Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2015

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΜΕΤΑΞΑ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΙΤΑΛΙΑΣ (1936-1940)

γράφει ο Αρχιμανδρίτης κ.ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΚΕΦΑΛΟΠΟΥΛΟΣ

Το 1936, όταν ο Ιωάννης Μεταξάς κήρυξε την δικτατορία της 4ης Αυγούστου και εξ αιτίας του εσωτερικού κομμουνιστικού κινδύνου και της αναταραχής στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδος, στον διεθνή χώρο είχαν ήδη εκδηλωθεί τα πρώτα σημάδια του επερχομένου πολέμου ( ενσωμάτωση Ρηνανίας στην Γερμανία, κατάκτηση Αβυσσηνίας από τους Ιταλούς, ιταλική παρουσία στην Αλβανία, ισπανικός εμφύλιος). Οι επεκτατικές διαθέσεις της ιταλικής εξωτερικής πολιτικής στην ανατολική Μεσόγειο γίνονταν εύκολα αντιληπτές. Σε αυτές τις δυσμενείς διεθνείς συνθήκες κύριο μέλημα της εξωτερικής πολιτικής του Μεταξά ήταν να διατηρήσει την ουδετερότητα της Ελλάδος. Έτσι, προσπαθεί να αποφύγει τις ιταλικές προκλήσεις ώστε να αποτραπεί ο πόλεμος, και ταυτόχρονα επιζητεί την βρετανική υποστήριξη ως αντιστάθμισμα της ιταλικής διεισδυτικότητας στην νοτιοανατολική Ευρώπη, Βαλκάνια και Μεσόγειο. Επιπλέον, φροντίζει να προετοιμάσει πολεμικά την χώρα για το ενδεχόμενο ενός πολέμου. Είναι ενδεικτικό ότι την τετραετία 1936-1940 δαπανήθηκαν 12 δις δρχ. για τον εξοπλισμό και την οχύρωση της χώρας [i].

Η ελληνική εξωτερική πολιτική του Μεταξά, που δεν διέφερε ουσιαστικά από αυτήν που είχε ακολουθηθεί τα προηγούμενα έτη, είχε στόχο την διατήρηση της ελληνικής ουδετερότητας. Αυτή η ουδετερόφιλη πολιτική προς τις ξένες δυνάμεις είχε δύο κατευθύνσεις, την βαλκανική και την μεσογειακή. Θεμέλιο της πρώτης ήταν το Βαλκανικό Σύμφωνο του 1934 μεταξύ Ελλάδος, Τουρκίας, Γιουγκοσλαβίας και Ρουμανίας, που συσπείρωνε τις βαλκανικές χώρες σε μία συμμαχία που σκοπούσε στην εξασφάλιση της ειρήνης και την αντιμετώπιση της βουλγαρικής κατά κύριο λόγο επιθετικότητας. Ωστόσο, στρατιωτικές υποχρεώσεις δεν προέκυπταν για τις βαλκανικές χώρες σε περίπτωση επιθέσεως από μία εξωβαλκανική Μεγάλη Δύναμη. Έτσι, π.χ. σε μία ιταλική επίθεση κατά ενός βαλκανικού κράτους, τα άλλα κράτη θα παρέμεναν ουδέτερα. Έτσι όμως δεν διασφαλιζόταν πλήρως η ειρήνη ούτε και η Ελλάδα από την ιταλική απειλή, η οποία το 1934 δεν ήταν εμφανής.


Βασιλιάς Γεώργιος Β΄
Η έλλειψη σχετικής πρόβλεψης το 1934 θα δεσμεύει και την πολιτική Μεταξά, που δεν προσδοκά στρατιωτική ενίσχυση από τα βαλκανικά κράτη. Άλλωστε, η βαλκανική του πολιτική βασιζόταν στον άξονα φιλίας Ελλάδος και Τουρκίας, και στην πρόταξη της βουλγαρικής απειλής (πρβλ. αμυντική γραμμή οχυρών Μεταξά)[ii]. Έναντι των άλλων εξωβαλκανικών δυνάμεων και των επιδιώξεών τους στην Βαλκανική, η πολιτική της Ελλάδος θα ήταν εξισορροπητική και ίσων αποστάσεων. Ως προς την μεσογειακή πολιτική, ο Μεταξάς επιζητούσε την ναυτική συνεργασία της Βρετανίας για να αντισταθμίσει την ιταλική απειλή στην ανατολική Μεσόγειο. Ο ίδιος ο Μεταξάς από τον Ιούλιο του 1936 είχε σπεύσει να διαβεβαιώσει τους Βρετανούς ότι η Ελλάδα θα τηρήσει όμοια πολιτική με την βρετανική στον χώρο της Μεσογείου. Αλλά και μετά την 4η Αυγούστου διαβεβαίωνε τον Βρετανό πρέσβυ Waterlow για την φιλοβρετανική του στάση. Ανάλογες ήσαν και οι θέσεις του βασιλέως Γεωργίου Β’ [iii]. To 1937 o Μεταξάς θα δώσει έμπρακτο δείγμα της στάσης του όταν υπογράφθηκαν ή αναθεωρήθηκαν συμβάσεις της ελληνικής κυβερνήσεως με βρετανικές εταιρίες, στις οποίες είχαν παραχωρηθεί προνόμια στον τομέα των τηλεπικοινωνιών.

Αλλά και αργότερα, το 1938 ο Μεταξάς επαναλαμβάνει ανάλογες βεβαιώσεις. Συγκεκριμένα, τον Σεπτέμβριο δήλωνε ότι ”σε περίπτωση πολέμου η Ελλάδα θα τηρούσε στάση φιλικής ουδετερότητας προς την Βρετανία”, ενώ τον Οκτώβριο του ιδίου έτους έλεγε στον Waterlow ότι θα ήθελε πιο στενές διμερείς σχέσεις. Στα τηλεγραφήματα του Βρετανού πρέσβεως προς την κυβέρνησή του αναφέρονται τα επιχειρήματα του Μεταξά υπέρ μιας διακρατικής συμμαχίας ( γεωγραφική θέση της Ελλάδος, δυνατότητα ελιμενισμού του βρετανικού στόλου στα ελληνικά ύδατα, παροχή βρετανικής οικονομικής ενίσχυσης σε αντιστάθμισμα της γερμανικής οικονομικής διείσδυσης στην Ελλάδα κ.ά.).

