Ο μισθός που μας καθορίστηκε είναι μισθός πείνας. [...] Ελπίζουμε πως οι αρμόδιοι δε θα μας αναγκάσουν να φτάσουμε στα άκρα
Λαοκρατία, όργανο του ΕΑΜ των υπαλλήλων Εθνικής Τράπεζας, 25.11.1944
O,τι κι αν ισχυρίζεται το δημοφιλές σύνθημα, η ελληνική Αριστερά δεν
ανέλαβε για πρώτη φορά την ευθύνη διακυβέρνησης της χώρας στις 26
Ιανουαρίου 2015.
Ακόμη κι αν παρακάμψουμε το ΠΑΣΟΚ του 1981, που δήλωνε κι αυτό τότε
100% αριστερό, γεγονός αναμφισβήτητο είναι πως ένα μεγάλο τμήμα της
ελλαδικής επικράτειας γνώρισε κάποια μορφή αριστερής εξουσίας, έστω και
με τη μορφή μιας σύντομης παρένθεσης, ήδη από το πρώτο μισό της
δεκαετίας του 1940.
Με αξιοσημείωτες διαφορές από τόπο σε τόπο, η «παρένθεση» αυτή
εγκαινιάστηκε στα μέσα του 1943 με τη συγκρότηση των πρώτων μορφών
ΕΑΜικής αυτοδιοίκησης στην Ελεύθερη Ελλάδα κι έκλεισε την άνοιξη του
1945, όταν οι τελευταίοι θύλακες της «λαοκρατίας» παραδόθηκαν στο κράτος
των εθνικοφρόνων βάσει της συμφωνίας της Βάρκιζας.
Η ιστοριογραφική διαχείριση αυτής της εμπειρίας υπήρξε μέχρι πρόσφατα
εξαιρετικά φτωχή. Η αριστερή βιβλιογραφία περιορίστηκε κατά κανόνα σε
υμνητικές αλλά επιδερμικές αναφορές στο ίδιο το γεγονός της συγκρότησης
εναλλακτικών κρατικών θεσμών από το αντάρτικο, δίχως κάποια ιδιαίτερη
προσπάθεια βαθύτερης ανάλυσης αυτών των τελευταίων· οι λιγοστές
εξαιρέσεις, όπως τα βιβλία του Δημητρίου Ζέππου για τη Λαϊκή Δικαιοσύνη
(1945), του Χάρη Σακελλαρίου για την εκπαίδευση (1984) και του Χρήστου
Τυροβούζη για την αυτοδιοίκηση (1991), κάλυψαν επιμέρους μόνο πτυχές των
επίμαχων κρατικών λειτουργιών.
Η αντικομμουνιστική ιστοριογραφία, από την άλλη, τόσο η παραδοσιακή
όσο και η πρόσφατη αναβίωσή της, ασχολήθηκε αποκλειστικά και μόνο με τις
κατασταλτικές πρακτικές του ΕΑΜικού κράτους, αρνούμενη ταυτόχρονα -στις
παλαιότερες ιδίως εκδοχές της- να αναγνωρίσει στο εμπόλεμο αντιστασιακό
κίνημα οποιαδήποτε θεσμική υπόσταση.
Ακόμη μικρότερο ενδιαφέρον προσέλκυαν μέχρι πρόσφατα τα πεπραγμένα
της δίμηνης κυβέρνησης εθνικής ενότητας του 1944 στον οικονομικό και τον
κοινωνικό τομέα, την ευθύνη των οποίων είχαν αναλάβει έξι υπουργοί και
υφυπουργοί προερχόμενοι από το ΕΑΜ και το ΚΚΕ.
Κι όμως, είναι προφανές πως η αποτίμηση αυτής της «πρώτης φοράς
Αριστερά», ως βραχύβιας κυβερνητικής πρακτικής κι όχι μονάχα ως
ηττημένης επαναστατικής απόπειρας, αποδεικνύεται εξαιρετικά διδακτική
για τη συλλογιστική, τις πρακτικές και τα αντικειμενικά όρια ενός
στοιχειώδους φιλολαϊκού μετασχηματισμού σε συνθήκες εκτεταμένης
προλεταριοποίησης, κοινωνικής πόλωσης κι αποδιάρθρωσης των παραδοσιακών
πολιτικών εκπροσωπήσεων.
