Ένας συνοπτικός χαρακτηρισμός της
δεκαετίας του '30 στο πνευματικό επίπεδο θα ήταν ότι υπήρξε εποχή
σημαντικών ζυμώσεων τόσο στο πεδίο της λογοτεχνίας όσο και της
ιδεολογίας. Στο ιδεολογικό πεδίο αναπτύσσεται η σύγκρουση ιδεαλισμού και υλισμού.
Οι μαρξιστές, αποβλέποντας στην ανατροπή του αστικού καθεστώτος,
αναπτύσσουν μεγάλη δραστηριότητα, μεταφράζοντας βασικά έργα θεωρίας, και
εκδίδουν διάφορα περιοδικά με τίτλους που έχουν κοινό όρο το μαρξισμός.
Οι νέοι φιλόσοφοι που έχουν σπουδάσει στη Χαϊδελβέργη (Κ. Τσάτσος, Π.
Κανελλόπουλος, Θ. Θεοδωρακόπουλος), προτείνουν την ιδεαλιστική φιλοσοφία
ως θεωρία της αστικής κοινωνίας, και εκδίδουν το περιοδικό Αρχείο φιλοσοφίας και θεωρίας των επιστημών (1929-1940).
Την υπόθεση καταγγελίας των
υποκρισιών του αστικού καθεστώτος αναλαμβάνει ο διακεκριμένος
εκπαιδευτικός Δημ. Γληνός αντιδρώντας στις θέσεις ενός πολιτικού
(Γεώργιος Παπανδρέου) και ενός φιλοσόφου (Κ. Τσάτσος), ενώ έναν άλλο
κοινωνιολόγο (Παναγιώτη Κανελλόπουλο) αναλάμβανε να αποστομώσει ο
μαρξιστής Θεοφύλακτος Παπακωνσταντίνου. Ωστόσο οι ιδεαλιστές δεν
πτοούνται από τα λιβελογραφήματα και πυκνώνουν τη συμβολή τους
στην υπόθεση, από τις πανεπιστημιακές τους έδρες. Στο λογοτεχνικό πεδίο
οι ιδεαλιστές εκδίδουν τα περιοδικά Ιδέα και Νέα Ζωή, ενώ οι μαρξιστές τους (Νέους) Πρωτοπόρους και τη Νέα Επιθεώρηση. Μια άλλη κατηγορία μετριοπαθών μαρξιστών (δημοκρατικού σοσιαλιστικού προσανατολισμού) στεγάζεται στο περιοδικό Σήμερα.
Αλλά η σύγκρουση έχει περάσει και στον καθημερινό Τύπο. Δειγματοληπτικά
μπορεί να αναφερθεί ότι στη συντηρητική πολιτικά εφημερίδα Η Πρωία η διαπάλη ιδεαλισμού - υλισμού
αποτυπώνεται στις επιφυλλίδες των Φώτου Πολίτη και Νίκου Καρβούνη,
αντίστοιχα. Επομένως και προφανώς η σύγκρουση των ιδεών διεξάγεται
άλλοτε με ψύχραιμη επιχειρηματολογία και άλλοτε με εμπάθεια, ενώ η
λογοτεχνία δεν έχει αποκομίσει σπουδαία κέρδη. Στην έντονη ζύμωση των
ιδεών που παρατηρείται αυτά τα χρόνια πρέπει να αποδοθεί και η έκρηξη
της κριτικής στη λογοτεχνία. Πλάι στους προηγούμενους κριτικούς Αλκή
Θρύλο, Τέλλο Άγρα, Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο, Πέτρο Πικρό, Τίμο Μαλάνο,
προστίθενται οι ακόλουθοι νέοι: Κ. Θ. Δημαράς, Αιμ. Χουρμούζιος, Λάζαρος
Πηνιάτογλου, Αντρέας Καραντώνης, Δημ. Νικολαρέίζης, Μ. Σπιέρος, Βάσος
Βαρίκας, Αλεξάνδρα Αλαφούζου, και από Θεσσαλονίκης οι Πέτρος
Σπανδωνίδης, Πέτρος Ωρολογάς. Ιδιαίτερη
μνεία πρέπει να γίνει στον Δημ. Μεντζέλο (1910-1933) που εισάγει καινά
δαιμόνια, αναφερόμενος στον, άγνωστο τότε, γαλλικό υπερρεαλισμό. Στα
