Του Μιχάλη Λυμπεράτου*
Δεν θα είχε προσλάβει ποτέ η Αντίσταση
τη μαζικότητα, την απήχηση και την δυναμική που απέκτησε αν δεν
συνιστούσε μια συνολική κοινωνική παρέμβαση που ανταποκρίθηκε σε
μακραίωνες συλλογικές απαιτήσεις και δεν προδιέγραφε μέσα από την
πολιτική της δράση την εικόνα μιας διαφορετικής κοινωνικής προοπτικής.
Ήταν τόσο οι νικηφόροι ένοπλοι αγώνες κατά του φασισμού όσο,
όμως, και η υλοποίηση μιας διαφορετικής κοινωνικής οργάνωσης, όπως
μορφοποιήθηκε μέσα από τα δίκτυα αλληλεγγύης που συγκροτήθηκαν, τη
διευθέτηση των κοινωνικών αναγκών που επιχειρήθηκε με πρωτότυπες μορφές αυτό-οργάνωσης, τις λαϊκές εξουσίες που οργανώθηκαν, εκείνοι οι παράγοντες που κατέστησαν την Αντίσταση μια συνολική πολιτικο-κοινωνική τομή στη σύγχρονη ελληνική ιστορία.
Σε αυτή ακριβώς την ιστορική κίνηση δεν απουσίαζε και το ζήτημα της
οργάνωσης των μηχανισμών αναπαραγωγής της γνώσης. Μάλιστα, αυτό
επενδύθηκε με τη σημασία που του άξιζε στο μέτρο που η Αντίσταση κλήθηκε
να καλύψει και το τεράστιο κενό που προκάλεσε η Κατοχή, διακόπτοντας
βίαια κάθε μορφωτική διαδικασία. Μια διαδικασία που έφερε το βάρος μιας
εκτεταμένης αποτελμάτωσης, αφού η δικτατορική κυβέρνηση Κονδύλη, όσο και
εκείνη του Μεταξά, είχαν από τα 1935 μετατρέψει την εκπαίδευση σε έναν
ταξικό, αυταρχικό, ακραία εθνικιστικό και φιλοφασιστικό ιδεολογικό
μηχανισμό του κράτους.
Πράγματι, η Αντίσταση κλήθηκε να υπερβεί τα ταξικά φράγματα που ύψωσαν
οι μεσοπολεμικές δικτατορίες, με βασικό άξονα την επαναφορά της
καθαρεύουσας στα δημοτικά (απαγορεύτηκε η χρήση συμπλεγμάτων όπως το
«φτ» στον γραπτό και τον προφορικό λόγο ως «λαϊκό και χυδαίο» και ο
φτωχός έγινε «πτωχός»), αλλά και τη συρρίκνωση της δημοτικής εκπαίδευσης
(το παλιό εξατάξιο δημοτικό σχολείο έγινε τετρατάξιο για να αποκλείσει
ευρύτερη παιδεία τους μη έχοντες) από το οποία απέρρευσε ότι τα λαϊκά
στρώματα εκδιώκονταν μαζικά από την εκπαίδευση ενώ ο μισός περίπου από
τον, έτσι ή αλλιώς, μειωμένο μαθητικό πληθυσμό σταματούσε στην 4η
Δημοτικού. Για αυτούς τους λόγους δεν ήταν τυχαίο ότι το ποσοστό των
αναλφάβητων έφτασε να ξεπεράσει στα 1939 το 40% του πληθυσμού. 1
Επιπλέον, πολιτικό διαβατήριο για τη μόρφωση είχε καταστεί η υποχρέωση
κάθε μαθητή να ενταχθεί στην «Εθνική Οργάνωση Νέων» (ΕΟΝ) στα πρότυπα
της φασιστικής ιταλικής νεολαίας (Ballila), η υποχρέωση του να εξυμνεί
το Μέγα Αρχηγό,2 να «διακονεί» την «Εθνική Αγωγή» του νέου ελληνικού
πολιτισμού της δικτατορίας Μεταξά3 και να χειροκροτεί τις δημόσιες πυρές
στις οποίες παραδόθηκαν όλα τα δημοκρατικά βιβλία που εκδόθηκαν στη
χώρα.4 Μαζί τους είχε πυρποληθεί και ολόκληρη η προσπάθεια που είχε
καταβληθεί από τα 1909 και μετά, ιδίως μέσω του Εκπαιδευτικού Ομίλου και
της μεταρρύθμισης του 1929, να καταστεί το σχολείο γλωσσικά προσιτό
μέσω της δημοτικής αλλά και να διευρύνει την απεύθυνση του στον ελληνικό
λαό.5
Μέσα σε αυτό το κλίμα η εχθρική κατοχή ήρθε να ολοκληρώσει την
απίσχναση του μορφωτικού αγαθού. Οι κατακτητές επέταξαν 8345 σχολικά
κτίρια για τις ανάγκες στρατωνισμού των δυνάμεων τους, ενώ λόγω του
πολέμου το σχολικό έτος 1940-1941 κράτησε μόνο 3 μήνες, και το σχολικό
έτος 1941-1942 στην πραγματικότητα λιγότερο από ένα μήνα κατά μέσο όρο6.
Οι οικτρές οικονομικές συνθήκες, η πείνα και η αβιταμίνωση, η απουσία
μεταφορών στην ύπαιθρο συνδυάστηκαν με την επιμονή του κατοχικού
καθεστώτος να καταστήσει ακόμα πιο απρόσιτο στους μαθητές το σχολείο.
Και ως επίδειξη αναλγησίας απέλυσε προσωρινά καθηγητή, τον Ι. Κακριδή
από το Πανεπιστήμιο Αθηνών επειδή υποστήριζε το «μονοτονικό».7 Αντίθετα
για το γεγονός ότι 600.000 παιδιά περίπου δεν φοίτησαν καθόλου στο
σχολείο τα χρόνια της Κατοχής δεν επισυνέβη καμία απόλυση.8
Στην ουσία η αντιστροφή της πραγματικότητας αυτής ήταν το βαρύ φορτίο
που ανέλαβε η εαμική αντίσταση. Αφετηρία της η προσπάθεια, πρώτα από
όλα, να επιβιώσουν τα παιδιά, να εξασφαλίσουν τις απαιτούμενες θερμίδες
πριν μπουν στις σχολικές τάξεις. Για αυτό αναλήφθηκε η υποχρέωση από τις
εαμικές οργανώσεις να οργανωθούν ξεχωριστά συσσίτια για τα μικρά
παιδιά, ώστε να μην στοιβάζονται στις ουρές των συσσιτίων για μεγάλους.
