Παρασκευή 2 Ιανουαρίου 2015

Η ελληνική εθνικιστική ιδεολογία στο Μεσοπόλεμο: Όψεις διαμόρφωσης της εθνικής θεωρίας (Α)

του Δημήτρη Χρ. Ξιφαρά
Θέσεις, Τεύχος 53, περίοδος: Οκτώβριος - Δεκέμβριος 1995
Μέρος Α 

1. Εισαγωγή 

Η διατύπωση του τίτλου αποπειράται να προσδιορίσει ένα συγκεκριμένο πλαίσιο ανάλυσης και να οριοθετήσει το αντικείμενο της μελέτης που ακολουθεί. Η ταυτόχρονη παρουσία των όρων "εθνικιστική ιδεολογία" και "εθνική θεωρία" στον τίτλο ίσως ξενίζει, σε μια πρώτη ανάγνωση, καθώς μοιάζει να αποτελεί απλή ταυτολογία. Πράγματι οι δύο αυτοί όροι χρησιμοποιούνται συχνά στο πλαίσιο ανάλυσης του φαινομένου του εθνικισμού1 σαν να είναι ταυτόσημοι ή σχεδόν ταυτόσημοι. Στις περιπτώσεις αυτές η αναλυτική τους διάκριση απουσιάζει ολοκληρωτικά ή υποτιμάται2. Οφείλονται λοιπόν ορισμένες διασαφηνίσεις.

Η συζήτηση που έχει πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα με αντικείμενο την έννοια "έθνος" έχει να παρουσιάσει θεωρίες δύο κατηγοριών3. Οι θεωρίες της πρώτης κατηγορίας, που αποτελούν και οι ίδιες μέρος της εθνικιστικής ιδεολογίας, αντιμετωπίζουν το έθνος ως πρωταρχική και αμετάβλητη κοινωνική οντότητα, ως διαχρονική κοινότητα κουλτούρας και ιστορίας. Οι θεωρίες της δεύτερης κατηγορίας υποστηρίζουν ότι το έθνος είναι προϊόν ιστορικών διαδικασιών και πιο συγκεκριμένα συγκροτείται μέσα από την εθνικιστική ιδεολογία και τους κρατικούς θεσμούς. Αυτό το δεύτερο ερμηνευτικό μοτίβο, που αντιμετωπίζει το έθνος ως ιστορική κατασκευή, αποτελεί την κοινή βάση των επικρατέστερων θεωριών για το έθνος στη διεθνή επιστημονική κοινότητα. Οι μελετητές που υποστηρίζουν τις θεωρίες της δεύτερης κατηγορίας τονίζουν ιδιαίτερα τα στοιχεία του κατασκευάσματος, της επινόησης και της κοινωνικής μηχανικής που υπεισέρχονται στη δημιουργία των εθνών4

Η αποδοχή της θέσης που θέλει το έθνος προϊόν της ιστορικής εξέλιξης κι όχι αιώνιο δημιούργημα μας οδηγεί στη διαπίστωση ότι η εθνικιστική ιδεολογία χαρακτηρίζεται από μια διττή λειτουργία: αφενός προσπαθεί να ερμηνεύσει την πραγματικότητα και αφετέρου επιχειρεί συνειδητά να την αναπλάσει. Η εθνικιστική ιδεολογία δεν περιορίζεται απλώς στην ερμηνεία της κοινωνικής πραγματικότητας αλλά αποβλέπει και στη διαμόρφωση της με τρόπο συστηματικό. Αυτό σημαίνει ότι στα πλαίσια της εθνικιστικής ιδεολογίας συνυπάρχουν η θεωρητική επεξεργασία και η κοινωνική δραστηριοποίηση, η αντίληψη και η κοινωνική παρέμβαση, η ερμηνεία και η πολιτική κινητοποίηση. Κάτι τέτοιο συνεπάγεται ότι ο εθνικισμός, αν θέλει να είναι αποτελεσματικός, οφείλει όχι μόνο να ερμηνεύσει αλλά και να πείσει, όχι μόνο να αντιληφθεί αλλά και να παρακινήσει, όχι μόνο να προπαγανδίσει αλλά και να κινητοποιήσει. Οι διαπιστώσεις αυτές μας οδηγούν στο εσωτερικό της εθνικιστικής ιδεολογίας και καταδεικνύουν τη σημασία της εσωτερικής λογικής από την οποία διέπεται αυτή η ιδεολογία.

Ταυτόχρονα όμως οι παραπάνω διαπιστώσεις λειτουργούν και δεσμευτικά ως προς την έρευνα καθώς υποχρεώνουν τον μελετητή να λάβει υπόψη του την εσωτερική συγκρότηση της εθνικιστικής ιδεολογίας και να προβεί σε συγκεκριμένες αναλυτικές προτάσεις. Στο πλαίσιο αυτό θεωρούμε ότι παρουσιάζει ξεχωριστό επιστημονικό ενδιαφέρον και μπορεί να αποβεί ιδιαίτερα αποτελεσματικός για την έρευνα ο διαχωρισμός ανάμεσα στην "έννοια του εθνικισμού ως εθνικιστικού λόγου ή εθνικής θεωρίας και στην έννοια του εθνικισμού ως εθνικής συνείδησης ή εθνικού φρονήματος"5. Πιστεύουμε ότι, αν και οι δυο αυτές πλευρές της εθνικιστικής ιδεολογίας συνυπάρχουν και είναι αλληλένδετες, η αναλυτική τους διάκριση πρέπει να θεωρηθεί ερευνητικά απαραίτητη.

Λαμβάνοντας υπόψη μας αυτή τη διπλή διαπίστωση  - δηλαδή τόσο τη συνύπαρξη εθνικής θεωρίας και εθνικού φρονήματος ως αλληλένδετων πτυχών της εθνικιστικής ιδεολογίας όσο και την ανάγκη αναλυτικής τους διάκρισης - θα ήταν σκόπιμο να αναφερθούμε πιο διεξοδικά στην έννοια του εθνικισμού ως εθνικής θεωρίας καθώς το ερευνητικό ενδιαφέρον της παρούσας μελέτης εντοπίζεται περισσότερο στη διερεύνηση όψεων διαμόρφωσης της ελληνικής εθνικής θεωρίας κατά το Μεσοπόλεμο.

Κάνοντας λόγο λοιπόν για την εθνική θεωρία, θα μπορούσε σχηματικά να οριστεί ως η "συστηματική απόπειρα κωδικοποίησης, οργάνωσης και λογικής επεξεργασίας της εθνικιστικής ιδεολογίας, ως η λόγια διατύπωση της από επώνυμους φορείς της εθνικιστικής ιδεολογίας"6. Ο παραπάνω ορισμός δίνει τη δυνατότητα να προσδιοριστούν με σχετική ακρίβεια οι παράμετροι της εθνικής θεωρίας τόσο από την άποψη του περιεχομένου της όσο και από την άποψη των δημιουργών και εκφραστών της.

Όσον αφορά το περιεχόμενο της, η εθνική θεωρία προσπαθεί να συλλάβει και να λύσει τα θεωρούμενα ως εθνικά προβλήματα, στην εκάστοτε μορφή τους, με τρόπο μεθοδικό. Η φιλοδοξία μεθοδικής αντιμετώπισης των εθνικών προβλημάτων επιβάλλει στην εθνική θεωρία να αποτελείται από ένα σύνολο αρχών. Ο βαθμός ευκρίνειας, συγκρότησης και συνοχής αυτού του συνόλου αρχών διαφέρει ανάλογα με την περίπτωση. Κατ' αυτόν τον τρόπο η εθνική θεωρία αποτελεί ένα σύστημα ερμηνείας της κοινωνικής πραγματικότητας και ταυτόχρονα ένα πρόγραμμα δράσης για την αλλαγή αυτής της πραγματικότητας με γνώμονα το θεωρούμενο ως συμφέρον του έθνους.

Όσον αφορά τους φορείς της εθνικής θεωρίας αυτοί είναι, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, γνωστοί και επώνυμοι. Οι εθνικοί διανοούμενοι είναι εκείνα τα πρόσωπα που παράγουν συνειδητά την εθνικιστική ιδεολογία μετέχοντας άμεσα στη διατύπωση, την ανάπτυξη και τη διάδοση της. Μ' άλλα λόγια είναι οι άνθρωποι που προσπαθούν να καλλιεργήσουν και να ενδυναμώσουν το εθνικό φρόνημα "με λογικές επεξεργασίες, με συγκεκριμένες παρελθοντικές αναφορές και αναπλάσεις, με συγχρονικές εκτιμήσεις, με ορατές και δηλωμένες διαφωνίες, με διάλογο και επιχειρήματα, με ιδεολογικές εκλογικεύσεις και πολιτικές προτάσεις, με στρατηγική και τακτική που οφείλουν να είναι πειστικές, ' επιχειρησιακές και αποτελεσματικές"7

Βέβαια η αντιμετώπιση της εθνικής θεωρίας ως της συνειδητά διατυπωμένης και συστηματικά επεξεργασμένης πτυχής της εθνικιστικής ιδεολογίας καθόλου δεν υποδηλώνει τη θεώρηση της ως δόγματος που χαρακτηρίζεται απαραιτήτως από συμπαγή εσωτερική δομή. Αντιθέτως δεν πρέπει ποτέ να λησμονείται το ότι η εθνική θεωρία συνήθως αποτελεί ετερόκλητο ή και εσωτερικά αντιφατικό οικοδόμημα συναποτελούμενο από πολλές επιμέρους επεξεργασίες της Εθνικής Ιδέας με αποτέλεσμα σπανίως να διακρίνεται από αυστηρή συνοχή. Ακόμα δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι παρά το οπωσδήποτε συνειδητό της υπόβαθρο, η εθνική θεωρία δεν παύει να συνιστά λόγο ιδεολογικό: "διατυπώνει δηλαδή αρχές και προτάσεις, οι οποίες, όσο κι αν τείνουν να προσλάβουν τη μορφή λογικών επιχειρημάτων, δεν παύουν, από πλευράς περιεχομένου, αφενός να τελούν εκτός της δικαιοδοσίας της τυπικής λογικής και αφετέρου να διατηρούν έντονη συναισθηματική φόρτιση"8

Οι παραπάνω αναφορές στην έννοια του εθνικισμού ως εθνικής θεωρίας δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να εκληφθούν ως απόπειρα συρρίκνωσης της εθνικιστικής θεωρίας μόνο σ' αυτή της τη διάσταση. Κάτι τέτοιο θα ήταν σίγουρα λανθασμένο μιας και θα υποβίβαζε τον εθνικισμό στο επίπεδο του απλού εγκεφαλικού δημιουργήματος υποτιμώντας τη λειτουργία του ως ζωντανής ιδεολογίας της πράξης. Ωστόσο θεωρούμε ότι η αντιδιαστολή εθνικής θεωρίας και εθνικού φρονήματος  - όσο κι αν δεν παύει ούτε μια να στιγμή να έχει κατεξοχήν αναλυτικό χαρακτήρα - είναι λογικώς αναγκαία και μπορεί να αποβεί πολλαπλώς χρήσιμη για τη μελέτη του εθνικισμού.

Στο πλαίσιο αυτό λοιπόν υιοθετείται η παραπάνω διάκριση από την παρούσα μελέτη. Η ερευνητική στόχευση εντοπίζεται στη μελέτη ορισμένων όψεων της εθνικής θεωρίας κατά το Μεσοπόλεμο σε μια προσπάθεια να ανιχνευθούν οι απόπειρες ανανέωσης και αναπροσδιορισμού του "εθνικού οράματος" κατά την περίοδο αυτή.

