Εκπαιδευτικοι και συλλογικη δραση, 1941-44: Συγκροτηση, λογος,
πρακτικες
Κατερίνα Ντονα
Υπ. Δρ.
Παντείου Παν/μίου
Οι
εκπαιδευτικοί στην κατοχή 1941-1944, ανέπτυξαν οργανωμένη συλλογική δράση στα
πλαίσια ευρύτερων οργανώσεων. Η επισιτιστική κρίση, ο πληθωρισμός, η
δυσλειτουργία του εκπαιδευτικού-σχολικού συστήματος, η δημιουργία του
αντιστασιακού κινήματος, αποτελούν τις προϋποθέσεις, τους αντικειμενικούς όρους
στους οποίους στηρίχτηκε η οργανωμένη δράση. Στην ύπαιθρο δάσκαλοι και
καθηγητές συμμετέχουν «προνομιακά» σε σχέση με άλλες επαγγελματικές κατηγορίες
στην Εθνική Αντίσταση. Η συμμετοχή προκύπτει σαν απόρροια του ρόλου τους και
της ιδιαίτερης σχέσης των δασκάλων με τις αγροτικές κοινωνίες από το
μεσοπόλεμο. Στις πόλεις, όπου υπάρχει υπερσυγκέντρωση
εκπαιδευτικών λόγω της ανάπτυξης μηχανισμών διανομής προϊόντων και των
συσσιτίων, ιδρύουν με τους άλλους δημοσίους υπαλλήλους την Κεντρική Πανυπαλληλική Επιτροπή (ΚΠΕ). Μέχρι την Άνοιξη του 1943
αποτελεί την μόνη και ενιαία οργάνωση δ.υ. και
σημειώνει μια σειρά από κινητοποιήσεις για την καλυτέρευση των όρων διαβίωσης
των δ.υ. Από την Άνοιξη του 1943, εκφράζει δημόσια
την υποστήριξη στις αριστερές αντιστασιακές δυνάμεις γεγονός που ακολουθείται
από παραταξιακή διάσπαση και σταμάτημα των κινητοποιήσεων. Από το φθινόπωρο του
1943, οργανώνονται στην ύπαιθρο σύλλογοι δασκάλων και μικτοί σύλλογοι δασκάλων
και καθηγητών στην προοπτική της απελευθέρωσης. Τα Δεκεμβριανά και οι μετέπειτα
πολιτικές εξελίξεις θα σταματήσουν αυτές τις δραστηριότητες. Η κατοχική δράση
θα ποινικοποιηθεί από το μετακατοχικό
κράτος με σημαντικές συνέπειες σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο.
ABSTRACT
During the Occupation (1941-1944), the organized collective action of
Greek teachers developed within broader institutional configurations. The
material preconditions and the objective basis of teachers’ action has to be
sought to a series of interrelated factors including the food crisis, the
galloping inflation, the dysfunctionalities of the
education system and the emergence of a resistance movement. In rural Greece, primary
and secondary school teachers were proportionately over-represented, in
relation to other professional groups, to the national resistance movement.
This result from their role and particular relation they had developed with the
rural communities since the interwar era. In the urban centers, where the
over-concentration of teachers has to be attributed to the development of an
extended network of aid distribution including messes and clothing, they
established, along with other civil servants, the Central Committee of Civil
Servants (CCCS). Up until the spring of 1943, CCCS, the only and unitary civil servants association,
mobilized its members to improve their living conditions. In spring 1943, the CCCS’s publicly expressed support to the left fraction of
the national resistance movement led to a schism, which effectively put an end
to the civil servants’ mobilization. In autumn 1943 and in anticipation of the
liberation, primary and secondary school teachers, particularly in the rural
areas, founded both sectoral and cross-sectoral organizations. The December events and the
consequent political developments terminated all forms of mobilization while
the criminalization of political action during the Occupation by the
post-occupation state (1944-1948) had severe repercussions for teachers both at
the individual and collective level.
Η
περίοδος με την οποία ασχολείται η ανακοίνωση έχει
ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τα οποία είναι σε μεγάλο βαθμό γνωστά.. Θα γίνει όμως
σε αδρές γραμμές μικρή αναφορά στα στοιχεία που αποτελούν τις προϋποθέσεις για
τη δημιουργία οργανωμένης συλλογικής δράσης των εκπαιδευτικών ανδρών και
γυναικών (στο εξής οι αναφορές σε εκπαιδευτικούς, δασκάλους και καθηγητές,
αφορούν και τα δυο φύλλα παρότι συμβατικά χρησιμοποιείται αρσενικό γένος).
Από την άνοιξη του 1941
αμέσως μετά τη συνθηκολόγηση και την αρχή της κατοχικής περιόδου, άρχισαν να
παρουσιάζονται ελλείψεις βασικών αγαθών και να αρχίζει σιγά σιγά
να εμφανίζεται πληθωριστική τάση. Οι ανταλλαγές σε είδος υποκαθιστούν την εγχρήματη οικονομία και οι μισθοί χάνουν την αξία τους. Οι
δημόσιοι υπάλληλοι και όσοι έχουν προσόδους από μισθούς είναι οι πρώτοι που
δέχονται τις επιπτώσεις της νέας οικονομικής κατάστασης (Θωμαδάκης,
1984). «Κάθε προσπάθεια κατανόησης των όρων επιβίωσης των ανθρώπων με άξονα τις
αμοιβές και το τρέχον κόστος των προϊόντων, θα βρισκόταν, στην πρώτη κιόλας
στροφή, σε αδιέξοδο», εκτιμά ο Γιώργος Μαργαρίτης (1993: 142). Υπάρχουν
αναφορές για θανάτους από πείνα δασκάλων και καθηγητών κατά την επισιτιστική
κρίση του 41-42 και για δημοσίους υπαλλήλους που πουλάνε τις
οδοντοστοιχίες τους για να επιζήσουν (Υπαλληλική, τχ.
1, 7.10.1942). Η αδυναμία των κατοχικών κυβερνήσεων να ελέγξουν το σύστημα
παραγωγής και να συντηρήσουν τους υπαλλήλους σε συνδυασμό με την απαξίωσή τους
ως δοσίλογες και προδοτικές, οδηγεί σε διάσταση
υπαλλήλους και κράτος και σε μεγάλο βαθμό την απονομιμοποίησή
του (Μαργαρίτης, 1993).
