των Ελλήνων στη Μικρασία όχι μόνο ως μέτρο σωτήριο για την ελληνική οικονομία αλλά και ως λύση για το οικονομικό πρόβλημα της ίδιας της Τουρκίας. Χαρακτηριστικά ο Γ. Καφαντάρης θα δηλώσει ότι μια ενδεχόμενη ελληνική επάνοδος στη Μικρασία "όχι μόνον ήθελεν ν' αποκαταστήση την ισορροπίαν του πληθυσμού η οποία διεταράχθη δια του πολέμου, αλλά ήθελεν αποβή ευεργετικόν στοιχείον κυρίως εις την οικονομικήν ζωήν της χώρας εκείνης ζωογονούν τον ανυπολόγιστον αυτής εθνικόν πλούτον, ο οποίος παραμένει νεκρός"20. Ακόμα πιο απόλυτες θέσεις θα εκφραστούν από τον Κ. Ζαβιτσιάνο, ο οποίος θα υπογραμμίσει την ανάγκη πιο έντονων στρατιωτικών εξοπλισμών καθώς και τη διατήρηση των εθνικών ιδανικών με τα οποία μεγαλούργησε η Ελλάδα.

Τέλος, την ίδια στιγμή που βενιζελικοί και αντιβενιζελικοί συγκρούονται αναφορικά με το ποιο πρέπει να είναι το νέο "εθνικό όραμα", μια τρίτη πρόταση για την οργάνωση του συλλογικού πολιτικού μέλλοντος κάνει δυναμικά την εμφάνιση της. Πρόκειται για τις σοσιαλιστικές ιδέες, ήδη γνωστές αμυδρά στον ελληνικό χώρο από τα τέλη του 19ου αιώνα. Η ατμόσφαιρα κοινωνικής και πολιτικής κρίσης που χαρακτηρίζει το Μεσοπόλεμο θα διευρύνει το εν δυνάμει ακροατήριο των αντιλήψεων αυτών. Αν και ο ρόλος που παίζουν αυτές οι ιδέες στην κεντρική πολιτική σκηνή δεν είναι σπουδαίος καθόλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, ωστόσο η απήχηση τους στο χώρο της διανόησης θα αποβεί ιδιαίτερα σημαντική. Στα πλαίσια αυτά θα είναι αρκετοί εκείνοι οι Έλληνες διανοούμενοι που υιοθετώντας μαρξιστικές αντιλήψεις και θέσεις θα πάρουν μέρος στις συζητήσεις που θα γίνουν κατά το Μεσοπόλεμο με επίδικο αντικείμενο τις έννοιες του έθνους και της εθνικής ταυτότητας. Η κριτική που θα ασκήσουν στα παραδεδομένα σχήματα αλλά και στις νέες ιδεολογικές κατασκευές του ελληνικού εθνικού λόγου θα έχει αξιοσημείωτη επίδραση στη διαμόρφωση της εθνικής θεωρίας κατά το Μεσοπόλεμο.

3. Η ανάγκη ανανέωσης της εθνικής θεωρίας: σε αναζήτηση μιας νέας φυσιογνωμίας τον "εθνικού"

3.1 Η πρώτη δεκαετία τον Μεσοπολέμου: αναζητήσεις και διαμάχες γύρω από την έννοια "έθνος"

Οι συζητήσεις που αφορούσαν το περιεχόμενο του "εθνικού οράματος" και τις μεθόδους υλοποίησης του δεν αποτελούσαν νέο φαινόμενο για την Ελλάδα της δεκαετίας του 1920. Τέτοιου είδους αναζητήσεις είχαν αρχίσει ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα με αφορμή τα διαδοχικά πλήγματα που είχε δεχτεί μέχρι τότε η ιδεολογία και η πρακτική του ελληνικού επεκτατισμού. Ωστόσο φαίνεται ότι μόνο μετά τη μικρασιατική καταστροφή, με την εξάλειψη και των τελευταίων ελπίδων εδαφικής επέκτασης, ο ελληνικός εθνικισμός παύει να διοχετεύει το δυναμικό του προς την κατεύθυνση του εδαφικού επεκτατισμού. Παρατηρείται τότε ένα φαινόμενο ανάλογο μ' εκείνο που είχε ακολουθήσει την καταστροφή του 1897: μια έντονη διάθεση για ιδεολογική και πνευματική ανασύνταξη. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει από τη μια μέρα στην άλλη. Ωστόσο η ανησυχία, η αναζήτηση, η διάθεση για κριτική είναι προφανείς. Μέσα στο πλαίσιο αυτό επανέρχονται με ένταση στο επίκεντρο των αναζητήσεων των διανοουμένων τα ζητήματα που αφορούν την υφή του ελληνισμού καθώς και τα θέματα της "εθνικής αυτογνωσίας" και της "ελληνικής ταυτότητας".

Κατά τα πρώτα χρόνια του Μεσοπολέμου, ενώ στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό εξακολουθεί να δεσπόζει η προπολεμική αντίθεση Βενιζελισμού  -  Αντιβενιζελισμού, στο ιδεολογικό επίπεδο η αντιπαράθεση έχει πάρει τη μορφή διαμάχης ανάμεσα στους μαρξιστές και τους αντιμαρξιστές. Οι συζητήσεις μεταξύ των διανοουμένων παίρνουν τη μορφή διαμάχης υλισμού και ιδεαλισμού. Η αιτιοκρατία αμφισβητείται ή υποστηρίζεται με ένταση. Στη βάση αυτή διεξάγονται συζητήσεις που αφορούν τη σημασία της πάλης των τάξεων, τη σχέση μεταξύ "εθνικού" και "ταξικού" καθώς και τους παράγοντες και τις κινητήριες δυνάμεις της ιστορίας. Η κυρίαρχη ιδεολογία, μετά τη συντριβή των μεγαλοϊδεατικών της οραμάτων και αντιμετωπίζοντας ένα καθεστώς έντονης πολιτικής αστάθειας και κοινωνικής κρίσης, στρέφει την πολεμική της προς τις ανερχόμενες τότε σοσιαλιστικές και μαρξιστικές ιδέες. Η κατασταλτική λειτουργία του κράτους είναι βέβαια παρούσα: διώξεις, φυλακίσεις, εξορίες, "ιδιώνυμο"21. Παράλληλη είναι όμως και η δραστηριοποίηση των κρατικών ιδεολογικών μηχανισμών με βάση το τρίπτυχο "αντικομμουνισμός εθνικισμός ελληνοκεντρισμός". Στον αγώνα αυτό στρατεύονται με πάθος, τόσο οι παραδοσιακοί κρατικοί λειτουργοί με τα εξίσου παραδοσιακά και τετριμμένα επιχειρήματα για τη θρησκεία, τη γλώσσα, την οικογένεια, την ιδιοκτησία, όσο και νεότεροι ιδεολόγοι, κυρίως δημοτικιστές μετά τη διάσπαση του Εκπαιδευτικού Ομίλου, που θέλουν να "προστατεύσουν" την κοινωνία, το κράτος, τους νέους από τον κομμουνισμό22

Στο πλαίσιο της ιδεολογικής αντιπαράθεσης μπορούμε να διακρίνουμε με σχετική ευκρίνεια τρία ρεύματα χωρίς αυτό να δηλώνει την ανυπαρξία επιμέρους ή προσωπικών διαφοροποιήσεων.

Το πρώτο ρεύμα προπαγανδίζει αντιδραστικές - συντηρητικές και ακραιφνείς εθνικιστικές απόψεις και βρίσκει εκφραστές στους κύκλους της Εκκλησίας, σε συντηρητικές εφημερίδες της εποχής (Εμπρός, Σκριπ) καθώς και σε ορισμένους καθηγητές του Πανεπιστημίου όπως ο Καζάζης και ο Κουτρέλης. Όλοι αυτοί στρέφονται καταρχήν εναντίον της μεταφοράς ευρωπαϊκών ιδεών στην Ελλάδα. Επιτίθενται με σφοδρότητα κατά των σοσιαλιστικών κομμουνιστικών ιδεών και προσάπτουν στους οπαδούς τους το χαρακτηρισμό "εχθροί του έθνους, της θρησκείας, της οικογένειας"23. Η υιοθέτηση του συνθήματος για "αυτόνομη Μακεδονία  -  Θράκη" από το ΚΚΕ24 θα επιτείνει τη σφοδρότητα των αντικομμουνιστικών επιθέσεων δίνοντας νέα επιχειρήματα στους αντιδραστικούς κύκλους ο επικρίσεις γίνονται συχνότερες και σφοδρότερες καθώς πλησιάζουμε στα τέλη τις δεκαετίας του '20. Σύντομα ο κύκλος των "εχθρών του έθνους" αρχίζει να διευρύνεται με καταπληκτική ταχύτητα για να συμπεριλάβει τελικά ακόμα και διανοούμένους υπεράνω πάσης υποψίας όπως ο Αλέξανδρος Δελμούζος. Δημοτικιστές και μαρξιστές, μέλη του Εκπαιδευτικού Ομίλου και κομμουνιστές, οποιοσδήποτε διατυπώνει απόψεις που απομακρύνονται έστω και κατά το ελάχιστο από αντιδραστικές θέσεις, χαρακτηρίζεται "εχθρός του έθνους, της πατρίδας, της θρησκείας και της οικογένειας"25. Είναι η εποχή που το τρίπτυχο αυτό  - "πατρίς, θρησκεία, οικογένεια" - αρχίζει να βρίσκει τη θέση του στα πλαίσια της κυρίαρχης ιδεολογίας για να εξελιχθεί λίγα χρόνια αργότερα σε πεμπτουσία του εθνικού λόγου.