2. Η ανάγκη αναπροσαρμογής της εθνικής θεωρίας μετά το 1922: σε αναζήτηση νέον "εθνικού οράματος"

Το 1922 είναι μια από τις χρονολογίες ορόσημα στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας καθώς η μικρασιατική καταστροφή λειτουργεί ως αφετηρία για μια ριζική αναδιάρθρωση του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού και εγκαινιάζει έτσι μια νέα φάση της ελληνικής ιστορίας. Η ήττα στη Μικρασία νεκρώνει ουσιαστικά κάθε ελληνική αλυτρωτική προσδοκία και σηματοδοτεί τη χρεοκοπία της Μεγάλης Ιδέας, που αποτελούσε την κυρίαρχη συνιστώσα της εθνικιστικής ιδεολογίας τουλάχιστον από το 1844 και είχε φανεί να υλοποιείται το 1920 με τη συνθήκη των Σεβρών.
Ειδικότερα στο χώρο της εθνικής θεωρίας το 1922 σηματοδοτεί την είσοδο του μέχρι τότε δεδομένου "εθνικού οράματος" σε μια φάση οξείας κρίσης. Ταυτοχρόνως, το γεγονός ότι η Μεγάλη Ιδέα κατείχε μέχρι εκείνη τη στιγμή πρωταγωνιστική θέση στο πλαίσιο του επίσημου ιδεολογικού λόγου προκαλεί, όπως ήταν φυσιολογικό, τον γενικότερο κλονισμό των μέχρι τότε σταθερών της κυρίαρχης ιδεολογίας9. Η ήττα και η καταστροφή σε συνδυασμό με την κατάρρευση των αλυτρωτικών ελληνικών οραμάτων γεννούν τώρα πια την ανάγκη συνολικής ανασυγκρότησης και ουσιαστικής ανανέωσης της ελληνικής εθνικής θεωρίας. Η ανάγκη αυτή γίνεται ακόμα πιο επιτακτική καθώς οι συνέπειες από την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας συναρθρώνονται κατά το Μεσοπόλεμο με ποικίλα άλλα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα που εμφανίζονται με οξύτητα αυτή την περίοδο: οικονομική κρίση, προσφυγικό πρόβλημα, κοινωνική εξαθλίωση, πολιτική αστάθεια. Η συνύπαρξη όλων αυτών των προβλημάτων καθιστά αναγκαία την ανοικοδόμηση μιας πειστικής εθνικής θεωρίας, η οποία, εκτός των άλλων, θα μπορεί να παίξει και συνεκτικό ρόλο ως προς τα αντίπαλα κοινωνικά συμφέροντα και τις αντίπαλες κοινωνικές τάξεις10

Μέσα σ' αυτές τις συνθήκες πραγματοποιείται μια μεγάλη συζήτηση που εκτυλίσσεται γύρω από το περιεχόμενο και τους τρόπους υλοποίησης ενός νέου "εθνικού οράματος". Στη συζήτηση αυτή παίρνει μέρος ένας σημαντικός αριθμός διανοουμένων και πολιτικών που προέρχονται απ' όλο το ιδεολογικό και πολιτικό φάσμα. Μέσα σ' ένα ιδεολογικό κλίμα που σφραγίζεται από την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας και τη διάψευση των αλυτρωτικών προσδοκιών γεννιώνται συζητήσεις και προκαλούνται αντιπαραθέσεις, εκφράζονται αναζητήσεις και διατυπώνονται νέες ή αναπαλαιωμένες προτάσεις. Καθώς λοιπόν η συζήτηση αποκτά ένα αξιοσημείωτο εύρος και σε ό,τι αφορά τα ζητήματα που θίγονται, αλλά και σε ό,τι αφορά εκείνους που παίρνουν μέρος δεν θα ήταν υπερβολή να χαρακτηριστεί ο Μεσοπόλεμος περίοδος παρατεταμένης αναζήτησης και κυοφορίας νέων "εθνικών οραμάτων".

Αν και οι εκφάνσεις αυτών των αναζητήσεων είναι ποικίλες, μπορούμε να διακρίνουμε δυο βασικές διαστάσεις στο πλαίσιο των γενικότερων συζητήσεων. Η πρώτη διαμορφώνεται από τις συζητήσεις για το ποιο θα πρέπει να είναι το νέο "εθνικό όραμα", η νέα "Μεγάλη Ιδέα". Η δεύτερη αποτελείται από τις αναζητήσεις γύρω από τις έννοιες "έθνος" και "εθνική ταυτότητα". Συχνά οι δύο αυτές διαστάσεις διαπλέκονται μεταξύ τους. Οι θέσεις που διατυπώνονται για το περιεχόμενο της νέας Μεγάλης Ιδέας αποκαλύπτουν το πώς αντιλαμβάνεται ο εκφραστής τους τις έννοιες "έθνος" και "εθνική ιδεολογία" και αντίστροφα μέσα από τις απόπειρες προσδιορισμού της "εθνικής ταυτότητας" προκύπτουν αντιλήψεις και προτάσεις που αφορούν το περιεχόμενο του νέου "εθνικού οράματος".

Το γεγονός ότι το "εθνικό όραμα" είναι απαραίτητο να ανανεωθεί και να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες, αν θέλει να παραμείνει ελκυστικό και πειστικό, φαίνεται να γίνεται αντιληπτό, καταρχήν και κυρίως, στις τάξεις του Βενιζελισμού. Επειδή ακριβώς, τόσο κατά την πρώτη όσο και κατά τη δεύτερη φάση του, το βενιζελικό σχέδιο αστικού εκσυγχρονισμού διακρίνεται από την οργανική και άρρηκτη σύνδεση του με τις εκάστοτε προτεραιότητες της εθνικής ολοκλήρωσης", ο Βενιζελισμός είναι εκείνος που, μετά το 1922, πλήττεται περισσότερο και απειλείται από τη γενικότερη ιδεολογική κρίση που προκαλεί η μικρασιατική καταστροφή. Έτσι από τις τάξεις του θα προέλθουν και οι πρώτες απόπειρες ανανέωσης του "εθνικού οράματος", οι πρώτες εναλλακτικές προτάσεις για μια νέα "Μεγάλη Ιδέα". Οι μετατοπίσεις τώρα πια είναι σαφείς καθώς η σημασιοδότηση του όρου "εθνική ολοκλήρωση" έχει αλλάξει αναγκαστικά και ριζικά. Τους παλαιούς στόχους της απελευθέρωσης των αλυτρώτων και της εδαφικής επέκτασης με ιδεολογικό επιστέγασμα την Μεγάλη Ιδέα έρχονται να υποκαταστήσουν η προσπάθεια αφομοίωσης των πρώην αλυτρώτων είτε ως κατοίκων των Νέων Χωρών είτε ως προσφύγων, οι ενέργειες για επίτευξη εθνικής ομοιογένειας καθώς και η φιλοδοξία εγχαραξης μιας νέας εθνικής ταυτότητας μέσα στα κρατικά σύνορα που αντιμετωπίζονται πλέον ως οριστικά. Και ο ίδιος ο Βενιζέλος, αλλά κυρίως φυσιογνωμίες όπως ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Αλέξανδρος Δελμούζος ή ακόμα ο Γιώργος Θεοτοκάς αναζητούν ουσιαστικά το στίγμα ενός νέου "εθνικού οράματος" ικανού να αντικαταστήσει πειστικά και με επάρκεια το παλιό που φαίνεται να έχει χαθεί αμετάκλητα.

Κατά τη δεύτερη αυτή περίοδο του Βενιζελισμού ο αστικός εκσυγχρονισμός θα συναρθρωθεί με τη διαδικασία εθνικής ομογενοποίησης, με ιδεολογικό επιστέγασμα την Αβασίλευτη Δημοκρατία η οποία θα γίνει προσπάθεια να προσλάβει ένα ευρύτερο ιδεολογικό και κοινωνικό περιεχόμενο. Ωστόσο η Αβασίλευτη Δημοκρατία δεν θα καταστεί δυνατόν να αποκτήσει, τουλάχιστον στην δεδομένη ιστορική συγκυρία, το ουσιαστικό κοινωνικό περιεχόμενο που επεδίωκαν να της προσδώσουν ορισμένα στελέχη του Βενιζελισμού και προπάντων ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου. Έτσι λοιπόν ο Βενιζελισμός, με το οικονομικό και κοινωνικό πρόγραμμα της τετραετίας 1928  -  1932, θα εισηγηθεί και πάλι ένα σχέδιο αστικού εκσυγχρονισμού το οποίο θα γίνει προσπάθεια να περιβληθεί την αίγλη μιας νέας "Μεγάλης Ιδέας".

Πρωτεργάτης σ' αυτή την προσπάθεια είναι ο ίδιος ο Βενιζέλος, ο οποίος κατ' επανάληψη θα τονίσει με έμφαση ότι οι αγώνες για εδαφική επέκταση τελείωσαν οριστικά και θα καλέσει τους Έλληνες να συγκεντρώσουν την προσοχή τους στη δημιουργία "συγχρονισμένου κράτους"12. Χαρακτηριστικά σε λόγο που θα εκφωνήσει, στις 28 Μαίου 1930, στα Καλάβρυτα, θα οριοθετήσει ως εξής τις, κατά τη γνώμη του, προοπτικές του έθνους:
". .. Είμεθα σήμερον έθνος που επέρασε την παιδικήν ηλικίαν, συμπληρώνει την νεανικήν και αρχίζει να εισέρχεται εις την ανδρικήν. Όποιος έχει αυτό υπ' όψιν, πως είναι δυνατόν να αμφιβάλλη ότι η σταδιοδρομία του έθνους κατά την δευτέραν εκατονταετίαν του ελευθέρου βίου του θα είναι καλύτερα τη; πρώτης; Εγώ είμαι βέβαιος ότι κατά την δευτέραν εκατονταετίαν θα φθάσωμεν εις μεγάλα αποτελέσματα, προς άλλην εννοείται κατεύθυνσιν, όχι προς ουσιώδη εδαφικήν επέκτασιν ή απελευθέρωσιν υποδούλων αδελφών, οι οποίοι, δεν θέλω να εξετάσω πως συνεκεντρώθησαν εντός των συνόρων της ελευθέρας πατρίδος, αλλά προς δημιουργίαν κράτους συγχρονισμένου, το οποίο, εάν δεν είναι πρωτοπόρον, θα ευρίσκεται, πάντως, ακολουθούν, μέσα εις την πρωτοπορίαν των άλλων εθνών που πρωτοστατούν εις τον πολιτισμόν"13

Σε αντίθεση με τις έντονες ιδεολογικές αναζητήσεις που διαπερνούν τον Βενιζελισμό, ο αντιβενιζελικός συντηρητικός χώρος μοιάζει να διακρίνεται από μια σχεδόν ανυποψίαστη προσήλωση στις μέχρι τότε δεδομένες "εθνικές παραδόσεις". Η αυτάρεσκη στειρότητα που διακρίνει τον Αντιβενιζελισμό, σε συνδυασμό με την ανάγκη να ασκηθεί αντιπολίτευση στη βενιζελική πολιτική, οδηγεί συχνά αρκετούς από τους αντιβενιζελικούς, στην υπεράσπιση διαφόρων επεκτατικών εκδοχών της Μεγάλης Ιδέας.