Η κατάρρευση των κρατικών
μηχανισμών δεν αφορούσε μόνο την οικονομία. Η στοιχειώδης και μέση εκπαίδευση
από την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου και σε όλη
τη διάρκεια της κατοχής δυσλειτουργούσε. Οι επιθεωρητές ασκούσαν
διοικητικό έργο «εν όψει των περιστάσεων και των δυνατοτήτων» και κυρίως με
"βάση ανθρωπιστικούς λόγους" όπως αναφέρει η Γενική Έκθεσις επιθεωρητή του 1943 (Αρχείο Ματθαιάσσου).
«Μισά κι ανέσωτα» γίνονται τα μαθήματα αναφέρεται σε
νεανική εφημερίδα του Βόλου (Κολλιού, 1985: 835). Σε
περιοχές του Πειραιά μετά την κατοχή επιθεωρητής διαπιστώνει πως στις πρώτες
τάξεις υπάρχει σοδειά τεσσάρων ετών (Μιχαλόπουλος, 1945). Στα χωριά της
υπαίθρου τα δημοτικά σχολεία παραμένουν κλειστά σχεδόν σε όλη την περίοδο. Στα
σχολεία που λειτουργούν, περικόπτονται οι ώρες διδασκαλίας και η διάρκεια του
σχολικού έτους περιορίζεται μέχρι και τέσσερις μήνες. Ταυτόχρονα δίνεται το
δικαίωμα της κατ’ οίκον διδασκαλίας, φροντιστηριακών
μαθημάτων, και η απόκτηση απολυτηρίου με εξετάσεις (Αρχείο Ματθαιάσσου,
Γενικές εκθέσεις 1941-1945. Νούτσος, 2004. Δημαράς,
1988, ν΄- να΄. Παιδεία τχ. 57-58). Η απαξιωτική έκφραση
«κατοχικό απολυτήριο», μέχρι και σήμερα αποτυπώνει την εκπαιδευτική
πραγματικότητα της εποχής.
Η δυσλειτουργία εκφράζονταν
με συγκεκριμένες δυσκολίες και προβλήματα. Η επίταξη των σχολικών κτιρίων από
τις αρχές κατοχής, η λειτουργία λαϊκών συσσιτίων του Ερυθρού Σταυρού, η έλλειψη
καυσίμων τους θερινούς μήνες, δημιουργούσαν δυσκολίες όσο αφορά την υποδομή.
Εξαιτίας των προβλημάτων αυτών, μαθήματα γίνονται σε νάρθηκες εκκλησιών, σε
νοικιασμένα κτίρια, ακόμα και στην ύπαιθρο (Ματθαιάσσος,
Γενικές εκθέσεις 1941-1945). Και στο ανθρώπινο δυναμικό όμως υπάρχουν
προβλήματα. Στην ύπαιθρο, εξαιτίας της απασχόλησης στις αυξημένες οικογενειακές
γεωργικές εργασίες και της χαλάρωσης των μέτρων για υποχρεωτική παρακολούθηση,
η προσέλευση είναι σημαντικά μειωμένη στις περιπτώσεις που τα σχολεία
λειτουργούν. Γενικευμένη είναι η ανησυχία για την αυξανόμενη παιδική
αλητεία εξαιτίας της αποχής από τη σχολική διαδικασία και από τις
πολιτικοκοινωνικές επιδράσεις της δεκαετίας του 1940-1950. Η συζήτηση και οι
ηθικοπλαστικές δράσεις για την επαναφορά των μαθητών θα ενταθούν στην επόμενη
δεκαετία από το σχολείο και από εξωσχολικούς φορείς. Εκτός από τους μαθητές και
οι εκπαιδευτικοί εξαιτίας των δυσμενών συνθηκών επιβίωσης, μετακινούνται από
τις θέσεις εργασίας τους στους τόπους καταγωγής τους ή στις πόλεις όπου
υπάρχουν συσσίτια και μηχανισμοί διανομής προϊόντων. Το Σεπτέμβρη του 1941, τα
σχολεία της υπαίθρου δεν έχουν δασκάλους ενώ «εις τας Αθήνας συνεκεντρώθησαν πολλοί δημοδιδάσκαλοι, πάρα πολλοί»
παρατηρεί με ανησυχία το περιοδικό «Ερμής» (τχ. 738).
Παρά τις αυστηρές εγκυκλίους του κατοχικού υπουργού Παιδείας Λογοθετόπουλου για απαγόρευση των αποσπάσεων τον Αύγουστο
του 1941, ένα χρόνο αργότερα όπως ο ίδιος παραδέχεται, «έγιναν αποσπάσεις
εκπαιδευτικών εις ευρείαν κλίμακα παρά το συμφέρον
της υπηρεσίας προς εξυπηρέτησιν των επισιτιστικών
αναγκών τούτων». (Ερμής, τχ. 755).
Εκτός από την κατάρρευση
και απονομιμοποίηση του κράτους και τις συνέπειες
στην εκπαίδευση και την εργασιακή κατάσταση των εκπαιδευτικών, σημαντικός
παράγοντας για την κατανόηση της περιόδου είναι η δημιουργία αντιστασιακού
κινήματος. Η ίδρυση του ΕΑΜ το Σεπτέμβρη του 1941, αποτελεί γεγονός μείζονος
σημασίας απαραίτητο για την δημιουργία και την εξέλιξη των οργανωμένων δυνάμεων
στις αστικές περιοχές. (Richter, 1975: 222. Woodhouse,
1974)
Σ’ αυτές τις αντικειμενικές
συνθήκες θα δούμε πως εκδηλώνεται η οργανωμένη συλλογική δράση των
εκπαιδευτικών.
