Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2018

Πώς το ΚΚΕ έγινε κόμμα εξουσίας

Παρά τη χρονική απόσταση που μας χωρίζει από την ταραχώδη δεκαετία του '40, οκτώ δεκαετίες μετά η αριστερή ιστοριογραφία εμπλουτίζεται διαρκώς, ενώ το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού για τα θέματα αυτά παραμένει αξιοσημείωτο.

Γαβρίλης Λαμπάτος
ΚΚΕ και εξουσία (1940-1944)

Εκδόσεις Μεταίχμιο
σελ. 392, τιμή 17,70 ευρώ
  Παρά τη χρονική απόσταση που μας χωρίζει από την ταραχώδη δεκαετία του ’40, οκτώ δεκαετίες μετά η αριστερή ιστοριογραφία εμπλουτίζεται διαρκώς, ενώ το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού για τα θέματα αυτά παραμένει αξιοσημείωτο. Η κρίση, η απαξίωση του πολιτικού συστήματος, η «πρώτη φορά Αριστερά» στη διακυβέρνηση του τόπου, τα διχαστικά διλήμματα της εποχής και τα ιστορικά «απωθημένα» που ήρθαν στην επιφάνεια διαμορφώνουν το πλαίσιο-έναυσμα επαναπροσέγγισης των τραυματικών περιόδων εκείνης της δεκαετίας, αλλά και προηγούμενων με έμφαση στον Μεσοπόλεμο. Είναι ενδεικτικό ότι μεταξύ των ευπώλητων βιβλίων – σε ορισμένες περιπτώσεις περισσότερο και από λογοτεχνικά best seller της εποχής – βρίσκονται βιβλία για τον Εθνικό Διχασμό, ενώ υπάρχει ένα ευρύτερο αναγνωστικό ενδιαφέρον για τα εμφύλια πάθη και τα συγκρουσιακά θέματα που δεν απασχολούν μόνο τους ιστορικούς, αλλά και ένα τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, το οποίο προσπαθεί μηχανιστικά να βρει συμπτώσεις και να κάνει παραλληλισμούς επιχειρώντας να δώσει απαντήσεις στο σήμερα, αντλώντας διδάγματα και εμπειρίες από το παρελθόν. Σε κάθε περίπτωση, η τάση που υπάρχει ευνοεί τον εμπλουτισμό της ιστορικής έρευνας, την αποσαφήνιση «γκρίζων ζωνών» της ιστορίας, την επανατοποθέτηση των ιστορικών επί ζητημάτων που δεν έχουν εξαντληθεί, κυρίως όμως την περαιτέρω διεύρυνση του πεδίου μελέτης των ζητημάτων που καθόρισαν την πορεία της σύγχρονης Ελλάδας.
Η δεκαετία του ’40 προσδιόρισε τη μεταπολεμική Ελλάδα και εμπνέει μέχρι σήμερα τους ιστορικούς. Η μονογραφία του ιστορικού Γαβρίλη Λαμπάτου με τίτλο «ΚΚΕ και εξουσία (1940-44)», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο (σειρά Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας), συνιστά μια μελέτη πολιτικής ιστορίας σε μια εποχή καταλυτικών κοινωνικών ανακατατάξεων «μέσα από τις άγνωστες και ορισμένες φορές σκοτεινές πλευρές της Εθνικής Αντίστασης». Το ζήτημα που αναδεικνύει ο συγγραφέας με το έργο του είναι πώς το ΚΚΕ, ενώ τις παραμονές του 1940 βρισκόταν αποδεκατισμένο οργανωτικά από τα σαρωτικά χτυπήματα που είχαν επιφέρει η μεταξική δικτατορία και ο πανούργος υφυπουργός Ασφαλείας Μανιαδάκης – και μάλιστα σε ένα περιβάλλον που προκαλούσε, λόγω των διαρκών αλλαγών πολιτικής της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Κομιντέρν) έναντι του ναζισμού, σύγχυση στα ευρωπαϊκά κομμουνιστικά κόμματα -, κατόρθωσε να ανασυγκροτηθεί αμέσως, να εμπνεύσει και να κινητοποιήσει τον λαό οργανώνοντας την πάλη του κατά των κατακτητών μέσα από το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και ως το 1944 να καταστεί κόμμα εξουσίας, «απειλώντας να µετασχηματίσει σχεδόν ριζικά το πολιτικό σύστημα όπως αυτό είχε διαμορφωθεί τις προηγούμενες δεκαετίες».
 
