Οι δύο διαμετρικά αντίθετες προτάσεις για τη μεταπολεμική
μορφή της Ελλάδας: μια ριζοσπαστική δημοκρατική αλλαγή και μια παλιά
καλή επιστροφή στα καθιερωμένα, χωρίς τον Μεταξά, αλλά ποτέ χωρίς τον
Γεώργιο Β΄, βρίσκονταν στην πορεία πολιτικής ενοποίησής τους υπό τη
σκέπη της Εθνικής Ενώσεως και το άγρυπνο βλέμμα των Βρετανών. Η
περίπτωση της Γαλλίας
Του Γιάννη Σκαλιδάκη
Η γαλλική Αντίσταση, οργανωμένη στις τοπικές και επαρχιακές
επιτροπές και στο Εθνικό Συμβούλιο της Αντίστασης [...] συγκροτεί το
θεμέλιο της καινούργιας γαλλικής νομιμότητας, στο οποίο στηρίζεται η
ύπαρξη της Προσωρινής Κυβέρνησης της Γαλλικής Δημοκρατίας. (1)
Η εθνική ενότητα και πάλη στο πλευρό των Συμμάχων ώς τη συντριβή
του φασισμού, για την επιβίωση του λαού, για την εθνική απελευθέρωση,
για τη λαοκρατική λύση του εσωτερικού προβλήματος, για τη λαϊκή
δημοκρατία, είναι ο δρόμος της νίκης, της λευτεριάς, της προόδου. (2)
Το
έτος 1944, το τέλος του πολέμου ήταν προδιαγεγραμμένο. Η επόμενη μέρα
όμως συγκλόνιζε με διαφορετικό τρόπο τον ευρωπαϊκό Νότο σε σχέση με τις
χώρες του Βορρά. Εδώ οι -πολύ ισχυρότερες- δυνάμεις της Αντίστασης δεν
έδειχναν να συμβιβάζονται με μια επιστροφή στο προπολεμικό παρελθόν. Ο
πόλεμος είχε επιφέρει πολλές και κατακλυσμιαίες αλλαγές για να θεωρηθεί
απλά μια παρένθεση, ενώ διάχυτη ήταν η αίσθηση πως η απελευθέρωση ήταν
μια μετάβαση προς μια νέα εποχή.
Οι χώρες του Νότου, από την Ελλάδα και την Αλβανία έως τη μεσογειακή
Γαλλία, με όλες τις διαφορές μεταξύ τους, έμοιαζαν ευεπίφορες σε ριζικές
αλλαγές. Τα νεαρότερα κράτη στα Βαλκάνια, βγαλμένα μέσα από τις
κατακλυσμιαίες αλλαγές του προηγούμενου πολέμου, ήταν ακόμη ανοιχτά στην
εθνοκρατική τους συγκρότηση.
Το νεαρό αλβανικό κράτος βρισκόταν κυριολεκτικά στον αέρα καθώς καμία
δύναμη δεν αναγνωριζόταν ως κυβέρνηση από τους Συμμάχους. Η
Γιουγκοσλαβία, κράτος που είχε χτιστεί πάνω στις στάχτες του Α΄
Παγκοσμίου Πολέμου, είχε διαμεληθεί από τον Αξονα και μετατραπεί σε
πεδίο εθνικών εκκαθαρίσεων. Το σχήμα που θα μπορούσε να την επαναφέρει
στη ζωή ήταν ζητούμενο και όχι δεδομένο.
Η Ιταλία, με τη συνθηκολόγησή της το καλοκαίρι του 1943, έβγαινε
ταυτόχρονα από δύο δεκαετίες φασισμού. Το 1944, χωρισμένη στη ζώνη που
έλεγχαν οι Σύμμαχοι και σε εκείνη που κρατούσαν ακόμη οι Γερμανοί με τα
υπολείμματα του φασιστικού καθεστώτος, βυθιζόταν σε μια εμφύλια διαμάχη.
Η Γαλλία αγωνιούσε για τη μεταπολεμική τύχη της καθώς μεγάλο μέρος
του κρατικού μηχανισμού της βυθιζόταν στην ανυποληψία της συνεργασίας
του καθεστώτος του Βισί, ενώ η απελευθέρωσή της ήταν στα χέρια των
άσπονδων συμμάχων της. Πίσω, στην Ελλάδα, ύστερα από ένα μακρύ και
αιματηρό καλοκαίρι, μέσα σε μια ενιαία κυβέρνηση Εθνικής Ενώσεως
συνυπήρχαν δύο διαμετρικά αντίθετες προτάσεις για το μέλλον της χώρας,
υπό τον στενό έλεγχο των Βρετανών.