Επιλέχτηκε ο όρος οργανωμένη
συλλογική δράση αντί του συνδικαλισμού για δυο λόγους. Ο πρώτος είναι η έλλειψη
θεσμικού πλαισίου καθώς οι συνδικαλιστικές οργανώσεις ήταν απαγορευμένες από το
1936 επομένως στην κατοχή ήταν παράνομες. Ο δεύτερος και σημαντικότερος
είναι πως οι εκπαιδευτικοί συμμετείχαν σε ευρύτερα σχήματα και μορφώματα που
ξεπερνούσαν τις κλαδικές τους οργανώσεις. Στη συγκυρία αυτή άλλωστε, ο λόγος
και η δράση τους ξεπερνούσαν τα επαγγελματικά ζητήματα και αφορούσαν
γενικότερες απελευθερωτικές και πολιτικές επιδιώξεις.
Για την εξέταση του θέματος
θα γίνει διάκριση μεταξύ Αθήνας - αστικών κέντρων και ορεινής Ελλάδας.
Στην Αθήνα και στις μεγάλες πόλεις, η παρουσία της κυβέρνησης, ανώτερων
διοικητικών αρχών και η δύναμη των αρχών κατοχής ορίζουν το πλαίσιο. Στην
ορεινή Ελλάδα εξαιτίας της κατάρρευσης του συγκοινωνιακού δικτύου στην αρχή,
και στη συνέχεια με την ανάπτυξη του αντάρτικου, οι δοσίλογες
κυβερνήσεις της Αθήνας είχαν μικρή ως καμία πρόσβαση. Εκεί αναπτύχθηκαν
ανεξάρτητες πολιτικοοικονομικές λειτουργίες και θεσμοί και το ένοπλο αντάρτικο.
Προκύπτει πως οι εκπαιδευτικοί συμμετέχουν «προνομιακά» και πρωτοστατούν σε
σχέση με άλλες επαγγελματικές κατηγορίες σ’ αυτές τις διαδικασίες. Μετά το
1980, πλήθος μαρτυριών και απομνημονευμάτων εκδίδονται από εκπαιδευτικούς για
την συμμετοχή τους στην εθνική αντίσταση κυρίως στην επαρχία. Χαρακτηριστικά
δείγματα τα βιβλία «Βασιλική Δρυς» (Αλεξίου, 1983), «Εκπαιδευτικοί και Εθνική
Αντίσταση» (Κατσαντώνης, 1984), «Οι εκπαιδευτικοί στην Εθνική Αντίσταση» (Γκόντζος & Αναστασάκος, 1985)
όπου βρίσκουμε εκτενείς καταλόγους αντιστασιακών εκπαιδευτικών και
συγκεκριμένες δράσεις. Επίσης υπάρχουν πολλές αυτοβιογραφικές και βιογραφικές
εκδόσεις ενδεικτικές είναι «…Θυμάται» (Φυλακτός,
1988), «Άλωνα, Φλώρινα» (Κούφης, 1990), «Ωρίων
Γιάννης Μιχαλόπουλος» (Μουτούλας, 1999). Στο
περιοδικό «Εθνική Αντίσταση. Επίσημα κείμενα – αναμνήσεις –χρονικά – στοιχεία»
επίσης βρίσκουμε πολλά κείμενα εκπαιδευτικών. Η χρονική διαμεσολάβηση,
η προσωπική εμπλοκή, η συγκεκριμένη έκβαση των πολιτικών πραγμάτων μετά την
κατοχή, μας αναγκάζουν να είμαστε προσεκτικοί στην προσέγγισή τους όσον αφορά
τα ιστορικά γεγονότα αυτά καθ’ αυτά και ακόμα περισσότερο τις ερμηνείες και τις
εκτιμήσεις στις οποίες προβαίνουν οι συγγραφείς τους. Για παράδειγμα υπάρχουν
αναφορές για λειτουργία σχολείων, νηπιαγωγείων και παιδικών σταθμών κυρίως στη
Ρούμελη από το 1942 με ευθύνη εκπαιδευτικών και σχολικών επιτροπών που συστάθηκαν στα πλαίσια κωδίκων τοπικής αυτοδιοίκησης (Ζωίδης, 1991). Η αποδοχή μιας τέτοιας κατάστασης, θα έφερνε
νέα δεδομένα και θα ανέτρεπε σε κάποιο βαθμό την ως τώρα εικόνα για την
κατάσταση στην ύπαιθρο κατά την πρώτη περίοδο της κατοχής. Θεωρώντας πως οι
συνθήκες δεν ευνοούσαν τέτοιες πρακτικές ή αν συνέβησαν πρέπει να ήταν
περιορισμένες πιστεύουμε πως η περαιτέρω έρευνα κυρίως η τοπική ιστορία είναι
απαραίτητη για να στηριχτεί κάτι τέτοιο. Ανάλογη είναι και αναφορά για την
ίδρυση της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας την ίδια περίοδο στην Ευρυτανία (Μπάρτζης, 1987). Η αρχειακή έρευνα έχει δείξει πως η κίνηση
για επανασύσταση της Ομοσπονδίας έγινε ένα χρόνο αργότερα στα τέλη του 1943
κάτω από εντελώς διαφορετικές συνθήκες. Αυτό που ωστόσο μπορούμε να θεωρήσουμε
ασφαλές, είναι η υπεραντιπροσώπευση των εκπαιδευτικών
στην εθνική αντίσταση χωρίς να αναφερθούμε σε λεπτομέρειες καθώς στο θέμα
υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία. Μικρή ξεχωριστή αναφορά πρέπει να γίνει στη στάση
των επιθεωρητών οι οποίοι είναι οι παράγοντες της διοίκησης της
εκπαίδευσης σε τοπικό επίπεδο. Υπήρχαν επίσης επιθεωρητές που κατηγορήθηκαν για
συνεργασία με τις δοσίλογες κυβερνήσεις και τις αρχές
κατοχής (Διδασκαλικό Βήμα, 1.12.1944) . Από την άλλη πλευρά, επιθεωρητές
διώχτηκαν ή κλήθηκαν σε απολογίες για στήριξη ή ανοχή προς τους εκπαιδευτικούς
που συμμετείχαν ποικιλότροπα στην Εθνική Αντίσταση ακόμα και για άμεση
προσωπική εμπλοκή (Παπακωνσταντίνου, 1995). Ωστόσο
χρειάζεται περαιτέρω και έρευνα για να καταλήξουμε σε κάποια συμπεράσματα για
το πως κινήθηκε το σώμα των επιθεωρητών στην κατοχή.
