Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014

1944: Μάχες του ΕΛΑΣ στην υπόδουλη Ελλάδα

Συνεχίζουμε σήμερα, όπως κάθε Τετάρτη, τα άρθρα από νέους ιστορικούς που επιχειρούν να καλύψουν σε πλάτος και βάθος τα ίχνη της σημαδιακής χρονιάς του 1944 στο πεδίο της ιστοριογραφίας και του δημόσιου λόγου, αναζητώντας πληροφορίες και υλικό για ένα «θαυμαστό έτος» της ελληνικής ιστορίας

Αντιμέτωπο με τα ναζιστικά στρατεύματα και τις δυνάμεις των Ελλήνων αντικομμουνιστών οι οποίες είχαν αποκτήσει μια σιωπηρή πολιτική νομιμοποίηση, το στρατόπεδο της ΕΑΜικής αντίστασης ριζοσπαστικοποιήθηκε αρκετά πιο έντονα, ενώ μεταμορφώθηκε σε ένα στρατό αποφασισμένων εθελοντών

Του Ιάσονα Χανδρινού

Από την έναρξη της «τυπικής» γερμανικής δικαιοδοσίας για ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο μετά την ιταλική συνθηκόλογηση (Σεπτέμβριος 1943) και μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου, υπολογίζεται πως είχαν σκοτωθεί από τους αντάρτες περίπου 600-800 στρατιώτες της Βέρμαχτ, ενώ είχαν σκοτωθεί ή εκτελεστεί 4.487 Ελληνες, στη συντριπτική τους πλειονότητα άοπλοι [1]. Στις 22 Δεκεμβρίου 1943 –εννέα μέρες μετά τη σφαγή στα Καλάβρυτα– η Στρατιωτική Διοίκηση ΝΑ Ευρώπης εξέδωσε μια κεντρική οδηγία που ανέπτυσσε το σκεπτικό για την κατάπνιξη της ένοπλης αντίστασης την προσεχή χρονιά [2].

Λαμβάνοντας υπόψη τις διαμαρτυρίες πολιτικών αξιωματούχων για προσεκτικότερη αντιμετώπιση του άμαχου πληθυσμού (μετά τη σοκαριστική εντύπωση που προκάλεσαν οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις Οκτωβρίου-Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου σε κεντρική και νότια Ελλάδα, με αποκορύφωμα τη σφαγή των Καλαβρύτων), η διαταγή προσπάθησε να χαλιναγωγήσει τα πνεύματα αντεκδίκησης που επικρατούσαν στις τάξεις του στρατού, μετά τις πρώτες συγκρούσεις με τους Ελληνες αντάρτες. Τα στρατεύματα έπρεπε να κινούνται μόνο εναντίον «δραστών» και αμάχων που αποδεδειγμένα τους υποστήριζαν.

Οι αναλογίες εκτελέσεων, ο αριθμός των ομήρων και η δικαιοδοσία των κατώτερων εκτελεστικών οργάνων ελαττώθηκαν. Ωστόσο, η προοπτική μιας «διαλλακτικότερης» πολιτικής αναιρείται μέσα από το ίδιο το κείμενο που την αναλύει. Τα στρατεύματα, γράφει, θα στρέφονταν σε συλλήψεις και εκτελέσεις όσων παρείχαν «ενεργό ή συγκαλυμμένη υποστήριξη στους συμμορίτες», αλλά και «ατόμων τα οποία δεν σχετίζονται άμεσα με τις πράξεις, ωστόσο αναγνωρίζονται ως κομμουνιστές».

Το γράμμα και το πνεύμα της διαταγής αναγνώριζαν έμμεσα πως στην αυγή του 1944, η στρατιωτική κατάσταση στην Ελλάδα ήταν ανεξέλεγκτη.