Βέβαια η κατάληξη της μικρασιατικής περιπέτειας, αποκλείει την επικράτηση με πολιτικά και στρατιωτικά μέσα. Τώρα πια η έμφαση δίνεται στην οικονομική διείσδυση με απώτερο στόχο την επικράτηση. Στα πλαίσια αυτά η πνευματική ανωτερότητα των Ελλήνων θεωρείται δεδομένη. "Η Ελλάς δεν θα εβράδυνε να δεσπόση από απόψεως εμπορικής και εκπολιτιστικής του βαλκανικού συγκροτήματος"14 θα υποστηρίξει ο Θεολόγος Νικολούδης, αντιβενιζελικός και κατοπινό στέλεχος του μεταξικού καθεστώτος. "Η Ελλάς κέκληται να πρωτοστατήση, υπό έποψιν οικονομικήν και εκπολιτιστικήν" θα συμπληρώσει ο επίσης αντιβενιζελικός Αθανάσιος Ευταξίας15

Στα πλαίσια αυτά το προτεινόμενο από τον Βενιζελισμό "εθνικό όραμα" του αστικού εκσυγχρονισμού, το "κακόηθες αυτό κήρυγμα εναντίον των ιδανικών και των παραδόσεων"16 όπως χαρακτηρίστηκε από μερίδα του αντιπολιτευόμενου τύπου, θα δεχθεί τις συστηματικές βολές των αντιβενιζελικών. Βασικό μοτίβο των επιθέσεων είναι η εκτίμηση ότι "παρά την ηδυπαθή αποχαύνωση του Έλληνος δια της υλιστικής ευμάρειας" που, κατά τη γνώμη των αντιπάλων του, επιδιώκει ο Βενιζέλος, ο ελληνικός λαός "προορίζεται για να επικράτη και να ηγεμονεύη"17. Κατά συνέπεια ".. ο κ. Βενιζέλος κάμνει πολύ άσχημα να θέλη να κόψη τα πληγωμένα φτερά της Μεγάλης Ιδέας, η οποία εκράτησεν όρθιον επί πέντε εκατονταετίες το ελληνικόν γένος"18

Η συζήτηση που πραγματοποιείται το Δεκέμβριο του 1930 στη Βουλή σχετικά με τις ελληνοτουρκικές συνθήκες που υπέγραψαν ο Βενιζέλος και ο Κεμάλ τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου δίνει τη δυνατότητα να καταγραφούν με σχετική ευκρίνεια οι αντιτιθέμενες απόψεις.

Η ουσιαστική διαφορά εντοπίζεται στο ότι ο πρωθυπουργός Βενιζέλος και ο υπουργός Εξωτερικών Μιχαλακόπουλος, με τους οποίους συμπαρατάσσεται ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, αναγνωρίζουν τη νέα πραγματικότητα στην Τουρκία και επιδιώκουν την εδραίωση ειλικρινούς φιλίας και συνεργασίας σε όλα τα επίπεδα. Αντίθετα αυτός ο ρεαλιστικός παραμερισμός των μέχρι πρόσφατα εδραιωμένων επεκτατικών, εθνικιστικών αντιλήψεων φαίνεται να μην διακρίνει το χώρο του Λαϊκού κόμματος με το οποίο συμπαρατάσσονται στο θέμα αυτό και ορισμένες βενιζελογενείς πολιτικές δυνάμεις όπως η Προοδευτική Ένωση του Κ. Ζαβιτσιάνου και οι Προοδευτικοί Φιλελεύθεροι του Γ. Καφαντάρη.

Οι αγορεύσεις των περισσότερων εκφραστών αυτού του χώρου βασίζονται σε μια κοινή θέση: οι μεταναστεύσεις είναι απόλυτα απαραίτητες για την Ελλάδα19. Αυτή η σχεδόν αξιωματική θέση δίνει τη δυνατότητα να αντιμετωπίζεται η επιστροφή των Ελλήνων στη Μικρασία όχι μόνο ως μέτρο σωτήριο για την ελληνική οικονομία αλλά και ως λύση για το οικονομικό πρόβλημα της ίδιας της Τουρκίας. Χαρακτηριστικά ο Γ. Καφαντάρης θα δηλώσει ότι μια ενδεχόμενη ελληνική επάνοδος στη Μικρασία "όχι μόνον ήθελεν ν' αποκαταστήση την ισορροπίαν του πληθυσμού η οποία διεταράχθη δια του πολέμου, αλλά ήθελεν αποβή ευεργετικόν στοιχείον κυρίως εις την οικονομικήν ζωήν της χώρας εκείνης ζωογονούν τον ανυπολόγιστον αυτής εθνικόν πλούτον, ο οποίος παραμένει νεκρός"20. Ακόμα πιο απόλυτες θέσεις θα εκφραστούν από τον Κ. Ζαβιτσιάνο, ο οποίος θα υπογραμμίσει την ανάγκη πιο έντονων στρατιωτικών εξοπλισμών καθώς και τη διατήρηση των εθνικών ιδανικών με τα οποία μεγαλούργησε η Ελλάδα.

Τέλος, την ίδια στιγμή που βενιζελικοί και αντιβενιζελικοί συγκρούονται αναφορικά με το ποιο πρέπει να είναι το νέο "εθνικό όραμα", μια τρίτη πρόταση για την οργάνωση του συλλογικού πολιτικού μέλλοντος κάνει δυναμικά την εμφάνιση της. Πρόκειται για τις σοσιαλιστικές ιδέες, ήδη γνωστές αμυδρά στον ελληνικό χώρο από τα τέλη του 19ου αιώνα. Η ατμόσφαιρα κοινωνικής και πολιτικής κρίσης που χαρακτηρίζει το Μεσοπόλεμο θα διευρύνει το εν δυνάμει ακροατήριο των αντιλήψεων αυτών. Αν και ο ρόλος που παίζουν αυτές οι ιδέες στην κεντρική πολιτική σκηνή δεν είναι σπουδαίος καθόλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, ωστόσο η απήχηση τους στο χώρο της διανόησης θα αποβεί ιδιαίτερα σημαντική. Στα πλαίσια αυτά θα είναι αρκετοί εκείνοι οι Έλληνες διανοούμενοι που υιοθετώντας μαρξιστικές αντιλήψεις και θέσεις θα πάρουν μέρος στις συζητήσεις που θα γίνουν κατά το Μεσοπόλεμο με επίδικο αντικείμενο τις έννοιες του έθνους και της εθνικής ταυτότητας. Η κριτική που θα ασκήσουν στα παραδεδομένα σχήματα αλλά και στις νέες ιδεολογικές κατασκευές του ελληνικού εθνικού λόγου θα έχει αξιοσημείωτη επίδραση στη διαμόρφωση της εθνικής θεωρίας κατά το Μεσοπόλεμο.

3. Η ανάγκη ανανέωσης της εθνικής θεωρίας: σε αναζήτηση μιας νέας φυσιογνωμίας τον "εθνικού"

3.1 Η πρώτη δεκαετία τον Μεσοπολέμου: αναζητήσεις και διαμάχες γύρω από την έννοια "έθνος"

Οι συζητήσεις που αφορούσαν το περιεχόμενο του "εθνικού οράματος" και τις μεθόδους υλοποίησης του δεν αποτελούσαν νέο φαινόμενο για την Ελλάδα της δεκαετίας του 1920. Τέτοιου είδους αναζητήσεις είχαν αρχίσει ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα με αφορμή τα διαδοχικά πλήγματα που είχε δεχτεί μέχρι τότε η ιδεολογία και η πρακτική του ελληνικού επεκτατισμού. Ωστόσο φαίνεται ότι μόνο μετά τη μικρασιατική καταστροφή, με την εξάλειψη και των τελευταίων ελπίδων εδαφικής επέκτασης, ο ελληνικός εθνικισμός παύει να διοχετεύει το δυναμικό του προς την κατεύθυνση του εδαφικού επεκτατισμού. Παρατηρείται τότε ένα φαινόμενο ανάλογο μ' εκείνο που είχε ακολουθήσει την καταστροφή του 1897: μια έντονη διάθεση για ιδεολογική και πνευματική ανασύνταξη. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει από τη μια μέρα στην άλλη. Ωστόσο η ανησυχία, η αναζήτηση, η διάθεση για κριτική είναι προφανείς. Μέσα στο πλαίσιο αυτό επανέρχονται με ένταση στο επίκεντρο των αναζητήσεων των διανοουμένων τα ζητήματα που αφορούν την υφή του ελληνισμού καθώς και τα θέματα της "εθνικής αυτογνωσίας" και της "ελληνικής ταυτότητας".

Κατά τα πρώτα χρόνια του Μεσοπολέμου, ενώ στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό εξακολουθεί να δεσπόζει η προπολεμική αντίθεση Βενιζελισμού  -  Αντιβενιζελισμού, στο ιδεολογικό επίπεδο η αντιπαράθεση έχει πάρει τη μορφή διαμάχης ανάμεσα στους μαρξιστές και τους αντιμαρξιστές. Οι συζητήσεις μεταξύ των διανοουμένων παίρνουν τη μορφή διαμάχης υλισμού και ιδεαλισμού. Η αιτιοκρατία αμφισβητείται ή υποστηρίζεται με ένταση. Στη βάση αυτή διεξάγονται συζητήσεις που αφορούν τη σημασία της πάλης των τάξεων, τη σχέση μεταξύ "εθνικού" και "ταξικού" καθώς και τους παράγοντες και τις κινητήριες δυνάμεις της ιστορίας. Η κυρίαρχη ιδεολογία, μετά τη συντριβή των μεγαλοϊδεατικών της οραμάτων και αντιμετωπίζοντας ένα καθεστώς έντονης πολιτικής αστάθειας και κοινωνικής κρίσης, στρέφει την πολεμική της προς τις ανερχόμενες τότε σοσιαλιστικές και μαρξιστικές ιδέες. Η κατασταλτική λειτουργία του κράτους είναι βέβαια παρούσα: διώξεις, φυλακίσεις, εξορίες, "ιδιώνυμο"21. Παράλληλη είναι όμως και η δραστηριοποίηση των κρατικών ιδεολογικών μηχανισμών με βάση το τρίπτυχο "αντικομμουνισμός εθνικισμός ελληνοκεντρισμός". Στον αγώνα αυτό στρατεύονται με πάθος, τόσο οι παραδοσιακοί κρατικοί λειτουργοί με τα εξίσου παραδοσιακά και τετριμμένα επιχειρήματα για τη θρησκεία, τη γλώσσα, την οικογένεια, την ιδιοκτησία, όσο και νεότεροι ιδεολόγοι, κυρίως δημοτικιστές μετά τη διάσπαση του Εκπαιδευτικού Ομίλου, που θέλουν να "προστατεύσουν" την κοινωνία, το κράτος, τους νέους από τον κομμουνισμό22

Στο πλαίσιο της ιδεολογικής αντιπαράθεσης μπορούμε να διακρίνουμε με σχετική ευκρίνεια τρία ρεύματα χωρίς αυτό να δηλώνει την ανυπαρξία επιμέρους ή προσωπικών διαφοροποιήσεων.

Το πρώτο ρεύμα προπαγανδίζει αντιδραστικές - συντηρητικές και ακραιφνείς εθνικιστικές απόψεις και βρίσκει εκφραστές στους κύκλους της Εκκλησίας, σε συντηρητικές εφημερίδες της εποχής (Εμπρός, Σκριπ) καθώς και σε ορισμένους καθηγητές του Πανεπιστημίου όπως ο Καζάζης και ο Κουτρέλης. Όλοι αυτοί στρέφονται καταρχήν εναντίον της μεταφοράς ευρωπαϊκών ιδεών στην Ελλάδα. Επιτίθενται με σφοδρότητα κατά των σοσιαλιστικών κομμουνιστικών ιδεών και προσάπτουν στους οπαδούς τους το χαρακτηρισμό "εχθροί του έθνους, της θρησκείας, της οικογένειας"23. Η υιοθέτηση του συνθήματος για "αυτόνομη Μακεδονία  -  Θράκη" από το ΚΚΕ24 θα επιτείνει τη σφοδρότητα των αντικομμουνιστικών επιθέσεων δίνοντας νέα επιχειρήματα στους αντιδραστικούς κύκλους ο επικρίσεις γίνονται συχνότερες και σφοδρότερες καθώς πλησιάζουμε στα τέλη τις δεκαετίας του '20. Σύντομα ο κύκλος των "εχθρών του έθνους" αρχίζει να διευρύνεται με καταπληκτική ταχύτητα για να συμπεριλάβει τελικά ακόμα και διανοούμένους υπεράνω πάσης υποψίας όπως ο Αλέξανδρος Δελμούζος. Δημοτικιστές και μαρξιστές, μέλη του Εκπαιδευτικού Ομίλου και κομμουνιστές, οποιοσδήποτε διατυπώνει απόψεις που απομακρύνονται έστω και κατά το ελάχιστο από αντιδραστικές θέσεις, χαρακτηρίζεται "εχθρός του έθνους, της πατρίδας, της θρησκείας και της οικογένειας"25. Είναι η εποχή που το τρίπτυχο αυτό  - "πατρίς, θρησκεία, οικογένεια" - αρχίζει να βρίσκει τη θέση του στα πλαίσια της κυρίαρχης ιδεολογίας για να εξελιχθεί λίγα χρόνια αργότερα σε πεμπτουσία του εθνικού λόγου.