Τρεις πόλοι εξουσίας
Στις κατεχόμενες χώρες, τρεις διακριτοί πόλοι εξουσίας σχηματίστηκαν
κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ο πρώτος ήταν οι κυβερνήσεις συνεργασίας
μέσα στο κατεχόμενο έδαφος, που αντλούσαν τη νομιμοποίησή τους από τις
πολιτικές και στρατιωτικές αρχές κατοχής. Ο δεύτερος πόλος ήταν οι
εξόριστες κυβερνήσεις, με πυρήνα τις προκατοχικές κυβερνήσεις που
διέφυγαν και συνέχιζαν να υφίστανται και να εκπροσωπούν τις χώρες τους
από το εξωτερικό, χωρίς όμως να έχουν καμία εξουσία εντός τους.
Η νομιμοποίησή τους προερχόταν από τους Συμμάχους, βασικά τους
Βρετανούς, που τις αναγνώριζαν ως τις νόμιμες κυβερνήσεις και εν πολλοίς
τις συντηρούσαν. Ο τρίτος αναδυόμενος πόλος ήταν αυτός της Αντίστασης –
των ομάδων, των κομμάτων, των προσωπικοτήτων που πέρασαν στην παρανομία
και συνέχιζαν την πάλη εντός των κατεχόμενων χωρών. Η νομιμοποίησή τους
προερχόταν επίσης από την ελεγχόμενη συνεργασία τους με τους Συμμάχους,
αλλά αντλούνταν κυρίως από το πολιτικό και ηθικό κύρος των επιλογών
τους.
Οι σχέσεις μεταξύ των τριών πόλων δεν ήταν πάντοτε ξεκάθαρες. Μερίδες
των συνεργαζόμενων καθεστώτων διατηρούσαν επαφές με τους Συμμάχους σε
περίπτωση ανάγκης για μια έγκαιρη αλλαγή πλευράς. Από τη μεριά τους, οι
δυνάμεις της Αντίστασης προσπαθούσαν να επιβληθούν ως υπολογίσιμη
πολιτική δύναμη, να λάβουν επίσημη αναγνώριση από τους Συμμάχους και να
εξασφαλίσουν τον αποκλεισμό του δωσίλογου μηχανισμού από το μεταπολεμικό
πολιτικό σκηνικό.
Η ελληνική Αντίσταση
Το
ΕΑΜ προέβαλε εξ αρχής και ώς το τέλος το σύνθημα της «εθνικής
ενότητας». Το σύνθημα αυτό συνοδευόταν από διαρκή έκκληση προς τα
υπόλοιπα πολιτικά κόμματα και την κυβέρνηση του Καΐρου για τον
σχηματισμό μιας πανεθνικής κυβέρνησης «για τη συντριβή των εισβολέων».
Το ΚΚΕ παράλληλα διακήρυσσε ότι θεωρούσε «μοναδικό κατάλληλο πολίτευμα
για τη μεταπολεμική αναδημιουργία της Ελλάδας τη λαϊκή δημοκρατία και θ’
αγωνιστεί να κατακτήσει την πλειοψηφία του ελληνικού λαού στις εκλογές
της συντακτικής εθνοσυνέλευσης».
Η εθνική ενότητα για το ΕΑΜ δεν ήταν χωρίς κοινωνικό περιεχόμενο –
αντιθέτως σκόπευε στον εξοβελισμό εκτός «εθνικού σώματος» όλων όσοι
συνεργάστηκαν με τον κατακτητή. Είχε όμως ένα αδύνατο σημείο: μπορούσε
να χρησιμοποιηθεί εναντίον του. Αυτό ακριβώς έκανε ο Γεώργιος Παπανδρέου
από τον Λίβανο και μετά, διακήρυξε με τη σειρά του μια άλλη εκδοχή
εθνικής ενότητας θέτοντας το ΕΑΜ στο περιθώριό της και υπό συνεχή απειλή
να αποκλειστεί από αυτήν.
Είχε προηγηθεί μια μεγάλη πρωτοβουλία του ΕΑΜ που φάνταζε να
αποκλείει το ενδεχόμενο μιας κυβέρνησης εθνικής ενότητας: η ίδρυση μιας
ξεχωριστής κυβέρνησης, της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης
(ΠΕΕΑ) στην περιοχή της Ελεύθερης Ελλάδας την άνοιξη του 1944. Η απόφαση
αυτή ήταν αποτέλεσμα της παρατεταμένης κωλυσιεργίας της κυβέρνησης
Τσουδερού να ανταποκριθεί στο πιεστικό αίτημα ανασχηματισμού της και θα
μπορούσε να θεωρηθεί το ύστατο μέσο πίεσης προς την κατεύθυνση αυτή.
