του Αντώνη Λιάκου
Στα 1944 ο εσωτερικός εμφύλιος στην Ελλάδα βάραινε πλέον αποφασιστικά
στις αποφάσεις για τη διεξαγωγή του πολέμου και για την τροπή που θα
έπρεπε να πάρουν τα πράγματα.
Πριν λήξει ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος, η Ελλάδα έγινε το πρόπλασμα της
μεταπολεμικής αναμέτρησης. Οι επιδιώξεις των μεταπολεμικών νικητών
διαμορφώθηκαν σταδιακά και εμπειρικά. Οι Βρετανοί από το 1942, πριν
φανεί στον ορίζοντα η ολοκληρωτική νίκη επί της Γερμανίας, επιδίωκαν τη
δημιουργία δύο μεγάλων ομοσπονδιών ανάμεσα στη Γερμανία και την τότε
Ε.Σ.Σ.Δ. Μια από την Πολωνία έως την Αυστρία, και μια με τα Βαλκάνια,
συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. Και οι δυο αυτές ομοσπονδίες θα
λειτουργούσαν ως buffet zones, ως μαξιλάρια δηλαδή. Όταν το σχέδιο αυτό
προσέκρουσε στην αντίρρηση των Σοβιετικών, και με την επικείμενη ήττα
του Άξονα να διαγράφεται στον ορίζοντα, οι Βρετανοί προσανατολίστηκαν
στην εξασφάλιση της επιρροής τους στην Ελλάδα, χαλάρωσαν την πίεσή τους
στην Τουρκία να εγκαταλείψει την ουδετερότητα και πρότειναν στους
Σοβιετικούς μια διανομή σφαιρών επιρροής προκειμένου να αποφύγουν
μελλοντικούς εμφυλίους πολέμους. Όχι δηλαδή ως μια παγιωμένη
μεταπολεμική διανομή. Ο παράγοντας που θα εγγυόταν τα βρετανικά
συμφέροντα και την επιστροφή στο status quo πριν από τον πόλεμο ήταν ο
βασιλιάς, την επιστροφή του οποίου επιδίωκαν. Στόχος επομένως ήταν η
ενίσχυση του αντι-εαμικού στρατοπέδου και ο περιορισμός ή η εξουδετέρωση
της ανεξάρτητης δράσης του Ε.Λ.Α.Σ. και εντέλει η αποστράτευσή του.
Αλλά η επιστροφή ενός βασιλιά που είχε υποστηρίξει την προπολεμική
δικτατορία της 4ης Αυγούστου και δεν αποφάσισε να την καταργήσει τυπικά
παρά το 1942, σε μια Ελλάδα που είχε ριζοσπαστικοποιηθεί κατά τη
διάρκεια του πολέμου, θεωρούνταν πρόκληση. Το Ε.Α.Μ., από την πλευρά
του, αντιλαμβανόταν τους στόχους της συμμαχικής δράσης, αλλά δεν
μπορούσε να προχωρήσει σε ρήξη μαζί της γιατί είχε κάνει τον συμμαχικό
αγώνα ακρογωνιαίο λίθο της πολιτικής του. Αυτή η δολιχοδρομία εκφραζόταν
με μια γραμμή ζιγκ ζαγκ, η οποία έστελνε λάθος μηνύματα προς όλες τις
κατευθύνσεις. Τον Μάιο του 1944 συγκροτείται η Π.Ε.Ε.Α., μια κυβέρνηση
της απελευθερωμένης Ελλάδας και συγκαλείται μια εθνοσυνέλευση στις
Κορυσχάδες Ευρυτανίας. Την ίδια εποχή σε μια συνδιάσκεψη στη Μέση
Ανατολή (Συμφωνία του Λιβάνου), το Ε.Α.Μ. μπαίνει ως ελάσσων εταίρος σε
μια κυβέρνηση με εξόριστους Έλληνες πολιτικούς υπό την εποπτεία των
Άγγλων. Ο Ε.Λ.Α.Σ. προβαίνει αφενός σε εκκαθαρίσεις έναντι των αντιπάλων
του, και αφετέρου με τη συνεχή παραχώρηση θέσεων και θέτοντας τις
δυνάμεις του υπό κοινή συμμαχική διοίκηση (Συμφωνία της Καζέρτας)
αδυνατίζει την ισχύ του και περιορίζει την πρωτοβουλία δράσης του. Η
βασική αδυναμία του Ε.Α.Μ. όμως ήταν η έλλειψη πηγών ανεφοδιασμού, όταν
όλοι οι αντίπαλοί του ανεφοδιάζονταν είτε από τη φθίνουσα γερμανική είτε
από την αυξανόμενη αγγλοαμερικανική βοήθεια. Οι Σοβιετικοί, με τους
οποίους το Κ.Κ.Ε. δεν είχε άμεσες αλλά μόνο έμμεσες επαφές, μέσω του
Κ.Κ. Βουλγαρίας, είχαν αποκλείσει κάθε βοήθεια, και τον Δεκέμβριο του
1944, όταν ο Τσώρτσιλ επισκέφθηκε τη Μόσχα, εξασφάλισε ότι στην Ελλάδα
την πρωτοβουλία των εξελίξεων θα τον είχε η Βρετανία. Το Ε.Α.Μ. και το
Κ.Κ.Ε., παρά την εσωτερική τους ισχύ, βρίσκονταν σε πολιτικό κενό από
την άποψη των διεθνών τους αναφορών και στηριγμάτων.
