Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013

[...]είμαστε παντρεμένοι με τον Μεταξά και έτσι θα παραμείνουμε μέχρι ο θάνατος ή οι Ελληνες να μας χωρίσουν

Αγγλόφιλη δικτατορία με φιλοφασιστικό μανδύα

Η 4η Αυγούστου σχεδιάστηκε και αποφασίστηκε σε πλήρη εναρμόνιση με τις αγγλικές βλέψεις και συμφέροντα στην περιοχή των Βαλκανίων


Η βρετανική κυβέρνηση για τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου 1936: «Είμαστε παντρεμένοι με τον Μεταξά», ένα φιλοβρετανικό καθεστώς με φασιστικό μανδύα. Η αγγλική επιρροή στην Ελλάδα άρχισε από την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης. Επιδιώκοντας να υποσκάψει την Οθωμανική Αυτοκρατορία, η αγγλική κυβέρνηση άρχισε βαθμιαία να υποστηρίζει με εύσχημο τρόπο τους Ελληνες επαναστάτες.
«Βάρος εις την απόφασιν του βασιλέως, Γεωργίου Β' (κέντρο) να πάρη την απόφασιν της 4ης Αυγούστου είναι αι επανειλημμέναι ρηταί δηλώσεις του Ι. Μεταξά (δεύτερος από αριστερά) προς αυτόν ότι οπωσδήποτε η Ελλάς θα ήτο σύμμαχος προς την Αγγλίαν» λέει ο Ι. Διάκος, έμπιστος συνεργάτης του δικτάτορα «Βάρος εις την απόφασιν του βασιλέως, Γεωργίου Β' (κέντρο) να πάρη την απόφασιν της 4ης Αυγούστου είναι αι επανειλημμέναι ρηταί δηλώσεις του Ι. Μεταξά (δεύτερος από αριστερά) προς αυτόν ότι οπωσδήποτε η Ελλάς θα ήτο σύμμαχος προς την Αγγλίαν» λέει ο Ι. Διάκος, έμπιστος συνεργάτης του δικτάτορα Αρκετοί Αγγλοι φιλέλληνες είχαν διακριτικές επαφές με εκπροσώπους της αγγλικής κυβέρνησης. Μάλιστα το φιλελληνικό κομιτάτο του Λονδίνου συνέβαλε αποφασιστικά στην παροχή των πρώτων μεγάλων δανείων Αγγλων κεφαλαιούχων προς τους Ελληνες επαναστάτες.
Ο λόρδος Βύρων, ο πλοίαρχος Χάστινγκς του ελληνικού ατμόπλοιου «Καρτερία», που ενέπνεε τον τρόμο στις πολεμικές επιχειρήσεις κατά του τουρκο-αιγυπτιακού στόλου στα ελληνικά παράλια, ο ναύαρχος Κόδριγκτον κ.ά. ήταν κάποια από τα ονόματα που συζητήθηκαν πολύ την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης και είχαν αγγλική καταγωγή.
Ωμός ρεαλισμός
Αλλά η ρομαντική ανάμνηση της ελληνικής αρχαιότητας μέσα στις τάξεις των Αγγλων στοχαστών και του λαού εξισορροπούνταν από τον ωμό ρεαλισμό της κρατικής μηχανής της Αγγλίας, που στόχευε το ρόλο μιας παγκόσμιας δύναμης.
Το 19ο αιώνα στο ελεύθερο μικρό ελληνικό κράτος ο Αγγλος πρεσβευτής Λάιονς εξομολογούνταν σε συνάδελφό του ότι κατά τη γνώμη του η Ελλάδα θα ήταν υπό αγγλική ή ρωσική επιρροή και αφού δεν έπρεπε να είναι ρωσική, θα ήταν αναγκαστικά αγγλική.
Το νεοελληνικό κράτος από τα πρώτα βήματά του μέχρι το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, εκτός από πολύ μικρά διαστήματα αμφισβήτησης, όπως εκείνο του βασιλιά Κωνσταντίνου στη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, βρέθηκε να συμπορεύεται με το Ηνωμένο Βασίλειο.
Αλλά και η θέση της «ουδετερότητας» που πρόβαλε ο Κωνσταντίνος και θεωρήθηκε φιλογερμανική, για την οποία ήταν σύμφωνος και ο Ι. Μεταξάς, χρεοκόπησε τελικά και έδωσε τη θέση της στη φιλοβρετανική υπέρ της Αντάντ θέση του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Ο Κωνσταντίνος εκδιώχθηκε από τη χώρα και ο γιος του Γεώργιος Β' έκανε πολύ σοβαρές προσπάθειες επανασυμφιλίωσης με το βρετανικό βασιλικό οίκο, γεγονός που επιτεύχθηκε τελικά. Η παλινόρθωση της μοναρχίας ήταν επί θύραις και μ' ένα «νόθο δημοψήφισμα», όπως παραδέχτηκε ο ίδιος ο Βρετανός πρεσβευτής στην Αθήνα, ο Γεώργιος Β' επέστρεψε στην Ελλάδα, το φθινόπωρο του 1935, αποφασισμένος ν' ακολουθήσει πιστά τη βρετανική πολιτική.
Αλλά και ο Ιωάννης Μεταξάς, παρ' όλο το φιλογερμανικό του παρελθόν που είχε έντονα κλονιστεί μετά την ήττα της Γερμανίας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ήττα την οποία δεν περίμενε, ήταν αποφασισμένος να δείξει την ευμενή του διάθεση προς την Αγγλία.
Οπως έγραψε ο Ι. Διάκος, ένας από τους πιο έμπιστους συνεργάτες του Μεταξά, απευθυνόμενος στον Σπ. Μαρκεζίνη: «Είναι βέβαιον ότι και ο κίνδυνος του κομμουνισμού έπαιξε ρόλον εις το να πάρει ο βασιλεύς την απόφασιν της 4ης Αυγούστου. Αλλά κυρίως, εκείνο το οποίον έπαιξεν βάρος εις την απόφασιν του βασιλέως να πάρη την απόφασιν αυτήν, είναι αι επανειλημμέναι ρηταί δηλώσεις του Ι. Μεταξά προς αυτόν ότι οπωσδήποτε η Ελλάς θα ήτο σύμμαχος προς την Αγγλίαν. Αυτό μου το είπεν ο Ι. Μεταξάς επανειλημμένως».
Υποδείξεις
Οι Βρετανοί είχαν αρχίσει ν' ανησυχούν σοβαρά από τις επεκτατικές βλέψεις της φασιστικής Ιταλίας στο χώρο της Μεσογείου, στην Αφρική, όπως και τα Βαλκάνια.
Η ιταλική επίθεση εναντίον της Αιθιοπίας τον Οκτώβριο του 1935 έκανε να ξεχειλίσει το ποτήρι.
Η αγγλογαλλική συνεργασία στην Ελλάδα έπρεπε ν' αντικρούσει οποιαδήποτε άλλη επιρροή σ' αυτή τη χώρα.
Ο Βρετανός πρεσβευτής στην Αθήνα υπέδειξε «επανειλημμένα» στο διευθυντή του Πολιτικού Γραφείου του βασιλιά Γεωργίου την εγκαθίδρυση μιας δικτατορίας.
Μιας δικτατορίας που στο βάθος θα εξασφάλιζε το φιλοβρετανικό προσανατολισμό της Ελλάδας μ' έναν φιλοφασιστικό μανδύα «ουδετερότητας», που θα μπορούσε πιθανόν να καθυστερήσει την κατάληψη αυτού του αγγλικού προγεφυρώματος στα Βαλκάνια, από την Ιταλία ή τη Γερμανία.
Ο Γάλλος πρεσβευτής στην Αθήνα Γκαστόν Μογκρά γνώριζε τις βρετανικές επιθυμίες να κηρύξουν ορισμένα κράτη, όπως η Ελλάδα, μια «ουδετερότητα προσωρινή, που δεν θα έπρεπε να εμποδίσει αυτές τις χώρες να συνδέσουν την τύχη τους μ' εκείνη της Αγγλίας».
Ο Γεώργιος Β' και ο Ιωάννης Μεταξάς, λόγω του συντηρητικού παρελθόντος τους, έμοιαζαν ιδανικό δίδυμο για την εκπλήρωση ενός φαινομενικά «ουδέτερου» προγεφυρώματος στα Βαλκάνια, που όμως αντιστάθηκε ώς το τέλος τόσο εναντίον της ιταλικής όσο και της γερμανικής επίθεσης, ιδιαίτερα στην Κρήτη.
Περίπου τρία χρόνια μετά την επιβολή της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου 1936, ο Βρετανός πρεσβευτής στην Αθήνα, σερ Σίντνεϊ Ουότερλοου, ενημέρωσε την κυβέρνησή του ότι οι Γερμανοί θεωρούσαν τον Γεώργιο ως «τον πληρωμένο υπηρέτη των Βρετανών», αν και οι Ελληνες πολιτικοί προσπαθούσαν να διαδώσουν ότι «ο βασιλέας και ο στρατηγός Μεταξάς ήταν γερμανόφιλοι κατά βάθος».
Ο Ουότερλοου αντίθετα τόνισε ότι δεν μπορούσε να υπάρξει «μεγαλύτερη σύνδεση του βασιλέα μ' εμάς» και όσον αφορά τον Μεταξά οι Βρετανοί «ήταν αδύνατον να αμφιβάλλουν για την ειλικρίνεια της σταθερά εκφρασμένης του πεποίθησης ότι η ασφάλεια της Ελλάδας ήταν αμετάκλητα συνδεδεμένη (...) με την επιβίωση της βρετανικής κυριαρχίας στη Μεσόγειο».
Το Φόρεϊν Οφις
Στις αρχές του 1940 ο νέος Βρετανός πρεσβευτής στην Αθήνα Μάικλ Πάλερετ έθεσε μερικά ερωτήματα στην κυβέρνησή του σχετικά με το μέλλον του ελληνικού καθεστώτος.
Στις 20 Φεβρουαρίου το Φόρεϊν Οφις απάντησε στο Βρετανό πρεσβευτή στην Αθήνα:
«Αγαπητέ Μάικλ...
Μπορούμε ν' αλλάξουμε την κυβέρνηση Μεταξά; Η απάντηση είναι όχι... Η άλλη ερώτηση είναι: "Θέλουμε ν' αλλάξουμε την κυβέρνηση;". Πάλι η απάντηση είναι όχι. Παρά την όποια αντιπάθεια του ελληνικού λαού, γνωρίζουμε ότι καμία άλλη κυβέρνηση δεν θα μας εξυπηρετούσε τόσο... Για να καταλήξουμε λοιπόν, είμαστε παντρεμένοι με τον Μεταξά και έτσι θα παραμείνουμε μέχρι ο θάνατος ή οι Ελληνες να μας χωρίσουν». 


Παρασκευή 23 Αυγούστου 2013

Ο Μεταξάς και οι μύθοι

Το οχτάωρο, ο Μεταξάς και οι μύθοι

Μπαίνουμε σε εποχή βαρβαρότητας και τα στοιχειώδη δικαιώματα χάνονται


Η 28η Ιουλίου είναι μεγάλη μέρα για τα ερπετά της Ιστορίας. Πανηγυρίζουν, γιατί προσπαθούν να επιβάλουν τον αστικό μύθο ότι στις 28 Ιουλίου 1936 ο Ιωάννης Μεταξάς, λίγες μέρες πριν γίνει δικτάτορας, καθιέρωσε την οχτάωρη εργασία.
Και η απάντηση στα ξυρισμένα, εσωτερικά και εξωτερικά, κεφάλια είναι εύκολο να δοθεί (και πρέπει να δοθεί). Το δύσκολο και το θλιβερό του πράγματος είναι ότι πρέπει να υποστηρίξεις ιστορικά κάτι που σήμερα έχει εκ των πραγμάτων έχει καταργηθεί και αντί να αναζητήσουμε ποιος το κατάργησε, τσακωνόμαστε για το ποιος το θέσπισε. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι ακόμα και τα θλιβερά ξυρισμένα κεφάλια βγαίνουν από την ίδια μήτρα, έστω και με τη μορφή των εκκρίσεων. Της μήτρας, που κατέλυσε το κράτους δικαίου στην Ευρώπη.
«Ξεχάσαμε» να μιλήσουμε την ώρα που έπρεπε. Βλέπετε, «όταν έχτιζον τα τείχη πώς να μην προσέξω» ότι καταργείται η μονιμότητα των δημόσιων υπαλλήλων, το οχτάωρο, η αμοιβή της υπερωρίας, η αργία της Κυριακής κ.ά. Και τώρα κάθομαι, μαζί με τη γενιά μου, και μοιρολογώ ότι «ανεπαισθήτως μας έκλεισαν από τον κόσμο έξω». Και ξαφνικά, πάντα «ξαφνικά» θεωρούμε ότι γίνεται το κακό (το «καλό», αντίθετα, θεωρούμε ότι αντιπροσωπεύει τους κόπους μας), οι γαιοσκώληκες του παρελθόντος, ανεπαισθήτως και αυτοί, μπήκαν στη ζωή μας και πρέπει να λάβουν συγκεκριμένες απαντήσεις
1. Ο Μεταξάς δεν καθιέρωσε την οχτάωρη εργασία
Το πραξικόπημα του Μεταξά έγινε στις 4 Αυγούστου 1936. Από το 1913, όμως, καθορίστηκε το δεκάωρο για τους εργάτες επιφανείας των μεταλλείων και το 8ωρο για όσους απασχολούνταν σε υπόγειες εργασίες (στοές ορυχείων).
Το 1920 ψηφίστηκε ο Ν. 2269 για 8ωρη εργασία (48 εβδομαδιαίως) και αφορούσε μόνο τις βιομηχανικές επιχειρήσεις, με Προεδρικό Διάταγμα στις 27.6/4.7.1932 το 8ωρο επεκτάθηκε και σε άλλους επαγγελματικούς κλάδους και συνεχίστηκε μέχρι το 1936 (είναι αλήθεια ότι οι τελευταίες επεκτάσεις έγιναν επί Μεταξά) και για άλλα επαγγέλματα.
Σήμερα, 2013, η οχτάωρη εργασία είναι το πιο σύντομο ανέκδοτο για τους εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα. Και είναι αλήθεια ότι το κρίμα το έχει η Αριστερά των Λωτοφάγων και όχι τα, πολιτικά ανύπαρκτα, ξυρισμένα κεφάλια.
2. Ο Μεταξάς δεν δημιούργησε το ΙΚΑ
Το 1922 ψηφίζεται ο νόμος περί «υποχρεωτικής ασφάλισης εργατών και υπαλλήλων». Το 1934 ο νόμος 6298/1934, περί «ενιαίας κοινωνικής ασφαλίσεως». Τότε ξεκίνησαν όλες οι κτηριακές και τεχνικές προετοιμασίες και ολοκληρώθηκαν, μετά δύο έτη. Πρώτος διοικητής υπήρξε ο Κανελλόπουλος Παναγιώτης κατά τη διετία 1934-1935. Μετά την επιβολή του πραξικοπήματος (4η Αυγούστου 1936) ο Μεταξάς θα επιβάλει το δικό του άνθρωπο στη διοίκηση, τον Κορώνη, και με τη γνωστή τακτική «του ξανακοψίματος της κορδέλας» κάποιας υπηρεσίας θα παρουσιαστεί από τα «παπαγαλάκια» της εποχής ως ο «ιδρυτής» του ΙΚΑ. Μύθος, που αναπαράγεται ανάμεσα στους άσχετους και τους ημιμαθείς, ιδιαίτερα στην εποχή μας, λόγω του ανεξέλεγκτου διαδικτυακού ορυμαγδού.
3. Ο Μεταξάς δεν καθιέρωσε την αργία της Κυριακής
Η καθιέρωση της Κυριακής ως αργίας ψηφίστηκε το 1909, επί κυβέρνησης Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, και εφαρμόστηκε την πρώτη Κυριακή του 1910. Από τότε κατά διαστήματα διάφορες συντεχνίες κέρδιζαν το δικαίωμα της εξαήμερης εργασίας. Το ωράριο και οι μέρες εργασίας δεν είχαν καθολική ισχύ. Γι' αυτό και κάθε συντεχνία κατακτούσε μόνη της τα δικαιώματά της. Είναι απόλυτα φυσικό κάποιες συντεχνίες να καθιερώσουν την εξαήμερη εργασία και κατά την τετραετία της δικτατορίας του Μεταξά.
Η αλήθεια, πάντως, είναι ότι επί Μεταξά καθιερώθηκε η αργία της Κυριακής μόνο για τους δημοσιογράφους. Βλέπετε, από τότε, όποιος χάιδευε τον Τύπο κέρδιζε την υστεροφημία του.
Πάντως, ας μη θεωρηθεί ότι το ουσιώδες είναι να αποστομώσει κάποιος τα ξυρισμένα κεφάλια. Μπαίνουμε σε εποχή βαρβαρότητας και ο αντίπαλός μας δεν είναι τα ξυρισμένα άδεια κεφάλια. Χάνουμε, ίσως για πάντα, τα στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα και η αιτία δεν είναι τα ξυρισμένα κεφάλια. Αντίθετα, είναι το αποτέλεσμα.
Αυτό που πονά είναι ότι δεν μπορεί να δοθεί μια ολοκληρωμένη απάντηση στο στίχο του Μάνου Ελευθερίου «πώς έγινε με τούτο τον αιώνα και γύρισε καπάκι η ζωή».