Ευλόγως τίθεται το ερώτημα γιατί ο Μεταξάς εμφανίζεται να ακολουθεί φιλοβρετανική πολιτική, ενώ πιο αναμενόμενη θα ήταν μία φιλοαξονική στάση, την στιγμή μάλιστα που και οικονομικές δεσμεύσεις υπήρχαν προς την Γερμανία και ιδεολογικές συγγένειες με το καθεστώς της. Η συμπάθεια του Μεταξά προς την Γερμανία υπήρξε αναμφισβήτητη. Ο ίδιος είχε εκπαιδευθεί στην Ακαδημία Πολέμου του Βερολίνου, και το καθεστώς της 4ης Αυγούστου είχε ως πρότυπο το εθνικοσοσιαλιστικό γερμανικό κράτος και το ιταλικό φασιστικό, των οποίων η ιδεολογία και οι θεσμοί έγιναν προσπάθειες να εφαρμοσθούν στην Ελλάδα. Παρά τις ιδεολογικές συγγένειες των καθεστώτων, ο Μεταξάς ήταν υποχρεωμένος εκ των πραγμάτων να ακολουθήσει φιλοβρετανική πολιτική. Η βρετανική επιρροή στην Ελλάδα ήταν μεγάλη και βασικός της προωθητής ήταν ο βασιλεύς Γεώργιος ο Β’, αγγλόφιλος, για την παλινόρθωση του οποίου το 1935 ο βρετανικός παράγων υπήρξε καίριος. Ο Μεταξάς δεν διέθετε ισχυρά ερείσματα στον λαό και τον στρατό και ουσιαστικά βρισκόταν σε μειονεκτική θέση έναντι του βασιλέως [iv]. Πάντα φοβόταν μήπως οι Βρετανοί αποσύρουν την υποστήριξη στο καθεστώς του και τον ανατρέψουν[v]. Ο φόβος αυτός θα τον διακατέχει ως το 1940. Επιπλέον, Βρετανοί ομολογιούχοι ήλεγχαν μέρος του ελληνικού δημοσίου εξωτερικού χρέους και έτσι ασκούνταν πίεση οικονομική, όπως συνέβη το 1937.

Ο κυριότερος όμως λόγος της φιλοβρετανικής στάσης του Μεταξά ήταν γεωπολιτικός. Ήδη από το 1934, πριν δηλ. ανέλθει στην εξουσία, είχε διατυπώσει το δόγμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής για τον μεσογειακό χώρο. Σε σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών την 3η Μαρτίου 1934 (για τις διαβουλεύσεις για το περιεχόμενο του Βαλκανικού Συμφώνου) είχε πει: ”Η Ελλάς δεν είναι μία χερσόνησος περιβρεχομένην από θάλασσαν, αλλά μία θάλασσα περιβαλλομένη υπό ξηράς…η Ελλάς δεν δύναται λοιπόν να τα βάλη ως εκ της γεωγραφικής της θέσεως με καμμίαν απολύτως ναυτικήν Δύναμιν Μεγάλην. Είναι πράγμα το οποίον ουδέ δύναται να σκεφθή… Αν και είναι βεβαίως παράτολμον εις την πολιτικήν να δημιουργή κανείς δόγματα, η Ελλάς δύναται να θέση ως δόγμα πολιτικόν ότι εν ουδεμία περιπτώσει δύναται να ευρεθή εις στρατόπεδον αντίθετον εκείνου, εις το οποίον θα ευρίσκεται η Αγγλία. Δυνάμεθα τούτο ν ατο θεωρήσωμεν ως δόγμα. Εγώ τουλάχιστον το ασπάζομαι”[vi]. Εξετάζοντας επίσης συσχετικά το ενδεχόμενο μιας πολεμικής αντιπαράθεσης στην ευρύτερη περιοχή με την Ιταλία, που ήταν μία ναυτική δύναμη, πρότεινε πολιτική ουδετερότητας έναντι αυτής.

Ταυτόσημη ήταν τότε και η πολιτική που πρότεινε ο Ελευθ. Βενιζέλος, και την οποία είχε ακολουθήσει ως τότε: ”η πολιτική αύτη συνίστατο εις την αποκατάστασιν σχέσεων με την μεγάλην μεσογειακήν Δύναμιν, την γείτονά μας Ιταλία, σχέσεων όσον είναι δυνατόν εγκαρδίων και αναλόγων με εκείνας τας οποίας έχει η Ελλάς επί έναν όλον αιώνα με την Γαλλίαν και την Αγγλίαν”[vii]. Θα μπορούσε να ειπωθεί συμπερασματικά ότι η φιλοβρετανική πολιτική του Μεταξά δεν ήταν απλώς μία επιβεβλημένη εκ των πραγμάτων ακολουθητέα πολιτική, αλλά και μία συνειδητή επιλογή βασισμένη στην εκτίμηση των στρατηγικών και γεωπολιτικών δεδομένων, ενταγμένη στην συνολικότερη ελληνική εξωτερική πολιτική στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου, που ελάμβανε υπ’ όψιν της τον ιταλικό παράγοντα. Το δόγμα αυτό διακηρυγμένο από το 1934, τμήμα της πολιτικής Βενιζέλου, θα ακολουθήσει με συνέπεια ο Ιω. Μεταξάς. Επομένως, η φιλοβρετανική του στάση διαμορφώνεται σε σχέση με την ιταλική παρουσία και επιθετικότητα, και στοχεύει αφ’ ενός στην αμυντική εξασφάλιση της Ελλάδος και αφ’ ετέρου στην διατήρηση των λεπτών ισορροπιών στις σχέσεις ενός κράτους που επιθυμεί να παραμείνει ουδέτερο στον μεσογειακό ανταγωνισμό των δύο ναυτικών δυνάμεων, της Βρετανίας και της Ιταλίας. Η μεσογειακή πολιτική της Ελλάδος εξηρτάτο από την στάση των δύο αυτών δυνάμεων και τις μετξύ τους σχέσεις.