Η βασική υπενθύμιση πως ο πόλεμος διεξάγεται κυρίως εναντίον ένοπλων κομμουνιστών συνοδεύεται τώρα και από την προγραμματική συμπερίληψη ενός –σκόπιμα απροσδιόριστου– αριθμού αμάχων στα εξεγερθέντα στοιχεία. Μια ακόμη προοικονομία του αιματηρού δεκαμήνου που θα ακολουθούσε ήταν και η ρητή διάκριση ανάμεσα στις μορφές εμπλοκής με τους αντάρτες: απώλειες από ενέδρες θα τιμωρούνταν με αντίποινα, απώλειες σε μάχη (οργανωμένες επιθέσεις ή συμπλοκές κατά τη διάρκεια επιχειρήσεων), όχι. Για πρώτη φορά οι Γερμανοί παραδέχονταν έμμεσα την ύπαρξη ενός υπολογίσιμου εσωτερικού αντιπάλου, με τον οποίον είχαν ήδη εμπλακεί «τακτικά» κατά τη διάρκεια του τελευταίου τριμήνου του 1943 [3].

Στατιστικές

Αυτός ο εσωτερικός αντίπαλος ήταν ο ΕΛΑΣ, η μόνη ένοπλη δύναμη που την αυγή του 1944 συνιστούσε κάποιου είδους ενόχληση για τα κατοχικά στρατεύματα στο εσωτερικό της χώρας. Τίποτα δεν θύμιζε την «άτακτη», ημιεξεγερσιακή κατάσταση του προηγούμενου καλοκαιριού. Οι αντάρτες δεν αντιμετώπιζαν πια συμπαθούντες Ελληνες χωροφύλακες ούτε «απόλεμους» Ιταλούς, όπως το 1942 και το 1943, αλλά άριστα εκπαιδευμένους Ορεινούς Κυνηγούς, φανατισμένους νεοσύλλεκτους των Βάφεν Ες-Ες, το απόσπασμα θανάτου του λοχία Φριτς Σούμπερτ και περίπου 16.650 Ελληνες «εθελοντές» κάθε είδους [«Εθνικός Ελληνικός Στρατός (ΕΕΣ)» στη Μακεδονία, Τάγματα Ευζώνων, Εθελοντικά Τάγματα Χωροφυλακής στην Πελοπόννησο κοκ]. Το επιτελείο του Χάινριχ Χίμλερ επαίνεσε τη μαχητική επίδοση αυτών των «αναλώσιμων» ελληνικών σωμάτων που αποτελούσαν ανθρώπινες ασπίδες της γερμανικής στρατηγικής, διασώζοντας –ευτυχώς– για τους μελλοντικούς ιστορικούς τις συνολικές τους απώλειες: 697 νεκροί, 909 τραυματίες και 586 αγνοούμενοι [4], ενώ χάρη στους πίνακες συνταξιοδοτηθέντων «αντιστασιακών» από τις μετεμφυλιακές κυβερνήσεις, γνωρίζουμε πως ο δωσιλογικός ΕΕΣ στη Μακεδονία είχε 1.745 νεκρούς [5]. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των απωλειών συναρτάται με την αυξημένη συμμετοχή «εθελοντών» σε επιθετικές επιχειρήσεις και μαζικές εκτελέσεις αμάχων σε χωριά και πόλεις (Πύργοι Εορδαίας, Γιαννιτσά, Χορτιάτης, Δουργούτι, Κοκκινιά).

Αν και ο ένοπλος δωσιλογισμός ως βασικό χαρακτηριστικό της Ελλάδας του 1944 έχει μελετηθεί αρκετά ως προς τους αριθμούς και τις πολιτικοκοινωνικές του αναφορές, επικρατεί ακόμα η ανόητη εντύπωση πως οι Γερμανοί ήταν απλοί παρατηρητές μιας ενδοελληνικής αιματοχυσίας και όχι πρωταγωνιστές της κατάστασης. Αγνοείται πως από τον Ιανουάριο έως τον Σεπτέμβριο του 1944, οι Γερμανοί υπολόγισαν πως (με ή χωρίς τη βοήθεια των συνεργατών τους) είχαν σκοτώσει «σε μάχη» 15.063 Ελληνες και είχαν εκτελέσει σε αντίποινα ακόμα 3.283. Το σημαντικό συμπέρασμα από αυτή την προφανή δυσαναλογία, εκτός από τη στρατιωτική ανηθικότητα των γερμανικών ταξινομήσεων (η συντριπτική πλειονότητα των νεκρών σε «μάχη» είναι άμαχοι), είναι πως ο συνολικός αριθμός (18.346 άτομα) για το 1944 αντιστοιχεί στο ήμισυ των θυμάτων του ελληνικού πληθυσμού από τα γερμανικά όπλα για όλη την περίοδο της Κατοχής [6].