Δεν ήταν φυσικά μόνο οι Βρετανοί που ανησυχούσαν για το μέλλον της
Ελλάδας. Το αντιλαμβάνονταν και οι Γερμανοί, αλλά και οι ελληνικές
εύπορες τάξεις. Ο ναζιστές, μη έχοντας ακόμη στο μυαλό τους την
επικείμενη ολοκληρωτική συντριβή τους, πίστευαν πως η εκκαθάριση των
κομμουνιστών θα είχε ανταλλακτική αξία για ενδεχόμενη χωριστή συμφωνία
ειρήνης με τους Δυτικούς συμμάχους. Παράλληλα, η πρόκληση χάους στις
χώρες από όπου υποχωρούσαν τους εξασφάλιζε χρόνο. Η σταδιακή αποχώρηση
των Γερμανών από την Ελλάδα το Φθινόπωρο του 1944 βρήκε τη χώρα βαθιά
διαιρεμένη, με οικονομία εντελώς διαλυμένη και με ισχυρές αντίπαλες
ένοπλες παρατάξεις. Ο Ε.Λ.Α.Σ. πραγματοποίησε εκείνη την περίοδο μεγάλες
εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον των Ταγμάτων Ασφαλείας στην
Πελοπόννησο και εναντίον των δωσιλογικών ταγμάτων στην κεντρική
Μακεδονία. Χιλιάδες νεκρούς άφησαν πίσω τους οι εμφύλιες διαμάχες, γιατί
οι αιχμάλωτοι εκτελούνταν. Ο Μελιγαλάς στη Ν.Α. Πελοπόννησο και το
Κιλκίς στη Μακεδονία, όπου χιλιάδες ταγματασφαλίτες σκοτώθηκαν ή
εκτελέστηκαν όταν αιχμαλωτίστηκαν, θα γίνουν επίσης τόποι της
διαιρεμένης μνήμης.
Πώς θα καλυπτόταν το κενό εξουσίας που θα άφηναν οι Γερμανοί μετά την
αποχώρησή τους; Στις περισσότερες πόλεις το Ε.Α.Μ. και ο Ε.Λ.Α.Σ.
παρέλασαν στους δρόμους. Στην Αθήνα τον τόνο τον έδιναν οι τεράστιες
λαϊκές συγκεντρώσεις με τις σημαίες όλων των συμμάχων και τα συνθήματα
για Λαοκρατία –ένα σύνθημα στο οποίο εκφράζονταν προσδοκίες μιας άλλης
πορείας της χώρας, αλλά αρκετά ασαφές ως προς την υλοποίησή του– αλλά
και οι αντισυγκεντρώσεις του αστικού και αντι-εαμικού κόσμου. Ατμόσφαιρα
περισσότερο ανήσυχη παρά επινίκια, έγραψε στο ημερολόγιό του ο Γιώργος
Θεοτοκάς (Τετράδια Ημερολογίου, 1944-45, σ. 509-513).
Είναι η πρώτη φορά αυτές τις μέρες που
ένιωσα στην Ελλάδα τόσο έντονα, τόσο ξεκάθαρα κι απόλυτα τον κοινωνικό
διχασμό, την ατμόσφαιρα του ταξικού πολέμου.
Η Εαμοκρατία ήταν μια κατάσταση σε αναμονή και εκκρεμότητα. Δεν
δημιούργησε θεσμούς λαοκρατίας. Παρ’ όλα αυτά διαλύθηκε η χωροφυλακή,
έγιναν μαζικές συλλήψεις δωσιλόγων και συνεργατών, ανάμεσα στους οποίους
βέβαια ήταν και πολλοί πολιτικοί αντίπαλοι, καθώς επίσης και
αντεκδικήσεις. Στον βαθμό που η συνεργασία με τις αρχές κατοχής
περιλαμβανόταν σε μια ευρύτατη γκρίζα ζώνη αδιευκρίνιστων σχέσεων
υποψιών και καταγγελιών, ο κατάλογος των υπό εκκαθάριση μπορούσε να
είναι μικρός ή μεγάλος, ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες. Λειτούργησαν,
ιδίως στη Θεσσαλονίκη, λαϊκά δικαστήρια και πολλοί καταδικάστηκαν ή
εκτελέστηκαν. Υπήρξαν και κρούσματα λιντσαρίσματος. Τα φαινόμενα αυτά
δεν ήταν μόνο ελληνικά. Εκτελέσεις συνεργατών, αυτοδικία και
αντεκδικήσεις ήταν ο κανόνας την επαύριον του πολέμου στη Γαλλία, στην
Ιταλία και στις άλλες κατεχόμενες χώρες. Στην Αθήνα η συμφωνία να μπει ο
Ε.Λ.Α.Σ. τηρήθηκε και η πόλη για μια εβδομάδα περίμενε τον ερχομό της
εξόριστης κυβέρνησης, ως της μόνης αρχής νομιμότητας και συνέχειας με το
προπολεμικό κράτος. Η εξόριστη κυβέρνηση όμως είχε φροντίσει να
δημιουργήσει μια εν αναμονή στρατιωτική διοίκηση της πόλης, στελεχωμένη
με μοναρχικούς αξιωματικούς του στρατού. Σ’ αυτούς παραδόθηκε η
τελευταία δωσίλογη κυβέρνηση, η χωροφυλακή και τα Τάγματα Ασφαλείας.
