Εμπρός (1941 -1944)
Ο
Δημήτρης Μεγαλίδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1908 και πέθανε το 1979.
Σπούδασε ζωγραφική στο Παρίσι και στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών στην
Αθήνα. Συμμετείχε ενεργά στην Αντίσταση στρατευμένος στις γραμμές του
ΕΑΜ. Με το μολύβι του απεικόνισε την μεγαλειώδη αντίσταση του ελληνικού
λαού με σκηνές από τον αγώνα του και πρόσφερε στις μετέπειτα γενιές το
μοναδικό «Λεύκωμα του Αγώνα ΕΑΜ – ΕΛΑΣ 1941 – 1945».
Η αντιστασιακή ταυτότητα του Δ. Μεγαλίδη
Στον πρόλογο του για την έκδοση του Λευκώματος το 1946 ανάμεσα στα άλλα μας αφηγείται την ιστορία αυτής της προσπάθειάς του.
Άρης Βελουχιώτης
«…Μέσα
στην τετράχρονη αυτή ιστορική δημιουργία, τούτο το λεύκωμα, με το οποίο
προσπάθησα ν’ απεικονίσω κι’ εγώ τον αγώνα, έχει τη μικρή του
ιστοριούλα. Τον Οχτώβρη του 1943 βρέθηκα στα βουνά της Λεύτερης Ελλάδας
σταλμένος απ’ την Κ.Ε του ΕΑΜ σαν σκηνοθέτης του κινηματογραφικού
συνεργίου του Γ.Σ. του ΕΛΑΣ με οπερατέρ το Γ.Ν. Αργότερα και ως τη
διάλυση του ΕΛΑΣ οπερατέρ του κινημ. συνερ. ήταν ο Θ.Π..Με χίλιους
κόπους και κινδύνους γυρίστηκαν 5000 μέτρα κινηματογραφικής ταινίας και
πάρθηκαν χιλιάδες φωτογραφίες. Μάχες του ΕΛΑΣ και του ΕΛΑΝ με τους
κατακτητές, με τα επακόλουθά τους σε νεκρούς και τραυματίες, σκηνές απ’
την Αυτοδιοίκηση και τη Λαϊκή Δικαιοσύνη , το Γενικό Στρατηγείο του
ΕΛΑΣ, η ΠΕΕΑ και το Εθνικό Συμβούλιο, η ενεργητική συμμετοχή του λαού,
όλου του υπέροχου αυτού λαού, στον Εθνικο – απελευθερωτικόν αγώνα, οι
μεταφορές στην πλάση από γέρους, γρηές, νέους, νέες, αγόρια και κορίτσια
κ.λ.π. κινηματογραφήθηκαν , άλλα από το φυσικό κι’ άλλα σκηνοθετήθηκαν
με βάση την πραγματικότητα. Ένα μέρος των κινημ. ταινιών παραδόθηκαν από
το συγγραφέα Νίκο Καρβούνη στον κ. Σκούρα της Εταιρίας Σκούρας – Φίλμ
για να προβληθούν στο εξωτερικό, κι ΄έτσι να διαφωτίσουν τη διεθνή κοινή
γνώμη πάνω στα κατορθώματα του λαού μας, που ως τότε τα θαύμαζε μόνο
από σκόρπιες περιγραφές. Δυστυχώς δεν γνωρίζουμε περισσότερα για την
τύχη εκείνων των φιλμ. Το υπόλοιπο κινημ. και φωτογρ.υλικό, παραδόθηκε
στην Κ.Ε του ΕΑΜ. Όπου ακόμα βρισκόμουνα εύκαιρος σχεδίαζα σκηνές,
τοποθεσίες και πρόσωπα του αγώνα απ’ τους ηγέτες του ως τους απλούς
αντάρτες και τους ανώνυμους λαϊκούς ήρωες.
Στέφανος Σαράφης
Η
μετέπειτα κατάσταση που δημιουργήθηκε έκανε αδύνατη την αξιοποίηση απ’
το ΕΑΜ του υλικού αυτού, και πρώτα απ’ όλα του κινηματογραφικού , με την
προβολή του. Έμεναν τα σκίτσα. Μέσα δεν υπήρχαν για να εκδοθούν. Νόμισα
ότι είχα καθήκον, τουλάχιστο αυτά να τα αξιοποιήσω με κάποιον τρόπο.
