Στις 11 Οκτωβρίου 1964, με αφορμή τα είκοσι χρόνια από την
απελευθέρωση της Αθήνας, η "Αυγή" δημοσίευσε ένα κείμενο του
δημοσιογράφου, ιστορικού και διανοούμενου Τάσου Βουρνά, ο οποίος, ως
ενεργό μέλος της Εθνικής Αντίστασης, είχε ζήσει από κοντά τα γεγονότα
των ημερών εκείνων.
Σε αυτό το κείμενο, ο Βουρνάς, εκτός από την
εξαιρετική αφήγηση, υπογραμμίζει την ανάγκη να προχωρήσει ο ριζικός
εκδημοκρατισμός της χώρας, καθώς μερικούς μήνες πριν από τη δημοσίευση
του κειμένου είχε ηττηθεί οριστικά η ΕΡΕ και είχε αναδειχτεί κυβέρνηση
της Ένωσης Κέντρου. Ως εμβληματικό στοιχείο ενός τέτοιου εκδημοκρατισμού
αναδεικνύεται, μέσα από το κείμενο, το αίτημα για αναγνώριση της
Εθνικής Αντίστασης. Οι εξελίξεις του 1965 και όλα όσα ακολούθησαν θα
μετέθεταν την εκπλήρωση του αιτήματος αυτού για σχεδόν είκοσι χρόνια
ακόμα.
Το κείμενο αυτό του Τάσου Βουρνά, αναδημοσιεύει σήμερα η "Αυγή".
Τάσος Βουρνάς
10 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1944
Η ΑΘΗΝΑ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝΕΤΑΙ!
Του Τάσου Βουρνά
Κανένας δεν κοιμήθηκε εκείνες τις νύχτες που ακολούθησαν τις μέρες
τις γεμάτες ιαχές, λάβαρα, πλακάτ, σημαίες και τραγούδια. Ήταν το
απόγευμα της 10ης Οκτώβρη 1944, συννεφιασμένο και ριγηλό,
όπως όλες οι μέρες και οι νύχτες του πρώιμου αθηναϊκού φθινοπώρου, όταν
το μαντάτο απλώθηκε σαν αστραπή σ’ όλη την πόλη: οι Γερμανοί, που από
τις πρώτες μέρες του Οκτώβρη είχαν συμπτυχθεί στο κέντρο της Αθήνας,
ετοιμάζονταν να πάρουν τον δρόμο της υποχώρησης. Οι στρατιές του
Τομπλούκιν είχαν αναπτύξει την πελώρια λαβίδα τους στα Βαλκάνια, ο ΕΛΑΣ
κινούνταν να κλείσει τους δρόμους διαφυγής του εχθρού. Τέλη του
Σεπτέμβρη, κάτι συμμαχικά αγήματα βγήκαν στην περιοχή της Αχαϊοήλιδας, ο
ΕΛΑΣ είχε λευτερώσει τον Μοριά. Κι ολόκληρη η χώρα με πιασμένη την
ανάσα περίμενε τη λευτεριά νάρθει να στήσει τα λάβαρά της στη ματωμένη
γη των Ελλήνων.
*
Η Αντίσταση ολόκληρη επί ποδός πολέμου. Σ’ ένα σπίτι στου Μακρυγιάννη
συγκαλείται μια σύσκεψη για τον γιορτασμό της λευτεριάς. Είναι 11 του
Οκτώβρη, πρωί. Τα νέα έρχονται απανωτά. Οι συνοικίες είναι λεύτερες, ο
ΕΛΑΣ έχει αναλάβει την τάξη. Είναι ακόμα ξημερώματα στο Μεταξουργείο
όταν βγαίνουν οι πρώτοι εφημεριδοπώλες που πουλάνε φωναχτά τις ως χθες
παράνομες εφημερίδες της Αντίστασης. Η οργάνωση των δημοσιογράφων του
ΕΑΜ είχε καταλάβει αποβραδίς τα τυπογραφεία και τα πιεστήρια των
γερμανόδουλων κατοχικών εφημερίδων και το πρωί η Αθήνα πλημμύρισε από
τις εφημερίδες της Αντίστασης, που οι τίτλοι τους διαλαλούνταν φωναχτά,
σαν ζητωκραυγή:
"Ριζοσπάστης": Ελεύθερη Ελλάδα! Μάχη!