Δευτέρα 19 Αυγούστου 2013

Η ζωή στις φυλακές και στην εξορία στα χρόνια του Μεταξά

του Βόγλη Πολυμέρη
Βιβλιοθήκη Ελευθεροτυπίας (2006)

Ο Αυστραλός δημοσιογράφος Μπερτ Μπερτλς έφτασε μαζί με τη γυναίκα του στην Ελλάδα το Σεπτέμβριο του 1935. Αν και ενθουσιώδης αρχαιολάτρης, αποφάσισε να κάνει ένα διαφορετικό οδοιπορικό στην Ελλάδα και στις αρχές του 1936 επισκέφτηκε τους πολιτικούς εξόριστους στην Ανάφη και τη Γαύδο. Το βιβλίο με τις εντυπώσεις του από τη ζωή των πολιτικών εξορίστων, που κυκλοφόρησε το 1938 στα αγγλικά (και πριν λίγα μόλις χρόνια στα ελληνικά, με τίτλο «Εξόριστοι στο Αιγαίο», από τις εκδόσεις «Φιλίστωρ») είναι από τις πρώτες, και πιο διεισδυτικές, μαρτυρίες που διαθέτουμε για την καθημερινή ζωή στην εξορία στη δεκαετία του 1930.
                             
Αναχωρώντας από τη Γαύδο για τον Πειραιά, στο τέλος αυτού του ιδιότυπου ταξιδιού, γράφει: «Μόνο όταν το καΐκι άρχισε να απομακρύνεται και η μικρή ομάδα στην ακτή να μικραίνει πάνω στο περίγραμμα του κόλπου και του λόφου του νησιού πίσω τους, συνειδητοποίησα τι βασάνιζε περισσότερο αυτούς τους εξόριστους. Δεν ήταν οι στερήσεις, η ανεπάρκεια τροφής, η έλλειψη σχέσεων -μολονότι όλα αυτά μερικές φορές έπρεπε να μοιάζουν αβάσταχτα- αλλά η απομόνωση πάνω σ' ένα νησί όπου τίποτε δεν φύτρωνε, όπου δεν υπήρχε έστω μια μικρή κοινότητα για να συναναστραφούν, όπου έπρεπε να ισιώσουν ένα κομμάτι γης και να υποκριθούν ότι ήταν πλατεία -ένα μέρος για να συγκεντρώνονται το απόγευμα- όπου δεν υπήρχε κανείς άλλος για να κουβεντιάσουν πέρα από τους δεκατρείς τους, όλη μέρα, όλο το χρόνο».

Αυτή είναι η καταστατική συνθήκη ύπαρξης στην εξορία, του εγκλεισμού γενικότερα. Δεν θα αλλάξει ούτε μερικούς μήνες αργότερα, κάτω από το δικτατορικό καθεστώς του Ι. Μεταξά, ούτε μια δεκαετία αργότερα, στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου. Αυτά που αλλάζουν είναι ότι προστίθενται και άλλα νησιά ως τόποι εξορίας και πολλαπλασιάζεται ο αριθμός των πολιτικών κρατουμένων και εξορίστων.

Στα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά τόποι εξορίας, πέρα από την Ανάφη και τη Γαύδο, είναι η Φολέγανδρος, τα Κύθηρα, η Σέριφος, η Σίφνος, η Κίμωλος, η Αμοργός, η Ικαρία, ο Αη Στράτης. Πέρα από τους εξόριστους υπήρχαν και οι πολιτικοί κρατούμενοι, οι οποίοι ήταν φυλακισμένοι στις φυλακές της Ακροναυπλίας, της Κέρκυρας, της Πύλου, της Αίγινας, Αβέρωφ, Συγγρού, Επταπυργίου. Εκτιμάται ότι μεταξύ 1929 και 1937 εκτοπίστηκαν 3.000 άτομα με βάση το Ιδιώνυμο και άλλα 1.000-5.000 με βάση διάφορους άλλους νόμους του μεταξικού καθεστώτος. Οταν ξεσπά ο πόλεμος, το 1940, υπήρχαν στην Ελλάδα 2.000 πολιτικοί κρατούμενοι και εξόριστοι.

Οι μαρτυρίες πολιτικών εξορίστων δεν είναι πάρα πολλές, και αφορούν κυρίως τη ζωή στην Ανάφη, επειδή εκεί ήταν συγκεντρωμένος ένας αρκετά μεγάλος αριθμός εξορίστων. Στο επίκεντρο αυτών των μαρτυριών βρίσκονται οι ποικίλες στερήσεις και κακουχίες της ζωής στα ξερονήσια, όπως οι ελλείψεις τροφίμων που προκαλούσε η κακοκαιρία (καθώς τα τρόφιμα στέλνονταν με πλοία), η έλλειψη νερού, η αίσθηση απομόνωσης. Παράλληλα, ένα μεγάλο μέρος των μαρτυριών αφιερώνεται στην οργάνωση της συλλογικής ζωής μέσα από τις «ομάδες συμβίωσης», ή αλλιώς «κολεκτίβες», που κάλυπταν όλες τις πτυχές της καθημερινότητας, από το μαγείρεμα και την καθαριότητα μέχρι τις αγροτικές εργασίες και τις πολιτιστικές εκδηλώσεις.

Πολύ ενδιαφέρον παρουσιάζει «Το ημερολόγιο της Ανάφης» στη δικτατορία του Μεταξά (1997) από τον Κώστα Γαβριηλίδη ενώ στις λίγες μαρτυρίες για την εξορία στα χρόνια του Μεταξά θα πρέπει κανείς να συμπεριλάβει τού Γιώργου Ζάρκου, «Ομάδες Συμβίωσης Πολιτικών Εξορίστων Ανάφης - ΟΣΠΕΑ», του Νίκου Τζαμαλούκα, «Ανάφη. Ο Γολγοθάς της λευτεριάς» (1975), ενώ αναφορές στην εξορία υπάρχουν στα βιβλία του Βασίλη Μπαρτζιώτα «Στις φυλακές και τις εξορίες» (1978) και του Κώστα Μπίρκα «Σελίδες του αγώνα. Ηρωικό χρονικό της δεκαπενταετίας 1935-1950» (1966).

Πέρα από τις μαρτυρίες, ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει στη μελέτη της Μάργκαρετ Κένα «Η κοινωνική οργάνωση της εξορίας. Πολιτικοί κρατούμενοι στον Μεσοπόλεμο» («Αλεξάνδρεια» 2004). Το βιβλίο τής Κένα, συνδυάζοντας την ανθρωπολογική με την ιστορική προσέγγιση, αποτελεί μια σε βάθος ανάλυση της καθημερινότητας των εξορίστων, η οποία αναδεικνύει την ποικιλομορφία των σχέσεων συμβίωσης και εξουσίας μεταξύ των πολιτικών εξορίστων.

Η κυριαρχία της συλλογικότητας, ή καλύτερα η πρόταξη της ομάδας απέναντι στην υποκειμενικότητα, αντικατοπτρίζεται και στο πλούσιο, ανέκδοτο φωτογραφικό υλικό που συνοδεύει την έκδοση. Οι ομαδικές φωτογραφίες με σκηνές από την καθημερινότητα, όπου οι εξόριστοι εργάζονται, διαβάζουν ή κάνουν μπάνιο στη θάλασσα, υπογραμμίζουν την αίσθηση ότι το άτομο μπορούσε να γίνει αντιληπτό μόνο ως μέρος της «ομάδας συμβίωσης» ή, πιο απλά, το γεγονός ότι η ατομική επιβίωση ήταν συλλογική υπόθεση στην εξορία.

Πολύ περισσότερα ήταν τα βιβλία που εκδόθηκαν με μαρτυρίες για τη ζωή των πολιτικών κρατουμένων, ιδιαίτερα στην Ακροναυπλία. Οι μαρτυρίες των πολιτικών κρατουμένων έχουν αρκετές ομοιότητες με αυτές των εξορίστων. Το μεγαλύτερο μέρος των μαρτυριών αφιερώνεται στη συλλογική ζωή μέσα στη φυλακή. Οι κρατούμενοι ήταν οργανωμένοι σε ομάδες συμβίωσης και κάθε ομάδα εξέλεγε ένα γραφείο, το οποίο ανέθετε καθήκοντα στους φυλακισμένους (μαγειρεία, ράφτες, τσαγκάρηδες, κ.λπ.), ήταν υπεύθυνο για τα οικονομικά της ομάδας και οργάνωνε τις μορφωτικές και πολιτιστικές δραστηριότητες (μαθήματα, θεατρικές παραστάσεις, κ.λπ.)

Τα πρώτα βιβλία εκδίδονται ήδη στη δεκαετία του 1960, όπως του Βασίλη Γιαννόγκωνα «Ακροναυπλία» (1963) και του Γεράσιμου Αντωνάτου «Στην Ακροναυπλία» (1965). Στη μεταπολίτευση θα εκδοθούν αρκετές ακόμα, όπως μεταξύ άλλων του Βασίλη Μπαρτζιώτα «Κι άστραψε φως η Ακροναυπλία» (1977), του Γιάννη Μανούσακα «Ακροναυπλία (Θρύλος και Πραγματικότητα)» (1975) και «Το χρονικό ενός αγώνα. Ακροναυπλία, 1939-1943» (1986), του Αντώνη Φλουντζή, «Ακροναυπλία και Ακροναυπλιώτες», 1937-1943 (1979). Οπως προανέφερα, έχουμε πολύ περισσότερες μαρτυρίες για την Ακροναυπλία απ' ό,τι για άλλες φυλακές ή για την εξορία. Γενικότερα, θα έλεγε κανείς ότι η Ακροναυπλία έγινε ο κατ' εξοχήν μνημονικός τόπος τής Αριστεράς για τις διώξεις στη μεταξική δικτατορία, όπως αντίστοιχα έγινε αργότερα η Μακρόνησος για τον εμφύλιο πόλεμο. Γιατί, όμως;

Ο πρώτος λόγος συνδέεται με τον υψηλό βαθμό κομματικής πειθαρχίας που επέδειξαν οι κρατούμενοι της Ακροναυπλίας, ιδιαίτερα στο θέμα των δηλώσεων μετανοίας. Εχει ενδιαφέρον να εξετάσουμε την περίπτωση της Ακροναυπλίας σε σχέση με τις φυλακές της Κέρκυρας, για τις οποίες έχουμε την εξαιρετική μαρτυρία του Βασίλη Νεφελούδη «Ακτίνα Θ'» (1974). Παρά το γεγονός ότι στις φυλακές Κέρκυρας φυλακίστηκαν κορυφαία στελέχη του ΚΚΕ, μεταξύ άλλων και ο Νίκος Ζαχαριάδης, και οι συνθήκες διαβίωσης ήταν πολύ πιο σκληρές, καθώς οι κρατούμενοι έζησαν δύο ή και τρία χρόνια σε πλήρη απομόνωση, η περίπτωση των φυλακών Κέρκυρας δεν έγινε εξίσου αξιομνημόνευτη.

Αυτό μάλλον συνέβη επειδή ένας μεγάλος αριθμός πολιτικών κρατουμένων υπέγραψε δήλωση μετανοίας (όπως ο Θανάσης Κλάρας, ο Κώστας Γαβριηλίδης, ο Στέλιος Σκλάβαινας), ενώ κάποιοι άλλοι προχώρησαν και στη συνεργασία με το μεταξικό καθεστώς. Στην Ακροναυπλία, αντίθετα, ο κομματικός μηχανισμός οργανώθηκε καλύτερα, η κομματική πειθαρχία αποκαταστάθηκε γρήγορα, με αποτέλεσμα πολύ λίγοι κρατούμενοι να υπογράψουν δήλωση. Η επαγρύπνηση απέναντι στον «εχθρό», η αυστηρή πειθαρχία, η υποταγή στην ηγεσία, η προάσπιση της μονολιθικότητας του κόμματος έγιναν οι αρετές των πολιτικών κρατουμένων της Ακροναυπλίας και ο «Ακροναυπλιώτης» έγινε συνώνυμο ενός συγκεκριμένου τύπου κομμουνιστή. Συναφές με τα προηγούμενα, αλλά και με τη διαδικασία ανάδειξης της Ακροναυπλίας σε μνημονικό τόπο, είναι το γεγονός ότι πάνω από τριάντα πρώην κρατούμενοι της Ακροναυπλίας τοποθετήθηκαν σε κεντρικά καθοδηγητικά όργανα του ΚΚΕ μεταπολεμικά.

Η Ακροναυπλία κατείχε εξέχουσα θέση στη συλλογική μνήμη της Αριστεράς και για έναν άλλο λόγο: τη μοίρα των πολιτικών κρατουμένων της συγκεκριμένης φυλακής κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Μετά τη γερμανική εισβολή και την κατοχή της χώρας, την άνοιξη του 1941, οι πολιτικοί κρατούμενοι δεν απελευθερώθηκαν από την κυβέρνηση αλλά, απεναντίας, παραδόθηκαν στις ιταλικές δυνάμεις κατοχής. Οι πολιτικοί κρατούμενοι αρχικά υπέφεραν από την πείνα, πάλι όμως όχι όσο οι πολιτικοί εξόριστοι.

Οι πολιτικοί εξόριστοι το χειμώνα του 1941 έμειναν χωρίς τρόφιμα, με συνέπεια να πεθάνουν από την πείνα 18 πολιτικοί εξόριστοι στην Ανάφη και 33 στον Αη Στράτη -εμπειρία που έχει αποτυπωθεί στη συγκλονιστική μαρτυρία του Κώστα Μπόση «Αη Στράτης. Η μάχη της πείνας των πολιτικών εξορίστων στα 1941» (1947).

Οι κρατούμενοι της Ακροναυπλίας μετά το 1942 διαμοιράστηκαν σε διαφορετικές φυλακές και στρατόπεδα. Πάρα πολλοί χρησιμοποιήθηκαν από τις δυνάμεις κατοχής ως όμηροι και εκτελέστηκαν σε αντίποινα για ενέργειες των ανταρτών. Η πιο γνωστή τέτοια περίπτωση είναι η εκτέλεση 200 κρατουμένων (από τους οποίους 160 ήταν Ακροναυπλιώτες) την Πρωτομαγιά του 1944 από τους Γερμανούς. Συνολικά 399 πρώην Ακροναυπλιώτες εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς στη διάρκεια της Κατοχής. Ο «Ακροναυπλιώτης», έτσι, έγινε και συνώνυμο της ηρωικής θυσίας και του μάρτυρα της Αντίστασης.

Οι μαρτυρίες για τη ζωή στις φυλακές και την εξορία στα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας επιδέχονται πολλαπλές αναγνώσεις. Μας επιτρέπουν να τις διαβάσουμε μέσα από διαφορετικές οπτικές γωνίες: ως σταθμούς στη βιογραφία τής Αριστεράς ως ενός συλλογικού πολιτικού και κοινωνικού υποκειμένου, ως τεκμήρια για τις συνθήκες και την εμπειρία του εγκλεισμού, ως υλικό για τη μελέτη της διαμόρφωσης της συλλογικής μνήμης, ως αφηγηματικά παραδείγματα για τις επόμενες γενιές πολιτικών κρατουμένων και εξορίστων που έγραψαν τις δικές τους μαρτυρίες. Κοντολογίς, μας επιτρέπουν να ξαναδούμε μια επώδυνη όσο και συναρπαστική περίοδο της σύγχρονης κοινωνικής ιστορίας της Ελλάδας.