Η Βρετανία σαφώς ήθελε να υπάρχει στην Ελλάδα φιλοβρετανικό καθεστώς, και γι’ αυτό στήριζε τον Μεταξά. Ο Waterlow στις αναφορές του διαβεβαίωνε για την φιλική στάση του Μεταξά και την χρησιμότητά του για την βρετανική πολιτική, ενώ ο υπουργός εξωτερικών Sir Antony Eden δήλωνε στην βρετανική βουλή ( 28 Απριλίου 1937) ότι η εξωτερική πολιτική της χώρας του στηρίζεται σε φιλικά καθεστώτα ασχέτως ιδεολογίας[viii] . Ωστόσο η Βρετανία δεν επιθυμούσε να αναλάβει συμμαχικές υποχρεώσεις έναντι της Ελλάδος ούτε να εγγυηθεί τα σύνορά της. Έτσι απέρριπτε τις σχετικές προτάσεις του Μεταξά. Αιτία ήταν η προσπάθειά της να κρατήσει τις καλές σχέσεις με την Ιταλία, καθώς μία πιο στενή συμμαχία με την Ελλάδα θα ενοχλούσε την Ρώμη. Για τα βρετανικά συμφέροντα σημαντικότερη ήταν η διατήρηση της ισορροπίας ισχύος των στόλων των δύο χωρών στην Μεσόγειο. Άλλωστε, υπήρχε η ιταλοβρετανική ”συμφωνία κυρίων” (Gentlemen’s agreement) του Ιανουαρίου 1937, με την οποίαν αναγνωρίζονταν αμοιβαίος σεβασμός στα συμφέροντα των μεσογειακών αυτών δυνάμεων και στο υπάρχον status quo[ix].

Παρ’ όλες τις βρετανικές προσπάθειες κατευνασμού της Ιταλίας, η τελευταία παρέμενε σταθερή στην φιλόδοξη πολιτική της στην νοτιοανατολική Ευρώπη και Μεσόγειο. Οι εταίροι του Άξονα είχαν συμφωνήσει, σε συνάντηση του Ιταλού υπ. Εξωτερικών κόμητος Ciano με τον Hitler στις 24 Οκτωβρίου 1936, ότι η Αλβανία, Γουγκοσλαβία, Ελλάδα και Μεσόγειος θα αποτελούσαν ιταλική ζώνη επιρροής, και ότι κάθε ανατροπή του μεσογειακού status quo θα απέβαινε υπέρ των ιταλικών συμφερόντων. Η ιταλική διπλωματία δραστηριοποιείτο για να ενισχύσει την παρουσία της στις περιοχές που της είχαν ”παραχωρηθεί” από την σύμμαχό της Γερμανία. Με διάφορες ενέργειες, όπως το σύμφωνο φιλίας με την Γιουγκοσλαβία ( 25 Μαρτίου 1937) και η πολιτική επιρροή στην Αλβανία, που από το 1926 ουσιαστικά ήταν προτεκτοράτο της, προωθούνταν η ιταλική διείσδυση στα Βαλκάνια, ενώ τα Δωδεκάνησα ήταν έξοχη ιταλική ναυτική βάση στην Μεσόγειο.

Οι κινήσεις της Ιταλίας αποτελούσαν προμηνύματα απειλητικά για την Ελλάδα. Ο Μεταξάς στο ημερολόγιό του καταγράφει την ανησυχία του[x]. Ωστόσο, η ιταλική πλευρά φροντίζει να καθησυχάσει τις ελληνικές ανησυχίες. Στο τηλεγράφημα της 2ας Νοεμβρίου 1938 του Έλληνος πρέσβεως στην Ρώμη, διαβάζουμε τις φιλικές διαβεβαιώσεις του Μουσολίνι προς τον Έλληνα ομόλογό του και τις εγγυήσεις του για μετριοπαθή στάση προς τους Δωδεκανησίους[xi]. Αλλά η Ελλάδα δεν μπορεί να βασισθεί στις καθησυχαστικές δηλώσεις του Μουσσολίνι. Οι φήμες και τα τηλεγραφήματα της πρεσβείας στην Ρώμη μιλούν για πιθανή ιταλική εισβολή στην Αλβανία. Ο Μεταξάς, ανήσυχος από τις πληροφορίες, γράφει στο ημερολόγιο: ”τι εβδομάδα! Τώρα θα κινηθή ο Μουσσολίνι; μπορεί να μην κινηθή; και τι έχουμε να υποστούμε εμείς; Ανησυχίες μου σοβαρές απόψε” ( 17 Μαρτίου). Την επομένη γράφει: ”Φοβερά απόφασίς μου εν περιπτώσει ιταλικής απειλής”[xii]. Οι υποψίες του Μεταξά επιβεβαιώνονται. Στις 7 Απριλίου οι Ιταλοί καταλαμβάνουν την Αλβανία και διώχνουν τον βασιλιά της Αχμέτ Ζώγο, που καταφεύγει στην Ελλάδα.

Ο ψυχολογικός αντίκτυπος του γεγονότος στην Ελλάδα υπήρξε τεράστιος. ”θα έλεγε κανείς ότι ο ελληνικός λαός είχε προαισθανθεί ότι η μεταβολή εκείνη στις σχέσεις της Ιταλίας και της Αλβανίας, δεν ήταν στην πραγματικότητα παρά ο πρόλογος της φοβερής τραγωδίας που, ούτε καν δύο χρόνια αργότερα, θα σάρωνε την Ελλάδα” σημειώνει ο Εμμ. Γκράτσι, Ιταλός πρέσβυς στην Αθήνα[xiii].