ίδια χρόνια έχομε τα πρώτα φαινόμενα απομάκρυνσης της ποίησης από τις
παραδοσιακές μορφές (ελεύθερος στίχος, αμφίσημος λόγος) από τον Νικήτα
Ράντο (1907-1988), έμπειρο γνώστη των νέων σχολών, και τον
πειραματιζόμενο Αναστ. Δρίβα (1899-1942). Η συλλογή ποιημάτων του
αγνώστου στη συντεχνία Θόδωρου Ντόρρου Στου γλιτωμού το χάζι (1930), που
φάνηκε ως κάθετη ρήξη με την παράδοση, θα αφήσει αμήχανους τους
Αθηναίους κριτικούς. Στο μεϊντάνι ένας ψυχαναλυτής, επικαλούμενος τον
Φρόιντ, ισχυρίζεται ότι η ποίηση εχρεωκόπησε, ανακαλύπτοντας την
πυρίτιδα. Η αντίδραση του Τέλλου Άγρα (1899-1944) υπήρξε κατηγορηματική
και δεν άφηνε αμφιβολίες ότι η επιχειρηματολογία για χρεωκοπία
εστερείτο σοβαρότητας. Άλλωστε στις αρχές της δεκαετίας νέοι ποιητές
έρχονται στο προσκήνιο (Γιώργος Κοτζιούλας, Γιώργος Βαφόπουλος, Καίσαρ
Εμμανουήλ, Μελισσάνθη, Νίκος Παππάς, Ρίτα Μπούμη) και συντηρούν την
ποιητική παράδοση, παράλληλα με τους λίγο προηγούμενους Τέλλο Άγρα, Ι.Μ.
Παναγιωτόπουλο, ενώ ανανεώνεται απροσδόκητα ο Αγγ. Σικελιανός και ο Κ.
Βάρναλης έχει σιωπήσει αυτολογοκρινόμενος. Θεαματική είναι η παρέμβαση
του Ν. Καζαντζάκη με την Οδύσσεια των 17σύλλαβων 33.333 στίχων, με
αρνητική υποδοχή. Η απήχηση των Ποιημάτων του Κ.Π. Καβάφη (1935)
-εντυπωσιακή έκδοση και πρώτη συγκεντρωτική- πρόκειται να ανοίξει ένα
γόνιμο στάδιο κριτικής ανάδειξης του έργου του που έως το τέλος του
αιώνα παραμένει ενεργός. Στο μεταίχμιο παράδοσης και ανανέωσης κινούνται
οι Συνθέσεις (1933) του Αλέξ. Μπάρα με τον ειρωνίζοντα τόνο τους, ενώ
τα Μαραμπού (1934) του Νικ. Καββαδία εκόμιζαν έναν ευφάνταστο κόσμο
περιπλάνησης και νοσταλγίας. Δέκα χρόνια μετά την αυτοκτονία του
Καρυωτάκη, με την επιμέλεια του φίλου του Χαρ. Σακελλαριάδη εκδίδονται
τα Απαντά του. Η έκδοση θα προκαλέσει θετικά και αρνητικά σχόλια για την
αξία της λυρικής και σατιρικής φωνής του ποιητή. Ο Κ.Θ. Δημαράς θα
ρίξει τον λίθο του αναθέματος, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα την αξία της
μαρτυρίας. Την ανάδειξη του Καρυωτάκη που είχαν αρχικά επιχειρήσει με
τις μελέτες τους οι Κλ. Παράσχος και Τ. Άγρας στα Άπαντα, και ο Τ.
Μαλάνος με το δοκίμιο Ενας ηγησιακός. Συμβολή στη μελέτη του Καρυωτάκη
(1938), τώρα, αντιδικώντας με τον Δημαρά, θα αναλάβουν την υπεράσπιση
της ποιητικής αξίας του Καρυωτάκη, ο Μήτσος Παπανικολάου και ο Τίμος
Μαλάνος με το: Είναι ποιητής ο Καρυωτάκης; Ωστόσο η απήχηση του
Καρυωτάκη υπήρξε τόση, ώστε εφευρέθηκε και ο όρος καρυωτακισμός
για να περιγράψει το φαινόμενο. Τη διόγκωση του φαινομένου και την
υπονόμευση του ποιητή είχε αναλάβει να δείξει από το 1935 ο Α.