Ό,τι έβγαζα βάφοντας στα θέατρα, το ξόδευα στα πανάκριβα και απαραίτητα
υλικά. Ένα άλλο μέρος απ’ τα έξοδα μου δόθηκαν από ορισμένους φίλους.
Ορισμένα υλικά τα πήρα με πίστωση. Έμαθα λιθογραφία. Ένα χρόνο
κλεισμένος στο δωμάτιό μου, τις ώρες που μου μέναν λεύτερες απ’ τη
δουλειά για το ψωμί και για μέρος απ’ τα έξοδα της εργασίας τούτης,
δούλευα επάνω στους τσίγκους που τυπώθηκαν στο λεύκωμα τούτο. Δυστυχώς
όλους όσους σχεδίασα δεν μπήκαν σ’ αυτόν τον τόμο, γιατί δεν
χωρούσαν.Άλλοι έγιναν μεγάλοι και άλλοι μικροί όπως δηλαδή ήταν στο
αρχικό σχέδιο. Το έργο αυτό θα το συνεχίσω και με τα υπόλοιπα σχέδια. Αν
τώρα με την εργασία μου αυτή θα βοηθήσω κι’ εγώ σε κάτι, στην
αξιοποίηση της Εθνικής Αντίστασης, θα το θεωρήσω σαν την πιο μεγάλη
ηθική ικανοποίηση. Το κίνημα ας το κρίνει.»
Νίκος Παπασταματιάδης
Στο τέλος του Λευκώματος πληροφορούμαστε ότι:
«Το
πρώτο μέρος του παρόντος τόμου (πενήντα φύλλα) πρωτοεξεδόθη με τον
ίδιο τίτλο σε τριακόσια αντίτυπα, το 1946, από τα οποία πρόφθασαν και
κυκλοφόρησαν ελάχιστα, στην κρίσιμη εκείνη περίοδο.
Στη μάχη
Ξανατυπώνεται
ήδη το 1964, με το συμπλήρωμα του (δεύτερο μέρος), από ανέκδοτη εργασία
του καλλιτέχνη, για ν’ αποτελέση τον πρώτο τόμο της όλης ιστορικής
εργασίας του, που προβλέπεται να ολοκληρωθή εκδοτικώς πολύ σύντομα.
Μέτσοβο
Ο
Καλλιτέχνης ευχαριστεί θερμά όσους συντελέσανε υλικά και ηθικά στην
παρούσα έκδοση, που την άρχισε και την προχώρησε με τα γλίσχρα του μέσα,
αλλά με πολλή πίστη και θυσίες…»
Επονίτες στον κοινό αγώνα
Το Συμπλήρωμα του τόμου Ι αρχίζει με το άρθρο του Γιώργου Κοτζιούλα, Τα σχέδια του Δημήτρη, γραμμένο στην Αθήνα το 1946.
Μετσοβίτισσα
«Ο
τίτλος δεν είναι για κανένα διήγημα μ’ επίφαση πρωτοτυπίας. Πρόκειται,
απλούστερα, για μια σελίδα απ’ τον αγώνα του βουνού. Σχέδια είναι ο
γνωστός όρος της ζωγραφικής. Και Δημήτρης ήταν το ψευδώνυμο του
καλλιτέχνη , που έτυχε να τον γνωρίσουμε εκεί απάνω κι’ εμείς. Αυτός ο
λόγος κυριώτερα μας παρακινεί να του αφιερώσουμε και το σημερινό
σημείωμά μας, μ’ όλο που υπάρχουν άλλοι πιο αρμόδιοι τεχνοκρίτες για τη
δουλιά ενός ζωγράφου. Αλλά, όταν αυτοί σωπαίνουν αδιάφορα ή μένουν
απληροφόρητοι κι’ οι ίδιοι , πέφτει στους άλλους το χρέος να μιλήσουν,
έστω και χωρίς το κύρος του ειδικού.
