Του Γεωργιου Π. Μαλουχου
Το καλοκαίρι του 1940 η Γερμανία είχε
ήδη καταλάβει περίπου τη μισή Ευρώπη. Στη Ρώμη, o Μουσολίνι έβλεπε ότι ο
Χίτλερ, παλιός φανατικός θαυμαστής και μαθητής του, έχτιζε τώρα στη
θέση του τη φασιστική αυτοκρατορία που εκείνος είχε πρώτος ονειρευτεί.
Κι αυτό ήταν ιδιαίτερα επώδυνο για τον Ντούτσε. Το καλοκαίρι του 1940, ο
Ιταλός δικτάτορας μπορούσε πια να προβλέψει ότι δεν θα έμεναν και πολλά
για τη δική του «νέα ρωμαϊκή αυτοκρατορία». Το μόνο που του έμενε, ήταν
να προλάβει ν' «αρπάξει» ό,τι μπορούσε απ' τα Βαλκάνια. Ετσι, στις 15
Αυγούστου του 1940, οι Ιταλοί τορπιλίζουν την «Ελλη» στην Τήνο. Για την
Ελλάδα, εκείνη ήταν η πρώτη ημέρα του πολέμου.
Οι ανταγωνισμοί εντός του Αξονα υπήρξαν καθοριστικοί και για την
επίθεση και τη στιγμή στην οποία αυτή εκδηλώθηκε. Οπως προκύπτει από
πηγές των ιταλικών επιτελείων και των μυστικών υπηρεσιών της χώρας, οι
Ιταλοί θα είχαν αρχίσει τον πόλεμο ήδη από την επομένη του τορπιλισμού
της «Ελλης» αν δεν τους είχαν σταματήσει, σχεδόν διατάζοντάς τους, οι
Γερμανοί. Αντιθέτως, όμως, ίσως δεν θα είχαν επιλέξει την 28η Οκτωβρίου
για την επίθεση, αλλά πιθανότατα θα είχαν καθυστερήσει την επίθεση στην
Ελλάδα, αν ο Μουσολίνι δεν είχε γίνει έξαλλος με τον Χίτλερ όταν έμαθε
από τις εφημερίδες τη γερμανική εισβολή στη Ρουμανία, που τον φόβισε πως
η Ρώμη θα μείνει τελικά δίχως «λάφυρα» πολέμου.
Το δόγμα Βενιζέλου
Στην Αθήνα, ελληνικά επιτελικά κείμενα της εποχής δείχνουν ότι η
κύρια στρατηγική απόφαση του Μεταξά ήταν ότι δεν θα έκανε η Ελλάδα την
πρώτη πράξη του πολέμου. Ο Μεταξάς είχε σπουδάσει τη στρατιωτική τέχνη
στη Γερμανία, χώρα με την οποία είχε στενότατους δεσμούς. Ομως, το
γεγονός αυτό δεν θόλωνε την πολιτική του κρίση. Κατ' ουσίαν, ακολουθούσε
πιστά το βασικό δόγμα της εξωτερικής πολιτικής του Ελευθερίου
Βενιζέλου, που ήθελε την Ελλάδα σε συμμαχία με την Αγγλία ως μεγάλη
θαλασσοκράτειρα δύναμη της εποχής.
Από την άλλη πλευρά, την ίδια στιγμή, ο Μεταξάς γνώριζε πολύ καλά ότι
είτε με νίκη των Ιταλών είτε με ήττα τους, η εμπλοκή της Ελλάδας στον
πόλεμο θα κατέβαζε αναγκαστικά γρήγορα και τους Γερμανούς στην Ελλάδα,
κάτι που ήθελε πάση θυσία να αποφύγει. Κι αυτό, επειδή ήταν πεπεισμένος
ότι η Αγγλία, η μοναδική άλλη χώρα που το καλοκαίρι του '40 πολεμούσε
τον Αξονα, πάλευε με όλη της τη δύναμη για την ίδια την ύπαρξή της και
δεν θα ήταν σε θέση να βοηθήσει πραγματικά την Ελλάδα, την οποία
ουδέποτε είδε ως κύριο μέτωπο αγώνα. Ετσι, αν και προετοίμαζε
στρατιωτικά τη χώρα όσο πιο αποτελεσματικά μπορούσε, ταυτόχρονα, έκανε
και ό,τι ήταν δυνατόν για να κρατήσει την ελληνική ουδετερότητα.