Από τη λαοκρατία...
Το κενό αυτό έρχονται να καλύψουν δύο εξαιρετικά βιβλία που εκδόθηκαν την τελευταία διετία και παρουσιάζονται σήμερα εδώ: «Η Ελεύθερη Ελλάδα» του Γιάννη Σκαλιδάκη (Αθήνα 2014, εκδ. Ασίνη) και «Η αδύνατη ταξική ανακωχή» του Δημήτρη Μαριόλη (Αθήνα 2015, εκδ. ΚΨΜ).
Επανεπεξεργασμένη μορφή διδακτορικής διατριβής το πρώτο και εισήγησης
σε επιστημονικό συνέδριο το δεύτερο, τα έργα αυτά προσθέτουν μια σειρά
κρίσιμες ψηφίδες στην εικόνα μας για τις εξελίξεις της εποχής,
προσφέροντας πρωτότυπα ερμηνευτικά κλειδιά για την κατανόηση τόσο του
έπους της δημιουργίας μιας Ελεύθερης Ελλάδας εν μέσω ναζιστικής κατοχής
όσο και της τελικής συντριβής του ΕΑΜικού κινήματος.
Οπως άλλωστε επισημαίνουν και οι δύο συγγραφείς στα εισαγωγικά
κείμενά τους, τα ερωτήματα που έθεσαν στο υλικό τους δεν ήταν καθόλου
άσχετα με την εποχή που ζούμε και τους προβληματισμούς που αυτή γεννά.
Το βιβλίο του Σκαλιδάκη συμπληρώνει και προεκτείνει την καινοτόμο προσέγγιση που εισήγαγε προ εικοσαετίας ο Γιώργος Μαργαρίτης («Από την ήττα στην εξέγερση»,
Αθήνα 1993), εντοπίζοντας την κοινωνική γείωση του αντάρτικου στην
ένοπλη προστασία της αγροτικής παραγωγής και των άτυπων δικτύων
εμπορευματοποίησής της από τις αρπακτικές διαθέσεις των κατακτητών και
των δωσιλογικών κυβερνήσεων.
Μετά την ουσιαστική διχοτόμηση της χώρας σε δύο διακριτούς
οικονομικοπολιτικούς χώρους, με τις πόλεις και την άμεση ενδοχώρα τους
να στηρίζεται όλο και περισσότερο στη διεθνή επισιτιστική βοήθεια σε
αντίθεση με (ή και αντιπαλότητα προς) την αυτονομημένη ελεύθερη ύπαιθρο,
η οργανωτική συγκρότηση της τελευταίας σε αυτοτελή κρατική οντότητα -με
δική της κυβέρνηση, διοικητικό μηχανισμό, φορολογία κι εσωτερικό
δανεισμό- επήλθε ως αναπόδραστη φυσική εξέλιξη.
Η ισορροπία αυτή καθόρισε, ωστόσο, σε μεγάλο βαθμό και την τελική
έκβαση της αναμέτρησης, μετά την απελευθέρωση: οικονομία οργανωμένη στα
όρια της αυτάρκειας και της (δύσκολης) επιβίωσης, η Ελεύθερη Ελλάδα
αδυνατούσε εκ των πραγμάτων να απορροφήσει βιώσιμα τα αστικά κέντρα, τα
εξαρτημένα από την εισαγωγή τροφίμων, δίχως ξένη επισιτιστική βοήθεια. Η
συνειδητοποίηση αυτής της αδήριτης αναγκαιότητας, κι όχι η αδυναμία
τους να διαγνώσουν τις εχθρικές προθέσεις των Βρετανών και της εξόριστης
βασιλικής κυβέρνησης, ήταν αυτή που επέβαλε στην ΕΑΜική και
κομμουνιστική ηγεσία την αποδοχή ενός λεόντειου συμβιβασμού με τα γνωστά
σε όλους μας αποτελέσματα.