Κυριακή 18 Αυγούστου 2013

Ρεσάλτο: Δικτατορία Μεταξά






Η έκδοση αυτή δημιουργήθηκε για την εκδήλωση: “Δικτατορία Μεταξά: οι μύθοι, η λήθη και οι προεκτάσεις γύρω από ένα επετειακό “όχι”, που πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 26 Οκτώβρη 2012 στον αυτοοργανωμένο χώρο αλληλεγγύης και ρήξης Ρεσάλτο, από πρωτοβουλία συντροφισσών/-φων του στεκιού, και μοιράστηκε σε έντυπη μορφή. Αποτελεί επεξεργασία και συρραφή σημειώσεων, με σκοπό τη γραπτή υποστήριξη μίας έτσι κι αλλιώς απαιτητικής αναφοράς σε μία ταραχώδη ιστορική περίοδο του ελληνικού κράτους, η οποία -κατά τα γνωστά ήθη της αστικής δημοκρατίας και των φασιστικών υπολειμμάτων της- κατακρεουργήθηκε και βιάστηκε από τον γαλανόλευκο καμβά του πατριωτισμού. Συνεπώς, οι σημειώσεις αυτές δεν συμμερίζονται εκ πεποιθήσεως καμία καταξίωση ή απαξίωση ως “ιστοριογραφία”, όπως επίσης δεν κατάφεραν ποτέ να βρουν τον επιθυμητό χρόνο ώστε να αποτελέσουν κάτι παραπάνω από σημειώσεις. Αντιθέτως, επιδιώκουν να συμβάλουν στον ποιοτικό εμπλουτισμό των ιστορικών εργαλείων και δεδομένων του ανταγωνιστικού κινήματος -προς όφελος πάντα των απελευθερωτικών και οριζόντιων διεργασιών- και φυσικά στην αποδόμηση των πιο χυδαίων εθνικών μύθων και ψευδαισθήσεων. (απόσπασμα από το οπισθόφυλλο του εντύπου) 
για να την κατεβάσετε πατήστε εδώ

Πηγή:Κατάληψη Πατησίων 61 & Σκαραμαγκά

Η δικτατορία του Μεταξά: Ο ιδεολογικός «πρόγονος» της Χούντας και της Χρυσής Αυγής


Η δικτατορία του Μεταξά: Ο ιδεολογικός «πρόγονος» της Χούντας και της Χρυσής Αυγής


του Γιώργου Μιχαηλίδη (2012)

Ήταν 4 Αυγούστου του 1936, όταν μετά από μία μακροχρόνια πολιτική κρίση, στην Ελλάδα εγκαθιδρύθηκε μία δικτατορία η οποία συνδέθηκε με έννοιες όπως ο αντικομμουνισμός, η αστυνομοκρατία, η αρχαιολατρεία, ο εθνικισμός, οι φασιστικού τύπου τελετές, αλλά και με ένα όνομα. Ιωάννης Μεταξάς.
Η περίπτωση του Ιωάννη Μεταξά ακόμη και μετά από τόσες δεκαετίες, διχάζει τους ιστορικούς και τους ιστοριοδίφες. Ο Μεταξάς συνέδεσε το όνομά του όσο ελάχιστοι Έλληνες με μία δικτατορία. Οι προσωποπαγείς δικτατορίες ήταν συνήθεις στην δυτική Ευρώπη (Ιταλία, Ισπανία και Γερμανία), ωστόσο στην Ελλάδα όχι.
Έπειτα, ακολουθώντας την λαϊκή βούληση, ήταν αυτός που πήρε την σημαντικότατη απόφαση να μην αποδεχθεί το ιταλικό τελεσίγραφο παράδοσης της χώρας, κηρύσσοντας τον πόλεμο στον Άξονα. Μία απόφαση-πρόκληση για τους μελετητές της Ιστορίας, καθώς η δικτατορία του Μεταξά ήταν ιδεολογικά περισσότερο συγγενής με τον ιταλικό Φασισμό και τον γερμανικό Εθνικοσοσιαλισμό, παρά με τους συμμάχους Βρετανούς.
Πώς όμως η Ελλάδα έφτασε να έχει για ηγέτη έναν άνθρωπο ο οποίος θύμιζε περισσότερο, δάσκαλο επαρχιακού σχολείου, παρά έναν δικτάτορα...;
Η πορεία μέχρι την 4η Αυγούστου
Βρισκόμαστε στις 26 Ιανουαρίου του 1936 και στην Ελλάδα διεξάγονται εκλογές στις οποίες ισοψηφούν Βενιζελικοί και Αντιβενιζελικοί. Το βάρος τού να βγει η χώρα από την κρίση πέφτει στον βασιλιά Γεώργιο Β'. Ο βασιλιάς στις 9 Μαρτίου ορίζει πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Δεμερτζή. Η τοποθέτηση όμως στην θέση του αντιπροέδρου και σε αυτήν του υπουργού των Στρατιωτικών, του Ιωάννη Μεταξά, προκαλεί αντιδράσεις. Τόσο η Αριστερά με πρωτοπόρο το ΚΚΕ, όσο και αρκετοί αστοί πολιτικοί διαβλέπουν πως υπάρχει κίνδυνος για τον κοινοβουλευτισμό.
Δυστυχώς για την ήδη εν κρίσει Δημοκρατία, οι φόβοι αυτοί επιβεβαιώθηκαν. Ο πρωθυπουργός Δεμερτζής πέθανε αιφνιδίως από ανακοπή καρδιάς έναν μήνα αργότερα. Ο δρόμος της εξουσίας για τον Ιωάννη Μεταξά ήταν πλέον διάπλατα ανοικτός.
Ο Γεώργιος διορίζει στις 13 Απριλίου πρωθυπουργό της χώρας τον Μεταξά. Έναν άνδρα χωρίς το κατάλληλο πολιτικό ανάστημα για αυτήν την θέση. Ο Μεταξάς, γνωστός για την στρατιωτική του δεινότητα, προέβλεψε την έκβαση της Μικρασιατικής Εκστρατείας αλλά αρνήθηκε να βοηθήσει την χώρα στην πανεθνική αυτή προσπάθεια και μετατράπηκε σε έναν απλό παρατηρητή της Καταστροφής. Η πολιτική του καριέρα δε, ήταν πολύ χειρότερη των προσδοκιών και των βλέψεών του.
Ο άνδρας αυτός λοιπόν, λαμβάνει μετά από ψήφισμα της ελληνικής Βουλής την απόλυτη ελευθερία προκειμένου να χειριστεί όπως αυτός έκρινε, την κατάσταση εσωτερικής αναρχίας που είχε δημιουργηθεί, από την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, την οικονομική κρίση του 1929, αλλά και την πολιτική κρίση όλων αυτών των ετών.
Η ευκαιρία δεν άργησε να του δοθεί. Το διήμερο 8-10 Μαΐου η Θεσσαλονίκη παραλύει από την καπνεργατική απεργία. Ο απολογισμός των διαδηλώσεων που βάφτηκαν με αίμα, ήταν 12 νεκροί και 300 τραυματίες. Το ΚΚΕ επειδεικνύοντας έναν πρωτοφανή επαναστατισμό κηρύσσει πανελλαδική απεργία για τις 5 Αυγούστου.
Δεν θα προλάβει καθώς ο Μεταξάς πείθει τον Γεώργιο να του παραχωρήσει έκτακτες εξουσίες προκειμένου να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Στις 4 Αυγούστου η Ελλάδα έχει πλέον δικτατορία. Η Βουλή είχε διακόψει την λειτουργία της από τον Απρίλιο και έμελλε να ξανανοίξει δέκα χρόνια μετά, το 1946, μετά το τέλος του Β' Παγκομίου Πολέμου.
Ο αντικομμουνισμός στην 4η Αυγούστου
Με την αυγή της διακυβέρνησης του Μεταξά, γίνονται ολοφάνερες οι προθέσεις του, αλλά και η πολιτική που θα ακολουθούσε απέναντι στους «αντιφρονούντες». Μόνο την νύχτα της 4ης με 5ης Αυγούστου έγιναν σε όλη την Ελλάδα, εκατοντάδες συλλήψεις κομμουνιστών, σε μία προσπάθεια αποψίλωσης της ηγεσίας του κόμματος. Πολλές ήταν και οι έφοδοι των αστυνομικών δυνάμεων στα γραφεία των κομμουνιστικών εφημερίδων αλλά και στα κεντρικά γραφεία του ΚΚΕ. Την νύχτα αυτή συνελήφθησαν μεταξύ άλλων και πολλοί δημοκράτες πολιτικοί. Τελικά στις 18 Σεπτεμβρίου, ο υφυπουργός Δημοσίας Ασφαλείας, Κωνσταντίνος Μανιαδάκης, ανακοινώνει περιχαρής την σύλληψη του γενικού γραμματέως της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, Νίκου Ζαχαριάδη.
Ήταν η αρχή ενός ανηλεούς αντικομμουνιστικού αγώνα ο οποίος, ίσως εάν δεν είχε μεσολαβήσει ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, να είχε οδηγήσει το ΚΚΕ στον αφανισμό.
Οι συλλήψεις και οι εξορίες των αντιφρονούντων ήταν ένα καθημερινό φαινόμενο. Μερικά από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στα οποία στάλθηκαν οι κομμουνιστές ήταν: Η Ανάφη, η Γαύδος, ο Άη Στράτης, το κάτεργο της Ακροναυπλίας, η Γυάρος, το Ιτζεδίν στα Χανιά, η Λέρος, η Ικαρία, η Αίγινα κ.α.
Μία μικρή ιδέα για το πώς η 4η Αυγούστου έβλεπε το κομμουνιστικό κίνημα, την παίρνουμε από τα όσα λέει ο Κωνσταντίνος Μανιαδάκης στο προλογικό του σημείωμα σε έκδοση της Εθνικής Εταιρείας με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Ο Κομμουνισμός στην Ελλάδα»: «Ο Κομμουνισμός ας μην αυταπατώμεθα, δεν εξαφανίζεται δια των συνήθων αστυνομικών μέσων και δια της υλικής επιβολής της κρατικής δυνάμεως. Διότι, ούτος δεν είναι απλώς και μόνον ένα κοινωνικό και οικονομικόν φαινόμενον, αλλά, προπαντώς, ένα ψυχικό νόσημα, το οποίο καταλαμβάνει κάθε άτομον, στερούμενον της δυνάμεως της αντιστάσεως και αυτενεργείας κατά του ανατροπέως και εκθεμελιωτού αυτού της κοινωνικής, πολιτικής και πνευματικής συγκροτήσεως της ζωής μας. Ως εκ τούτου, δε, ο Κομμουνισμός είναι ικανός να εμφολεύη παντού απαρατήρητος και να εξαπλώνεται ύπουλα μέσα εις τον Λαόν, χωρίς να δύναται κανείς να τον ξεχωρίσει, αν δεν γνωρίζει καλά τι εστί Κομμουνισμός».
Ο Ιωάννης Μεταξά με τον Κωνσταντίνο Μανιαδάκη (δεξιά)
Η εφευρετικότητα της μεταξικής δικτατορίας στο κυνήγι κατά του ΚΚΕ, δεν είχε όρια. Χαρακτηριστική είναι η έμπνευση του Μανιαδάκη, να ιδρύσει έναν ψεύτικο Ριζοσπάστη προκειμένου να διασπάσει την οργάνωση των έγκλειστων και των ελεύθερων κομμουνιστών. Τον ρόλο αυτό έπαιξε και η Προσωρινή Διοίκηση του ΚΚΕ η οποία ήταν υπό τον πλήρη έλεγχο των αρχών ασφαλείας. Με άλλα λόγια η 4η Αυγούστου δημιούργησε ένα δικό της ΚΚΕ, αλλά και έναν δικό της Ριζοσπάστη.
Η ιδεολογία και η διακυβέρνηση 4ης Αυγούστου
Ο Ιωάννης Μεταξάς οραματιζόταν ένα Νέο Κράτος. Στην Πολιτεία αυτήν οι Έλληνες θα ήταν όχι μόνο υπερήφανοι, αλλά γνώστες και άξιοι συνεχιστές του παρελθόντος τους.
Ωστόσο υπήρχε ένα βασικό πρόβλημα. Τόσο ο ίδιος ο Μεταξάς, όσο και η διακυβέρνησή του δεν είχαν λαϊκό έρεισμα. Εν αντιθέσει με την φασιστική Ιταλία και την ναζιστική Γερμανία, η δικτατορία στην Ελλάδα δεν επεβλήθη από ένα οργανωμένο κόμμα με λαϊκή αποδοχή.
Ο Ιωάννης Μεταξάς λοιπόν, αντί να φτάσει στην εξουσία διότι ήταν ένας «μεγάλος ηγέτης», έπρεπε ενώσω κατείχε την εξουσία να δημιουργήσει ένα τέτοιο προφίλ.
Έτσι ο Μεταξάς δημιούργησε για αυτόν τον λόγο, έναν μηχανισμό κρατικής ασφάλειας, λογοκρισίας, και υπηρεσιών ασφαλείας. Όλες αυτές οι κινήσεις απέβλεπαν στο να ασκείται έλεγχος από το καθεστώς στους εκπαιδευτικούς, στους καλλιτεχνικούς, ενημερωτικούς αλλά και πολιτιστικούς θεσμούς της χώρας. Αυτό ήταν η 4η Αυγούστου, ένα αστυνομοκρατούμενο κράτος.
Ο Μεταξάς είχε ένα όνειρο. Το Νέο Κράτος το οποίο θα αποτελούσε τον «Τρίτο Ελληνικό Πολιτισμό», έπρεπε να κατοικείται από Έλληνες οι οποίοι θα είναι κατά βάσιν ένα έθνος με στρατιωτική πειθαρχεία, αποτελώντας μία κοινωνία αντίστοιχη της αρχαίας Σπάρτης. Ο ίδιος πάντως θαύμαζε την πειθαρχεία και την εργατικότητα που είχαν οι Γερμανοί, κυρίως επί Εθνικοσοσιαλισμού. Προκειμένου όμως να το επιτύχει αυτό, οι Έλληνες έπρεπε να έχουν ένα πρότυπο, τον ίδιο.
Έτσι προσέδωσε στο πρόσωπό του, χαρακτηριστικά τα οποία θα τον έκαναν προσφιλή στον λαό. Ο Ιωάννης Μεταξάς έγινε «Πρώτος Αγρότης», «Πρώτος Εργάτης» και γενικά προσπάθησε με κάθε τρόπο να μην είναι μακρυά από τον ίδιο του τον λαό, αλλά να διατηρεί κιόλας και όλα τα απαραίτητα στοιχεία που θα τον έκαναν άξιο ηγτέτη της χώρας αυτής. Επίσης προχώρησε σε φιλολαϊκά μέτρα όπως την θέσπιση της 8ωρης εργασίας, την δημιουργία του ΙΚΑ (η οποία είχε πάντως αποφασιστεί πριν από μερικά χρόνια), καθώς και την κατοχύρωση της 15ημερης άδειας.
Αναφορικά με το «εθνικό δόγμα», πίστευε πως η Μεγάλη Ιδέα όπως είχε εφαρμοστεί, ήταν λάθος. Θεωρούσε πως, δεν έπρεπε να υλοποιηθεί υπό το πρίσμα του Βυζαντίου, της εξάπλωσης δηλαδή του ελληνικού κράτους στις περιοχές οι οποίες αποτελούσαν την Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Αντιθέτως πίστευε στην Μεγάλη Ιδέα, υπό το πρίσμα της αρχαιότητας.
Στο τελευταίο άρθρο που αντάλλαξε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο μέσα από την εφημερίδα Καθημερινή, στις 23/1/1935, γράφει χαρακτηριστικά πως «Εδώ είναι το σφάλμα. Δεν κατέπεσεν η Μεγάλη Ιδέα. Κατέπεσεν η προσπάθεια προς πραγματοποίησιν αυτής υπό εδαφικήν μορφήν. Κατέπεσε η Ελληνοβυζαντινή αντίληψις αυτής. Δεν κατέπεσεν όμως η αρχαία αντίληψις αυτής, η αντίληψις της κυριαρχίας του Ελληνισμού, όπου ευρίσκεται και δρα... Αλλά τότε ποία θα είναι η ενότης ενός τοιούτου Ελληνισμού; Ο πολιτισμός του!».
Αυτή ήταν η στροφή που ήθελε να κάνει ο Μεταξάς. Δεν ήθελε να επεκτείνει τα σύνορα του ελληνικού κράτους. Αντιθέτως ήθελε κατά κάποιο τρόπο να μπορεί να δράσει ξανά ο Έλληνας εκτός συνόρων και στα γειτονικά κράτη, αναβιώνοντας τις ελληνικές κοινότητες του παρελθόντος. Μία θεωρία την οποία υποστήριζαν γενικότερα οι πολέμιοι της Μεγάλης Ιδέας, όπως ο Ίων Δραγούμης.
Αυτός ήταν και ο λόγος που το καθεστώς της 4ης Αυγούστου προσπάθησε όντως να δημιουργήσει πολιτισμό, είτε με το να ενθαρρύνει να ανεβαίνουν παραστάσεις σε όλο και περισσότερα θέατρα, είτε με το να δημιουργεί κινηματογραφικές ταινίες, δαπανώντας μεγάλα ποσά στον εξοπλισμό της νέας αυτής τεχνολογίας.
Δεν μπορούσε όμως από το πουθενά να προχωρήσει προς το Νέο Κράτος ο Μεταξάς. Έπρεπε να δημιουργηθεί η λαϊκή βάση η οποία θα συνέχιζε το έργο του και μετά από αυτόν. Με άλλα λόγια έπρεπε να γαλουχήσει τις νέες γενιές με τις ιδέες του καθεστώτος. Αυτό θα γινόταν μόνο με έναν τρόπο. Με την οργάνωση των  νέων. Έτσι αποφάσισε να δημιουργήσει την Εθνική Οργάνωση Νεολαίας.
Εθνική Οργάνωση Νεολαίας (ΕΟΝ)
Η σύσταση της ΕΟΝ ήταν ένα προσωπικό στοίχημα του Ιωάννη Μεταξά η οποία -σε επίπεδο αριθμών τουλάχιστον- τον έκανε υπερήφανο. Ιδρύθηκε τον Νοέμβριο του 1936 και έκανε τις πρώτες της «δειλές» εμφανίσεις στην Πάτρα και τους Γαργαλιάνους. Τον Οκτώβριο του 1937 εμφανίζεται ενώπιον του Μεταξά και έναν μήνα αργότερα στις 7 Νοεμβρίου εμφανίζεται επισήμως στην Πάτρα. Η ημερομηνία αυτή ορίστηκε και η επέτειος η οποία θα εορταζόταν κάθε χρόνο.
Ο ιδρυτικός νόμος της οργάνωσης έλεγε ρητά πως: «Η επωφελής διάθεσις του ελευθέρου από της εργασίας ή των σπουδών χρόνου των νέων προς προαγωγήν της σωματικής και πνευματικής καταστάσεως αυτών, ανάπτυξιν του εθνικού φρονήματος και της πίστεως προς την θρησκείαν, δημιουργία πνεύματος συνεργασίας και κοινωνικής αλληλλεγγύης και έγκαιρον επαγγελματικόν προσανατολισμόν εκάστου αναλόγως προς τας φυσικάς ιδιότητας αυτού».
Η ΕΟΝ κατά κάποιο τρόπο συνεπικουρούσε στον ρόλο της εκπαίδευσης ωστόσο ο Μεταξάς προτίμησε να δημιουργήσει έναν καθ' ολοκληρίαν νέο θεσμό αντί να στηριχθεί στον ήδη υπάρχοντα κρατικό-εκπαιδευτικό μηχανισμό. Ο λόγος ήταν απλός. Δεν μπορούσε να υπάρχει εκτεταμένος έλεγχος, του τι έλεγαν και τι έπρατταν οι δάσκαλοι εντός των αιθουσών. Αντιθέτως όλη η δομή της οργάνωσης που είχε μόλις στηθεί, μπορούσε να στελεχώνεται από έμπιστα άτομα.
Η ΕΟΝ εξυπηρετούσε και έναν άλλον σκοπό πέραν της «εμφύτευσης» της ιδεολογίας του καθεστώτος. Έναν σκοπό ο οποίος ακόμη και από τους πολέμιους τη μεταξικής ιδεολογίας δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Την εποχή εκείνη μόλις το 1/10 των παιδιών συνέχιζε στην μέση εκπαίδευση. Έτσι το κράτος έπαυε να έχει επαφή με το μεγαλύτερο μέρος της νεολαίας μετά τα 13 έτη.  Εντάσσοντας τους νέους αυτούς σε «Επαγγελματικές Σχολές», αποκτούσαν πρακτικές γνώσεις. Μερικές από αυτές τις σχολές ήταν τα «Γεωργικά Σχολεία», τα «Πρακτικά Γεωργικά Σχολεία», οι «Σχολικοί Κήποι» και τα «Ορφανοτροφεία». Η ψυχαγωγία ήταν επίσης σημαντικό κομμάτι, έτσι δημιουργήθηκαν η «Εργατική Εστία», και τα «Αθλητικά Γήπεδα».
Η ένταξη στην ΕΟΝ ήταν προαιρετική και τον Αύγουστο του 1940 τα μέλη αριθμούσαν 1.200.000, ένας αριθμός πραγματικά μεγάλος για τα δεδομένα ζωής της οργάνωσης. Όλοι οι νέοι, κορίτσια και αγόρια, ηλικίας 8 έως 25 ετών μπορούσαν να συμμετάσχουν.
Πόσο προαιρετική ήταν όμως η «στράτευση»; Θεωρητικά ήταν, όμως υπήρχαν αντικίνητρα σε περίπτωση που ήθελες να μην ενταχθείς. Οι ΕΟΝίτες είχαν εκπτώσεις στα ΜΜΜ, στα εισιτήρια στον κινηματογράφο και στα θέατρα μέχρι και προτεραιότητα στους διορισμούς. Όσοι δεν ήταν ωστόσο μέλη της ΕΟΝ, πέραν του ότι έμπαιναν αυτομάτως στο «μάτι» του καθεστώτος βίωναν κατά κάποιο τρόπο έναν κοινωνικό αποκλεισμό. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Πανεπιστημίου Αθηνών το οποίο δεν επέτρεπε στους μη ΕΟΝίτες να συμμετέχουν στα συσσίτια.
Σημαντικό κομμάτι της οργάνωσης ήταν οι εκδηλώσεις, με συγκεντρώσεις, παρελάσεις αλλά και τελετουργικά. Ο Μεταξάς απέφευγε σε κάθε ευκαιρία να συγκρίνει τόσο το καθεστώς του, με το φασιστικό και το ναζιστικό, της Ιταλίας και της Γερμανίας αντίστοιχα, και το ίδιο ακριβώς έκανε και με την ΕΟΝ. Η ανύψωση του δεξιού χεριού λίγο πάνω από τον ώμο δεν ήταν ένας φασιστικός χαιρετισμός αλλά ένας «αρχαιοελληνικός». Η οργάνωση αυτή κάθε αυτή, ήταν δομημένη -σύμφωνα με το καθεστώς- κάτω από τα αρχαία σπαρτιατικά πρότυπα και όχι στα πρότυπα της ναζιστικής «Hitlerjugend» και των ιταλικών «Opera Nazionale Balilla» και «Gioventu Italiana del Littorio».
Ωστόσο το αποτέλεσμα της σύγκρισης ήταν μάλλον απογοητευτικό καθώς τόσο οι παρελάσεις, οι στολές και οι τελετές της ΕΟΝ ήταν κατά πολύ υποδεέστερες των προαναφερθέντων οργανώσεων. Χαρακτηριστική είναι η άποψη του Βρετανού πρέσβη που είχε παρευρεθεί σε τέτοια τελετή: «Η ΕΟΝ με τους φαλαγγίτες της, τα γυμνάσια και τις παρελάσεις, τις στολές της, τις σημαίες και τις μπάντες, δεν έχει σημειώσει επιτυχία... Οι εκκλήσεις στο συναίσθημα ήταν άσχημα σταθμισμένες, οι ομιλίες και οι παρελάσεις είχαν σχεδιασθεί χωρίς φαντασία, και οι μαθητές και οι φοιτητές έτειναν να την θεωρούν άχρηστο και δυσάρεστο μπελά. Δεν μπορεί να φανταστεί κανείς τίποτε λιγότερο ταιριαστό με το ελληνικό πνεύμα». [Γιάννης Ανδρικόπουλος, Οι ρίζες του ελληνικού φασισμού, Αθήνα 1977].
Ο απολογισμός του καθεστώτος
Η 4η Αυγούστου ήταν μία εκτροπή από τον δρόμο της Δημοκρατίας. Ο Ιωάννης Μεταξάς προσπάθησε να κάνει τα πάντα προκειμένου να αποκτήσει τα λαϊκά ερείσματα τα οποία δεν είχε. Αυτός ήταν και ο ρόλος της ΕΟΝ.
Προφανώς όμως δεν πέτυχε να εμφυσίσει στους Έλληνες την ιδεολογία του. Αυτό φάνηκε τόσο από την αθόρυβη διάλυση της ΕΟΝ αμέσως μετά την κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς, όσο και από την απουσία άξιων πολιτικών συνεχιστών της 4ης Αυγούστου αμέσως μετά την απελευθέρωση.
Πάντως ακόμη και εάν μέχρι σήμερα το ερώτημα εάν το «Όχι» ήταν προσωπική απόφαση του Ιωάννη Μεταξά, ή αποτέλεσμα πίεσης από την κοινή γνώμη, η 4η Αυγούστου, πέτυχε κάτι που είναι αμφίβολο εάν θα το είχαν πετύχει οι δημοκρατικές δυνάμεις της εποχής, οι οποίες ασχολούνταν κατά κύριο λόγο με τις πολιτικές αψιμαχίες, και όχι με τα πραγματικά και πολλά προβλήματα της χώρας. Η προπαρασκευή της Ελλάδας για τον επικείμενο πόλεμο, ήταν ένα αδιαμφισβήτητο επίτευγμα της 4ης Αυγούστου. Μία προπαρασκευή η οποία βοήθησε τους Έλληνες να διαγράψουν νέες ηρωικές σελίδες στην Ιστορία.
Ήταν η δικτατορία του Μεταξά ένα καθαρά φασιστικό καθεστώς;
Είναι δύσκολο να απαντήσει κανείς στο ερώτημα αυτό. Πόσο μάλλον, όταν εκατοντάδες έως και χιλιάδες άνθρωποι και οι οικογένειές τους υπέφεραν από τις διώξεις που εξαπέλυσε η δικτατορία του Μεταξά. Θεωρητικά και πρακτικά είχε όλα τα «φόντα» για να χαρακτηρισθεί ως φασιστικό καθεστώς. Αυτό συμβαίνει διότι δεν υπάρχουν μόνο πολλές ομοιότητες, αλλά και πολλές διαφορές, με το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς της Γερμανίας και το φασιστικό της Ιταλίας.
  • Το ύψωμα του δεξιού χεριού λίγο πάνω από τον ώμο
  • Η εθνοπατριωτική και εθνικιστική ρητορεία
  • Ο αντικομμουνισμός και οι διώξεις σε αντιφρονούντες
  • Η αστυνομοκρατία
  • Η λογοκρισία και η απαγόρευση της ελεύθερης έκφρασης γενικότερα
  • Οι αδιαμφισβήτητα εμπνευσμένες από τον φασισμό τελετές και παρελάσεις
  • Ο απολυταρχικός χαρακτήρας
  • Η αντιδημοκρατική ρητορεία
  • Η οργάνωση της Νεολαίας
Όλα αυτά μετατρέπουν αυτομάτως το καθεστώς σε φασιστικό. Κάτι τέτοιο όπως τυπικά αμφισβητείται, καθώς ορισμένες λεπτομέρειες κάνουν την 4η Αυγούστου ένα φασιστικού τύπου καθεστώς.
  • Σημαντικό ρόλο είχε η Αστυνομία και όχι ο Στρατός ο οποίος δεν μετείχε στην εξουσία
  • Στην Ελλάδα δεν υπήρχαν φασίστες διανοούμενοι να στηρίξουν το «Νέο Κράτος»
  • Το καθεστώς δεν επεβλήθη από ένα κόμμα με λαϊκή βάση όπως έγινε στην Ιταλία και την Γερμανία
  • Παρά την προσπάθεια διάδοσης του εθνικισμού, δεν καλλιεργήθηκε ο επεκτατισμός και ο αλυτρωτισμός
  • Δεν καλλιεργήθηκε ο φυλετισμός-ρατσισμός
Ο Κωνσταντίνος Σαράντης στην μελέτη του «Η ιδεολογία και ο πολιτικός χαρακτήρας του καθεστώτος του Ιωάννου Μεταξά» στην συλλογική έκδοση, με επιμέλεια Θάνου Βερέμη, και τίτλο «ο Μεταξάς και η εποχή του», λέει: «Σε γενικές γραμμές, λοιπόν, το καθεστώς της 4ης Αυγούστου δεν συγκέντρωνε τα απαραίτητα αποφασιστικά χαρακτηριστικά που θα το έθεταν χωρίς αμφιβολία στην ίδια κατηγορία με τα δυτικοευρωπαϊκά φασιστικά και εθνικοσοσιαλιστικά κράτη, όποιες και αν ήταν οι εμφανείς ομοιότητες και σχέσεις με αυτά».
Μάλιστα ο ίδιος ο Ιωάννης Μεταξάς έχει πει πως η Ελλάδα έγινε ένα Κράτος αντικομουνιστικό, Κράτος αντικοινοβουλευτικό, Κράτος ολοκληρωτικό, Κράτος με βάση αγροτική και εργατική, και κατά συνέπεια αντιπλουτοκρατικό χωρίς κόμμα ιδιαίτερο να κυβερνά. Κάπως έτσι χαρακτήριζε ο δικτάτωρ το Νέο Κράτος.
Από την 4η Αυγούστου στην Χούντα του '67 και την Χρυσή Αυγή
Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, μετά την κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς, δεν υπήρξε πολιτική συνέχεια του καθεστώτος, ενώ διαλύθηκε σιωπηλά και η ΕΟΝ. Ωστόσο η εθνικιστικές θέσεις της 4ης Αυγούστου, έγιναν κτήμα της μεταπολεμικής ακροδεξιάς.
Χαρακτηριστική είναι η «συγγένεια» της Χούντας των συνταγματαρχών με την δικτατορία του Μεταξά. Η πλειοψηφία των υψηλόβαθμων στρατιωτικών της δικτατορίας είχε αποφοιτήσει από τις στρατιωτικές σχολές κατά την διάρκεια της διακυβέρνησης της 4ης Αυγούστου.
Η 21η Απριλίου είχε δανειστεί πολλά χαρακτηριστικά από την 4η Αυγούστου. Σφοδρός αντικομμουνισμός, αντικοινοβουλευτική ρητορεία, τελετές και παρελάσεις φασιστικού τύπου, εθνικισμός και πολλές άλλες πρακτικές μόνο ως δημοκρατικές δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν.
Ωστόσο η Χούντα διήρκεσε επτά έτη με αποτέλεσμα και αυτή να μην καταφέρει να εμφυσήσει τις ιδέες της σε μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Ωστόσο η ιδεολογία αυτή δεν πέρασε στην «λήθη».
Συνεχιστές της Χούντας υπήρξαν οι μικρές ακροδεξιές οργανώσεις και κόμματα που δημιουργήθηκαν κατά καιρούς μετά το 1974. Μέσα σε αυτές ήταν και η Χρυσή Αυγή η οποία σήμερα εκπροσωπείται με 18 βουλευτές στην ελληνική Βουλή.
Η ίδια η Χρυσή Αυγή υποστηρίζει πως αποτελεί ένα «λαϊκό εθνικιστικό κίνημα», ενώ υπεραμύνεται της ιστορικής αποκατάστασης του Ιωάννη Μεταξά και της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου. Βασικά επιχειρήματά της είναι τα φιλολαϊκά μέτρα που έλαβε το καθεστώς και η ηρωική αντίσταση στους Ιταλούς.