Με επικεφαλής τον Γεώργιο Παπανδρέου η κυβέρνηση εθνικής ενότητας
στην οποία συμμετείχε με δύο υπουργεία και το Ε.Α.Μ. ήρθε τον Οκτώβριο
του 1944, συνοδευόμενη από βρετανικές ένοπλες δυνάμεις και αποικιακά
συντάγματα από την Ινδία και τη Ν.Α. Ασία. Η συμβολική σημασία της
αντικατάστασης της μιας ξένης αρχής, των Γερμανών, από μια άλλη, των
Άγγλων, δεν διέλαθε της προσοχής. Ένα τραγουδάκι της εποχής έλεγε:
Γιούπι για για, γιούπι γιούπι για,
Τίνος είναι, βρε γυναίκα, τα παιδιά;
Το ’να μου φωνάζει yes, τ’ άλλο μου φωνάζει ya,
Τίνος είναι, βρε γυναίκα, τα παιδιά;
Την κυβέρνηση την καθοδηγούσε ο Άγγλος πρεσβευτής Λίππερ, ενώ αρχηγός
των βρετανικών ένοπλων δυνάμεων ήταν ο Σκόμπυ, ο οποίος είχε διαταγές
να μη διστάσει να ανοίξει πυρ απέναντι στον πληθυσμό όπως σε μια
κατεχόμενη χώρα. Το βασικό πρόβλημα της κυβέρνησης ήταν να αποστρατεύσει
την ένοπλη αντίσταση και να δημιουργήσει ενιαίο στρατό και να
ενοποιήσει την επικράτεια. Το ζήτημα της τύχης της ένοπλης αντίστασης
υπήρξε βασικό πρόβλημα σε όλες τις πρώην κατεχόμενες χώρες. Στη Γαλλία,
όπου της αντιστασιακής Ελεύθερης Γαλλίας ηγούνταν ο στρατηγός Ντε Γκωλ, η
αντίσταση απορροφήθηκε στο νέο στρατό. Στην Ιταλία, ακόμη και έως το
1948 γίνονταν στρατιωτικές επιχειρήσεις για να διαλύσουν ένοπλα
αντιστασιακά σώματα. Στο Βέλγιο, οι κυβερνητικές δυνάμεις άνοιξαν πυρ σε
μια συγκέντρωση στις Βρυξέλλες που διαμαρτυρόταν για τον αφοπλισμό των
ένοπλων ανταρτών με πολλούς τραυματίες, ενώ υπήρξαν συλλήψεις ένοπλων
αντιστασιακών μονάδων. Σε καμιά από τις χώρες αυτές η ένοπλη αντίσταση
δεν είχε το μέγεθος και την ισχύ και την πολιτική φυσιογνωμία του
Ε.Λ.Α.Σ. Στην Ελλάδα το πρόβλημα ήταν πολύ οξύτερο γιατί και ο
αντιστασιακός στρατός έλεγχε σχεδόν το σύνολο της χώρας, και ελεγχόταν
από τους κομμουνιστές. Στην πραγματικότητα η κυβέρνηση έλεγχε μόνο το
κέντρο της πρωτεύουσας.
Η κλιμάκωση της σύγκρουσης άρχισε επομένως όταν ετέθη το ζήτημα της
αποστράτευσης του Ε.Λ.Α.Σ. και της δημιουργίας τακτικού στρατού. Η
δημιουργία ενιαίου στρατού με ειρηνικές και ουδέτερες διαδικασίες ήταν
ένα αδύνατο εγχείρημα. Ο νέος στρατός δεν θα δημιουργούνταν απλώς από
τους παλιούς αξιωματικούς, τις αντιστασιακές μονάδες και νέους που θα
στρατολογούνταν για πρώτη φορά. Επρόκειτο να δημιουργηθεί από εχθρικά
και αντίπαλα στρατιωτικά σώματα που τα διαχώριζαν πολιτικά μίση και
αλληλοαποκλειόμενες ιδεολογίες. Αναμενόμενο ήταν πως οι εγγυήσεις
ουδετερότητας της διαδικασίας απέναντι στις αντιμαχόμενες πλευρές έγινε
αφορμή σύγκρουσης. Τις ηγετικές θέσεις των ταγμάτων εθνοφυλακής, ενός
στρατού για την εμπέδωση της τάξης σε όλη τη χώρα που θα αντικαθιστούσε
όλες τις ένοπλες ομάδες και θα βρισκόταν υπό την καθοδήγηση των
Βρετανών, τις πλαισίωναν αξιωματικοί με θητεία στα Τάγματα Ασφαλείας. Η
αποκατάσταση και η επαναφορά των δωσίλογων αξιωματικών του προπολεμικού
τακτικού στρατού στον νέο στρατό της απελευθερωμένης Ελλάδας, σήμαινε
συναγερμό στο Ε.Α.Μ. Στις 3 Δεκεμβρίου ένα ειρηνικό συλλαλητήριο
οργανωμένο από το Ε.Α.Μ. χτυπήθηκε χωρίς προειδοποίηση από την αστυνομία
και από ελεύθερους σκοπευτές αφήνοντας 20-30 νεκρούς και πολλούς
τραυματίες στην πλατεία Συντάγματος. Δυο μήνες μετά την απελευθέρωση,
και στην ίδια ακριβώς πλατεία όπου το ίδιο εν πολλοίς πλήθος είχε
ματώσει από ιταλικές και γερμανικές σφαίρες σε ανάλογες εκδηλώσεις
διαμαρτυρίας, η αιματηρή Κυριακή του Δεκεμβρίου άναψε τη θρυαλλίδα μιας