Μπορεί όμως η συμμετοχή
στην αντίσταση να θεωρείται μέρος της ιστορίας του κινήματος των εκπαιδευτικών;
Για να απαντήσουμε, θα
δούμε τα αποτελέσματα και τις επιπτώσεις από αυτή τη συμμετοχή. Οι δάσκαλοι και
οι καθηγητές χαρακτηρίζονται συνολικά σαν κλάδοι επικίνδυνοι στη μετακατοχική περίοδο και υφίστανται «προνομιακά» σε σχέση
με τα άλλα επαγγέλματα τις συνέπειες των διώξεων και των μεταπολεμικών
αυταρχικών νόμων με βάση τη στάση τους στην κατοχή. Χαρακτηριστικές είναι οι
τοποθετήσεις βουλευτών το 1946: «Πλείστα παραδείγματα μας πείθουν ιδίως εις τον
Διδασκαλικόν κλάδον όπου ούτοι διαστρέφουν τας συνειδήσεις των παιδιών» και «Επί της
εκκαθαρίσεως των εκπαιδευτικών εάν μεν μείνουν πιστοί εις τας πεποιθήσεις των
θα διδάξουν αντιπατριωτικά, εάν δε συμμορφωθούν προς τας οδηγίας του κράτους θα
διδάξουν αντίθετα προς ότι πιστεύουν θα είναι κακοί διδάσκαλοι διότι ουδείς ημπορεί να εμπνεύση εις άλλους ό,τι ο ίδιος
δεν πιστεύει» (Εφημερίς Συζητήσεων της Βουλής
16.8.1946). Οι ίδιες οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των εκπαιδευτικών μετά την
απελευθέρωση, αναλαμβάνουν σοβαρό αγώνα για την «εθνικόφρονη
αναβάπτιση» των κλάδων και τη διαγραφή από την ιστορία των οργανώσεων της
κατοχικής παρεκτροπής. Στο Διδασκαλικό Βήμα διαβάζουμε το 1947: «Θα δυνηθή ο Κλάδος να διαφωτίση την Κοινήν και Επίσημον γνώμην όχι μόνον επί των ζητημάτων του, αλλά και επί την προσήλωσίν του εις τα Εθνικά Ιδεώδη, αποκαθιστών
ούτω την υπόληψίν του, την
οποίαν πολλοί διεμφισβήτησαν εσχάτως εκ της
συμμετοχής ελαχίστων εξωμοτών ασκησάντων
το επάγγελμα του διδασκάλου εις τον κατά της Πατρίδος ανταρτικόν
αγώνα» (Διδασκαλικόν Βήμα, τχ.
50). Και η επανιδρυθείσα το 1949 Ομοσπονδία Λειτουργών Μέσης Εκπαιδεύσεως
(ΟΛΜΕ) θεωρεί την οργάνωση «σιγήσασα επί δεκαπενταετίαν» (Δελτίον ΟΛΜΕ, τχ. 94). Η περίοδος από το 1936 ως το 1946 θεωρείται ενιαία
και σβησμένη από την ιστορία των συνδικαλιστικών οργανώσεων.
Το ουσιαστικότερο όμως
επιχείρημα που συνηγορεί στο να θεωρήσουμε τη δράση αυτή μέρος της ιστορίας των
εκπαιδευτικών, είναι πως η ένταξη και η συμμετοχή στους αντιστασιακούς θεσμούς
δεν γίνεται τυχαία ούτε είναι ατομική επιλογή αλλά αποτέλεσμα του επαγγέλματος
και του ρόλου τους. Ο Άγγελος Ελεφάντης που εκτιμά
πως το 32% των καπεταναίων του ΕΛΑΣ ήταν δάσκαλοι (Ελεφάντης,
2004), αποδίδει τους λόγους ένταξης στη ριζοσπαστικοποίηση και την ιδεολογική
αφύπνιση του κλάδου εξαιτίας παραγόντων που είχαν σχέση με τις επαγγελματικές
συνθήκες και την γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση
(Ελεφάντης, 1979). Στις ίδιες αιτίες και στην ίδια περίοδο του μεσοπολέμου,
ανιχνεύουν και οι μετακατοχικές κυβερνήσεις και
εκπαιδευτικοί παράγοντες, την παρέλκυση των εκπαιδευτικών. Η εικόνα που έχουν
οι ίδιοι οι δάσκαλοι για το ρόλο τους συνηγορεί σ’ αυτό και αποτυπώνεται σε ένα
απόσπασμα του Διδασκαλικού Βήματος το 1943:
«Οργανωμένος πρώτα ο ίδιος ο δάσκαλος θα φροντίσει να οργανώσει και όλο τον
ελληνικό λαό. Αυτουνού δουλειά είναι. Αυτός είναι ο
φυσικός ηγέτης του, αυτόν θα ακολουθήση ο λαός. Δεν
πρέπει να προδώσει την εμπιστοσύνη που του έχει ο λαός» (Διδασκαλικό Βήμα, τχ. 4, 10.6.1943).
Εκτός από την συμμετοχή σε
ευρύτερες πολιτικοκοινωνικές οργανώσεις, η περίοδος έχει και παιδαγωγική
διάσταση όπως προκύπτει από το πρόγραμμα της ΠΕΕΑ,
την Διδασκαλική Συνδιάσκεψη τον Ιούλιο του 1944 στην Ευρυτανία, τη λειτουργία
παιδαγωγικών φροντιστηρίων, την έκδοση αναγνωστικών (Εθνική Αντίσταση, 1963:
4-6. Σακελλαρίου, 1984) Στα εκπαιδευτικά θέματα δεν
θα επεκταθούμε γιατί αφενός θεωρούνται αρκετά γνωστά και γιατί δεν είναι το
κεντρικό θέμα της παρούσας ανακοίνωσης. Άλλωστε, τα περισσότερα έμειναν σε
επίπεδο προθέσεων ή εφαρμόστηκαν για μικρή χρονική περίοδο εξαιτίας των μεταδεκεμβριανών εξελίξεων.