Η ιταλική επιθετικότητα, που αρκετοί υποψιάζονταν, τώρα ήταν απτή. Η κατάληψη της Αλβανίας δημιουργούσε κοινά σύνορα με την Ελλάδα. Οι ιταλικές στρατιές ήσαν στραμμένες προς την Ελλάδα. Ο Γκράτσι σπεύδει να δηλώσει ότι η χώρα του θα σεβασθεί την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδος. Ο Μεταξάς, δύσπιστος, είχε ήδη πάρει την ”φοβεράν απόφασιν” να αμυνθεί σε περίπτωση ιταλικής απειλής. Γνωρίζει τα δεινά ενός πολέμου που, συν τοις άλλοις, θα επέφερε την πτώση του καθεστώτος του. Είναι αναγκασμένος να προετοιμάσει την χώρα και για να ισχυροποιήσει την θέση της αναζητεί διεθνή στηρίγματα και συμμαχίες. Την 1η Απριλίου, πριν την επικείμενη εισβολή στην Αλβανία, τηλεγραφεί στο Λονδίνο: ”επιθυμούμεν ζωηρώς να μείνωμεν μακράν των διενέξεων αυτών…πλην δεν δυνάμεθα να παραβλέψωμεν την μεσογειακήν μας θέσιν και την ζωτικήν ανάγκην να μην ευρεθώμεν ποτέ αντιμέτωποι των Άγγλων”[xiv].
Παράλληλα, από τις 8 Απριλίου είχε διαταχθεί πολεμική ετοιμότητα της χώρας για ενδεχόμενη επίθεση στην Ήπειρο ή την Κέρκυρα. Γράφει ο Μεταξάς στο ημερολόγιο: ”έχω απόφασιν να αντισταθώ μέχρις εσχάτων. Προτιμώ την τελείαν καταστροφήν διά τον τόπον μου παρά την ατίμωσιν”[xv]. Προσπαθεί πάντως να μην προκαλεί την Ιταλία. Έτσι, ενημερώνει τηλεγραφικά τον Τσιάνο ότι δεν θα επιτρέψει πολιτική δραστηριότητα του εκπτώτου Αχμέτ Ζώγου που να διαταράξει τις καλές σχέσεις με την Ιταλία. Ο Μουσολίνι ανταπαντά ( 9 Απριλίου) με ευχαριστίες τηλεγραφικές για τον περιορισμό του Ζώγου και επιβεβαιώνει ότι ”στενάς φιλικάς σχέσεις αι οποίαι συνδέουν τας δύο χώρας και των οποίων η διατήρησις θα είναι η βάσις της πολιτικής μου εις το παρόν και το μέλλον”[xvi]. Ο Μεταξάς ανακοινώνει στον λαό τις εγγυήσεις του Μουσολίνι Αυτό, σε συνδυασμό με την αγγλογαλλική εγγύηση των συνόρων της Ελλάδος (και της Ρουμανίας), που δόθηκε στις 13 Απριλίου, συμβάλλουν στον καθησυχασμό της ελληνικής κοινής γνώμης. Αλλά η εγγύηση της 13ης Απριλίου ήταν μία δήλωση αλληλεγγύης που δεν δημιουργούσε ρητές υποχρεώσεις των εγγυητών έναντι της Ελλάδος. Ήταν μάλλον θεωρητική παρά στρατιωτική η ” εγγύηση”, και είχε χαρακτήρα προειδοποιητικό προς την Ιταλία, η οποία είχε τώρα παραβιάσει την ”συμφωνία κυρίων” της 2ας Ιανουαρίου 1937 ανατρέποντας μονομερώς υπέρ της το status quo της Μεσογείου[xvii].

Μετά την αλβανική κρίση, επιχειρήθηκε να αποκατασταθούν οι ελληνοϊταλικές σχέσεις και να μειωθεί η ένταση. Ήταν κάτι που επιθυμούσε η Βρετανία, πιστή στην κατευναστική της στάση προς την Ιταλία, η ίδια η Ιταλία (φραστικά τουλάχιστον και προς το παρόν) και ο Μεταξάς. Η εξομάλυνση των διμερών σχέσεων είχε σημασία, καθώς αυτές βασίζονταν στο μεταξύ τους σύμφωνο φιλίας του 1928, που έληγε την 1η Οκτωβρίου 1939. Ο Μεταξάς, συνεπής στην ουδετερόφιλη και καλών σχέσεων πολιτική, πήρε την πρωτοβουλία και, μιλώντας στις 21 Αυγούστου στον Γκράτσι, του τόνισε την σημασία που απέδιδε στην ελληνοϊταλική φιλία, και βεβαίωσε ότι δεν είχε παραχωρηθεί δικαίωμα χρήσης ελληνικών λιμένων από τον βρετανικό στόλο. Παράλληλα διαμαρτυρήθηκε για κάποιες ενέργειες, εχθρικά δημοσιεύματα, ενοχλητικές ιταλικές πτήσεις[xviii]. Είχαν προηγηθεί (Μάιος 1939) παραστάσεις Μεταξά στον Γκράτσι για υπερβολική συγκέντρωση ιταλικού στρατού στην Αλβανία.

Οι γραπτές προτάσεις του Μουσολίνι από πέντε σημεία ήρθαν στις 12 Σεπτεμβρίου, προτάσεις φιλικές και βεβαιώσεις ειρήνης και μη επιθέσεως. Μάλιστα, περιλαμβάνονταν πρόταση απόσυρσης ιταλικών στρατευμάτων στα 20 χλμ. από την αλβανική μεθόριο. Οι προτάσεις Μουσολίνι σήμαιναν επιθυμία ανανεώσεως του συμφώνου του 1928. Ο Μεταξάς δέχθηκε εγκαρδίως τις προτάσεις, και στις 20 Σεπτεμβρίου κοινό ανακοινωθέν ανέφερε ότι οι διμερείς σχέσεις ”εξακολουθούν να είναι ειλικρινώς φιλικαί και να εμπνέωνται υπό πνεύματος πλήρους και αμοιβαίας εμπιστοσύνης”. Παράλληλα ο Μεταξάς είχε ειδοποιήσει την βρετανική κυβέρνηση για να γνωρίζει την θέση της προτού προβεί σε ανανέωση του συμφώνου με την Ιταλία. Αυτή όμως επιθυμούσε ένα σύμφωνο χωρίς ουσιαστικές δεσμεύσεις της Ελλάδος, δηλαδή να μην υποχρεώνεται αυτή σε ουδετερότητα σε περίπτωση ιταλοβρετανικής ρήξης, η οποία φαινόταν πιθανή στο μέλλον, καθώς ο πόλεμος είχε αρχίσει (εισβολή Χίτλερ σε Πολωνία την 1η Σεπτεμβρίου), και η Ιταλία, αν και ουδέτερη ακόμη, συνδεόταν με την Γερμανία με το ”Χαλύβδινο Σύμφωνο” (22 Μαΐου 1939) που προέβλεπε αμοιβαία στρατιωτική συνεργασία. Τα βρετανικά στρατηγικά συμφέροντα εν όψει μιας ευρείας σύρραξης εξυπηρετούνταν καλύτερα από μία φιλικά ουδέτερη Ελλάδα που δεν είχε δεσμεύσεις ούτε προς την Βρετανία ούτε προς την Ιταλία ακόμη περισσότερο. Γι’ αυτόν τον λόγο, το Foreign Office ήταν αντίθετο προς την ανανέωση του ελληνοϊταλικού συμφώνου[xix]. Ο Μεταξάς πιεζόμενος από την αποθαρρυντική στάση της Βρετανίας, δεν ανανέωσε το σύμφωνο. Οι δύο πλευρές περιορίσθηκαν σε ανακοινώσεις ότι θα διατηρούσαν σχέσεις συνεργασίας και εμπιστοσύνης.

