Συνέντευξη του Πολυμέρη Βόγλη
Το
προηγούμενο Σαββατοκύριακο, το Φόρουμ Κοινωνικής Ιστορίας, μια δυναμική
επιστημονική συλλογικότητα η οποία συσπειρώνει νέους έλληνες ιστορικούς
με έμφαση στον 20ό αιώνα, οργάνωσε με επιτυχία συνέδριο για το καθεστώς
της 4ης Αυγούστου. Οι ανακοινώσεις επιχείρησαν μια «κοινωνική στροφή»
στη μελέτη της περιόδου, εστιαζόμενες στο ζήτημα της σχέσης του
καθεστώτος της 4ης Αυγούστου με την ελληνική κοινωνία — ενώ αναπόφευκτες
ήταν οι αναφορές στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Για όλα αυτά
συζητήσαμε με τον ιστορικό Πολυμέρη Βόγλη (Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, μέλος
της οργανωτικής επιτροπής του συνεδρίου).
ENΘΕΜΑΤΑ
Ο τίτλος του συνεδρίου ήταν «Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου και η
ελληνική κοινωνία. Ένα πείραμα εκφασισμού». Τι σημαίνει «πείραμα
εκφασισμού», στο ιστορικό και το διεθνές του πλαίσιο, και πώς
υλοποιείται από το καθεστώς;
Για πολλά
χρόνια, η συζήτηση για το μεταξικό καθεστώς ήταν εγκλωβισμένη στο ζήτημα
εάν το καθεστώς ήταν φασιστικό, δηλαδή στις ομοιότητες και τις διαφορές
του με τη φασιστική Ιταλία και τη ναζιστική Γερμανία. Το σκεπτικό του
συνεδρίου ήταν να κινηθεί η συζήτηση σε μια άλλη κατεύθυνση. Δηλαδή, όχι
να συσχετίσουμε το καθεστώς της 4ης Αυγούστου με μια τυπολογία του
φασισμού αλλά να το εξετάσουμε ως ένα πείραμα, όπου συνδυάστηκαν
διαφορετικά, εγχώρια και ξένα, πολιτικά ρεύματα και ιδεολογίες, όπως ο
εθνικισμός, ο συντηρητισμός, ο φασισμός. Επίσης, η έννοια του
«εκφασισμού» ήθελε να τονίσει ότι γίνεται μια προσπάθεια «από τα πάνω»
να αναδιοργανωθεί η ελληνική κοινωνία σε πρότυπα που παραπέμπουν σε
φασιστικά καθεστώτα της εποχής, αλλά η προσπάθεια αυτή τελικά είναι
ανεπιτυχής. Είναι μια διαδικασία που μένει ανολοκλήρωτη — μην ξεχνάμε
ότι μετά από τέσσερα χρόνια ξεσπά ο πόλεμος και ο δικτάτορας πεθαίνει
τον Ιανουάριο του 1941. Όπως έδειξε το μαζικό κίνημα της Αντίστασης, η
απήχηση των φασιστικών ιδεών ήταν περιορισμένη.
Εκτός της αναλογίας με τη Βαϊμάρη, μια άλλη αναλογία που ακούμε συχνά
για τη σημερινή Ελλάδα είναι με τον ελληνικό Μεσοπόλεμο. Η αναζήτηση
τέτοιων αναλογιών μπορεί να είναι γόνιμη ή ολισθηρή, επιστημονικά και
πολιτικά;
Οι
ιστορικοί συχνά κάνουν συγκρίσεις, αναζητούν ομοιότητες και διαφορές, ή
αναλογίες, όπως είπατε, στην προσπάθειά τους να επεξεργαστούν θεωρητικά
μοντέλα ανάλυσης. Ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση νομίζω ότι πιο
χρήσιμο θα ήταν όχι η αναζήτηση αναλογιών ανάμεσα στο σήμερα και τον
Μεσοπόλεμο αλλά η συζήτηση περί συνέχειας και τομών ανάμεσα στον
Μεσοπόλεμο και τη δικτατορία. Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ζητήματα που
αναδείχθηκαν στο συνέδριο ήταν η συνέχεια της δικτατορίας Μεταξά σε
σχέση με τις προηγούμενες κυβερνήσεις. Ενώ οι περισσότεροι θεωρούν ότι η
δικτατορία είναι τομή στην ιστορία, εάν εξετάσουμε τις πολιτικές, τους
θεσμούς ακόμα και τα πρόσωπα που στελεχώνουν το κράτος επί Μεταξά τότε
θα δούμε μια εντυπωσιακή συνέχεια. Γι’ αυτό και πάρα πολλοί
διανοούμενοι, επιστήμονες, τεχνοκράτες, που θα τους χαρακτηρίζαμε
φιλελεύθερους, δεν έχουν κανένα πρόβλημα να συνεργαστούν ή να εκθειάσουν
τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου.