Ενώ όμως έχουν καταγραφεί
οι κινήσεις των εκπαιδευτικών στην ύπαιθρο, λιγότερο γνωστή είναι η δράση τους
στα αστικά κέντρα και κυρίως στην Αθήνα όπου είχε συγκεντρωθεί μεγάλος αριθμός
εκπαιδευτικών λόγω της εφαρμογής μηχανισμών διανομής. Και στις πόλεις, οι
εκπαιδευτικοί συμμετείχαν οργανωμένοι σε ευρύτερα οργανωτικά σχήματα.
Στα τέλη του 1941 ιδρύθηκε
η Κεντρική Πανυπαλληλική Επιτροπή (ΚΠΕ) η συνδικαλιστική οργάνωση των δημοσίων υπαλλήλων η
οποία από το φθινόπωρο του 1942 είναι μέλος του συνασπισμού κομμάτων και
οργανώσεων του ΕΑΜ (Ρούσος 1988). Οι απόψεις για την
ημερομηνία ίδρυσης της ΚΠΕ διαφέρουν. Άλλοι την
τοποθετούν τον Απρίλη του 1942 κατά την πρώτη απεργία και άλλοι από το Νοέμβρη
του 1941 όταν εκδόθηκε παράνομα η «Υπαλληλική». Οι διάφοροι κλάδοι του δημοσίου
και οι εκπαιδευτικοί αντιπροσωπεύονταν σ’ αυτή με κλαδική επιτροπή. Η ΚΠΕ οργανώνει και καθοδηγεί τις κινητοποιήσεις και απεργίες
δημοσίων υπαλλήλων. Διακρίνουμε δύο περιόδους στη δράση και το λόγο της οργάνωσης. Η πρώτη μέχρι την Άνοιξη του 1943 και η
δεύτερη μέχρι την απελευθέρωση. Στην πρώτη περίοδο, γίνονται δυο μεγάλες
απεργιακές κινητοποιήσεις τον Απρίλιο και τον Σεπτέμβρη του 1942. Η πρώτη
γίνεται μόνο από τους δημοσίους υπαλλήλους, θεωρείται «μισοοργανωμένη»,
περισσότερο σαν ξέσπασμα εξαιτίας της απόλυτης ένδειας και εξάντλησης. Η
δεύτερη παίρνει τη μορφή γενικής απεργίας και είναι καλύτερα οργανωμένη. Και οι
δυο απεργίες όμως γίνονται όταν φαίνεται κάποια διέξοδος στην επισιτιστική
κρίση αμέσως μετά την έλευση βοήθειας (Μαργαρίτης, 1993). Μπορούμε να
υποθέσουμε λοιπόν πως δεν ήταν ούτε ανοργάνωτες ούτε μόνο αποτέλεσμα της
απελπιστικής κατάστασης. Φαίνεται πως υπήρχε σχεδιασμός ως προς το χρόνο και
στόχος η συμμετοχή των υπαλλήλων στον έλεγχο και τη διανομή της βοήθειας.
Ενδιαφέρουσα και αποκαλυπτική όσο αφορά την στάση του ΚΚΕ για το ρόλο των
δημοσίων υπαλλήλων είναι η ανακοίνωση του Πολιτικού Γραφείου κατά την πρώτη
κινητοποίηση. Παρά την συμμετοχή στα ηγετικά στελέχη της ΚΠΕ
μελών του κομμουνιστικού κόμματος, (Μπαρτζιώτας,
1984. Ρούσος, 1988) δεν αναφέρει την ύπαρξη της ΚΠΕ και θεωρεί πως χρειάζεται «η ανάπτυξη του Εθνικού
Εργατικού Απελευθερωτικού Μετώπου [ΕΕΑΜ ή όπως ήταν
γνωστό Εργατικό ΕΑΜ] στο ύψος του πραγματικού οργανωτή και καθοδηγητή της πάλης
της εργατικής τάξης» (ΚΚΕ, 1981). Στις κινητοποιήσεις οι δοσίλογες
κυβερνήσεις αντιδρούν με δυο τρόπους. Με λήψη ακραία τρομοκρατικά μέτρων (Ν.Δ.
1240/1942 ΦΕΚ 88Α/17.4.1942) αλλά σε μεγάλο βαθμό ανεφάρμοστα και με σύσταση
επιτροπής ανωτάτων δημοσίων υπαλλήλων οι οποία θα διαχειρίζεται τα θέματα και
θα συνομιλεί με την κυβέρνηση (Ελεύθερον Βήμα,
21.4.42). Η επιτροπή αυτή δεν έχει καμία αποδοχή στους δημοσίους υπαλλήλους
καθώς είναι απολύτως ταυτισμένη με την κυβέρνηση και τις αρχές κατοχής. Για την
ιεραρχία των δημοσίων υπαλλήλων πρέπει να αναφερθεί πως οι διαφορές αυτών που
βρίσκονταν στη βάση με αυτούς που ήταν στην κορυφή σήμαιναν εκτός από
οικονομικές και κοινωνικές διαφοροποιήσεις. Οι ανώτατοι δημόσιοι υπάλληλοι ήταν
ταυτισμένοι σε μεγάλο βαθμό με το κράτος κάτι που δεν συνέβαινε
στους χαμηλόβαθμους δημοσίους υπαλλήλους (Αβδελά,
1990. Αθανασιάδης, 1999).Οι δάσκαλοι ανήκουν στους κατώτερους και ανώτερους
ανάλογα με την εξέλιξη. Οι καθηγητές στους ανώτερους και οι γυμνασιάρχες στους
ανώτατους. Από τα μέτρα που παίρνουν οι κυβερνήσεις για να αμβλύνουν τις
συγκρούσεις και να προσεταιριστούν τους κατωτέρους δ.υ.,
είναι η αναβάθμιση μεγάλου αριθμού δασκάλων και άλλων χαμηλόβαθμων υπαλλήλων
(Ν.Δ. 1440/1942 και Ν. 1869/1944).