Το δεύτερο ρεύμα εκφράζει τον ουμανισμό και τον ιδεαλισμό της φιλελεύθερης αστικής διανόησης και χρησιμοποιεί, μετά το 1927, ως κύριο χώρο έκφρασης του το περιοδικό "Νέα Εστία". Το ρεύμα αυτό έχει σίγουρα ιδεολογική συνάφεια με τους θεωρητικούς εκείνους που επεδίωκαν γύρω στα τέλη του 19ου αιώνα την ανασύνδεση με τον αρχαίο κόσμο (Αγησίλαος Γιαννόπουλος Ηπειρώτης, Εμμανουήλ Χαιρέτης), επηρεάζεται και αντλεί επιχειρήματα από τον Περικλή Γιαννόπουλο, τον Ίωνα Δραγούμη και τον Άγγελο Σικελιανό (ο οποίος μέσα από την αναβίωση των Δελφικών παραστάσεων φιλοδοξεί να ενώσει μυστηριακά τον αρχαίο πολιτισμό με τον σύγχρονο λαϊκό) ενώ βρίσκει τον χαρακτηριστικότερο σύγχρονο εκφραστή του στο πρόσωπο και το έργο του Αλέξανδρου Δελμούζου. Ο τελευταίος, συγκινημένος αρχικά από τις σοσιαλιστικές ιδέες, όταν αργότερα θα στραφεί προς την παιδαγωγική πράξη θα οραματιστεί μια καινούρια ελληνική αγωγή, στην οποία θα συνυπάρχουν όλοι οι θησαυροί της ελληνικής παιδείας, κληροδοτημένοι από τους αιώνες.

Στο τρίτο ρεύμα θα μπορούσαν να ενταχθούν εκείνοι οι διανοούμενοι που υιοθετούν μαρξιστικές θέσεις ή επηρεάζονται απ' αυτές. Αυτοί εκφράζουν τις απόψεις τους μέσα από τα επίσημα έντυπα του Κομμουνιστικού Κόμματος ("Ριζοσπάστης", "Κομμουνιστική Επιθεώρηση", "Νέοι Πρωτοπόροι") αλλά και από τα περιοδικά "Αναγέννηση" (1926) και "Νέα Επιθεώρηση" (1928). Παρά τα μέτρα κρατικής καταστολής οι μαρξιστικές ιδέες εξαπλώνονται γρήγορα. Στην προσπάθεια των μαρξιστών να αντιμετωπίσουν τα επιχειρήματα της επίσημης ιδεολογίας και να προβάλλουν τις δικές τους θέσεις ηγετικό ρόλο παίζει ο Δημήτρης Γληνός, που ενορχηστρώνει ουσιαστικά αυτή την ιδεολογική μάχη. Παρά τις σφοδρές ενδοαριστερές διαμάχες  - είναι χαρακτηριστική η οξύτητα των κατηγοριών που απέδιδαν οι κομμουνιστές στις άλλες ομάδες για "σοσιαλφασισμό" - και τις κάπως σχηματικές θεωρήσεις και απόψεις, η μαρξιστική όια[νόηση είχε αυτή την εποχή σημαντική επίδραση στο χώρο των διανοουμένων. Οι εκφραστές των τριών αυτών ρευμάτων και οι διαμάχες τους σφραγίζουν τις ιδεολογικές ζυμώσεις του Μεσοπολέμου. Ειδικότερα όσον αφορά ζητήματα που άπτονται της εθνικής θεωρίας οι ιδεολογικές συγκρούσεις μεταξύ φι λελεύθερων και μαρξιστών παρουσιάζουν συχνά ιδιαίτερη ένταση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας αντιπαράθεσης αποτελούν τα άρθρα πολεμικής που ανταλάσσουν στα 1925 ο Αλέξανδρος Δελμούζος με τον Παντελή Πουλιόπουλο, γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος, που εκείνη την εποχή βρίσκεται στη φυλακή26

Ο Δελμούζος παραπέμπει στη μελέτη του Αλέξανδρου Παπαναστασίου "Εθνικισμός"27 προκειμένου να διακρίνει τον εθνισμό από τον "παραθρεμμένο" εθνισμό, ζητά "εντατική ψυχική καλλιέργεια μέσα στις εθνικές ομάδες" και υπογραμμίζει ότι "δημοτικισμός δε σημαίνει αντεθνισμός". Συμφωνώντας με τον Παπαναστασίου ορίζει το έθνος ως μια ομάδα ανθρώπων που τους ενώνουν η κοινή καταγωγή, η κοινή ιστορία, η κοινή γλώσσα, η κοινή θρησκεία, τα κοινά ήθη και έθιμα και βέβαια η συνείδηση αυτής της κοινότητας, δηλαδή του ότι αποτελούν μια ενιαία οντότητα. Τέλος ο Δελμούζος χαρακτηρίζει βιολογική ανοησία την πολιτική του ΚΚΕ στο μακεδόνικο ζήτημα.

Ο Πουλιόπουλος, από την πλευρά του, απορρίπτει τον ορισμό του έθνους που υιοθετεί ο Δελμούζος. Υποστηρίζει ότι το έθνος αποτελεί μια μορφή πολύ πλατύτερης κοινωνικής ομαδικότητας, που διαδέχτηκε τις προηγούμενες, όταν, μετά από την κατάρρευση των παλαιών οικονομικό  -  κοινωνικών συνθηκών, η εξέλιξη δημιούργησε ορισμένες ανάγκες και τους ανάλογους οικονομικούς όρους. Καταλήγει λοιπόν στο συμπέρασμα ότι ο σχηματισμός του έθνους συμπίπτει με την αστικοποίηση της κοινωνίας. Επίσης ο Πουλιόπουλος τονίζει ότι η εκτίμηση του Δελμούζου για τη βαλκανική πολιτική του ΚΚΕ παρέχει την "υψηλή θεωρητική θεμελίωση της εσχάτης προδοσίας", κατηγορίας που ήδη είχε απευθυνθεί στο ΚΚΕ. Στην προσπάθεια του να ερμηνεύσει τις θέσεις του Δελμούζου ο Πουλιόπουλος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι και οι δυο ομάδες που αποτελούν την αστική τάξη, η αντιδραστική  -  συντηρητική και η δημοκρατική  -  φιλελεύθερη, έχουν σε τελική ανάλυση τον ίδιο σκοπό, δηλαδή τη διάσωση του αστικού πολιτισμού που καταρρέει.

Λίγο καιρό αργότερα, στα 1927, ο Κορδάτος, κάνοντας κριτική στις απόψεις του Δελμούζου, θα υιοθετήσει την ερμηνεία του Πουλιόπουλου και μάλιστα σε οξύτερη εκδοχή28. Κατά τον Κορδάτο ο Δελμούζος, με το να υποστηρίζει τέτοιου είδους αντιλήψεις για τις έννοιες του έθνους και της πατρίδας, να γράφει προσημείωση" για τον τίτλο του "εθνικόφρονα, του θρήσκου και του καλού πατριώτη".

Ακριβώς την ίδια εποχή ο Δελμούζος έχει εμπλακεί σε μια ακόμα διαμάχη με αντίπαλο αυτή τη φορά τον Κώστα Βάρναλη. Ανάμεσα στα ζητήματα που θίγονται υπάρχουν και ορισμένα που άπτονται άμεσα της εθνικής θεωρίας.