αναμενόμενης έκρηξης. Επί έναν μήνα στους δρόμους γίνονταν μάχες τοίχο
με τοίχο και δρόμο με δρόμο, ανάμεσα στον εφεδρικό Ε.Λ.Α.Σ. της
πρωτεύουσας από τη μια, και στα στρατεύματα της Βρετανικής
Κοινοπολιτείας, στο σώμα της χωροφυλακής και στους ένοπλους δωσίλογους
που βρήκαν πλέον την ευκαιρία να ενσωματωθούν στις νομιμόφρονες
δυνάμεις. Οι Βρετανοί είχαν καταλάβει και οχυρώσει την Ακρόπολη, από
όπου όλη η πόλη ήταν πεδίο βολής, έλεγχαν την πρόσβαση στη θάλασσα και
στο λιμάνι και στο αεροδρόμιο και είχαν σαφή υπεροπλία. Διέθεταν 60
αεροπλάνα που βομβάρδιζαν θέσεις του εχθρού στις γειτονιές και στα
προάστια της Αθήνας, 30.000 άνδρες και βαρέα όπλα. Ο Σκόμπυ είχε πάρει
τηλεγράφημα από τον Τσώρτσιλ «να ενεργήσει σαν να ήταν σε κατεχόμενη
πόλη όπου βρίσκεται σε εξέλιξη μια εξέγερση ντόπιων». Οι συγκρούσεις
ήταν σφοδρές και ακόμη στις προσόψεις παλιών αθηναϊκών σπιτιών βλέπει
κανείς σήμερα ίχνη από σφαίρες που καρφώθηκαν στους τοίχους. Αλλά η
σύγκρουση είχε σαφή χαρακτήρα κοινωνικής αντεκδίκησης για όσες
δυσαρέσκειες και μνησικακίες είχε συσσωρεύσει η κατοχή. Κάθε πλευρά
συλλάμβανε ομήρους κατά χιλιάδες, ιδίως τους πιο επιφανείς, και έγιναν
πολλές εκτελέσεις. Οι εκκαθαρίσεις περιλάμβαναν ακόμη και τροτσκιστές
και πρώην μέλη του Κ.Κ.Ε. που είχαν διαφωνήσει με την επίσημη γραμμή.
Όταν μετά το τέλος των συγκρούσεων οι ένοπλοι του Ε.Α.Μ. αποσύρθηκαν
προς την κεντρική Ελλάδα, πήραν μαζί τους χιλιάδες ομήρους, σε μια
πεζοπορία που στοίχισε τη ζωή πολλών. Από την άλλη πλευρά οι Άγγλοι
μετέφεραν όσους είχαν συλλάβει σε στρατόπεδα στην αφρικανική έρημο.
Τρόμος απλώθηκε πάνω από την Αθήνα, ο οποίος θα προκαλέσει ένα βαθύ
ρήγμα ανάμεσα στο Ε.Α.Μ. και τους αντιπάλους του, αλλά και μέσα στο
Ε.Α.Μ., ανάμεσα στους ακραιφνείς κομμουνιστές και τους μετριοπαθείς
σοσιαλιστές που το είχαν πλαισιώσει.
Τα Δεκεμβριανά θεωρήθηκαν και τότε και στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου
ως απόπειρα των κομμουνιστών να καταλάβουν βίαια την εξουσία. Η
προσέγγιση αυτή αφήνει μερικά ερωτηματικά αναπάντητα. Γιατί η απόπειρα
αυτή δεν έγινε τον Οκτώβριο, αμέσως μετά την αποχώρηση των Γερμανών; Επί
μία εβδομάδα η Ελλάδα μετεωριζόταν σε κενό εξουσίας. Σήμερα γνωρίζουμε
ότι και το Ε.Λ.Α.Σ. και το Κ.Κ.Ε. είχαν καταστρώσει έγκαιρα επιτελικά
σχέδια για την κατάληψη της Αθήνας. Γιατί δεν τα πραγματοποίησαν; Ακόμη
και όταν ξέσπασαν τα Δεκεμβριανά, ο κύριος όγκος των δυνάμεων του
Ε.Λ.Α.Σ. δεν μετακινήθηκε προς την πρωτεύουσα, και ούτε πήρε μέρος στη
μάχη της Αθήνας. Στη Μακεδονία και στη Θράκη ο Ε.Λ.Α.Σ. συνέχιζε να
συνεργάζεται με τους Άγγλους. Στην Αθήνα οι δυνάμεις του Ε.Λ.Α.Σ.
επιτίθεντο σε αστυνομικά τμήματα και κρατικά κτήρια, αλλά δεν υπήρχε
σχέδιο ούτε σαφείς διαταγές τι να κάνουν όταν βρίσκονταν αντιμέτωποι με
στρατιώτες της Κοινοπολιτείας.
Τα Χριστούγεννα του ’44, υπό το βάρος μιας διεθνούς κατακραυγής για
όσα συνέβαιναν στην Αθήνα, και σε μια παράτολμη επιχείρηση, ο Τσώρτσιλ
και ο υπουργός Εξωτερικών Άντονυ Ήντεν, επισκέφθηκαν την Αθήνα και
συγκάλεσαν μια σύσκεψη με πολιτικούς από όλα τα κόμματα,
συμπεριλαμβανομένου και του Ε.Α.Μ. Η σύσκεψη κατέληξε στην ανακήρυξη του
αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού ως αντιβασιλέα, για να καθησυχάσει ότι δεν
επρόκειτο να επιστρέψει άμεσα ο βασιλιάς, και του Νικολάου Πλαστήρα,
μιας κατεξοχήν αντιμοναρχικής προσωπικότητας ως πρωθυπουργού. Δεν
κατέληξε σε συμφωνία. Οι Βρετανοί ζητούσαν την αποχώρηση του Ε.Λ.Α.Σ.