Στην πρώτη αυτή περίοδο,
στο επίκεντρο των αιτημάτων είναι οι συνεταιρισμοί. Στόχος είναι να δίνεται η
βοήθεια στους συνεταιρισμούς και να διατίθεται από αυτούς (Υπαλληλική, τχ. 10 και τχ. 18). Ο ρόλος των
συνεταιρισμών είναι ιδιαίτερα σημαντικός, η προϋπόθεση και η βάση στην οποία
στηρίχτηκε η παραπέρα οργάνωση. «Η άνθηση των καταναλωτικών συνεταιρισμών είχε
μια τουλάχιστον ισάξια σημασία για την οργάνωση της αντίστασης με την
υποκειμενική απόφαση για ίδρυση του ΕΑΜ» κατά τον Γιώργο Μαργαρίτη (1993).
Παρόλο τον κίνδυνο να συγκεντρώσουν εξουσία και να γίνουν εστίες οργανωμένης
δράσης, η κυβέρνηση λόγω αδυναμίας να εξασφαλίσει προϊόντα, τους ανέχεται και
τους νομιμοποιεί στην πράξη. Αργότερα, την άνοιξη του 1943, όταν η επισιτιστική
βοήθεια απομακρύνει τον κίνδυνο μιας νέας κρίσης, ο
έλεγχος της βοήθειας, είναι το διακύβευμα και το
πεδίο σύγκρουσης μεταξύ των διοικήσεων των συνεταιρισμών και της κυβέρνησης
Ράλλη (Υπαλληλική τχ. 13).
Την πρώτη περίοδο, η
συσπείρωση στις οργανώσεις και η συμμετοχή στις απεργίες έχουν βάση
επισιτιστικούς λόγους και η ΚΠΕ ευρεία αποδοχή καθώς
είναι η μόνη οργάνωση των δημοσίων υπαλλήλων με πετυχημένη και ισχυρή παρουσία.
Από το Μάρτιο του 1943, η ΚΠΕ εκδηλώνει καθαρά
πολιτικό λόγο και συνδέει τους αγώνες των δ.υ. με την απελευθερωτική διάσταση και συγκεκριμένη
πολιτική στράτευση. «Το Εθνικόν Απελευθερωτικόν
Μέτωπον (ΕΑΜ) η Φιλική Εταιρεία της γενιάς μας … Ο
Ελληνικός Λαικός Απελευθερωτικός Στρατός (ΕΛΑΣ) – οι
σύγχρονοι αρματωλοί και κλέφτες…» (Υπαλληλική τχ. 9). Σύμφωνα με εκτιμήσεις ιστορικών αρκετά
καθυστερημένα από τις πρώτες κινητοποιήσεις των δημοσίων υπαλλήλων, «το
Φεβρουάριο του 1943, το ΕΑΜ μετέβαλε μια σειρά οικονομικών απεργιών σε πολιτική
δράση εναντίον της γερμανικής κατοχής» (Χόνδρος, 1984). Εδώ αρχίζει να διαφαίνεται
και η εσωτερική διάσπαση του μετώπου των δημοσίων υπαλλήλων. Εμφανίζεται ο ΕΔΕΣ
δημοσίων υπαλλήλων από το καλοκαίρι του 1943 και προβαίνει στην ίδρυση της ΣΔΥΕ, της προπολεμικής οργάνωσης (Ελεύθερος Δημόσιος
Υπάλληλος, τχ. 1). Ενώ ως τώρα η διάσταση ήταν
οριζόντια μεταξύ ανωτάτων και των υπολοίπων, τώρα εμφανίζεται παραταξιακή
διαίρεση. Η εποχή είναι διαφορετική. Η κυβέρνηση Ράλλη έχει οργανώσει τάγματα
ασφαλείας που φρουρούν τις εισόδους των υπηρεσιών, στις εξαγγελίες για απεργίες
απαντά με λοκ άουτ συλλήψεις και εκτελέσεις ακόμα και
στους χώρους εργασίας (Υπαλληλική τχ. 30). Οι
εκτελέσεις των Παπαχριστοφόρου, μέλους της ΚΠΕ και του Παναγή Δημητράτου μέλος της εκτελεστικής
επιτροπής των δασκάλων σημαντικό στέλεχος της μεσοπολεμικής Διδασκαλικής
Ομοσπονδίας και με ευρύτερη πολιτική ακτινοβολία είχαν ισχυρό αντίκτυπο και
είναι ενδεικτικές της τρομοκρατίας που εξαπολύθηκε προς στους δημοσίους
υπαλλήλους (Διδασκαλικό Βήμα, 1.12.44).
Από το φθινόπωρο του 1943
οι απεργίες σταματούν στην Αθήνα. Έντονες είναι οι αντιπαραθέσεις μεταξύ των
παρατάξεων με απειλές για τιμωρία που μετατίθεται στην επερχόμενη μετακατοχική κατάσταση. Ο ρόλος του ΕΔΕΣ και της ΣΔΥΕ – η οποία δεν είχε κάποια παρουσία στη συνέχεια –,
σύμφωνα με την ΚΠΕ είναι προδοτικός και διασπαστικός.
Κατηγορούνται για κατάδοση υπαλλήλων στις αρχές και δοσιλογισμό (Υπαλληλική τχ. 32). Εκτός από την ΚΠΕ, και
φιλικοί προς τον ΕΔΕΣ παράγοντες φαίνεται να είναι επιφυλακτικοί για την αστική
εκδοχή του. Ο Woodhouse χαρακτηριστικά αναφέρει: «Ο ΕΔΕΣ διατηρούσε πάντα
δεσμούς με έναν κύκλο από ανυπόληπτα πρόσωπα στην Αθήνα, που προερχόταν κυρίως
από το τυχοδιωκτικό παρελθόν του Ζέρβα. Αυτός ο κύκλος άρχισε να συγκεντρώνει
ένα ρεύμα οπαδών, που πήγαζε κυρίως από τον ανταγωνισμό προς το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, που
είχε πάρει μεγάλη έκταση... Οι τάξεις των ανθρώπων αυτών άρχιζαν από φιλόδοξους
καιροσκόπους, όπως ο στρατηγός Γονατάς, και έφθαναν
ως αυτούς ακόμα τους ανοιχτούς συνεργάτες του κατακτητή, όπως ο Ταβουλάρης και ο Βουλπιώτης» (Woodhouse,
1974: 122). Εσωτερικές συγκρούσεις παρουσιάζουν στον ΕΔΕΣ δημοσίων
υπαλλήλων στελέχη του από τις οποίες φαίνεται να υπερισχύει η συντηρητική
πλευρά (Πετμεζάς, 1991: 94). Εκτός από την
ποιοτική διάσταση, μειωμένη φαίνεται να είναι και η αριθμητική δύναμη της
παράταξης. Σε διακήρυξη του ΕΔΕΣ τον Ιούνιο του 1943, αναφέρεται: Ενώ ο ΕΔΕΣ εθεώρησε σκόπιμον και επιβεβλημένον να μην εκδηλωθεί εις όλην
την Ελλάδα… το ΕΑΜ δια των στελεχών του κομμουνιστικού κόμματος και των
κομμουνιστικών πυρήνων εις τας συνδικαλιστικάς
οργανώσεις των δημοσίων υπαλλήλων εδημιούργει εστίας
εις όλην την Ελλάδα…» (Αρχείο Κατοχής ΓΑΚ).