Η μη ανανέωση του συμφώνου δεν επηρέασε αρνητικά τις διμερείς σχέσεις. Ασφαλώς η ανανέωσή του δεν θα αποτελούσε εμπόδιο στην σταθερά προσανατολισμένη επεκτατική πολιτική της Ιταλίας ούτε θα απέτρεπε την επίθεση του 1940. Είναι γεγονός ότι εκείνο το διάστημα ο Μουσολίνι έδειχνε φιλικές διαθέσεις έναντι της Ελλάδος. Δεν ένοιωθε ακόμη έτοιμος για πόλεμο ούτε επιθυμούσε να ανοίξει την συγκεκριμένη στιγμή βαλκανικό μέτωπο, κάτι που και ο Χίτλερ δεν ήθελε. Ο Μεταξάς πάλι, δέσμιος του βρετανικού παράγοντα στα ελληνικά πράγματα, δεν θα μπορούσε να ενεργήσει ενάντια στην θέλησή τους. Η επιλογή των αμοιβαίων φιλικών ανακοινώσεων ήταν σύμφωνη με το πνεύμα της ουδετερότητας: δεν δυσαρεστούσε την Βρετανία και διατηρούσε τις καλές σχέσεις με την Ιταλία[xx].

Το καλό κλίμα στις ελληνοϊταλικές σχέσεις διατηρήθηκε ως την άνοιξη του 1940. Στο διάστημα αυτό, δημοσιεύματα εφημερίδων και των δύο χωρών τόνιζαν τις καλές σχέσεις. Στα ίδια πλαίσια ο Μεταξάς, στα εγκαίνια της εκθέσεως ιταλικού βιβλίου στις 18 Δεκεμβρίου 1939, μιλά ενθέρμως για την κοινή ελληνοϊταλική πνευματική κληρονομιά[xxi]. Στο ίδιο διάστημα παρατηρείται στενότερη συνεργασία της Ελλάδος με την Βρετανία στον τομέα της οικονομίας και της ενίσχυσης της παράκτιας άμυνας και αεροπορίας[xxii]. Αλλά προς το παρόν, δεν υπήρχε διάθεση για άνοιγμα ενός βαλκανικού πολεμικού μετώπου.
Οι ελληνοϊταλικές σχέσεις άρχισαν πάλι να δοκιμάζονται (Απρίλιος 1940) από τις συχνές πτήσεις ιταλικών αεροπλάνων πάνω από την αλβανική μεθόριο και από διαδόσεις για σχέδιο κατάληψης της Κέρκυρας. Δημοσιεύματα προκλητικά ιταλικών εφημερίδων συντηρούσαν την καχυποψία στις σχέσεις των δύο χωρών με το να αναφέρονται σε επικείμενη αγγλική επέμβαση στην Ελλάδα. Για άλλη μία φορά ο Γκράτσι σπεύδει να διασκεδάσει τα δημοσιεύματα και να καθησυχάσει τον Μεταξά. Αυτός όμως έχει πλήρη επίγνωση της δύσκολης κατάστασης. Καθώς η θέση της Γαλλίας στο πολεμικό μέτωπο είναι δυσχερής, ο Μουσολίνι δείχνει να αποφασίζει οριστικά την είσοδό του στον πόλεμο. Στο ημερολόγιο του Μεταξά (Μάιος 1940) διαβάζουμε την ανησυχία του τόσο για τον διεθνή περίγυρο όσο και για την χειροτέρευση της υγείας του σε τόσο κρίσιμες στιγμές για την χώρα. Ορισμένες διαβουλεύσεις με τους Βαλκάνιους για συνεργασία των στρατιωτικών τους επιτελείων με σκοπό την αποτροπή της φημολογούμενης ιταλικής επιθέσεως, δεν απέδωσαν Ο Μεταξάς ως προληπτικό μέτρο διατάζει την επιστράτευση μιας μόνο κλάσεως (η γενική επιστράτευση θα μπορούσε να θεωρηθεί πρόκληση προς την Ιταλία).