Επικίνδυνη αποστολή
Το
χειμώνα, λοιπόν , του 1943, που ήταν ένας απ’ τους πιο σκληρούς για τον
πληθυσμό και τ’ αντάρτικο της ορεινής Ηπείρου, μας έκανε την εμφάνισή
του στα χιονισμένα Τζουμέρκα ένας λίγο περίεργος ελασίτης, ντυμένος
βέβαια χακί, αλλά όχι ένοπλος, κοντακιανός στο ανάστημα, με λεπτό
πρόσωπο και μια χλωμάδα συμπαθητική που έδειχνε άνθρωπο πολιτείας. Ο
επισκέπτης αυτός , που είχε κρεμασμένο απ’ τον ώμο του αντίς άλλο όπλο
ένα πέτσινο σακούλι δεν ήταν άλλος από τον επιλεγόμενο Δημήτρη. Λίγες
πληροφορίες μάθαμε άκρες μέσες γι’ αυτόν . Αθηναίος την καταγωγή,
ανεψιός του περίφημου Γεράσιμου Βώκου, είχε πάει κι’ ο ίδιος στο Παρίσι
να σπουδάσει ζωγραφική. Από κει βρέθηκε ανακατωμένος με τους κοινωνικούς
αγώνες κι΄έκανε ένα διάστημα εξορία ή φυλακή. Εκεί μάλιστα είχε πάθει
και η υγεία του λίγο. Τώρα είχε ανεβεί κι’ αυτός στα βουνά, μαζί με
τόσους άλλους λαϊκούς αγωνιστές, και υπηρετούσε στο Γενικό Στρατηγείο,
στο καλλιτεχνικό τμήμα. ( Αυτοί οι αγριάνθρωποι είχαν, βλέπετε, καιρό ν’
ασχολούνται και με την καλλιτεχνία!). Από κει είχε έρθει τώρα αποστολή,
αυτός μ’ έναν άλλον, εφοδιασμένοι με ανάλογο υλικό, για να
κινηματογραφήσουν πρόσωπα, σκηνές, τοπία του αγώνα. Έκαμαν αρκετή
εργασία στα μέρη μας καθώς και σε άλλες περιοχές της Ελεύθερης Ελλάδας
και θα ήταν αληθινά εθνική απώλεια αν αυτές οι σπουδαίες ζωντανές
μαρτυρίες δεν γινόταν τρόπος να διασωθούν μες στις τόσες περιπέτειες και
αναταραχές του πολύμορφου πολέμου που εξακολουθεί να μας βασανίζει,
ακόμα.
Χιόνια στην Πίνδο
Κοντά
στην κύρια ασχολία του αυτός ο ντελικάτος, μικρόσωμος άνθρωπος που είχε
μέσα του τη φλόγα της τέχνης, το δαιμόνιο της δημιουργίας , δεν έπαυε
να κρατάει σε πρόχειρα χαρτιά σκίτσα από καπεταναίους και αντάρτες,
συνδέσμους, τηλεφωνητές, φορτωμένες γυναίκες, αντιπροσωπευτικές
φυσιογνωμίες και χτυπητές φιγούρες απ’ όλη εκείνη την ολοζώντανη,
αεικίνητη πανσπερμία που συγκροτούσε και πλαισίωνε το λαϊκό μας στρατό.
Εκεί, σ’ ένα απ’ τα καμένα χωριά, δεν είχαμε ούτε δωμάτια ούτε τραπέζια
στη διάθεσή μας. Όλα γίνονταν στο πόδι και στο γόνα. Μ’ αυτή τη μέθοδο
εργάστηκε αναγκαστικά κι’ ο Δημήτρης. Έπιανε όποιον τύχαινε μπροστά του,
όποιον του χτυπούσε στο μάτι και τον υποχρέωνε σ’ ακινησία, που οι
ασυνήθιστοι και πολυάσχολοι εκείνοι άντρες δύσκολα την υπόμεναν. με
λίγες μολυβιές, συγκεντρώνοντας όλη του την ενέργεια στο βλέμμα, τους
αποτύπωνε κιόλα στο χαρτί. Ρίχναν κι’ εκείνοι μια ματιά, χαμογελούσαν
για την ομοιότητα και λέγανε κάτι, έτσι από αμηχανία:
Βλάσι, χωριό στ’ Άγραφα
– Ε, και τι θα τα κάμεις αυτά;
– Κάποτε θα χρειαστούν, χαμογελούσε ο καλλιτέχνης.