Αυτά, όταν απέκτησαν ειδικούς χώρους, πολύ σύντομα εξελίχθηκαν, ιδίως
στις απελευθερωμένες περιοχές, σε οργανωμένους παιδικούς σταθμούς, όπου
οι σιτιάρχες έγιναν οι οργανωτές της κοινωνικής ζωής των μικρών παιδιών.
Ιδίως μετά τα 1943, με ευθύνη της Εθνικής Αλληλεγγύης και της
Επιμελητείας του Αντάρτη, τέθηκε ως απαίτηση να ιδρυθούν παντού τέτοιοι
παιδικοί σταθμοί.
Οι σταθμοί αυτοί εξελίχθηκαν με τη σειρά τους σε σχολεία δημοτικής
εκπαίδευσης, όταν όσοι φρόντιζαν τα παιδιά αποφάσισαν και να τα
διδάξουν. Μόνο στην Ευρυτανία ιδρύθηκαν 35 τέτοιοι σταθμοί ενώ
υπολογίζεται ότι σε αυτά φοίτησαν 12.000 παιδιά.9 Νέοι επονίτες,
δάσκαλοι και καθηγητές της Αντίστασης αλλά και εγγράμματες γυναίκες της
κάθε περιοχής στελέχωσαν του σταθμούς αυτούς, επεκτείνοντας την παροχή
συσσιτίων στην παροχή γνώσης.10
Οι διαδικασίες αυτές αποτέλεσαν και το πρώτο βήμα για την ορμητική
είσοδο του δασκάλου στην αντιστασιακή προσπάθεια. Αφετηρία του ήταν η
οργάνωση «Δημοκράτης» που συνέστησε, το Μάη του 1941, ο Δ. Γληνός -που
δεν είναι τυχαία η πρώτη οργάνωση της Αντίστασης- και ενδιάμεσο βήμα η
συγκρότηση ενός προσωρινού Συμβουλίου της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας που
είχε καταργήσει ο δικτάτορας Μεταξάς στα 1937. Στα τέλη του 1942
πραγματοποιήθηκε, μάλιστα, και η πρώτη έκτακτη συνέλευση του κλάδου.
Έτσι δεκάδες δάσκαλοι που ανήκαν στην Αριστερή Παράταξη των Δασκάλων
(Ν. Πλουμπιδης, Κ. Παπανικολάου, Β. Παππάς) που συγκροτήθηκε στα 1927
και αποτέλεσε τομή στους συνδικαλιστικούς αγώνες των δασκάλων του
μεσοπολέμου,11 οι δάσκαλοι της «Μετεκπαίδευσης» στα χρόνια 1927-1935 που
υπό την καθοδήγηση του Δ. Γληνού απαιτούσαν μεταρρυθμίσεις12 και
συνήθως απολύονταν από τα σχολεία με την κατηγορία της αθεΐας και της
κομμουνιστικής δράσης, οι δάσκαλοι που βρέθηκαν σε εξορίες και φυλακές
θύματα της δικτατορίας Μεταξά,13 ήταν αυτοί που αποδύθηκαν στην
προσπάθεια οργάνωσης του συστήματος εκπαίδευσης της Αντίστασης. Ήταν οι
ίδιοι που κατάφεραν από τις κατά τόπους κατοχικές νομαρχίες να
αποσπάσουν τρόφιμα, ρούχα, φάρμακα, βιβλία και γραφική ύλη, συχνά
κλέβοντας τα, να επισκευάσουν τα κατεστραμμένα σχολεία, να φέρουν τους
πεινασμένους μαθητές στις σχολικές αίθουσες. Η προσπάθεια τους
επιστεγάστηκε, όταν στις 14 Μαρτίου 1944, με την πράξη 45 της ΠΕΕΑ, της
κυβέρνησης των Βουνών, στις Κορυσχάδες Ευρυτανίας ανασυστήθηκε η
Διδασκαλική Ομοσπονδία.
Ήταν τέτοια η έκταση της προσπάθειας που καταβλήθηκε ώστε η εκπαίδευση
κατέστη ένας από τους πυλώνες της θεσμικής οργάνωσης της Αντίστασης. Την
γενική ευθύνη ανέλαβε η Γραμματεία Παιδείας της ΠΕΕΑ με επικεφαλής τον
καθηγητή πανεπιστημίου Π. Κόκκαλη και των επιφανών παιδαγωγών Κ.
Σωτηρίου, Μιχ. Παπαμαύρου και Ρόζας Ιμβριώτη. Είναι δείγμα της
σπουδαιότητας που απέδωσε η ΠΕΕΑ στην προσπάθεια ότι ο δάσκαλος
εξομοιώθηκε με τους αξιωματικούς του ΕΛΑΣ και η Γραμματεία Στρατιωτικών
της ΠΕΕΑ ήταν εκείνη που ανέλαβε τη διατροφή των δασκάλων ως ένα από τα
πιο προωθημένα τμήματα της Αντίστασης.
Άλλωστε, ο ρόλος του εκπαιδευτικού είχε ήδη αποδειχθεί πολλαπλά
καθοριστικός. Δεν είναι μόνο ότι είχαν δεσπόζουσα παρουσία ως κοινωνική
ομάδα στις αντιστασιακές οργανώσεις, ότι ήταν συντελεστές στην
πρωτοβουλία για τη συγκρότηση των οργανώσεων αυτών, αλλά ακόμα και μέσα
στα επιτελικά πολιτικά όργανα της αντίστασης είχαν κυρίαρχο ρόλο.14 Με
βάση κάποιες εκτιμήσεις περίπου το 80% των εκπαιδευτικών έγιναν μέλη των
αντιστασιακών οργανώσεων.15 Μάλιστα, ο πρώτος αντάρτης του ΕΛΑΣ που
φέρεται ότι σκοτώθηκε ήταν ο δάσκαλος Δ. Σαξώνης, ο παλιός πρόεδρος του
Συλλόγου Δασκάλων Θεσσαλονίκης, στο Kρίκελο της Ευρυτανίας, στις 29
Οκτωβρίου 1942. 16
Ο Γ. Ζεύγος, η Χρ. Χατζιβασιλείου, Μαρ. Κωτσάκης, ο Απ. Τζανής, η Κ.
Ζεύγου, ο Ν. Πλουμπίδης, ο Κ. Πουρνάρας, η Ρ. Κοσκινά, ο Κ.