Ο Δελμούζος στα πλαίσια του έργου του "Δημοτικισμός και Παιδεία", που δημοσιεύεται το 1926, αφιερώνει μια ενότητα στην οποία αναφέρεται στην επίδραση της ελληνικής φύσης και των γεωγραφικών όρων στη διαμόρφωση της νεοελληνικής πραγματικότητας. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο αρχαϊσμός είναι ανεδαφικός και ξένος προς την ελληνική πραγματικότητα ενώ ο δημοτικισμός βγαίνει κατευθείαν από την ίδια τη ζωή, την ελληνική φύση και το χώμα έχοντας βαθιές ρίζες στη λαϊκή παράδοση.

Ο Βάρναλης θα κάνει κριτική ανασκευή των απόψεων του Δελμούζου και θα επικρίνει έντονα την τάση να ανάγονται τα πνευματικά και καλλιτεχνικά φαινόμενα στη φύση και το γεωγραφικό παράγοντα, πράγμα που, κατά την γνώμη του, οδηγεί σ' έναν μεταφυσικό εθνικισμό και στην προστατευτική απομόνωση του ελληνικού πολιτισμού29

Οι αντιπαραθέσεις αυτές ανάμεσα σε φιλελεύθερους και μαρξιστές διανοούμενους μαρτυρούν την ύπαρξη δυο όχι απλά διαφορετικών αλλά και αντικρουόμενων θεωρήσεων της έννοιας "έθνος". Η μια, η φιλελεύθερη, αντλεί αρκετά στοιχεία από το έργο των εθνικιστών διανοουμένων των αρχών του 20ου αιώνα (Γιαννόπουλος, Δραγούμης), υιοθετεί τη λεγόμενη "περιβαλλοντική ερμηνεία" και ορίζει το έθνος ως μια πολιτισμική και ψυχική οντότητα. Η άλλη, η μαρξιστική, επιχειρεί να εφαρμόσει την οικονομική και κοινωνική ανάλυση και αντιμετωπίζει το έθνος ως ιστορικό κατασκεύασμα.

Ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο εντοπίζεται στη διαπίστωση ότι οι διαψεύσεις της μικρασιατικής περιπέτειας και η ιδεολογική πίεση των μαρξιστικών αντιλήψεων είχαν οδηγήσει αρκετούς από τους φιλελεύθερους διανοούμενους σε αξιοσημείωτες ιδεολογικές μετατοπίσεις προς θέσεις περισσότερο μετριοπαθείς. Αν κρίνουμε από τις θέσεις που υποστηρίζει ο Δελμούζος, ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς εκφραστές της φιλελεύθερης διανόησης αυτής της περιόδου, μετά το 1922 δεν προτάσσεται πια τόσο έντονα η αρχή της ακεραιότητας των εδαφών που κατοικούνται από μέλη του ελληνικού έθνους όσο τονίζεται η πνευματική και ψυχική ενότητα του ελληνισμού. Παράλληλα γίνεται η επισήμανση ότι οι διάφορες τοπικές ή ταξικές ομάδες δεν μπορούν να επιβιώσουν έξω από την "εθνική ολότητα" και επομένως απαραίτητος όρος για τη ζωή τους είναι το "εθνικό σύνολο" και η συντήρηση του. Συχνά οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι, για να αντιμετωπίσουν την ιδέα του διεθνισμού, υποστηρίζουν ότι η ανθρωπότητα δεν είναι μια αχρωμάτιστη μάζα αλλά ένα άθροισμα από εθνικές φυσιογνωμίες. "Έτσι" γράφει ο Αλέξανδρος Δελμούζος "στον καθολικό ανθρωπισμό, στο ιδανικό δηλαδή που θαμποφέγγει και μέσα στο επαναστατικό κήρυγμα, ένας δρόμος φέρνει: η προσπάθεια του κάθε έθνους για το ιδανικό του εγώ"30

Τέλος σε συνάρτηση με την προσπάθεια να προσδιοριστούν οι νέες συντεταγμένες της εθνικής θεωρίας πρέπει να μελετηθεί και η έμμονη προσπάθεια που γίνεται ήδη από τη δεκαετία του '20 και καθόλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου με σκοπό να μετατεθεί, στο ευνοϊκό για την κυρίαρχη ιδεολογία πεδίο των "εθνικών προβλημάτων", η συζήτηση που αφορά τα φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα. Το εργατικό κίνημα, που η επιρροή του σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης και όξυνσης της κοινωνικής αδικίας ήταν εν δυνάμει μεγαλύτερη απ' ότι τα φτωχά εκλογικά αποτελέσματα του Κομμουνιστικού Κόμματος άφηναν να φανεί, έπρεπε με κάθε θυσία να παρουσιαστεί ως ξένο σώμα μέσα στον "εθνικό κορμό" και να απομονωθεί με απώτερο σκοπό να εξουδετερωθεί. Αυτή η επιδίωξη των λειτουργών της κυρίαρχης ιδεολογίας να μεταθέσουν το ταξικό στο "εθνικό"31 οδηγεί στη σκέψη ότι ο αντικομμουνισμός του Μεσοπολέμου και η ψήφιση του "ιδιώνυμου"  - σε μια περίοδο που η περιορισμένη εκλογική επιρροή του ΚΚΕ ασφαλώς δεν αρκούσε για να δικαιολογήσει τόσο αυστηρά μέτρα - είναι δυνατόν να ερμηνευθούν με βάση την επιδίωξη κάλυψης του ιδεολογικού κενού που είχε αφήσει η κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας μ' ένα νέο σύστημα αξιών και ιδεολογικών αρχών. Το σύστημα αυτό, δηλ. ο αντικομμουνισμός, θα μπορούσε να συμβάλει στο ξεπέρασμα του Εθνικού Διχασμού και να λειτουργήσει τόσο ως μηχανισμός συσπείρωσης όσο και ως μέσο πειθάρχησης της ελληνικής κοινωνίας.

3.2 Η "γενιά τον '30" και οι επιρροές της: συστηματική προσπάθεια ανανέωσης της εθνικής θεωρίας': ·

Οι νέες συντεταγμένες της εθνικής θεωρίας που ανιχνεύονται αρχικά αμέσως μετά την κατάρρευση των μεγαλοϊδεατικών οραμάτων στη Μικρασία, φαίνεται ότι αρχίζουν να αποκρυσταλλώνονται προς τα τέλη της δεκαετίας του '20 και τις αρχές της δεκαετίας του '30. Περίπου τότε αρχίζει να διαμορφώνεται και η λεγόμενη "γενιά του '30", δηλαδή ένας κύκλος λογοτεχνών, κριτικών και γενικότερα διανοουμένων (Σεφέρης, Ελύτης, Θεοτοκάς, Τερζάκης, Καραντώνης, Δημαράς, Τσάτσος και άλλοι) που εμφανίζονται στο προσκήνιο αυτή την εποχή έχοντας αστική καταγωγή, ευρωπαϊκή παιδεία και όντας πνευματικά τέκνα του δημοτικισμού32. Από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '30 οι νέοι αυτοί διανοούμενοι θα επιχειρήσουν να αρθρώσουν πιο συστηματικά και δυναμικά τον "ανανεωτικό" εθνικό τους λόγο. είτε εκδίδοντας βιβλία είτε κυκλοφορώντας νέα περιοδικά. Στο πλαίσιο αυτό θα συγκρουστούν τόσο με τους ακραιφνείς συντηρητικούς όσο και με τους μαρξιστές. Μέσα από αυτή την ιδεολογική ζύμωση και αντιπαράθεση οι νέοι φιλελεύθεροι διανοούμενοι θα θελήσουν να αναδιαμορφώσουν και να αναπτύξουν την εθνική θεωρία διερευνώντας και επαναδιατυπώνοντας τις βασικές της αρχές.

Το προανάκρουσμα της έλευσης της "νέας" εθνικής θεωρίας είχε ήδη ακουστεί από τα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας.

Ο Γιώργος Θεοτοκάς, από τους κυριότερους εκπροσώπους της γενιάς του '30, στο έργο του "Ελεύθερο Πνεύμα"  - που δημοσίευσε το 1929 με το ψευδώνυμο Ορέστης Διγενής και το οποίο θεωρήθηκε, σωστά όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, το μανιφέστο ολόκληρης της γενιάς που ανδρωνόταν γύρω στα 1930 προσφέρει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πώς αντιλαμβάνονταν αλλά και για το πώς ήθελαν να αναδιαμορφώσουν οι νέοι φιλελεύθεροι διανοούμενοι την "εθνική ταυτότητα" και τους στόχους του ελληνισμού. Το βασικό θέμα του βιβλίου είναι σχετικό με τον ελληνισμό, την ελληνικότητα και το νόημα της.