Η σύσκεψη - χωρίς κανένα συνωμοτικό μέτρο αυτή τη φορά - τελείωσε. Το
πρόγραμμα του γιορτασμού είχε καταρτισθεί και οι παρευρισκόμενοι
έφευγαν βιαστικά για τις οργανώσεις τους να το πραγματώσουν. Εκεί κάπου
στις στήλες του Ολυμπίου Διός νιώθουμε το πρώτο τράνταγμα της λευτεριάς
που ήρθε. Μια περίπολος του ΕΛΑΣ, παλικαράκια εικοσάχρονα, ντυμένα με
στρατιωτικές στολές και κράνη, το όπλο επ' ώμου, βαδίζει αργά ανάμεσα
στο πλήθος που παραληρεί από ενθουσιασμό και ζητωκραυγάζει. Και τα νέα
παιδιά, με συναίσθηση της ευθύνης και του χρέους τους, βαδίζουν αργά,
δακρυσμένα, χαμογελαστά, σοβαρά - σοβαρά - βρίσκονται βλέπεις σε
υπηρεσία! Πού βρέθηκαν τόσα λουλούδια να τα ράνουν, πώς ανθίσανε σαν
πασχαλινές λαμπάδες οι κάνες των ντουφεκιών τους από φθινοπωρινά
χρυσάνθεμα; «Νήπια δάκρυα» γεμίζουν τα μάτια μας καθώς δεχόμαστε ξαφνικά
το πρώτο συναπάντημα της λευτεριάς.
*
Στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη μεγάλη κίνηση. Οι ναζίδες,
θέλοντας να δείξουν τον ανύπαρκτο ιπποτισμό τους, καταθέτουν δάφνινο
στεφάνι στον Έλληνα στρατιώτη, που τον ρήμαξαν και τον ντουφέκισαν παρά
πάντα νόμο του πολέμου. Βουβός ο κόσμος τους παρακολουθεί, η οργή
αστράφτει στα μάτια του. Κι όταν μπήκαν στα μηχανοκίνητά τους και
φύγανε, όλος ο λαός με αυθόρμητη κίνηση έτρεξε στο μνημείο και
κομμάτιασε το στεφάνι των χιτλερικών ορδών. Και το ασάλευτο ανάγλυφο του
αρχαίου πολεμιστή σαν να 'νιωσε ευφροσύνη από κείνη τη λαϊκή εκδήλωση,
Τα γερμανικά μηχανοκίνητα, με κατεύθυνση προς τις βορεινές και
ανατολικές προσβάσεις της Αθήνας, φεύγουν ολοένα στον αγύριστο.
Ανέκφραστοι οι χιτλερικοί φαντάροι πάνω στα αυτοκίνητα με τα κράνη
χαμηλά ως τα μάτια, κίτρινοι από τον φόβο τους, με τα όπλα προτεταμένα,
καθώς διασχίζουν τους πλημμυρισμένους δρόμους από πανηγυριώτες της
λευτεριάς, τρέμουν τον ίσκιο τους. Ποιος λογαριάζει, όμως, τον
κατησχυμένο εχθρό που υποχωρεί ντροπιασμένος; Από ώρα σε ώρα οι μάζες
περιμένουν να μπει ο ΕΛΑΣ, αλλά τα νέα που καταφθάνουν είναι
απογοητευτικά: Το Στρατηγείο Μέσης Ανατολής (που με βάση τη συμφωνία της
Καζέρτας είχε και τον ΕΛΑΣ κάτω από τις διαταγές του) σταμάτησε τα
ένοπλα τμήματα του βουνού 30 χιλιόμετρα έξω από την Αθήνα. Οι μάζες
διαμαρτύρονται έντονα. Είναι τα πρώτα σημάδια μιας «συμμαχικής»
αντίδρασης στους λαϊκούς πόθους, ένας πρώτος φραγμός στην Αντίσταση.