Αυτό που περιγράφεται μέσα από αρχειακές πηγές και ανέκδοτες προσωπικές μαρτυρίες, χωρίς διάθεση εξιδανικεύσεων και χωρίς μια απλή εξιστόρηση των γεγονότων, είναι η κατάρρευση του παλαιού κομματικού συστήματος και η δημιουργία της νέας εξουσίας, που οφείλονταν αφενός στη διεύρυνση της πολιτικής επιρροής του ΚΚΕ και στον πρωταγωνιστικό ρόλο που διαδραμάτισε στις εξελίξεις και αφετέρου στην de facto εξουσία που άσκησε σε πολλές περιοχές της ορεινής Ελλάδας, διαμορφώνοντας εναλλακτικές δομές εξουσίας έναντι του απαξιωμένου και απονομιμοποιημένου στη συνείδηση των πολιτών κατοχικού κράτους και του κατακτητή. Αυτές οι δομές εξουσίας κυριαρχούσαν σε όλη την επικράτεια τους δύο πρώτους μήνες της Απελευθέρωσης και στην Αθήνα υπήρχε δυαδική εξουσία: οι εκπρόσωποι του παλαιού πολιτικού κόσμου και μέρος του παλαιού κρατικού μηχανισμού και από την άλλη το ΚΚΕ και ο ΕΛΑΣ που ασκούσαν εξουσία στους περισσότερους συνοικισμούς της πόλης. Η ιδιότυπη αυτή «συνύπαρξη» θα ξεκαθαρίσει με τη σύγκρουση του Δεκέμβρη 1944 και την επέμβαση των Βρετανών, η οποία «οδήγησε στην παγίωση της κυριαρχίας των παλαιών δομών εξουσίας και σε μεγάλο βαθμό εξουδετέρωσε την επαναστατική δυναμική που είχε αναπτυχθεί τους προηγούμενους μήνες στην ελληνική κοινωνία». Με την ήττα το ΚΚΕ παύει να είναι κόμμα εξουσίας. Οι πολιτικές ισορροπίες μεταβάλλονται δραματικά εις βάρος του και μεγάλο τμήμα του πληθυσμού στα αστικά κέντρα που συμπορευόταν πολιτικά με το ΕΑΜ αποστασιοποιήθηκε από αυτό, ενώ και στην ύπαιθρο η διεύρυνση της πολιτικής επιρροής του «έπαψε να υφίσταται». Δεν επρόκειτο άλλωστε για μια ευθύγραμμη πορεία προς την εξουσία, μια εξουσία που χάθηκε μέσα από μια σωρεία παλινωδιών, λαθών και αντιφάσεων που γεννούσαν εγγενείς αδυναμίες και εξωγενείς παράγοντες διεθνών ισορροπιών. Ο Γ. Λαμπάτος αποτυπώνει στο βιβλίο του την πολιτική πρακτική του ΚΚΕ τόσο στην κεντρική πολιτική σκηνή όσο και στις τοπικές κοινωνίες με τρόπο ώστε «να έρθουν στο προσκήνιο τα ίδια τα ανθρώπινα υποκείμενα (οι άνθρωποι που συμμετείχαν ενεργά στο κομμουνιστικό κίνημα της εποχής) και ο τρόπος που βίωσαν τη ριζική μεταβολή της υπάρχουσας κοινωνικής πραγματικότητας». Επίσης, φωτίζει άγνωστες ή λιγότερο γνωστές πλευρές που είχαν να κάνουν με τη στάση του ΚΚΕ έναντι των αντιπάλων του ή έναντι των προερχομένων από τις τάξεις του «αιρετικών» κομμουνιστών, ορισμένοι εκ των οποίων είχαν άδοξο τέλος. Η πολιτική ηγεμονία του ΚΚΕ «γεννούσε» και τις αντίρροπες δυνάμεις, γι’ αυτό και ο συγγραφέας αφιερώνει ξεχωριστό κεφάλαιο στις εμφύλιες συγκρούσεις στη διάρκεια της Κατοχής και ιδιαίτερα τους τελευταίους μήνες πριν από την Απελευθέρωση, ενώ αναφορικά με τις κοινωνικές αντιστάσεις και την αμφισβήτηση της ηγεμονίας των κομμουνιστών θίγει το θέμα της αριστερής βίας στα χρόνια της Κατοχής.
 «Αναμφίβολα στην κατοχική Ελλάδα ένα τμήμα του πληθυσμού ταυτίστηκε με το ΚΚΕ. Χιλιάδες νέοι άνθρωποι κυρίως ταύτισαν τη ζωή τους με την υλοποίηση των ιδεών του συγκεκριμένου κόμματος. Η πλειοψηφία όμως του πληθυσμού συμπορευόταν απλώς πολιτικά με το ΕΑΜ ή ανεχόταν τις νέες δομές εξουσίας που είχαν διαμορφωθεί», σημειώνει, εξηγώντας ότι «υπήρχε παράλληλα ένα τμήμα που εκδήλωνε ανοιχτά την αντίθεσή ή και την εχθρότητά του». Το μεθοδολογικό σχήμα που χρησιμοποιεί για να προσεγγίσει το θέμα αυτό είναι ότι υπήρχαν τέσσερις τάσεις του πληθυσμού έναντι των εαμικών δομών εξουσίας: ταύτιση, συμπόρευση, ανοχή, εχθρότητα. «Τάσεις διαρκώς μεταβαλλόμενες καθώς η ρευστότητα των πολιτικών ισορροπιών ήταν το χαρακτηριστικό της εποχής» όπως σημειώνει.
Για τον ίδιο είναι σαφές ότι δεν αρκούσαν λίγοι ένοπλοι που κινήθηκαν έγκαιρα για να οργανώσουν το αντάρτικο, αλλά υπήρξε μια κοινωνική δυναμική που πυροδοτήθηκε. Γι’ αυτό και τάσσεται κατά της ερμηνείας ότι η ανάδειξη του ΕΛΑΣ ως της ισχυρότερης ένοπλης αντάρτικης δύναμης οφείλεται στην εμφάνισή του «πριν από την εμφάνιση ανταγωνιστικού αντάρτικου σε περιοχές με ισχνή ή και ανύπαρκτη παρουσία των κατοχικών αρχών η εκκαθάριση αντίπαλων και ανεξάρτητων αντάρτικων ομάδων και άσκηση αποφασιστικού ελέγχου πάνω στους πληθυσμούς» όπως έχουν υποστηρίξει στα «Εμφύλια Πάθη» (Μεταίχμιο, 2016) οι ιστορικοί Στ. Καλύβας και Ν. Μαραντζίδης. Συντάσσεται δε με την άποψη ότι εάν δεν υπήρχε η δύναμη της ιδεολογίας θα ήταν αδύνατο μερικές χιλιάδες ενόπλων να δράσουν και να επιβιώσουν σε ένα περιβάλλον όπου γινόταν όλο και πιο αντίξοο και επικαλείται σχετικά τον Ν. Αλιβιζάτο, ο οποίος απορρίπτοντας τα ερμηνευτικά εργαλεία του λεγόμενου «αναθεωρητικού ρεύματος» της ιστορίας, χαρακτήρισε σφάλμα την «υποβάθμιση της ιδεολογίας ως κινήτρου για την πολιτική ένταξη των μαζών στην Αριστερά».