Αλλωστε η ίδια η ΠΕΕΑ εξ αρχής δήλωσε τη βούλησή της να συμμετάσχει
σε μια νέα κυβέρνηση και όντως οι αντιπρόσωποί της συμμετείχαν στο
Συνέδριο του Λιβάνου που οργανώθηκε εσπευσμένα λίγο μετά την ίδρυσή της.
Υπήρξε όμως ο σχηματισμός της ΠΕΕΑ και το αποτέλεσμα της επείγουσας
ανάγκης για διοίκηση και θεσμική συγκρότηση μιας μεγάλης απελευθερωμένης
επικράτειας: η Ελεύθερη Ελλάδα κάλυπτε μια έκταση μεγαλύτερη της
Ελβετίας με ίσως δύο εκατομμύρια κατοίκους. Αυτή η θεσμική συγκρότηση με
το Εθνικό Συμβούλιο βγαλμένο μέσα από τις πρώτες εκλογές από το 1936
και τα όργανα λαϊκής αυτοδιοίκησης και δικαιοσύνης, δεν ήταν με τη σειρά
της ουδέτερη αλλά προεικόνιζε την ιδέα της διακηρυσσόμενης
«λαοκρατίας».
Η παράταξη του ΕΑΜ, με πρωταγωνιστή το ΚΚΕ, ξεδίπλωνε μια δισκελή
(και όχι διπλή) πολιτική στρατηγική. «Από τα πάνω» θα συμμετείχε στην
κυβέρνηση εθνικής ενότητας κατοχυρώνοντας την πολιτική της θέση και
αποκρούοντας τις κατηγορίες για «αντισυμμαχική» συμπεριφορά εν καιρώ
πολέμου και διάσπαση του έθνους. Παράλληλα, «από τα κάτω» συγκροτούσε
θεσμικά τον κοινωνικό και πολιτικό της χώρο μέσα από τα αυτοδιοικητικά
όργανα, τον έλεγχο των συνεταιρισμών και των συνδικάτων, την προσέγγιση
τμημάτων του στρατού και των σωμάτων ασφαλείας.
Αυτοί οι νέοι συσχετισμοί, ή και θεσμοί όπως τα εκλεγμένα
αυτοδιοικητικά όργανα, με τη σειρά τους θα μπορούσαν να νομιμοποιηθούν
de facto μέσα από την κυβέρνηση εθνικής ενότητας, φέρνοντας την
τελευταία προ τετελεσμένων γεγονότων. Ο τελικός στόχος αυτής της
στρατηγικής θα ήταν η κατάκτηση της πλειοψηφίας σε γενικές εκλογές,
πράγμα που αποκλείστηκε από την τροπή των εξελίξεων.
Ολόκληρο το καλοκαίρι του 1944, οι δύο προτάσεις για τη μεταπολεμική
μορφή της χώρας, ουσιαστικά μια ριζοσπαστική δημοκρατική αλλαγή και μια
παλιά καλή επιστροφή στα καθιερωμένα, χωρίς τον Μεταξά αλλά ποτέ χωρίς
τον Γεώργιο Β’, βρίσκονταν στην πορεία πολιτικής ενοποίησής τους υπό τη
σκέπη της Εθνικής Ενώσεως και το άγρυπνο βλέμμα των Βρετανών. Η
επίπλαστη ενότητα πραγματοποιήθηκε στις αρχές Σεπτεμβρίου, αλλά η
πραγματική ενότητα ήταν αδύνατη.
Στην άλλη άκρη της Μεσογείου, το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα και το
εκεί Εθνικό Μέτωπο συμμετείχαν επίσης εν τέλει στη Γαλλική Επιτροπή
Εθνικής Απελευθέρωσης και μετέπειτα στην Προσωρινή Κυβέρνηση της
Γαλλικής Δημοκρατίας, υπό τον στρατηγό Ντε Γκολ. Η πολιτική στρατηγική
του γαλλικού κόμματος -το οποίο καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου είχε
άμεση και διαρκή επαφή με τη Σοβιετική Ενωση- δεν διέφερε και πολύ από
εκείνη του αντίστοιχου ελληνικού.
Αυτονομία της Αντίστασης
Το
ΓΚΚ στόχευε στην αυτονομία της Αντίστασης εντός γαλλικού εδάφους σε
σχέση με τους Συμμάχους αλλά και την Αντίσταση του εξωτερικού, στο
Αλγέρι ή στο Λονδίνο. Εδώ δεν υπήρχε ελεύθερο έδαφος, όπως στην ελληνική
περίπτωση, και ο σχεδιασμός ήταν να εγκατασταθούν νέα όργανα διοίκησης
από την Αντίσταση κατά τη διάρκεια της απελευθέρωσης και της «πανεθνικής
εξέγερσης» που θα τη συνόδευε. Αυτά τα όργανα, όπως και στην Ελλάδα, θα
αναγκαζόταν να τα αναγνωρίσει η κυβέρνηση εθνικής ενότητας στην οποία
συμμετείχε το ΓΚΚ – το κύρος και τη νομιμοποίησή τους τα αντλούσαν από
την υπέρτατη πηγή μεταπολεμικής νομιμότητας, την ίδια την Αντίσταση.