Ο Θεοτοκάς ξεκινά με μια αυστηρή καταγγελία της πνευματικής και ιδεολογικής μιζέριας που, κατά τη γνώμη του, κυριαρχεί γύρω του. Στη συνέχεια ασκεί κριτική στους μέχρι τότε θεωρούμενους πνευματικούς ηγέτες  - και πιο συγκεκριμένα στο Φώτο Πολίτη και τον Γιάννη Αποστολάκη - αποδίδοντας τους σημαντικό μερίδιο ευθύνης για το πνευματικό τέλμα που έχει διαμορφωθεί.
Παράλληλα εκφράζει τις απόψεις του για την ιδεολογική κατάσταση της εποχής του:
"Μετά τον πόλεμο, οι εθνικιστές και οι μαρξιστές διανοούμενοι επικράτησαν σ' όλες τις ελληνικές συζητήσεις για πολλούς λόγους που δεν είναι ανάγκη να αναπτύξω εδώ (...) Αυτές οι δύο σχολές συγκεντρώνουν ανάμεσα στους Έλληνες διανοούμενους τη μεγάλη πλειοψηφία των πνευμάτων. Η επίδραση τους στη νέα γενεά είναι καταφανής, και αυξάνει νομίζω μέρα με τη μέρα και θ' αυξάνει ως ότου αποφασίσουμε να αντισταθούμε εναντίον αυτής της επικράτησης του πνευματικού μιλιταρισμού (...) Εθνικιστές και μαρξιστές φιλονικούν βέβαια με αμοιβαίο μίσος, μα είναι κατά βάθος πνεύματα της ίδιας οικογένειας (...) Έλυσαν οριστικά όλα τα προβλήματα, σταμάτησαν κάθε πνευματική έρευνα, κλείστηκαν μέσα σε μια απόλυτη αλήθεια που την επαναλαμβάνουν μηχανικά σ' όλη τη ζωή τους, αλύγιστοι σαν απολιθωμένοι, ανίκανοι να υποπτευθούν πώς υπάρχουν και διαφορετικές προοπτικές των πραγμάτων. Μισούν και χλευάζουν με τον ίδιο ' τρόπο την ελεύθερη σκέψη και τις αναζητήσεις των ανήσυχων πνευμάτων (...) Οι δυο θρησκείες στηρίζονται στην ίδια αρχή: Πίστευε και μη ερεύνα"33

Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον όμως παρουσιάζουν οι αναλύσεις και οι θέσεις του Θεοτοκά που αφορούν το χαρακτήρα του ελληνισμού και το περιεχόμενο της εθνικής ταυτότητας.

Σχετικά με την υφή του ελληνισμού ο Θεοτοκάς μας παρέχει μια αρκετά ενδιαφέρουσα και ιδιαίτερα ενδεικτική των νέων τάσεων ερμηνεία. Δανείζεται τη μέθοδο του από ένα άρθρο του Γάλλου κριτικού Αλβέρτου Τιμπωντέ. Ο τελευταίος για να διατυπώσει την απάντηση του σ' ένα ερώτημα σχετικό με το χαρακτήρα της γαλλικής παιδείας, απαντούσε με ζευγάρια από ονόματα Γάλλων συγγραφέων αντιθετικά μεταξύ τους, όπως: Μονταίνιος  -  Πασκάλ, Βολταίρος  - Σατωμπριάν. Με βάση αυτή τη μέθοδο ο Θεοτοκάς σημειώνει: 
"Αν με ρωτούσε ένας ξένος ποιος από τους συγγραφείς μας αντιπροσωπεύει καλύτερα το νεοελληνικό χαρακτήρα, θα απαντούσα με τη μέθοδο του Γάλλου κριτικού". Αφού λοιπόν σημειώσει τέτοια ζευγάρια καταλήγει: "Μονάχα η αντίθεση Δραγούμης  - Καβάφης (ή η αντίθεση Κοραής  -  Σολωμός) αρκεί για να δείξει πόσο πολύμορφος και αντιφατικός, πόσο πλούσιος είναι ο νεοελληνικός χαραχτήρας", τονίζοντας τυπογραφικά τη λέξη "πλούσιος". 
Βλέπουμε λοιπόν εδώ τον Θεοτοκά να παραθέτει σε αδρές γραμμές μια θεωρία που θα ακουστεί ακόμα πιο έντονα λίγο αργότερα: τη θεωρία της "ελληνικής πολυφωνίας".

Σωστά λοιπόν ο Ανδρέας Καραντώνης, σε μια βιβλιοπαρουσίαση του "Ελεύθερου Πνεύματος", θα συμπεράνει ότι ο Θεοτοκάς "τον χαρακτήρα του έθνους τον θέλει πλούσιο, πολύμορφο, αντιφατικό, ένα μωσαϊκό από τις πιο απίθανες παραστάσεις: Κοραής, Σολωμός, Ψυχάρης, Παλαμάς, Καβάφης, Βενιζέλος, Γούναρης, Δραγούμης. Πολλαπλά κάτοπτρα της εθνικής ψυχής, και του εθνικού νου"34

Επίσης, ιδιαίτερα χαρακτηριστικές είναι οι θέσεις του Θεοτοκά αναφορικά με την πολιτισμική συνδιαλλαγή της Ελλάδας με τη Δύση. Βέβαια, σχετικά με το ζήτημα αυτό, ο Θεοτοκάς έχει ήδη πάρει θέση, ένα χρόνο πριν τη δημοσίευση του "Ελεύθερου Πνεύματος", γράφοντας ένα άρθρο σχετικό με τον Ίωνα Δραγούμη. Εκεί υποστηρίζεται καθαρά η θέση ότι η Δύση συνεχίζει την ελληνική παράδοση και ότι οι Έλληνες, πλησιάζοντας το δυτικό πολιτισμό, πηγαίνουν να συναντήσουν την πατρική τους κληρονομιά. "Σα μέλη της ίδιας οικογένειας, για να πάρουν μέσα στην οικογένεια τη θέση που τους ανήκει" γράφει ο Θεοτοκάς, θέσεις σαν τις παραπάνω επαναλαμβάνονται πιο συστηματικά και αναλυτικά και στο "Ελεύθερο Πνεύμα" και ανακαλούν στη μνήμη αντίστοιχες απόψεις του Αδαμάντιου Κοραή και του Στέφανου Κουμανούδη, απόψεις που ήταν οικείες στο πνεύμα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, που ακούγονταν έντονα τα τελευταία χρόνια πριν την Επανάσταση του 1821 και αμέσως μετά απ' αυτή αλλά που είχαν τώρα πια επικαλυφθεί από μεταγενέστερα  - σαφώς συντηρητικά - ιδεολογικά σχήματα.

Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι το "Ελεύθερο Πνεύμα" του Γιώργου Θεοτοκά αποτελεί μια από τις πρώτες και πιο συστηματικές προσπάθειες να επιτελεστεί η μετάβαση από τις παλαιότερες και σαφώς πιο σχηματικές μορφές της εθνικής θεωρίας σε άλλες μεταγενέστερες, πιο ευέλικτες, πιο πειστικές και κατά συνέπεια πιο αποτελεσματικές. Μέσα απ' το "Ελεύθερο Πνεύμα" βλέπουμε τη γενιά του '30 να αποζητά την άρση των παλιών σχημάτων, να αρνείται τα νεκρά πρότυπα και να οριοθετεί ως αντιπάλους της τη στείρα προγονοπληξία αλλά και τον τυφλό μιμητισμό των ευρωπαϊκών ιδεών, την υποταγή στο μυστικισμό της Ανατολής αλλά και τον μαρξισμό.

Τα μηνύματα που θέλησε να δώσει το "Ελεύθερο Πνεύμα" θα αρχίσουν να ακούγονται με ακόμα μεγαλύτερη ένταση από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '30.

Αυτή η σταδιακή εγκατάλειψη του ιδεώδους του εδαφικού επεκτατισμού και ο αναπροσανατολισμός προς την αναζήτηση της νέας πνευματικής και πολιτιστικής φυσιογνωμίας του έθνους αποκαλύπτονται καθαρά και από την έμφαση με την οποία ορισμένοι διανοούμενοι αυτής της περιόδου υπογραμμίζουν τη διαφορά μεταξύ του όρου "εθνισμός" και του όρου "εθνικισμός".

Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος στο βιβλίο του "Η κοινωνία της εποχής μας" (1932) θα γράψει χαρακτηριστικά:
"Εν ω ο εθνισμός είναι η ιδεολογική εκδήλωση της πίστεως αυτής ταύτης της εθνικής συνειδήσεως επί την εσωτερικήν και μυστικήν αυτής ουσίαν, ο εθνικισμός είναι η εκμετάλλευσις της πίστεως ταύτης εκ μέρους τάξεως διασπώσας την οργανικήν ομοιογένειαν του έθνους και θετούσης ταύτην εις την εξυπηρέτησιν πολιτικών και οικονομικών υπολογισμών. Εν ω ο εθνισμός, η ιδέα του έθνους είναι προϊόν αλόγου μυστικής ανάγκης και δεν συλλαμβάνεται λογικώς, ο εθνικισμός είναι προϊόν λογικής σκοπιμότητος και κατ' ακολουθίαν συλλαμβάνεται και κρίνεται επιστημονικώς"35

Οι παραπάνω επισημάνσεις του Παναγιώτη Κανελλόπουλου δεν φαίνεται να αποτελούν απλά και μόνο κάποια σχόλια θεωρητικού χαρακτήρα. Περισσότερο μοιάζουν να εντάσσονται σε μια προσπάθεια ανάπλασης  -  μεταμόρφωσης του εθνικισμού της εδαφικής επέκτασης, που κυριαρχούσε μέχρι το 1922, σε "πνευματικό εθνισμό" και "εθνικό ουμανισμό". Με την έννοια αυτή τα σχόλια του Κανελλόπουλου κινούνται ακριβώς στο ίδιο ιδεολογικό κλίμα που κινούνται και οι αντιλήψεις του Θεοτοκά. Έτσι προετοιμάζεται η έννοια της ελληνικότητας, που θα εμφανιστεί λίγο αργότερα και ταυτόχρονα ενισχύεται η  επιχειρηματολογία των φιλελεύθερων αστών διανοουμένων στον αγώνα τους εναντίον των μαρξιστών, που συνεχίζεται με ιδιαίτερη ένταση και μετά το 1930. 

Συνοψίζοντας θα λέγαμε ότι, ενώ μέχρι το 1922 στα πλαίσια της εθνικιστικής ιδεολογίας κυριαρχούσε απόλυτα το ζήτημα της εδαφικής επέκτασης και ενότητας  - γι' αυτό άλλωστε και οι μεταφορές που χρησιμοποιούνταν από τους εθνικιστές διανοουμένους ήταν ανάλογα οργανικές: "εθνική ψυχή", "εθνικό σώμα", "ελληνικό πνεύμα" - μετά τη μικρασιατική καταστροφή, και κυρίως από τα τέλη της δεκαετίας του '20 και τις αρχές της δεκαετίας του '30, οι λειτουργοί της εθνικής θεωρίας στρέφονται περισσότερο στη μελέτη του προβλήματος της "εθνικής ταυτότητας" καθώς και στον προσδιορισμό της "εθνικής διαφοράς": πώς δηλαδή θα ξεχωρίσουμε από τα άλλα έθνη και πώς θα προβληθεί η "ελληνική ιδιαιτερότητα"; Μέσα στα πλαίσια αυτά οι αντιπαραθέσεις μεταξύ των διανοουμένων όλων των αντιλήψεων συνεχίζονται και στις αρχές της δεκαετίας του '30. Ιδιαίτερη ένταση αποκτά αυτή την περίοδο η διαμάχη μεταξύ μαρξιστών και αντιμαρξιστών. Το εντυπωσιακό και ταυτόχρονα το κύριο χαρακτηριστικό της συζήτησης είναι ότι το ισχύον κοινωνικό σύστημα δεν γίνεται αποδεκτό  - τουλάχιστον φραστικά - από καμία πλευρά36. Η ένταση των κρισιακών φαινομένων οδηγεί μερικούς από τους γνωστότερους λειτουργούς της κυρίαρχης ιδεολογίας στην υιοθέτηση αμυντικής στάσης και στην φραστική απόρριψη του ισχύοντος συστήματος. Έτσι αρκετοί αντιμαρξιστές εμφανίζονται να αναζητούν  - τουλάχιστον αυτό υποστηρίζουν - τις κοινωνικές μορφές υπέρβασης του καπιταλισμού χωρίς ωστόσο αυτό να μειώνει σε τίποτα την ένταση της διαμάχης τους με τους μαρξιστές37

Ο Γιώργος Θεοτοκάς γίνεται και πάλι ο προφήτης των καιρών, αυτή τη φορά με το έργο του "Εμπρός στο Κοινωνικό Πρόβλημα" που δημοσιεύεται στα 1932. Η αφετηρία του νέου δοκιμίου είναι όμοια μ' εκείνη του "Ελεύθερου Πνεύματος": το κοινωνικό σύστημα και ο πολιτισμός νοσούν και το πρόβλημα αναζητά επειγόντως τη λύση του.

Αυτή τη φορά όμως ο Θεοτοκάς εστιάζει περισσότερο το ενδιαφέρον του στις λύσεις που πρέπει να εφαρμοστούν. Η κομμουνιστική επανάσταση δεν αντιπροσωπεύει, για τον Θεοτοκά, την υποσχόμενη λύση, γιατί αντίκειται σε τέσσερις θεμελιώδεις αρχές. Η πρώτη αφορά την ελευθερία του πνεύματος, η δεύτερη το ιδεολογικό περιεχόμενο του κομμουνισμού, η τρίτη τη βίαιη τακτική του και η τέταρτη την ιδέα του έθνους. Ο διεθνισμός του κομμουνισμού, σύμφωνα με τον Θεοτοκά, υπονομεύει την ιδέα του έθνους, που για τον Θεοτοκά είναι μια "πνευματική πραγματικότητα", ένας κοινός πλούτος από ιδέες και συναισθήματα. Η "εθνική ταυτότητα" λοιπόν, σύμφωνα με τον Θεοτοκά, αποτελείται από όλα εκείνα τα αόρατα και άυλα στοιχεία, που κληρονομημένα από το παρελθόν, ενυπάρχουν στο κάθε μέλος του έθνους. Έτσι, υπογραμμίζει ο Θεοτοκάς, η υγιής και ολοκληρωμένη εθνική συνείδηση "δε συνταυτίζεται αναγκαστικά με τον τυφλό, φανατικό και σχολαστικό εθνικισμό, που καταδικάζει κάθε ισορροπημένος άνθρωπος, με τον αρρωστιάρικο εθνικισμό, που πρεσβεύει προκαταβολικά την ανόητη άρνηση και την έχθρα για καθετί που δεν είναι εθνικό"38

Αφού λοιπόν διαφοροποιείται τόσο από τον κομμουνισμό όσο και από τον "φανατικό και σχολαστικό εθνικισμό", ο Θεοτοκάς τονίζει στη συνέχεια, ότι ο αφηρημένος και "έντονα πνευματικός εθνισμός" που ο ίδιος προτείνει, όχι μόνο είναι η καλύτερη επιλογή αλλά αποτελεί και τον καλύτερο τρόπο επικοινωνίας με την ανθρωπότητα. Αν κανείς ξεριζώσει από μέσα του την ιδέα του έθνους μένει ανερμάτιστος και χαμένος, εξηγεί ο Θεοτοκάς. Συμπερασματικά λοιπόν, τα έθνη είναι απαραίτητα γιατί μέσα από την παράλληλη και ταυτόχρονη ανάπτυξη τους, μέσα από τη φιλοδοξία κάθε έθνους να προσφέρει στα άλλα ένα ιδανικό πρότυπο πνευματικής και πολιτικής ζωής, προκύπτει ένας πολιτισμός με αξία οικουμενική.

Με αφετηρία τις παραπάνω διαπιστώσεις, ο Θεοτοκάς εμφανίζεται να απορρίπτει τα κοινωνικά ιδεώδη τόσο του κομμουνισμού όσο και του καπιταλισμού και υποστηρίζει ότι αυτό που θα λυτρώσει την κοινωνία από τη σύγχυση είναι ένας "νέος ουμανισμός" στηριγμένος στην οικονομική αλληλεγγύη των τάξεων και των εθνών. Αν τελικά η Ευρώπη ξεπεράσει τις δυσκολίες της, τονίζει ο Θεοτοκάς, πιστεύοντας στην αξία του ανθρώπου και στα ιδανικά του ουμανισμού, θα ανακαλύψει ξανά την Ελλάδα.