*
Οι κεντρικοί δρόμοι είναι αδιάβατοι από τον κόσμο που ξεχύθηκε να
πανηγυρίσει τη λευτεριά. Στη διασταύρωση Πανεπιστημίου και Κοραή ο
Άγγελος Σικελιανός, ο μεγάλος ποιητής της Αντίστασης, σκαρφαλωμένος στο
ανάβαθρο της τροχαίας, μιλάει στον λαό που τον αποθεώνει. Τα άσπρα του
μαλλιά ανεμίζουν σαν χαίτη λιονταριού. Η βροντώδης φωνή του ζεσταίνει
τον αέρα με τα ένθεα λόγια υπέρ της Αντίστασης που αναβρύζουν από τα
χείλη του. Το μαχόμενο αντιστασιακό πνεύμα δίνει το "παρών" στο μεγάλο
πανηγύρι της λευτεριάς.
Η νύχτα 11 προς 12 Οκτώβρη ήρθε ριγηλή, γιομάτη τραγούδια και
ζητωκραυγές. Οι Γερμανοί είχαν επιχειρήσει να ανατινάξουν το εργοστάσιο
του ηλεκτρικού στο Κερατσίνι. Ο ΕΛΑΣ δεν τους άφησε. Κάμποσα παλικάρια
έδωσαν το αίμα τους να το σώσουν. Φεύγοντας, οι ναζίδες κατάφεραν να
πάρουν κάποιο σημαντικό εξάρτημα και η περιοχή Αθήνας - Πειραιά είναι
βυθισμένη στο σκοτάδι. Την νύχτα εκείνη της εθνικής αγρύπνιας τη φώτισαν
τα ιερά καντήλια την ελληνικής παράδοσης, το ανέσπερο εκείνο φως που
καταύγασε με την τρεμουλιάρικη φλόγα του όλες τις μεγάλες εξάρσεις των
Ελλήνων στην τούρκικη σκλαβιά και στο Εικοσιένα.
Κι όμως, εκείνη τη νύχτα δεν έπεσε κανείς στο κρεβάτι. Τα ρωμέικα
χέρια, δουλεύοντας ασταμάτητα, έφτιαξαν χιλιάδες πλακάτ, χιλιάδες
σημαίες. Κι όταν την άλλη μέρα, από τα χαράματα, τα μπράτσα των Αθηναίων
τις ξεδίπλωσαν στους δρόμους, έμοιαζαν η ανάσα της λευτεριάς καθώς την
είχε αποτυπώσει η ποίηση της Αντίστασης στους φλογισμένους στίχους της.
Οι προφητικές «φοβερές σημαίες της λευτεριάς» του Σικελιανού πλατάγιζαν
στους δρόμους της Αθήνας.
Πού βρέθηκαν όλες εκείνες οι μεθυσμένες μάζες που πλημμύρισαν τους
κεντρικούς δρόμους; Θα 'λεγε κανείς ότι όλη η Ελλάδα χώρεσε στην
πρωτεύουσα. Μια τεράστια ατελείωτη ανθρωποθάλασσα, σε πυκνή φάλαγγα σ’
όλο το πλάτος των δρόμων, περπατούσε αργά, κάτω από τον πλαταγισμό των
σημαιών και των πλακάτ. Η αρχή της ήταν στο Σύνταγμα και το τέλος της
στο τέρμα της οδού Γ' Σεπτεμβρίου, στη διασταύρωσή της με την οδό Αγίου
Μελετίου. Με ζητωκραυγές και τραγούδια περνούσε για ώρες ατελείωτες
μπροστά από το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη αποτίοντας φόρο τιμής
στους νεκρούς των πολέμων και της Αντίστασης. Ο καθένας έφερνε κι ένα
λουλούδι. Και στον χώρο πολύ γρήγορα υψώθηκαν βουνά τα φθινοπωρινά άνθη
της Αττικής, αυθόρμητη λαϊκή προσφορά στη μνήμη των ηρώων και των
μαρτύρων.