Παρ’ ότι τηρεί τα προσχήματα, γνωρίζει πως δύσκολα η ελληνική ουδετερότητα θα διαφυλαχθεί. Χωρίς βαλκάνιους συμμάχους και χωρίς να ελπίζει σε βοήθεια από τους Αγγλογάλλους (” οι Άγγλοι και οι Γάλλοι μας άφησαν αόπλους και σχεδόν ανυπεράσπιστους”, γράφει στις 31 Μαΐου στο ημερολόγιό του), αναμένει πλέον την ιταλική επίθεση ( ”κατά πάσαν πιθανότητα πόλεμος Ιταλίας, ας μας βοηθήσει ο Θεός! Θέσις Ελλάδος δύσκολος”, γράφει στις 20 και 21 Μαΐου . Η Γαλλία σύντομα θα συνθηκολογήσει και η Βρετανία δεν διαθέτει επαρκείς δυνάμεις στην ανατολική Μεσόγειο για να υπερασπίσει την Ελλάδα ή να υπερισχύσει της Ιταλίας στην θάλασσα. Η Ελλάδα ουσιαστικά μένει μόνη της για να αντιμετωπίσει την απειλή. Η αγγλογαλλική εγγύηση της 13ης Απριλίου 1939 των συνόρων της Ελλάδας αποδεικνύεται καθαρά θεωρητική ενώ πρακτικά είναι ανύπαρκτη.
Η Ιταλία εισέρχεται στον πόλεμο κατά των Αγγλογάλλων (10 Ιουνίου) και ταυτόχρονα εξαρτά την στάση της έναντι της Ελλάδος από την ίδια την ελληνική στάση. Στις 11 Ιουνίου 1940 ο Μεταξάς δηλώνει ότι η Ελλάδα θα παραμείνει αυστηρά ουδέτερη και δεν θα επιτρέψει στον βρετανικό στόλο να εισέλθει στα ελληνικά λιμάνια[xxiii]. Ο σκοπός της δήλωσης είναι να αφαιρέσει από τον Μουσολίνι την δυνατότητα να χρησιμοποιήσει ως πρόφαση το ενδεχόμενο της βρετανικής επέμβασης, που θα σήμαινε παραβίαση της ελληνικής ουδετερότητας, ώστε να της κηρύξει τον πόλεμο. Η δήλωση αυτή δεν ανέκοψε την ιταλική προκλητικότητα, η οποία αντιθέτως ενισχύθηκε μετά την αποτυχία του Μουσολίνι να πετύχει ευνοϊκούς όρους για την χώρα του μετά την γαλλική συνθηκολόγηση. Αρχίζουν να αποστέλνονται στην Ελλάδα σκηνοθετημένα ιταλικά διαβήματα που αναζητούν το πρόσχημα της επέμβασης. Στις 18 Ιουνίου ανακοινώνεται στον Έλληνα πρέσβυ στην Ρώμη ότι η παρουσία πλοίων του βρετανικού στόλου στα λιμάνια της Κρήτης παραβιάζει την ελληνική ουδετερότητα. Ύστερα από διαμαρτυρίες του Μεταξά και του Έλληνα πρέσβεως, η ιταλική πλευρά αναγνωρίζει ότι οι πληροφορίες της ήταν λανθασμένες[xxiv]. Νέο διάβημα της 26ης Ιουνίου κατηγορεί τον Έλληνα πρέσβυ στην Άγκυρα για δράση εναντίον του Άξονα, ενώ στις 3 Ιουλίου ο Τσιάνο διαμαρτύρεται στον Ι. Πολίτη (πρέσβυ στην Ρώμη) γιατί έχει, ως ισχυρίζεται, αποδείξεις ότι αγγλικά πολεμικά πλοία χρησιμοποιούν τα ελληνικά λιμάνια και παρενοχλούν τα ιταλικά πλοία. ”η διδόμενη εις τον αγγλικόν στόλον βοήθεια, είπε ο Τσιάνο, σημαίνει πόλεμον προς την Ιταλίαν και την Γερμανία”. Ακολουθούν οι ελληνικές διαψεύσεις από την πρεσβεία στην Ρώμη. Ο Μεταξάς στο ημερολόγιό του σημειώνει την ανησυχία του[xxv].

Το ζητούμενο της ιταλικής κυβέρνησης δεν είναι η αλήθεια, αλλά η πρόφαση πολέμου, ένα προσχηματικό casus belli. Οι προκλήσεις συνεχίζονται και παίρνουν πολεμική μορφή. Ιταλικά αεροπλάνα σε τρεις περιπτώσεις βομβαρδίζουν ελληνικά πλοία. Τα περιστατικά παραμένουν κρυφά για να μην αναστατωθεί η κοινή γνώμη, ενώ οι ελληνικές ρηματικές διακοινώσεις παραμένουν αναπάντητες. Στις αρχές Αυγούστου οι προκλήσεις κορυφώνονται. Τα ιταλικά πρακτορεία ειδήσεων ανακινούν θέμα μειονότητας της Τσαμουριάς αναγορεύοντας τον φόνο ενός Αλβανού κακοποιού σε πράξη κατά ενός Αλβανού πατριώτη. Στις 15 Αυγούστου τορπιλίζεται το ”Ελλη” στην Τήνο από ιταλικό υποβρύχιο. Το επίσημο ανακοινωθέν μιλάει για δράστες ”αγνώστου εθνικότητος”. Ο Μεταξάς ακόμη και τώρα τηρεί τέτοια στάση για να μην προσφέρει στην Ιταλία την πρόφαση που ζητεί.

Ο Γκράτσι[xxvi] αποδίδει το συμβάν στην ιταλική πρόθεση να τονισθεί η κυριαρχία της στην ανατολική Μεσόγειο και να καμφθεί το ηθικό των Ελλήνων. Το αποτέλεσμα ήταν ακριβώς το αντίθετο. Αποφασιστική συσπείρωση του ελληνικού λαού γύρω από τον ηγέτη του που ήταν αποφασισμένος για ”ένα ένδοξον τέλος”[xxvii]. Τις ίδιες μέρες σημειώθηκαν μετακινήσεις ιταλικών στρατευμάτων στην αλβανική μεθόριο. Ανάλογες κινήσεις και από ελληνικής πλευράς, η οποία τηρεί πάντοτε την άψογη στάση έναντι της Ιταλίας. Αλλά η ιταλική επίθεση αναβάλλεται. Η Ιταλία στρατιωτικά δεν είναι έτοιμη ενώ και ο Χίτλερ παρεμβαίνει στον Μουσολίνι και του ζητά να την αναβάλλει, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η Γερμανία επεμβαίνει στην μεσογειακή σφαίρα ιταλικών συμφερόντων. Ο Μεταξάς με προσωρινή ανακούφιση πληροφορείται την παρέμβαση του Χίτλερ.
Ο πόλεμος όμως είναι αναπόφευκτος. Ακόμη και η Βρετανία επιθυμεί τώρα την ελληνοϊταλική σύρραξη γιατί έτσι θα δεσμευθούν δυνάμεις του Άξονα στο ελληνικό μέτωπο. Για να βεβαιωθεί όμως η Βρετανία ότι η Ελλάδα θα αντισταθεί, ενθαρρύνει τον Μεταξά και του υπόσχεται βοήθεια[xxviii]. Όλον τον Σεπτέμβριο ο ιταλικός στρατός συγκεντρώνεται στην Αλβανία. Ο Μεταξάς θεωρεί ”επικείμενον το τέλος” (1 Οκτωβρίου), παρ’ όλα αυτά κάνει την ύστατη προσπάθεια να το αποτρέψει, ζητώντας την μεσολάβηση του Χίτλερ στην Ιταλία[xxix]. Στις 15 Οκτωβρίου έλαβε χώρα στην Ρώμη το πολεμικό συμβούλιο υπό τον Μουσολίνι και αποφασίσθηκε η επίθεση για τα τέλη του μηνός, αφού πρώτα θα σκηνοθετούσαν επεισόδιο στα ελληνοαλβανικά σύνορα, που ορίσθηκε για την 26η Οκτωβρίου ( ο Χίτλερ δεν θέλησε ή δεν μπόρεσε να αποτρέψει τον Μουσολίνι από τα σχέδιά του).

