Τα τελευταία εβδομήντα χρόνια
πολλά γράφτηκαν για να σκιαγραφήσουν τα γεγονότα της ματωμένης Κυριακής
3ης του Δεκέμβρη 1944 και των όσων ακολούθησαν. Ολες οι πλευρές που
πήραν μέρος στο δράμα κατέθεσαν τη δική τους αλήθεια για τα γεγονότα.
Ολες; Οχι ακριβώς. Δεν έχει γίνει γνωστή η βρετανική οπτική των γεγονότων. Δεν εννοούμε βέβαια την επίσημη βρετανική θέση –αυτή ειπώθηκε και με το παραπάνω– αλλά την άποψη των στρατιωτών που βίωσαν στην Αθήνα τα γεγονότα του ματωμένου Δεκέμβρη. Ενας από αυτούς, ο σαραντάχρονος τότε Κόλιν Ράιτ, αποτύπωσε στην αλληλογραφία με την οικογένειά του τις εντυπώσεις της οκτάμηνης περίπου παρουσίας του στην Ελλάδα από τον Οκτώβρη του ’44 μέχρι τον Ιούνη του ’45. Λίγο αργότερα, το 1946, οι επιστολές αυτές εκδόθηκαν στο Λονδίνο από τους «LAWRENCE & WISHART».
Το βιβλίο έχει τίτλο «British soldier in Greece» («Βρετανός στρατιώτης στην Ελλάδα»). Ξεφυλλίζοντάς το, ο αναγνώστης παρακολουθεί όλες τις μεταπτώσεις στη συμπεριφορά ενός στρατιωτικού που κλήθηκε να πολεμήσει τον φασισμό και, μέρα με τη μέρα στην Αθήνα, ανακαλύπτει πως αυτός και οι σύντροφοί του γίνονται κομμάτι ενός μηχανισμού καταπίεσης που καθόλου δεν διαφέρει από εκείνο των ναζί.
Από τις πρώτες μέρες της άφιξής του, στα μέσα Οκτώβρη, ο Ράιτ παρατηρεί πως «οι άνθρωποι, μετά από τριάμισι χρόνια γερμανικής κατοχής και λιμοκτονίας ήταν τρομερά χαρούμενοι από το θέαμα των βρετανικών στρατευμάτων. Στους δρόμους είχαν κρεμάσει σημαίες, την ελληνική και τη βρετανική. Σε όλη τη χώρα υπήρχαν πανό και πλακάτ με το “Καλώς Ορίσατε”».
Σύντομα, ο Ράιτ βλέπει πως η μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού τάσσεται υπέρ του ΕΑΜ, παρατηρεί όμως πως και οι βασιλόφρονες έχουν αρκετή δύναμη κι ότι «αρκεί μόνο μια σπίθα» για τη σύγκρουση.
Κι αυτή η σπίθα ανάβει την Κυριακή 3 Δεκέμβρη όταν «ένας Θεός ξέρει για ποιο λόγο η αστυνομία άνοιξε πυρ εναντίον των διαδηλωτών, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 24 άνθρωποι και να τραυματιστούν 148». Εκείνη τη στιγμή, ο Βρετανός εκτιμά πως οι ταραχές «είναι (έτσι μου φαίνεται εμένα) μια μάχη για την εξουσία από τις πολιτικές φατρίες». Αυτή η αυταπάτη διαλύεται σύντομα καθώς «μετά τις διαταγές από το Λονδίνο, πήραμε μέρος κι εμείς».
Τις επόμενες μέρες ο Ράιτ συνειδητοποιεί πως «μια ανελέητη πάλη εξαπολύεται από τη Δεξιά εναντίον της Αριστεράς» κι ότι «όλο το βάρος της βρετανικής δύναμης έχει γείρει υπέρ της Δεξιάς και εναντίον της Αριστεράς». Μιλώντας στη σύζυγο και τα παιδιά του σημειώνει με οργή: «Πιστεύω ακράδαντα και μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι η ωμή αλήθεια είναι ότι η κυβέρνησή μας σκόπιμα και εν ψυχρώ επιβάλλει μια αντισυνταγματική κυβέρνηση σε έναν εξαιρετικά γενναίο, απελευθερωμένο σύμμαχο».