Το δεύτερο ρεύμα εκφράζει τον ουμανισμό και τον ιδεαλισμό της φιλελεύθερης αστικής διανόησης και χρησιμοποιεί, μετά το 1927, ως κύριο χώρο έκφρασης του το περιοδικό "Νέα Εστία". Το ρεύμα αυτό έχει σίγουρα ιδεολογική συνάφεια με τους θεωρητικούς εκείνους που επεδίωκαν γύρω στα τέλη του 19ου αιώνα την ανασύνδεση με τον αρχαίο κόσμο (Αγησίλαος Γιαννόπουλος Ηπειρώτης, Εμμανουήλ Χαιρέτης), επηρεάζεται και αντλεί επιχειρήματα από τον Περικλή Γιαννόπουλο, τον Ίωνα Δραγούμη και τον Άγγελο Σικελιανό (ο οποίος μέσα από την αναβίωση των Δελφικών παραστάσεων φιλοδοξεί να ενώσει μυστηριακά τον αρχαίο πολιτισμό με τον σύγχρονο λαϊκό) ενώ βρίσκει τον χαρακτηριστικότερο σύγχρονο εκφραστή του στο πρόσωπο και το έργο του Αλέξανδρου Δελμούζου. Ο τελευταίος, συγκινημένος αρχικά από τις σοσιαλιστικές ιδέες, όταν αργότερα θα στραφεί προς την παιδαγωγική πράξη θα οραματιστεί μια καινούρια ελληνική αγωγή, στην οποία θα συνυπάρχουν όλοι οι θησαυροί της ελληνικής παιδείας, κληροδοτημένοι από τους αιώνες.

Στο τρίτο ρεύμα θα μπορούσαν να ενταχθούν εκείνοι οι διανοούμενοι που υιοθετούν μαρξιστικές θέσεις ή επηρεάζονται απ' αυτές. Αυτοί εκφράζουν τις απόψεις τους μέσα από τα επίσημα έντυπα του Κομμουνιστικού Κόμματος ("Ριζοσπάστης", "Κομμουνιστική Επιθεώρηση", "Νέοι Πρωτοπόροι") αλλά και από τα περιοδικά "Αναγέννηση" (1926) και "Νέα Επιθεώρηση" (1928). Παρά τα μέτρα κρατικής καταστολής οι μαρξιστικές ιδέες εξαπλώνονται γρήγορα. Στην προσπάθεια των μαρξιστών να αντιμετωπίσουν τα επιχειρήματα της επίσημης ιδεολογίας και να προβάλλουν τις δικές τους θέσεις ηγετικό ρόλο παίζει ο Δημήτρης Γληνός, που ενορχηστρώνει ουσιαστικά αυτή την ιδεολογική μάχη. Παρά τις σφοδρές ενδοαριστερές διαμάχες  - είναι χαρακτηριστική η οξύτητα των κατηγοριών που απέδιδαν οι κομμουνιστές στις άλλες ομάδες για "σοσιαλφασισμό" - και τις κάπως σχηματικές θεωρήσεις και απόψεις, η μαρξιστική όια[νόηση είχε αυτή την εποχή σημαντική επίδραση στο χώρο των διανοουμένων. Οι εκφραστές των τριών αυτών ρευμάτων και οι διαμάχες τους σφραγίζουν τις ιδεολογικές ζυμώσεις του Μεσοπολέμου. Ειδικότερα όσον αφορά ζητήματα που άπτονται της εθνικής θεωρίας οι ιδεολογικές συγκρούσεις μεταξύ φι λελεύθερων και μαρξιστών παρουσιάζουν συχνά ιδιαίτερη ένταση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας αντιπαράθεσης αποτελούν τα άρθρα πολεμικής που ανταλάσσουν στα 1925 ο Αλέξανδρος Δελμούζος με τον Παντελή Πουλιόπουλο, γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος, που εκείνη την εποχή βρίσκεται στη φυλακή26

Ο Δελμούζος παραπέμπει στη μελέτη του Αλέξανδρου Παπαναστασίου "Εθνικισμός"27 προκειμένου να διακρίνει τον εθνισμό από τον "παραθρεμμένο" εθνισμό, ζητά "εντατική ψυχική καλλιέργεια μέσα στις εθνικές ομάδες" και υπογραμμίζει ότι "δημοτικισμός δε σημαίνει αντεθνισμός". Συμφωνώντας με τον Παπαναστασίου ορίζει το έθνος ως μια ομάδα ανθρώπων που τους ενώνουν η κοινή καταγωγή, η κοινή ιστορία, η κοινή γλώσσα, η κοινή θρησκεία, τα κοινά ήθη και έθιμα και βέβαια η συνείδηση αυτής της κοινότητας, δηλαδή του ότι αποτελούν μια ενιαία οντότητα. Τέλος ο Δελμούζος χαρακτηρίζει βιολογική ανοησία την πολιτική του ΚΚΕ στο μακεδόνικο ζήτημα.

Ο Πουλιόπουλος, από την πλευρά του, απορρίπτει τον ορισμό του έθνους που υιοθετεί ο Δελμούζος. Υποστηρίζει ότι το έθνος αποτελεί μια μορφή πολύ πλατύτερης κοινωνικής ομαδικότητας, που διαδέχτηκε τις προηγούμενες, όταν, μετά από την κατάρρευση των παλαιών οικονομικό  -  κοινωνικών συνθηκών, η εξέλιξη δημιούργησε ορισμένες ανάγκες και τους ανάλογους οικονομικούς όρους. Καταλήγει λοιπόν στο συμπέρασμα ότι ο σχηματισμός του έθνους συμπίπτει με την αστικοποίηση της κοινωνίας. Επίσης ο Πουλιόπουλος τονίζει ότι η εκτίμηση του Δελμούζου για τη βαλκανική πολιτική του ΚΚΕ παρέχει την "υψηλή θεωρητική θεμελίωση της εσχάτης προδοσίας", κατηγορίας που ήδη είχε απευθυνθεί στο ΚΚΕ. Στην προσπάθεια του να ερμηνεύσει τις θέσεις του Δελμούζου ο Πουλιόπουλος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι και οι δυο ομάδες που αποτελούν την αστική τάξη, η αντιδραστική  -  συντηρητική και η δημοκρατική  -  φιλελεύθερη, έχουν σε τελική ανάλυση τον ίδιο σκοπό, δηλαδή τη διάσωση του αστικού πολιτισμού που καταρρέει.

Λίγο καιρό αργότερα, στα 1927, ο Κορδάτος, κάνοντας κριτική στις απόψεις του Δελμούζου, θα υιοθετήσει την ερμηνεία του Πουλιόπουλου και μάλιστα σε οξύτερη εκδοχή28. Κατά τον Κορδάτο ο Δελμούζος, με το να υποστηρίζει τέτοιου είδους αντιλήψεις για τις έννοιες του έθνους και της πατρίδας, να γράφει προσημείωση" για τον τίτλο του "εθνικόφρονα, του θρήσκου και του καλού πατριώτη".

Ακριβώς την ίδια εποχή ο Δελμούζος έχει εμπλακεί σε μια ακόμα διαμάχη με αντίπαλο αυτή τη φορά τον Κώστα Βάρναλη. Ανάμεσα στα ζητήματα που θίγονται υπάρχουν και ορισμένα που άπτονται άμεσα της εθνικής θεωρίας.

Ο Δελμούζος στα πλαίσια του έργου του "Δημοτικισμός και Παιδεία", που δημοσιεύεται το 1926, αφιερώνει μια ενότητα στην οποία αναφέρεται στην επίδραση της ελληνικής φύσης και των γεωγραφικών όρων στη διαμόρφωση της νεοελληνικής πραγματικότητας. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο αρχαϊσμός είναι ανεδαφικός και ξένος προς την ελληνική πραγματικότητα ενώ ο δημοτικισμός βγαίνει κατευθείαν από την ίδια τη ζωή, την ελληνική φύση και το χώμα έχοντας βαθιές ρίζες στη λαϊκή παράδοση.

Ο Βάρναλης θα κάνει κριτική ανασκευή των απόψεων του Δελμούζου και θα επικρίνει έντονα την τάση να ανάγονται τα πνευματικά και καλλιτεχνικά φαινόμενα στη φύση και το γεωγραφικό παράγοντα, πράγμα που, κατά την γνώμη του, οδηγεί σ' έναν μεταφυσικό εθνικισμό και στην προστατευτική απομόνωση του ελληνικού πολιτισμού29

Οι αντιπαραθέσεις αυτές ανάμεσα σε φιλελεύθερους και μαρξιστές διανοούμενους μαρτυρούν την ύπαρξη δυο όχι απλά διαφορετικών αλλά και αντικρουόμενων θεωρήσεων της έννοιας "έθνος". Η μια, η φιλελεύθερη, αντλεί αρκετά στοιχεία από το έργο των εθνικιστών διανοουμένων των αρχών του 20ου αιώνα (Γιαννόπουλος, Δραγούμης), υιοθετεί τη λεγόμενη "περιβαλλοντική ερμηνεία" και ορίζει το έθνος ως μια πολιτισμική και ψυχική οντότητα. Η άλλη, η μαρξιστική, επιχειρεί να εφαρμόσει την οικονομική και κοινωνική ανάλυση και αντιμετωπίζει το έθνος ως ιστορικό κατασκεύασμα.

Ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο εντοπίζεται στη διαπίστωση ότι οι διαψεύσεις της μικρασιατικής περιπέτειας και η ιδεολογική πίεση των μαρξιστικών αντιλήψεων είχαν οδηγήσει αρκετούς από τους φιλελεύθερους διανοούμενους σε αξιοσημείωτες ιδεολογικές μετατοπίσεις προς θέσεις περισσότερο μετριοπαθείς. Αν κρίνουμε από τις θέσεις που υποστηρίζει ο Δελμούζος, ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς εκφραστές της φιλελεύθερης διανόησης αυτής της περιόδου, μετά το 1922 δεν προτάσσεται πια τόσο έντονα η αρχή της ακεραιότητας των εδαφών που κατοικούνται από μέλη του ελληνικού έθνους όσο τονίζεται η πνευματική και ψυχική ενότητα του ελληνισμού. Παράλληλα γίνεται η επισήμανση ότι οι διάφορες τοπικές ή ταξικές ομάδες δεν μπορούν να επιβιώσουν έξω από την "εθνική ολότητα" και επομένως απαραίτητος όρος για τη ζωή τους είναι το "εθνικό σύνολο" και η συντήρηση του. Συχνά οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι, για να αντιμετωπίσουν την ιδέα του διεθνισμού, υποστηρίζουν ότι η ανθρωπότητα δεν είναι μια αχρωμάτιστη μάζα αλλά ένα άθροισμα από εθνικές φυσιογνωμίες. "Έτσι" γράφει ο Αλέξανδρος Δελμούζος "στον καθολικό ανθρωπισμό, στο ιδανικό δηλαδή που θαμποφέγγει και μέσα στο επαναστατικό κήρυγμα, ένας δρόμος φέρνει: η προσπάθεια του κάθε έθνους για το ιδανικό του εγώ"30

Τέλος σε συνάρτηση με την προσπάθεια να προσδιοριστούν οι νέες συντεταγμένες της εθνικής θεωρίας πρέπει να μελετηθεί και η έμμονη προσπάθεια που γίνεται ήδη από τη δεκαετία του '20 και καθόλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου με σκοπό να μετατεθεί, στο ευνοϊκό για την κυρίαρχη ιδεολογία πεδίο των "εθνικών προβλημάτων", η συζήτηση που αφορά τα φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα. Το εργατικό κίνημα, που η επιρροή του σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης και όξυνσης της κοινωνικής αδικίας ήταν εν δυνάμει μεγαλύτερη απ' ότι τα φτωχά εκλογικά αποτελέσματα του Κομμουνιστικού Κόμματος άφηναν να φανεί, έπρεπε με κάθε θυσία να παρουσιαστεί ως ξένο σώμα μέσα στον "εθνικό κορμό" και να απομονωθεί με απώτερο σκοπό να εξουδετερωθεί. Αυτή η επιδίωξη των λειτουργών της κυρίαρχης ιδεολογίας να μεταθέσουν το ταξικό στο "εθνικό"31 οδηγεί στη σκέψη ότι ο αντικομμουνισμός του Μεσοπολέμου και η ψήφιση του "ιδιώνυμου"  - σε μια περίοδο που η περιορισμένη εκλογική επιρροή του ΚΚΕ ασφαλώς δεν αρκούσε για να δικαιολογήσει τόσο αυστηρά μέτρα - είναι δυνατόν να ερμηνευθούν με βάση την επιδίωξη κάλυψης του ιδεολογικού κενού που είχε αφήσει η κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας μ' ένα νέο σύστημα αξιών και ιδεολογικών αρχών. Το σύστημα αυτό, δηλ. ο αντικομμουνισμός, θα μπορούσε να συμβάλει στο ξεπέρασμα του Εθνικού Διχασμού και να λειτουργήσει τόσο ως μηχανισμός συσπείρωσης όσο και ως μέσο πειθάρχησης της ελληνικής κοινωνίας.

3.2 Η "γενιά τον '30" και οι επιρροές της: συστηματική προσπάθεια ανανέωσης της εθνικής θεωρίας': ·

Οι νέες συντεταγμένες της εθνικής θεωρίας που ανιχνεύονται αρχικά αμέσως μετά την κατάρρευση των μεγαλοϊδεατικών οραμάτων στη Μικρασία, φαίνεται ότι αρχίζουν να αποκρυσταλλώνονται προς τα τέλη της δεκαετίας του '20 και τις αρχές της δεκαετίας του '30. Περίπου τότε αρχίζει να διαμορφώνεται και η λεγόμενη "γενιά του '30", δηλαδή ένας κύκλος λογοτεχνών, κριτικών και γενικότερα διανοουμένων (Σεφέρης, Ελύτης, Θεοτοκάς, Τερζάκης, Καραντώνης, Δημαράς, Τσάτσος και άλλοι) που εμφανίζονται στο προσκήνιο αυτή την εποχή έχοντας αστική καταγωγή, ευρωπαϊκή παιδεία και όντας πνευματικά τέκνα του δημοτικισμού32. Από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '30 οι νέοι αυτοί διανοούμενοι θα επιχειρήσουν να αρθρώσουν πιο συστηματικά και δυναμικά τον "ανανεωτικό" εθνικό τους λόγο. είτε εκδίδοντας βιβλία είτε κυκλοφορώντας νέα περιοδικά. Στο πλαίσιο αυτό θα συγκρουστούν τόσο με τους ακραιφνείς συντηρητικούς όσο και με τους μαρξιστές. Μέσα από αυτή την ιδεολογική ζύμωση και αντιπαράθεση οι νέοι φιλελεύθεροι διανοούμενοι θα θελήσουν να αναδιαμορφώσουν και να αναπτύξουν την εθνική θεωρία διερευνώντας και επαναδιατυπώνοντας τις βασικές της αρχές.

Το προανάκρουσμα της έλευσης της "νέας" εθνικής θεωρίας είχε ήδη ακουστεί από τα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας.

Ο Γιώργος Θεοτοκάς, από τους κυριότερους εκπροσώπους της γενιάς του '30, στο έργο του "Ελεύθερο Πνεύμα"  - που δημοσίευσε το 1929 με το ψευδώνυμο Ορέστης Διγενής και το οποίο θεωρήθηκε, σωστά όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, το μανιφέστο ολόκληρης της γενιάς που ανδρωνόταν γύρω στα 1930 προσφέρει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πώς αντιλαμβάνονταν αλλά και για το πώς ήθελαν να αναδιαμορφώσουν οι νέοι φιλελεύθεροι διανοούμενοι την "εθνική ταυτότητα" και τους στόχους του ελληνισμού. Το βασικό θέμα του βιβλίου είναι σχετικό με τον ελληνισμό, την ελληνικότητα και το νόημα της.

Ο Θεοτοκάς ξεκινά με μια αυστηρή καταγγελία της πνευματικής και ιδεολογικής μιζέριας που, κατά τη γνώμη του, κυριαρχεί γύρω του. Στη συνέχεια ασκεί κριτική στους μέχρι τότε θεωρούμενους πνευματικούς ηγέτες  - και πιο συγκεκριμένα στο Φώτο Πολίτη και τον Γιάννη Αποστολάκη - αποδίδοντας τους σημαντικό μερίδιο ευθύνης για το πνευματικό τέλμα που έχει διαμορφωθεί.
Παράλληλα εκφράζει τις απόψεις του για την ιδεολογική κατάσταση της εποχής του:
"Μετά τον πόλεμο, οι εθνικιστές και οι μαρξιστές διανοούμενοι επικράτησαν σ' όλες τις ελληνικές συζητήσεις για πολλούς λόγους που δεν είναι ανάγκη να αναπτύξω εδώ (...) Αυτές οι δύο σχολές συγκεντρώνουν ανάμεσα στους Έλληνες διανοούμενους τη μεγάλη πλειοψηφία των πνευμάτων. Η επίδραση τους στη νέα γενεά είναι καταφανής, και αυξάνει νομίζω μέρα με τη μέρα και θ' αυξάνει ως ότου αποφασίσουμε να αντισταθούμε εναντίον αυτής της επικράτησης του πνευματικού μιλιταρισμού (...) Εθνικιστές και μαρξιστές φιλονικούν βέβαια με αμοιβαίο μίσος, μα είναι κατά βάθος πνεύματα της ίδιας οικογένειας (...) Έλυσαν οριστικά όλα τα προβλήματα, σταμάτησαν κάθε πνευματική έρευνα, κλείστηκαν μέσα σε μια απόλυτη αλήθεια που την επαναλαμβάνουν μηχανικά σ' όλη τη ζωή τους, αλύγιστοι σαν απολιθωμένοι, ανίκανοι να υποπτευθούν πώς υπάρχουν και διαφορετικές προοπτικές των πραγμάτων. Μισούν και χλευάζουν με τον ίδιο ' τρόπο την ελεύθερη σκέψη και τις αναζητήσεις των ανήσυχων πνευμάτων (...) Οι δυο θρησκείες στηρίζονται στην ίδια αρχή: Πίστευε και μη ερεύνα"33

Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον όμως παρουσιάζουν οι αναλύσεις και οι θέσεις του Θεοτοκά που αφορούν το χαρακτήρα του ελληνισμού και το περιεχόμενο της εθνικής ταυτότητας.

Σχετικά με την υφή του ελληνισμού ο Θεοτοκάς μας παρέχει μια αρκετά ενδιαφέρουσα και ιδιαίτερα ενδεικτική των νέων τάσεων ερμηνεία. Δανείζεται τη μέθοδο του από ένα άρθρο του Γάλλου κριτικού Αλβέρτου Τιμπωντέ. Ο τελευταίος για να διατυπώσει την απάντηση του σ' ένα ερώτημα σχετικό με το χαρακτήρα της γαλλικής παιδείας, απαντούσε με ζευγάρια από ονόματα Γάλλων συγγραφέων αντιθετικά μεταξύ τους, όπως: Μονταίνιος  -  Πασκάλ, Βολταίρος  - Σατωμπριάν. Με βάση αυτή τη μέθοδο ο Θεοτοκάς σημειώνει: 
"Αν με ρωτούσε ένας ξένος ποιος από τους συγγραφείς μας αντιπροσωπεύει καλύτερα το νεοελληνικό χαρακτήρα, θα απαντούσα με τη μέθοδο του Γάλλου κριτικού". Αφού λοιπόν σημειώσει τέτοια ζευγάρια καταλήγει: "Μονάχα η αντίθεση Δραγούμης  - Καβάφης (ή η αντίθεση Κοραής  -  Σολωμός) αρκεί για να δείξει πόσο πολύμορφος και αντιφατικός, πόσο πλούσιος είναι ο νεοελληνικός χαραχτήρας", τονίζοντας τυπογραφικά τη λέξη "πλούσιος". 
Βλέπουμε λοιπόν εδώ τον Θεοτοκά να παραθέτει σε αδρές γραμμές μια θεωρία που θα ακουστεί ακόμα πιο έντονα λίγο αργότερα: τη θεωρία της "ελληνικής πολυφωνίας".

Σωστά λοιπόν ο Ανδρέας Καραντώνης, σε μια βιβλιοπαρουσίαση του "Ελεύθερου Πνεύματος", θα συμπεράνει ότι ο Θεοτοκάς "τον χαρακτήρα του έθνους τον θέλει πλούσιο, πολύμορφο, αντιφατικό, ένα μωσαϊκό από τις πιο απίθανες παραστάσεις: Κοραής, Σολωμός, Ψυχάρης, Παλαμάς, Καβάφης, Βενιζέλος, Γούναρης, Δραγούμης. Πολλαπλά κάτοπτρα της εθνικής ψυχής, και του εθνικού νου"34

Επίσης, ιδιαίτερα χαρακτηριστικές είναι οι θέσεις του Θεοτοκά αναφορικά με την πολιτισμική συνδιαλλαγή της Ελλάδας με τη Δύση. Βέβαια, σχετικά με το ζήτημα αυτό, ο Θεοτοκάς έχει ήδη πάρει θέση, ένα χρόνο πριν τη δημοσίευση του "Ελεύθερου Πνεύματος", γράφοντας ένα άρθρο σχετικό με τον Ίωνα Δραγούμη. Εκεί υποστηρίζεται καθαρά η θέση ότι η Δύση συνεχίζει την ελληνική παράδοση και ότι οι Έλληνες, πλησιάζοντας το δυτικό πολιτισμό, πηγαίνουν να συναντήσουν την πατρική τους κληρονομιά. "Σα μέλη της ίδιας οικογένειας, για να πάρουν μέσα στην οικογένεια τη θέση που τους ανήκει" γράφει ο Θεοτοκάς, θέσεις σαν τις παραπάνω επαναλαμβάνονται πιο συστηματικά και αναλυτικά και στο "Ελεύθερο Πνεύμα" και ανακαλούν στη μνήμη αντίστοιχες απόψεις του Αδαμάντιου Κοραή και του Στέφανου Κουμανούδη, απόψεις που ήταν οικείες στο πνεύμα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, που ακούγονταν έντονα τα τελευταία χρόνια πριν την Επανάσταση του 1821 και αμέσως μετά απ' αυτή αλλά που είχαν τώρα πια επικαλυφθεί από μεταγενέστερα  - σαφώς συντηρητικά - ιδεολογικά σχήματα.

Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι το "Ελεύθερο Πνεύμα" του Γιώργου Θεοτοκά αποτελεί μια από τις πρώτες και πιο συστηματικές προσπάθειες να επιτελεστεί η μετάβαση από τις παλαιότερες και σαφώς πιο σχηματικές μορφές της εθνικής θεωρίας σε άλλες μεταγενέστερες, πιο ευέλικτες, πιο πειστικές και κατά συνέπεια πιο αποτελεσματικές. Μέσα απ' το "Ελεύθερο Πνεύμα" βλέπουμε τη γενιά του '30 να αποζητά την άρση των παλιών σχημάτων, να αρνείται τα νεκρά πρότυπα και να οριοθετεί ως αντιπάλους της τη στείρα προγονοπληξία αλλά και τον τυφλό μιμητισμό των ευρωπαϊκών ιδεών, την υποταγή στο μυστικισμό της Ανατολής αλλά και τον μαρξισμό.

Τα μηνύματα που θέλησε να δώσει το "Ελεύθερο Πνεύμα" θα αρχίσουν να ακούγονται με ακόμα μεγαλύτερη ένταση από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '30.

Αυτή η σταδιακή εγκατάλειψη του ιδεώδους του εδαφικού επεκτατισμού και ο αναπροσανατολισμός προς την αναζήτηση της νέας πνευματικής και πολιτιστικής φυσιογνωμίας του έθνους αποκαλύπτονται καθαρά και από την έμφαση με την οποία ορισμένοι διανοούμενοι αυτής της περιόδου υπογραμμίζουν τη διαφορά μεταξύ του όρου "εθνισμός" και του όρου "εθνικισμός".

Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος στο βιβλίο του "Η κοινωνία της εποχής μας" (1932) θα γράψει χαρακτηριστικά:
"Εν ω ο εθνισμός είναι η ιδεολογική εκδήλωση της πίστεως αυτής ταύτης της εθνικής συνειδήσεως επί την εσωτερικήν και μυστικήν αυτής ουσίαν, ο εθνικισμός είναι η εκμετάλλευσις της πίστεως ταύτης εκ μέρους τάξεως διασπώσας την οργανικήν ομοιογένειαν του έθνους και θετούσης ταύτην εις την εξυπηρέτησιν πολιτικών και οικονομικών υπολογισμών. Εν ω ο εθνισμός, η ιδέα του έθνους είναι προϊόν αλόγου μυστικής ανάγκης και δεν συλλαμβάνεται λογικώς, ο εθνικισμός είναι προϊόν λογικής σκοπιμότητος και κατ' ακολουθίαν συλλαμβάνεται και κρίνεται επιστημονικώς"35

Οι παραπάνω επισημάνσεις του Παναγιώτη Κανελλόπουλου δεν φαίνεται να αποτελούν απλά και μόνο κάποια σχόλια θεωρητικού χαρακτήρα. Περισσότερο μοιάζουν να εντάσσονται σε μια προσπάθεια ανάπλασης  -  μεταμόρφωσης του εθνικισμού της εδαφικής επέκτασης, που κυριαρχούσε μέχρι το 1922, σε "πνευματικό εθνισμό" και "εθνικό ουμανισμό". Με την έννοια αυτή τα σχόλια του Κανελλόπουλου κινούνται ακριβώς στο ίδιο ιδεολογικό κλίμα που κινούνται και οι αντιλήψεις του Θεοτοκά. Έτσι προετοιμάζεται η έννοια της ελληνικότητας, που θα εμφανιστεί λίγο αργότερα και ταυτόχρονα ενισχύεται η  επιχειρηματολογία των φιλελεύθερων αστών διανοουμένων στον αγώνα τους εναντίον των μαρξιστών, που συνεχίζεται με ιδιαίτερη ένταση και μετά το 1930. 

Συνοψίζοντας θα λέγαμε ότι, ενώ μέχρι το 1922 στα πλαίσια της εθνικιστικής ιδεολογίας κυριαρχούσε απόλυτα το ζήτημα της εδαφικής επέκτασης και ενότητας  - γι' αυτό άλλωστε και οι μεταφορές που χρησιμοποιούνταν από τους εθνικιστές διανοουμένους ήταν ανάλογα οργανικές: "εθνική ψυχή", "εθνικό σώμα", "ελληνικό πνεύμα" - μετά τη μικρασιατική καταστροφή, και κυρίως από τα τέλη της δεκαετίας του '20 και τις αρχές της δεκαετίας του '30, οι λειτουργοί της εθνικής θεωρίας στρέφονται περισσότερο στη μελέτη του προβλήματος της "εθνικής ταυτότητας" καθώς και στον προσδιορισμό της "εθνικής διαφοράς": πώς δηλαδή θα ξεχωρίσουμε από τα άλλα έθνη και πώς θα προβληθεί η "ελληνική ιδιαιτερότητα"; Μέσα στα πλαίσια αυτά οι αντιπαραθέσεις μεταξύ των διανοουμένων όλων των αντιλήψεων συνεχίζονται και στις αρχές της δεκαετίας του '30. Ιδιαίτερη ένταση αποκτά αυτή την περίοδο η διαμάχη μεταξύ μαρξιστών και αντιμαρξιστών. Το εντυπωσιακό και ταυτόχρονα το κύριο χαρακτηριστικό της συζήτησης είναι ότι το ισχύον κοινωνικό σύστημα δεν γίνεται αποδεκτό  - τουλάχιστον φραστικά - από καμία πλευρά36. Η ένταση των κρισιακών φαινομένων οδηγεί μερικούς από τους γνωστότερους λειτουργούς της κυρίαρχης ιδεολογίας στην υιοθέτηση αμυντικής στάσης και στην φραστική απόρριψη του ισχύοντος συστήματος. Έτσι αρκετοί αντιμαρξιστές εμφανίζονται να αναζητούν  - τουλάχιστον αυτό υποστηρίζουν - τις κοινωνικές μορφές υπέρβασης του καπιταλισμού χωρίς ωστόσο αυτό να μειώνει σε τίποτα την ένταση της διαμάχης τους με τους μαρξιστές37

Ο Γιώργος Θεοτοκάς γίνεται και πάλι ο προφήτης των καιρών, αυτή τη φορά με το έργο του "Εμπρός στο Κοινωνικό Πρόβλημα" που δημοσιεύεται στα 1932. Η αφετηρία του νέου δοκιμίου είναι όμοια μ' εκείνη του "Ελεύθερου Πνεύματος": το κοινωνικό σύστημα και ο πολιτισμός νοσούν και το πρόβλημα αναζητά επειγόντως τη λύση του.

Αυτή τη φορά όμως ο Θεοτοκάς εστιάζει περισσότερο το ενδιαφέρον του στις λύσεις που πρέπει να εφαρμοστούν. Η κομμουνιστική επανάσταση δεν αντιπροσωπεύει, για τον Θεοτοκά, την υποσχόμενη λύση, γιατί αντίκειται σε τέσσερις θεμελιώδεις αρχές. Η πρώτη αφορά την ελευθερία του πνεύματος, η δεύτερη το ιδεολογικό περιεχόμενο του κομμουνισμού, η τρίτη τη βίαιη τακτική του και η τέταρτη την ιδέα του έθνους. Ο διεθνισμός του κομμουνισμού, σύμφωνα με τον Θεοτοκά, υπονομεύει την ιδέα του έθνους, που για τον Θεοτοκά είναι μια "πνευματική πραγματικότητα", ένας κοινός πλούτος από ιδέες και συναισθήματα. Η "εθνική ταυτότητα" λοιπόν, σύμφωνα με τον Θεοτοκά, αποτελείται από όλα εκείνα τα αόρατα και άυλα στοιχεία, που κληρονομημένα από το παρελθόν, ενυπάρχουν στο κάθε μέλος του έθνους. Έτσι, υπογραμμίζει ο Θεοτοκάς, η υγιής και ολοκληρωμένη εθνική συνείδηση "δε συνταυτίζεται αναγκαστικά με τον τυφλό, φανατικό και σχολαστικό εθνικισμό, που καταδικάζει κάθε ισορροπημένος άνθρωπος, με τον αρρωστιάρικο εθνικισμό, που πρεσβεύει προκαταβολικά την ανόητη άρνηση και την έχθρα για καθετί που δεν είναι εθνικό"38

Αφού λοιπόν διαφοροποιείται τόσο από τον κομμουνισμό όσο και από τον "φανατικό και σχολαστικό εθνικισμό", ο Θεοτοκάς τονίζει στη συνέχεια, ότι ο αφηρημένος και "έντονα πνευματικός εθνισμός" που ο ίδιος προτείνει, όχι μόνο είναι η καλύτερη επιλογή αλλά αποτελεί και τον καλύτερο τρόπο επικοινωνίας με την ανθρωπότητα. Αν κανείς ξεριζώσει από μέσα του την ιδέα του έθνους μένει ανερμάτιστος και χαμένος, εξηγεί ο Θεοτοκάς. Συμπερασματικά λοιπόν, τα έθνη είναι απαραίτητα γιατί μέσα από την παράλληλη και ταυτόχρονη ανάπτυξη τους, μέσα από τη φιλοδοξία κάθε έθνους να προσφέρει στα άλλα ένα ιδανικό πρότυπο πνευματικής και πολιτικής ζωής, προκύπτει ένας πολιτισμός με αξία οικουμενική.

Με αφετηρία τις παραπάνω διαπιστώσεις, ο Θεοτοκάς εμφανίζεται να απορρίπτει τα κοινωνικά ιδεώδη τόσο του κομμουνισμού όσο και του καπιταλισμού και υποστηρίζει ότι αυτό που θα λυτρώσει την κοινωνία από τη σύγχυση είναι ένας "νέος ουμανισμός" στηριγμένος στην οικονομική αλληλεγγύη των τάξεων και των εθνών. Αν τελικά η Ευρώπη ξεπεράσει τις δυσκολίες της, τονίζει ο Θεοτοκάς, πιστεύοντας στην αξία του ανθρώπου και στα ιδανικά του ουμανισμού, θα ανακαλύψει ξανά την Ελλάδα.

"Και τότες ο νέος Ελληνισμός, που δεν πρόφτασε ακόμα να αποχτήσει μια καθαρή συνείδηση του εαυτού του, που βρίσκεται όμως πιο κοντά από κάθε άλλο έθνος στις παραδόσεις του ελληνικού πνεύματος και τις συνεχίζει ορμέμφυτα και θολά  -  ο νέος Ελληνισμός θα πρέπει επιτέλους να πεί το λόγο του"39.


