του Α. Νταναβέλου
Οι
επεξεργασίες του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ, που δημοσιεύτηκαν
στον τόμο «Το ΚΚΕ στον ιταλοελληνικό πόλεμο», προκαλούν σημαντικές
ανατροπές στον ιδεολογικοπολιτικό πυρήνα που διαμόρφωσε τόσο τις
μεταπολεμικές όσο και τις μεταπολιτευτικές «γενιές» των μελών και
στελεχών ενός μεγάλου τμήματος του κομουνιστικού κινήματος: του ΚΚΕ (της
εποχής του λεγόμενου «σοβιετικού μαρξισμού»), αλλά και του
ευρωκομουνισμού ή του «σταλινογενούς» μαοϊσμού.
Η
θέση ότι ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος (Β’ ΠΠ) ήταν –ακόμα και μετά τη
γερμανική επίθεση στην ΕΣΣΔ, τον Ιούνη του ’41– ένας πόλεμος άδικος,
ληστρικός και ιμπεριαλιστικός, και όχι ένας πόλεμος αντιφασιστικός,
αποτελούσε μέχρι σήμερα «σήμα κατατεθέν» της μειοψηφικής στην Ελλάδα
τροτσκιστικής ανάλυσης.
Η θέση ότι τα καθήκοντα που προέκυψαν για τα ΚΚ και για τα κινήματα αντίστασης στη διάρκεια του Β’ ΠΠ θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν με τρόπο ανάλογο με εκείνον που είχε προτείνει ο μπολσεβικισμός κατά τον Α’ ΠΠ, δηλαδή με την πάλη για τη μετατροπή του πολέμου σε σοσιαλιστική-εργατική επανάσταση και όχι με την αποδοχή των δημοκρατικών-αντιφασιστικών συμμαχιών και «σταδίων», αποτελεί επίσης μια πρωτοφανή παραδοχή στο χώρο που προέρχεται από το ενιαίο, τότε, ΚΚΕ.
Αυτές οι θεμελιακές ανατροπές αναπόφευκτα συνδέονται και με την αναθεώρηση στην ιστορική εκτίμηση κάποιων σημαντικών «στιγμών» και προσώπων στην εσωτερική ζωή και λειτουργία του κομουνιστικού κινήματος. Κάποια από τα «εικονίσματα» αρχίζουν να τρίζουν επικινδύνως.
Τα γράμματα του ’40
Γενιές ολόκληρες στελεχών διαμορφώθηκαν με την πεποίθηση ότι τα θεμέλια του μεγάλου κινήματος της Αντίστασης, τα θεμέλια του ΕΑΜ, τέθηκαν με το «γράμμα» του Ζαχαριάδη, που δημοσιεύτηκε στις 2 Νοέμβρη του ’40, λίγες μέρες μετά την 28η Οκτωβρίου. Το «γράμμα» χαρακτήριζε τον πόλεμο ως «εθνικοαπελευθερωτικό» και καλούσε τα μέλη του ΚΚΕ να δώσουν «όλες τους τις δυνάμεις», «υπό τη διεύθυνση της κυβέρνησης Μεταξά», «δίχως καμιά επιφύλαξη»!
Το ΚΚΕ σήμερα επιβεβαιώνει κάποια ιστορικά στοιχεία που υποβαθμίζουν τη σημασία αυτής της πολιτικής διακήρυξης:
Πρώτον, επαναφέρει στη δημόσια συζήτηση και προσοχή το δεύτερο (26/11/1940) και το τρίτο (15/1/1941) γράμμα του Ζαχαριάδη, με τα οποία αυτός αλλάζει άρδην πολιτική θέση από τη στιγμή που ο ελληνικός στρατός έχει περάσει τα σύνορα και πολεμά πλέον στο έδαφος της Αλβανίας. Θυμίζει ότι ο ίδιος ο Ζαχαριάδης δηλώνει πως το πρώτο γράμμα αν «διαβαστεί» χωρίς το δεύτερο και το τρίτο αποτελεί «σοσιαλπατριωτικό ντοκουμέντο». Θυμίζει ότι η λεγόμενη «Προσωρινή Διοίκηση του ΚΚΕ», δηλαδή το όργανο του Μανιαδάκη, έδωσε μάχη για να μείνει γνωστό μόνο το πρώτο γράμμα, υπερασπίζοντας φανατικά την πολιτική του. Δηλώνει ότι η υπερβολική αναφορά στο πρώτο γράμμα κατά τα μεταπολεμικά χρόνια και η υποτίμηση του δεύτερου και του τρίτου (π.χ. με τη μη συμπερίληψή τους στα Επίσημα Κείμενα του ΚΚΕ) αποτελεί «πολιτικά λαθεμένο διαχωρισμό».