Παπανικολάου, ο Μπ. Δρακόπουλος, ο Δ. Γληνός, Σ. Σουκαράς κ.α ήταν
ανώτερα στελέχη του ΚΚΕ. Εκπαιδευτικοί ήταν και οι περισσότεροι
καπεταναίοι του ΕΛΑΣ: ο Θ. Γκένιος-Λασάνης, ο Ν. Καρκάνης-Νικηφόρος, ο
Β. Πριόβολος-Ερμής, ο Γ. Μιχαλόπουλος-Ωρίων, ο Θαν. Ελεφάντης-Θρύλος, ο
Ν. Διένης-Παπούας, ο Π. Μαγλάρας-Δαφνομήλης, ο Μιχ. Πέτρου-Φτελιάς, ο
Χρ. Καινούργιος-Βρασίδας, ο Κ. Ράφτης-Νεμέρτσικας, ο Γ.
Μπλάνας-Κίσσαβος, ο Απ. Παπακωσταντίνου-Πανουργιάς, ο Α.
Ρόσιος-Υψηλάντης κ.α)17 Γιατί ο καπετάνιος με βάση το οργανόγραμμα του
ΕΛΑΣ είχε κάτι από το ρόλο του δασκάλου: ήταν αυτός που θα εξασφάλιζε τη
σωματική και ψυχική ευεξία των ανταρτών και θα ανέπτυσσε μια σχέση
συναισθηματικής προσήλωσης τους προς τις ανάγκες του αγώνα.18 Είναι
εξίσου χαρακτηριστικό ότι η ΕΠΟΝ, η Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων,
που ξεπέρασε κάποια στιγμή και τα 800.000 μέλη στο σπίτι ενός δασκάλου
από την Αθήνα γεννήθηκε, στις 23 Φεβρουαρίου 1943, του Παν. Δημητράτου,
προέδρου της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας στα 1927. 19
Οι άοκνες προσπάθειες των εκπαιδευτικών ώθησαν στη διεξαγωγή, στις 20
Ιουλίου 1944, στο χωριό Λάσπη Ευρυτανίας, έξω από το Καρπενήσι,
Παιδαγωγικού Συνεδρίου με θέμα τον ρόλο των δασκάλων στη Αντίσταση και
την εκπαιδευτική ανασυγκρότηση της Ελεύθερης Ελλάδας με τη συμμετοχή 100
αντιπροσώπων από 20 Διδασκαλικούς Συλλόγους. Αντίστοιχα μικρότερα
συνέδρια έγιναν και στα Τρίκαλα, στη Βέροια, στην Αρκαδία. Ανάμεσα στις
αποφάσεις δέσποζε αυτή για το με κάθε θυσία άνοιγμα των σχολείων, η
επίταξη αχρησιμοποίητων κτιρίων για το σκοπό αυτό, όπως και οι άμεσες
επισκευές τους με προσωπική εργασία των ίδιων των δασκάλων. Πέρα από τα
παιδιά, με βάση τις αποφάσεις, έπρεπε με κάθε θυσία να αντιμετωπιστεί το
πρόβλημα του αναλφαβητισμού που κυμαίνοντας στο 40-43% του πληθυσμού
και να συγκροτηθούν Σχολές Αναλφάβητων από τους ίδιους τους δασκάλους
ακόμα και αν αυτό απαιτούσε διπλές βάρδιες. Αποφασίστηκε επιπλέον με τη
συνδρομή της ΕΠΟΝ να ιδρυθούν όπου ήταν δυνατό λαϊκές βιβλιοθήκες και
αναγνωστήρια.20
Παράλληλα με τα υπόλοιπα επιχειρήθηκε και η θεσμική οργάνωση της
εκπαιδευτικής διαδικασίας. Ήδη από τις 4 Δεκεμβρίου 1942 με τον «Κώδικα
Ποσειδώνα», το πρώτο κείμενο οργάνωσης της αυτοδιοίκησης στην Ελεύθερη
Ελλάδα, αποτέλεσμα εργασιών της επαρχιακής Επιτροπής του ΕΑΜ Ευρυτανίας,
ορίστηκε ότι θα δημιουργούνταν σε κάθε σχολείο που θα ιδρυόταν μια
Σχολική Υποεπιτροπή στα πλαίσια της τοπικής αυτοδιοίκησης, στην οποία θα
συμμετείχε ο δάσκαλος ή οι δάσκαλοι του κάθε χωριού καθώς και τρεις
αιρετοί αντιπρόσωποι. Αποστολή της κάθε Επιτροπής θα ήταν η «θεραπεία
των αναγκών του κάθε σχολείου», από ζητήματα συντήρησης και επισκευής
των σχολικών αιθουσών μέχρι τα θρανία, τους μαυροπίνακες αλλά και την
περίφραξη των προαύλιων χώρων. Θα διαχειριζόταν τα έξοδα του Σχολικού
Ταμείου αλλά θα ήταν υποχρεωμένο ώστε να επιβλέπει την υποχρεωτική
παρουσία αγοριών και κοριτσιών σχολικής ηλικίας στο σχολείο (γιατί τα
κοινωνικά ήθη αντιστέκονταν στη συνύπαρξη αγοριών και κοριτσιών).21
Η Επιτροπή αυτή θα λογοδοτούσε έναντι της Επιτροπής Λαϊκής
Αυτοδιοικήσεως του κάθε χωριού και έναντι της Γενικής Συνέλευσης όλων
των κατοίκων του. Αλλά και με τον «Κώδικα Αυτοδιοίκησης και Λαϊκής
Δικαιοσύνης για τη Στερεά Ελλάδα», τον Αύγουστο του 1943, η Σχολική
Επιτροπή του κάθε δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου ορίστηκε ότι θα ήταν
υπόλογη έναντι της κοινότητας ώστε να εφαρμοστεί η υποχρεωτική και
δωρεάν εκπαίδευση όχι μόνο των μαθητών αλλά και όλων των κατοίκων και να
μεριμνήσει για την ίδρυση σχολείων αναλφάβητων.22
Η διαδικασία επιταχύνθηκε τόσο μετά τις εκλογές σε όλη την ελεύθερη
Ελλάδα για τη συγκρότηση τοπικών Αυτοδιοικήσεων, τον Αύγουστο του
1943,23 όσο και από τη στιγμή που η ΠΕΕΑ υπέβαλε ολοκληρωμένο σχέδιο
εκπαιδευτικής ανασυγκρότησης. Τα σχέδιο αυτό ολοκλήρωνε το πλαίσιο των
αρχών ενός αποκεντρωμένου, αυτοδιοικητικού εκπαιδευτικού μοντέλου, όπου
στη διοίκηση της εκπαιδευτικής κοινότητας μετείχαν και εκπρόσωποι της
τοπικής αυτοδιοίκησης ενώ κάθε περιοχή στην οποία υπήρχε σχολείο θα
αποκτούσε το δικό της εποπτικό Συμβούλιο και ρόλο στα εκπαιδευτικά
τεκταινόμενα. Την εισήγηση στο Εθνικό Συμβούλιο έκανε ο καθηγητής Π.