«Σιωπηρή επιστράτευση»
Για τις επόμενες 70 ημέρες από τον τορπιλισμό της «Ελλης», επικράτησε
η «ηρεμία πριν από την καταιγίδα». Μ' ένα πρωτοποριακό σύστημα
«σιωπηρής επιστράτευσης» με ατομικές προσκλήσεις, ο Μεταξάς πρόλαβε να
ετοιμάσει τον στρατό χωρίς να δώσει την αφορμή για πόλεμο. Μέχρι που, τα
χαράματα της 28ης Οκτωβρίου, το αυτοκίνητο του Ιταλού πρέσβη έφτασε έξω
από το σπίτι του στην Κηφισιά...
Πέρα από την καθαρά στρατιωτική προετοιμασία, ένα εξαιρετικά κρίσιμο
θέμα για την αποτελεσματική είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο ήταν η εθνική
ομοψυχία. Κι αυτή συνδεόταν άρρηκτα με τη στάση της Αριστεράς. Από τη
φυλακή, όπου βρισκόταν, ο γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος
Ελλάδας, Νίκος Ζαχαριάδης, με μια ιστορική επιστολή του, χάραξε από την
πρώτη στιγμή τη στάση της «πατριωτικής αριστεράς». H συμβολή του αυτή
υπήρξε καθοριστική για την ενότητα του ελληνικού λαού και τη νίκη.
Οι νίκες του ελληνικού στρατού οδήγησαν σε μια μοναδικότητα σε όλο
τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο: ο ελληνικός ηρωισμός χαιρετίστηκε επίσημα και
από τους δύο μεγάλους ηγέτες των δύο αντιπάλων στρατοπέδων· από τον
Τσόρτσιλ στην αγγλική Βουλή και από τον Χίτλερ στο Ράιχσταγκ.
Νίκες μέχρι τέλους
Ομως, αυτή η νίκη των Ελλήνων επί των Ιταλών δεν έμελλε να φέρει και
τους καρπούς της ελευθερίας. Μέσα σε έξι μήνες από τη μέρα που ο Μεταξάς
είπε το «Οχι», οι Γερμανοί εισέβαλαν τελικά στην Ελλάδα. Ετσι, τον
Απρίλιο του 1941, η Ελλάδα ήταν η μοναδική χώρα όχι απλώς στην Ευρώπη
αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο που πολεμούσε όχι με μία, αλλά ταυτόχρονα με
δύο χώρες του Αξονα. Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι, ενώ στις 6 Απριλίου
του 1941 εκδηλώθηκε η γερμανική επίθεση στη Μακεδονία, ακόμη και την
επόμενη ημέρα, στις 7 Απριλίου, οι ελληνικές δυνάμεις καταλάμβαναν το
«Υψωμα 1.116» και συνελάμβαναν αιχμαλώτους 20 Ιταλούς αξιωματικούς και
527 Ιταλούς οπλίτες στο αλβανικό μέτωπο...
Τα Ντοκουμέντα του ΣΚΑΪ
Το δίωρο ντοκιμαντέρ των Ντοκουμέντων του ΣΚΑΪ για την 28η Οκτωβρίου
και τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, σε σκηνοθεσία Γιάννη Κατωμερή, προβάλλεται
την Κυριακή το βράδυ σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος, στις 11 μ.μ.,
πραγματεύεται τα γεγονότα από τη βύθιση της Ελλης μέχρι την κήρυξη του
πολέμου και το «Οχι» του Ιωάννη Μεταξά. Το δεύτερο μέρος, που
προβάλλεται αμέσως μετά, 15 λεπτά μετά τα μεσάνυχτα, πραγματεύεται τα
όσα συνέβησαν από τις πρώτες νικηφόρες μάχες του ελληνικού στρατού μέχρι
τη γερμανική εισβολή στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941 και τη
συνθηκολόγηση. Για τις ανάγκες του ντοκιμαντέρ, τα Ντοκουμέντα ταξίδεψαν
στην Ιταλία και την Αγγλία, καθώς και στα πεδία των μαχών του
ελληνοϊταλικού πολέμου, ενώ προβάλλουν ιδιαίτερα σπάνιο κινηματογραφικό
υλικό τόσο από τις πολεμικές επιχειρήσεις όσο και από τις διπλωματικές
διεργασίες που προηγήθηκαν του πολέμου στην Ελλάδα, την Ιταλία, τη
Γερμανία και την Αγγλία.