Δεύτερον, «νομιμοποιεί» πολιτικά, για πρώτη φορά, το τμήμα εκείνο της τότε ηγεσίας του ΚΚΕ («Παλιά ΚΕ», υπό την ηγεσία, κυρίως, του Πλουμπίδη) που θεώρησε το γράμμα «πλαστό» και απέρριψε τη γραμμή του ως κατασκεύασμα των μηχανισμών της Ασφάλειας. Τα σχετικά εδάφια του βιβλίου της σημερινής ΚΕ έχουν συγκλονιστικές, πολιτικά και ηθικά, συνέπειες...
Τρίτον, συνδέει αυτήν την οφθαλμοφανή σύγχυση της ηγεσίας του ΚΚΕ με τις παλινωδίες του «διεθνούς κέντρου». Τις αντιφάσεις στις οδηγίες της Κομιντέρν αρχικά μεταξύ της γραμμής της «Τρίτης Περιόδου» και του «σοσιαλφασισμού» και της στροφής στα αντιφασιστικά Λαϊκά Μέτωπα, στη συνέχεια όμως -και κυρίως- πριν και μετά την υπογραφή του Συμφώνου Ρίμπεντροπ-Μολότοφ. Σε αυτό το πόνημα του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ αναγνωρίζεται για πρώτη φορά (εξ όσων γνωρίζουμε) η σύνδεση των διπλωματικών και στρατηγικών αναγκών της ΕΣΣΔ με προβληματικές, ή ακόμα και αυτοκτονικές, πολιτικές, προς τις οποίες «σπρώχτηκαν» πολλά ΚΚ κατά τον Μεσοπόλεμο ή στο κρίσιμο πρώτο διάστημα του Β’ ΠΠ. Η αιχμή ότι η «σταδιοποίηση» της επανάστασης οδηγούσε το εργατικό κίνημα «να δίνει τη μάχη με ξένες σημαίες» είναι μια σοβαρή και δικαιολογημένη κατηγορία:
«... η σύνθεση και η πολιτική της ΠΕΕΑ εξέφραζαν με συνέπεια τη στρατηγική των αντιφασιστικών μετώπων του 7ου Συνεδρίου της Κομουνιστικής Διεθνούς και του 6ου Συνεδρίου του ΚΚΕ. Ρήξη με το βρετανικό ιμπεριαλισμό ... (που) έπρεπε να γίνει, σήμαινε και ρήξη με το σύνολο του αστικού πολιτικού κόσμου, σήμαινε απόρριψη της “εθνικής ενότητας” που εξέφραζε η ΠΕΕΑ, σήμαινε στρατηγική εκ μέρους του ΚΚΕ που δεν θα αυτονομούσε τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα από τον αγώνα για την εργατική εξουσία ... υπήρξαν συμβιβασμοί με την εγχώρια αστική τάξη και τα κόμματά της, με αποτέλεσμα το ΚΚΕ και το ΕΑΜ να συρθούν πίσω από την αστική τάξη, επομένως και πίσω από την εγγλέζικη συμμαχική της δύναμη».
Εθνική Ενότητα;
Το Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ ανασύρει στοιχεία που υπονομεύουν και το άλλο «αγκωνάρι» όπου, τάχα, πάτησε το μεγάλο κίνημα της Αντίστασης: την μπροσούρα του Γληνού «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ». Η θέση του Γληνού είναι ότι ο αναγκαία πλατύς, εθνικοαπελευθερωτικός χαρακτήρας του κινήματος θα πρέπει να περιλαμβάνει και την αστική τάξη. Το βιβλίο θυμίζει, και σωστά, ότι τέτοια συμμετοχή δεν υπήρξε: «Ένα τμήμα της ... διαμόρφωσε κυβερνητικό-κρατικό κέντρο στο εξωτερικό και ο βασιλιάς εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο. Ένα άλλο τμήμα της (οι δωσίλογοι) συνεργάστηκε με τους κατακτητές. Ένα τρίτο λούφαξε στην Αθήνα, ενώ έπαιρνε μέρος στην υπονόμευση του αγώνα. Και τέλος, ένα τέταρτο οργάνωσε ορισμένη δράση κατά των κατακτητών σε συνεργασία με τις μυστικές υπηρεσίες της Βρετανίας, ενώ παράλληλα είχε διαύλους συνεργασίας και με τους Γερμανούς, για να χτυπήσει το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Στόχος όλων ήταν η διατήρηση της αστικής εξουσίας μετά τον πόλεμο».