"Και τότες ο νέος Ελληνισμός, που δεν πρόφτασε ακόμα να αποχτήσει μια καθαρή συνείδηση του εαυτού του, που βρίσκεται όμως πιο κοντά από κάθε άλλο έθνος στις παραδόσεις του ελληνικού πνεύματος και τις συνεχίζει ορμέμφυτα και θολά  -  ο νέος Ελληνισμός θα πρέπει επιτέλους να πεί το λόγο του"39.


1. Χρησιμοποιούμε τον όρο "εθνικισμός" με βάση τον ορισμό που έχει διατυπωθεί από τον Ernest Gellner, σύμφωνα με τον οποίο "ο εθνικισμός είναι πρώτα πρώτα μια πολιτική αρχή, η οποία υποστηρίζει την εναρμόνιση της πολιτικής και της εθνικής οντότητας". Βλ. σχετ. Ernest Gellner, Nations and Nationalism, μετάφραση Διόρα Λαφαζάνη, Αθήνα 1992, σ. 13. Τον ορισμό αυτό αποδέχονται και ορισμένοι από τους σημαντικότερους μελετητές του εθνικιστικού φαινομένου. Βλ. σχετ. E.J. Hobsbawm, Nations and Nationalism since 1780, London 1990, μετάφραση Χρυς. Νάντρις, Αθήνα 1994, σ. 22 καθώς και John Breuilly, Nationalism and the State, Manchester 1982, σ. 3.
2. To γεγονός ότι "τα έθνη και τα φαινόμενα που σχετίζονται μ' αυτά. .. είναι. .. δυαδικά φαινόμενα, που κατασκευάζονται ουσιαστικά άνωθεν, αλλά τα οποία δεν μπορούν να κατανοηθούν παρά μόνο εάν αναλυθούν εκ των κάτω" έχει επισημανθεί από τους μελετητές του εθνικισμού. Βλ. σχετ. E.J. Hobsbawm, ο.π., σς. 2324 (απ' όπου και το παραπάνω απόσπασμα). Τα φαινόμενα απουσίας ή και υποτίμησης της διάκρισης μεταξύ εθνικής θεωρίας και εθνικού φρονήματος έχουν επισημανθεί πρόσφατα και στο πλαίσιο της ελληνικής βιβλιογραφίας του εθνικισμού. Βλ. σχετ. Παντελής Ε. Λέκκας, Η συγκρότηση της εθνικιστικής ιδεολογίας  -  εθνική θεωρία και εθνικό φρόνημα, στον τόμο των πρακτικών του επιστημονικού συμποσίου με θέμα Έθνος  -  Κράτος  - Εθνικισμός (21 και 22 Ιανουαρίου 1994) που οργανώθηκε από την Εταιρεία Σπουόών Νεβελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα 1995. σς. 233252. Στο πλαίσιο του άρθρου ο συγγραφέας επισημαίνει παραδείγματα παράλειψης της διάκρισης μεταξύ εθνικού φρονήματος και εθνικής θεωρίας ακόμα και στο έργο ορισμένων από τους πλέον οξυδερκείς μελετητές του εθνικιστικού φαινομένου.
3. Μια ολοκληρωμένη παρουσίαση των θεωριών για την ανάδειξη του έθνους γίνεται από τον Anthony Smith στο έργο Theories of Nationalism, London 1983. Για μια σύντομη αλλά συστηματική βιβλιογραφική προσέγγιση του φαινομένου της εθνικής ιδεολογίας και ταυτότητας, της δημιουργίας έθνους κράτους και του εθνικισμού, βλ. σχετ. Stuart Woolf, Ο εθνικισμός στην Ευρώπη, πρόλογος Α. Αιακός, μετάφραση Έφη Γαζή, θεμέλιο, Αθήνα 1995. Στο έργο αυτό ο Woolf ασχολείται, ανάμεσα στα άλλα, και με την επιγραμματική παρουσίαση των απόψεων παλαιότερων και σύγχρονων μελετητών σχετικά με το φαινόμενο του εθνικισμού.
4. Είναι ενδεικτικές εδώ οι θέσεις τόσο του Gellner (E. Gellner, ο.π., σ. 106) που τονίζει ότι "τα έθνη γεννιούνται από τον εθνικισμό και όχι το αντίστροφο" όσο και του Anderson (Benedict Anderson, Imagined Communities. Reflections on the Origin and Spread of Nationalism, London 1983, αναθεωρημένη έκδοση 1991, σ. 4) που προσδιορίζει την εθνικότητα, το έθνος όπως και τον εθνικισμό ως ιδιαίτερης τάξεως πολιτισμικές "κατασκευές" (artefacts). Στο ίδιο κλίμα κινείται και ο Kedourie (Elie Kedourie, Nationalism (τέταρτη έκδοση), Oxford 1993, σ. 141) όταν τονίζει ότι "είναι, αληθέστερο να πούμε ότι η εθνική ταυτότητα είναι δημιούργημα μιας εθνικιστικής θεωρίας παρά ότι Ι η εθνικιστική θεωρία είναι η εκδήλωση και η έκφραση μιας εθνικής ταυτότητας". Επίσης βλ. σχετ. Ι E.J. Hobsbawm, ο.π., σς. 2223, Παντελής Ε. Λέκκας, Η εθνικιστική ιδεολογία. Πέντε υποθέσεις ερ\ γασίας στην ιστορική κοινωνιολογία, Αθήνα 1992 καθώς και Ετιέν Μπαλιμπάρ  -  Ιμμανουέλ] Βαλλερστάιν, Φυλή, έθνος, τάξη, οι διφορούμενες ταυτότητες, μετάφραση Α. Ελεφάντης και E.J Καλαφάτη, Αθήνα 1991.
5. Βλ. Π.Ε. Λέκκας, Η συγκρότηση. .., ο.π., σς. 235236.
6. Βλ. Π.Ε. Λέκκας, Η συγκρότηση. .., ο.π., σ. 236.
7. Βλ. Π.Ε. Λέκκας, Η συγκρότηση. .., ο.π., σ. 237.
8. Βλ. Π.Ε. Λέκκας, Η συγκρότηση. .., ο.π., σ. 238.
9. Ο όρος "κυρίαρχη ιδεολογία" (Dominant Ideology) χρησιμοποιείται για να δηλώσει το σύστημα ιδεών που έχει επιβληθεί μέσα από την ιστορική εξέλιξη των αντικειμενικών συνθηκών και την ταξική διάρθρωση της κοινωνίας. Ο όρος δηλώνει την ιδεολογία των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων ή τάξεων που επιβάλλεται στις κυριαρχούμενες ομάδες ή τάξεις μέσα από ποικίλους μηχανισμούς. Με την έννοια αυτή "η κυρίαρχη ιδεολογία συγκεκριμένα αποτελεί μια βασική εξουσία της κυρίαρχης τάξης" η οποία λειτουργεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε "θεμιτοποιεί τη βία και συμβάλλει στην οργάνωση μιας συναίνεσης ορισμένων δυναστευόμενων τάξεων και μερίδων τάξεων προς την πολιτική εξουσία" (Νίκος Α. Πουλαντζάς, Το Κράτος, η Εξουσία, ο Σοσιαλισμός, β1έκδοση, Αθήνα 1984, σς. 3940).