Καραντώνης. Ένας άγνωστος στη
συντεχνία, ο Γιώργος Σεφέρης (1900-1971) με τη συλλογή ποιημάτων Στροφή
(1931) ανοίγει σιωπηρά ένα νέο κεφάλαιο στην υπόθεση της ανανέωσης του
λόγου, που βρίσκει τους κριτικούς απροετοίμαστους. Διότι αν αγνοούσαν
τον υπερρεαλισμό, την καθαρή ποίηση μέσω του Βαλερύ, την ψυχανεμίζονταν.
Και λίγο πολύ, αβασάνιστα, η ποίηση του Σεφέρη χρεώθηκε ως καθαρή, χωρίς να εκτιμηθεί η σημασία ενός νέου (ερωτικού) λόγου που έφερνε ένα κόσμο
υποβλητικά πραγματικό. Το 1935 μπορεί να θεωρηθεί οριακό για την
ποίηση, αφού έχουμε την εμφάνιση μιας αυθεντικής μοντερνιστικής γραφής
με το Μυθιστόρημα του Σεφέρη, τα πρώτα ποιήματα του νεαρού Οδυσσέα
Ελύτη, άνοιγμα στην καθαρή ποίηση, νοθευμένη από τις τόλμες του
υπερρεαλισμού, τη συλλογή ακραιφνών υπερρεαλιστικών ποιημάτων Υψικάμινος
του Αντρέα Εμπειρίκου και τη διάλεξη του, ταυτόχρονα, περί υπερρεαλισμού που αιφνιδίαζε ένα άσχετο κοινό, επί κοσμογονίας στρατηγού Κονδύλη.
Ωστόσο δεν έπαιξαν μικρότερο ρόλο στην επιβολή του μοντερνισμού οι
μεταφράσεις του Ελιοτ και του Πάουντ από τον Σεφέρη, του Ελιάρ, του P.J.
Jouve και του Λοτρεαμόν από τον Ελύτη και της συλλογικής έκδοσης
Υπερρεαλισμός (Γκοβόστης, 1938). Ακόμη μεγαλύτερο ρόλο έπαιξε ο διάλογος πάνω στην ποίηση
των Τσάτσου-Σεφέρη, μια σύγχρονη σύγκρουση της ποίησης με τη φιλοσοφία,
που στάθηκε αφορμή να διατυπωθούν οι αρχές και τα αναφαίρετα δικαιώματα
της νέας τέχνης. Για πλείστους λόγους η εξαετία 1935-1940 υπήρξε
ιδιαιτέρως γόνιμη για την υπόθεση της ποίησης, με κύριο όργανο μάχης το
περιοδικό Τα Νέα Γράμματα, ενώ τα ευρείας απήχησης και ευρέως φάσματος Νεοελληνικά Γράμματα καλλιεργούσαν -τη στυφή εκείνη εποχή- ένα ελεύθερο φρόνημα. Και με τα δύο αυτά έντυπα συνεργάστηκε η γενιά του '30,
της οποίας οφείλομε να επισημάνομε την πολυφωνία. Κοινός τόπος της δεν
είναι παρά μόνο η νεωτερικότητά της. Ο Σεφέρης προσφέρει μια ποίηση στην
οποία το ιστορικό στοιχείο (μιας διαχρονικής αντίληψης της ελληνικής
παράδοσης) σοφιλιάζεται με τη σύγχρονη πραγματικότητα (που σφραγίζεται
από τον εφιάλτη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου). Ο Ελύτης με νεανικό φρόνημα
αποδίδει την αίσθηση ενός άγνωστου περιβάλλοντος, ενός μυστηριακού
κόσμου, κατοικημένου από φαντάσματα, η υπόσταση του οποίου αναδύεται ως θαύμα.
Σε δικούς της κόσμους κινείται η
ποίηση του Γιώργου Σαραντάρη, του Αναστ. Δρίβα και του Δ. Ι. Αντωνίου,
που δόκιμα υπηρετούν τις νεωτερικές ποιητικές φόρμες, κατά τον τρόπο που
αφορούν τα θεματικά τους μοτίβα. Ο Αντρέας Εμπειρικός παρουσιάζει
ελάχιστα τεκμήρια της επόμενης ποιητικής του φάσης, αλλά ο έτερος
επαναστατημένος Νίκος Εγγονόπουλος έρχεται να συμβάλει στην υπόθεση του
υπερρεαλισμού με την εκδοχή της ακραίας παράβασης του
ορθολογισμού, δια του παραλογισμού. Από άλλες πηγές ξεκινώντας, ο Νικηφ.