Πηγή: Iefimerida

Σάββατο 17 Αυγούστου 2013

Ο "Τρίτος Ελληνικός Πολιτισμός"


Ο «Τρίτος Ελληνικός Πολιτισμός», τα Τάγματα Εργασίας και η Εθνική Οργάνωση Νεολαίας του ΙΩΑΝΝΗ ΜΕΤΑΞΑ και ο «Νέος Τύπος Ανθρώπου» του ΧΙΤΛΕΡ (HITLER) καθώς και οι τελετές των δύο στις οποίες εξασφαλίζεται η σίγουρη συμμετοχή των λαών τους, οι βασιλικοί γάμοι του ΠΑΥΛΟΥ και της ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΗΣ, πριγκίπισσας του ΑΝΟΒΕΡΟΥ, και το ιταλογερμανικό «πάντρεμα» των φιλοδοξιών των ΧΙΤΛΕΡ και ΜΟΥΣΟΛΙΝΙ (MUSSOLINI), κυριαρχούν στην πολιτική σκηνή των ετών 1937-1938. Η προσάρτηση της ΑΥΣΤΡΙΑΣ από τον ΦΥΡΕΡ, ο βομβαρδισμός της ΜΑΔΡΙΤΗΣ από τον ΦΡΑΝΚΟ και η ήττα των δημοκρατικών δυνάμεων κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, αλλά και η γενοκτονία που ακολούθησε τη μερική κατάκτηση της ΚΙΝΑΣ από την ΙΑΠΩΝΙΑ, στοιχειώνουν το διεθνές πολιτικό σκηνικό. Στα καθ' ημάς ο λαϊκός πολιτισμός του ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ και το ρεμπέτικο τραγούδι έρχονται δυναμικά στο προσκήνιο.