από την Αττική μέσα σε ώρες. Έτσι οι μάχες συνεχίστηκαν σφοδρότερες. Οι
αποφάσεις δείχνουν ότι οι Βρετανοί αντιλαμβάνονταν τη μεταπολεμική
Ευρώπη με παλιούς όρους. Πίστευαν ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να επανέλθει
στην προ του πολέμου κατάσταση, σαν να μην είχε αλλάξει τίποτε ή
ελάχιστα. Θεωρούσαν επομένως το Ε.Α.Μ. απλώς στασιαστικό κίνημα, και
επέλεγαν αντιμοναρχικά σύμβολα ως χειρονομίες συμβιβασμού και
συνδιαλλαγής. Φεύγοντας από την Αθήνα ο Τσώρτσιλ θεωρούσε πως αν οι
Έλληνες πολιτικοί δεν έφταναν σε έναν συμβιβασμό, η χώρα θα έπρεπε να
τεθεί υπό συμμαχική κηδεμονία (Mc Neil, σ. 188).
Παραμονές Πρωτοχρονιάς του 1945 οι Βρετανοί, ενισχυμένοι πλέον,
εξαπολύουν μια τελική επίθεση, και στις αρχές Ιανουαρίου του 1945 ο
Ε.Λ.Α.Σ. αναγνώρισε την ήττα του. Αποσυρόταν από την Αθήνα και τη
Θεσσαλονίκη και έμπαινε σε διαπραγματεύσεις με τη νέα κυβέρνηση του
Νικολάου Πλαστήρα. Οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν τον επόμενο μήνα στη
συμφωνία της Βάρκιζας, σύμφωνα με την οποία ο Ε.Λ.Α.Σ. και η
Πολιτοφυλακή, σε όλη την Ελλάδα, όφειλαν να αποστρατευθούν και να
παραδώσουν τον οπλισμό τους. Χιλιάδες δακρυσμένοι αντάρτες έσκυβαν και
άφηναν τα όπλα τους πάνω σε μια απλωμένη στο έδαφος σημαία, ενώ ένοπλοι
άνδρες του τακτικού στρατού και Άγγλοι υπαξιωματικοί τους επιτηρούσαν.
Φαίνεται εκπληκτικό το πόσο εύκολα αφοπλίστηκε ο Ε.Λ.Α.Σ. που έλεγχε
το μεγαλύτερο μέρος της επικράτειας, παρά τις ελάχιστες μικρές ομάδες,
όπως αυτή του Άρη Βελουχιώτη, που αρνήθηκαν να αφοπλιστούν και τράβηξαν
πάλι στα βουνά. Το αντίτιμο ήταν η διενέργεια δημοψηφίσματος για την
επιστροφή του βασιλιά, η περιορισμένη αμνηστία για τα πολιτικά εγκλήματα
των μελών του, και η εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού από τους
δωσίλογους, σε μια εποχή όμως που οι περισσότεροι είχαν ενσωματωθεί στο
κυβερνητικό στρατόπεδο. Τελικά ήταν καταλυτική αυτή η ήττα της εαμικής
αντίστασης τον Δεκέμβρη του ’44 και καθοριστική νίκη μιας κυβέρνησης η
οποία τέσσερις μήνες πριν αμφέβαλε αν θα της επιτραπεί να αποβιβαστεί
στην Ελλάδα, η επικράτειά της περιοριζόταν στις κεντρικές συνοικίες της
πρωτεύουσας, και δεν θα μπορούσε να επικρατήσει χωρίς τα αγγλικά όπλα. Ο
κύβος είχε ριφθεί. Η κατά κράτος ήττα της εαμικής αντίστασης έσπειρε
την απογοήτευση στον κόσμο που είχε συστρατευθεί μαζί της, και έκανε
μεγάλο μέρος του να αποστασιοποιηθεί έκτοτε από την Αριστερά.
Το 1989 έγινε ένα συνέδριο στην Αθήνα, με πολιτικούς, ιστορικούς και
βετεράνους της εποχής εκείνης για μια επανεκτίμηση της εμπειρίας των
Δεκεμβριανών (Γρηγόρης Φαράκος (επιμ.), Δεκέμβρης του ’44. Νεώτερη έρευνα, νέες προσεγγίσεις,
Φιλίστωρ, Αθήνα 1996). Το ερώτημα που ετέθη ήταν το εξής: Επεδίωκε το
Κ.Κ.Ε. και το Ε.Α.Μ. την επαναστατική κατάληψη της εξουσίας στα
Δεκεμβριανά; Και αν όχι, τότε γιατί μπήκαν, και μάλιστα με μεγάλο βαθμό
αναποφασιστικότητας σε μια μεγάλη αναμέτρηση που υποθήκευσε τις
μετέπειτα εξελίξεις; Υποστηρίχτηκε ότι το Κ.Κ.Ε. δεν είχε στόχο να
καταλάβει επαναστατικά την εξουσία για τρεις λόγους. Ο πρώτος ήταν ότι
φοβόταν πως θα διασπούσε τη συμμαχία ανάμεσα στην τότε Ε.Σ.Σ.Δ. και τις
δυτικές δυνάμεις. Η Ε.Σ.Σ.Δ., παρά τις διαβεβαιώσεις περί του αντιθέτου,
φοβόταν το ενδεχόμενο μιας χωριστής ειρήνης της Γερμανίας με τους
Αγγλοαμερικανούς που θα στρεφόταν εναντίον της. Η διάσπαση επομένως της
συμμαχικής ενότητας θα θεωρούνταν ότι στρέφεται εναντίον της Ε.Σ.Σ.Δ. Η
συμμόρφωση με την πολιτική της ήταν το πρώτο άρθρο πίστης του Κ.Κ.Ε. Ο
δεύτερος λόγος ήταν ότι το Κ.Κ.Ε. εντός του Ε.Α.Μ., ακολουθούσε μια
γραμμή εθνικής ενότητας με τους συμμάχους του που περιόριζε ενδεχόμενες
πρωτοβουλίες για μια κατά μέτωπο αντιπαράθεση με τους συμμάχους. Όπως
αποδείχτηκε και εκ των υστέρων, πράγματι η μετωπική σύγκρουση διέσπασε
τις συμμαχίες του Ε.Α.Μ. Αποχώρησαν οι σοσιαλιστές και οι πιο
μετριοπαθείς. Αν το Ε.Α.Μ. δεν δημιουργούνταν πάνω στη συμμαχική
προοπτική, δεν θα είχε τη δύναμη που απέκτησε. Αλλά αυτή η δύναμη
αποδείχτηκε πολύ εύθραυστη σε συνθήκες διαφορετικές από τις αρχικές της
γερμανικής κατοχής. Ο τρίτος λόγος ήταν ότι το Κ.Κ.Ε. και το Ε.Α.Μ.,
έχοντας υπερεκτιμήσει την εκλογική τους επιρροή, πίστευαν ότι θα
αποτελούσαν τον κορμό γύρω από τον οποίο θα στρέφονταν οι μεταπολεμικές
πολιτικές εξελίξεις. Θεωρούσαν επομένως ότι η ειρηνική μετάβαση τους
ευνοούσε.