Βρεττάκος, ο Ζήσης Οικονόμου και ο Γιάννης Ρίτσος κινούνται φυσιολογικά
προς τις νεωτερικές γραφές, κομίζοντας ο καθένας τον βιωματικό του
κόσμο. Ο Βρεττάκος μεταπηδά από το εωσφορικό πάθος στον αγγελικό κόσμο,
τραυματικά, ο Οικονόμου με διδακτικό λόγο περιφέρεται εμβριθής στα
τεχνολογικά πεδία και ο Ρίτσος, ξεκινώντας με ρωμαλέο, ρητορικό στίχο,
οδηγείται στην κορύφωση της γραφής του, όπου υψηλοί ποιητικοί τόνοι
αποδίδουν ένα ωκεάνειο αίσθημα. Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί ο γνήσια
ποιητικός λόγος του Τάκη Παπατσώνη, του οποίου τα θρησκευτικά φορτία δεν
μειώνουν τη λειτουργία του, και κατά ευτυχή σύμπτωση δίνουν αφορμή στον
Κ.Θ. Δημαρά, στα Επτά δοκίμια για την ποίηση, να υποστηρίξει την
καταγωγή της καθαρής ποίησης από την προσευχή, στον ανιδιοτελή
χαρακτήρα της. Το 1929 ο επίδοξος πεζογράφος, Γιώργος Θεοτοκάς, (ως
Ορέστης Διγενής) στο βιβλίο του Ελεύθερο πνεύμα καταδικάζει τη
νεοελληνική πεζογραφία με νεανικό πάθος, τονίζοντας την ανάγκη μιας νέας
αφετηρίας. Το έργο του αυτό θεωρήθηκε μανιφέστο της γενιάς του '30,
όμως, δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ότι αποτέλεσε την αφετηρία της
νέας πεζογραφίας, η οποία βέβαια παρουσιάζει χαρακτηριστικά που τη
διαφοροποιούν από το πρόσφατο παρελθόν.
Περιοδικά ιδεολογικών και λογοτεχνικών ζυμώσεων ή και αμιγώς λογοτεχνικά τα οποία εκδίδονταν τη θερμή
δεκαετία του '30. Η μελέτη τους σήμερα καθρεφτίζει το ιδεολογικό και
αισθητικό φάσμα της εποχής. (Φωτ.: Αρχείο Γιώργου Ζεβελάκη).
|
Κυρίως διότι αναπτύσσεται στον
αστικό χώρο και τα θέματα της αντλούνται από την αστική πολιτεία, με
συνέπεια να απορροφά προχωρημένες ιδέες, παράμετρος επαρκής ώστε να
αναδύονται οι νέοι κόσμοι, με τα προβλήματα τους. Την έκρηξη αυτή του
είδους, κρίνοντας ποσοτικά, υπογράμμιζε πρώτη η Αλκής Θρύλος και
συμφώνησαν όλοι οι νέοι κριτικοί. Αν όμως η ποίηση περνάει την
επαναστατική της φάση, η πεζογραφία συνεχίζει να εκφράζεται με τα
παραδοσιακά μέσα ανανεώνοντας μόνο τη θεματική της, ίσως διότι η ανάγκη
να δοθούν οι νέες συνθήκες ζωής είναι πιεστική. Ωστόσο θα ήταν άδικο να
παραγνωριστεί η άλλωστε θετική συμβολή των πεζογράφων που εκόμιζαν νέες
ύλες: ο Στρατής Μυριβήλης με τη Ζωή εν Ταφώ (1930), ο Βασίλης ο
Αρβανίτης (πρώτη μορφή 1934) και τα Πράσινο βιβλίο (1935), Γαλάζιο
βιβλίο (1939), ο Ηλίας Βενέζης το Νούμερο 31328 (1931) και τη Γαλήνη
(1939), έργα που συνδέονται με κορυφαίες ιστορικές καταστάσεις, ο Κοσμάς
Πολίτης το Λεμονοδάσος (1930), την Eroica (1937) και τη νουβέλα Η κυρία
Ελεονόρα (1935) στα οποία επικρατούν η ποιητική ατμόσφαιρα και η
νεωτερική γραφή, ο Θράσος Καστανάκης τα Η φυλή των ανθρώπων (1932),
Μυστήρια της ρωμιοσύνης (1933), Μεγάλοι αστοί (1935), Ο ομογενής
Βλαδίμηρος (1936) όπου εισάγεται η κοσμοπολίτικη αντίληψη, ο Αγγ.