Γιατί ο φασισμός ασκεί, την εποχή εκείνη, έλξη στην ελληνική κοινωνία;
Ο φασισμός
ασκεί έλξη όχι μόνο στην ελληνική κοινωνία αλλά στις περισσότερες
ευρωπαϊκές κοινωνίες. Από την άλλη πλευρά, η απήχηση που έχουν τα
φασιστικά κόμματα τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη δεν είναι πολύ
μεγάλη. Ας μην ξεχνάμε ότι μόνο στην Ιταλία και τη Γερμανία ανέβηκαν
στην εξουσία, ενώ στην Ελλάδα οι φασιστικές οργανώσεις μπορεί να είναι
δραστήριες αλλά οι περισσότερες είναι βραχύβιες και η πολιτική τους
επιρροή, εννοώ σε επίπεδο εκλογών, μηδαμινή. Ωστόσο, θα συμφωνήσω ότι η
διάδοση του φασισμού στο Μεσοπόλεμο είναι κάτι ιστορικά μοναδικό,
ιδιαίτερο, το οποίο, κατά κύριο λόγο, συνδέεται με την κρίση του
φιλελευθερισμού. Το Κραχ του 1929 κλόνισε την πίστη στον οικονομικό
φιλελευθερισμό και ενίσχυσε την ανάγκη για ένα ισχυρό κράτος που
παρεμβαίνει δυναμικά στην κοινωνία και την οικονομία. Επιπλέον, η
αδυναμία ή ανικανότητα των πολιτικών ελίτ να ενσωματώσουν τα λαϊκά
στρώματα σε μια εποχή μαζικής πολιτικής, οδήγησε τον αστικό πολιτικό
κόσμο να υιοθετήσει όλο και πιο αυταρχικές ιδέες αναφορικά με την
πολιτική εξουσία και την οργάνωση της κοινωνίας.
Ο
αυταρχισμός και η εκτροπή από τη δημοκρατία είναι μια σταθερά που
διαποτίζει το ελληνικό κράτος στη διάρκεια του 20ού αιώνα. Δημιούργησε
αυτό υποδομές και κουλτούρα αυταρχισμού, στην κοινωνία και το κράτος,
«κατάλοιπα» ακόμα και μετά την τομή της Μεταπολίτευσης;
Η ροπή προς
τον αυταρχισμό, όντως, διακρίνει την ιστορία της Ελλάδας. Θα έλεγα ότι
οι πολιτικές δυνάμεις καλλιεργούν μια κουλτούρα αυταρχισμού που διαπερνά
το κράτος και τελικά αποκτά τη δική της δυναμική. Ας σκεφτούμε τον ρόλο
που παίζει ο στρατός, ο οποίος από τη δεκαετία του 1940 και μετά
μετατρέπεται σε αυτόνομο πόλο εξουσίας και ισχυροποιείται τόσο ώστε να
πάρει την εξουσία με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Για να το πω λίγο
σχηματικά, έχουμε ένα πολιτικό σύστημα το οποίο, επειδή δεν θέλει να
προχωρήσει στις αναγκαίες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές
μεταρρυθμίσεις, για να μην έλθει σε σύγκρουση με τα οικονομικά
συμφέροντα που το στηρίζουν, καταφεύγει στην καταστολή, την αυθαιρεσία,
τις διακρίσεις, ή τον «κομμουνιστικό κίνδυνο» για να θυμηθούμε ξανά τη