Από τη στιγμή εκείνη ο Ράιτ παίρνει θέση στα γεγονότα: «Να είμαι καταραμένος αν βοηθήσω την επιβολή του φασισμού (με όποιο πρόσχημα εμφανίζεται) σε οποιοδήποτε λαό. Ξέρω πολύ καλά πως αν το επιτρέψω αυτό θα είναι σαν να το επιτρέπω τελικά να συμβεί στην πατρίδα μας».
Γνωρίζει πολλούς Ελληνες και μιλά μαζί τους. Πολλές φορές αναρωτιέται: «Τι στο διάολο θα πρέπει να σκέφτονται για μας αυτοί οι φτωχοδιάβολοι; Είμαστε καλύτεροι από τους Γερμανούς στα μάτια τους; Σίγουρα, τους φαινόμαστε χειρότεροι».
Βλέποντας τα γεγονότα, η αρχική εντύπωσή του ανατρέπεται: «Τώρα πια δεν νομίζω ότι αυτός είναι εμφύλιος πόλεμος. Τεχνικά είναι, αλλά στην πραγματικότητα είναι το ΕΑΜ / ΕΛΑΣ εναντίον της Βρετανίας».
Ο Ράιτ, που υπηρετεί στο βρετανικό Αρχηγείο, απευθυνόμενους στους πολιτικούς της χώρας του αναφωνεί «Φτωχοί ηλίθιοι! Αν ήμουν Ελληνας δεν υπάρχει καμία απολύτως αμφιβολία ότι αυτή τη στιγμή θα βρισκόμουν κι εγώ έξω στους λόφους».
Γιατί; Μα επειδή: «Μέχρι την Κυριακή 3 Δεκέμβρη, ήμουν με τον νου και την καρδιά μου σύμφωνος με την παρουσία μας εδώ. Αν και είχα αρχίσει να αμφιβάλλω, ήμουν ικανοποιημένος με τους λόγους που με κρατούσαν μακριά από την πατρίδα. Σήμερα δεν είμαι πια ικανοποιημένος. Αυτός ο βιασμός της πίστης μου υπήρξε κατάφωρος και βάναυσος».
Ο Βρετανός στρατιωτικός δεν μασάει τα λόγια του όταν πρέπει να υποδείξει τους ηθικούς αυτουργούς της σφαγής: «Θα ήθελα να επιρρίψω όλη την ντροπή για τις πράξεις μας αποκλειστικά στην κυβέρνησή μας, η οποία είναι υπεύθυνη γι’ αυτά τα εγκλήματα. Η δημοκρατία μας (ελληνική η λέξη) επιβάλλεται με μολύβι στον ελληνικό λαό. Για ποιο λόγο βρίσκομαι μακριά από τα παιδιά μου; Για ποιο λόγο η χώρα μας έχει γίνει απολυταρχική; Για ποιο λόγο η χώρα μας μάτωσε, έγινε στάχτες και ο Κύριος ξέρει τι άλλο; Ειλικρινά, είμαι πολύ σοκαρισμένος από την τροπή που πήραν τα γεγονότα - και δεν είμαι ο μόνος».
Πράγματι, ο Ράιτ δεν ήταν ο μόνος. Κι άλλοι Βρετανοί ένιωσαν ντροπή για τις ενέργειες που διατάχθηκαν να εκτελέσουν στην Ελλάδα. Και γύρισαν στην πατρίδα τους με την αίσθηση πως τα γεγονότα της Ελλάδας ήταν ο προπομπός όσων περίμεναν τους λαούς της Ευρώπης από τους υπέρμαχους της «Ελευθερίας». Οπως λέει σε ένα από τα γράμματά του ο Ράιτ: «Εάν η Ελλάδα είναι ο καθρέφτης αυτού που μας περιμένει στο μέλλον, τότε οι προοπτικές μας δεν είναι καθόλου καλές».