Τερζάκης τα Δεσμώτες (1932),Η παρακμή των Σκληρών (1933) και Η
μενεξεδένια πολιτεία (1937), που μετά το σκανδιναβικό τοπίο θαυμάζεται
το μεσογειακό, οι Στ. Ξεφλούδας και Γ. Δέλιος που διατυπώνουν μια εκδοχή
του εσωτερικού μονολόγου, ο πρώτος γαλλικής παράδοσης και ο δεύτερος
αγγλικής, και ο Αλκιβ. Γιαννόπουλος τα Κεφάλια στη σειρά (1934), Η
ηρωική περιπέτεια (1938), στα οποία τα φαινόμενα, αποστασιοποιημένα,
υπονομεύονται, η Λιλίκα Νάκου στο μυθιστόρημα Οι παραστρατημένοι (1935)
με θερμό λόγο καταγράφει την ιδεολογική σύγχυση των πρώτων ετών του
Μεσοπολέμου, ο Ν. Κατηφόρης στα Η πιάτσα (1930) και Η διχτατορία του
Σατανά (1935) επιχειρεί να καταγράψει τα κοινωνικά φαινόμενα ως απολύτως
ταξικά με ιδεολογική ακαμψία, ο Π. Πρεβελάκης με Το χρονικό μιας
πολιτείας (1938) και Ο θάνατος τον Μέδικου (1939) εισάγει πλαστικά το
ιστορικό στοιχείο, ο Θαν. Πετσάλης [-Διομήδης] καταστρώνει την τριλογία
Γερές και αδύναμες γενιές (1933,1934, 1935) που μνημειώνει τις
δυναστείες των αστών, ο Γ. Σκαρίμπας με Το θείο τραγί (1932), τον
Μαριάμπα (1935) και το Σόλο τον Φίγκαρω (1940) στα οποία υποθηκεύεται η
ευπρεπής αστική αντίληψη και εγκαινιάζεται το παράλογο ως καθημερινό
γεγονός, και ο Μ. Καραγάτσης με τα Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν (1933),
Γιούγκερμαν (1938), τη νουβέλα Η χίμαιρα (1936) και τα διηγήματα Το
συναξάρι των αμαρτωλών (1935) και Λιτανεία των ασεβών (1940),
αναδείχθηκε αδιαφιλονίκητα ως ο πιο παραγωγικός πεζογράφος, με την πιο
μυθοπλαστική φαντασία, την οποία αναδείκνυε η χυμώδης και νευρώδης γραφή
του. Πριν κλείσουμε το
συνοπτικό αυτό διάγραμμα, σημειώνουμε ότι το έργο των κριτικών της
δεκαετίας παραμένει αθησαύριστο, εκτός εξαιρέσεων, ενώ ελάχιστη εργασία
αποταμιεύτηκε τότε στα ακόλουθα βιβλία: του Αντρ. Καραντώνη (Ο ποιητής
Γιώργος Σεφέρης, 1931), γραμμένο με νεανική υπεροψία κατά τον Τ.
Παπατσώνη, του Σπανδωνίδη (Η πεζογραφία των νέων 1929-1932, 1932),
φιλολογικά και κριτικά εύστοχο, του Κλ. Παράσχου (Κύκλοι, 1938, Εισαγωγή
στη σύγχρονη ελληνική ποίηση, 1941), στα οποία επικρατεί ευαισθησία του
μετασυμβολισμού, του Π. Ωρολογά (Οι συγγραφείς και η εποχή τους, 1938,
Ένα κίνημα μεταξύ δύο πολέμων, 1940), τα οποία εμψυχώνει μια ιδεολογική
θέση με ηθικά (εθνικιστικά) αιτήματα, του Β. Βαρίκα (Ο ποιητής Βάρναλης,
1936, Κ. Γ. Καρυωτάκης, Το δράμα μιας γενιάς, 1938, Η μεταπολεμική μας
λογοτεχνία, 1939), όπου η ανάλυση οφείλει χάριτας στον μαρξισμό,
τροτσκιστικής απόχρωσης.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΡΓΥΡΙΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.