Παρασκευή 16 Αυγούστου 2013

Τα "ηθικά" παιδιά του Ιωάννη Μεταξά

Τα «ηθικά» παιδιά του Ιωάννη Μεταξά
Τα «πιστεύω» του μεταξικού καθεστώτος, όπως καταγράφηκαν στα 133 εβδομαδιαία τεύχη του προπαγανδιστικού περιοδικού για νέους «Νεολαία» (1938 - 1941)
Τα «ηθικά» παιδιά του Ιωάννη Μεταξά
Ο δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς (δεξιά) επιθεωρεί σχολικές επιδείξεις θηλέων-μελών της Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας (ΕΟΝ)
Το περιοδικό «Η Νεολαία» αποτελεί εύγλωττη ιστορική πηγή για τη μελέτη του καθεστώτος Μεταξά. Με 133 εβδομαδιαία τεύχη από το 1938 ως το 1941 αποτυπώνει τις αρχές και τους στόχους της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, σε μεγάλο δε βαθμό τις προσωπικές θέσεις του ίδιου του Ιωάννη Μεταξά. Είναι, επίσης, καθρέφτης των κρατικών μεθόδων προπαγάνδας («διαφωτίσεως»), εφόσον εκδιδόταν ως «όργανον πνευματικής, θρησκευτικής, κοινωνικής και πολιτικής αγωγής».
Η σημασία του περιοδικού ενισχύεται από την ταυτότητα των αναγνωστών του. Απευθυνόταν στη νέα γενιά, στήριζε και συμπλήρωνε την Εθνική Οργάνωση Νεολαίας (ΕΟΝ), η συμμετοχή στην οποία είχε καταστεί de facto υποχρεωτική για τους νέους ηλικίας από 7 ως 25 ετών. Τη νεολαία θεωρούσε ο Μεταξάς αναντικατάστατη βάση για να ανανεωθεί η αποστολή της «φυλής» μέσω ενός «ηθικού κράτους».
Μολονότι η βαρύτητα τόσο της νεολαίας όσο και της προπαγάνδας στο κράτος της 4ης Αυγούστου είναι καθολικά αναγνωρισμένη, έλειπε μια συστηματική ανάλυση του έργου που κατεξοχήν συνένωσε τα δύο στοιχεία. 
Η νέα γενιά υπό καθοδήγηση: Το παράδειγμα του περιοδικού Η Νεολαία (1398-1941)Το κενό καλύπτει με υψηλές αξιώσεις το έργο του καθηγητή Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου Γιώργου Ανδρειωμένου Η νέα γενιά υπό καθοδήγηση: Το παράδειγμα του περιοδικού Η Νεολαία (1938-1941), που μόλις κυκλοφόρησε από το Ιδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών.
Στο ευμέγεθες πόνημα η φιλολογική ανάλυση συναντά τη σύγχρονη πολιτική ιστορία. Οχι ως αφηγηματικό πλαίσιο, αλλά ως βιωμένο παρόν μιας εποχής με νευρικές απολήξεις στη σύγχρονη πολιτική και ιστορική μνήμη. Το κύριο μέρος του βιβλίου καταλαμβάνει η αποδελτίωση των 133 τευχών του περιοδικού, ενώ στο τέλος περιλαμβάνεται υπερεκατοντασέλιδο ευρετήριο ονομάτων και εννοιών. Τα περιεχόμενα κάθε τεύχους καταγράφονται με τίτλο, σύντομη περιγραφή και, συχνά, με ενδεικτικά αποσπάσματα των κειμένων. Πολύτιμο οδηγό για την κατανόηση της ύλης, της δομής και της φιλοσοφίας του περιοδικού προσφέρει η εκτενής εισαγωγή του συγγραφέα. Η ρέουσα γλώσσα και η ευχάριστη πυκνότητα των πληροφοριών σχετικοποιούν τον όγκο του βιβλίου.
Με νηφάλιο κριτικό πνεύμα
Ο Ανδρειωμένος ανατέμνει τις προθέσεις του καθεστώτος παρουσιάζοντας τη μεθοδολογία της έκδοσης. Αναλύει την πολιτική χρησιμότητα της Νεολαίας ως διαδραστικού βήματος ιδεών μεταξύ συντακτών και αναγνωστών. Με προσοχή τεκμηριώνει τη δημόσια συζήτηση που προκάλεσε το περιοδικό λόγω της επίσημης κρατικής του ταυτότητας και της ευρείας κυκλοφορίας του. Πένες νέων αναγνωστών με ποικιλόμορφο πολιτικό προσανατολισμό εμφανίστηκαν στη στήλη της αλληλογραφίας (Νικηφόρος Βρεττάκος, Μίκης Θεοδωράκης, Νίκος Καρούζος, Αναστάσιος Πεπονής, Αδαμάντιος Πεπελάσης, Παύλος Τζερμιάς κ.ά.), παράλληλα με ειδικά περιστασιακά αφιερώματα αναγνωρισμένων διανοητών, που δημοσίευαν είτε επωνύμως είτε με ψευδώνυμο.
Χαρακτηριστική υπήρξε η δημοσίευση σε συνέχειες παιδικού παραμυθιού για τον Μεγάλο Αλέξανδρο από τον Νίκο Καζαντζάκη. Κείμενα συνεισέφεραν, επίσης, δημιουργοί που αργότερα εντάχθηκαν στον χώρο της Αριστεράς, όπως η στιχουργός του ύμνου του ΕΛΑΣ Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, ο κριτικός Μάρκος Αυγέρης, ο Αιμίλιος Βεάκης, η Ρίτα Μπούμη-Παππά κ.ά.
Το νηφάλιο κριτικό πνεύμα του συγγραφέα αποτρέπει ισοπεδωτικές ταυτίσεις, καθώς ερμηνεύει πειστικά το φαινόμενο. Μελετά την πνευματική ζωή της εποχής χωρίς να κάνει εκπτώσεις στην ανθρώπινη φύση των υποκειμένων της. Η σημαντική συμβολή του είναι ότι μέσα από τη «Νεολαία» αναδεικνύει ακριβοδίκαια τόσο τις ιστορικές ασυνέχειες - ήδη τονισμένες από άλλες μελέτες - όσο και τις λιγότερο συνειδητοποιημένες συνέχειες ανάμεσα στην εποχή Μεταξά και στις εποχές που προηγήθηκαν και ακολούθησαν.
Αυτή η προσέγγιση κλονίζει την καθιερωμένη αντίληψη ότι η εκτροπή από τον κοινοβουλευτισμό της 4ης Αυγούστου 1936 εκτροχίασε συνολικά τα κοινωνικά δεδομένα και την κίνηση των ιδεών στις παραμονές του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Η ιστορία της «Νεολαίας» διαγράφει μια νωχελικότερη, ρεαλιστικότερη εξέλιξη. Παρομοίως, στον τομέα της καταστολής, φαίνεται ότι επιδεικνυόταν ανοχή σε μετριοπαθείς φωνές απόκλισης. Για τους πολλούς, η προληπτική λογοκρισία αποτελούσε εξαίρεση, πολιτική σύμφωνη με την πατερναλιστική αντίληψη του Μεταξά. Ως προστάτης και παιδαγωγός, το κράτος άφηνε ανοικτή την πόρτα στα άσωτα παιδιά του. Απώτατος στόχος ήταν να ενωθεί όλη η εθνική οικογένεια εναντίον των εχθρών της - πρωτίστως του κομμουνισμού, προς τον οποίο η προληπτική λογοκρισία αποτελούσε κανόνα.
Το βιβλίο του Γιώργου Ανδρειωμένου ζωντανεύει την εποχή ανασύροντας το περιοδικό από το ράφι της ιστορικής βιβλιοθήκης. Προσφέρει ένα έργο ολοκληρωμένο, με δική του ζωή, αλλά και μια ιστορική πηγή για κάθε μελετητή ή ανήσυχο αναγνώστη που καταπιάνεται με την τέχνη του λόγου, της ιστορίας ή της πολιτικής της σύγχρονης Ελλάδας.
Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια... και δημοτική
Μελετώντας το περιοδικό «Η Νεολαία» ο αναγνώστης καταδύεται στο μεταξικό πιστεύω. Κυριαρχούσε η υπόσχεση για τη διαμόρφωση ενός κράτους δικαίου, που θα ενέπνεε εμπιστοσύνη στον πολίτη υπηρετώντας το κοινό καλό και την εθνική ενότητα, απαλλαγμένο από τον εγγενή φατριασμό του ελληνικού κοινοβουλευτισμού. Η νέα γενιά θα συγκροτούσε μια ελίτ εμπνεόμενη από αίσθημα κοινωνικής αλληλεγγύης. Οπως η ΕΟΝ, η «Νεολαία» απέρριπτε τις παραδοσιακές κοινωνικές ή έμφυλες διακρίσεις. Απευθυνόταν εξίσου σε αγόρια και κορίτσια με άρθρα, ποιήματα και πεζά κείμενα γραμμένα στη δημοτική γλώσσα, την οποία προτιμούσε ευρύτερα το καθεστώς, κατ' αρχάς για το Δημοτικό, ως εργαλείο εθνικής ολοκλήρωσης και ταχύτερης εκπαίδευσης. Το ιδεολόγημα του Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού δέσποζε στην ύλη του περιοδικού, όπως και το τρίπτυχο «πατρίδα - θρησκεία - οικογένεια». Δινόταν έμφαση στο λαϊκό στοιχείο και στην καλλιέργεια της ελληνικής συνείδησης μέσω λαογραφικών και ηθογραφικών αναγνωσμάτων. Πολιτική αγωγή και πολιτισμικές αναζητήσεις συγκατοικούσαν με κλασικές σελίδες ψυχαγωγίας για παιδιά και εφήβους (σταυρόλεξα, σπαζοκεφαλιές, ρητά, παιχνίδια), καθώς και με αφιερώματα σε θέματα αθλητισμού, υγείας, καλών τρόπων.

Η κυρία Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου είναι αναπλ. καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας και Διεθνούς Πολιτικής στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.

Πηγή: Το Βήμα

Τρίτη 13 Αυγούστου 2013

Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου

Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου


Ο Ι. Μεταξάς ασκεπής σε στάση προσοχής στις σκάλες της Παλαιάς Βουλής πιθανώς σε ανάκρουση Εθνικού Ύμνου. Διακρίνονται ο Κ. Κοτζιάς και ο π. Υπουργός Τουρκοβασίλης με τους παρισταμένους να αποδίδουν τον φασιστικό χαιρετισμό.