δικτατορία Μεταξά. Από αυτή την άποψη, η Μεταπολίτευση είναι πραγματικά
τομή. Σε όλη την παραφιλολογία για «τη Μεταπολίτευση που κατέστρεψε τη
χώρα», αυτό που «ξεχνιέται» είναι ότι σταδιακά δημιουργείται ένα κράτος
το οποίο δεν στηρίζεται στον πολιτικό αποκλεισμό αλλά στην ενσωμάτωση. Η
αναβίωση αυταρχικών πολιτικών (π.χ. κλείσιμο της ΕΡΤ) τα τελευταία
χρόνια είναι κάτι διαφορετικό. Δεν συνδέεται τόσο με «κατάλοιπα», όσο με
την «κατάσταση εκτάκτου ανάγκης» που έχει επιβληθεί λόγω Μνημονίου
Ας
έρθουμε στη Χρυσή Αυγή. Σε ποιο βαθμό εγγράφεται στην παράδοση της
άκρας Δεξιάς (Μεταξάς, ταγματασφαλίτες, χούντα) και ποια είναι τα νέα
της στοιχεία; Γενικότερα, ποιες είναι οι ιδεολογικές δεξαμενές από τις
οποίες αντλεί;
Έχει
ενδιαφέρον ότι η Χρυσή Αυγή οικειοποιήθηκε το παρελθόν από το οποίο η
Δεξιά στη Μεταπολίτευση αποστασιοποιήθηκε σε μια διαδικασία
μετασχηματισμού της σε φιλελεύθερη παράταξη. Άρα θα συμφωνήσω ότι
εγγράφεται στην παράδοση της άκρας Δεξιάς. Αυτό που θα πρέπει να μας
προβληματίσει είναι ότι σε επίπεδο δημόσιας ιστορίας αυτή η παράδοση της
άκρας Δεξιάς «κανονικοποιήθηκε», δηλαδή σταδιακά διαμορφώθηκε μια νέα
αντίληψη που δεν θεωρούσε αρνητικό αυτό το παρελθόν, π.χ. τη χούντα ή τη
συνεργασία με τους Γερμανούς στην Κατοχή. Από την άλλη πλευρά, η Χρυσή
Αυγή υπερβαίνει την παράδοση της άκρας δεξιάς, τόσο ιδεολογικά όσο και
πολιτικά. Πέρα από τον εθνικισμό και τον αντικομμουνισμό, που
παραδοσιακά διέκρινε την άκρα Δεξιά, η Χρυσή Αυγή έχει έναν ξεκάθαρα
φιλοναζιστικό προσανατολισμό, κάτι που είναι πρωτόγνωρο. Επιπλέον, η
άκρα Δεξιά στην Ελλάδα ιστορικά είχε στενή σχέση με τους κρατικούς
μηχανισμούς· λειτουργούσε ως παρακράτος.
Η Χρυσή
Αυγή είναι μια οργάνωση η οποία, πέρα από την σχέση που έχει με τους
κρατικούς μηχανισμούς, αναπτύχθηκε χάρη στην πολιτική-εγκληματική δράση
της. Δεν υπάρχει κάποια αντινομία ανάμεσα στην πολιτική και την
εγκληματική δράση. Υποστηρίζει μια ιδεολογία η οποία χαρακτηρίζεται από
το μίσος και έχει μια πρακτική που θεμελιώνεται τη βία. Από τη στιγμή
που βρει πρόσφορο έδαφος να διαχυθεί στην κοινωνία, αποκτά μια δυναμική
επικίνδυνη και καταστροφική. Αυτό είναι κάτι που επιτέλους φαίνεται να
το αντιλαμβάνονται όλοι, έστω και καθυστερημένα.
Τη συνέντευξη πήραν ο Μάνος Αυγερίδης και ο Στρατής Μπουρνάζος