Οι απώλειες των κατακτητών ήταν αντίστοιχες. Η 117 Μεραρχία Κυνηγών που έλεγχε την Πελοπόννησο από τον Σεπτέμβριο του 1943 έως τον Σεπτέμβριο του 1944 είχε 1.100 νεκρούς από τη δράση των «κομμουνιστικών συμμοριών» [7]. Οι συνολικές γερμανικές απώλειες, από την 1η Ιανουαρίου έως τις 29 Σεπτεμβρίου 1944, ανήλθαν σε 2.239 νεκρούς, 3.654 τραυματίες και 1.285 αγνοούμενους, ένα σύνολο 7.178 ανδρών εκτός μάχης, κατά κύριο λόγο αποτελέσματα της δράσης του ΕΛΑΣ [8], αδιάψευστο τεκμήριο της ραγδαίας κλιμάκωσης του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα σε όλη τη χώρα.

Στρατηγική

Ο πόλεμος διεξαγόταν μέσα από συνεχείς αμοιβαίες επιθέσεις και αντεπιθέσεις. Την τελευταία χρονιά της Κατοχής, δεκάδες μικρές και μεγάλες επιθετικές επιχειρήσεις με ευφάνταστα κωδικά ονόματα («Χρυσαετός», «Κούκος», «Τάρανδος», «Κόνδωρ», «Καταιγίδα Σφαιρών», «Οχιά», «Μαγιάτικη Καταιγίδα», «Αιφνίδιο Χτύπημα» κ.ά.) χτένιζαν τα ορεινά και πεδινά της πολύπαθης χώρας. Η συστηματική καταστροφή της υπαίθρου δεν μεταφραζόταν σε ικανοποιητικό «body count».

Εκστρατείες-σκούπα που βασίζονταν στη γερμανική υπεροπλία απαιτούσαν μεγάλες δυνάμεις και ποτέ δεν προκαλούσαν στον ΕΛΑΣ απώλειες που θα κλόνιζαν τη συνοχή των μονάδων του. Η Βέρμαχτ ξεκίνησε από τον Ιανουάριο του 1944 να εφαρμόζει «αντάρτικες» τακτικές, ειδικά εκεί που η τραχύτητα του εδάφους ακύρωνε τα όποια πλεονεκτήματα των αντιμαχομένων. Στις 5 Ιανουαρίου, στο χιονοσκεπές πεδίο της Ορεινής Παρνασσίδας, ένα μικρό τμήμα της επίλεκτης Μεραρχίας Brandenburg σκότωσε σε ενέδρα 32 αντάρτες του Τάγματος Παρνασσίδας του ΕΛΑΣ. Τον Απρίλιο, στο πλαίσιο των επιχειρήσεων «Ερωδιός», «Σκαντζόχοιρος» και «Κόνδωρ» στη νότια και δυτική Πελοπόννησο, εφαρμόστηκαν τακτικές καινοτομίες.

Ενα τάγμα του 737 Συντάγματος Κυνηγών επιχείρησε να πλήξει τους αντάρτες αντιγράφοντας τη στρατηγική τους: «Με τους 100 καλύτερους στρατιώτες μου κινηθήκαμε στην περιοχή γύρω από την Ολυμπία, χωρίς διακριτικά, χωρίς στολή, χωρίς επαφή με το αρχηγείο μας… Ντυμένοι και εξοπλισμένοι όπως οι συμμορίτες σκοτώσαμε πάνω από 300 άνδρες. Η επιχείρηση αυτή υπήρξε πιο επιτυχής από οποιαδήποτε άλλη θα είχαμε κάνει με 3.000 άνδρες». Από τον Μάιο του 1944, το 7ο Σύνταγμα Γρεναδιέρων της 4ης Αστυνομικής Μεραρχίας των Ες-Ες εφάρμοζε τακτικές παραπλάνησης για να παγιδεύει και να εξοντώνει αντάρτες στην περιοχή της ανατολικής Στερεάς.