Η ΑΥΓΗ: 28/10/2012
ΤΟΥ ΑΛΚΗ ΡΗΓΟΥ

To δικτατορικό καθεστώς που επιβλήθηκε από τον Βασιλιά Γεώργιο τη νύκτα της 4ηςΑυγούστου 1936, με εκτελεστικό του όργανο «τον πιστό του υπηρέτη» και αποτυχημένο πολιτικό Ιωάννη Μεταξά, δεν είναι φασιστικό, και ας επιχειρεί από την πρώτη στιγμή της ύπαρξής του να μοιάσει με τέτοιο. Είναι ένα τυπικό αστυνομικό «κράτος εκτάκτου ανάγκης», που λόγω του επερχόμενου παγκόσμιου πολέμου, το έχει ανάγκη για λόγους στρατηγικούς η Μεγάλη Βρετανία στη νοτιοανατολική Μεσόγειο. Ένα αυταρχικό καθεστώς το οποίο συνενώνει κάτω από το στέμμα, που εκφράζει ανοικτά τα βρετανικά συμφέροντα, το παλιό γερμανόφιλο πολιτικό-οικονομικό προσωπικό που συμβολίζει ο Μεταξάς και εξουδετερώνει με αυτό τον τρόπο την αυξανόμενη επικίνδυνα μετά την οικονομική κρίση γερμανική διείσδυση στη χώρα. Ένα καθεστώς στο οποίο το κυρίαρχο καπιταλιστικό σύστημα όχι απλά παραμένει αλώβητο, αλλά στηρίζεται με κάθε μέσο, ακόμη και με την ύπαρξη για πρώτη φορά Αστικού Κώδικα. Ενώ αναστέλλει το Σύνταγμα και τις κατοχυρωμένες Ελευθερίες, παίρνει αμέσως με την επιβολή του ευνοϊκά μέτρα υπέρ των ξένων ομολογιούχων των παλιών δανείων, κυρίως των Βρετανών, που είχε παγώσει η κυβέρνηση Ελ. Βενιζέλου.
Πρόκειται για ένα καθεστώς βέβαια του οποίου τα εξωτερικά χαρακτηριστικά απλά μιμούνται τα φασιστικά πρότυπα. Όχι ότι ο διαχειριστής του δεν εμπνέεται από τα κυρίαρχα στην εποχή φασιστικά και ναζιστικά ιδεολογήματα, όπως και πολλοί από τους πολιτικούς του αντιπάλους, για να είμαστε ειλικρινείς. Το ιδεολογικό του πιστεύω είναι όμως πιο σύνθετο και αντιφατικό, αποτελεί ένα αμάλγαμα αυταρχικών και παρωχημένων αριστοκρατικών μεσαιωνικών αντιλήψεων: «Εγώ καθόρισα τον δρόμο μου προ πολλού. Είμαι στρατιώτης και ευγενής και θέτω εις την υπηρεσίαν του Βασιλέως μου το ξίφος μου, του αφιερώνω δε την ζωήν μου και την διάνοιαν μου. Μου είναι αδιάφορον αν ο Βασιλεύς είναι καλός ή κακός, επιβλαβής ή ωφέλιμος. Δεν εξετάζω αν οι πράξεις του προξενούν καλόν ή κακόν εις το έθνος, τον ακολουθώ τυφλώς εις ό,τι θέλει, η θέλησις του είναι δι’ εμέ νόμος… Ανήκω εις την αριστοκρατίαν εκείνην ήτις επολέμησεν υπέρ του Βασιλέως της πολύ πριν η γεννηθή η Νέα Ελλάς. Επομένως πατρίς δι’ εμέ δεν είναι η από του 1821 γεννηθείσα, διότι ως Μεταξάς ανήκω εις το γένος όπερ υπήρξεν πρότερον της πατρίδος ταύτης…»
Κατανοεί ταυτόχρονα πλήρως τη δοτή του εξουσία. Ότι δεν είναι εκφραστής ενός μαζικού κινήματος, όπως το Φασιστικό και το Ναζιστικό, που κυριαρχούν την περίοδο αυτή στην Ευρώπη, αλλά είναι ανύπαρκτα στην Ελλάδα. Ότι δεν έχει κατακτήσει δυναμικά την εξουσία. Ότι δεν βασίζεται καν σε ένα μαζικό κόμμα, όπως τα αντίστοιχα πρότυπά του. Ότι το καθεστώς του δεν έχει ένα θετικό –έστω ολοκληρωτικό και απάνθρωπο– ιδεολογικό-πολιτικό πρόταγμα. Όλα αυτά επιχειρεί να τα υπερβεί με τον τρόμο τα βασανιστήρια και τα δίκτυα καταδοτών της «Ειδικής Ασφάλειας», την οποία συγκροτεί με επικεφαλής τον πιστό του φίλο απότακτο βασιλικό ταγματάρχη Κ. Μανιαδάκη και τη δημιουργία φασιστικού τύπου Νεολαίας, η οποία όμως μαζικοποιείται μόνο όταν μετά το 1938 γίνεται υποχρεωτική για νέους, δασκάλους και καθηγητές γυμνασίων. Ακριβώς γι’ αυτό, σε όλη τη διάρκεια του βίου της δικτατορίας τρέμει μην τον παύσει «ο Βασιλεύς και αφέντης του», ο οποίος άλλωστε κρατά ως προσωπικό του φέουδο την εξωτερική πολιτική και βέβαια το στρατό. Έτσι, ενώ συγκεντρώνει στα χέρια του κάθε εξουσία (Πρωθυπουργός, υπουργός Εξωτερικών, Στρατού, Ναυτικού, Αεροπορίας και λίγο αργότερα και Εσωτερικών και Εθνικής Παιδείας), διαλύει τη ΓΣΕΕ, που τη μετατρέπει σε υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας με γραμματέα τον ίδιο τον Υπουργό, ανακηρύσσει τον εαυτό του σε «Πρώτο Εργάτη, Πρώτο Αγρότη, και Εθνικό και χαλύβδινο Κυβερνήτη», αμφιβάλλει για τους πάντες, φοβάται ακόμη και την ησυχία: «Ησυχία απόλυτος, τόση που με ανησυχεί. Έτσι είναι η ησυχία»!
Το «Νέον Εθνικόν Κράτος» -όπως ονόμασε ο ίδιος το ιδιότυπο καθεστώς του- οικοδομείται με έναν αρνητικό πολιτικό μύθο αντιφιλελεύθερου ατομικισμού, αντικοινοβουλευτισμού και αντικομμουνισμού, όπου κομμουνισμός σημαίνει για το καθεστώς κάθε τι το μοντέρνο και προοδευτικό, και ενός πατριδοκάπηλου επιλεκτικού εθνικισμού. Ταυτίζει Κράτος, Έθνος και Λαό, με παράλληλη αποθέωση της νεολαίας και θεοποίηση μιας συντεχνιακής κρατικής ιεραρχίας, ως υποκατάστατο της κουρελιασμένης Μεγάλης Ιδέας. Και το ιδεολογικό του παραλήρημα συνεχίζεται με την κατά μίμηση του Γ’ Ράιχ εφεύρεση του Γ’ Ελληνικού Πολιτισμού… «Γυρίζουμε πίσω εις τας πηγάς εκείνας από τας οποίας έρρευσε το νερό του Ελληνισμού καθαρό και αγνό για να αναβαπτισθούμε εκεί μέσα και να ξαναγίνουμε Έλληνες και τότε να ορμήσουμε εις ένα νέον μέλλον και όχι εις το μέλλον του αφανισμού. Θέλομεν ιδικόν μας Πολιτισμόν Ελληνικόν. Δεν θέλομεν ξένους πολιτισμούς… Η δημιουργία του Γ’ Ελληνικού Πολιτισμού [δεν] είναι κάτι το οποίον να είναι ανώτερον των δυνάμεων του Ελληνικού Λαού. Να μην σας τρομάζουν οι πολιτισμοί μας οι οποίοι επέρασαν. Δεν ήσαν τέλειοι… Ο Αρχαίος πολιτισμός, μεγάλος εις την τέχνην, μεγάλος εις την επιστήμην, χωλός εις την θρησκείαν… χωλότερος ακόμη εις την πολιτικήν του εξέλιξη. Δεν πιστεύω αν μελετήση κανείς από σας την ιστορίαν, να θαυμάζη τας σκέψεις των πολιτικών, οι οποίοι οδήγησαν εις τον Πελοποννησιακόν πόλεμον… ή τους πολιτικούς οι οποίοι αντέδρασαν εις την Μακεδονικήν Ηγεμονίαν… Ο Μεσαιωνικός Ελληνισμός υπήρξεν αναμφισβητήτως από απόψεως τέχνης και επιστήμης πολύ πιο καθυστερημένος από τον Αρχαίον Ελληνισμόν. Αλλά από απόψεως Θρησκευτικής ήτο πολύ ανώτερος και εδημιούργησεν ένα θρησκευτικό ιδεώδες… το οποίον μας συνεκράτησε και μας συγκρατεί και σήμερον. Εδημιούργησεν δε από απόψεως πολιτικής Κράτος. Διότι το Κράτος το μεσαιωνικόν, το Ελληνικόν… ήτο ένα από τα καλύτερα και ισχυρότερα της εποχής εκείνης, αν όχι το ανώτερον όλων. Δεν έχετε νέοι Έλληνες την φιλοδοξίαν από τους δύο αυτούς πολιτισμούς να σχηματίσετε τον ιδικόν μας πολιτισμόν;».
Χρειάζεται βέβαια και η Ειδική Ασφάλεια, «αδέσμευτη δικονομικών κανόνων… που δεν εξυπηρετούν… να επιβάλλωσι τας νομίμους κυρώσεις. Και σειρά απαγορεύσεων που συντάσσει ο ίδιος ο Μεταξάς από τη διάλυση των κομμάτων, την καθιέρωση προληπτικής λογοκρισίας, όπου απαγορεύεται «οιαδήποτε κρίσις περί του έργου της Κυβερνήσεως εκτός αν είναι ευμενής», μέχρι την απαγόρευση του ρεμπέτικου ακόμη και της ύπαρξης… κατσικιών. Ενώ επιβάλλεται «όπως εκθύμως και ενθουσιωδώς δι’ άρθρων, σχολίων και πάσης φύσεως δημοσιευμάτων συμβάλλωσι (πάντες) εις το αναμορφωτικόν και δημιουργικόν έργον της Κυβερνήσεως». Διότι ο Γ’ Ελληνικός Πολιτισμός «είναι έργον μιας εποχής, ενός ολόκληρου λαού, οδηγούμενου από έναν εμψυχωτήν, εις τον οποίον πιστεύει και όστις δι’ όλων των οργάνων του Κράτους και της Κοινωνίας, εμπνέει και κατευθύνει απ’ ευθείας και προσωπικώς», διότι «το Νέον Κράτος έχει το δικαίωμα και το καθήκον να ρυθμίζει όπως αυτό κρίνει, δυνάμεις εθνικάς, φυσικάς υδατοπτώσεις κλπ».
Ζαλισμένος απ’ όλα αυτά ο Γιάννης Μαλώσης φίλος του καθεστώτος ρωτά τον Μανιαδάκη «Επιτέλους υπουργέ μου, τι καθεστώς έχουμε Φασισμό, Ναζισμό…», για να πάρει την ρεαλιστικά αποστομωτική απάντηση: «Τι λες βρε κόπανε! Εμείς είμαστε 4ηΑυγούστου και ό,τι βγει»! Ό,τι βγει λοιπόν, αρκεί βέβαια να εξασφαλιστεί, όπως δηλώνει ο ίδιος ο Μεταξάς, ότι «Η κυβέρνησίς μου θα μείνει διαρκώς εις την εξουσίαν, διότι το έργον το οποίον έχει να εκτελέση δεν μετράται ούτε με χρόνια ούτε με μήνες», μια που «αι δικτατορίαι είναι συνδεδεμέναι με τας τύχας του δικτάτορος και δεν έχουν διάδοχον άλλον πλην του χάους».
Πάντως, μπορεί να μετρηθεί σύμφωνα με στοιχεία της ίδιας της Ειδικής του Ασφάλειας, με τις 100 χιλιάδες πολίτες που πέρασαν από τα κολαστήριά της, τα συστηματικά βασανιστήρια, τον πάγο, το ρετσινόλαδο, τη γάτα, τη φάλαγγα, τις οπερετικές τελετές, τις ατέλειωτες παρελάσεις, τις θριαμβικές αψίδες υποδοχής του δικτάτορος που, «θέλει λατρείας διψά η ψυχή του» και στις οποίες τα όργανα του Κράτους «εντέλλονται όπως διοργανώνουν αυθόρμητους υποδοχάς» στις οποίες «σκόπιμον θεωρούμεν (η υποδοχή μας) δέον να γίνεται διά ζητωκραυγών και ουχί μόνο δια χειροκροτημάτων». Επίσης, με το δημόσιο κάψιμο σειράς κλασικών βιβλίων, τις δολοφονίες αντιπάλων, τις φυλακίσεις, τις εξορίες χιλιάδων πολιτών όλου του πολιτικού φάσματος, τη γενικευμένη τρομοκρατία, την ραγδαία σύμφωνα με την ΟΥΝΡΑ επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης των πολιτών, όπου μόνο το 17% έχει εισόδημα πάνω από το όριο επιβίωσης, και τους… λόγους του δικτάτορα. Ακατάπαυστους λόγους για κάθε θέμα και κάθε περίσταση. Μια που, όπως γράφει διεισδυτικά ο Ασημάκης Πανσέληνος, στο ανεπανάληπτο εκείνο Τότε που ζούσαμε, ο Μεταξάς υπήρξε τελικά …«μια ιδιοφυία κοινωνικού παιδονόμου»!

Δευτέρα 12 Αυγούστου 2013

4η Αυγούστου και εκπαίδευση



 
 
[1]
Κώστας Θεριανός
Το καθεστώς που επέβαλε ο Ιωάννης Μεταξάς στην Ελλάδα το 1936 δεν ήταν φασισμός[2] με την έννοια ότι δεν στηρίζονταν σε κάποιο φασιστικό κίνημα από τα κάτω όπως ο Μουσολίνι στην Ιταλία ή ο Χίτλερ στη Γερμανία. Άλλωστε, η ίδια η ονομασία του καθεστώτος μόνο από την ημερομηνία επιβολής του είναι αδιάψευστη (αυτό)μαρτυρία ότι δεν είχε ιδεολογικό περιεχόμενο, αν και στην πορεία ο Μεταξάς προσπάθησε να του δώσει[3].
Η δικτατορία της 4η Αυγούστου του 1936 προέκυψε από την κατάληψη της εξουσίας από το Μεταξά προκειμένου να αποτραπεί ο «κομμουνιστικός κίνδυνος», δηλαδή η αδυναμία των αστικών πολιτικών δυνάμεων, στη δεδομένη συγκυρία, να διαμορφώσουν ένα ηγεμονικό πολιτικό σχέδιο σε συνθήκες κοινοβουλευτισμού[4] σε συνδυασμό με τις μεγάλες και δυναμικές  εργατικές και αγροτικές κινητοποιήσεις που εκδηλώνονταν σε όλη τη χώρα.[5]
Στις εκλογές του1936 βασιλικοί και βενιζελικοί αναδείχθηκαν ισοδύναμοι με αποτέλεσμα το ΚΚΕ που είχε εκλέξει 15 βουλευτές να παίζει το ρόλο ρυθμιστή. Ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ όρισε πρωθυπουργό της χώρας τον Ιωάννη Μεταξά, γνωστό για τις αντιδημοκρατικές του ιδέες[6]. Όμως, οι κοινωνικές εκρήξεις συνεχίζονται. Το Μάιο του 1936 έγιναν αιματηρές διαδηλώσεις στη Θεσσαλονίκη. Με πρόσχημα τα γεγονότα αυτά και παραμονή 24ωρης γενικής απεργίας ο Γεώργιος Β’ και ο Μεταξάς κήρυξαν δικτατορία.
Το Διάγγελμα του Μεταξά «προς τον λαόν διά την μεταβολήν της 4ης Αυγούστου 1936» είναι διαφωτιστικό καθώς ο δικτάτορας δηλώνει ότι προσπάθησε με την κίνηση του να αποτρέψει τον κομμουνισμό, ο οποίος
παρασκεύαζε την κοινωνικήν επανάστασιν και τελευταίως επίστευσεν ότι βρίσκεται εις τα πρόθυρα αυτής[7].

Η πολιτική της 4ης Αυγούστου στην εκπαίδευση

Η πολιτική της 4ης Αυγούστου στην εκπαίδευση μπορεί να χωριστεί σε δύο περιόδους:
1936-11/38: υπουργός παιδείας ο Κωνσταντίνος Γεωργακόπουλος
11/1938-41: υπουργός παιδείας ο Ιωάννης Μεταξάς
Η τομή που κάνουμε δεν αφορά μόνο την εναλλαγή προσώπων στον υπουργικό θώκο, αλλά έχει να κάνει με ουσιαστικές διαφορές στην πολιτική τους. Ο Γεωργακόπουλος είναι φορέας μιας ακραίας συντηρητικής ιδεολογίας και με τα μέτρα του αποβλέπει στο οριστικό ξήλωμα της μεταρρύθμισης του 1929 ενώ ο Μεταξάς προσπαθεί να δημιουργήσει μια καθαρά φασιστική εκπαίδευση προκειμένου να διαμορφώσει ένα φασιστικό κόμμα στα πρότυπα του Χίτλερ και του Μουσολίνι. Την προσπάθεια του αυτή θα ανακόψει ο πόλεμος.