Κάποιοι άλλοι, κυρίως πασοκογενείς, προσπαθούν να αποδείξουν τον πλατύ-διαταξικό, τάχα, χαρακτήρα του ΕΑΜικού κινήματος μέσα από τη συμμετοχή στην Αντίσταση παλιών –βενιζελικών κυρίως– αξιωματικών. Όμως η συμμετοχή αυτή ήταν αποτέλεσμα της βαθιάς κρίσης του ελληνικού κράτους στη δεκαετία του ’30 και όχι της «πλατύτητας» της πολιτικής του ΕΑΜ-ΚΚΕ: «Στο διάστημα 1933-36 πραγματοποιήθηκαν τρία στρατιωτικά πραξικοπήματα ... εκτελέστηκαν δύο στρατηγοί και ένας επίλαρχος της βενιζελικής παράταξης, ενώ αποτάχθηκαν από το στρατό 1.024 αξιωματικοί»... Αυτή η κρίση και όχι κάποιες αφηρημένες ιδέες ήταν η υλική βάση για την προσχώρηση μιας (μειοψηφίας) ριζοσπαστικοποιημένων αξιωματικών στην αντίσταση. Άλλωστε, ο Σαράφης στις 28 Οκτώβρη του ’40 πήρε πιο σκληρή θέση από τον Ζαχαριάδη, δηλώνοντας ότι προϋπόθεση για να πολεμήσει ήταν η... ανατροπή του Μεταξά (σελ. 124).
Το βιβλίο της ΚΕ του ΚΚΕ τελειώνει με ένα μετέωρο –όμως και κολοσσιαίο– ερώτημα: «Πώς θα εξηγηθεί ότι και στη Γαλλία και στην Ιταλία έγινε ο ίδιος συμβιβασμός;». Το δάχτυλο της κριτικής ήδη δείχνει τη Γιάλτα και –μέσω αυτής– τις ευθύνες του σταλινικού «διεθνούς κέντρου» που ήδη δέσποζε στη θέση του μπολσεβικισμού.
Όμως η θετική ιδεολογική στροφή μπορεί να ολοκληρωθεί μόνον αν φτάσει και στην αναγκαία πολιτική στροφή. Στην αποκατάσταση των πολιτικών «οδηγιών» των 4 πρώτων συνεδρίων της Κομιντέρν του Λένιν, που ως κορωνίδα έχουν τη γραμμή για το Ενιαίο Μέτωπο και τη μεταβατική λογική (Τέταρτο Συνέδριο).
Η θέση ότι τα καθήκοντα που προέκυψαν για τα ΚΚ και για τα κινήματα αντίστασης στη διάρκεια του Β’ ΠΠ θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν με τρόπο ανάλογο με εκείνον που είχε προτείνει ο μπολσεβικισμός κατά τον Α’ ΠΠ, δηλαδή με την πάλη για τη μετατροπή του πολέμου σε σοσιαλιστική-εργατική επανάσταση και όχι με την αποδοχή των δημοκρατικών-αντιφασιστικών συμμαχιών και «σταδίων», αποτελεί επίσης μια πρωτοφανή παραδοχή στο χώρο που προέρχεται από το ενιαίο, τότε, ΚΚΕ.
Αυτές οι θεμελιακές ανατροπές αναπόφευκτα συνδέονται και με την αναθεώρηση στην ιστορική εκτίμηση κάποιων σημαντικών «στιγμών» και προσώπων στην εσωτερική ζωή και λειτουργία του κομουνιστικού κινήματος. Κάποια από τα «εικονίσματα» αρχίζουν να τρίζουν επικινδύνως.
Τα γράμματα του ’40
Γενιές ολόκληρες στελεχών διαμορφώθηκαν με την πεποίθηση ότι τα θεμέλια του μεγάλου κινήματος της Αντίστασης, τα θεμέλια του ΕΑΜ, τέθηκαν με το «γράμμα» του Ζαχαριάδη, που δημοσιεύτηκε στις 2 Νοέμβρη του ’40, λίγες μέρες μετά την 28η Οκτωβρίου. Το «γράμμα» χαρακτήριζε τον πόλεμο ως «εθνικοαπελευθερωτικό» και καλούσε τα μέλη του ΚΚΕ να δώσουν «όλες τους τις δυνάμεις», «υπό τη διεύθυνση της κυβέρνησης Μεταξά», «δίχως καμιά επιφύλαξη»!