1. Χρησιμοποιούμε τον όρο "εθνικισμός" με βάση τον ορισμό που έχει διατυπωθεί από τον Ernest Gellner, σύμφωνα με τον οποίο "ο εθνικισμός είναι πρώτα πρώτα μια πολιτική αρχή, η οποία υποστηρίζει την εναρμόνιση της πολιτικής και της εθνικής οντότητας". Βλ. σχετ. Ernest Gellner, Nations and Nationalism, μετάφραση Διόρα Λαφαζάνη, Αθήνα 1992, σ. 13. Τον ορισμό αυτό αποδέχονται και ορισμένοι από τους σημαντικότερους μελετητές του εθνικιστικού φαινομένου. Βλ. σχετ. E.J. Hobsbawm, Nations and Nationalism since 1780, London 1990, μετάφραση Χρυς. Νάντρις, Αθήνα 1994, σ. 22 καθώς και John Breuilly, Nationalism and the State, Manchester 1982, σ. 3.
2. To γεγονός ότι "τα έθνη και τα φαινόμενα που σχετίζονται μ' αυτά. .. είναι. .. δυαδικά φαινόμενα, που κατασκευάζονται ουσιαστικά άνωθεν, αλλά τα οποία δεν μπορούν να κατανοηθούν παρά μόνο εάν αναλυθούν εκ των κάτω" έχει επισημανθεί από τους μελετητές του εθνικισμού. Βλ. σχετ. E.J. Hobsbawm, ο.π., σς. 2324 (απ' όπου και το παραπάνω απόσπασμα). Τα φαινόμενα απουσίας ή και υποτίμησης της διάκρισης μεταξύ εθνικής θεωρίας και εθνικού φρονήματος έχουν επισημανθεί πρόσφατα και στο πλαίσιο της ελληνικής βιβλιογραφίας του εθνικισμού. Βλ. σχετ. Παντελής Ε. Λέκκας, Η συγκρότηση της εθνικιστικής ιδεολογίας  -  εθνική θεωρία και εθνικό φρόνημα, στον τόμο των πρακτικών του επιστημονικού συμποσίου με θέμα Έθνος  -  Κράτος  - Εθνικισμός (21 και 22 Ιανουαρίου 1994) που οργανώθηκε από την Εταιρεία Σπουόών Νεβελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα 1995. σς. 233252. Στο πλαίσιο του άρθρου ο συγγραφέας επισημαίνει παραδείγματα παράλειψης της διάκρισης μεταξύ εθνικού φρονήματος και εθνικής θεωρίας ακόμα και στο έργο ορισμένων από τους πλέον οξυδερκείς μελετητές του εθνικιστικού φαινομένου.
3. Μια ολοκληρωμένη παρουσίαση των θεωριών για την ανάδειξη του έθνους γίνεται από τον Anthony Smith στο έργο Theories of Nationalism, London 1983. Για μια σύντομη αλλά συστηματική βιβλιογραφική προσέγγιση του φαινομένου της εθνικής ιδεολογίας και ταυτότητας, της δημιουργίας έθνους κράτους και του εθνικισμού, βλ. σχετ. Stuart Woolf, Ο εθνικισμός στην Ευρώπη, πρόλογος Α. Αιακός, μετάφραση Έφη Γαζή, θεμέλιο, Αθήνα 1995. Στο έργο αυτό ο Woolf ασχολείται, ανάμεσα στα άλλα, και με την επιγραμματική παρουσίαση των απόψεων παλαιότερων και σύγχρονων μελετητών σχετικά με το φαινόμενο του εθνικισμού.
4. Είναι ενδεικτικές εδώ οι θέσεις τόσο του Gellner (E. Gellner, ο.π., σ. 106) που τονίζει ότι "τα έθνη γεννιούνται από τον εθνικισμό και όχι το αντίστροφο" όσο και του Anderson (Benedict Anderson, Imagined Communities. Reflections on the Origin and Spread of Nationalism, London 1983, αναθεωρημένη έκδοση 1991, σ. 4) που προσδιορίζει την εθνικότητα, το έθνος όπως και τον εθνικισμό ως ιδιαίτερης τάξεως πολιτισμικές "κατασκευές" (artefacts). Στο ίδιο κλίμα κινείται και ο Kedourie (Elie Kedourie, Nationalism (τέταρτη έκδοση), Oxford 1993, σ. 141) όταν τονίζει ότι "είναι, αληθέστερο να πούμε ότι η εθνική ταυτότητα είναι δημιούργημα μιας εθνικιστικής θεωρίας παρά ότι Ι η εθνικιστική θεωρία είναι η εκδήλωση και η έκφραση μιας εθνικής ταυτότητας". Επίσης βλ. σχετ. Ι E.J. Hobsbawm, ο.π., σς. 2223, Παντελής Ε. Λέκκας, Η εθνικιστική ιδεολογία. Πέντε υποθέσεις ερ\ γασίας στην ιστορική κοινωνιολογία, Αθήνα 1992 καθώς και Ετιέν Μπαλιμπάρ  -  Ιμμανουέλ] Βαλλερστάιν, Φυλή, έθνος, τάξη, οι διφορούμενες ταυτότητες, μετάφραση Α. Ελεφάντης και E.J Καλαφάτη, Αθήνα 1991.
5. Βλ. Π.Ε. Λέκκας, Η συγκρότηση. .., ο.π., σς. 235236.
6. Βλ. Π.Ε. Λέκκας, Η συγκρότηση. .., ο.π., σ. 236.
7. Βλ. Π.Ε. Λέκκας, Η συγκρότηση. .., ο.π., σ. 237.
8. Βλ. Π.Ε. Λέκκας, Η συγκρότηση. .., ο.π., σ. 238.
9. Ο όρος "κυρίαρχη ιδεολογία" (Dominant Ideology) χρησιμοποιείται για να δηλώσει το σύστημα ιδεών που έχει επιβληθεί μέσα από την ιστορική εξέλιξη των αντικειμενικών συνθηκών και την ταξική διάρθρωση της κοινωνίας. Ο όρος δηλώνει την ιδεολογία των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων ή τάξεων που επιβάλλεται στις κυριαρχούμενες ομάδες ή τάξεις μέσα από ποικίλους μηχανισμούς. Με την έννοια αυτή "η κυρίαρχη ιδεολογία συγκεκριμένα αποτελεί μια βασική εξουσία της κυρίαρχης τάξης" η οποία λειτουργεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε "θεμιτοποιεί τη βία και συμβάλλει στην οργάνωση μιας συναίνεσης ορισμένων δυναστευόμενων τάξεων και μερίδων τάξεων προς την πολιτική εξουσία" (Νίκος Α. Πουλαντζάς, Το Κράτος, η Εξουσία, ο Σοσιαλισμός, β1έκδοση, Αθήνα 1984, σς. 3940).
10. Η μέχρι τώρα έρευνα του εθνικιστικού φαινομένου έχει υπογραμμίσει τη δυνατότητα που διαθέτει ο εθνικισμός να συγκροτεί μια συλλογική και ταυτοχρόνως ατομική ταυτότητα, την εθνική εθνικιστική, δηλαδή, ταυτότητα η οποία μπορεί να αποβαίνει υπέρτερη ως προς όλες τις άλλες συλλογικές ή ατομικές ταυτότητες. Βλ. σχετ. Hans Kohn, "Nationalism" στην International Encyclopedia of the Social Sciences, τομ. 11, σελ. 6369 και ειδικότερα σ. 63. Η ικανότητα αυτή του εθνικισμού αυξάνεται πολλαπλώς από τη στιγμή που συνδέεται με το εθνικό κράτος, γίνεται δηλαδή κρατική ιδεολογία. Καθώς το εθνικό κράτος ολοκληρώνει τη διαδικασία εσωτερικής ειρήνευσης και ασχολείται με τη διατήρηση της (Anthony Giddens, The Nation State and Violence, London 1985, σ. 181) εκδηλώνεται και "η (μοναδική ίσως) σταθερή φροντίδα των απανταχού 'κρατικών εθνικισμών' να καλλιεργούν και να ενδυναμώνουν την ομοιογένεια του έθνους, ή τουλάχιστον του τμήματος εκείνου του εθνικού σώματος που βρίσκεται μέσα στα όρια του εθνικού κράτους" (Παντελής Ε. Λέκκας, Η εθνικιστική ιδεολογία. Πέντε υποθέσεις εργασίας στην ιστορική κοινωνιολογία, Ε.Μ.Ν.Ε. -  Μνήμων 1992, σ. 116). Το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα είναι, μέσα από την ηθική και πολιτική πειθάρχηση, η υποχώρηση όλων των επιμέρους ατομικών ή συλλογικών ταυτοτήτων και η ανάδειξη της εθνικής σε κυρίαρχη ταυτότητα. Αυτό σημαίνει ότι μια από τις σταθερές φροντίδες του εθνικισμού είναι το μέλος του έθνους να αισθάνεται και να συμπεριφέρεται πρώτα απ' όλα σαν Γερμανός, Έλληνας ή Αγγλος και στη συνέχεια σαν άνεργος ή εργαζόμενος, φτωχός ή πλούσιος, αριστερός ή δεξιός.
ί ι. Στο πλαίσιο των νέων προτεραιοτήτων που τίθενται για την εθνική ολοκλήρωση μετά το 1922 ο Βενιζελισμός θα πάρει ανενδοίαστα την ευθύνη για την ανταλλαγή των πληθυσμών, αναγκαία προϋπόθεση για την επίτευξη εθνικής ομοιογένειας, θα πραγματοποιήσει, σε αποφασιστικό βαθμό, το έργο αποκατάστασης των προσφύγων και ενσωμάτωσης τους στο ελληνικό κράτος, θα επιδιώξει συστηματικά την αφομοίωση ή την εξουδετέρωση ξένων μειονοτήτων που αποτελούσαν ενδεχόμενη απειλή για την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα του ελληνικού κράτους και τέλος, με την οικονομική του ιδίως πολιτική, αλλά και με το γενικότερο πρόγραμμα του θα εξακολουθήσει να αποτελεί τον κυριότερο φορέα ενσωμάτωσης των λαϊκών τάξεων στο εθνικό κράτος. Για τη συνάρθρωση του βενιζελικού σχεδίου αστικού εκσυγχρονισμού με τις προτεραιότητες της εθνικής ομογενοποίησης μετά το 1922, βλ. σχετ. George Th. Mavrogordatos, Stillborn Republic, Social Coalitions and Party Strategies in Greece, 19221936, Berkeley, 1983 καθώς και του ίδιου, Ο Διχασμός ως κρίση Εθνικής Ολοκλήρωσης στον συλλογικό τόμο Δ.Γ. Τσαούσης (επιμ.), Ελληνισμός Ελληνικότητα. Ιδεολογικοί και Βιωματικοί Άξονες της Νεοελληνικής Κοινωνίας, Αθήνα 1983, σς. 6980 και Βενιζελισμός και αστικός εκσυγχρονισμός στον συλλογικό τόμο Γ.θ. Μαυρογορδάτος  - Χ. Χατζηιωσήφ (επιμ. Βενιζελισμός και αστικός εκσυχρονισμός, β' έκδοση, Ηράκλειο 1992, σς. 919. Επίσης, σύμφωνα με την προσέγγιση του θ. Σακελλαρόπουλου, ο Βενιζελισμός ήταν εκείνη η πολιτική δύναμη που ολοκλήρωσε, κατά τη δεκαετία του 1920, τις θεσμικές αλλαγές αστικού τύπου στον ελληνικό χώρο (Θεόδωρος Δ. Σακελλαρόπουλος, θεσμικός μετασχηματισμός και οικονομική ανάπτυξη. Κράτος και Οικονομία στην Ελλάδα, 18301922, Αθήνα 1991, σς. 345361 και ειδικότερα σ. 351).