Το «ΚΚΕ» του Μεταξά

Τα πλήγματα που υπέστη το ΚΚΕ από το μεταξικό καθεστώς (1936) ήταν συντριπτικά, αφού κατόρθωσε να προσεταιριστεί στελέχη που είχαν θέσεις-κλειδιά στον παράνομο μηχανισμό του κόμματος. Ο προσεταιρισμός του Δημήτρη Κουτσογιάννη (ψευδώνυμο Δημητριάδης) είχε ως αποτέλεσμα όσα στελέχη του KKE, μετά τη φοίτησή τους στις κομματικές σχολές της Σοβιετικής Ενωσης, αποστέλλονταν από την Κομμουνιστική Διεθνή στην Ελλάδα να βρίσκονται υπό τον έλεγχο των αρχών ασφαλείας. Παράλληλα, προσεταιρίστηκε τον Μιχάλη Τυρίμο, πρώην βουλευτή του κόμματος και παλιό διευθυντή του «Ριζοσπάστη». Αυτός ήταν ο ιθύνων νους της λεγόμενης Προσωρινής Διοίκησης, η οποία θεωρούνταν από τους περισσότερους κομμουνιστές ως αυθεντική έκφραση του κόμματος. Οπως αναφέρει ο Γ. Λαμπάτος, για την τύχη όλων όσοι είχαν εμπλακεί στη συγκρότηση της Προσωρινής Διοίκησης έγραψε ο συγγραφέας Γιάννης Μαρής (ο πρώτος που ασχολήθηκε διεξοδικά με το θέμα): «Ο αστυνομικός Παξινός δολοφονήθηκε κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες στο Πακιστάν. Ο θεωρητικός της επιχειρήσεως Μιχάλης Τυρίμος εκτελέστηκε από τον ΕΛΑΣ στην Εύβοια, όπου δρούσε ως πολιτικός επίτροπος των Ταγμάτων Ασφαλείας. Ο Κουτσογιάννης ή Δημητριάδης δολοφονήθηκε μέσα στο σπίτι του στην Αθήνα κατά την Κατοχή. Η Χρύσα Κατσίδη (της ομάδας των «Κούτβηδων») τρελάθηκε. Ο Τιμογιαννάκης ή Αρκούδος, ο Χρονόπουλος και ο Τζωρτζάτος εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς. Η Ολγα Μπακόλα ή Ασπασία σκοτώθηκε σε συμπλοκή με τα Τάγματα Ασφαλείας».