Την πορεία των γεγονότων στους μήνες από τη βύθιση της Ελλης μέχρι
και τη συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς, συνθέτουν πολυάριθμες μαρτυρίες
βετεράνων αλλά και αμάχων της εποχής, καθώς και αναλύσεις στρατιωτικών,
ιστορικών και πολιτικών. Μεταξύ αυτών, η «Κ» δημοσιεύει σήμερα
αποσπάσματα από θέσεις που αναπτύσσουν στα Ντοκουμέντα ο αρχηγός του
Γενικού Επιτελείου Στρατού αντιστράτηγος Δημ. Γράψας, ο τέως γενικός
γραμματέας του ΚΚΕ Γρηγόρης Φαράκος, ο Μίκης Θεοδωράκης, που έζησε
νεαρός τα γεγονότα στην Τρίπολη και ο δρ Φραντσέσκο Ανγκελόνε από το
Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών S. Pio V, της Ρώμης.
Η μυστηριώδης φωτογραφία
Η φωτογραφία αυτή αποτελεί τμήμα ενός σπανιότατου φιλμ το οποίο
προβάλλεται στο πλαίσιο των Ντοκουμέντων του ΣΚΑΪ «Από την 4η Αυγούστου
στην 28η Οκτωβρίου και το έπος του '40», την Κυριακή στις 11 το βράδυ. Η
φωτογραφία απεικονίζει τον Ιωάννη Μεταξά και τον Ιταλό πρέσβη
Εμμανουέλε Γκράτσι, στο σπίτι του πρώτου στην Κηφισιά. Τα ερωτήματα που
εγείρονται είναι πολλά. Ιστορικοί της περιόδου, που εξέτασαν το φιλμ και
τη φωτογραφία τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ιταλία, θεωρούν ότι
πρόκειται πραγματικά για τους Μεταξά και Γκράτσι. Ομως, η εγγονή του
Ιωάννη Μεταξά, αρχαιολόγος και ερευνήτρια Ιωάννα Φωκά, θεωρεί ότι
πρόκειται για προϊόν μεταγενέστερης δραματοποίησης, με ηθοποιούς.
Ωστόσο, το μυστήριο επιτείνεται, καθώς η κ. Φωκά παραδέχεται ότι, χωρίς
αμφιβολία, πρόκειται πράγματι για το σπίτι της Κηφισιάς, αλλά δεν
γνωρίζει από ποιους, γιατί, πότε και υπό ποίες συνθήκες μια τέτοια
δραματοποίηση του «ΟΧΙ» θα μπορούσε να έχει γυριστεί...
Η προέλευση του φιλμ, που προβάλλεται ολόκληρο από τα Ντοκουμέντα και
στο οποίο ο Γκράτσι δίνει ένα χαρτί στον Μεταξά και αυτός το διαβάζει
σκεπτικός, παραμένει άγνωστη. Σε αυτό περιλαμβάνονται και πλάνα του
Μεταξά να εγκαταλείπει το σπίτι και να μπαίνει στο αυτοκίνητό του.
Τελικά, τα ενδεχόμενα είναι τα ακόλουθα:
- Πρόκειται πράγματι για δραματοποίηση, που όμως έγινε υπό άγνωστες
συνθήκες και με άγνωστους ηθοποιούς που είναι... ίδιοι με τον Μεταξά και
τον Γκράτσι και ξεγελούν ακόμα και σήμερα τους πάντες.