Στη Γαλλία, και οι δύο πόλοι -Ντε Γκολ και Κομμουνιστικό Κόμμα-
συνέκλιναν στον αποκλεισμό του τρίτου, του δωσίλογου προσωπικού του
καθεστώτος συνεργασίας του Βισί, από τη μεταπολεμική εξουσία που
περνούσε μέσα από τη χρησιμοποίησή τους από τους Συμμάχους, κατ’ αρχήν
τους Αμερικανούς. Εξίσου ίσως απειλητικά για το κύρος και την υπόσταση
της μεταπολεμικής Γαλλίας φάνταζαν τα σενάρια σχηματισμού στρατιωτικής
συμμαχικής κυβέρνησης μετά την απόβαση στη Νορμανδία. Στη γαλλική
περίπτωση κανένα μέρος δεν απέκλειε το άλλο από τον εθνικό κορμό.
Ο στρατηγός Ντε Γκολ επιθυμούσε την αναγέννηση της «αιώνιας Γαλλίας»
και τόνιζε πως πηγή των εξουσιών θα ήταν το κράτος, ενώ οι κομμουνιστές
υπενθύμιζαν την ενοχή του τελευταίου θεσμού για το αίσχος της
συνεργασίας και προέτασσαν την υπεροχή -ηθική, πολιτική και εν τέλει
πολιτειακή- της Αντίστασης.
Τα δύο μέρη θα έλυναν τις πολιτικές διαφορές τους αφού ξεμπέρδευαν
τόσο με τους δωσίλογους όσο και με την παρουσία των Συμμάχων, στους
οποίους δεν επιθυμούσαν να δώσουν δικαιώματα εσωτερικής παρέμβασης.
Μοναδική παραφωνία υπήρξε το πριγκιπάτο του Μονακό, όπου ο τοπικός
ηγεμόνας είχε την ιδέα να ζητήσει τη βοήθεια των Αμερικανών για να
τιθασεύει το θορυβώδες αντιστασιακό κίνημα. Οι Αμερικανοί αρνήθηκαν
ευγενικά να ικανοποιήσουν το αίτημα.
Στην Ελλάδα τίποτε τέτοιο δεν συνέβη καθώς γνωρίζουμε. Ο πρωθυπουργός
εκλιπαρούσε τους Βρετανούς να στείλουν στρατεύματα στη χώρα, ενώ οι
τελευταίοι έκαναν τις απαραίτητες προετοιμασίες χωρίς καν να τον
ενημερώνουν. Ολος ο παλιός πολιτικός κόσμος περίμενε με αγωνία τους
Συμμάχους για να τους σώσει από τον κομμουνισμό και οι πόρτες προς τους
δωσίλογους ήταν γεμάτες χαραμάδες, ενώ πιθανόν και η Αντίσταση να είχε
την ψευδαίσθηση ότι οι Σύμμαχοι -πιστοί στις διακηρύξεις της Τεχεράνης
και στον Χάρτη του Ατλαντικού- θα έβαζαν στη θέση τους τελικά τους
ένοπλους συνεργάτες του ναζισμού.
Η Ευρώπη έβγαινε τότε αιματηρά και ριζικά από το ναζιστικό έρεβος και
τις ρατσιστικές ιεραρχήσεις του. Παρά ταύτα η υφήλιος δεν απαλλάχτηκε
από το ιμπεριαλιστικό σύστημα και την αποικιοκρατία – ήθελε (και θέλει;)
ακόμη πολύ δρόμο. Και η Ελλάδα του 1944 δεν ήταν Γαλλία, ούτε βεβαίως
Μονακό.
1. Δήλωση του Πολιτικού Γραφείου του Γαλλικού Κομμουνιστικού
Κόμματος, δημοσιευμένη στην εφημερίδα «Humanité», 13 Οκτωβρίου 1944.
2. Από την πολιτική απόφαση της 10ης Ολομέλειας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, Ιανουάριος 1944.
…………………………………….
Ποιος είναι
Ο Γιάννης Σκαλιδάκης είναι ιστορικός, διδάκτορας του Τμήματος
Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Το
πρώτο βιβλίο του, «Η Ελεύθερη Ελλάδα. Η εξουσία του ΕΑΜ στην Ελεύθερη
Ελλάδα (1943-1944)» κυκλοφορεί σύντομα από τις εκδόσεις Ασίνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.