Ανθυπολοχαγίνα του ΕΛΑΣ
Κι’
είχε το σκοπό του, όπως αποδείχτηκε. Αφού τα γλίτωσε από καταστροφή την
επαύριο της Βάρκιζας καθώς γυρνούσε στην Αθήνα και του τάπιασαν στο
δρόμο, μας παρουσίασε πριν από ένα χρόνο περίπου τον πρώτο του τόμο.
Λεύκωμα του Αγώνα τ’ ονομάζει. Και βάνει τώρα τ’όνομά του ακέριο:
Δημήτρης Μεγαλίδης. Οι τυχεροί που διαθέτουν χρήματα σ’ αυτούς τους
ανάποδους καιρούς, μπορούν ν’ αποχτήσουν ένα τέτιο κειμήλιο της
αντάρτικης ζωής. Αλλά οι περισσότεροι απ’ όσους θάπρεπε να τόχουν δεν
τους περισσεύει να τ’ αγοράσουν και ίσως ούτε το έχουν ιδεί. Εξάλλου
τόσοι και τόσοι από τους φυσικούς αγοραστές του λείπουν στα
μπουντρούμια, στα ξερονήσια, ακόμα και απάνω στα βουνά. Οι άλλοι, οι
ελεύθεροι να πούμε, γυρίζουν στην Αθήνα παυμένοι, άνεργοι, παρίες, χωρίς
να διαθέτουν ούτε τα μέσα ούτε τον καιρό για να ξεφυλλίζουν λευκώματα.
Και τέτια έντυπα στοιχίζουν ακριβά με τις τόσο υψωμένες τιμές των
τυπογραφικών.
Καραούλι
Η
συλλογή αυτή του Μεγαλίδη – ένα μέρος μονάχα του συνόλου – είναι κάτι
το μοναδικό και στη σύλληψη και στην εκτέλεσή της. Δεν είναι μόνο οι
δυσκολίες που είχε να ξεπεράσει για να συλλέξει επί τόπου το υλικό του,
γνήσιο κι’ αχνιστό, μες απ’ τη λάβα των γεγονότων ακόμα. Παραλείπουμε
και τις προφυλάξεις που έπρεπε να πάρει για να το διασώσει από τα χέρια
βανδάλων. Και σταματούμε μονάχα στο σημείο που χρειάστηκε να το τυπώσει.
Με τι κεφάλαια θα γινόταν αυτό; Αν τα πλήρωνε όλα στους τεχνικούς,
απαιτούνταν ολόκληρη περιουσία. Τότε αυτός ο χλωμός, ο αδύνατος άνθρωπος
βρήκε την υπομονή να επιτελέσει ένα άλλο κατόρθωμα . Σκύβοντας ολημέρα
στη μοναχική κάμαρά του επίμονος, προσεχτικός, ακατάβλητος, ξεσήκωνε μια
– μια τις ίδιες εκείνες γραμμές απάνω στο μέταλλο. Έμαθε ο ίδιος
επίτηδες Λιθογραφία! Έτσι το μεγαλύτερο μέρος απ’ τα έξοδα είχε
εξουδετερωθεί. Τα υπόλοιπα βρέθηκαν απ’ τις οικονομίες φιλόστοργης
αδερφής, μιας εργαζόμενης κοπέλας. Το χαρτί δόθηκε με πίστωση. Κι’ έτσι
βγήκε το βιβλίο, ανώτερο από κάθε προσδοκία. Όσο να γίνουν όμως αυτά, με
το καθημερινό σκύψιμο και το τρέξιμο στα τυπογραφεία ο ευαίσθητος
οργανισμός του καλλιτέχνη δέχτηκε νέον κλονισμό. Σφράγισε ένα έργο
τέχνης με το αίμα της καρδιάς του.