Γεγονός είναι πως η
οργανωμένη δράση των δημοσίων υπαλλήλων ουσιαστικά σταματά το φθινόπωρο του
1943. Εκτός από την αυταρχική και τρομοκρατική τακτική της κυβέρνησης πρέπει να
δούμε και τον αντικομμουνισμό που πιθανόν βρίσκει
ερείσματα στους δημοσίους υπαλλήλους. «Μετά τα αποκαλυπτήρια για το ρόλο του
ΕΑΜ έχουν φύγει απ’ τους κόλπους του. Παλιά 90% των δημοσίων υπαλλήλων…»
αναφέρεται σε δελτίο πληροφοριών προς τον Τσουδερό στις 29.1.44. (Αρχείο
Τσουδερού). Όλοι οι παράγοντες προφανώς έπαιξαν καθοριστικό ρόλο με
σημαντικότερο κατά την εκτίμησή μας την εσωτερική διάσπαση που έγινε το
φθινόπωρο.
Παραπάνω έγινε παρουσία της
οργανωμένης δράσης των δημοσίων υπαλλήλων και όχι ειδικά των εκπαιδευτικών.
Όπως προαναφέρθηκε, δεν μπορούμε να εξετάσουμε χωριστά τη δράση των
εκπαιδευτικών καθώς οι ίδιοι επέλεξαν την ενιαία οργάνωση σαν πλαίσιο δράσης.
Σε προσπάθειες που γίνονται για ικανοποίηση επιμέρους αιτημάτων από μερίδες
δασκάλων η κλαδική επιτροπή αντιδρά με αποδοκιμασία θεωρώντας «υποχρέωση να
κρατήσουμε αδιάσπαστη τη συνοχή της Οργάνωσης κι ακλόνητη την πειθαρχία σ’
αυτή» (Διδασκαλικό Βήμα, τχ. 4, 10.6.43). Αξίζει να
αναφέρουμε πως το συνδικαλιστικό κίνημα των δημοσίων υπαλλήλων δεν εμφανίζεται
παρά ελάχιστα στη βιβλιογραφία στην ιστορική του διάσταση (Λιάσκος,
1992), σε αντίθεση με το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα όπου έχουν γίνει
σημαντικές εργασίες (Κουκουλές, 1995. Κουκουλές 2000. Αυγουστίδης,
1999).
Η συμβολή των εκπαιδευτικών
στην ΚΠΕ δεν εξαντλείται στη συμμετοχή. Γνωρίζουμε
πως γραμματέας της ΚΠΕ ήταν ο καθηγητής μαθηματικών
Κώστας Νικολακόπουλος που αναδείχτηκε σε σύμβολο των
κινητοποιήσεων, γνωρίζουμε επίσης πως η αριθμητική δύναμη και η συνοχή των
εκπαιδευτικών ήταν ισχυρή. Οι κλάδοι τους είχαν πλούσια συνδικαλιστική δράση,
οργανωτικές δυνατότητες και έμπειρα συνδικαλιστικά στελέχη από το μεσοπόλεμο
(Αθανασιάδης 1999).
Και ενώ οι δραστηριότητες
βρίσκονται σε ύφεση στην Αθήνα, στην ορεινή Ελλάδα από το φθινόπωρο του 1943
και κυρίως μετά την ίδρυση της ΠΕΕΑ,
δραστηριοποιούνται ανεξάρτητα οι εκπαιδευτικοί. Γίνονται τοπικά συνέδρια
δασκαλικών συλλόγων σε πολλές περιοχές, επανιδρύονται σύλλογοι και τον Ιούλιο
του 1944 πραγματοποιείται διδασκαλική συνδιάσκεψη στην Ευρυτανία που αποφασίζει
την επανίδρυση της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας στο διοικητικό συμβούλιο της οποίας
συμμετέχει σαν αντιπρόσωπος και ένας καθηγητής. Στην Πελοπόννησο το Σεπτέμβρη
του 1944 πραγματοποιείται συνδιάσκεψη εκπαιδευτικών που αποφασίζει την οργάνωση
μικτών οργανώσεων (Διδασκαλικό Βήμα, τχ. 1, 1. 12.
44). Μικτή οργάνωση γίνεται και στη Θεσσαλονίκη (Δελτίον
ΕΛΜΕ Θεσσαλονίκης, τχ. 1). Τα σχήματα αυτά όμως δεν
εξελίχτηκαν όπως φιλοδοξούσαν. Η αλλαγή του πολιτικού σκηνικού μετά τα
Δεκεμβριανά καθόρισε νέες εξελίξεις. Η Διδασκαλική Ομοσπονδία ιδρύθηκε το 1946
και η ΟΛΜΕ το 1949 σε διαφορετικές συνθήκες και με άλλους όρους.
Μετά την απελευθέρωση οι
εκπαιδευτικοί υπέστησαν σε ευρεία έκταση διώξεις (Νούτσος,
2004. Καζαζίδου, 1993. Μαρκάκη,
2001) και όσοι παρέμειναν στην εκπαίδευση ανέπτυξαν διάφορες στρατηγικές
προσωπικής επιβίωσης με συνέπειες που ξεπερνούσαν τη σφαίρα του ατομικού. Η
κατοχή αποτέλεσε τομή σε σχέση με το προηγούμενο πλαίσιο και έφερε νέες
διαιρέσεις στη βάση των εκπαιδευτικών που θα καθορίσουν την μεταπολεμική
ταυτότητα και πορεία των συνδικαλιστικών τους οργανώσεων.