- Πρόκειται για πραγματικό φιλμ. Σε αυτή την περίπτωση, που από τους
ειδικούς που το εξέτασαν θεωρείται σχεδόν βέβαιη, υπάρχουν πια τρία
ενδεχόμενα:
1. Το πιθανότερο είναι ότι το φιλμ γυρίστηκε σε μία από τις (αρκετές)
επισκέψεις του Γκράτσι στην Κηφισιά πριν από την 28η Οκτωβρίου,
επισκέψεις που καταγράφονται και στο ημερολόγιο του Μεταξά - τότε, όμως,
γιατί ο πρωθυπουργός να τον δεχθεί φορώντας τη ρόμπα του;
2. Η σκηνή δραματοποιήθηκε με εντολή του Μεταξά για την Ιστορία μετά
την 28η Οκτωβρίου. Αυτό πρέπει να θεωρείται αδύνατον, καθώς θα έπρεπε να
είναι παρών και ο Γκράτσι, ο οποίος πάντως έμεινε στην Αθήνα για
περίπου ένα μήνα μετά την κήρυξη του πολέμου.
3. Πρόκειται για το ίδιο το βράδυ του «ΟΧΙ», στις 28 Οκτωβρίου 1940.
Βέβαια, αν επρόκειτο για κάτι τέτοιο, θα άλλαζε δραματικά τα όσα
γνωρίζουμε για το σημαντικότερο βράδυ της ελληνικής Ιστορίας του 20ού
αιώνα.
Αντιστράτηγος Δημήτριος Γράψας *
Η Ελλάδα, εκείνη την περίοδο, πολεμούσε μόνη, χωρίς συμμάχους
«...Η Ελλάδα εκείνη την περίοδο πολεμούσε μόνη, χωρίς συμμάχους. Οι
Βρετανοί έβλεπαν ως πιο στρατηγικό χώρο την Τουρκία και λιγότερο τον
χώρο της Ελλάδος, τον οποίο αντιμετώπιζαν κυρίως ως αντιπερισπασμό ως
προς τις επιχειρήσεις στη Βόρειο Αφρική. Γι' αυτό και το 1939, είχαν
υπογράψει με την Τουρκία το σύμφωνο αμοιβαίας βοήθειας. Βέβαια, με την
εξέλιξη των γεγονότων, οι νίκες των Ελλήνων άρχισαν να επηρεάζουν
στρατιωτικά την περιοχή. Και θα μπορούσα να πω, όχι μόνο στρατιωτικά,
αλλά και ηθικά, διότι ήταν η πρώτη χώρα -και μάλιστα μικρή χώρα-, η
οποία επέφερε νικηφόρο πλήγμα στον Αξονα και με αυτές τις νίκες της
έδινε στους λαούς, στους χειμαζόμενους τότε κατεκτημένους λαούς από τον
Αξονα μια νέα ελπίδα ότι ο αγώνας θα μπορούσε να είναι νικηφόρος. Ετσι
και η Βρετανία άρχισε να βλέπει αυτό το μέτωπο με άλλο μάτι και
προσπάθησε να το ενισχύσει...
...Το ΓΕΣ, αφού αντελήφθη ότι ο αγώνας στον παραλιακό τομέα δεν είχε
αποτελέσματα για τους εχθρούς και ότι ο κίνδυνος προερχόταν από τη
δευτερεύουσα προσπάθεια, συγκέντρωσε δυνάμεις με τις οποίες έπληξε την
ιταλική μεραρχία Τζούλια στο πλευρό, με αποτέλεσμα να την καταστρέψει
και να την αναγκάσει σε υποχώρηση. Ηταν ένας στρατηγικός αλλά και
επιχειρησιακός ελιγμός, αφού με πολύ λιγότερες δυνάμεις και μέσα
κατάφερε να διατηρήσει το μέτωπο Ελαίας - Καλαμά, αλλά και στη συνέχεια
να προβεί σε ένα νικηφόρο αγώνα. Σημαντικό ρόλο στον αγώνα αυτό,
μπορούμε να πούμε ότι έπαιξε η απόφαση του στρατηγού Κατσιμήτρου,
διοικητού της 8ης Μεραρχίας πεζικού, ο οποίος επέμενε και έδωσε τον
αγώνα σε αυτή τη γραμμή...