Στις 7 Ιουνίου, ένας λόχος του ΙΙΙ/34 Τάγματος του ΕΛΑΣ Λιβαδειάς αιφνιδιάστηκε και διαλύθηκε με απώλειες κοντά στη Δεσφίνα από Γερμανούς που φορούσαν πολιτικά ρούχα και μιλούσαν ελληνικά. Τρεις μέρες αργότερα, στην ίδια περιοχή, μια αντίστοιχη αντάρτικη παγίδα (στρατιώτες των Ες-Ες ντυμένοι χωριάτες) στράφηκε εναντίον των εμπνευστών της, προκαλώντας το άνευ προηγουμένου μακελειό στο χωριό Δίστομο.

Οι αντάρτες προσαρμόστηκαν αντίστοιχα. Τον Φεβρουάριο, η ανώτατη γερμανική διοίκηση (Ομάδα Στρατιών Ε) επισήμανε πως οι αντάρτες δεν εγκαθιστούν πλέον μεγάλες αποθήκες τροφίμων, όπλων και πυρομαχικών στα χωριά, αλλά σε δάση και απρόσιτες περιοχές, αθέατες για τα γερμανικά στρατεύματα [9]. Ο ΕΛΑΣ αποδέχτηκε επίσης την πρόκληση ενός «πολέμου φθοράς» επί ίσοις όροις που επέβαλαν οι Γερμανοί. Κατοικημένες περιοχές εκκενώνονταν πιο άμεσα ή προστατεύονταν καλύτερα σε σχέση με το 1943. Χωρίς να εγκαταλείψουν την παραδοσιακή τακτική του «χτύπα και φύγε», οι αντάρτες άρχισαν να δοκιμάζουν την αντοχή τους στη στατική άμυνα και τις αντεπιθέσεις εναντίον ισχυρών μονάδων πεζικού. Στις 11 Μαΐου 1944, το 7ο Σύνταγμα Γρεναδιέρων των Ες-Ες επιτέθηκε ταυτόχρονα σε Μακρακώμη, Σπερχειάδα και Υπάτη, συναντώντας –παραδόξως– πεισματική άμυνα από το τοπικό 52ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ. Μέσα σε λίγη ώρα, 21 μαχητές είχαν σκοτωθεί ή τραυματιστεί. Στη Μάχη της Αμφιλοχίας (13 Ιουλίου), περίπου 200 αντάρτες αντιμετώπισαν πεζικό και άρματα μάχης σε ανοιχτό πεδίο, για δέκα ώρες, και αποχώρησαν μόνο όταν το 1/3 της δύναμής τους κείτονταν νεκροί ή τραυματισμένοι.

Ο κανόνας των αμυντικών ελιγμών καθιστούσε ακόμα πιο εντυπωσιακές τις εξαιρέσεις. Η τακτική της ενέδρας-αντεπίθεσης γνώρισε το απόγειό της στην Πελοπόννησο, το μόνο ελληνικό έδαφος που κηρύχτηκε τον Μάιο σε «ζώνη επιχειρήσεων», δηλαδή ανοιχτό πολεμικό μέτωπο. Σε Γλόγοβα Αρκαδίας (20 Απριλίου) και Στυμφαλία (2 Ιουλίου), ισχυρά γερμανικά αποσπάσματα μάχης που επιχειρούσαν στην καρδιά της ανταρτοκρατούμενης ζώνης αποδεκατίστηκαν σε καλά οργανωμένες αντεπιθέσεις, ενώ οι ενέδρες σε αυτοκινητοπομπές γίνονταν ολοένα και πιο φονικές. Στις 19 Ιουλίου, μια φάλαγγα φορτηγών της 117 Μεραρχίας Κυνηγών εξολοθρεύτηκε σε μια αριστοτεχνική ενέδρα στη Χώρα Μεσσηνίας, βορειοδυτικά της Πύλου (99 νεκροί και αγνοούμενοι). Οι γερμανικές απώλειες είχαν και ποιοτική διάσταση. Εκτός από τον στρατηγό Κράιπε που απήχθη σε θεαματική επιχείρηση από Κρητικούς αντάρτες και Βρετανούς αξιωματικούς, ο ΕΛΑΣ σκότωσε στα τέλη Απριλίου σε ενέδρα δυτικά των Μολάων τον διοικητή της 41ης Μεραρχίας Οχυρών, υποστράτηγο Φραντς Κρεχ, ενώ και ο διοικητής της 4ης Αστυνομικής Μεραρχίας των Ες-Ες, συνταγματάρχης Καρλ Σίμερς –ένας από τους πιο φανατικούς εθνικοσοσιαλιστές διοικητές–, τραυματίστηκε θανάσιμα από έκρηξη νάρκης στην περιοχή της Αρτας κατά τη διάρκεια εκκαθαριστικών επιχειρήσεων τον Αύγουστο.