Κόκκαλης και ο παιδαγωγός Κ. Σωτηρίου.
Με βάση τις αποφάσεις που ελήφθησαν αναγνωρίστηκε ως επίσημη γλώσσα του
κράτους και της εκπαίδευσης η Δημοτική, η οποία αποφασίστηκε να
διδάσκεται από το νηπιαγωγείο ως το Πανεπιστήμιο. Καταγγέλθηκε ο
μεσαιωνικός σκοταδισμός που κυριαρχούσε τότε στην εκπαίδευση,24
αναγνωρίστηκε η απαίτηση να συνδεθεί η θεωρία με την πράξη και τις
κοινωνικές ανάγκες,25 να γίνει πολυκλαδική η παιδεία και να αναπτυχθεί η
επαγγελματική και τεχνική μόρφωση (χρειάστηκαν δεκαετίες για να τεθούν
εκ νέου τα ζητήματα αυτά).26 Καταδικάστηκε, επίσης, το ατομικιστικό
περιεχόμενο και μορφή της εκπαίδευσης που στηριζόταν στην λεξιθηρία, την
λογοκοπία, το σχολαστικισμό, την αποστήθιση.27 Γιατί με βάση την
εισήγηση που είχε κάνει στην Πανελλαδική Συνδιάσκεψη της ΕΠΟΝ, στις 27
Φεβρουαρίου 1944, ο Κ. Σωτηρίου ο σχολικός ατομικιστικός ανταγωνισμός
εκπαίδευε άτομα που «θα πατούσαν επί πτωμάτων για να αναδειχθούν».28
Διακηρύχθηκε, επίσης, ότι το μελλοντικό σχολείο όφειλε να αποβάλει από
την εκπαίδευση το μεγαλοϊδεατισμό και το σωβινισμό.29
Δεδομένου όμως ότι ως βασικό πρόβλημα αναδείχθηκε η έλλειψη δασκάλων, η
Γραμματεία Παιδείας της ΠΕΕΑ διέταξε ότι όλοι οι αντάρτες του ΕΛΑΣ που
ήταν δάσκαλοι όφειλαν να αποσπαστούν σε σχολεία που βρίσκονταν κοντά σε
μονάδες του ΕΛΑΣ. Όταν γυρίσουν στην έδρα τους ή καταλάμβαναν θέση σε
κάποιο σχολείο τους δινόταν η δυνατότητα παράλληλα με τα εκπαιδευτικά
τους καθήκοντα να αναλάβουν οποιαδήποτε υπηρεσία στις εαμικές
οργανώσεις. Στο βαθμό που γινόταν εκκαθαριστική επιχείρηση των Γερμανών
στην περιοχή του σχολείου τους, όσοι ήταν ένοπλοι αντάρτες, ξαναγύριζαν
προσωρινά στα πολεμικά τους καθήκοντα.30 Συν τοις άλλοις με απόφαση της
ΠΕΕΑ, προκειμένου να προσελκυθούν δάσκαλοι από τα αστικά κέντρα στην
Ελεύθερη Ελλάδα ορίστηκε ότι η Επιμελητεία του Αντάρτη θα συντηρούσε
ακόμα και τις οικογένειες των καθηγητών και των δασκάλων που θα ζούσαν
μαζί τους.31
Επιπλέον, με την απόφαση της 8ης Ιουνίου 1944 ιδρύθηκαν έξι Παιδαγωγικά
Φροντιστήρια στο Καρπενήσι και στα Φουρνά της Θεσσαλίας, στις Θεσπιές
Θηβών, στα Γρεβενά,32 στη Μηλιά Πιερίας και στα Λαγκάδια Αρκαδίας με
σκοπό την εκπαίδευση νέων προσωρινών δασκάλων, τελειόφοιτων Γυμνασίων
και άλλων πτυχιούχων χωρίς παιδαγωγική κατάρτιση.33 Το εκπαιδευτικό τους
πρόγραμμα αφορούσε στοιχεία Παιδαγωγικής, Ψυχολογίας του παιδιού και
διδακτικής. Ειδικά στο Φροντιστήριο της Τύρνας (Ελάτη) στη Θεσσαλία, με
διευθύντρια την παιδαγωγό και συγγραφέα Ρόζα Ιμβριώτη, που είχε
ξεκινήσει πρόχειρα τη λειτουργία του από το Σεπτέμβριο του 1943,
φοίτησαν 107 σπουδαστές. Το πρωί γίνονταν τα θεωρητικά μαθήματα και το
βράδυ πρακτική εφαρμογή στο Δημοτικό Σχολείο της περιοχής, που
σημειωτέον είχε καταστραφεί από τους Γερμανούς τον Νοέμβριο του 1943.34
Να σημειωθεί ότι το Φροντιστήριο σταμάτησε τη λειτουργία του τον
Νοέμβριο του 1943 για δύο μήνες γιατί οι Γερμανοί έκαψαν την Ελάτη στις
εκκαθαριστικές επιχειρήσεις το χειμώνα του 1943. 35
Οι φοιτητές σε αυτά τα Φροντιστήρια στεγάστηκαν σε διάφορα σπίτια ενώ ο
ΕΛΑΣ φρόντισε να στέλνει γιατρούς και τρόφιμα. Στο Φροντιστήριο στο
Καρπενήσι, διευθυντής ήταν ο παιδαγωγός Κ. Σωτηρίου με μεταπτυχιακές
σπουδές στη Ζυρίχη και τη Γενεύη, πρώην Διευθυντής Δημοτικής Εκπαίδευσης
στο προπολεμικό ελληνικό υπουργείο Παιδείας αλλά και ο Μιχάλης
Παπαμαύρος, πρώην διευθυντής στη Σχολή Διδασκάλων Λαμίας και στη
Μαράσλειο Διδακτική Σχολή.36 Να σημειωθεί ότι τα μαθήματα γίνονταν
συνήθως από μνήμης των καθηγητών, χωρίς τα διαθέσιμα βιβλία και οι
φοιτούντες ήταν υποχρεωμένοι να τα αντιγράφουν σε λευκές κόλλες.