Το ΚΚΕ σήμερα επιβεβαιώνει κάποια ιστορικά στοιχεία που υποβαθμίζουν τη σημασία αυτής της πολιτικής διακήρυξης:
Πρώτον, επαναφέρει στη δημόσια συζήτηση και προσοχή το δεύτερο (26/11/1940) και το τρίτο (15/1/1941) γράμμα του Ζαχαριάδη, με τα οποία αυτός αλλάζει άρδην πολιτική θέση από τη στιγμή που ο ελληνικός στρατός έχει περάσει τα σύνορα και πολεμά πλέον στο έδαφος της Αλβανίας. Θυμίζει ότι ο ίδιος ο Ζαχαριάδης δηλώνει πως το πρώτο γράμμα αν «διαβαστεί» χωρίς το δεύτερο και το τρίτο αποτελεί «σοσιαλπατριωτικό ντοκουμέντο». Θυμίζει ότι η λεγόμενη «Προσωρινή Διοίκηση του ΚΚΕ», δηλαδή το όργανο του Μανιαδάκη, έδωσε μάχη για να μείνει γνωστό μόνο το πρώτο γράμμα, υπερασπίζοντας φανατικά την πολιτική του. Δηλώνει ότι η υπερβολική αναφορά στο πρώτο γράμμα κατά τα μεταπολεμικά χρόνια και η υποτίμηση του δεύτερου και του τρίτου (π.χ. με τη μη συμπερίληψή τους στα Επίσημα Κείμενα του ΚΚΕ) αποτελεί «πολιτικά λαθεμένο διαχωρισμό».
Δεύτερον, «νομιμοποιεί» πολιτικά, για πρώτη φορά, το τμήμα εκείνο της τότε ηγεσίας του ΚΚΕ («Παλιά ΚΕ», υπό την ηγεσία, κυρίως, του Πλουμπίδη) που θεώρησε το γράμμα «πλαστό» και απέρριψε τη γραμμή του ως κατασκεύασμα των μηχανισμών της Ασφάλειας. Τα σχετικά εδάφια του βιβλίου της σημερινής ΚΕ έχουν συγκλονιστικές, πολιτικά και ηθικά, συνέπειες...
Τρίτον, συνδέει αυτήν την οφθαλμοφανή σύγχυση της ηγεσίας του ΚΚΕ με τις παλινωδίες του «διεθνούς κέντρου». Τις αντιφάσεις στις οδηγίες της Κομιντέρν αρχικά μεταξύ της γραμμής της «Τρίτης Περιόδου» και του «σοσιαλφασισμού» και της στροφής στα αντιφασιστικά Λαϊκά Μέτωπα, στη συνέχεια όμως -και κυρίως- πριν και μετά την υπογραφή του Συμφώνου Ρίμπεντροπ-Μολότοφ. Σε αυτό το πόνημα του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ αναγνωρίζεται για πρώτη φορά (εξ όσων γνωρίζουμε) η σύνδεση των διπλωματικών και στρατηγικών αναγκών της ΕΣΣΔ με προβληματικές, ή ακόμα και αυτοκτονικές, πολιτικές, προς τις οποίες «σπρώχτηκαν» πολλά ΚΚ κατά τον Μεσοπόλεμο ή στο κρίσιμο πρώτο διάστημα του Β’ ΠΠ. Η αιχμή ότι η «σταδιοποίηση» της επανάστασης οδηγούσε το εργατικό κίνημα «να δίνει τη μάχη με ξένες σημαίες» είναι μια σοβαρή και δικαιολογημένη κατηγορία:
«... η σύνθεση και η πολιτική της ΠΕΕΑ εξέφραζαν με συνέπεια τη στρατηγική των αντιφασιστικών μετώπων του 7ου Συνεδρίου της Κομουνιστικής Διεθνούς και του 6ου Συνεδρίου του ΚΚΕ. Ρήξη με το βρετανικό ιμπεριαλισμό ... (που) έπρεπε να γίνει, σήμαινε και ρήξη με το σύνολο του αστικού πολιτικού κόσμου, σήμαινε απόρριψη της “εθνικής ενότητας” που εξέφραζε η ΠΕΕΑ, σήμαινε στρατηγική εκ μέρους του ΚΚΕ που δεν θα αυτονομούσε τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα από τον αγώνα για την εργατική εξουσία ... υπήρξαν συμβιβασμοί με την εγχώρια αστική τάξη και τα κόμματά της, με αποτέλεσμα το ΚΚΕ και το ΕΑΜ να συρθούν πίσω από την αστική τάξη, επομένως και πίσω από την εγγλέζικη συμμαχική της δύναμη».