Αλλά γιατί τότε δεν απέφυγαν τη σύγκρουση, πάση θυσία; Ο πρώτος λόγος
είναι το κλίμα αμοιβαίας καχυποψίας το οποίο από μακρού είχε
δημιουργηθεί ανάμεσα στο Ε.Α.Μ. και στους Βρετανούς. Το Ε.Α.Μ. φοβόταν
ότι οι Βρετανοί θα έφερναν πραξικοπηματικά τον βασιλιά που θα
επανεγκαθίδρυε δικτατορία. Τα μηνύματα για την επιμονή των Βρετανών να
φέρουν τον βασιλιά πριν υπάρξει δημοψήφισμα και οι αντιλήψεις τους για
τον ρόλο της βασιλείας στις μεταπολεμικές εξελίξεις ενίσχυαν αυτή την
καχυποψία. Η άφιξη στην Αθήνα τον Νοέμβριο του 1944 της Ορεινής
Ταξιαρχίας, ενός αφοσιωμένου μοναρχικού σώματος, δημιούργησε φόβους για
πραξικόπημα. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι το Ε.Α.Μ. δεν είχε αντιληφθεί
πως η σύγκρουση αυτή θα είχε τόσο καταλυτικές συνέπειες. Θεωρώντας την
επιρροή του εδραιωμένη, πίστευε ότι μπορούσε να πετύχει τους στόχους του
με μια τακτική που δεν απέκλειε τον συνδυασμό νόμιμων και έκνομων
μέσων.
Από την άλλη μεριά, οι Βρετανοί υποψιάζονταν ότι το Ε.Α.Μ. θα
επιχειρούσε επαναστατικό πραξικόπημα και ότι χρησιμοποιούσε τις
συνομιλίες και τις συμφωνίες ως προκάλυμμα καπνού. Οι αντι-εαμικές
δυνάμεις και ο παλιός πολιτικός κόσμος βιάζονταν για μια αναμέτρηση με
τους αντιπάλους τους, όσο οι Βρετανοί είχαν ακόμη στρατιωτική παρουσία
στην Αθήνα. Οι δωσίλογοι επίσης αναζητούσαν σωτηρία στους Βρετανούς και
νομιμοποίηση μέσω μιας σύγκρουσης με τον Ε.Λ.Α.Σ. Όλοι αυτοί συγκρότησαν
έναν φιλοπόλεμο πόλο που έστελνε ανησυχητικά μηνύματα στο αντίπαλο
στρατόπεδο. Σε μια παρόμοια ατμόσφαιρα, όταν είναι όλοι με το δάκτυλο
στη σκανδάλη, κάποιος θα πυροβολήσει πρώτος και η σύρραξη θα γενικευθεί.
Το έκανε η αστυνομία εκείνη τη ματωμένη Κυριακή του Δεκέμβρη. Πάντως,
παρά το γεγονός ότι στα μάτια ενός παρατηρητή της εποχής, το Ε.Α.Μ. με
την κυριαρχία του σε όλη τη χώρα φαινόταν πιο ισχυρό από τους αντιπάλους
του που περιορίζονταν στην πρωτεύουσα, η πραγματικότητα ήταν τελικά
διαφορετική. Ενώ στη σύγκρουση αυτή οι Βρετανοί είχαν περιθώρια ελιγμών,
επιβάλλοντας ως πυρήνα του στρατού τις μοναρχικές δυνάμεις που είχαν
φέρει από τη Μέση Ανατολή, και ως πρωθυπουργούς προσωπικότητες από τον
αντιμοναρχικό χώρο, το Ε.Α.Μ. δεν είχε περιθώρια, και σε κάθε ελιγμό του
αντιπάλου έχανε τους δικούς του συμμάχους.