Αλλά πέραν των στελεχών στα σχολεία της Αντίστασης σύντομα επιλύθηκε
και το πρόβλημα της συγκρότησης των αναλυτικών προγραμμάτων,37 ιδίως ως
προς το θέμα των βιβλίων, τα περισσότερα εκ των οποίων ήταν από την
εποχή της δικτατορίας. Ιδιαίτερα αυτά των Αναγνωστικών και των μαθημάτων
λογοτεχνίας που έβριθαν φασιστικών κειμένων και πρόβαλαν τον 3ο
ελληνικό πολιτισμό του Μεταξά. Για αυτό το λόγο ενώ αρχικά με απόφαση
της ΠΕΕΑ αποσύρθηκαν όλα τα βιβλία της περιόδου μεταξά και επανήλθαν
παλιότερα βιβλία,38 αποφασίστηκε κατά τη διάρκεια των εργασιών του
Παιδαγωγικού Φροντιστηρίου να γραφούν νέα αναγνωστικά για το δημοτικό.
Έτσι από το Φροντιστήριο της Τύρνας βγήκε το Αναγνωστικό της 3ης και της
4ης Δημοτικού με τίτλο «Αετόπουλα» και από αυτό του Καρπενησίου αυτό
για τις τελευταίες τάξεις με τίτλο «Ελεύθερη Ελλάδα». Πρόθεση ήταν να
δοθεί ύλη που να αντιστοιχεί αντικειμενικά στην κατάσταση πραγμάτων της
Ελλάδας της Κατοχής και της Αντίστασης και να προβάλει τους αγώνες κατά
του φασισμού και υπέρ των μακροπρόθεσμων στόχων του κινήματος της
αντίστασης για κοινωνική δικαιοσύνη. Τα αναγνωστικά αυτά κινούνταν στο
πνεύμα των καινοτομιών που είχαν εισαχθεί με τα αναγνωστικά της
μεταρρύθμισης του 1917-1920, όταν επί Δ. Γληνού, ως γραμματέα του
υπουργείου Παιδείας, τα αναγνωστικά γράφτηκαν στη δημοτική και για πρώτη
φορά ανατέθηκαν όχι σε έναν συγγραφέα αλλά σε επιτροπή εκπαιδευτικών.39
Στα πλαίσια της λογικής ότι ανάμεσα στους στόχους ενός βιβλίου της
εκπαίδευσης έπρεπε να είναι και η διασύνδεση του σήμερα και του χθες, η
ιστορική αυτογνωσία, τα βιβλία ανέδειξαν ως ενοποιητικό στοιχείο της
ιστορίας του ελληνισμού το αντιστασιακό πνεύμα, όπως αυτό εκδηλώθηκε από
την εποχή της Τουρκοκρατίας μέχρι της εποχή της αντίστασης κατά του
φασισμού. Αυτό ήταν άλλωστε και το πνεύμα του ίδιου του αντιστασιακού
λόγου40 που αναζήτησε αυτές τις διαπλοκές, όπως αποτυπώθηκαν στο στίχο
του ύμνου του ΕΛΑΣ: «χίλια ονόματα μια χάρη, ακρίτας είτε αρματολός,
αντάρτης, κλέφτης παλικάρι πάντα είναι ο ίδιος ο λαός». Χαρακτηριστικό
ήταν ότι όλα σχεδόν τα διδακτικά κείμενα και τα σχόλια ήταν ανυπόγραφα ή
με ψευδώνυμα, δείγμα της πρόθεσης των συγγραφέων να συμβάλουν στον
αγώνα χωρίς καμιά πρόθεση προβολής. Το μόνο αρνητικό ήταν ότι κάποιοι
από αυτά πιθανόν να αφορούσαν παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας.
Το αναγνωστικό των τάξεων 5η και 6η δημοτικού δεν απευθυνόταν μόνο σε
μαθητές αλλά λειτουργούσε ως και ελεύθερο ανάγνωσμα για ένα ευρύτερο
αναγνωστικό κοινό. Κυκλοφόρησε μόνο στη Μακεδονία σε 100.000 αντίτυπα
ενώ σε αντίστοιχα επίπεδα διακινήθηκε και στη Στερεά, τη Θεσσαλία και
την Ήπειρο.41 Όπως και το βιβλίο των προηγούμενων τάξεων απηχούσε την
«ψυχή του επαναστατημένου λαού μας». Για αυτό, όπως σημείωναν οι
συγγραφείς τους δεν είχε ωραιοποιήσεις και έλλειπαν οι ειδυλλιακές
εικόνες ή κείμενα που να αναφέρονται σε οικογενειακές ή κοινωνικές
σχέσεις.42 Όλα τα κείμενα σχετίζονταν με τον αντιστασιακό αγώνα και
αποτελούνταν από 21 ποιήματα και 30 πεζά.43 Παρότι φαίνονται ότι απηχούν
τη λογική της στρατευμένης τέχνης, στην πραγματικότητα επιλέχθηκαν μέσα
σε συνθήκες που η συζήτηση για την τέχνη ήταν υπαρκτή. Όπως σημείωνε η
διακήρυξη του λογοτεχνικού ΕΑΜ, συνταγμένη από τους Μ. Αυγέρη και Γ.
Λαμπρινό, το ΕΑΜ αποδεχόταν κάθε καλλιτεχνικό ρεύμα αφού ο λογοτέχνης
κάνει τέχνη και όχι δημοσιογραφία.44 Και εδώ κανένα κείμενο δεν ήταν
υπογεγραμμένο.45
Το λογοτεχνικό είδος που κυριάρχησε σε αυτά τα βιβλία ήταν αυτό που
χαρακτήρισε την λογοτεχνική παραγωγή ολόκληρης της περιόδου και επέβαλε η
«οικονομία» της αντίστασης: θέματα σε σχέση με τον πόλεμο, διηγήματα
και το είδος του λογοτεχνικού ντοκουμέντου46. Θεματολογικά μοτίβα που
κυριάρχησαν ήταν ο αντιφασισμός, ο πατριωτισμός, ο λαϊκισμός, η αγροτική
ζωή, τα θρησκευτικά σύμβολα47 (η Παναγιά, ο Άγιος Γεώργιος), το
ιδεολόγημα της φυλής και της συνέχειας της48 από την αρχαιότητα μέχρι
σήμερα. 49
Αλλά πέραν των άλλων δημιουργήθηκαν και προϋποθέσεις για την οργάνωση
της εξωσχολικής ζωής των μαθητών στη βάση της λογικής «τα σχολεία
ανοικτά όλη τη μέρα». Έτσι, οργανώθηκαν οι μαθητές και συγκρότησαν τα
«Αετόπουλα» και τις «Γερακίνες» και επιστρατεύθηκαν αχρησιμοποίητα
σπίτια και μαγαζιά και μετετράπησαν σε «παιδικές φωλιές» ώστε να
δημιουργηθούν χώροι παιδικής ψυχαγωγίας, να οργανωθούν θεατρικές
παραστάσεις και κουκλοθέατρα, συναυλίες αλλά και εκθέσεις λαϊκής τέχνης.