10. Η μέχρι τώρα έρευνα του εθνικιστικού φαινομένου έχει υπογραμμίσει τη δυνατότητα που διαθέτει ο εθνικισμός να συγκροτεί μια συλλογική και ταυτοχρόνως ατομική ταυτότητα, την εθνική εθνικιστική, δηλαδή, ταυτότητα η οποία μπορεί να αποβαίνει υπέρτερη ως προς όλες τις άλλες συλλογικές ή ατομικές ταυτότητες. Βλ. σχετ. Hans Kohn, "Nationalism" στην International Encyclopedia of the Social Sciences, τομ. 11, σελ. 6369 και ειδικότερα σ. 63. Η ικανότητα αυτή του εθνικισμού αυξάνεται πολλαπλώς από τη στιγμή που συνδέεται με το εθνικό κράτος, γίνεται δηλαδή κρατική ιδεολογία. Καθώς το εθνικό κράτος ολοκληρώνει τη διαδικασία εσωτερικής ειρήνευσης και ασχολείται με τη διατήρηση της (Anthony Giddens, The Nation State and Violence, London 1985, σ. 181) εκδηλώνεται και "η (μοναδική ίσως) σταθερή φροντίδα των απανταχού 'κρατικών εθνικισμών' να καλλιεργούν και να ενδυναμώνουν την ομοιογένεια του έθνους, ή τουλάχιστον του τμήματος εκείνου του εθνικού σώματος που βρίσκεται μέσα στα όρια του εθνικού κράτους" (Παντελής Ε. Λέκκας, Η εθνικιστική ιδεολογία. Πέντε υποθέσεις εργασίας στην ιστορική κοινωνιολογία, Ε.Μ.Ν.Ε. -  Μνήμων 1992, σ. 116). Το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα είναι, μέσα από την ηθική και πολιτική πειθάρχηση, η υποχώρηση όλων των επιμέρους ατομικών ή συλλογικών ταυτοτήτων και η ανάδειξη της εθνικής σε κυρίαρχη ταυτότητα. Αυτό σημαίνει ότι μια από τις σταθερές φροντίδες του εθνικισμού είναι το μέλος του έθνους να αισθάνεται και να συμπεριφέρεται πρώτα απ' όλα σαν Γερμανός, Έλληνας ή Αγγλος και στη συνέχεια σαν άνεργος ή εργαζόμενος, φτωχός ή πλούσιος, αριστερός ή δεξιός.
ί ι. Στο πλαίσιο των νέων προτεραιοτήτων που τίθενται για την εθνική ολοκλήρωση μετά το 1922 ο Βενιζελισμός θα πάρει ανενδοίαστα την ευθύνη για την ανταλλαγή των πληθυσμών, αναγκαία προϋπόθεση για την επίτευξη εθνικής ομοιογένειας, θα πραγματοποιήσει, σε αποφασιστικό βαθμό, το έργο αποκατάστασης των προσφύγων και ενσωμάτωσης τους στο ελληνικό κράτος, θα επιδιώξει συστηματικά την αφομοίωση ή την εξουδετέρωση ξένων μειονοτήτων που αποτελούσαν ενδεχόμενη απειλή για την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα του ελληνικού κράτους και τέλος, με την οικονομική του ιδίως πολιτική, αλλά και με το γενικότερο πρόγραμμα του θα εξακολουθήσει να αποτελεί τον κυριότερο φορέα ενσωμάτωσης των λαϊκών τάξεων στο εθνικό κράτος. Για τη συνάρθρωση του βενιζελικού σχεδίου αστικού εκσυγχρονισμού με τις προτεραιότητες της εθνικής ομογενοποίησης μετά το 1922, βλ. σχετ. George Th. Mavrogordatos, Stillborn Republic, Social Coalitions and Party Strategies in Greece, 19221936, Berkeley, 1983 καθώς και του ίδιου, Ο Διχασμός ως κρίση Εθνικής Ολοκλήρωσης στον συλλογικό τόμο Δ.Γ. Τσαούσης (επιμ.), Ελληνισμός Ελληνικότητα. Ιδεολογικοί και Βιωματικοί Άξονες της Νεοελληνικής Κοινωνίας, Αθήνα 1983, σς. 6980 και Βενιζελισμός και αστικός εκσυγχρονισμός στον συλλογικό τόμο Γ.θ. Μαυρογορδάτος  - Χ. Χατζηιωσήφ (επιμ. Βενιζελισμός και αστικός εκσυχρονισμός, β' έκδοση, Ηράκλειο 1992, σς. 919. Επίσης, σύμφωνα με την προσέγγιση του θ. Σακελλαρόπουλου, ο Βενιζελισμός ήταν εκείνη η πολιτική δύναμη που ολοκλήρωσε, κατά τη δεκαετία του 1920, τις θεσμικές αλλαγές αστικού τύπου στον ελληνικό χώρο (Θεόδωρος Δ. Σακελλαρόπουλος, θεσμικός μετασχηματισμός και οικονομική ανάπτυξη. Κράτος και Οικονομία στην Ελλάδα, 18301922, Αθήνα 1991, σς. 345361 και ειδικότερα σ. 351).
12. Η αναφορά στη "δημιουργίαν ενός κράτους συγχρονισμένου" επαναλαμβάνεται διαρκώς και κατέχει πρωταγωνιστική θέση στα άρθρα και τους λόγους του Βενιζέλου αυτής της περιόδου. Βλ. ενδεικτικά, προεκλογικός λόγος στη Θεσσαλονίκη, 22 Ιουλίου 1928, (δημοσίευση στην εφημ. Πρωία 23 Ιουλίου 1928), "Πως θα λυθή το ελληνικόν πρόβλημα", περ. Εργασία, 11 Ιανουαρίου 1930, σ. 3, "Ειρήνη, Υλισμός και Δημοκρατία", περ. Εργασία, 1 Μαρτίου 1930, πανηγυρικός λόγος για τη διετία διακυβέρνησης του κόμματος των Φιλελευθέρων (δημοσίευση στην εφημ. Πρωία, 28 Σεπτεμβρίου 1930), πανηγυρικός λόγος στα πλαίσια των "εορτών της εκατονταετηρίδας της εθνικής παλιγγενεσίας", Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, 1930, σς. 5869 καθώς και δημοσίευση στην εφημ. Ελεύθερον Βήμα, 13 Οκτωβρίου 1930.
13. Λόγος στους κατοίκους των Καλαβρύτων. 28 Μαΐου 1930 δημοσιευμένος στην ecf. Ελεύθερον Βήμα.
14. περ. Νέα Πολιτική, αρ. 12, 1 Ιουνίου 1923.
15. περ. Νέα Πολιτική, αρ. 13, 15 Ιουλίου 1923.
16. Βλ. σχετ. εφημ. Ταχυδρόμος  -  Εσπερινή, 13 Οκτωβρίου 1930 και εφημ. Βραδυνή, 13 Οκτωβρίου 1930.
17.. Υλισμός και Ιδεολογία, εφημ. Η Πρωία, 16 Μαΐου 1930.
18.. Ν. Βεντήρης, Ενώ επέρχεται η καταιγίς, περ. Πειθαρχία II, 1, 19 Οκτωβρίου 1930.
Περισσότερο ή λιγότερο οξεία κριτική ασκείται εναντίον της βενιζελικής πολιτικής και σε μια σειρά άλλα άρθρα που δημοσιεύονται στο περιοδικό Πειθαρχία (Για το περιοδικό Πειθαρχία και τους πολιτικούς του προσανατολισμούς βλ. Χρήστος Χατζηιωσήφ, Η βενιζελογενής αντιπολίτευση στο Βενιζέλο και η πολιτική ανασύνταξη του αστισμού στο Μεσοπόλεμο στον συλλογικό τόμο Γ.θ. Μαυρογορόάτος  -  Χ. Χατζηιωσήφ (επιμ.), Βενιζελισμός και. .., σς. 439458 και ιδιαίτερα σς. 450453). Βλ. σχετ. Φ. Δραγούμης, Η μεγάλη ιδέα και η διάδοχος της, Πειθαρχία Ι, 32, 25 Μαίου 1930, Γ. Λύχνος, Εις αναζήτησιν του χαμένου ιδανικού. Πειθαρχία II, 1, 19 Οκτωβρίου 1930 και Ν. Βεντήρης, Το ταξίδιον του κ. Βενιζέλου, Πειθαρχία II, 2, 26 Οκτωβρίου 1930.
19.. Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής, Συνεδρίασις 22α, 20 Δεκεμβρίου 1930, σ. 457505.
20.. Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής, ο.π., σ. 474.
21.. Ως "ιδιώνυμο" έμεινε γνωστός νόμος που ψηφίστηκε στα 1929 και ουσιαστικά απαγόρευε με ποινή φυλάκισης τη δραστηριότητα για τη διάδοση των κομμουνιστικών ώεών. Αναλυτικά, βλ., Ν. Αλιβιζάτος, Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση, 19221974. Όψεις της ελληνικής εμπειρίας, Αθήνα 1983, σ. 350, Γ. Κατηφόρης, Η νομοθεσία των βαρβάρων, Αθήνα 1975, σ. 69 κ.ε και Ρ. Κούνδουρος, Η ασφάλεια του καθεστώτος. Πολιτικοί κρατούμενοι, εκτοπίσεις και τάξεις στην Ελλάδα, 19241974, Αθήνα 1978, σ. 78 κ.ε..