Ο πόλεμος έφτασε στο απόγειό του το καλοκαίρι. Τον μήνα Ιούλιο, οι γερμανικές απώλειες σε όλη τη χώρα τριπλασιάστηκαν απότομα (476 νεκροί, 705 τραυματίες, 69 αγνοούμενοι). Είναι ο μήνας των μεγάλων εκκαθαριστικών επιχειρήσεων στη Δυτική Μακεδονία («Χρυσαετός»), κατά τις οποίες οι Γερμανοί παραδέχτηκαν εκτεταμένες «μάχες εκ του συστάδην» στη βορειοδυτική Μακεδονία, των μεγάλων επιθέσεων του ΕΛΑΣ σε Αμφισσα (2 Ιουλίου) και Αμφιλοχία (12-13 Ιουλίου), αλλά και μιας σειράς επιθέσεων του ΕΔΕΣ στην περιοχή της Πρέβεζας (6-7 Ιουλίου). Τον επόμενο μήνα, ο ΕΛΑΣ παγίδευσε και εξόντωσε 200 οπλίτες του επίλεκτου Συντάγματος Ορεινών Κυνηγών των Ες-Ες στις Καρούτες Φωκίδας, σε μια μάχη που ακόμα και οι Βρετανοί αναγνώρισαν ως σημαντική συνεισφορά του γενικώς «παθητικού» ΕΛΑΣ στην επιχείρηση «Κιβωτός του Νώε» (Noah’s Ark), κατά των υποχωρούντων γερμανικών δυνάμεων [10]. Μαζί με τις μάχες στη γερμανική ζώνη του Εβρου και τις αναρίθμητες συμπλοκές στον Θεσσαλικό Κάμπο στο πλαίσιο της «μάχης της σοδειάς», οι απώλειες των κατακτητών τον Αύγουστο έφτασαν σε 532 νεκρούς, 632 τραυματίες και 249 αγνοούμενους.

Οι αλλαγές

Αντιμέτωπο με ναζιστικά στρατεύματα (κάποια από τα οποία πρώτης γραμμής) και δεκάδες χιλιάδες Ελληνες αντικομμουνιστές οι οποίοι αποκτούσαν σταδιακά μια σιωπηρή πολιτική νομιμοποίηση, το στρατόπεδο της ΕΑΜικής αντίστασης ριζοσπαστικοποιήθηκε έντονα. Ο ολοκληρωτικός πόλεμος με τη Βέρμαχτ, η πραγματικότητα εκατοντάδων κατεστραμμένων χωριών και χιλιάδων νεκρών αμάχων και η αίσθηση αναμέτρησης με ένα ενδοελληνικό «μαύρο μέτωπο» είχε μεταμορφώσει το «κατσαπλιάδικο» του 1942-1943 σε έναν στρατό αποφασισμένων εθελοντών, στον οποίον είχαν θέση μόνο όσοι είχαν πραγματικά διάθεση να πολεμήσουν. Μόνιμοι και έφεδροι αξιωματικοί αξιοποιούνταν σε ολοένα πιο μάχιμα καθήκοντα, ενώ η κομματικότητα (όχι απαραίτητα με την έννοια του κομματικού μέλους) άρχισε να ταυτίζεται με τη γενναιότητα στη μάχη και την αντοχή στα βασανιστήρια, ενισχύοντας την πολιτική συνείδηση των εμπλεκόμενων μαχητών. Η στρατιωτικοποίηση της υπαίθρου, η οποία είχε σαρωθεί σε σοκαριστικό βαθμό από τον ολοκληρωτικό πόλεμο του 1944, διατηρήθηκε σχεδόν αναλλοίωτη τουλάχιστον ώς το 1949.