Εκδόθηκαν στους χώρους αυτούς και παιδικά περιοδικά «τα Αετόπουλα» στη
Στερεά Ελλάδα που φιλοτεχνήθηκαν και από δύο Ιταλούς ζωγράφους που είχαν
παραδοθείς τον ΕΛΑΣ, το «Αετόπουλο του Μοριά», το «Αετόπουλο» της
Κεφαλονιάς αλλά και της Ηπείρου. Παράλληλα, οργανώθηκε στους Κορυσχάδες
παιδική χορωδία του Δημοτικού Σχολείου της πρωτεύουσας της Ελεύθερης
Ελλάδας, από 25 παιδιά 9-12 ετών που περιόδευσε σε όλη την περιοχή.
Οι Γεωργικές Σχολές ήταν, επίσης, ένα από τα κατορθώματα της ελληνικής
αντίστασης. Οι έλληνες αγρότες και κυρίως οι νέοι, καλλιεργούσαν ως επί
το πλείστον με τις παραδοσιακές τεχνικές, χωρίς καμιά ενημέρωση σε
ζητήματα σύγχρονης καλλιέργειας αλλά και ιδίως σε θέματα οργάνωσης της
παραγωγής σε συνεταιριστική βάση. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί η άγνοια
αυτή, με πρωτοβουλία του τμήματος Μόρφωσης και Διαφώτισης του
Συμβουλίου Στερεάς Ελλάδας της ΕΠΟΝ συγκλήθηκε στο Καρπενήσι, τον
Οκτώβριο του 1943 σύσκεψη των γεωτεχνικών της Στερεάς Ελλάδας στην οποία
συμμετείχαν 40 περίπου γεωπόνοι από την περιφέρεια Ρούμελης. Η
Συνδιάσκεψη αποφάσισε τη ίδρυση μεταβατικών σχολών για την επαγγελματική
μόρφωση της αγροτικής νεολαίας και ως πρώτο βήμα η ίδρυση γεωργικών
σχολείων.50 Αποφασίστηκε η πρώτη Σχολή να βρίσκεται σε κάποια απόσταση
από τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις για να μην επηρεάζεται ο μαθητής «από τη
βρώμικη ατμόσφαιρα του καφενείου του χωριού του» και ως τόπος
επιλέχθηκε η Μονή Αγάθωνος που βρισκόταν στις πλαγιές της Οίτης, κοντά
στην Υπάτη. Η Μονή διέθετε αμπελώνες, και οπωρώνες και ήταν ότι έπρεπε
για πρακτική εφαρμογή. Εκεί δημιουργήθηκε η αίθουσα διδασκαλίας, το
αναγνωστήριο και μια μικρή βιβλιοθήκη, μια αίθουσα ψυχαγωγίας,
εστιατόριο και οι κοιτώνες των μαθητών.
Κάθε μαθητής έφερνε μαζί του τρόφιμα που παραδίδονταν σε μάγειρα για να
σχηματιστεί το κοινό συσσίτιο. Καθημερινά οι μαθητές γράφανε στα
τετράδια τους την περίληψη του μαθήματος και την επόμενη γινόταν
εξέταση. Όταν υπήρχαν απορίες ή για τους μαθητές που δυσκολεύονταν
υπήρχαν τα βραδινά φροντιστήρια που πολλές φορές το μάθημα έφτανε μέχρι
τα μεσάνυχτα.51 Οι απόφοιτοι των σχολών όταν γύριζαν στα χωριά τους
συγκέντρωναν άλλους αγρότες και τους καθοδηγούσαν και έφτιαξαν σε αρκετά
χωρία οργανωμένους οπωρώνες.52 Ιδρύθηκε, μάλιστα, και σύλλογος
αποφοίτων Γεωργικών Σχολείων με το όνομα «Αγρότες Πρωτοπόροι». Εκεί
διδάχθηκαν μαθήματα δενδροκαλλιέργειας, σιτοκαλλιέργειας, κτηνοτροφίας
μελισσοκομίας κλπ. Στο Σχολείο αυτό που λειτούργησε 2 μήνες φοίτησαν 20
νέοι αγρότες. Ένα δεύτερο Σχολείο της περιοχής, που δημιουργήθηκε στη
Σπερχειάδα Φθιώτιδας φοίτησαν άλλοι 30 μαθητές και μάλιστα μεταξύ τους
και 10 κορίτσια. Ένα τρίτο, δημιουργήθηκε στη Φτέρη κοντά στην
Σπερχειάδα. Μάλιστα, αποφασίστηκε η ίδρυση «Συλλόγου Αποφοίτων Γεωργικών
Σχολείων» και φτιάχτηκε και καταστατικό. Ως συνέπεια της επιτυχίας των
σχολείων αυτών, αποφασίστηκε η ίδρυση Γεωργικής Σχολής στην Ευρυτανία,
στο χωριό δυτική Φραγκίστα με 40 μαθητές, που δεν λειτούργησε τελικά
λόγω των μεγάλων εκστρατευτικών επιχειρήσεων των Γερμανών στην
Ευρυτανία.
Τέλος μια ιδιαίτερη Σχολή που λειτούργησε στο νομό Λαρίσης σε δύο
τμήματα (επαρχίας Λάρισας, Αγιάς και Φαρσάλων και Ελασσόνας και
Τυρνάβου) ήταν η Σχολή Αυτοδιοίκησης και Λαϊκής Δικαιοσύνης. Στο πρώτο
τμήμα φοίτησαν 33 μαθητές και 10 ακροατές και με διάρκεια εκπαίδευσης
της 5 μέρες. Στη Σχολή αυτή διδάχθηκαν οι μαθητές και υποψήφιοι
αυτοδιοικητικοί παράγοντες από θέματα θεωρίας της Αυτοδιοίκησης και
ανάλυσης των άρθρων των υφισταμένων κωδίκων μέχρι και ιστορία της
Αυτοδιοίκησης που έφτανε μάλιστα μέχρι την αρχαιότητα.53
Η προσπάθεια που καταβλήθηκε κατά τη διάρκεια της Κατοχής για την
εκπαιδευτική ανασυγκρότηση ήταν απόρροια των υπαρκτών αναγκών της
κοινωνίας αλλά και της χρόνιας απαίτησης να προωθηθούν τομές στη
διαδικασία αναπαραγωγής της γνώσης ανάλογες του συνολικού αιτήματος
δημιουργίας μιας δικαιότερης κοινωνίας. Αυτό στα μορφωτικά ζητήματα
σήμαινε την υλοποίηση των πιο προωθημένων θέσεων του προπολεμικού
εκπαιδευτικού κινήματος σε συνάρτηση με την παραγωγή και νέων μορφών
κοινωνικής οργάνωσης, με κατεύθυνση τη δημιουργία ενός μελλοντικού
δημοκρατικού σχολείου, αποκεντρωμένου και αντι-αυταρχικού, που θα
πρόσφερε ολόπλευρη παιδεία, χωρίς διαχωρισμούς και ανισότητες, σε όλο το
λαό. Το έργο αυτό της Αντίστασης ήταν πολλαπλά σημαντικό επειδή
επιχείρησε και το απέδειξε στην πράξη ότι ένα τέτοιο σχολείο ήταν και
εφαρμόσιμο και κοινωνικά αναγκαίο. Για αυτό και οι εμπειρίες που
παρήγαγε, παρά την μανιώδη μεταπολεμική καταστολή που δέχτηκαν,
προσδιόρισαν για δεκαετίες τα αιτήματα, τους στόχους και τις διαδικασίες
ωρίμανσης του μετεμφυλιακού εκπαιδευτικού μας κινήματος.