Η δομική αντίφαση του ΕΑΜ

Η δομική αντίφαση του ΕΑΜ είναι ότι σε επίπεδο πολιτικού προγράμματος η ηγεσία του KKE ήταν ανοιχτή στην προβολή ενός μετριοπαθούς πολιτικού προγράμματος ικανού να έχει απήχηση σε μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας. Ταυτόχρονα, σε οργανωτικό επίπεδο, οι κομμουνιστές ήθελαν να διατηρούν τον απόλυτο έλεγχο. Η εμμονή των κομμουνιστών να ασκούν τον έλεγχο στις εθνικοαπελευθερωτικές οργανώσεις δημιούργησε ρωγμές σε πρωτοβουλίες που είχαν αναληφθεί σε τοπικό επίπεδο και συσπείρωναν πρόσωπα με ευρύτερη επιρροή στις τοπικές κοινωνίες. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που αναφέρει ο Αλέκος Κουτσούκαλης (καπετάνιος του ΕΛΑΣ). Το καλοκαίρι του 1941 είχε συγκροτηθεί στην περιοχή της Αρτας η οργάνωση «Ελλάς – Ελευθερία», που συσπείρωνε μόνιμους και έφεδρους αξιωματικούς. Στόχοι της οργάνωσης ήταν να αντιμετωπιστεί το ενδεχόμενο επιστράτευσης των αξιωματικών από τις αρχές Κατοχής, να μη μετέχουν τα μέλη της στο παρακράτημα της αγροτικής παραγωγής, να υπάρχει δίκαιη κατανομή των λαϊκών συσσιτίων κ.λπ. Στην οργάνωση αυτή συνυπήρχαν τρεις παρατάξεις: οι οπαδοί του βενιζελισμού, οι οπαδοί του ΕΑΜ και οι βασιλικοί. Τον Μάρτιο του 1942, με πρωτοβουλία των ιδρυτών της που βρίσκονταν σε συνεννόηση με το ΕΑΜ Αρτας, η οργάνωση αυτή διαλύθηκε. Για τις συνέπειες της ενέργειας αυτής γράφει ο Α. Κουτσούκαλης: «Ετσι προσχώρησαν στο ΕΑΜ ορισμένοι αξιωματικοί, τα άλλα μέλη της οργάνωσης και πολλοί ανένταχτοι μόνιμοι και έφεδροι αξιωματικοί έμειναν στο κενό αναζητώντας ευκαιρία για να στεγαστούν. Και όταν εμφανίστηκε ο Ζέρβας στην περιοχή, προσχώρησαν στη στρατιωτική του οργάνωση».