Σήμερα, 70 χρόνια μετά, οι λαοί της Ευρώπης βιώνουν το «ελεύθερο» ευρωενωσιακό μνημονιακό ζοφερό μέλλον. Οπου η Ελλάδα έχει και πάλι μια θλιβερή πρωτιά: είναι από τις πρώτες χώρες που το δοκίμασαν.
Via
Ολες; Οχι ακριβώς. Δεν έχει γίνει γνωστή η βρετανική οπτική των γεγονότων. Δεν εννοούμε βέβαια την επίσημη βρετανική θέση –αυτή ειπώθηκε και με το παραπάνω– αλλά την άποψη των στρατιωτών που βίωσαν στην Αθήνα τα γεγονότα του ματωμένου Δεκέμβρη. Ενας από αυτούς, ο σαραντάχρονος τότε Κόλιν Ράιτ, αποτύπωσε στην αλληλογραφία με την οικογένειά του τις εντυπώσεις της οκτάμηνης περίπου παρουσίας του στην Ελλάδα από τον Οκτώβρη του ’44 μέχρι τον Ιούνη του ’45. Λίγο αργότερα, το 1946, οι επιστολές αυτές εκδόθηκαν στο Λονδίνο από τους «LAWRENCE & WISHART».
Το βιβλίο έχει τίτλο «British soldier in Greece» («Βρετανός στρατιώτης στην Ελλάδα»). Ξεφυλλίζοντάς το, ο αναγνώστης παρακολουθεί όλες τις μεταπτώσεις στη συμπεριφορά ενός στρατιωτικού που κλήθηκε να πολεμήσει τον φασισμό και, μέρα με τη μέρα στην Αθήνα, ανακαλύπτει πως αυτός και οι σύντροφοί του γίνονται κομμάτι ενός μηχανισμού καταπίεσης που καθόλου δεν διαφέρει από εκείνο των ναζί.
Από τις πρώτες μέρες της άφιξής του, στα μέσα Οκτώβρη, ο Ράιτ παρατηρεί πως «οι άνθρωποι, μετά από τριάμισι χρόνια γερμανικής κατοχής και λιμοκτονίας ήταν τρομερά χαρούμενοι από το θέαμα των βρετανικών στρατευμάτων. Στους δρόμους είχαν κρεμάσει σημαίες, την ελληνική και τη βρετανική. Σε όλη τη χώρα υπήρχαν πανό και πλακάτ με το “Καλώς Ορίσατε”».
Σύντομα, ο Ράιτ βλέπει πως η μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού τάσσεται υπέρ του ΕΑΜ, παρατηρεί όμως πως και οι βασιλόφρονες έχουν αρκετή δύναμη κι ότι «αρκεί μόνο μια σπίθα» για τη σύγκρουση.
Κι αυτή η σπίθα ανάβει την Κυριακή 3 Δεκέμβρη όταν «ένας Θεός ξέρει για ποιο λόγο η αστυνομία άνοιξε πυρ εναντίον των διαδηλωτών, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 24 άνθρωποι και να τραυματιστούν 148». Εκείνη τη στιγμή, ο Βρετανός εκτιμά πως οι ταραχές «είναι (έτσι μου φαίνεται εμένα) μια μάχη για την εξουσία από τις πολιτικές φατρίες». Αυτή η αυταπάτη διαλύεται σύντομα καθώς «μετά τις διαταγές από το Λονδίνο, πήραμε μέρος κι εμείς».
Τις επόμενες μέρες ο Ράιτ συνειδητοποιεί πως «μια ανελέητη πάλη εξαπολύεται από τη Δεξιά εναντίον της Αριστεράς» κι ότι «όλο το βάρος της βρετανικής δύναμης έχει γείρει υπέρ της Δεξιάς και εναντίον της Αριστεράς». Μιλώντας στη σύζυγο και τα παιδιά του σημειώνει με οργή: «Πιστεύω ακράδαντα και μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι η ωμή αλήθεια είναι ότι η κυβέρνησή μας σκόπιμα και εν ψυχρώ επιβάλλει μια αντισυνταγματική κυβέρνηση σε έναν εξαιρετικά γενναίο, απελευθερωμένο σύμμαχο».