*Ο Μιχάλης Λυμπεράτος είναι Διδάσκων στο Π.Μ.Σ του Παντείου Πανεπιστημίου
1 Κ. Σωτηρίου, Η Παιδεία μιας Σήμερα, Αθήνα 1946, σ. 12.
2 Αναγνωστικό της Δ Δημοτικού, ΟΕΣΒ, 1938, σ. 205.
3 Βλ. Γ. Βελουδής, Η Ελληνική Λογοτεχνία στην Αντίσταση», Διαβάζω, τ. 58, 15 Δεκεμβρίου 1983.
4 Ο Κομμουνισμός στην Ελλάδα, εκδ «Εθνικής Εταιρείας», Αθήνα 1973, σ. 81.
5 Βλ. Ρ. Σταυρίδη-Πατρικίου, Γλώσσα, Εκπαίδευση και πολιτική, Ολκός,
1999, Α. Φραγκουδάκη, Η γλώσσα και το έθνος 1880-1980, Εκατό χρόνια
αγώνες για την αυθεντική ελληνική γλώσσα, Αλεξάνδρεια, 2001.
6 Αλ. Δημαρά, Η Μεταρρύθμιση που δεν Έγινε, τομ. 2, Αθήνα 1974, σ.85 κε.
7 Η Δίκη των Τόνων, πρώτη έκδοση 1943 και φωτοτυπική αναπαραγωγή της το 1998, ΕΣΤΙΑ.
8 Χ. Σακελλαρίου, Η Παιδεία στην Αντίσταση, Αθήνα 1984, σ. 29.
9 Υπεύθυνη για την περιοχή Στερεάς, Θεσσαλίας, Ηπείρου ήταν η δασκάλα Ναυσικά Φλέγγα-Παπαδάκη
10 Χ. Σακελλαρίου, οπ. σ. 34.
11 Γ. Κατσαντώνη, Η Αριστερή Παράταξη των Δασκάλων στο Μεσοπόλεμο, Αθήνα 1998, σ. 25-30.
12 Στην ουσία ήταν η δάσκαλοι που διαχώρισαν τη θέση τους από τον
Εκπαιδευτικό Όμιλο στα 1927. Βλ. και Ευ. Κοκκίνης, Ο Δ. Γληνός
1889-1943, Αθήνα 1989, σ. 20-24.
13 Ο.π σ. 58 κε
14 Γ. Κατσαντώνης, Οι Δάσκαλοι στους Αγώνες, Αθήνα 1981, σ. 122-132.
15 Κ. Θ. Περαίος, «Οι Εκπαιδευτικοί στην Εθνική Αντίσταση», Επιθεώρηση Τέχνης, έτ. Η, τομ. ΙΕ, αρ.τευχ. 87-88, σ. 443-444.
16 Μ. Γλέζος, Εθνική Αντίσταση 1940-1945, τομ. Α, Αθήνα 2006, σ. 371.
17 Χρ. Γκόντζου-Κ. Αναστασάκου, Οι Εκπαιδευτικού στην Εθνική Αντίσταση,
Αθήνα 1985, σ. 61-76. Βλ. και Χρ. Γκόντζου, Οι Πρωτοπόροι Εκπαιδευτικοί
της Αντίστασγς, Θέματα Παιδείας, τευχ. 28, σ. 80-100.
18 ΑΣΚΙ, Αρχείο ΚΚΕ, κουτί 493, φ 30/1/5, ΚΕ του ΕΛΑΣ, 24 Νοεμβρίου 1943.
19 Π. Ανταίος, Συμβολή στην Ιστορία της ΕΠΟΝ, τ. Α2, Αθήνα, εκδ.
Καστανιώτη, 1977, σ. 406, 420-422 και Δ. Δημητρόπουλος, Ε. Ολυμπίτου,
Αρχείο Κεντρικού Συμβουλίου της ΕΠΟΝ, Αθήνα 2000, σ. 15-17.
20 Απόφαση της 33 Συνεδρίασης της ΠΕΕΑ στις 24 Ιουνίου 1944, Αρχείο της
Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης, Πρακτικά Συνεδριάσεων, Αθήνα
1990, σ. 115
21 Έκθεση για την αυτοδιοίκηση κάθε χωριού και των Αναγκών τους, σε
χωριά της Ορεινής και ημιορεινής περιοχής Λάρισας και Βόλου του Γ.
Δοξόπουλου, 1 Ιουλίου 1944, Θ. Τσουπαρόπουλος, Οι Λαοκρατικοί Θεσμοί της
Εθνικής Αντίστασης, Αθήνα 1989, σ. 243-251,
22 Τα ίδια ίσχυαν και στις Διατάξεις για τα την Αυτοδιοίκηση και Λαϊκή
δικαιοσύνη που εγκαθιδρύθηκαν από τον ΕΛΑΣ τον Δεκέμβριο του 1943, ΕΛΑΣ
Γ.Σ, Επιτελικόν Γραφείον Ιιον, Τμήμα Πολιτικόν, αρ. 2929, στο Θ.
Τσουπαρόπουλος, οπ. σ. 126-127 και 145-152.
23 Οι εκλογές αυτές γίνανε με βάση την εγκύκλιο αρ. 6, της 10ης Αυγούστου 1943 του Κοινού Γενικού Στρατηγείου Ανταρτών.
24 Γλωσσικός βυζαντινισμός, ΚΟΜΕΠ, αρ. 13, Μάης 1943, σ. 32.
25 Χρ. Καλατζής, Ιδεολογική Επιτομή της Νομοθεσίας της Εθνικής Αντίστασης, τ. ΙΕ, τευχ. 87-88, σ. 367.