Ο Μεταξάς από μέρα σε μέρα αναμένει την ιταλική επίθεση. Τελικά, στις 28 Οκτωβρίου 1940, την 3η πρωινή ώρα ο Γκράτσι του επέδωσε την διακοίνωση της κυβέρνησής του, με την οποία επαναλαμβάνονταν οι κατηγορίες για αθέτηση της ουδετερότητας από την ελληνική πλευρά, και ζητούσε την ελεύθερη διέλευση των ιταλικών στρατευμάτων από το ελληνικό έδαφος[xxx]. Ο Μεταξάς του απάντησε ψυχρά, λακωνικά και ατάραχος στην γαλλική, την γλώσσα της διπλωματίας: ”alors c’ est la guerre” (=λοιπόν, πόλεμος). Την ίδια μέρα με διάγγελμά του καλούσε τον ελληνικό λαό να αγωνισθεί για την πατρίδα. Ο πόλεμος ήταν ήδη πραγματικότητα.

Ο Ιωάννης Μεταξάς, έχοντας σταθερή πολιτική γραμμή για την εξωτερική πολιτική της χώρας, προσπάθησε όσο μπορούσε και του επέτρεπαν οι συνθήκες, να την εφαρμόσει με συνέπεια. Η πολιτική του συνίστατο στην διαφύλαξη της ουδετερότητας της χώρας, την οποία προσπάθησε να ενισχύσει μέσα από διπλωματικές ενέργειες, διεθνείς συμμαχίες, και τον εξοπλισμό και την αμυντική θωράκιση της χώρας.

Προσπάθησε μέσα από αντίξοες συνθήκες, διεθνείς και εσωτερικές, να ισορροπήσει μεταξύ της εξάρτησης από τον βρετανικό παράγοντα που σε μεγάλο βαθμό καθόριζε τα ελληνικά πράγματα μέσω ενός αγγλόφιλου βασιλιά και μιας αγγλόφιλης ελληνικής κοινής γνώμης, και μεταξύ της προσωπικής του συμπάθειας για την Γερμανία και τα ιδεολογικά συγγενή καθεστώτα της Γερμανίας και της Ιταλίας. Θέλησε να διατηρήσει την χώρα αλώβητη και αμέτοχη στον επερχόμενο πόλεμο που σταδιακά εξαπλωνόταν στην Ευρώπη. Επιχείρησε να εξισορροπήσει την επιθετικότητα της Ιταλίας με την καλλιέργεια διμερών φιλικών σχέσεων. Για ένα διάστημα έδειχνε να πετυχαίνει τους στόχους του. Όμως οι διεθνείς εξελίξεις ήσαν ραγδαίες. Οι διεθνείς συμμαχίες της Ελλάδας κατέρρευσαν και ο πόλεμος σάρωσε την Ευρώπη και έφθασε στην Ελλάδα. Παρ’ όλες τις προσπάθειές του δεν κατόρθωσε να τον αποτρέψει. Αυτό δεν σημαίνει ότι απέτυχε ούτε ότι φάνηκε κατώτερος των περιστάσεων. Οι διεθνείς εξελίξεις είχαν τέτοιον ρυθμό που δεν ήταν δυνατόν να συγκρατηθούν.

Και στην κρίσιμη ώρα, φάνηκε ”αποφασισμένος για κάθε θυσίαν υπέρ της τιμής της Ελλάδος” (καταγραφή ημερολογίου Ιωάννη Μεταξά στις 2 Οκτωβρίου 1940) παρά να υποκύψει στις ατιμωτικές ιταλικές αξιώσεις.