22.. Όπως χαρακτηριστικά τονίζει ο Άγγελος Ελεφάντης "οι επίσημοι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους, Σχολείο, Πανεπιστήμιο, Τύπος, Εκκλησία, ακολουθούν απαρέγκλιτα την ακόλουθη γραμμή πλεύσης: αντικομμουνισμός εθνικισμός ελληνοκεντρισμός γλωσσικός συντηρητισμός εκπαιδευτικός σκοταδισμός. Είναι τα μεγάλα ιδεολογήματα με τα οποία θα προσπαθήσουν να πειθαρχήσουν το κοινωνικό σύνολο και να γιατρέψουν την τραυματισμένη έννοια του υπερβατικού έθνους" στο Α. Ελεφάντης, Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης, (α' έκδοση Αθήνα 1976), β' έκδοση Αθήνα 1979, σς. 347348.
23.. Ενδεικτικά και μόνο για τις αντιδράσεις των συντηρητικών κύκλων στη δημοσίευση του βιβλίου του Γ. Κορδάτου, Η κοινωνική σημασία της ελληνικής επαναστάσεως τον 1821, καθώς και για τη σύνδεση του βιβλίου με την επιχειρούμενη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση βλ., Χαρ. Νούτσος, Ιστορία της εκπαίδευσης και Ιδεολογία. 'Οψεις τον Μεσοπολέμου, Αθήνα 1990, σς. 6495 και Ζωή Σπανάκου, "Η ελληνική εθνική ιδεολογία στο Μεσοπόλεμο. 'Οψεις διαμόρφωσης", Σεμινάριο 17 της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων με θέμα Εθνική συνείδηση και ιστορική παιδεία, Αθήνα 1994, σς. 5658.
24.. Η σχετική απόφαση δημοσιεύτηκε στην εφημ. Ριζοσπάστης στις 5 και 6 Φεβρουαρίου του 1925.
25.. Αρθρα που εκφράζουν τέτοιου είδους αντιλήψεις συναντώνται συχνά στις εφημερίδες Εμπρός και Σκριπ καθώς και στο περιοδικό Πειθαρχία.
26.. Τα άρθρα του Δελμούζου δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Δημοκρατία και λίγο αργότερα συμπεριλήφθηκαν σε βιβλίο με τίτλο Μαράσλειο και ζωή, Αθήνα 1925. Τα άρθρα του Πουλιόπουλου με τίτλο "Εθνικισμός και αγριανθρωπισμός, παρατηρήσεις απ' αφορμή του άρθρου του κ. Α. Δελμούζου, Εθνισμός και ανθρωπισμός, Δημοκρατία 9 Ιουνίου 1925", δημοσιεύτηκαν στο Ριζοσπάστη στις 21, 23 και 24 Ιουνίου 1925. Για μια αναλυτικότερη παρουσίαση αυτής της συζήτησης βλ., Χαρ. Νούτσος, ο.π., σς. 179192 καθώς και Ζωή Σπανάκου, ο.π., σς. 5365.
27.. Αλ. Παπαναστασίου, "Ο Εθνικισμός", Επιθεώρησις Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Σεπτ. -  Δεκ. 1916 (αναδημοσίευση εκδ. Δημιουργία, Αθήνα 1992), σς. 445.
28.. Γ. Κορδάτος, "Βιβλίο και κριτική. Δημοτικισμός και Παιδεία, Δελμούζος", περ. Ερμής, 4, 1 Μαρτίου 1927, σς. 132136.
29.. Κ. Βάρναλης, "Νεοελληνική πραγματικότητα και μαγεία", περ. Αναγέννηση, τεύχ. 7, Μάρτης 1927, σς. 388398.
30.. Αλ. Δελμούζος, Δημοτικισμός και Παιδεία, Αθήνα 1926, σελ. 167.
31.. Η απόπειρα να μετατραπεί το ταξικό σε "εθνικό" χαρακτηρίζει πολύ συχνά τις προσπάθειες των λειτουργών της κυρίαρχης ιδεολογίας κατά το Μεσοπόλεμο. Τίθενται έτσι τα θεμέλια για να αναδυθεί και να επιβληθεί ο αντικομμουνισμός ως κυρίαρχη συνιστώσα της επίσημης, κρατικής ιδεολογίας. Σχετικά βλ., Α.Ελεφάντης, ο.π., σς. 328358 καθώς και Γ. Κατηφόρης, ο.π., σ. 72 κ.ε. Από την πρόσφατη βιβλιογραφία βλ. σχετ. Ζωή Σπανάκου, ο.π., σς. 5365. Για την προσπάθεια που γίνεται στις περισσότερες αντικομμουνιστικές νομοθεσίες και κυβερνητικές πρακτικές της Ευρώπης του Μεσοπολέμου να κατοχυρωθεί νομοθετικά η μετατροπή του κοινωνικού  -  ταξικού σε "εθνικό" βλ., Νίκος Αλιβιζάτος, ο.π., σς. 391399.
32.. Για μια συνολική παρουσίαση βλ. σχετ. Mario Vitti, Η γενιά τον Τριάντα  -  Ιδεολογία και μορφή, Αθήνα 1977 καθώς και Δημήτρης Τζιόβας, Οι μεταμορφώσεις τον εθνισμού και το ιδεολόγημα της ελληνικότητας στο μεσοπόλεμο, Αθήνα 1989. Μια διερεύνηση των πηγών της ιδεολογίας της γενιάς του '30 στο Αντώνης Λιάκος, Ζητούμενα ιδεολογίας της Γενιάς του '30, θεωρία και Κοινωνία, χρόνος 1ος, τεύχος 3ο, Δεκέμβριος 1990, σς. 722.
33.. Γ. Θεοτοκάς, Ελεύθερο Πνεύμα, επιμ. Κ.θ. Δημαράς, Αθήνα 1973, σ. 27.
34.. Ανδ. Καραντώνης, "Το Ελεύθερο Πνεύμα του Γ. Θεοτοκά", βιβλιοκριτική στο περιοδικό Ελληνική Επιθεώρησις, 1929.
35.. Π. Κανελλόπουλος, Η κοινωνία της εποχής μας, Αθήνα 1932, σ. 85.
36.. Σχετικά βλ., Α. Λιάκος, ο.π., σ. 1416.
37.. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η διαμάχη του Δημήτρη Γληνού με τον Κωνσταντίνο Τσάτσο (Δημήτρης Γληνός, "Πνευματικές μορφές της αντίδρασης", περ. Νέοι Πρωτοπόροι, φύλλα 10, 11, 12, Σεπτέμβρης, Οκτώβρης, Νοέμβρης  -  Δεκέμβρης 1932, σς. 349351, 398400, 424426 καθώς και φύλλα 1, 2, Γενάρης, Φλεβάρης 1933, σς. 58, 4953, η απάντηση του Κ. Τσάτσου, "Η θέση της ιδεοκρατίας στον κοινωνικό αγώνα", περ. Ιδέα, τ. Ι, αρ. 6 (Ιούνιος 1933), σς. 360366 και ανταπάντηση του Δ. Γληνού, "Απάντηση σε θεληματικές απορίες", περ. Νέοι Πρωτοπόροι, φύλλο 34, Μάρτης  -  Απρίλης 1933, σς. 106  -  107 καθώς και "Ο φασιστικός ιδεαλισμός στην Ελλάδα", περ. Νέοι Πρωτοπόροι, φύλλο 7, Ιούλης 1933, σς. 213215.). Εκεί ο Τσάτσος, απαντώντας στις θέσεις του Γληνού που θεωρούσε τον ιδεαλισμό μια από τις "πνευματικές μορφές της αντίδρασης", υποστηρίζει πως "οι καθαροί ίδεοκράτες απεναντίας αποκλείεται να επικροτήσουν το κεφαλαιοκρατικό καθεστώς" και πως "η θεωρία της ιδεοκρατίας είναι ασυμβίβαστη με την κοινωνική αδικία του κεφαλαίου". "Ο ιδεοκράτης" ισχυρίζεται ο Τσάτσος, "περισσότερο από κάθε άλλον, στηριγμένος στα πορίσματα της ηθικής του θεωρίας, έχει για ιδανικό την απόλυτην υλικήν ισότητα της 'αταξικής' ενότητας των ανθρώπων". "Τίποτε δεν αντιτίθεται τόσο στη σύγχρονη κεφαλαιοκρατούμενη κοινωνία", καταλήγει ο Τσάτσος, "όσο η ιδεοκρατική 'περί πολιτείας' ιδέα". Ο Γληνός, στην ανταπάντηση του, αφού αμφισβητεί την ειλικρίνεια του αντικαπιταλισμού του Τσάτσου, τον χαρακτηρίζει "εθνικιστή αλά Μουσολίνι" και "αντικεφαλαιοκράτη αλά Χίτλερ".
38.. Γ. Θεοτοκάς, Εμπρός στο κοινωνικό πρόβλημα, Αθήνα 1932, σ. 40.
39.. Γ. Θεοτοκάς, ο.π., σ. 59.

Via