Ι. 1936-11/38

Με την κατάληψη της εξουσίας, υπουργός παιδείας διορίστηκε ο Κωνσταντίνος Γεωργακόπουλος στις 6 Αυγούστου 1936. Ο Γεωργακόπουλος με την έναρξη του σχολικού έτους 1936-37 έστειλε εγκύκλιο στα σχολεία (17/10/1936) στην οποία αναφέρονταν:
…η κατά την τελευταία εικοσαετίαν κρατήσασα κατάστασις μοιραίως επηρέασε και την εκπαίδευσιν. Άνθρωποι ανίκανοι να περιλάβουν εις την μικράν ψυχήν των την απέραντον και ιεράν έννοιαν την Πατρίδος, εμφορούμενοι από ιδέας και θεωρίας ας εδημιούργησαν έκφυλα πνεύματα, επεχείρησαν την διάσεισιν αυτών τούτων των βάθρων, εφ’ ω ανέκαθεν εστηρίχθη δια να μεγαλουργήση το Ελληνικόν Έθνος. Προσεπάθησαν να υπομονεύσουν την θρησκείαν, την πατρίδα και την οικογένειαν. Την ψυχικήν αυτών πώρωσιν ενεφάνισαν εντέχνως ως «ανώτερον ανθρωπισμόν» και την αποσυνθετικήν αυτών προσπάθειαν ως «εκπαιδευτική μεταρρύθμιση»…το σχολείο εχρησιμοποιείτο ουχί σπανίως ως μέσον της προπαρασκευής της κομμουνιστικής επιβολής[8].    
 Ο Γεωργακόπουλος, φορέας μιας ακραίας εκδοχής του αστικού συντηρητισμού, θα συνεχίσει την αποδόμηση της μεταρρύθμισης του 1929, κάτι που έχει ήδη σε μεγάλο βαθμό συντελεστεί από τις κυβερνήσεις του Λαϊκού Κόμματος την περίοδο 1933-35[9].
O Αλέξανδρος Δελμούζος, διαμαρτυρόμενος για την εγκύκλιο του Γεωργακόπουλου, έκανε αναφορά διαμαρτυρίας (19 Οκτωβρίου 1936) και ένα χρόνο μετά, όταν αντιλήφθηκε ότι το καθεστώς παγιώθηκε, παραιτήθηκε (25 Σεπτεμβρίου 1937) από την έδρα της Παιδαγωγικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Στο κείμενο της παραίτησης του προσπάθησε να αποκρούσει όσα το καθεστώς της 4ης Αυγούστου καταλόγιζε στους προηγούμενους μεταρρυθμιστές. Yποστήριξε ότι οι προηγούμενες μεταρρυθμίσεις υποστήριξαν τα εθνικά και θρησκευτικά ιδεώδη και το έργο τους «ήτο βαθύτατα και ουσιαστικώτατα και εθνικόν και θρησκευτικόν και ηθικόν».Θα δούμε στη συνέχεια πως η αδυναμία σημαντικού τμήματος των διανοουμένων και των λογοτεχνών να κατανοήσουν την κοινωνική και πολιτική συγκρότηση του καθεστώτος Μεταξά θα τους οδηγήσει, όπως και τον Τριανταφυλλίδη, από την ανοχή μέχρι και την ανοιχτή στήριξη του καθεστώτος[10]. 
Στο τεύχος «Η Εκπαίδευσις μετά την 4ην Αυγούστου» που κυκλοφόρησε από το καθεστώς (1937) αναφερόταν ότι «Η 4η Αυγούστου 1936 εύρε την εκπαίδευσιν υπό την ανενοχλήτως αυξάνουσαν επίδρασιν των ερυθρών οργάνων του κομμουνισμού. Επί σειρά ετών, τας εκπαιδευτικάς κατευθύνσεις εχάρασσεν ο υπαρχηγός του κομμουνιστικού κόμματος» (ο συντάκτης εννοεί το Δημήτρη Γληνό)[11].
Με τον Αναγκαστικόν Νόμον 770/1937 το καθεστώς της 4ης Αυγούστου αναδόμησε το εκπαιδευτικό σύστημα. Η Μέση Εκπαίδευση έγινε 8 χρόνια μέσα από τη δημιουργία δύο κύκλων σχολείων (διάρκεια πρώτου κύκλου 6 χρόνια και του δεύτερου 2 χρόνια). Ο δεύτερος κύκλος ήταν για όσους μαθητές θα συνέχιζαν τις σπουδές τους στο πανεπιστήμιο. Το δημοτικό σχολείο περιορίστηκε ουσιαστικά σε 4 τάξεις αφού στην πρώτη τάξη του 8τάξιου γυμνασίου γίνονται δεκτοί οι μαθητές που έχουν ενδεικτικό προαγωγής της Δ’ τάξης του δημοτικού και πετυχαίνουν στις εισιτήριες εξετάσεις (άρθρο 12). Η δομή της εκπαίδευσης άλλαξε μετά από δύο χρόνια με αποτέλεσμα το 8ταξιο γυμνάσιο να μην προλάβει να ολοκληρωθεί. Ουσιαστικά δημιουργήθηκε ένα χάος με την ταυτόχρονη ύπαρξη αστικού σχολείου (5 έτη), προγυμνασίου (5 έτη), το κλασικού γυμνάσιον (8 έτη), το πρακτικού λυκείου (8 έτη)[12]. Σχηματικά, οι επιλογές που είχε να κάνει κάποιος νέος σχετικά με την σχολική του πορεία, την περίοδο αυτή, ήταν:
4 χρόνια ΔΗΜΟΤΙΚΟ – 6 χρόνια ΓΥΜΝΑΣΙΟ.
6 χρόνια ΔΗΜΟΤΙΚΟ – 3 χρόνια ΑΣΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ.
4 χρόνια ΔΗΜΟΤΙΚΟ – 6 χρόνια ΓΥΜΝΑΣΙΟ – 2 χρόνια ΛΥΚΕΙΟ – ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ[13].
Το αστικό σχολείο είχε θεσπιστεί πριν από τη δικτατορία (νόμος 5874/1933) και είχαν βασικό τους αντικείμενο τη διδασκαλία στα παιδιά κάποιων επαγγελματικών γνώσεων σχετικών με την περιοχή που ζούσαν (αλιεία, κτηνοτροφία, μελισσοκομία).
Προκειμένου να δημιουργήσει φασιστικό κόμμα ο Μεταξάς προχώρησε στην ίδρυση της ΕΟΝ (Εθνική Οργάνωση Νεολαίας), οργάνωση με φασιστικό υπόβαθρο, την οποία θεωρούσε «θεσμός κρατικός, έργον μου, επί του οποίου στηρίζω μέγιστας ελπίδας». O δικτάτορας προσπάθησε να συνδέσει την ΕOΝ με το σχολείο. Όλα τα παιδιά ηλικίας 6 μέχρι 19 ετών υποχρεούνταν να οργανωθούν στην ΕOΝ.
Η δημιουργία της ΕΟΝ συνάντησε αντιδράσεις και μέσα στο ίδιο το καθεστώς. Ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ έβλεπε μάλλον τη δικτατορία ως προσωρινή λύση για αυτό και η προσπάθεια του Μεταξά να συγκροτήσει ένα φασιστικό κόμμα με πρόπλασμα την ΕΟΝ υπονομεύθηκε συστηματικά τόσο από τον Γεωργακόπουλο όσο και από τον διάδοχο Παύλο που ήταν αρχηγός του Σώματος Προσκόπων[14].   
Προβλήματα δημιούργησε η ΕΟΝ και στο περιεχόμενο του σχολείου. Οι εκπαιδευτικοί όφειλαν να στηρίξουν την ΕΟΝ και αυτό αποτελούσε κριτήριο της επαγγελματικής τους επάρκειας. Επίσης, η μέρα που ήταν αφιερωμένη στην εκπαίδευση της ΕΟΝ (κάθε Τετάρτη) οδηγούσε στο να παραφορτώνεται το πρόγραμμα των άλλων ημερών. Οι εκπαιδευτικοί υποχρεώνονταν να χαιρετούν τους μαθητές φασιστικά και να μιλούν με σεβασμό στους βαθμοφόρους της ΕΟΝ[15].
Το 1937 ιδρύθηκε ο Oργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων (ν. 952/1937), ο οποίος είχε ως σκοπό την έγκριση και διάθεση βιβλίων σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης (από τα αναγνωστικά του δημοτικού μέχρι και τα πανεπιστημιακά συγγράμματα).
Στα γυμνάσια θηλέων καταργήθηκε η διδασκαλία της Αγωγής του Πολίτη. Η δικαιολόγηση αυτού του μέτρου έγινε με την προσφυγή σε αντιλήψεις της προαστικής ιδεολογίας για το ρόλο και τον προορισμό της γυναίκας ενώ δεν έλειψαν και αναφορές διανοουμένων του κράτους, όπως ο παιδαγωγός Σπύρος Καλλιάφας σε απόψεις του Μουσολίνι για το ίδιο θέμα.
Το περιεχόμενο της παιδείας απέκτησε φασιστικό προσανατολισμό. O Επιτάφιος του Περικλή σταμάτησε να διδάσκεται. Προβλήθηκε ως πρότυπο η σπαρτιατική αγωγή καθώς και η τυφλή υποταγή στον αρχηγό. O Μεταξάς θεωρήθηκε «ο πατέρας» του έθνους και τα παιδιά μάθαιναν ότι έπρεπε να καταδίδουν τους γονείς τους αν αυτοί είχαν διαφορετικά φρονήματα[16].
Αυξήθηκαν τα εποπτικά συμβούλια της εκπαίδευσης ώστε να είναι δυνατός ο μεγαλύτερος και ασφυκτικότερος έλεγχος των εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων.
Στα σχολεία εισήχθη μάθημα με τίτλο «Εθνική και Ηθική Αγωγή» (4 ώρες το μήνα για κάθε τάξη), όλοι οι μαθητές εντάχθηκαν σε σχηματισμούς της ΕΟΝ και καθορίστηκε το μέτρο του τακτικού εκκλησιασμού.
Είναι χαρακτηριστικά τα όσα γράφει ο Βασίλης Τσιρίμπας, ανώτερος υπάλληλος του υπουργείου παιδείας, το 1938 για το περιεχόμενο της παιδείας:
ήρχισεν ευτυχώς τοιαύτη κίνησις προς εθνικοσοσιαλιστικήν αγωγήν των Ελλήνων, ενομίσαμεν ότι έχομεν επιστημονικόν και επαγγελματικόν καθήκον να αποδείξωμεν ότι η εθνικοσοσιαλιστική αύτη αγωγή δεν είναι ξένον προϊόν, αλλά γνήσιον ελληνικόν[17].
 Όμως, κάτω από τους πομφόλυγες της εθνικής αγωγής η κατάσταση στη δημοτική εκπαίδευση περιγραφόταν στην επίσημη στατιστική του έτους 1938-39 ως εξής: 74.392 παιδιά διέκοψαν τη φοίτηση από το σχολείο, διαρρέοντας από τάξη σε τάξη.
Το 60,4% του συνόλου των δημοτικών σχολείων ήταν μονοτάξια γεγονός που φανέρωνε ότι μεγάλο μέρος των ελληνοπαίδων λάμβανε στοιχειώδη μόρφωση. Την ίδια χρονιά πάνω από 100 χιλιάδες παιδιά σχολικής ηλικίας δημοτικού σχολείου δε φοιτούσαν στο δημοτικό σχολείο.
Σε πάνω από 3 χιλιάδες χωριά και συνοικισμούς δεν υπήρχε καν δημοτικό σχολείο. Τα υπάρχοντα νηπιαγωγεία εξυπηρετούσαν, την ίδια χρονιά μόνο το 15% περίπου των παιδιών νηπιακής ηλικίας.
Παράλληλα, το καθεστώς επιδίδεται σε αμείλικτο διωγμό, εξορίες και βασανιστήρια των πολιτικών του αντιπάλων που προσπαθούν να οργανώσουν κίνημα εναντίον του. Ο γραμματέας της Κομμουνιστικής Νεολαίας (ΟΚΝΕ) Χρήστος Μαλτέζος πέθανε από βασανιστήρια. O Δημήτρης Γληνός εξορίστηκε στην Ανάφη, το 1937 μεταφέρθηκε στην Ακροναυπλία και από εκεί στη Σαντορίνη. Στην Ακροναυπλία έγινε απόπειρα δολοφονίας του Γληνού όταν ένα βράδυ οι χωροφύλακες έριξαν στο θάλαμο των διανοουμένων «τυφλά πυρά» από τα οποία βρήκε το θάνατο ο δάσκαλος Σταυρίδης[18].
Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου προχώρησε, επίσης, στη διάλυση της ΟΛΜΕ.
Ο Μίλτος Κουντουράς που βρίσκονταν ήδη εκτός της δημόσιας εκπαίδευσης θα αντιμετωπίσει και αυτός τη λογοκρισία του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, καθώς το περιοδικό «Παιδεία» που εκδίδει θα σταματήσει επί του πιεστηρίου[19]. Την ίδια τύχη είχε και η «Σχολική Εφημερίδα» που εξέδιδε ο Σωτηρίου και ο Παπαμαύρος.
Ο Σωτηρίου κατόρθωσε να εκδώσει ένα νέο περιοδικό (1936-1940) με τίτλο «Παιδαγωγική» στο οποίο όμως δεν εμφανίζεται ως εκδότης και αρθρογραφεί με τα ψευδώνυμα Κ. Μήτρου και Κ. Σιδερίτης[20].
Βέβαια, σύμφωνα με τον Χάρη Αθανασιάδη[21], παραμένει ανοικτό το ερώτημα γιατί ο υπουργός Γεωργακόπουλος ανέχθηκε την κυκλοφορία ενός περιοδικού γραμμένου στη δημοτική γλώσσα. Ενδεχομένως αυτό να οφείλεται στη δημόσια τοποθέτηση του Μεταξά υπέρ της δημοτικής γλώσσας ενάμισι μήνα μετά την κήρυξη της δικτατορίας. Όπως δήλωσε και ο ίδιος ο δικτάτορας σε συνέντευξή του στη Βραδυνή (15-9-1936):

Το ατύχημα είναι ότι η άρχουσα τάξις μέχρι σήμερον ηθέλησε να συγχέει τον δημοτικισμόν που είναι κίνημα καθαρώς εθνικόν, με τον κομμουνισμόν. Αυτή η σύγχυσις δεν επιτρέπεται πλέον, διότι δεν ωφελεί παρά μόνον τους κομμουνιστάς.




ΙΙ. 11/1938-1941

Ο Ιωάννης Μεταξάς αναλαμβάνει το Νοέμβριο του 1938 ο ίδιος το υπουργείο παιδείας. Έπαυσε τον προηγούμενο υπουργό Κ. Γεωργακόπουλο με συνοπτικές διαδικασίες και με αφορμή τις αντιρρήσεις που πρόβαλε ο δεύτερος στην επιβολή νέου αρχιεπισκόπου. Όμως, οι λόγοι είναι βαθύτεροι. Ο Μεταξάς προσπαθεί να αποκτήσει πλήρη έλεγχο του εκπαιδευτικού μηχανισμού και να προχωρήσει το εγχείρημα της ΕΟΝ. Το παλάτι προχώρησε σε μια συμβιβαστική κίνηση και ο διάδοχος Παύλος έγινε ο αρχηγός της ΕΟΝ διαλύοντας το Σώμα Προσκόπων στις 11-12-1938 λίγες μέρες δηλαδή μετά την ανάληψη του υπουργείου παιδείας από τον Μεταξά (29-11-1938).
Στο λόγο που εκφώνησε ο Μεταξάς την ημέρα ανάληψης του υπουργείου προς τους ανώτερους υπάλληλους του τόνισε:
 
Και εκείνος ο οποίος θα έχη αντίθετον γνώμην οφείλει να υποκύψη και να παραδεχθή την γνώμην μου…ουδεμία αντίστασις επιτρέπεται πλέον. Διότι αντίστασιν δεν εννοώ μονάχα εκείνην την οποίαν φυσικά κανείς δεν μπορεί να φέρη, δηλαδή από απόψεως τυπικής, αλλά και εσωτερικής, δηλαδή την έλλειψιν της ιεραρχίας και υποταγής εν διανοία. …Οφείλετε να γνωρίζετε ότι η Εθνική Οργάνωσις της Νεολαίας είναι θεσμός κρατικός, έργον μου, επί του οποίου στηρίζω τας μέγιστας ελπίδας. Προσεπαθήσαμεν τελευταίως να τον προσαρμόσωμεν και με το σχολείον ούτως ώστε να αλληλοσυμπληρούνται. Επί του ζητήματος αυτού, Κύριοι, είμαι αποφασιμένος εάν παρουσιασθή οιαδήποτε αντίδρασις, να την θραύσω κατά τρόπον αμείλικτον. Θα σας παρακαλέσω επομένως επί του ζητήματος αυτού να μη μου παρουσιασθή ποτέ από κανέναν εκπαιδευτικόν αντίδρασις, όχι φανερά βέβαια που δεν θα το κάμη, αλλ’ ούτε υπόκωφος [22].

Αλλαγές στην εκπαίδευση

Με τον Α.Ν. 1849/1939 θεσπίσθηκε η ίδρυση εξατάξιων γυμνασίων που βασίζονται σε τετρατάξιο δημοτικό και διτάξιο λύκειο. Όμως, αυτή η ρύθμιση δεν θα ολοκληρωθεί στην πράξη καθώς έρχεται ο πόλεμος του ’40 και η γερμανική κατοχή του 1941. Το δημοτικό τυπικά παρέμενε εξατάξιο, απλώς οι εξετάσεις το μετέτρεπαν σε τετρατάξιο, καθώς η φοίτηση στις δύο τελευταίες τάξεις προϋπέθετε την επιτυχία σε εισιτήριες εξετάσεις). Το λύκειο περιλάμβανε δύο τμήματα: το «Θεωρητικόν» και το «Πρακτικόν». Την ίδια στιγμή, η μέση επαγγελματική εκπαίδευση φυτοζωούσε καθώς το 1938-39 φοιτούσαν μόνο 11 χιλιάδες μαθητές.
Όμως, το πρόγραμμα του 1939 έχει μια σημαντική αλλαγή σε σχέση με τα προηγούμενα: εισάγει παράλληλα με τη διδασκαλία της «απλής καθαρεύουσας» και τη διδασκαλία της δημοτικής τόσο στο μάθημα της γλώσσας όσο και στο μάθημα της έκθεσης.
Επίσης, εισάγεται το μάθημα της γυμναστικής ως υποχρεωτικό στο πλαίσιο της δημιουργίας «υγιών σωμάτων», εξυπηρετώντας μια βασική ιδεολογική αιχμή του καθεστώτος.
Το 1939 κυκλοφορούν επίσης και νέα αναγνωστικά για το δημοτικό σχολείο. Ανάμεσα στους συγγραφείς των αναγνωστικών υπάρχουν και σημαντικοί λογοτέχνες που υπηρέτησαν το κίνημα του δημοτικισμού όπως η Μυρτιώτισσα (το αναγνωστικό της Β’ τάξης του δημοτικού Κρινολούλουδα), ο Νιρβάνας (το αναγνωστικό της Γ’ τάξης του δημοτικού Ελληνόπουλα και τα αναγνωστικά της Ε΄και ΣΤ’ τάξης).
 Το περιεχόμενο των αναγνωστικών αυτών ήταν εθνοκεντρικό αναδεικνύοντας την αδιάσπαστη συνέχεια του ελληνικού έθνους μέσα στο χρόνο προβάλλοντας ταυτόχρονα τοποθεσίες και γεγονότα που ενισχύουν αυτή την εικόνα. Η αρχαία Αθήνα, η Σπάρτη, η Αγία Λαύρα, το Κούγκι, τα Ψαρά αποτελούν τους σημαντικότερους τόπους μνήμης του ελληνισμού σε συνδυασμό με την επιλεκτική προβολή προσώπων όπως ο Ηρακλής, ο Αχιλλέας  ο Βασίλειος ο Β’ ο Βουλγαροκτόνος και το προσκύνημα του στην Αθήνα το 1018 σαν τόπου των προγόνων του, ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος, ο Μέγα Αλέξανδρος και η γοργόνα. Αρχαιότητα, Βυζάντιο, Τουρκοκρατία και Νεότερη Ιστορία, όλα αυτά μαζί αποτελούν σταθμούς και περιόδους στη σταδιοδρομή ενός ενιαίου και αδιαφοροποίητου κοινωνικά ελληνικού έθνους[23]. 
Παράλληλα, ο Μεταξάς το 1939 συγκρότησε επιτροπή με πρόεδρο το Μανόλη Τριανταφυλλίδη για να συντάξει τη Νεοελληνική Γραμματική του δημοτικού σχολείου, η οποία εκδόθηκε το 1941.
Στην πραγματικότητα η καθιέρωση της δημοτικής δεν ήταν λαϊκό αίτημα. Η πλειονότητα των εκπαιδευτικών λόγω παιδείας και συνήθειας δεν είχαν πεισθεί ότι η δημοτική έπρεπε να μπει στην εκπαίδευση. Η πλειονότητα των λαϊκών στρωμάτων το ίδιο. Η εισαγωγή της δημοτικής γλώσσας στην εκπαίδευση από το Μεταξά οφείλεται, σύμφωνα με τον Καλαντζή, στο ότι ο δικτάτορας προσπαθούσε «να δημοκοπήση και ούτω να κερδίσει την μεγάλην μερίδα των δημοτικιστών διανοουμένων και διά να χρησιμοποιήση την γλώσσαν ως όργανον μεταδόσεως της προπαγάνδας»[24].     
Παραμένει όμως το ερώτημα: ο Μεταξάς ήθελε να «δημοκοπήση» και να «προπαγανδίσει» όπως γράφει ο Καλαντζής; Γιατί όμως τμήμα σημαντικών διανοουμένων δημοτικιστών της γενιάς του ’30, όπως ο Μπαστιάς, ο Μυριβήλης, ο Βενέζης, ο Παλαμάς, ο Ξενόπουλος, ο Καραγάτσης, ο Τριανταφυλλίδης ανέχτηκαν ή συνεργάστηκαν ανοικτά με το Μεταξά;