1. Hagen Fleischer, «Deutsche “Ordnung” in Griechenland 1941-1944». Στο: Loukia Droulia, Hagen Fleischer (επιμ.), Von Lidice bis Kalavryta. Widerstand und Besatzungsterror. Metropol/INE-EIE 1995, σ. 151-223. Kaspar Dreidoppel, Der griechische Dämon. Widerstand und Bürgerkrieg im besetzten Griechenland 1941-1944. Harrassowitz Verlag, Βίσμπαντεν 2009, σ. 341, υποσ. 40. 2. Ομοσπονδιακό Αρχείο Γερμανίας [ΟΑ], RW 40/89, ανώτατος διοικητής Νοτιοανατολικής Ευρώπης, Γραφείο Επιχειρήσεων, 296/43, απόρρητο, 22.12.1943. 3. Στα μέσα Οκτωβρίου 1943, δύο γερμανικοί λόχοι παγιδεύτηκαν και αποδεκατίστηκαν σε δύο διαφορετικές συγκρούσεις με πολυάριθμα και καλά εξοπλισμένα τμήματα του ΕΛΑΣ (Κερπινή Αχαΐας, Δερβενοχώρια Βοιωτίας). Οι απώλειες των Γερμανών ξεπέρασαν τους 150 νεκρούς. 4. ΟΑ, NS 19/3695, Kommandostab Reichsführer-SS, Auszug aus dem Bericht des HSSPF über den Einsatz der Polizeikräften in Griechenland, 2.11.1944. 5. Ο πίνακας συντάχθηκε από το ΓΕΕΘΑ το 1966 και δημοσιεύεται στο: Αθανάσιος Κούτρας, Εθνική Αντίσταση 1941-1944. Αθήναι 1981, σ. 160. 6. Για τις συνολικές απώλειες αμάχων παίρνουμε ως βάση την πιο αξιόπιστη, συγκριτικά, καταμέτρηση που υπολογίζει 38.690 νεκρούς, ως θύματα των Γερμανών για ολόκληρη την περίοδο της Κατοχής (Απρίλιος 1941-Οκτώβριος 1944). Δημήτριος Ι. Μαγκριώτης, Θυσίαι της Ελλάδος και εγκλήματα κατοχής κατά τα έτη 1941-1944, Αθήναι 1949, σ. 309. 7. Χέρμαν Φρανκ Μάγερ, Από τη Βιέννη στα Καλάβρυτα. Τα αιματηρά ίχνη της 117ης Μεραρχίας Κυνηγών στη Σερβία και την Ελλάδα (μτφρ. Γιάννης Μυλωνόπουλος). Εστία, Αθήνα 2004. 8. ΟΑ, RH 19 VII/15-17, 25-27, Ομάδα Στρατιών Ε, Πολεμικό Ημερολόγιο, αναλυτικός πίνακας στο: Dreidoppel, σ. 489-491. 9. ΟΑ, RH 19 XI/39, Ομάδα Στρατιών Ε, «Οδηγίες για τη διεξαγωγή του συμμοριακού πολέμου», 24.2.1944. 10. C. M. Woodhouse, History of the Allied Military Mission in Greece, September 1942 to December 1944 (αντίγραφο στο αρχείο του γράφοντος), χ.χ., σ. 200-201.

……………………………………………….

Ποιος είναι

Ο Ιάσονας Χανδρινός είναι ιστορικός, υποψήφιος διδάκτορας νεότερης ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 2012 κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Το τιμωρό χέρι του λαού. Η δράση του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ στην κατεχόμενη πρωτεύουσα 1942-1944» από τις εκδόσεις Θεμέλιο.

 
Via

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.