Οι αποσυνάγωγοι

Στα χρόνια της Κατοχής μερικές εκατοντάδες κομμουνιστών, οι οποίοι δεν είχαν οργανικούς δεσμούς με το ΚΚΕ νωρίτερα, προσπαθούσαν να επαναδραστηριοποιηθούν πολιτικά. Οι περισσότεροι προέρχονταν από τον πολιτικό χώρο του αρχειομαρξισμού, ο οποίος από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 είχε υποστεί πολλές διασπάσεις. Αλλοι είχαν διαγραφεί από το ΚΚΕ στα χρόνια του Μεσοπολέμου. Ανάμεσά τους οι πρώην γραμματείς του κόμματος Γιάννης Κορδάτος και Θωμάς Αποστολίδης. Στους κύκλους αυτούς εμπλέκονταν ομάδες νέων κομμουνιστών οι οποίες συζητούσαν με κριτική διάθεση τις πολιτικές κατευθύνσεις που ακολουθούσε η νέα ηγετική ομάδα του κόμματος. Από τις ομάδες αυτές προέκυψαν ορισμένες πολιτικές οργανώσεις που προσπάθησαν να επηρεάσουν τις κατευθύνσεις της ηγεσίας. Οι άνθρωποι που συμμετείχαν σε αυτές τις ομάδες διακρίθηκαν αργότερα για το πνευματικό έργο και την πολιτική τους πορεία. Στη «Νέα Εποχή» μετείχαν ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο Γιάννης Κορδάτος, οι αδελφοί Κώστας και Βασίλης Αναστασιάδης καθώς και ο Αχιλλέας Γρηγορογιάννης, ενώ στους κύκλους της συμμετείχαν και ορισμένα στελέχη της ΟΚΝΕ (Γιώργος Λιανόπουλος, Στάθης Μεγαλοοικονόμου, Θεοδωρόπουλος).Τα μέλη της «Νέας Εποχής» θεωρούσαν ότι το ΕΑΜ δεν ανταποκρινόταν στις επαναστατικές διαθέσεις των μαζών και εμφανίζονταν ως εκπρόσωποι της επαναστατικής παράταξης του ΚΚΕ. Ο αντίλογος ήταν αμείλικτος: «Είναι όλοι-όλοι μια πεντάδα τροτσκιστών και αποστατών του κόμματός μας που αποτελούν τη «μαρξιστική» πεμπτοφαλαγγίτικη ελληνική οργάνωση που ανέλαβε να προπαγανδίσει τα συνθήματα του ξένου κατακτητή» έγραφε η «Κομμουνιστική Επιθεώρηση». Το βάρος των κατηγοριών του κόμματος εναντίον τους οδήγησε πολλούς να σιωπήσουν και να ακολουθήσουν τη «γραμμή» του, ενώ ορισμένοι είχαν τραγικό τέλος. Οπως ο Μεγαλοοικονόμου ο οποίος εκτελέστηκε από τον ΕΛΑΣ, κίνδυνο που διέτρεξε και ο Καστοριάδης.

Ομηρεία χωρίς σχέδιο και πειθαρχία

Η σύγκρουση των Δεκεμβριανών συνοδεύτηκε από την απόφαση της ηγεσίας του KKE να προχωρήσει σε συλλήψεις πολλών εκατοντάδων πολιτών ως μέσο άσκησης πίεσης στην αντίπαλη παράταξη. Ο Νίκος Ζαχαριάδης στην ομιλία του στη 12η Ολομέλεια της ΚΕ του KKE (25-27 Ιουνίου 1945) ανέφερε: «Το λάθος είναι ότι διατάχθηκε η ομηρεία χωρίς πειθαρχία και σχέδιο και έτσι εκφυλίστηκε σε εξωπολιτική πράξη. Αυτό έδειξε ότι, όπου είχαν φτάσει τα πράματα, δεν μπορούσαμε να διενεργήσουμε μια πειθαρχημένη και πολιτικά σκόπιμη ομηρεία. Γι’ αυτό δεν έπρεπε να τη διατάξουμε. Κάναμε ένα λάθος που όπλισε τον εχθρό». Ακόμα και σήμερα δεν έχει διευκρινιστεί πότε άρχισε να εφαρμόζεται το μέτρο. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της Καίτης Ζεύγου, στελέχους του ΚΚΕ, οι συλλήψεις ξεκίνησαν το πρώτο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου 1944. Η μαρτυρία του Λευτέρη Βουτσά (πολλά χρόνια αργότερα προσχώρησε στο ΚΚΕ εσωτερικού) για τον τρόπο πραγματοποίησης των συλλήψεων από την Πολιτοφυλακή αναφέρει ότι ο ίδιος (ήταν τότε οικονομικός υπεύθυνος του «Ριζοσπάστη») συνελήφθη από την Πολιτοφυλακή (24-25 Δεκεμβρίου ’44) γιατί σε σχετικό έλεγχο των ανδρών της βρέθηκε πάνω του ένα περίστροφο. Οδηγήθηκε γι’ αυτό στα γραφεία της Πολιτοφυλακής στο Γαλάτσι: «Ηταν το βασίλειο του καπετάν Ορέστη, του περίφημου Ορέστη της ΟΠΛΑ που ματοκύλησε την περιοχή. Με ανεβάζουν στο πάνω πάτωμα όπου ο καπετάν Ορέστης ήταν ξαπλωμένος με τις μπότες πάνω σ’ ένα κρεβάτι και με ύφος που μου θύμισε τον Αλή Πασά. Αφού διαπιστώθηκε ποιος ήμουνα, ζήτησα και μου έδωσαν έναν ελασίτη να με συνοδεύσει ως το τυπογραφείο για να μην έχω και τίποτα άλλα τέτοια συναπαντήματα».

Via

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.