Ίσως όμως η αναμέτρηση του Δεκέμβρη πρέπει να ιδωθεί και σε έναν
ευρύτερο ιστορικό ορίζοντα. Γιατί στην Ελλάδα η Αντίσταση πήρε αυτόν τον
ριζοσπαστικό και συγκρουσιακό χαρακτήρα που την έφερε από τις πρώτες
μέρες σε αντιπαράθεση με το κράτος, την αστυνομία και τη χωροφυλακή, τον
παλιό πολιτικό κόσμο; Το γεγονός ότι πήραν την πρωτοβουλία οι
κομμουνιστές, άρα κυριάρχησαν πολιτικά, δεν είναι μια επαρκής εξήγηση.
Γιατί το Κ.Κ.Ε., ένα άσημο κόμμα που είχε αποδεκατιστεί από τη
δικτατορία του Μεταξά, που σπαρασσόταν από έριδες, που είχε απομακρύνει
όσους αξιόλογους διανοούμενους είχαν ενταχθεί οργανικά στις γραμμές του,
και του οποίου η ηγεσία διοριζόταν στη Μόσχα, αναδείχτηκε σε βασικό
παράγοντα των ελληνικών εξελίξεων μέσω της Αντίστασης; Δεν ήταν το
Κ.Κ.Ε. που ανέδειξε την Αντίσταση, αλλά η Αντίσταση που ανέδειξε το
Κ.Κ.Ε. Βεβαίως είχε αναδείξει έναν πολιτικό ακτιβιστή νέου τύπου,
αφοσιωμένο, που προερχόταν από τα λαϊκά στρώματα και σ’ αυτά
απευθυνόταν. Σε αντιδιαστολή, η απροθυμία του παλιού πολιτικού κόσμου να
οργανώσει μια μορφή διαμαρτυρίας και αντίστασης απέναντι στους
κατακτητές και στην πολιτική τους έδειξε την αδυναμία του. Λειτουργούσε
στο πλαίσιο κομματικών πελατειακών δικτύων και με όρους που προσιδίαζαν
περισσότερο στον 19ο αιώνα παρά στην εποχή της εισόδου των μαζών στην
πολιτική. Αυτά τα δίκτυα είχαν διαλυθεί από τη δικτατορία του Μεταξά και
την Κατοχή. Επομένως το φαινόμενο Αντίσταση ήταν μια απάντηση στη
συγκυρία του πολέμου αλλά και σε παλιούς λογαριασμούς από την
προπολεμική περίοδο. Παρά το γεγονός ότι στον Μεσοπόλεμο είχαν γίνει
αρκετά βήματα για τον εκσυγχρονισμό του κράτους, της γεωργίας και για
την εγκατάσταση των προσφύγων, ωστόσο δεν είχε σημειωθεί καμιά πρόοδος
ως προς την αφομοίωση των νέων πληθυσμών, την εμπέδωση ενός αισθήματος
δικαιοσύνης, αναλογικού καταμερισμού των θυσιών, συμμετοχής στις
πολιτικές διαδικασίες, κοινωνικών μεταρρυθμίσεων. Ο χωροφύλακας, ο
δικαστής, ο εφοριακός, οι αρχές ήταν απόμακρες, γραφειοκρατικές και
δεσποτικές απέναντι στους αγρότες αλλά και στους πρόσφυγες, στις
μειονότητες και στους εσωτερικούς μετανάστες των πόλεων, τους οποίους
αντιμετώπιζαν εν πολλοίς με αποικιακό τρόπο. Συχνά οι απεργίες
αντιμετωπίζονταν με υπέρμετρη βία, με πυροβολισμούς στο πλήθος με
πολλούς νεκρούς, με εκτοπίσεις χωρίς δικαστήρια ή με καταδίκες που
ποινικοποιούσαν το φρόνημα. Η δικτατορία του Μεταξά ήταν μια τυραννία
των σωμάτων ασφαλείας και πριν από αυτή, η περίοδος 1933-35 είχε ανοίξει
ένα χάσμα αξιοπιστίας ανάμεσα στους πολιτικούς ηγέτες και τους οπαδούς
τους, ανάμεσα στους μοναρχικούς και τους δημοκρατικούς. Τα χάσματα αυτά
ήταν ανοιχτά και διευρύνθηκαν ακόμη περισσότερο στα χρόνια της Κατοχής.
Αν δει κανείς την Ευρώπη συνολικά, διαπιστώνει ότι στις χώρες που
εισέβαλαν ή αποβιβάστηκαν μεγάλες συμμαχικές δυνάμεις, το γεγονός αυτό
καθόρισε τη μελλοντική πορεία τους. Αυτό συνέβη τόσο στη Γαλλία και την
Ιταλία, όπου αποβιβάστηκαν Αγγλοαμερικανικές δυνάμεις, όσο και στην
Κεντροανατολική Ευρώπη και στα Βαλκάνια, όπου εισέβαλε ο Κόκκινος
στρατός. Η παρουσία μεγάλων στρατευμάτων σε διάταξη μάχης απέτρεπε κάθε
σκέψη να τεθεί σε αμφιβολία η κρατική εξουσία που εγκαθιδρυόταν υπό την
αιγίδα τους, καλύπτοντας το έδαφος που άφηναν καθώς υποχωρούσαν οι
Γερμανοί. Η Ελλάδα δεν ανήκε σε καμιά από τις δύο περιπτώσεις. Δεν ανήκε
στα κύρια πεδία που κρίθηκε ο πόλεμος, δεν εισέβαλαν ούτε οι Δυτικοί
σύμμαχοι, ούτε οι Σοβιετικοί για να διώξουν τους Γερμανούς. Έφυγαν μόνοι
τους αφήνοντας ένα κενό εξουσίας (και έχοντας βέβαια υποθάλψει την
εμφύλια σύγκρουση). Κάτω από αυτούς τους όρους ήταν αναμενόμενο η πορεία
της χώρας να διακυβευτεί με όρους σύγκρουσης.