  Η στάση τμήματος των διανοουμένων

Στο μεταξύ ο τόπος μας, μέρα τη μέρα, έπαιρνε ύφος τρίτου Ράιχ, όπου τα Τάγματα Εργασίας και η ΕOΝ αντιπαραθέτονταν στους θεσμούς της παλιάς αθηναϊκής δημοκρατίας που αποκηρύχτηκε. O Μπαστιάς με το Μυριβήλη εξέφραζαν το πνεύμα του νέου κράτους, όπως ο Θουκυδίδης εξέφρασε του παλιού. Καθιερώθηκαν και λογοτεχνικά βραβεία, να γλείψουν κάτι οι λογοτέχνες, να μη μιλούν. Δόθηκε μάλιστα κι ένα (ή μισό) στο φίλο μας το Βενέζη και τον είδαμε κάποια στιγμή, με την πολιτική ανωριμότητα που πάντα τον διέκρινε, κάτι να μουρμουρίζει για την πνευματικότητα του δικτάτορα. Όλοι ήταν δημοκρατικοί. Φασίστες δεν είχαμε. Θαρρώ πως επηρεάζονταν από το χιτλερισμό ο Παύλος Φλώρος. Και κάπως ο Καραγάτσης. Δραματική φαίνεται να είναι η μετάσταση του Μυριβήλη. Από γνήσιος δημοκράτης, που μοίραζε αντιδιδακτορικά έντυπα από τις πρώτες μέρες του κακού, κατάντησε να εξυμνεί στο ραδιόφωνο τον κοντοστούπη δικτάτορα....
(Α. Πανσέληνος, Τότε που Ζούσαμε, σσ. 260-261)

O Δελμούζος μην μπορώντας να εξηγήσει τις απανωτές αποτυχίες εφαρμογής της γλωσσικής μεταρρύθμισης στην εκπαίδευση, θα καταλήξει μετά τη διάσπαση του Εκπαιδευτικού Ομίλου ότι αιτία είναι η εμπλοκή της πολιτικής σε ένα θέμα όπως το σχολείο και η δημοτική γλώσσα που είναι ζητήματα «εθνικά». Μάλιστα, εντοπίζει την πολιτικοποίηση του αιτήματος της δημοτικής στο Γληνό, ο οποίος οδήγησε στην ταύτιση του δημοτικισμού και κομμουνισμού. Αλλά και ο Τριανταφυλλίδης συμφωνεί με το Δελμούζο για τον υπερταξικό χαρακτήρα του εκπαιδευτικού δημοτικισμού. Όμως διαφωνεί ότι αιτία της κακοδαιμονίας είναι η πολιτική γενικά αλλά ο κομματισμός δηλώνοντας ότι είναι πρόθυμος να στρατευθεί σε κάθε «εθνική» πολιτική όποιος και αν την εφαρμόζει.
Έτσι, ο μεν Δελμούζος θα χαιρετήσει την ανάληψη του υπουργείου παιδείας από το Μεταξά ο δε Τριανταφυλλίδης, που πριν από 15 περίπου χρόνια αναρωτιόταν  γιατί σοφοί άνθρωποι είχαν διατάξει να καούν τα βιβλία της μεταρρύθμισης του 1917, θριαμβολογεί για τη νίκη της δημοτικής χάρη στο Μεταξά και αναλαμβάνει την σύνταξη της γραμματικής της[25].
Πρόκειται ουσιαστικά για το τμήμα εκείνο των διανοουμένων που ολόκληρη την προηγούμενη περίοδο δεν είχε κατανοήσει τα κοινωνικά θεμέλια και τις πολιτικές αιτίες του συντηρητισμού, τόσο στην εκπαίδευση όσο και στο γλωσσικό ζήτημα. Όπως παρατηρεί η Άννα Φραγκουδάκη:

Πράγματι, ο Ιωάννης Μεταξάς δε βρήκε σχεδόν καμία αντίσταση από το φιλελεύθερο χώρο. Η σύγχυση στο χώρο των ιδεών και η έλλειψη κοινωνικής συνείδησης των διανοουμένων επέτρεψε σε ευγενικές και δημοκρατικές φυσιογνωμίες να δημοσιεύσουν υμνητικά κείμενα για τον Ιωάννη Μεταξά και το δημοτικιστικό του πνεύμα. Η σύγχυση αυτή επέτρεψε στις δημοκρατικές συνειδήσεις ν' ανεχθούν τη φασιστική βία[26].

Η υπόγεια αντίσταση

Κλείνουμε με αναφορά στο τμήμα των διανοουμένων στο χώρο της εκπαίδευσης που ανέπτυξαν μια υπόγεια αντίσταση. Στην αρθρογραφία του περιοδικού «Παιδαγωγική» [27] που εξέδιδε ο Σωτηρίου «Παιδαγωγική» αποφεύγεται επιμελώς κάθε ευθεία κριτική του καθεστώτος, κάθε ευθεία κριτική αναφορά στο περιεχόμενο της σχολικής γνώσης και γίνεται προσεκτική και πλάγια κριτική στις μεθόδους διδασκαλίας. Ο Σωτηρίου διάβαζε προσεκτικά κάθε κείμενο, ζητούσε από τους αρθρογράφους να περικόψουν «επικίνδυνες αναφορές» κατά του καθεστώτος και πρόβαλε την ολιστική διδασκαλία και τον παιδοκεντρισμό της Νέας Αγωγής, καθώς σε συνθήκες λογοκρισίας και πολιτικών διωγμών ο καλός επαγγελματίας δάσκαλος παίρνει τη θέση του δασκάλου με πολιτική ταυτότητα αντίθετη με αυτήν της 4ης Αυγούστου. Σύμφωνα με μαρτυρία του Κώστα Καλαντζή, ο Δημήτρης Γληνός είπε στον Σωτηρίου ότι ο μόνος τρόπος αναπαραγωγής του δημοτικισμού μέσα στους εκπαιδευτικούς είναι η ανάδειξη και ανάλυση ουδέτερων θεμάτων όπως της διδακτικής και της σχολικής πράξης.
Πρόκειται για μια από τις μορφές της «υπόκωφου αντίστασης» στην οποία αναφέρθηκε ο δικτάτορας στο λόγο του κατά την ανάληψη του υπουργείου παιδείας.
Η ιστορία της εκπαίδευσης είναι «ιστορία τελειωμένη, ιστορία δίχως τελειωμό» όπως λέει και ο Αλτουσέρ[28] και οι ειδικότερες εργασίες στα θέματα αυτά θα φωτίσουν παραπέρα και άλλες πτυχές τους.  


[1] Εισήγηση στο Διεθνές Συνέδριο «Η Εκπαίδευση στην Ελλάδα και Ισπανία σε Δημοκρατικά και Αυταρχικά Καθεστώτα: Misiones Pedagogicas. Δικτατορία του Φράνκο και του Μεταξά και η Κατοχή στην Ελλάδα» που οργάνωσε το Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας. Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, 19-20 Μαΐου 2008.
[2] Βλ. την ανάλυση του Ν. Πουλαντζά στο βιβλίο του Φασισμός και Δικτατορία (Ολκός, Αθήνα 1975, επανέκδ. Θεμέλιο - Ινστιτούτο Ν. Πουλαντζάς, Αθήνα 2006). Όμως, πολύ πριν από τον Πουλαντζά, οι Πουλιόπουλος και Μάξιμος ήταν οι πρώτοι Έλληνες θεωρητικοί της αριστεράς που δεν ταύτισαν τον Μεταξά με τον Μουσολίνι σε αντίθεση με την τότε ανάλυση του ΚΚΕ. Άλλωστε, ο Πουλαντζάς αν και ανέλυσε το φασιστικό φαινόμενο, ειδικά για τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου δεν είχε αφιερώσει κάποια ειδική ανάλυση πέρα από δύο παραγράφους που είχε γράψει σε άρθρο του στο περιοδικό Πορεία.   
[3] Γ. Μαυρογορδάτος, «Μεταξύ Δύο Πολέμων. Πολιτική Ιστορία 1922-1940», Iστορία του Nέου Eλληνισμού 1770-2000,  τόμος 7ος, Eλληνικά Γράμματα, Aθήνα 2004.
[4] Στις εκλογές του1936 βασιλικοί και βενιζελικοί αναδείχθηκαν ισοδύναμοι με αποτέλεσμα το ΚΚΕ που είχε εκλέξει 15 βουλευτές να παίζει το ρόλο ρυθμιστή. Ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ όρισε πρωθυπουργό της χώρας τον Ιωάννη Μεταξά, γνωστό για τις αντιδημοκρατικές του ιδέες. Όμως, οι κοινωνικές εκρήξεις συνεχίζονται. Το Μάιο του 1936 έγιναν αιματηρές διαδηλώσεις στη Θεσσαλονίκη. Με πρόσχημα τα γεγονότα αυτά και παραμονή 24ωρης γενικής απεργίας ο Γεώργιος Β’ και ο Μεταξάς κήρυξαν δικτατορία.
[5] Πριν από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου είχαν συμβεί σημαντικές οικονομικές και πολιτικές διεργασίες, Στις εκλογές του 1932 για πρώτη φορά το Κομμουνιστικό Κόμμα έφτασε το 4,5%. Την ίδια χρονιά ξέσπασαν μεγάλες απεργίες που αντιμετωπίστηκαν με αστυνομική βία και διώξεις αριστερών στελεχών με βάση το νόμο περί Προστασίας του Κοινωνικού Καθεστώτος που είχε θεσπίσει ο Βενιζέλος το 1929. Το 1934 υπήρχαν 180.000 άνεργοι, οι καπνοπαραγωγοί της Μακεδονίας και οι σταφιδοπαραγωγοί της Πελοποννήσου έρχονταν αντιμέτωποι με τις συνέπειες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, καθώς η ζήτηση για τα προϊόντα τους είχε μειωθεί (Κ. Τσουκαλάς, Η Ελληνική Τραγωδία. Από την απελευθέρωση ως τους συνταγματάρχες. Νέα Σύνορα – Α.Α. Λιβάνη. Αθήνα 1981, σ.37.)
[6] Όμως, πέρα από την αντιδημοκρατική ιδεολογία αξίζει να δούμε και το «ψυχογράφημα» του Ιωάννη Μεταξά όπως το δίνει ο Ασημάκης Πανσέληνος στο βιβλίο του Τότε που ζούσαμε, αναφερόμενος στην εποχή που ο δικτάτορας υπηρετούσε ως ανθυπολοχαγός στο Ναύπλιο:
…στα 1896, ζει και κάνει τα βράδια περίπατο στην πλατεία ο Ιωάννης Π. Μεταξάς, ανθυπολοχαγός της φρουράς, 26 χρονώ, σε μια μοναξιά εφιαλτική…Γεμάτος παρορμήσεις, νωρίς μαζεύεται σπίτι του και γράφει το ημερολόγιο του. Την ώρα που οι συνάδερφοι κι οι γνωστοί του κυνηγούν τις κοπέλες, χαρτοπαίζουν και πίνουν, ο ίδιος τρώγεται με τα ρούχα του και ηθικολογεί σαν γριούλα. Κάπου κάπου πηγαίνει σε πόρνες και αηδιάζει. Έχει τύψεις πως με  την στάση του, λέει, ενθαρρύνει την πορνεία. Κάνει κήρυγμα εγκράτειας και υποστηρίζει πως οι φυσικές ορμές είναι διέγερση που φέρνουμε εμείς οι ίδιοι στις αισθήσεις μας. Χαρακτηρίζει σαν πόρνες τις Αναπλιώτισσες που κυνηγούν τους αξιωματικούς. Το καταπιεσμένο του λίμπιντο προσδιόριζε οριστικά τη ζωή του… «Πρέπει να προσπαθήσω να μην ξαπλώνω το μεσημέρι….έχει ολέθρια αποτελέσματα για με. Θα προσπαθήσω να είναι η τελευταία φορά», σημειώνει στο ημερολόγιο του την 1η Οχτωβρίου 1896. Και σε οκτώ μέρες ξαναγράφει: «οι παλιές συνήθειες δεν κόβονται. Το ξάπλωμα του μεσημεριού πρέπει να κοπεί για τις συνέπειες του. Και πρέπει να κοπιάζω πολύ».   
[7]Α. Δημαράς, Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε. Eστία. Αθήνα 1973. τεκμήριο 158, σ. 183, τόμος Β΄.
[8] Α. Δημαράς, ό.π., τεκμήριο 159, σ. 184.
[9] O υπουργός του Λαϊκού Κόμματος Θ. Τουρκοβασίλης άρχισε το «ξήλωμα» της μεταρρύθμισης του 1929 με το πρόγραμμα του 1935. Η δικτατορία του Κονδύλη το 1935 ανέστειλε τη μεταρρύθμιση του 1929, ως «εθνοφθόρο» και προχώρησε σε διώξεις και απολύσεις των προοδευτικών εκπαιδευτικών (βλ. Κώστας Καλαντζής, Η παιδεία εν Ελλάδι, 1935-1951, Ελληνικά Γράμματα, Aθήνα 2002, σ. 57). Το 1933, ο Χ. Λέφας σε εισήγηση του προς τον υπουργό Παιδείας δήλωνε ότι είχε κάνει έρευνα με την οποία διαπίστωσε την είσοδο στα σχολεία της κομμουνιστικής ιδεολογίας (αναφέρεται από τον Γ. Κουστουράκη, Η συµβολή των Μεταξικών Αναγνωστικών του Ο.Ε.Σ.Β. και των Αναγνωστικών της Π.Ε.Ε.Α. στη διαµόρφωση της «σχολικής ιστορικής γνώσης» (1939-1944): Μια ιστορικο-συγκριτική – κοινωνιολογική προσέγγιση. Θέµατα Ιστορίας της Εκπαίδευσης, 6-7, 2007, 103-132).
[10] Α. Φραγκουδάκη, Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση και Φιλελεύθεροι Διανοούμενοι. Άγονοι αγώνες και ιδεολογικά αδιέξοδα στο μεσοπόλεμο, Κέδρος, Αθήνα 1986.
[11] Α. Δημαράς, ό.π., τεκμήριο 162, σ. 186.
[12] Για την περίοδο αυτή και τη δομή του εκπαιδευτικού συστήματος βλ. Χρήστος Κάτσικας – Κώστας Θεριανός, Ιστορία της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης, Σαββάλας, Αθήνα 2007.
[13] Βαγγέλης Αγγελής, «Γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελάει, πατέρα…», Βιβλιόραμα, Αθήνα 2006.
[14] Βλ. αναλυτικά Σπύρος Λιναρδάτος, ό.π., σσ. 157-160.
[15] Βαγγέλης Αγγελής, ό.π., σ. 129-130.
[16] Το αναφέρει ο Κώστας Σωτηρίου, «Η παιδεία μας τα τελευταία πενήντα χρόνια» στο Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση. Συζητήσεις - Κρίσεις - Απόψεις 1956-1965, Προοδευτική Παιδεία, Αθήνα 1966, σ. 16 αν και ο Μεταξάς στη Ημερολόγιο του αρνείται ότι συνέβαινε κάτι τέτοιο και ότι αυτά ήταν συκοφαντίες εναντίον του με σκοπό να κλονίσουν ακόμη και την πίστη του βασιλιά στο πρόσωπο του (βλ. Λιναρδάτος, ό.π., σ. 157). 
[17] Χ. Νούτσος, ό.π., σ. 260.
[18] Αναφέρεται στη μελέτη του Σπύρου Λιναρδάτου, ό.π., σ. 400.
[19] τεύχος 7-8 του οποίου τα τυπογραφικά δοκίμια διορθώνονταν όταν έγινε η δικτατορία και …κυκλοφόρησε 66 χρόνια μετά από τις εκδόσεις Μεταίχμιο με επιμέλεια του Αλέξη Δημαρά και συνεργασία του Χάρη Αθανασιάδη. Βλ. Χάρης Αθανασιάδης, «Η υπόκωφος αντίστασις», Παιδεία και Κοινωνία, έκδοση της Κυριακάτικης Αυγής, τεύχος 7, Νοέμβρης 2005, σσ. 18-21.   
[20] Χάρης Αθανασιάδης, ό.π.
[21] Χάρης Αθανασιάδης, ό.π
[22] Α. Δημαράς, ό.π., τεκμήριο 164, σ. 190.
[23]  Βλ. τη μελέτη του Γ. Κουστουράκη, ό.π.
[24] Κώστας Καλαντζής, ό.π., σ. 95.
[25] Ρηγοπούλου Δ., Η εκπαιδευτική και γλωσσική πολιτική της μεταξικής περιόδου (1936-1941). Διδακτορική διατριβή. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης 2002.
[26] Α. Φραγκουδάκη, ό.π., σ. 23.
[27] Αναλυτικότερα στοιχεία για τα περιοδικά αυτής της περιόδου βλ. Χάρης Αθανασιάδης (επ.) – Αλέξης Δημαράς (εποπτεία), Ελληνικά Παιδαγωγικά Περιοδικά 1831-1991, Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας, Αθήνα 2004.  
[28] Όπως αναφέρεται από τον Χ. Νούτσο, Ιστορία της Εκπαίδευσης και Ιδεολογία. Όψεις του Μεσοπολέμου, Ο Πολίτης, Αθήνα 1990, σ.18.