...Πιστεύω ότι ο λόγος της ήττας των Ιταλών ήταν η κακή εκτίμηση που
είχαν για τις δυνατότητες του ελληνικού στρατού, η κακή εκτίμηση που
είχαν για τη θέληση του ελληνικού στρατού, του ελληνικού έθνους να
πολεμήσει. Είχαν προετοιμαστεί περισσότερο για ένα στρατιωτικό περίπατο,
παρά για να δώσουνε σημαντικές, σκληρές μάχες, φονικές μάχες όπως αυτές
που διεξήχθησαν στο μέτωπο της Βόρειας Ηπείρου...»
* Ο αντιστράτηγος Δημήτριος Γράψας είναι αρχηγός ΓΕΣ.
Μίκης Θεοδωράκης
Εκλαιγε όλη η πόλη για τον Μεταξά
«...Οταν έπεφτε μια πόλη, «έπεφτε» όλη η Ελλάδα: έβγαινε όλος ο
κόσμος έξω, χτυπάγανε οι καμπάνες κι ο κόσμος τραγουδούσε, χόρευε,
φίλαγε ο ένας τον άλλο... Κι αυτό γινότανε κάθε βδομάδα, διότι κάθε
βδομάδα έπεφτε η μία αλβανική πόλη μετά την άλλη. Τέτοια έξαρση
πατριωτισμού δεν νομίζω να την ξανάζησαν οι Ελληνες...
...Ο θάνατος του Μεταξά ήταν ένα μεγάλο σοκ. Ο Μεταξάς ήταν πολύ
τυχερός διότι συνέδεσε το όνομά του με το «Οχι», συνέδεσε το όνομά του
με τη νίκη και πέθανε σε μια κορύφωση νίκης. Στην Τρίπολη, πρέπει να σου
πω ότι έγιναν μνημόσυνα σε διάφορες εκκλησίες. Κι εμείς πήγαμε σε μια
εκκλησία, όχι στη μητρόπολη, σε μια άλλη, πιο μικρή. Την ώρα λοιπόν του
μνημοσύνου, ο κόσμος έκλαιγε τόσο γοερά, ώστε από τη μία εκκλησία στην
άλλη άκουγες τα κλάματα. Εκλαιγε όλη η πόλη για τον Μεταξά. Τόσο τυχερός
ήταν δηλαδή, έτυχε η κατάλληλη στιγμή να πει το «Οχι» και μετά να
πεθάνει... Και πίσω από το «Οχι» αυτό, δείχνει ότι ήταν ίσως ο μοναδικός
πολιτικός στην Ευρώπη που δεν πίστευε στη νίκη του Χίτλερ. Πίστευε
δηλαδή ότι θα νικήσουν οι Εγγλέζοι, κάτι που εκείνη τη στιγμή έμοιαζε
παράλογο. Και, βεβαίως, ταίριαζε πολύ και με τη νοοτροπία του θρόνου,
που ήταν αγγλόφιλος...».
Γρηγόρης Φαράκος*
Στην κηδεία του Μεταξά εγώ παρευρέθηκα
«...Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου το περίμενα γιατί θα είχα το πρώτο μου
μάθημα στο πρώτο έτος του Πολυτεχνείου... Εκείνο που αισθάνομαι μέχρι
τώρα -και πιστεύω το αισθάνεται και ο περισσότερος κόσμος από τότε- ήταν
ότι η ζωή, γενικά η ζωή και της χώρας και του κάθε ατόμου, χωρίστηκε
στα δύο. Στο πριν και το μετά. Κι αυτό κατά τη γνώμη μου καθόρισε και
την εξέλιξη όλης της χώρας στα κατοπινά.
...Η στάση της Σοβιετικής Ενωσης στον ελληνοϊταλικό πόλεμο ήταν
διφορούμενη. Επιπλέον, το σοβιετογερμανικό Σύμφωνο Μολότοφ - Ρίμπερντοφ
δημιούργησε προβλήματα σε όλα τα κομμουνιστικά κόμματα της Ευρώπης που
είχαν ταχθεί κατά του Αξονα...