12. Η αναφορά στη "δημιουργίαν ενός κράτους συγχρονισμένου" επαναλαμβάνεται διαρκώς και κατέχει πρωταγωνιστική θέση στα άρθρα και τους λόγους του Βενιζέλου αυτής της περιόδου. Βλ. ενδεικτικά, προεκλογικός λόγος στη Θεσσαλονίκη, 22 Ιουλίου 1928, (δημοσίευση στην εφημ. Πρωία 23 Ιουλίου 1928), "Πως θα λυθή το ελληνικόν πρόβλημα", περ. Εργασία, 11 Ιανουαρίου 1930, σ. 3, "Ειρήνη, Υλισμός και Δημοκρατία", περ. Εργασία, 1 Μαρτίου 1930, πανηγυρικός λόγος για τη διετία διακυβέρνησης του κόμματος των Φιλελευθέρων (δημοσίευση στην εφημ. Πρωία, 28 Σεπτεμβρίου 1930), πανηγυρικός λόγος στα πλαίσια των "εορτών της εκατονταετηρίδας της εθνικής παλιγγενεσίας", Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, 1930, σς. 5869 καθώς και δημοσίευση στην εφημ. Ελεύθερον Βήμα, 13 Οκτωβρίου 1930.
13. Λόγος στους κατοίκους των Καλαβρύτων. 28 Μαΐου 1930 δημοσιευμένος στην ecf. Ελεύθερον Βήμα.
14. περ. Νέα Πολιτική, αρ. 12, 1 Ιουνίου 1923.
15. περ. Νέα Πολιτική, αρ. 13, 15 Ιουλίου 1923.
16. Βλ. σχετ. εφημ. Ταχυδρόμος  -  Εσπερινή, 13 Οκτωβρίου 1930 και εφημ. Βραδυνή, 13 Οκτωβρίου 1930.
17.. Υλισμός και Ιδεολογία, εφημ. Η Πρωία, 16 Μαΐου 1930.
18.. Ν. Βεντήρης, Ενώ επέρχεται η καταιγίς, περ. Πειθαρχία II, 1, 19 Οκτωβρίου 1930.
Περισσότερο ή λιγότερο οξεία κριτική ασκείται εναντίον της βενιζελικής πολιτικής και σε μια σειρά άλλα άρθρα που δημοσιεύονται στο περιοδικό Πειθαρχία (Για το περιοδικό Πειθαρχία και τους πολιτικούς του προσανατολισμούς βλ. Χρήστος Χατζηιωσήφ, Η βενιζελογενής αντιπολίτευση στο Βενιζέλο και η πολιτική ανασύνταξη του αστισμού στο Μεσοπόλεμο στον συλλογικό τόμο Γ.θ. Μαυρογορόάτος  -  Χ. Χατζηιωσήφ (επιμ.), Βενιζελισμός και. .., σς. 439458 και ιδιαίτερα σς. 450453). Βλ. σχετ. Φ. Δραγούμης, Η μεγάλη ιδέα και η διάδοχος της, Πειθαρχία Ι, 32, 25 Μαίου 1930, Γ. Λύχνος, Εις αναζήτησιν του χαμένου ιδανικού. Πειθαρχία II, 1, 19 Οκτωβρίου 1930 και Ν. Βεντήρης, Το ταξίδιον του κ. Βενιζέλου, Πειθαρχία II, 2, 26 Οκτωβρίου 1930.
19.. Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής, Συνεδρίασις 22α, 20 Δεκεμβρίου 1930, σ. 457505.
20.. Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής, ο.π., σ. 474.
21.. Ως "ιδιώνυμο" έμεινε γνωστός νόμος που ψηφίστηκε στα 1929 και ουσιαστικά απαγόρευε με ποινή φυλάκισης τη δραστηριότητα για τη διάδοση των κομμουνιστικών ώεών. Αναλυτικά, βλ., Ν. Αλιβιζάτος, Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση, 19221974. Όψεις της ελληνικής εμπειρίας, Αθήνα 1983, σ. 350, Γ. Κατηφόρης, Η νομοθεσία των βαρβάρων, Αθήνα 1975, σ. 69 κ.ε και Ρ. Κούνδουρος, Η ασφάλεια του καθεστώτος. Πολιτικοί κρατούμενοι, εκτοπίσεις και τάξεις στην Ελλάδα, 19241974, Αθήνα 1978, σ. 78 κ.ε..
22.. Όπως χαρακτηριστικά τονίζει ο Άγγελος Ελεφάντης "οι επίσημοι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους, Σχολείο, Πανεπιστήμιο, Τύπος, Εκκλησία, ακολουθούν απαρέγκλιτα την ακόλουθη γραμμή πλεύσης: αντικομμουνισμός εθνικισμός ελληνοκεντρισμός γλωσσικός συντηρητισμός εκπαιδευτικός σκοταδισμός. Είναι τα μεγάλα ιδεολογήματα με τα οποία θα προσπαθήσουν να πειθαρχήσουν το κοινωνικό σύνολο και να γιατρέψουν την τραυματισμένη έννοια του υπερβατικού έθνους" στο Α. Ελεφάντης, Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης, (α' έκδοση Αθήνα 1976), β' έκδοση Αθήνα 1979, σς. 347348.
23.. Ενδεικτικά και μόνο για τις αντιδράσεις των συντηρητικών κύκλων στη δημοσίευση του βιβλίου του Γ. Κορδάτου, Η κοινωνική σημασία της ελληνικής επαναστάσεως τον 1821, καθώς και για τη σύνδεση του βιβλίου με την επιχειρούμενη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση βλ., Χαρ. Νούτσος, Ιστορία της εκπαίδευσης και Ιδεολογία. 'Οψεις τον Μεσοπολέμου, Αθήνα 1990, σς. 6495 και Ζωή Σπανάκου, "Η ελληνική εθνική ιδεολογία στο Μεσοπόλεμο. 'Οψεις διαμόρφωσης", Σεμινάριο 17 της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων με θέμα Εθνική συνείδηση και ιστορική παιδεία, Αθήνα 1994, σς. 5658.
24.. Η σχετική απόφαση δημοσιεύτηκε στην εφημ. Ριζοσπάστης στις 5 και 6 Φεβρουαρίου του 1925.
25.. Αρθρα που εκφράζουν τέτοιου είδους αντιλήψεις συναντώνται συχνά στις εφημερίδες Εμπρός και Σκριπ καθώς και στο περιοδικό Πειθαρχία.
26.. Τα άρθρα του Δελμούζου δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Δημοκρατία και λίγο αργότερα συμπεριλήφθηκαν σε βιβλίο με τίτλο Μαράσλειο και ζωή, Αθήνα 1925. Τα άρθρα του Πουλιόπουλου με τίτλο "Εθνικισμός και αγριανθρωπισμός, παρατηρήσεις απ' αφορμή του άρθρου του κ. Α. Δελμούζου, Εθνισμός και ανθρωπισμός, Δημοκρατία 9 Ιουνίου 1925", δημοσιεύτηκαν στο Ριζοσπάστη στις 21, 23 και 24 Ιουνίου 1925. Για μια αναλυτικότερη παρουσίαση αυτής της συζήτησης βλ., Χαρ. Νούτσος, ο.π., σς. 179192 καθώς και Ζωή Σπανάκου, ο.π., σς. 5365.
27.. Αλ. Παπαναστασίου, "Ο Εθνικισμός", Επιθεώρησις Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Σεπτ. -  Δεκ. 1916 (αναδημοσίευση εκδ. Δημιουργία, Αθήνα 1992), σς. 445.
28.. Γ. Κορδάτος, "Βιβλίο και κριτική. Δημοτικισμός και Παιδεία, Δελμούζος", περ. Ερμής, 4, 1 Μαρτίου 1927, σς. 132136.
29.. Κ. Βάρναλης, "Νεοελληνική πραγματικότητα και μαγεία", περ. Αναγέννηση, τεύχ. 7, Μάρτης 1927, σς. 388398.
30.. Αλ. Δελμούζος, Δημοτικισμός και Παιδεία, Αθήνα 1926, σελ. 167.
31.. Η απόπειρα να μετατραπεί το ταξικό σε "εθνικό" χαρακτηρίζει πολύ συχνά τις προσπάθειες των λειτουργών της κυρίαρχης ιδεολογίας κατά το Μεσοπόλεμο. Τίθενται έτσι τα θεμέλια για να αναδυθεί και να επιβληθεί ο αντικομμουνισμός ως κυρίαρχη συνιστώσα της επίσημης, κρατικής ιδεολογίας. Σχετικά βλ., Α.Ελεφάντης, ο.π., σς. 328358 καθώς και Γ. Κατηφόρης, ο.π., σ. 72 κ.ε. Από την πρόσφατη βιβλιογραφία βλ. σχετ. Ζωή Σπανάκου, ο.π., σς. 5365. Για την προσπάθεια που γίνεται στις περισσότερες αντικομμουνιστικές νομοθεσίες και κυβερνητικές πρακτικές της Ευρώπης του Μεσοπολέμου να κατοχυρωθεί νομοθετικά η μετατροπή του κοινωνικού  -  ταξικού σε "εθνικό" βλ., Νίκος Αλιβιζάτος, ο.π., σς. 391399.
32.. Για μια συνολική παρουσίαση βλ. σχετ. Mario Vitti, Η γενιά τον Τριάντα  -  Ιδεολογία και μορφή, Αθήνα 1977 καθώς και Δημήτρης Τζιόβας, Οι μεταμορφώσεις τον εθνισμού και το ιδεολόγημα της ελληνικότητας στο μεσοπόλεμο, Αθήνα 1989. Μια διερεύνηση των πηγών της ιδεολογίας της γενιάς του '30 στο Αντώνης Λιάκος, Ζητούμενα ιδεολογίας της Γενιάς του '30, θεωρία και Κοινωνία, χρόνος 1ος, τεύχος 3ο, Δεκέμβριος 1990, σς. 722.
33.. Γ. Θεοτοκάς, Ελεύθερο Πνεύμα, επιμ. Κ.θ. Δημαράς, Αθήνα 1973, σ. 27.
34.. Ανδ. Καραντώνης, "Το Ελεύθερο Πνεύμα του Γ. Θεοτοκά", βιβλιοκριτική στο περιοδικό Ελληνική Επιθεώρησις, 1929.
35.. Π. Κανελλόπουλος, Η κοινωνία της εποχής μας, Αθήνα 1932, σ. 85.
36.. Σχετικά βλ., Α. Λιάκος, ο.π., σ. 1416.
37.. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η διαμάχη του Δημήτρη Γληνού με τον Κωνσταντίνο Τσάτσο (Δημήτρης Γληνός, "Πνευματικές μορφές της αντίδρασης", περ. Νέοι Πρωτοπόροι, φύλλα 10, 11, 12, Σεπτέμβρης, Οκτώβρης, Νοέμβρης  -  Δεκέμβρης 1932, σς. 349351, 398400, 424426 καθώς και φύλλα 1, 2, Γενάρης, Φλεβάρης 1933, σς. 58, 4953, η απάντηση του Κ. Τσάτσου, "Η θέση της ιδεοκρατίας στον κοινωνικό αγώνα", περ. Ιδέα, τ. Ι, αρ. 6 (Ιούνιος 1933), σς. 360366 και ανταπάντηση του Δ. Γληνού, "Απάντηση σε θεληματικές απορίες", περ. Νέοι Πρωτοπόροι, φύλλο 34, Μάρτης  -  Απρίλης 1933, σς. 106  -  107 καθώς και "Ο φασιστικός ιδεαλισμός στην Ελλάδα", περ. Νέοι Πρωτοπόροι, φύλλο 7, Ιούλης 1933, σς. 213215.). Εκεί ο Τσάτσος, απαντώντας στις θέσεις του Γληνού που θεωρούσε τον ιδεαλισμό μια από τις "πνευματικές μορφές της αντίδρασης", υποστηρίζει πως "οι καθαροί ίδεοκράτες απεναντίας αποκλείεται να επικροτήσουν το κεφαλαιοκρατικό καθεστώς" και πως "η θεωρία της ιδεοκρατίας είναι ασυμβίβαστη με την κοινωνική αδικία του κεφαλαίου". "Ο ιδεοκράτης" ισχυρίζεται ο Τσάτσος, "περισσότερο από κάθε άλλον, στηριγμένος στα πορίσματα της ηθικής του θεωρίας, έχει για ιδανικό την απόλυτην υλικήν ισότητα της 'αταξικής' ενότητας των ανθρώπων". "Τίποτε δεν αντιτίθεται τόσο στη σύγχρονη κεφαλαιοκρατούμενη κοινωνία", καταλήγει ο Τσάτσος, "όσο η ιδεοκρατική 'περί πολιτείας' ιδέα". Ο Γληνός, στην ανταπάντηση του, αφού αμφισβητεί την ειλικρίνεια του αντικαπιταλισμού του Τσάτσου, τον χαρακτηρίζει "εθνικιστή αλά Μουσολίνι" και "αντικεφαλαιοκράτη αλά Χίτλερ".
38.. Γ. Θεοτοκάς, Εμπρός στο κοινωνικό πρόβλημα, Αθήνα 1932, σ. 40.
39.. Γ. Θεοτοκάς, ο.π., σ. 59.

Via 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.