Εθνική Ενότητα;
Το Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ ανασύρει στοιχεία που υπονομεύουν και το άλλο «αγκωνάρι» όπου, τάχα, πάτησε το μεγάλο κίνημα της Αντίστασης: την μπροσούρα του Γληνού «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ». Η θέση του Γληνού είναι ότι ο αναγκαία πλατύς, εθνικοαπελευθερωτικός χαρακτήρας του κινήματος θα πρέπει να περιλαμβάνει και την αστική τάξη. Το βιβλίο θυμίζει, και σωστά, ότι τέτοια συμμετοχή δεν υπήρξε: «Ένα τμήμα της ... διαμόρφωσε κυβερνητικό-κρατικό κέντρο στο εξωτερικό και ο βασιλιάς εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο. Ένα άλλο τμήμα της (οι δωσίλογοι) συνεργάστηκε με τους κατακτητές. Ένα τρίτο λούφαξε στην Αθήνα, ενώ έπαιρνε μέρος στην υπονόμευση του αγώνα. Και τέλος, ένα τέταρτο οργάνωσε ορισμένη δράση κατά των κατακτητών σε συνεργασία με τις μυστικές υπηρεσίες της Βρετανίας, ενώ παράλληλα είχε διαύλους συνεργασίας και με τους Γερμανούς, για να χτυπήσει το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Στόχος όλων ήταν η διατήρηση της αστικής εξουσίας μετά τον πόλεμο».
Κάποιοι άλλοι, κυρίως πασοκογενείς, προσπαθούν να αποδείξουν τον πλατύ-διαταξικό, τάχα, χαρακτήρα του ΕΑΜικού κινήματος μέσα από τη συμμετοχή στην Αντίσταση παλιών –βενιζελικών κυρίως– αξιωματικών. Όμως η συμμετοχή αυτή ήταν αποτέλεσμα της βαθιάς κρίσης του ελληνικού κράτους στη δεκαετία του ’30 και όχι της «πλατύτητας» της πολιτικής του ΕΑΜ-ΚΚΕ: «Στο διάστημα 1933-36 πραγματοποιήθηκαν τρία στρατιωτικά πραξικοπήματα ... εκτελέστηκαν δύο στρατηγοί και ένας επίλαρχος της βενιζελικής παράταξης, ενώ αποτάχθηκαν από το στρατό 1.024 αξιωματικοί»... Αυτή η κρίση και όχι κάποιες αφηρημένες ιδέες ήταν η υλική βάση για την προσχώρηση μιας (μειοψηφίας) ριζοσπαστικοποιημένων αξιωματικών στην αντίσταση. Άλλωστε, ο Σαράφης στις 28 Οκτώβρη του ’40 πήρε πιο σκληρή θέση από τον Ζαχαριάδη, δηλώνοντας ότι προϋπόθεση για να πολεμήσει ήταν η... ανατροπή του Μεταξά (σελ. 124).
Το βιβλίο της ΚΕ του ΚΚΕ τελειώνει με ένα μετέωρο –όμως και κολοσσιαίο– ερώτημα: «Πώς θα εξηγηθεί ότι και στη Γαλλία και στην Ιταλία έγινε ο ίδιος συμβιβασμός;». Το δάχτυλο της κριτικής ήδη δείχνει τη Γιάλτα και –μέσω αυτής– τις ευθύνες του σταλινικού «διεθνούς κέντρου» που ήδη δέσποζε στη θέση του μπολσεβικισμού.
Όμως η θετική ιδεολογική στροφή μπορεί να ολοκληρωθεί μόνον αν φτάσει και στην αναγκαία πολιτική στροφή. Στην αποκατάσταση των πολιτικών «οδηγιών» των 4 πρώτων συνεδρίων της Κομιντέρν του Λένιν, που ως κορωνίδα έχουν τη γραμμή για το Ενιαίο Μέτωπο και τη μεταβατική λογική (Τέταρτο Συνέδριο).