*
Για ώρες ολόκληρες οι ατελείωτες φάλαγγες περνούσαν μπροστά στο
μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. Ήταν η μεγάλη ειρηνική επίδειξη των
δυνάμεων της Αντίστασης, της συντριπτικής πλειοψηφίας, δηλαδή, του
ελληνικού λαού, που ανάγκασε τους συνεργάτες του εχθρού και τους απόντες
να αναζητήσουν τα πιο βαθειά λαγούμια και να κρύψουν το ντροπιασμένο
τους πρόσωπο. Από την πανστρατιά εκείνη δεν έλειψε κανείς. Ο λαός της
Αθήνας βάδισε στους δρόμους κάτω από τα λάβαρα των τοπικών και
συνοικιακών οργανώσεων χαρούμενος, ευτυχισμένος, ατενίζοντας προς ένα
ανέφελο μέλλον - το μέλλον, αλίμονο! Που του 'κλεψαν αργότερα μέσα από
τα χέρια του οι λόγχες των ξένων, ξαναφέρνοντας το σκοτάδι, το αίμα και
τα δάκρυα στη μαρτυρική γη των Ελλήνων. Έβλεπες όλη την ελληνική
διανόηση, το θέατρο, τις τέχνες, την εργατιά, τους επαγγελματίες, τους
υπαλλήλους - δημόσιους και ιδιωτικούς - να πορεύονται μέσα σε κύματα
χαράς, κάτω από τα περήφανα τα δικά τους αντιστασιακά λάβαρα, τα
τιμημένα με αίμα, θυσίες, αγώνες. Πώς θα ξεχάσουμε τη μεγάλη εκείνη μέρα
όσοι τη ζήσαμε, πώς είναι δυνατό, εκείνοι, που έχουν άνομο συμφέρον, να
παραγράψουν από τη μνήμη μας τα απαράμιλλα εκείνα χρόνια της φωτιάς; Η
Ιστορία μας, η καταματωμένη και προπηλακισμένη Ιστορία μας, δεν μπορεί
να στραγγαλιστεί. Και εκείνοι που ζητούν στείρωση της εθνικής μνήμης
βρίσκονται έξω από το κλίμα των παραδόσεων του έθνους. Η αντίσταση δεν
παραγράφεται γιατί αποτελεί το θεμέλιο της σύγχρονης ιστορίας μας,
βρυσομάνα ιδανικών για τη σύγχρονη οιστρηλατημένη δημοκρατική μας
νεότητα και το ξεκίνημα της φωτιάς που κατακαίει τα στήθη των Ελλήνων
τούτη τη στιγμή, καθώς αναπτύσσεται η μεγάλη μάχη για τον εκδημοκρατισμό
του τόπου.
Φέτος γιορτάζουμε τα είκοσι χρόνια της απελευθέρωσης της Αθήνας. Ας
γίνει η επέτειος αφετηρία για μια συσπείρωση του δημοκρατικού λαού μας
γύρω από τα απαράγραπτα ιδανικά της μεγάλης αντιστασιακής εποποιίας κι
ας επισφραγίσει η Πολιτεία το εθνικό εκείνο έπος με την επίσημη
αναγνώρισή του, όπως γίνηκε σ’ όλο τον κόσμο εδώ και είκοσι χρόνια. Και
τότε θα μπορούμε να μιλάμε για μια νέα και ελπιδοφόρα εποχή δημοκρατικής
ευδίας που έρχεται.
Τμήμα του ΕΛΑΣ και πλήθος κόσμου τελούν το μνημόσυνο για τα θύματα
της Αντίστασης στο ναό του Αγίου Νικολάου Πευκακίων, λίγο μετά την
απελευθέρωση (Αρχείο ΕΡΤ - Πέτρος Πουλίδης)
Πανηγυρισμοί τη μέρα της απελευθέρωσης. (Αρχείο ΙΦΑΝΕ - Κυριάκος Κουρμπέτης)
Τιμώμενοι ανάπηροι του Αλβανικού Μετώπου στον Άγνωστο Στρατιώτη (Αρχείο ΕΡΤ - Πέτρος Πουλίδης)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.