Χωρίς να εξαντλεί το ζήτημα, εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η
σκιαγράφηση από τον Σκαλιδάκη της αναδιανεμητικής λειτουργίας των
κρατικών μηχανισμών της Ελεύθερης Ελλάδας, με τη μεταφορά πόρων (κυρίως
τροφίμων) από τις πλουσιότερες περιοχές στα φτωχότερα ορεινά και στις
«πυρόπληκτες» ζώνες των γερμανικών αντιποίνων.
Μολονότι το σκεπτικό που επέβαλε αυτό το μέτρο υπήρξε πρωτίστως η
ανάγκη αποτροπής μιας επικείμενης ανθρωπιστικής καταστροφής, οι
επιπτώσεις του στη διαμόρφωση, την παγίωση ή την αναδιάταξη των
αντίπαλων στρατοπέδων είναι κάτι που μένει να μελετηθεί.
...στο «μνημόνιο» του Σκόμπι
Το βιβλίο του Δημήτρη Μαριόλη πιάνει το νήμα ακριβώς εκεί όπου το
αφήνει η αφήγηση του Σκαλιδάκη: τον σχηματισμό της κυβέρνησης εθνικής
ενότητας και την αναζήτηση από το ΕΑΜ και το ΚΚΕ μιας αμοιβαία επωφελούς
συμβιβαστικής ισορροπίας, που θα επέτρεπε την επανεκκίνηση της
ελληνικής οικονομίας με βάση ένα κεϊνσιανό πρόγραμμα τόνωσης της ζήτησης
και στοιχειώδη αναδιανομή του πλούτου που δημιουργήθηκε στις συνθήκες
της ξένης κατοχής.
Ουσιαστικά πρόκειται για την αφήγηση της αποτυχίας αυτού του σχεδίου,
ως αποτελέσματος της συμμαχίας του βρετανικού παράγοντα με την
ηγεμονική εκείνη μερίδα της αστικής τάξης που, έχοντας ωφεληθεί πολλαπλά
από τις οικονομικές ευκαιρίες της Κατοχής κι έχοντας να χάσει πολλά από
μια παρόμοια διευθέτηση, έπαιξε αποφασιστικά το χαρτί της κοινωνικής
και πολιτικής όξυνσης, ωθώντας τα πράγματα στη δυναμική αναμέτρηση των
Δεκεμβριανών.
Κομβικό ρόλο σ’ αυτή την εξέλιξη διαδραμάτισε η ξένη ανθρωπιστική βοήθεια, η παροχή της οποίας δρομολογήθηκε «με
πολιτικά κριτήρια, θέτοντας ως προτεραιότητα όχι την οικονομική
ανασυγκρότηση της χώρας αλλά την αποδυνάμωση του ΕΑΜ και τη διαμόρφωση
ενός ηγεμονικού πολιτικού και κοινωνικού αντιεαμικού μπλοκ εξουσίας».
Οι Βρετανοί χρησιμοποίησαν το όπλο του επισιτισμού «εκβιάζοντας
ώστε να επιβάλλουν τις οικονομικές κατευθύνσεις που εκείνοι επιθυμούσαν
στους εαμικούς υπουργούς και να διαμορφώσουν ελεγχόμενα δίκτυα διανομής
αποκλείοντας τις εαμικές οργανώσεις και ανατρέποντας την πολιτική τους
ηγεμονία» (σ. 50).
Ως αντάλλαγμα γι’ αυτή τη βοήθεια, ο κεϊνσιανός διοικητής της
Τραπέζης της Ελλάδος Κυριάκος Βαρβαρέσος αντικαταστάθηκε από τον
μονεταριστή Ξενοφώντα Ζολώτα, εισηγητή μιας δέσμης μέτρων που
περιλάμβανε ισοσκελισμένο προϋπολογισμό, δραστικές αυξήσεις στις τιμές
των ειδών πρώτης ανάγκης που διανέμονταν μέσω της ξένης βοήθειας,
στήριξη στους έμμεσους φόρους, περιορισμό του αριθμού και μείωση των
αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων (σ. 34).