Τι
περιέχει τώρα το λεύκωμα; Οι χαλκογραφίες του και οι λίγες ξυλογραφίες
αγκαλιάζουν με το πρώτο όλα σχεδόν τα στοιχεία του αντάρτικου, στρατό
και πολίτες, από την εκρηχτική προσωπικότητα του Άρη , άξονα και μαγνήτη
μαζί, ως την ανώνυμη γυναίκα του Μετσόβου με το κεφάλι της Ήρας και το
αρχαϊκό τσεμπέρι. Τα πρόσωπα μιλούν, οι τραχιές όψες με τις γενειάδες
και τα φυσεκλίκια μάς φέρνουν σε μιαν άλλη εποχή, σ’ έναν κόσμο που μας
φαίνεται πια μακρινός, ενώ τον ζούσαμε ως τα πρόπερσι μ’ όλα τα δυνατά
μας. Αυτοί οι αξιωματικοί, οι καπεταναίοι με τα; ψευδώνυμα , οι αυστηροί
Μαυροσκούφηδες είναι ο καθένας τους από μια ζωντανή ιστορία. Εκείνον
τον καιρό γινόταν στην ύπαιθρο μια κοσμογονία και όλα έπαιρναν νέο
νόημα, νέο σχήμα. Παράγοντες αυτής της αλλαγής ήταν τόσο τα κεφάλια –
στρατηγοί, δεσποτάδες, οπλαρχηγοί, όσο κι’ ο ξεσηκωμένος λαός που
ζητούσε διπλή λευτεριά. Στον τόμο τούτο υπάρχουν περισσότερο οι πρώτοι,
απεικονισμένοι με ρεαλισμό, με πιστότητα, μα δεν ξεχνιούνται κι’ οι
άλλοι, μονάδες από το πλήθος, που φυλάγονται για τα ερχόμενα τεύχη.
Γεύμα στα Φουρνά Ευρυτανίας (λεπτομέρεια)
Γενικά
το λεύκωμα του Μεγαλίδη αποτελεί ένα ζωντανό μνημείο, μια ασύγκριτη
πινακοθήκη για όσους θέλουν να θυμηθούν ή να γνωρίσουν μια εποχή που
αποτελεί το κορύφωμα της ένδοξης πορείας του έθνους μας. Δεν πιστεύω να
με παρασύρει στην κρίση μου το προηγούμενο της φιλίας, αλλά ελπίζω πως
ανάλογη με την ιστορική, την επικαιρική, θα είναι και η καθαυτό
καλλιτεχνική αξία του έργου. Κι’ ούτ’ έχει πολλή σημασία αν σήμερα με το
βρυκολάκιασμα νεκρών θεσμών και αντιπροσώπων τους, οι άνθρωποι της
αντίστασης βρίσκονται σε διωγμό και τα έργα τους τσαλαπατιούνται.
Ζυγώνει ο καιρός που με τη νίκη του λαού κάθε άξιο θα πάρει τη θέση του
και οι τεχνίτες οι αφοσιωμένοι στην υπόθεση της προόδου θα ενισχυθούν
ώστε να εκπληρώσουν στο ακέραιο την αποστολή τους. Όσο για σήμερα το
παράδειγμα του Δημήτρη ας πάρει μπροστά στα μάτια μας τη σημασία που
έχει – σαν πράξη αυτοθυσίας ενός αγνού ιδεολόγου. Αυτό θα είναι και για
τον ίδιον η μεγαλύτερη ικανοποίηση και αμοιβή, αφού δε μπορεί να γίνει
τίποτε άλλο από μέρους μας απέναντί του.»
Γεύμα στα Φουρνά Ευρυτανίας (λεπτομέρεια)
Αντάρτες και Αντάρτισσες
Εξόρμησις
Για τους αντάρτες
Δημήτρη
Μεγαλίδη, Λεύκωμα του Αγώνα, ΕΑΜ – ΕΛΑΣ 1941 – 1946. Σχέδια –
Λιθογραφίες – Ξυλογραφίες, τόμος Ι, Αθήνα 1946 και Συμπλήρωμα τόμου Ι
Αθήνα 1964. Δίγλωσση έκδοση σε ελληνικά και γαλλικά.