ΣΗΜΕΙΏΣΕΙΣ
[i] Ιω. Μεταξά, Το προσωπικό του ημερολόγιο, τ. Δ’ (1933-1941), εκδ. Ίκαρος, 1960, σελ. 426.
[ii] Ιω. Μεταξάς, ό.π., σελ. 210-212, Γ. Κολιόπουλος, Παλινόρθωση, Δικατορία, Πόλεμος, 1935-1941, εκδ. Εστία, Αθήνα 1984, σελ. 58, 74, Σ. Θ. Λάσκαρις, Διπλωματική ιστορία της συγχρόνου Ευρώπης (1914-1939), Θεσσαλονίκη 1954, σελ. 287-288, Σ. Λιναρδάτος, Ο Ιωάννης Μεταξάς και οι Μεγάλες Δυνάμεις (1936-1940), εκδ. Προσκήνιο, Αθήνα 1993, σελ. 55-57, Π.Πιπινέλης, Εξωτερική πολιτική της Ελλάδος ( 1923-1941), Αθήναι 1948, σελ. 189-191.
[iii] Βλ. Γ. Κολιόπουλος, ό.π., σελ. 75, 84-86, όπου και οι αντίστοιχες παραπομπές στις αναφορές του Waterlow για το Foreign Office.
[iv] Ιστορία του ελληνικού έθνους, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1978, τ. ΙΕ’, σελ. 397.
[v] Ιω. Μεταξάς, ό.π., σελ. 359, 460, στις καταγραφές ημερολογίου του Μαρτίου 1939 και της 1ης Απριλίου 1940.
[vi] Π. Πιπινέλης, ό.π., σελ. 198-200.
[vii] Π. Πιπινέλης, ό.π., σελ. 194.
[viii] Δ. Κιτσίκης, Η Ελλάς της 4ης Αυγούστου και οι μεγάλες δυνάμεις, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1974, σελ. 32-33, Γ. Κολιόπουλος, ό.π., σελ. 80-82, όπου και οι παραπομπές στα αρχεία του Foreign Office.
[ix] Γ. Κολιόπουλος, ό.π.,σελ. 60-62, 69-71.
[x] Ιω. Μεταξάς, ό.π., ορισμένες ενδεικτικές καταγραφές, σελ. 287, 301, 310.
[xi] Ιω. Μεταξάς, ό.π., παράρτημα, σελ. 670-672.
[xii] Ιω. Μεταξάς, ό.π.., σελ. 359.
[xiii] Εμμ. Γκράτσι, Η αρχή του τέλους (η επιχείρηση κατά της Ελλάδας), εκδ. Εστία, Αθήνα 1980, σελ. 17.
[xiv] Το αναφέρει ο Β.Π.Παπαδάκης, Διπλωματική ιστορία του ελληνικού πολέμου ( 1940-1945), Αθήναι 1956, σελ. 16.
[xv] Ιω. Μεταξάς, ό.π., σελ. 364-365.
[xvi] Ιω. Μεταξάς, ό.π., σελ. 365.
[xvii] Π.Πιπινέλης, ό.π., σελ. 286-287. Κ. Σβολόπουλος, Η ελληνική εξωτερική πολιτική από τις αρχές του 20ου αιώνα ως το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 227-228.
[xviii] Εμμ. Γκράτσι, ό.π., σελ. 54-56, 61-62, και Ιω. Μεταξάς, ό.π., σελ. 371-372, 385-389.
[xix] Ιστορία του ελληνικού έθνους, ό.π., τ. ΙΕ’, σελ. 404-406, Γ. Κολιόπουλος, ό.π., σελ. 163-168, Π.Πιπινέλης, ό.π., σελ. 292-293.
[xx] Εμμ. Γκράτσι, ό.π., σελ. 90-94.
[xxi] Ιω. Μεταξάς, Λόγοι και σκέψεις 1936-1941, εκδ. Γκοβόστης, Αθήνα, χ.χ., τ. Β’, σελ. 224-226.
[xxii] Ιστορία του ελληνικού έθνους, ό.π., σελ. 406-408.
[xxiii] Εμμ. Γκράτσι, ό.π., σελ. 124-125.
[xxiv] Εμμ. Γκράτσι, ό.π., σελ. 126-128, Ιω. Μεταξάς, ό.π., σελ. 476.
[xxv] Ιω. Μεταξάς, ό.π. σελ. 486-487, όπου και τα κείμενα των αναφορών και της απάντησης του Ι. Πολίτη.
[xxvi] Εμμ. Γκράτσι, ό.π., σελ. 201-203.
[xxvii] Ιω. Μεταξάς, ό.π., σελ. 497-498.
[xxviii] Εμμ. Γκράτσι, ό.π., σελ. 236, Γ. Κολιόπουλος, ό.π., σελ. 192-193.
[xxix] Ιω. Μεταξάς, ό.π., σελ. 507, εγγραφές ημερολογίου στις 22, 27, 28, 30 Σεπτεμβρίου.
[xxx] Βλ. Ελληνικά Διπλωματικά Έγγραφα 1940-1941, Αθήνα 1980, αρ. 1, όπου περιλαμβάνεται το κείμενο αυτό όπως και όλα τα άλλα σημαντικά διπλωματικά έγγραφα της περιόδου αυτής.

ΠΗΓΕΣ
1) Documents on British Foreign Policy, 1919-1939, H.M. Stationery, London 1960, 3η σειρά, τ. Ε’.
2) Ελληνικά Διπλωματικά Έγγραφα 1940-1941, Αθήνα 1980.
3) Ιω. Μεταξάς, Το προσωπικό του ημερολόγιο, τ. Δ’ (1933-1941), εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1960.
4) Ιω. Μεταξάς, Λόγοι και σκέψεις 1936-1941, τ. Β’, εκδ. Γκοβόστη, Αθήνα, χ.χ.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1) Εμμ. Γκράτσι, Η αρχή του τέλους (η επιχείρηση κατά της Ελλάδας), εκδ. Εστία, Αθήνα 1980.
2) Ιστορία του ελληνικού έθνους, τ. ΙΕ’, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1978.
3) Δ. Κιτσίκης, Η Ελλάς της 4ης Αυγούστου και οι μεγάλες δυνάμεις, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1974.
4) Γ. Κολιόπουλος, Παλινόρθωση, Δικτατορία, Πόλεμος, 1935-1941, εκδ. Εστία, Αθήνα 1984.
5) Α. Κύρου, Ελληνική εξωτερική πολιτική, Αθήναι 1955.
6) Σ.Θ. Λάσκαρις, Διπλωματική ιστορία της συγχρόνου Ευρώπης ( 1914-1939), Θεσσαλονίκη 1954.
7) Σ. Λιναρδάτος, Ο Ιωάννης Μεταξάς και οι Μεγάλες Δυνάμεις (1936-1941), εκδ. Προσκήνιο, Αθήνα 1993.
8) Β.Π. Παπαδάκης, Διπλωματική ιστορία του ελληνικού πολέμου (1940-1941), Αθήναι 1956.
9) Π.Πιπινέλης, Εξωτερική πολιτική της Ελλάδος ( 1923-1941), Αθήναι 1948.
10) Κ. Σβολόπουλος, Η ελληνική εξωτερική πολιτική από τις αρχές του 20ου αιώνα ως το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1983. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.