Παρά τις υποσχέσεις από επίσημα (βρετανικά) χείλη για «υγιή
οικονομίαν και υγιές νόμισμα μετά από μίαν σκληράν περίοδον δοκιμασιών»,
η «σκληρή» νέα δραχμή που λανσαρίστηκε στα μέσα Νοεμβρίου 1944 στάθηκε
ωστόσο πρακτικά αδύνατο να σταματήσει την εκτίναξη του πληθωρισμού σε
δυσθεώρητα ύψη και τη συνακόλουθη δραστική συρρίκνωση των ήδη
αποψιλωμένων λαϊκών εισοδημάτων (σ. 37).
Ταυτόχρονα, τα ΕΑΜικά νομοσχέδια για έκτακτη φορολογία των κατοχικών
επιχειρηματικών κερδών μπλοκαρίστηκαν από τους δεξιούς κυβερνητικούς
εταίρους (σ. 49).
Με τη βιομηχανική παραγωγή ουσιαστικά παραλυμένη με πρωτοβουλία των
εργοδοτών, εν αναμονή της εκκαθάρισης του πολιτικού τοπίου, οι
διαβεβαιώσεις των ΕΑΜικών υπουργών για τον «πατριωτισμό» των βιομηχάνων
επί Κατοχής έρχονταν όχι μόνο σε κραυγαλέα αντίθεση με το δημόσιο
αίσθημα αλλά και πολλαπλασίαζαν την αίσθηση του αδιεξόδου (σ. 42-43).
Καταλυτικά για την αποσύνθεση των κοινωνικών συμμαχιών του ΕΑΜ υπήρξε
επίσης η μετάβαση στο νέο νόμισμα: βάσει του Ν. 18/9.11.1944 για την
«οικονομική σταθεροποίηση», η αποπληρωμή των επιχειρηματικών χρεών προς
το Δημόσιο, οι τραπεζικές καταθέσεις και οι αποδόσεις ομολόγων του
Δημοσίου που ρυθμίστηκαν με βάση την ισοτιμία των κατοχικών
πληθωριστικών δραχμών κι όχι το προπολεμικό αγοραστικό ισοδύναμό τους.
Η ληξιαρχική αυτή πράξη οριστικοποίησης της καταστροφής χιλιάδων
μικροκαταθετών και ομολογιούχων από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο χρεώθηκε
πολιτικά στους ΕΑΜικούς υπουργούς, συμβάλλοντας στη μεταπήδηση μιας
μερίδας των μεσοστρωμάτων, αλλά και λαϊκών οικογενειών, προς την
αντικομμουνιστική Ακροδεξιά (σ. 36-37).
Τελικό αποτέλεσμα της δίμηνης «ταξικής ανακωχής» υπήρξε η διάρρηξη
της εσωτερικής συνοχής του ΕΑΜικού μπλοκ, καθώς η μεσαία τάξη
εξακολούθησε να υποστηρίζει την κυβέρνηση εθνικής ενότητας ενώ τα λαϊκά
στρώματα εκδήλωναν όλο και πιο ηχηρά τη δυσφορία τους για την πολιτική
της (σ. 56 κ.εξ).
Η πίεση αυτών των τελευταίων για αλλαγή πολιτικής δεν γινόταν μόνο
αισθητή στα ανώτερα κλιμάκια του ΚΚΕ αλλά, στις παραμονές των
Δεκεμβριανών, είχε αρχίσει να παίρνει και δυναμικότερες μορφές, με την
επαναλειτουργία κάποιων εργοστασίων κάτω από εργατικό έλεγχο.
Μείγμα εκρηκτικό, η πυροδότηση του οποίου έμελλε να προσδώσει στην
ένοπλη αναμέτρηση των επόμενων εβδομάδων τον χαρακτήρα ενός
απροσδόκητου, μη προσχεδιασμένου ξεκαθαρίσματος εκκρεμών λογαριασμών.