Α. ΠΗΓΕΣ
1.
Αρχεία-Εφημερίδες-Περιοδικά
Αρχείο Μ. Ματθαιάσσου, ΕΛΙΑ
Αρχείο Κατοχής, ΓΑΚ
Αρχείο Τσουδερού, ΓΑΚ
Τρεις εγκύκλιοι του Γεν.
Επιθεωρητού Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως Μιχ. Π.
Μιχαλόπουλου, 1945
Αδημοσίευτο χειρόγραφο του Παπακωνσταντίνου Λεωνίδα, 1995
Αδημοσίευτο χειρόγραφο της Καζαζίδου Έλλης, 1993
Προφορική μαρτυρία της
Σοφίας Μαρκάκη Πόθου, 2001
Δελτίον ΟΛΜΕ, 1949
Δελτίον της Ενώσεως Λειτουργών
Μέσης Εκπαιδεύσεως Θεσσαλονίκης, 1945
Διδασκαλικόν Βήμα, 1943-1950
Εθνική Αντίσταση, 1963
Ελεύθερον Βήμα, 1942-1944
Ελεύθερος Υπάλληλος, 1943
Ερμής, 1941-45
Εφημερίς Συζητήσεων της Βουλής,
1946-1950
Παιδεία, 1952
Υπαλληλική, 1942-1944
Β. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Richter,
H., (1975), 1936-1946: Δυο επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις
στην Ελλάδα, Αθήνα: Εξάντας.
Woodhouse,
C. M., (1976), Το μήλο της έριδος, Αθήνα:
Εξάντας.
Αβδελά, Ε., (1990), Δημόσιοι
Υπάλληλοι γένους θηλυκού, Αθήνα: Ίδρυμα Έρευνας και Παιδείας της Εμπορικής
Τράπεζας της Ελλάδος.
Αθανασιάδης, Θ., (1999), Η
Διδασκαλική Ομοσπονδία στο Μεσοπόλεμο, Ιωάννινα (αδημοσίευτη διδ. διατριβή).
Αυγουστίδης, Α. (1999) Το ελληνικό
συνδικαλιστικό κίνημα κατά τη δεκαετία του ’40 και τα περιθώρια της πολιτικής,
Αθήνα: Καστανιώτης
Αλεξίου, Έ., (1983), Βασιλική
Δρυς, Αθήνα: Καστανιώτης.
Γκόντζος, Χ., & Αναστασάκος, Κ., (1985), Οι εκπαιδευτικοί στην Εθνική
Αντίσταση, Αθήνα: Δίπτυχο.
Δημαράς, Αλ., (1988), Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, τ. Β΄, Αθήνα: Ερμής.
Ελεφάντης, Α., (1979), Η
επαγγελία της αδύνατης επανάστασης, ΚΚΕ και αστισμός στον Μεσοπόλεμο,
Αθήνα: Θεμέλιο
Ελεφάντης, Α., (2004), «Μια πρώτη
μορφή λαϊκού δικαστηρίου το 1935 στην Κουφάλα
Ευρυτανίας», Αρχειοτάξιο, τχ.
6, σελ. 150-155.
Ζωίδης, Γ., (1991), «Η
εκπαιδευτική πολιτική και πράξη του ΚΚΕ, του ΕΑΜ και της ΠΕΕΑ
στα χρόνια της αντίστασης», Εθνική Αντίσταση, τχ.
75, σελ. 27-34.
Θωμαδάκης, Σ., (1984), «Μαύρη αγορά,
πληθωρισμός και βία στην οικονομία της κατεχόμενης Ελλάδας» στο Η Ελλάδα στη
δεκαετία 1940-1950, Αθήνα: Θεμέλιο.
Κατσαντώνης, Γ., (1984), Οι
εκπαιδευτικοί στην Εθνική Αντίσταση, Αθήνα: Καρανάση.
ΚΚΕ, (1981), Επίσημα
Κείμενα, τ. 5ος, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.
Κολλιού, Ν. (1985), Άγνωστες
πτυχές Κατοχής και Αντίστασης 1941-1944, Βόλος.
Κουκουλές, Γ., (1995), Το ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα και
οι ξένες επεμβάσεις (1994-1948), Αθήνα: Οδυσσέας
Κουκουλές, Γ., (2000), Το εργατικό κίνημα και ο μύθος του
Σισύφου (1964-1966), Αθήνα: Οδυσσέας.
Μαργαρίτης Γ., (1993), «Η
περίοδος της κρίσιμης καμπής 1942-1943», Μνήμων, τχ.
14, σελ. 133-149.
Μαργαρίτης. Γ., (1993), Από
την ήττα στην εξέγερση, Αθήνα: Πολίτης.
Μουτούλας, Π., (1999), Ωρίων - Γιάννης Μιχαλόπουλος. Με την Αριστερά
στον Μεσοπόλεμο, στην Εθνική Αντίσταση στην Μεταπολεμική Ελλάδα, Αθήνα:
Θεμέλιο.
Μπάρτζης, Γ., (1986), «Χρονολογικός
πίνακας της ιστορίας του συνδικαλιστικού κινήματος των ελλήνων
δασκάλων», Τα Εκπαιδευτικά, τχ. 2, σελ.
119-125.
Μπαρτζιώτας, Β., (1984), Η Εθνική
Αντίσταση στην Αδούλωτη Αθήνα, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.
Νούτσος Χ., (2004), Ο δρόμος της καμήλας και το σχολείο, Αθήνα:
Βιβλιόραμα.
Ρούσος, Π., (1988), Η μεγάλη
πενταετία 1940-1944, Αθήνα.
Σακκελαρίου, Χ., (1984), Η παιδεία
στην Αντίσταση, Αθήνα: Φιλιππότης.
Φυλακτός, Δ., (1988), Θυμάται!,
χ.τ.ε.
Χόνδρος, Ι., (1984), «Η
Ελληνική αντίσταση 1941-1944» στο Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950,
Αθήνα: Θεμέλιο.