Αν θεωρήσουμε πάντως ότι ήδη μέσα από την Κατοχή μια εμφύλια
αναμέτρηση εγκυμονούνταν, τότε η εαμική αντίσταση έδωσε τη μάχη με τους
χειρότερους όρους. Ούτε όλες τις δυνάμεις της μπόρεσε να χρησιμοποιήσει,
αλλά μόνο ένα ελάχιστο μέρος τους, ούτε τις καλύτερες αλλά μόνο
εφεδρικές, ούτε είχε την πρωτοβουλία των κινήσεων και την ανάλογη υλική
και ψυχολογική προετοιμασία. Η τύχη της χώρας κρίθηκε οριστικά και
έγκαιρα με τρόπο ανέλπιστα ευνοϊκό για τον αστικό προσανατολισμό της.
Διαφορετικά, μια γενίκευση της σύγκρουσης σε όλη τη χώρα και μια
παράτασή της έως μετά τη λήξη του πολέμου τον Μάιο του 1945 θα είχε
δραματικότερη και ενδεχομένως άδηλη έκβαση. Θείο δώρο χαρακτήρισε ο τότε
πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου τα Δεκεμβριανά.
Το συμπέρασμα είναι ότι ο Δεκέμβριος
ημπορεί να θεωρηθεί «δώρον του Υψίστου». Αλλά, διά να υπάρξη ο
Δεκέμβριος, έπρεπε προηγουμένως να είχωμεν έλθει εις την Ελλάδα. Και
τούτο ήτο δυνατόν μόνο με την συμμετοχήν και του ΚΚΕ εις την κυβέρνησιν,
δηλαδή με τον Λίβανον. Και διά να ευρεθούν εδώ οι Βρετανοί, οι οποίοι
ήσαν απαραίτητοι διά την Νίκην, έπρεπε προηγουμένως να είχεν υπογραφή το
Σύμφωνον της Καζέρτας. Και διά να γίνη η Στάσις –«το δώρον του
Υψίστου»– έπρεπε προηγουμένως να επιμείνω εις την άμεσον αποστράτευσιν
του ΕΛΑΣ και να θέσω το ΚΚΕ ενώπιον του διλήμματος ή να αποδεχθή
ειρηνικώς τον αφοπλισμόν του ή να επιχειρήση την Στάσιν, υπό συνθήκας
όμως πλέον, αι οποίαι ωδήγουν εις την συντριβήν του.
Το συμπέρασμα του Παπανδρέου δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, στις 2 Μαρτίου 1948 και προφανώς ο ίδιος επιχειρεί μια αναδρομική ανάγνωση της ιστορίας με στόχο να του πιστωθεί το αποτέλεσμα.
Συμπέρασμα
Η επόμενη μέρα από το τέλος του πολέμου δεν ήταν ούτε αισιόδοξη ούτε
ανακουφιστική. Γκρίζα μέρα δεν ξημέρωσε μόνο για την Ελλάδα. Και βορείως
των ελληνικών συνόρων, στις χώρες που εγκαθιδρύονταν οι Λαϊκές
Δημοκρατίες, την ίδια περίοδο βρίσκονταν σε εξέλιξη εκκαθαρίσεις
αντιπάλων, εκτελέσεις, φυλακίσεις, εξορίες, αποκλεισμοί και νόθες
εκλογές. Ο πόλεμος είχε καταστρέψει το κύρος του παλαιού καθεστώτος,
όπως άλλωστε στις περισσότερες εμπόλεμες χώρες. Το κράτος είχε διαλυθεί
και ξαναφτιαχτεί, αλλά η νομιμότητα δεν είχε επανεγκαθιδρυθεί. Για να
ζήσεις φυσιολογικά σ’ όλα τα προηγούμενα χρόνια, έπρεπε να παραβιάζεις
τον νόμο, τους νόμους των κατακτητών, αλλά και τους νόμους των ανταρτών.
Η βία, η κρυψίνοια αλλά και ο κυνισμός και ο δόλος είχαν γίνει
συστατικά στοιχεία της καθημερινής ζωής. Καθώς πολλαπλασιάστηκαν οι
φορείς τη βίας, εφόσον το κράτος έχασε το μονοπώλιό της, η εξουσία
ασκούνταν χωρίς θεσμικούς περιορισμούς. Η Κατοχή επίσης μετασχημάτισε
τον δημογραφικό, τον πολιτικό και τον ιδεολογικό χάρτη της χώρας.
Χάθηκαν οι εβραϊκές κοινότητες, ανάμεσα στον πληθυσμό υπήρχαν
διαχωριστικές γραμμές αίματος, τα τραύματα έμεναν ανεπούλωτα. Για πολλά
χρόνια έπειτα, οι άνθρωποι που ενηλικιώθηκαν μέσα στον πόλεμο θα
αντιλαμβάνονταν τον κόσμο με τους όρους του πολέμου. Οι πόλεμοι έχουν
και μια παραγωγική πλευρά. Δημιουργούν ταυτότητες, υποκειμενικότητες
ισχυρές, πολιτικές κουλτούρες που επιβιώνουν και κάτω από τις πιο
αντίξοες συνθήκες και κάτω από τις πιο διαφορετικές συνθήκες.
Προδημοσίευση από την ετοιμαζόμενη «Ιστορία της Ελλάδας στον 20ό αιώνα»,
που θα κυκλοφορήσει προσεχώς αγγλικά και ελληνικά.