Από τη στιγμή εκείνη ο Ράιτ παίρνει θέση στα γεγονότα: «Να είμαι καταραμένος αν βοηθήσω την επιβολή του φασισμού (με όποιο πρόσχημα εμφανίζεται) σε οποιοδήποτε λαό. Ξέρω πολύ καλά πως αν το επιτρέψω αυτό θα είναι σαν να το επιτρέπω τελικά να συμβεί στην πατρίδα μας».
Γνωρίζει πολλούς Ελληνες και μιλά μαζί τους. Πολλές φορές αναρωτιέται: «Τι στο διάολο θα πρέπει να σκέφτονται για μας αυτοί οι φτωχοδιάβολοι; Είμαστε καλύτεροι από τους Γερμανούς στα μάτια τους; Σίγουρα, τους φαινόμαστε χειρότεροι».
Βλέποντας τα γεγονότα, η αρχική εντύπωσή του ανατρέπεται: «Τώρα πια δεν νομίζω ότι αυτός είναι εμφύλιος πόλεμος. Τεχνικά είναι, αλλά στην πραγματικότητα είναι το ΕΑΜ / ΕΛΑΣ εναντίον της Βρετανίας».
Ο Ράιτ, που υπηρετεί στο βρετανικό Αρχηγείο, απευθυνόμενους στους πολιτικούς της χώρας του αναφωνεί «Φτωχοί ηλίθιοι! Αν ήμουν Ελληνας δεν υπάρχει καμία απολύτως αμφιβολία ότι αυτή τη στιγμή θα βρισκόμουν κι εγώ έξω στους λόφους».
Γιατί; Μα επειδή: «Μέχρι την Κυριακή 3 Δεκέμβρη, ήμουν με τον νου και την καρδιά μου σύμφωνος με την παρουσία μας εδώ. Αν και είχα αρχίσει να αμφιβάλλω, ήμουν ικανοποιημένος με τους λόγους που με κρατούσαν μακριά από την πατρίδα. Σήμερα δεν είμαι πια ικανοποιημένος. Αυτός ο βιασμός της πίστης μου υπήρξε κατάφωρος και βάναυσος».
Ο Βρετανός στρατιωτικός δεν μασάει τα λόγια του όταν πρέπει να υποδείξει τους ηθικούς αυτουργούς της σφαγής: «Θα ήθελα να επιρρίψω όλη την ντροπή για τις πράξεις μας αποκλειστικά στην κυβέρνησή μας, η οποία είναι υπεύθυνη γι’ αυτά τα εγκλήματα. Η δημοκρατία μας (ελληνική η λέξη) επιβάλλεται με μολύβι στον ελληνικό λαό. Για ποιο λόγο βρίσκομαι μακριά από τα παιδιά μου; Για ποιο λόγο η χώρα μας έχει γίνει απολυταρχική; Για ποιο λόγο η χώρα μας μάτωσε, έγινε στάχτες και ο Κύριος ξέρει τι άλλο; Ειλικρινά, είμαι πολύ σοκαρισμένος από την τροπή που πήραν τα γεγονότα - και δεν είμαι ο μόνος».
Πράγματι, ο Ράιτ δεν ήταν ο μόνος. Κι άλλοι Βρετανοί ένιωσαν ντροπή για τις ενέργειες που διατάχθηκαν να εκτελέσουν στην Ελλάδα. Και γύρισαν στην πατρίδα τους με την αίσθηση πως τα γεγονότα της Ελλάδας ήταν ο προπομπός όσων περίμεναν τους λαούς της Ευρώπης από τους υπέρμαχους της «Ελευθερίας». Οπως λέει σε ένα από τα γράμματά του ο Ράιτ: «Εάν η Ελλάδα είναι ο καθρέφτης αυτού που μας περιμένει στο μέλλον, τότε οι προοπτικές μας δεν είναι καθόλου καλές».
Σήμερα, 70 χρόνια μετά, οι λαοί της Ευρώπης βιώνουν το «ελεύθερο» ευρωενωσιακό μνημονιακό ζοφερό μέλλον. Οπου η Ελλάδα έχει και πάλι μια θλιβερή πρωτιά: είναι από τις πρώτες χώρες που το δοκίμασαν.
Via
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.