...Είναι γνωστό ότι κατοπινά έχει γίνει μια κριτική στο γράμμα του
Ζαχαριάδη από τη φυλακή, ότι ήταν υπερπατριωτικό, ότι είχε και άλλες
άστοχες εκφράσεις. Αν το προσέξεις δεν έχει ούτε άστοχες εκφράσεις ούτε
τίποτα. Μακάρι τη γραμμή αυτή (την ακολούθησε βέβαια το ΚΚΕ στα χρόνια
της Κατοχής), μακάρι να την ακολουθούσε ακόμα πιο σταθερά και μόνιμα.
Οποια άλλη γνώμη κι αν έχει και ό,τι κι αν σκέφτεται κανείς για τον
Ζαχαριάδη, οφείλει να του αναγνωρίσει αυτή τη μεγάλη υποθήκη που άφησε
εκείνη τη στιγμή προς τον ελληνικό λαό και προς το κόμμα του...
...Ο,τι και να πεις για τον Μεταξά, το πρωί της 28ης Οκτωβρίου
εξέφρασε το λαϊκό αίσθημα. Και βεβαίως, επειδή και το ΚΚΕ αυτή είχε ως
μοναδική κατεύθυνση, με αυτή την έννοια ταυτίζονται... Βεβαίως, αρνιέμαι
τους διθυράμβους που συνήθως ακούγονται υπέρ του Μεταξά που είπε το
«Οχι», αλλά και από την άλλη μεριά, δεν μπορώ να δεχθώ αυτή τη συνεχή
κριτική των αριστερών, οι οποίοι δεν είπαν ΠΟΤΕ ότι εν πάση περιπτώσει ο
Μεταξάς εκείνο το πρωί είπε αυτό που αισθανόταν όλος ο ελληνικός λαός.
Και θα πω και κάτι ακόμα: Στην κηδεία του Μεταξά εγώ παρευρέθηκα. Ημουν
από εκείνους που με τίποτα δεν τον ήθελα, αλλά παρευρέθηκα. Και
παρευρέθηκε πολύς τέτοιος κόσμος...».
* Ο κ. Γρηγόρης Φαράκος είναι τέως γ.γ. του ΚΚΕ.
Δρ Φραντσέσκο Ανγκελόνε*
Λάθος πληροφορίες για τον ελληνικό στρατό
«...Η αποτυχία οφείλεται και σε λάθος εκτιμήσεις εκ μέρους της
ιταλικής κυβέρνησης. Οι εκτιμήσεις αυτές ήταν βασισμένες σε λανθασμένες
πληροφορίες των στρατιωτικών μυστικών υπηρεσιών από την Αθήνα και,
συγκεκριμένα, σε μια αναφορά η οποία περιέγραφε μια καθόλου ρεαλιστική
κατάσταση... Οι ιταλικές στρατιωτικές μυστικές υπηρεσίες χαρακτήριζαν
τον ελληνικό στρατό ημιδιαλυμένο και κακώς εξοπλισμένο.
Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τα όσα πίστευαν διάφοροι
αξιωματούχοι του Ιταλικού Γενικού Επιτελείου Στρατού, οδήγησαν στο
εσφαλμένο συμπέρασμα πως ο πόλεμος εναντίον της Ελλάδος θα τελείωνε
εύκολα και γρήγορα. Προφανώς δεν έγινε έτσι. Δεν έγινε έτσι γιατί ο
ελληνικός στρατός μόνο κακώς εξοπλισμένος δεν ήταν... Επιπλέον δεν
χρησιμοποιήθηκε ικανός αριθμός μεραρχιών, όπως σημείωσαν άλλωστε και
ορισμένοι στρατηγοί του ιταλικού Γενικού Επιτελείου.
Ενα σύνολο 19 - 20 μεραρχιών θεωρούνταν δυνάμεις ικανές να επιτεθούν
και να καταλάβουν με επιτυχία την Ελλάδα. Τελικά χρησιμοποιήθηκαν πολύ
λιγότερες μεραρχίες. Δεν κινητοποιήθηκαν οι ειδικές μονάδες για
επιχειρήσεις σε ορεινές περιοχές και όλα αυτά οδήγησαν στην αποτυχία της
επίθεσης...».
* Ο δρ Φραντσέσκο Ανγκελόνε είναι αναλυτής στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών S. Pio V, Ρώμη.