26 Σε όλα αυτά καθοριστικό ρόλο έπαιξαν οι αντιλήψεις του Δ. Γληνού, ΚΟΜΕΠ, αρ. φυλ. 22 , Ιανουάριος 1944, σ. 3-7.
27 Αυτά τα εμπόδια επισήμαινε σε άρθρο του ο Γληνός στα 1933 για την
πραγματική εκπαίδευση των νέων, Δ. Γληνός, «Ποιοι δρόμοι ανοίγονται
μπροστά μας» Επιθεώρηση τέχνης, τομ. Κ, αρ. τευχ.120, 1964, σ. 420-473.
28 Κ. Σωτηρίου, Ο Κ. Σωτηρίου Αφηγείται, Αθήνα, σ. 49-50.
29 Βλ. και Δ. Γληνός, Εκλεκτές Σελίδες, τομ Γ, Αθήνα 1974, σ. 59-62, 100-107.
30 ΕΠΟΝ, Συμβούλιο Περιοχής Πελοποννήσου, αρ εγκυκλίου 30, Προς όλα τα
Συμβούλια Νομών, Επαρχιών και Τμημάτων, Διοικητική Επιτροπή
Πελοποννήσου, 24 Ιουλίου 1944, ΕΔΙΑ.
31 Συνεδρίαση 38 της ΠΕΕΑ στις 9 Ιουνίου 1944,. Αρχείο της Πολιτικής
Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης, Πρακτικά Συνεδριάσεων, οπ., σ. 37
32 Μαρτυρία Κ. Καραπατάκη στο Χρ. Γκόντζου-Κ. Αναστασάκου, οπ. σ. 384-388.
33 Με βάση την Απόφαση της 33 Συνεδρίασης της ΠΕΕΑ στις 24 Ιουνίου 1944
τα φροντιστήρια στα Φουρνά και το Καρπενήσι θα ήταν δυναμικότητας 40
φοιτητών το καθένα. Αρχείο της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής
Απελευθέρωσης, Πρακτικά Συνεδριάσεων, οπ.. σ. 115
34 Ρόζα Ιμβριώτη, «Το Φροντιστήριο της Τύρνας», Επιθεώρηση Τέχνης, τ. 87-88, Μάρτιος –Απρίλιος 1962.
35 Λ. Αρσενίου, Η Θεσσαλία στην Αντίσταση, τομ. Β, Αθήνα χ.χ, σ. 154.
36 Μ. Παπαμαύρος, «Η Παιδεία στην Ελεύθερη Ελλάδα τον καιρό της Κατοχής», Επιθεώρηση Τέχνης, αρ. 87-88, Μάρτιος-Απρίλιος 1962.
37 Για το πώς οργανώθηκε η εκπαίδευση στην περιοχή της Πυλίας, Χρ.
Ρήγας, Η Παιδεία στην Αντίσταση, Θέματα Παιδείας, τευχ. 28, 2007, σ.
77-79.
38 Συνεδρίαση 35 της ΠΕΕΑ στις 29 Ιουνίου 1944,. Αρχείο της Πολιτικής
Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης, Πρακτικά Συνεδριάσεων, οπ, σ. 125
39 Αλ. Δημαράς, Η Μεταρρύθμιση που δεν Έγινε, τομ. Α, Αθήνα 1973, σ. 123-125
40 Το Εθνικό μας Πρόβλημα και το ΚΚΕ, εκδ ΚΟΜΕΠ, αρ. 4, Αθήνα 1943.
41 Μ. Παπαμαύρου, «Η Παιδεία στην Ελεύθερη Ελλάδα τον καιρό της Κατοχής», Επιθεώρηση τέχνης, τευχ. 87-88, 1962, σ. 406.
42 Χ. Σακελλαρίου, Η παιδική Λογοτεχνία στην Αντίσταση, Αθήνα 1983.
43 Όπως αναγραφόταν στον πρόλογο του βιβλίου ήταν απόρροια της
επιδίωξης να «να μπουν στην παιδεία τα μεγάλα σύγχρονα ιδανικά της
λευτεριάς, της λαοκρατίας της αλληλεγγύης, του ανθρωπισμού, της
δημιουργίας μιας καλύτερης ζωής. Ελεύθερη Ελλάδα, Αναγνωστικό Ε΄ και Στ΄
τάξης, έκδοση ΠΕΕΑ, 1944, ανατ. χ.χ, σ.7.
44 Βλ. Α. Καστρινάκη, Η Λογοτεχνία στην Ταραγμένη Δεκαετία 1940-1950, Αθήνα 2005, σ. 89-193.
45 Τα κείμενα και τα ποιήματα ήταν των Β. Ρώτα, της Σοφίας
Μαυροειδή-Παπαδάκη, του Ν. Καρβούνη, του Π. Λεκατσά, του Χ. Σακελλαρίου,
του Γ. Σταύρου, του Γ. Μυρισιώτη, της Τερ. Γουβελά, του Μ. Παπαμαύρου,
Το χρονικό της Συγγραφής του Αναγνωστικού,. Ελεύθερη Ελλάδα, Αναγνωστικό
Ε΄ και Στ΄ τάξης, οπ. σ.120.
46 Γ. Βελουδής, «Η Ελληνική Λογοτεχνία στην Αντίσταση (1940-1944)», Η
Ελλάδα 1936-1944, Πρακτικά Διεθνούς Ιστορικού Συμποσίου, Αθήνα 1989, σ.
520
47 Β. Γεωργίου, Ιστορία της Αντίστασης, 1940-1945, τομ. Α, Αθήνα 1979, σ. 105.
48 Βλ. για παράδειγμα το ποίημα «Το μήνυμα της» του Π. Λεκατσά,
Ελεύθερη Ελλάδα, Αναγνωστικό Ε΄ και Στ΄ τάξης, έκδοση ΠΕΕΑ, 1944, ανατ.
χ.χ, σ. 47-49.
49 Γ. Βελουδής, «Η Ελληνική Λογοτεχνία στην Αντίσταση (1940-1944)», Η
Ελλάδα 1936-1944, Πρακτικά Διεθνούς Ιστορικού Συμποσίου, Αθήνα 1989, σ.
522-524.
50 Β. Αντωνίου, Εθνική Αντίσταση, συλ. 37 και 38, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1983.
51 Β. Αντωνίου, «Η λειτουργία των Γεωργικών Σχολών της ΕΠΟΝ στη Δυτική
Φθιώτιδα τον καιρό της Κατοχής», Εθνική Αντίσταση, συλ. 38, 1983, σ.
28-31.
52 Οπ. σ. 33.
53 Θ. Τσουπαρόπουλος, οπ. σ. 251-256.